Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023

Αδελφέ Στρατή Τσίρκα δεν θα μπορούσες να το φανταστείς…

 Εκείνο το χειμώνα του '70-'71 άρχισε μια άνοιξη μυστήρια - η χαρά των υπαρξιστών, των ρομαντικών και των Υπότροφων του Έρωτα. Τα γεγονότα της Νομικής ήταν το σκάσιμο του μπουμπουκιού που ξάνοιξε μπρος στα έκπληκτα μάτια μας σε κάτασπρο λουλούδι. Το διάστημα ανάμεσα στα γεγονότα εκείνα και τα άλλα του Πολυτεχνείου ήταν η κορύφωση μιας θαυμάσιας περιόδου γεμάτης με μουσικές ολονυκτίες πάνω από 'να πικ-απ, κινηματογραφικές ταινίες, βιβλία και ποίηση που πυροδοτούσαν συζητήσεις για το νόημα της ζωής και την αξία της ελευθερίας (εκ των οποίων κάποιες σημαδιακές) μες στο αδιάκοπο πήγαινε-έλα και τον πυρετό ανθρώπων με ξαναμμένη φαντασία. Τότε ξεκίναγαν ταξίδια με σακίδια και υπνόσακους στις τέσσερεις γωνιές της Ελλάδας όπου τα μάτια μας ρούφαγαν τον Μεγάλο Έναστρο για μερικές στιγμές πριν έρθει ο ύπνος. Αυτές λοιπόν ήταν οι σπουδές μας στην κατάνυξη!

Έμελλε να τελειώσει 'κείνη η μακρινή Άνοιξη μες στην αποθέωση, το καλοκαίρι του '74, όταν ήρθε η Δημοκρατία και η Αριστερά μάζεψε τα τεράστια, απρόσμενα κέρδη που ήταν απλωμένα πάνω στο τραπέζι. Κατά μάζες οι συνοδοιπόροι εκείνης της περιπέτειας μάς άφηναν και χώνονταν στις οργανώσεις. "Σύντροφε, τώρα πρέπει να παλέψουμε οργανωμένα!" μας έλεγαν. Κι απομείναμε μονάχοι κάτι λιγοστοί! Έπρεπε να περάσουν περίπου πέντε χρόνια για να τους δούμε να επιστρέφουν ξεζουμισμένοι και αποκαρδιωμένοι τραβώντας κατευθείαν για την καρριέρα και την οικογενειακή ζωή. Ήταν λοιπόν μια ακόμα χαμένη Άνοιξη.

                                                                                                                     Β.Η.

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023

Μακρά πορεία μέσα στη νύχτα

 

 Όπως βγαίνω απ’ το μετρό Αμπελοκήπων, 10 η ώρα το βράδυ, στέκομαι κάτω απ’ το στέγαστρο. Δεν είμαι μακριά, δυο-τρεις στάσεις παρακάτω. Τα λεωφορεία έρχονται και φεύγουν, αλλά δεν με βλέπω να παίρνω κανένα απ’ αυτά. Είμαι κάπως λυπημένος όποτε λίγο περπάτημα θα μου κάνει καλό. Εξαγγέλλω στον εαυτό μου: «δεν γνωρίζω καμμιά ιδέα, όσο φριχτή κι αν είναι, που να μην φεύγει με το περπάτημα». Κι ακόμα μια. «Περπάτα! Αυτή είναι η δουλειά σου!» και το κόβω με τα πόδια. Σύντομα είμαι μπροστά στο γήπεδο του Παναθηναϊκού και βαδίζω έξω από τα Προσφυγικά. Τούτα τα εξαθλιωμένα κτίρια έχουν δει έναν τρομερό αιώνα να περνά από μπροστά τους. Στέκουν σε παράταξη σαν κάποιοι τραυματισμένοι, υπέργηροι και σκοτεινοί επίσημοι. Η θλίψη που σέρνεται πάνω στη λεωφόρο σαν πούσι βαριοκάθεται εδώ στη μεγαλύτερη πυκνότητά της. Μια φορά την εβδομάδα οι καταληψίες που έχουν βρει σ’ αυτά ένα καταφύγιο, μαζεύονται έξω από το παλιό ξύλινο οίκημα δίπλα στον δρόμο, πίνουν μπύρες και τα λένε. Κάποτε έκανα μισάωρη παύση εδώ κι είχα μια κουβέντα. Σήμερα όμως έχουν ανάψει τη ζεστή αρχέγονη καρδιά κι έχουν μουσική. Δεν είμαι άνθρωπος που θα περιφρονούσε μια υπαίθρια φωτιά και μάλιστα στο κέντρο της πόλης, ούτε μια μικρή συζήτηση γύρω απ’ αυτήν. Λοξοδρομώ, ανεβαίνω τρία σκαλάκια και βρίσκομαι εκεί. Η τρίτη μεγάλη αρχή είναι: «Παρέκκλιση! Η ουσία της διαδρομής είναι στο ξεστράτισμα!»
    Ένας κομμένος θερμοσίφωνας πλαγιαστός στο τσιμέντο, μέσα μια φωτίτσα, μπόλικος καπνός, κάποιοι κάθονται τριγύρω. Μια Γερμανιδούλα φέρνει ξερόκλαδα και με καλωσορίζει. Η φωτιά δεν λέει να πάρει απάνω της μέχρι που ένας γαλλόφωνος από το Βέλγιο φέρνει σανιδάκια τα σπάει ένα-ένα, γονατίζει, φυσά και της δίνει μπόι. Βάζει κι ένα κουτσουράκι όποτε κι εγώ αγοράζω μια μπύρα απ’ την καντίνα τους και τραβάω μια καρέκλα. Παραπέρα κάθονται άλλοι. Κάποιοι παίζουν τάβλι. Άλλοι στέκουν ή κάθονται γύρω από το υποτυπώδες μπαρ. Καμμιά εικοσαριά άτομα όλα κι όλα. Κάθομαι στην αρχαία στάση του τσομπάνη, απλώνω λίγο και τα χέρια πάνω απ’ την πυρά. Είμαι ευχαριστημένος. Δεν μου δίνουν σημασία, αλλά αυτό μ’ αρέσει. Βρήκα κάπου να πιώ μια μπύρα ανάμεσα σ’ αγνώστους και να αφοσιωθώ στις ονειροπολήσεις μου. Σπάνιο πράγμα στις εποχές που διανύουμε. Ποιο μπαρ θα με δεχότανε εμένα με τις ιδέες που έχω! Εδώ μάλιστα υπάρχει ζωντανή φωτιά. Το πράγμα είναι όντως δυσεύρετο!
    Τους κοιτώ έναν-έναν. Όλοι τους στην πρώτη νιότη. 20-25 ετών. Τα πρόσωπά τους φρέσκα, ροδαλά. Γελούν και χαίρονται την παρέα. Υπάρχει μπόλικο πήγαιν-έλα. Πολλοί απ’ αυτούς είναι ξένοι. Ο πολιτικός τους χώρος είναι το ευρύτερο φάσμα της Αναρχίας. Το ντύσιμό τους δεν είναι προσεγμένο, ο καθένας φορά ό,τι βρήκε μπροστά του, οτιδήποτε υπάρχει σε μια κοινή ντουλάπα, ένα σακκίδιο, μια βαλίτσα. Δεν έχουν ανάγκη κάτι άλλο, αυτοί φορούν τα νιάτα τους! Και είπαμε, πάνω απ’ όλα η παρέα! Ασχολούνται μόνο με την επικοινωνία. Ανοιχτή κι η ερωτική προοπτική. Πέρα απ’ αυτούς υπάρχει το σκέλεθρο του γηπέδου, μια θάλασσα διαμερισμάτων, κουρσάκια, ταλαίπωροι ντελιβεράδες. Μια πανάκριβη χιλιάρα μηχανή γκαζώνει στην μελαγχολική Αλεξάνδρας που τέτοιες νυχτερινές ώρες μετατρέπεται σε φάντασμα. Πέρα απ’ αυτούς, οι τηλεοράσεις, ο φόβος της μόλυνσης, το οικογενειακό χαμηλό βαρομετρικό, ο τρόμος του ΕΝΦΙΑ, της ΔΕΗ, του δελτίου ειδήσεων και του κατώτατου μισθού. Γριές αγωνίζονται να πεθάνουν στα χέρια ξένων γυναικών από τον Καύκασο. Τρομαγμένες φωνάζουν μέσα στο σκοτάδι.
    Δεν είναι άσχημα λοιπόν εδώ. Έχω κάτσει σε αναρίθμητες υπαίθριες φωτιές· στις παραλίες στα νησιά, απ’ τον καιρό των Χίππυς έως τώρα. Στην πόλη επίσης· με Μοναστηρακιώτες, γύφτους και μετανάστες… Είπαμε, δεν είναι άσχημα εδώ! Υπάρχει μπόλικη αθωότητα μιας και επικρατεί το ανέμελο ξόδεμα του χρόνου, σαν να λέμε της μόνης περιουσίας που έχουν όσοι πατούν πάνω στη γη. Έτσι κάθομαι… βυθισμένος στους ρεμβασμούς μου.
    Ακούω σαν από μακριά και σαν υπόκρουση τη μουσική. Δεν είναι όπως παλιά, η πρώτη κραυγή αυτού που ξεσηκώνεται ούτε η νοσταλγία για κάτι ακαθόριστο που να, όπου να ‘ναι χάνεται! Είναι το βαρύ μητροπολιτικό μπητ που χτυπιέται μάταια πια πάνω σε τοίχους. Αναγνωρίζω τις συνάφειες. Αναγνωρίζω στην κόρη τη διάσημη μάνα, αλλά και των Προφητών τη λύσσα, την μπρούτα ανήμπορη οργή. Δεν με ενοχλεί! Χαμογελώ! Είναι, λέω, η εποχή…
    Ξαφνικά έρχεται στη σκέψη μου ο πατέρας μου. Καιρό είχε να ‘ρθει. Α, ο πατέρας μου… Ακραιφνής συντηρητικός, χρόνια τώρα φευγάτος. Είχε αποφανθεί τελεσίδικά για τους Χίππυς: «Διεθνής αλητεία!» και με κοίταγε ειρωνικά. Ήταν σοκαρισμένος από τέτοια, εκ θεμελίων, απόρριψη του πολιτισμού του και η διεθνής διάστασή της του φαινόταν ιδιαίτερα σκανδαλώδης. Φυσικά εγώ είχα τις αντιρρήσεις μου, αλλά ποιος γιός δεν έχει; Και για αυτούς εδώ λοιπόν τα ίδια θα ‘λεγε. Θα τους αναγνώριζε παρευθύς με το αλάθητο συντηρητικό του ένστικτο σαν διαδόχους εκείνων των τρομερών. Και όσον αφορά τους παλαιούς είχε κάποιο δίκιο, αλλά και άδικο επίσης. Αλητεία βέβαια, αφού αναγνωρίζαν μόνο δικαιώματα και υποχρέωση καμμία. Οι περισσότεροι όμως μια χαρά τα καταφέραν! Αργά ή γρήγορα ανέλαβαν όλες τις υποχρεώσεις που τους είχαν ζητηθεί. Και ύστερα από ένα σύντομο πέρασμα έγιναν ο κινητήρας του συστήματος που αντιμάχονταν και έζησαν και πέθαναν για τη δόξα του καπιταλισμού. Απ’ όσους κράτησαν εκείνο το στυλ ζωής (να πω στάση θα ήταν παρακινδυνευμένο) κάποιοι λίγοι κέρδισαν τον αβέβαιο τίτλο του «αθεράπευτα ρομαντικού». Οι υπόλοιποι πολιτογραφήθηκαν ρεμάλια.
    Η πλάκα όμως είναι, τι θα είχε ο πατέρας μου να πει σε τούτους εδώ. Τι θα ‘χε να τους καταλογίσει; Τι θα είχε να προτείνει; Στα στερνά του χρόνια καταλάβαινε αόριστα ότι ο κόσμος του παρέπαιε. Τα χτυπήματα έρχονταν απανωτά. Τα χειρότερα μάλιστα και πιο οδυνηρά ήρθαν από μέσα, απ’ τους ίδιους τους δικούς του. Ανάμεσα απ’ τις ίδιες τις γραμμές. Στάθηκε τυχερός, δεν έζησε να δει το τέλος: το υπέρτατο στραπάτσο των ιδεών του!
    Τώρα όμως έρχομαι εγώ και μπαίνω στη σκηνή. Συντηρητικός σαν τον πατέρα μου, αν όχι πιο πολύ, αλλά με τον δικό μου τρόπο! Και μάλιστα απενοχοποιημένα συντηρητικός! Χαζεύω τούτα τα παιδία. Η ίδια παλιά αφέλεια! Πέρα απ’ αυτά, πέρα από τις πολυκατοικίες και τους τρόμους των μικροαστών, κάθεται ο κύριος Κλάους Σβάμπ. Έχει γράψει ένα βιβλίο. Δεν είναι κακό βιβλίο, είναι όμως τρομακτικό. Εξαγγέλλει την αλλαγή του κόσμου. Μια ακόμα αλλαγή. Την επανάσταση εκ των άνω. Την συντριβή των από κάτω και κάθε ελπίδας. Το τέλος της υπαίθριας φωτιάς. Το οριστικό τέλος της παρέας και του αργού περάσματος του χρόνου. Για τούτα τα παιδιά και τον κόσμο τους έχει μόνο περιφρόνηση και -είναι φανερό- καμμία ή ελάχιστη ανησυχία. Πιο πολύ τον ανησυχούν οι δικοί του, κάποιοι παλαιότεροι εταίροι. Κάποιοι επαρχιώτες! Κάποιοι εθνικιστές και πατριώτες! Αυτός είναι κοσμοπολίτης! Εκείνοι εμμένουν στις παλαιομοδίτικες αρχές τους. Κατ΄ αυτόν, έχουν ξοδέψει όλο το ενεργειακό φορτίο τους. Όλη τους τη φόρτσα! Χρειάζεται επειγόντως μια φυγή προς τα εμπρός! Α, ο θαυμάσιος κύριος Σβάμπ! Είναι ένας οραματιστής! Ένα είδος ιερέα! Μιλάει ανοιχτά. Τέρμα τα αντιπαθητικά μισόλογα! Είναι κι αυτός απενοχοποιημένος. Όπως ο Μεγάλος Αδόλφος. Ό,τι είπε το ‘κανε. Πρώτα όμως το είπε. Το εξήγγειλε πλατιά και ύστερα βρήκε συνενόχους. Όπως ο κύριος Μπρεζίνσκυ. Τα ίδια και αυτός! Και τώρα τα γραφεία δουλεύουνε νυχθημερόν. Τα φώτα όλη νύχτα αναμμένα. Ακούγεται ο βαρύς βηματισμός της Προόδου. Με χάλκινο διασκελισμό διαρκώς μας ξεπερνά. Συνωστίζονται οι υποψήφιοι συνεργάτες με τα τρανταχτά βιογραφικά και την αμέριστη προθυμία. Και ο Διάβολος ο ίδιος έχει κάνει αυτοπροσώπως τα πρώτα περάσματά του απ’ τη σκηνή. Οι δυο-τρεις πρώτες πράξεις του δράματος έχουνε τελειώσει. Στα καμαρίνια τώρα αλλάζει πάλι ρούχα. Κι όλοι κάνουν πως δεν βλέπουν το παγόβουνο που σηκώνεται μπροστά μας.
    Η δικιά μας η επανάσταση γύρω στο ’74 ήτανε χαμένη. Ένας πόλεμος πολεμήθηκε και χάθηκε. Χιλιάδες χιλιάδων ηττημένοι πέρασαν στις τάξεις του νικητή. Οι σκληροί συντρίφτηκαν. Όσοι κράτησαν μια κρυφή συνέπεια απομονώθηκαν. Θελήσαμε να αλλάξουμε όχι μόνο τον κόσμο, αλλά την ίδια τη ζωή. Ό,τι εξαγγείλαμε έγινε καύσιμο στις πυρές του νικητή. Η μοίρα του κόσμου να αλλάζει είναι. Κάποιοι άλλοι, στη θέση μας, ανέλαβαν να τον αλλάξουν «προς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν που εμείς είχαμε επιδιώξει». Θελήσαμε, σαν αυτούς εδώ, να ζήσουμε κατά την παλαιάν απλότητα. Θελήσαμε μιάν επιστροφή στις πηγές. Βουίζει ακατάπαυστα η χιλιάρα μηχανή!
    Σηκώνομαι να φύγω. Σαν να μ’ ακολουθάει κι ο πατέρας… με το γκρίζο παλτό και σηκωμένο τον γιακά. Εγώ ο παλιός… κι αυτός ο παλαιότερος. Έρχεται δίπλα μου και με ρωτά: «λοιπόν, τί είδες;». Τι κρίμα που δεν ζει! Θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε δυο-τρία πραγματάκια. Έτσι κι αλλοιώς ήταν ιδεαλιστής. Χαμένοι για χαμένοι και οι δυό… καμιά φορά οι παλιοί αντίπαλοι… όταν πέφτουν στους ηττημένους της Ιστορίας… αν είναι έντιμοι… μπορούν να κοιταχτούνε με συμπάθεια. Εξαφανίστηκε όμως μες στην Αλεξάνδρας κι έμεινα να προχωράω μόνος· πολύ μακρύτερα απ’ όσο είχε χρειαστεί αυτός να βαδίσει κι απ΄ όσο είχε μπορέσει ποτέ να φανταστεί. Όχι απλά ένας συντηρητικός, αλλά ταγμένος σε μια μακρινή επιστροφή. Επιστροφή σε ένα παντοτινό πάντοτε! A Return to Forever. Δυο-τρεις στάσεις είναι η απόσταση μέχρι το σπιτικό μου, αλλά θα μου πάρει χρόνια να τη διασχίσω.

 

                                                                                                            Β.Η.

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

29 Δεκεμβρίου 2022. Μέρα γιορτινή

    Πλήθη ξέρναγε ο σταθμός του Συντάγματος και κατηφόριζαν αυτά τα πλήθη σαν ποτάμι την Ερμού ανάμεσα στις βιτρίνες και τους μουσικούς και τους αστέγους και κάποιοι εξαθλιωμένοι έκαναν άσεμνες χειρονομίες προς τη λαοθάλασσα και οργίλες χειρονομίες προς τον Ουρανό. Και γέμιζε ο κόσμος τα καφενεία και τις ταβέρνες και κατηφορίσαμε ως την αρχαία Αγορά και την ευτυχία και κάτσαμε, εγώ και μια ψυχή ακόμα, σε ένα τραπεζάκι, σε ένα υπαίθριο καφενείο και παρατηρούσαμε τη μέρα να φεύγει κι ο τελευταίος ήλιος έβαφε ρόδινους εκείνους τους μακρινούς, μονοκόμματους και άδειους τοίχους. Ήταν μια άσημη ευτυχία. Ύστερα, την ώρα που νυχτώνει, αποχωριστήκαμε στο σταθμό του Μοναστηρακίου και κατέβηκα κυλιόμενες σκάλες και διάβηκα μες στο ανθρωπομάνι γαλαρίες κι άλλες σκάλες ως τις πλατφόρμες που μαύριζαν κατάφορτες με κόσμο.

    Σε τούτες ‘δώ τις αποβάθρες είχα δει τις μεταμεσονύχτιες ώρες κάποιου Σαββάτου, πάνε μήνες τώρα, τον Παναγιώτη Λαφαζάνη με μια σακούλα γεμάτη εφημερίδες να κυκλοφορεί σαν ξένος και σα φάντασμα μες στα ιλαρά πλήθη της διασκέδασης που περίμεναν τα τελευταία τραίνα και τα ζευγαράκια που ήταν στο τελευταίο αγκάλιασμα. Είχαμε μια γρήγορη κουβέντα μέσα σε έναν συρμό που πήγαινε βόρεια, για το άτυχο ’15 και μου φάνηκε πως συνωμοτούσαμε ενάντια στους νεολαίους συνεπιβάτες μας ανακατεύοντας στην τράπουλα παλιές δεκαετίες.

    Έχω τελειώσει πια το σεργιάνι μου ανάμεσα στους θησαυρούς των δρόμων- τόσο άχρηστους για τους πολλούς- και μου αξίζει το φαΐ που θα φάω. Αλλά περιμένετε… υπάρχει κάτι ακόμα! Μόνος μέσα στο πλήθος το εορταστικό κάνω τη σκέψη πως οι περισσότεροι απ’ αυτούς εδώ τους ανθρώπους σε 20 χρόνια θα ‘χουν φύγει. Και σε 50 χρόνια πολύ λίγοι θα έχουν απομείνει σ’ αυτές τις αποβάθρες, ανάμεσα σε άλλα πλήθη μελλοντικά που δεν μπορούμε να προβλέψουμε τι ζωή θα κάνουν και σε τι θεό θα πιστεύουν. Τότε, ‘κείνη τη στιγμή, ένοιωσα μια βαθιάν οικειότητα, σχεδόν τρυφερότητα, για τους συγχρόνους μου.

                                                                                                                                        Β.Η.

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022

Ο Πέπλος

 Ένας πέπλος άρχισε να πέφτει εδώ και χρόνια πάνω στη χώρα, τρυφερά και υποσχετικά στην αρχή, σαν ευδαιμονία και σαν παιδική ηλικία, και έθρεψε χαμόγελα που δεν άργησαν να γίνουν καγχασμός-άγριο γέλιο. Κι αφού έγιναν οι προδοσίες που έπρεπε να γίνουν, προδόθηκε ο γείτονας, o συνεργάτης ο φίλος, o αδελφός, άρχισε ο πέπλος, ο αδιόρατος, σιγά-σιγά να σφίγγει και μετατράπηκε σε βρόχο. Όπου γυρνώ τώρα βλέπω πρόσωπα με την αγωνία τής ασφυξίας. Όποια μάτια κι αν κοιτάξω βλέπω τη ματιά που ζητάει έλεος. Αφήσαμε ανθρώπους να κυβερνήσουν που ήταν ομοιώματα ηγετών γιατί μας έμοιαζαν, έτσι όπως είχαμε κι εμείς γίνει το ομοίωμα αυτού που έπρεπε να είμαστε. Αφήσαμε τους ανθρώπους τους να τρέχουν πολυάσχολοι εδώ κι εκεί, λες και δεν καταλαβαίναμε τι κάνουν· απλώναν τον πέπλο στην αρχή και μετά έσφιγγαν τον βρόχο! Ήταν δυνατόν να μην το βλέπουμε; Κι όμως! …μίλαγαν κιόλας πολύ για τους νέους καιρούς, ρωτήματα πολλά δεν κάναμε, δεν γίνονται ρωτήματα σ’ αυτή την εποχή, κάναμε τότε πως καταλαβαίνουμε κι ας μη καταλαβαίναμε γρυ, μας έδειχναν πότε -πότε και τα συμβόλαια με την υπογραφή μας, όλα σωστά βαλμένα… Αμέ; Πώς;
    Ώσπου κάποιο σούρουπο, απ’ αυτά που δεν θέλει κανένας να θυμάται, όπως καθόμασταν ‘κει πέρα, άρχισε ν’ ακούγεται το αρχαίο τύμπανο της καταστροφής, ένας ήχος μουντός, βαθύς και από πάνω ένα ταμπούρλο τόσο δα, πάντα το ίδιο ασχέτως εποχής. Αυτό το αναγνωρίσαμε αμέσως λες και το ξέραμε ανέκαθεν. Περίεργο, γιατί τέτοιο κοντραπούντο δεν είχε ξανακουστεί σε τούτες τις γενιές, αλλά σαν να ‘τανε ο ήχος κι ο ρυθμός του γραμμένος σε κύτταρο που ούτε ξέραμε ότι υπάρχει. Κάναμε τότε έτσι να σηκωθούμε μα, φρίκη πελώρια, σα σε όνειρο κακό, δεν μας ακούγαν ούτε πόδια ούτε χέρια. Τότε νοιώσαμε και τη θηλιά που με τόση φροντίδα μας είχαν περάσει στο λαιμό. Πήγαμε να κράξουμε, απαίσιος κραγμός ακούστηκε στ’ αυτιά μας, δεν το πιστεύαμε πως ήτανε δικός μας… κάναμε ξανά να σηκωθούμε, όλα μάταια! Και πάλι αρχίσαν τα λογάκια, τα καθησυχαστικά και τα γλυκά κι είπαμε, δεν μπορεί, λάθος θα κάναμε, ήταν και το μυαλό μας ταραγμένο, πολύ ταραγμένο. Καθήσαμε πιά και μόνο κοιτιόμασταν… ύστερα γυρίζαμε αλλού το πρόσωπο.

    Μετά αρχίσαν οι αρρώστιες, τα σούρτα-φέρτα στους γιατρούς. Διαπίστωναν κι αυτοί τις ασθένειες τις γνωστές και κάτι παθήσεις σπάνιες που τις ξέραν απ’ τα διαβάσματά τους. Γράφαν συνταγές, τις παίρναμε και φεύγαμε κι αυτοί αλλάζαν βλέμματα, τι στην ευχή! γιατροί ήντουσαν και ξέρανε πως δεν υπάρχει ελπίδα γιατί ο ασθενής (εμείς) έχει χάσει την πίστη του στον εαυτό του.

    Και τώρα που είπα εαυτός, θαρρώ πως ξέρω. Από τον πολύ εαυτό πάθαμε ό,τι πάθαμε! Μάλλον… αφήστε με για λίγο να σκεφτώ… μάλλον δεν μας έχει απομείνει ίχνος εαυτού, μάζα σκοτεινή είμαστε, κοπάδι που χαλάστηκε το μαντρί του, αδιάκοπο τρεχαλητό μέσα σε κάμπο άφωνο· κάθε τόσο αρπάζει η νύχτα κάτι. Ψάξαμε τον εαυτό εκεί που δεν υπήρχε. Αναζητούσαμε τον αυθύπαρκτο εαυτό και τον φορτωθήκαμε φορτίο! Θελήσαμε τον εξαιρετικό εαυτό και πήραμε έναν αριθμό. Φορέσαμε έπειτα τον αριθμό σαν κακοραμμένο ρούχο. Δεν υπάρχει εαυτός χωρίς τους άλλους. Δεν υπάρχει σωσμός αν δεν νοιώθεις το χνώτο του διπλανού σου. Αν δεν φας το ψωμί του και δεν πιείς το κρασί του… Δεν υπάρχει σωσμός δίχως πατρίδα, παλιοκερατάδες!
    Και υπάρχουν οι πατρίδες-σπίτια που συντρίβονται με κρούση και άλλες που συνθλίβονται με σφιχτό εναγκαλισμό· σπαν τα κόκκαλά τους ένα-ένα, κρακ-κρακ-κρακ, διαλύεται η εσώτερη δομή τους. Και οι άλλες που καίγονται από μέσα. Όλες οι πατρίδες έχουνε πυρποληθεί. Και υπάρχουνε αυτές που έχουν τυλιχθεί στις φλόγες. Κι άλλες που σιγοβράζουν στο βάθος και η φωτιά δεν έχει αρπάξει ακόμα τις κουρτίνες.

    Έτσι, δίχως νόμο, χωρίς δικαιοσύνη, πέσαμε στην απελπισία … τώρα πρέπει να ματώσουμε γερά. Υπάρχουν μερικοί που περιμένουν το τέλος του κόσμου για να τους λυτρώσει. Α, πα πα πα! δεν πρόκειται να ‘ρθεί! Έχει τούτο το άπατο πηγάδι πάτο; Αργά η γρήγορα θα αναγκαστείτε να πολεμήσετε για τη ζωή σας… να δείτε που στο τέλος δεν θα το γλυτώσουμε το αίμα! Να εξηγηθώ καλύτερα: οι καλύτεροι από μας (και κάποιοι απ’ τους πιο άτυχους) θα πολεμήσουνε για όλους. Και τότε δεν αργεί ο εμφύλιος. Και μη μου πείτε ότι δεν καταλάβατε πως όλοι πόλεμοι σιγά-σιγά μετατρέπονται σ’ εμφύλιο; Κοιτάξτε μόνο πώς κολακεύει η θηριώδης Αρχή τα θύματά της!

    Να μιλήσω τώρα για αυτούς που βάλαμε μπροστά και τους ακολουθούμε… για να πούμε την αλήθεια, χωρίς καμμιά εμπιστοσύνη. Δεν είναι μπροστάρηδες αυτοί, διακινητές είναι και σκοτεινοί περαματάρηδες. Να σας πω… πιο πολύ θυμίζουν τους παλιούς πλοιάρχους δουλεμπορικών! Εκείνους που στη θαλασσοταραχή ξεφορτώνονταν ένα μέρος του φορτίου. Δεν καταλάβαμε όμως πως αυτοί που ζήτησαν και πήραν εξουσία ήταν διατεθειμένοι να τα παίξουν όλα για όλα σε μαύρο πόκερ με συνέταιρο τον Διάβολο; Δεν ποντάραμε κι εμείς μαζί τους; Δεν μας φορέσαν τη μουτζούρα ‘κεινη τη στιγμή; Δεν ξέρουμε παρόλα αυτά πως όταν βγαίνεις μπροστά, αρχηγός, βάζεις ενέχυρο τη ζωή σου; Τι διστάζουμε λοιπόν τώρα που χάνεται η παρτίδα κι είμαστε ένα βήμα απ’ την καταστροφή; Ας γίνει μια δεύτερη βάφτιση και μια καινούργια αρχή! Η Δημοκρατία μπορεί να αποβεί κι αυτή ένα εγκληματικό καθεστώς· ώφειλαν να ξέρουν!
    Αλλά δεν είμαστε όλοι άσωτοι, υπάρχουν και αυτοί που διάγουν βίο ενάρετο. Αυτοί που θέλησαν να σώσουν τον εαυτό τους. Και περιορίστηκαν αργά η γρήγορα σε μια πρόσοψη εαυτού. Μα υπήρξε ποτέ ένας αυτόνομος εαυτός; Μπορεί να περιχαρακωθεί ο εαυτός; Είναι αέρινος ο εαυτός, έχει όμως ύποπτα θεμέλια· μια υγρασία ξαφνικά έρχεται στην επιφάνεια, τρομάζει η ξαφνική υγρασία· από πού ήρθε η ξαφνική υγρασία;

    Κοιτάξτε τη θάλασσά μας με τα αναρίθμητα νησιά! Ένα-ένα ξεπροβάλουν μόνα πάνω απ’ τα νερά. Μα ας μοιάζουν χωριστά, είναι από κάτω ενωμένα στον βυθό· εκεί που ποντίζουν τα καλώδια και σχεδιάζουν τους αγωγούς μας. Είναι ίδια και διαφορετικά, διαφορετικά και ίδια. Κι όλα τα συνδέει η άβυσσος, ουσία και φαιά ουσία αυτού του κόσμου.
    Είναι τα πάντα ένα· το ένα μέσα στα πολλά, τα πολλά μέσα στο ένα: η άγρια ρίγανη που φυτρώνει στα γκρεμνά, το πουλάκι που λαλεί σε ψηλό κλαρί, οι αντέννες που στήθηκαν στις βουνοκορφές και η βιομηχανική ισχύς μας. Η κοπέλλα που προπορεύεται στη γαλαρία του μετρό, κάτι ξεχασμένο που έρχεται στα όνειρά σας, ένας μακρινός πόλεμος που μαίνεται εν αγνοία σας…
    Είναι η τάξη του Κόσμου και η διασάλευσή της. Είναι η ευσέβεια και η ανταρσία. Ένας αγώνας δίχως έλεος. Το αποτέλεσμά του θα είναι τραγικό για το λογικό ζώο. Το ξέρουν καλά οι τελευταίοι ρεμβαστές του Κόσμου, το υποπτεύονται κάποιοι απ’ το κατώτερο προσωπικό εκεί στα νοσοκομεία μας: είναι η απεραντοσύνη, αν δεν την υπακούσεις ένας βαθύτερος εαυτός θα αναλάβει να σε σκοτώσει. Από κάποια στιγμή και ύστερα ξέχασες την αιώνια μακρινή πατρίδα!

    «Το να θέλει κάποιος να ξεφύγει απ’ τον εαυτό του από αδυναμία να τον αντέξει, όσο και το να θέλει κανείς ανυπότακτα να είναι ένας αυθύπαρκτος εαυτός ανάγονται ως δύο όψεις του ιδίου νομίσματός. Η ανυπακοή δεν μπορεί να περιορίζεται σε κάποιες ανήθικες πράξεις όπως ο φόνος, η κλοπή, η ακολασία και άλλα τέτοια…» Είναι εξίσου βαρύ ατόπημα κι ίσως πιο βαθύ, αν και πιο εκλεπτυσμένο, «το να διάγει κανείς τη ζωή του ηθικά άμεμπτα κι όμως αυτό να βασίζεται στη δειλία και σε μια επιπόλαιη νομιμοφροσύνη». Σείς οι ενάρετοι με τα σφιγμένα χείλη, Σείς οι νομοταγείς... διαπράξατε ύβρι που κλείσατε την πόρτα σας στον Κόσμο και πήγατε και κλειδωθήκατε σε ένα ομοίωμά του. Δεν είναι το θέμα ηθικό! Πνευματικό είναι το πρόβλημα. Δεν υπάρχει σωσμός χωρίς θεό, δυστυχισμένοι!

Θυμάστε ένα παλιό λαϊκό τραγουδάκι;

Once there was a way
to get back homeward
once there was a way
to get back home


    Αλλά εσείς, ω Σύγχρονοί μου που βρεθήκατε στον κόσμο, ήρθατε εδώ σε ιστορική στιγμή. Βρεθήκατε εδώ για να δείτε να συντρίβονται οι άνθρωποι, οι τάξεις και τα έθνη. Και αντίθετα από το τραγούδι που υπόσχεται χρυσό αλφροΰπνι κι ένα γλυκό νανούρισμα, σε σας δόθηκε ένα θείο δώρο.

Golden slumbers fill your eyes
smiles awake when you rise
sleep little darling do not cry
and I ’ll sing a lullaby.

Απελπισία λέγεται το δώρο και είναι θαυμάσιο καύσιμο. Ή πιο σωστά, μια γόμωση. Μη την αφήσετε να πολυκαιρίσει και να «χαλαστεί». Θα ξυπνήσετε ένα πρωί μες στην αγωνία τού οριστικά χαμένου. Ας ληφθεί υπ’ όψιν δε: άλλο απελπισία κι άλλο από-γνωση· έχει διαφορά! Όχι μόνο αυτή του εν κινήσει από το τετελεσμένο, αλλά και στην επί-γνωση ότι κάτι διακυβεύεται και κινδυνεύει να χαθεί. Τούτη η καθολική διάδοση της απελπισίας είναι σημάδι ότι η μάχη δεν έχει λήξει. Η ζωή μέσα σας ακόμα αντιστέκεται. Είναι ύστατο δείγμα υγείας, ένα, όντως, δώρο-μήνυμα που έρχεται από άλλους βυθούς, τους βυθούς του είναι. Θεωρήσατε τους εαυτούς σας εξαιρετικούς και τα πράγματα πεπερασμένα και «του χεριού σας»· δεν θα υπάρξει έξοδος όσο δεν ξεκαθαρίζετε τους λογαριασμούς σας με το άπειρο.

    Σας μένει μήπως καμμιά αμφιβολία πως οι σύγχρονες λατρείες τού εαυτού οδεύουν προς συγκρότηση μιας υποκατάστατης θρησκείας; Σε τούτο τον καιρό τής παρακμής των θρησκειών; Ή μήπως είναι παράξενο ότι έφτασε στον φονταμενταλισμό τόσο νωρίς, ότι διέγραψε το κύκλο της τόσο γρηγορότερα από ‘κείνες; Είναι η διαφορά τού αυθεντικού με το ψεύτικο. Η απομίμηση, δεν αντέχει για πολύ μες στην τουρμπίνα-χρόνο. Ή μήπως έχετε καμμιά αμφιβολία ότι αυτή η μανιακή «Πορεία προς το Μέλλον», αυτή η θρησκεία της αέναης προόδου που υποσχέθηκε εύκολη και άκοπη ζωή, σας ρίχνει σιγά-σιγά στα γόνατα; Εγώ, θα μου επιτρέψετε, δεν έχω καμμιά αμφιβολία: πρόκειται για ταξίδι του χαμού και μια θρησκεία αγωνίας δίχως λύτρωση.

Ω Σείς, που ονειρευτήκατε την προσπέλαση του θεού μέσω του πολιτισμού…

Ορίστε λοιπόν, ο θεός είναι απών μέσα στον κόσμο!

Ιδού το παλιό όνειρο έγινε πραγματικότητα!

Να ο πολιτισμός σας που κατέφαγε τα πάντα

τρώει και εσάς με νύχια και με δόντια!

Και τώρα που το δημιούργημά σας απόκτησε βούληση δικιά του

σας κατατρώει με τη δική του βούληση.

Μήπως βαδίσαμε πολύ ενώ υπνοβατούσαμε; Τίποτα δεν αναγνωρίζουμε στα τοπία που περνούμε. Μήπως βαδίσαμε γοργά και δεν μας προλαβαίνει η ψυχή μας; Απ’ όλα τα πλάσματα μόνο ένα μας ακολούθησε ως αυτούς τους έσχατους καιρούς. Ούτε βροχή, ούτε φως, ούτε φωνή, μόνο στάχτη που πέφτει από ψηλά… και η μαϊμού που ψάχνει μες στα ρούχα μας όσο είμαστε ξαπλωμένοι στα κρεβάτια.

    Πώς θα τελειώσουμε τούτη την παρτίδα με την άβυσσο; Ένα μάτι μόνο έχει αυτή που μας κοιτά σταθερά στο κούτελο κάθε φορά που ακουμπά στο τραπέζι ένα χαρτί… σα μέσα από όνειρο σκούζει η μαϊμού. Τη νοιώθουμε τούτη τη ματιά για ώρα πολλή μετά, σαν πίεση, και όλο τρίβουμε το μέτωπο και χάνουμε σε κάθε γύρα, δεν βλέπετε πώς πέφτουν ένα-ένα τα χαρτιά;


                                                 ....................................................................................

     
    Αλήθεια όμως, τι μπορεί να κάνει ο φτωχός άνθρωπος… όλες τούτες οι ψυχές που φτάνουν άοπλες στον σύγχρονο κόσμο; Έχει φτάσει πολύ αργά. Μεγάλα παιχνίδια παίχτηκαν και χάθηκαν. Σε χρόνο παλαιό επιτελέστηκε το σχίσμα με το ιερό, η πληγή στο σημείο παραμένει αγιάτρευτη κι έκτοτε επικρέμεται σαν κατάρα ο κόσμος του κενού. Είναι τώρα ένας κατακλυσμός. Η πρόοδος προχωράει αλλάζοντας τα καθεστώτα σαν να ‘ναι ρούχα. Ανύποπτος, φιλομαθής και εύπιστος, προϊόντων των καιρών βαρύς και δύσθυμος, προχωράει ο φτωχός άνθρωπος προς το θυσιαστήριο. Δέσμιος της εποχής του δεν αντιλαμβάνεται το βάρος και την αλληλουχία των αιώνων. Ανεβαίνοντας τα φοβερά σκαλιά… μια ξαφνική υποψία τον καταλαμβάνει: είναι ακριβώς εκείνα τα σκαλιά όπου ο ίδιος έσυρε ό,τι άξιζε να ζήσει! Κι αν δεν είναι όλο αυτό η ολοκλήρωση του τραγικού, τότε τι είναι;
     Είναι κρίμα που λείπουν ένας-δυο μεγάλοι ποιητές να καταπιαστούν μ’ αυτό το τρομακτικό ρέκβιεμ που, θαρρείς, έχει αρχίσει κι ακούγεται παντού ή με μια μακρά καλοφτιαγμένη ελεγεία να μας δείξουν τις συνάφειες. Δεν μιλώ για τις προδρομικές φωνές, αλλά για εκείνες που θα ‘πρεπε να παρίσταντο σε τέτοιο φαντασμαγορικό τέλος. Που ήρθαν για να δουν, και να καταγράψουν, να εμπνεύσουν.
    Έτσι τελειώνει ο φαουστικός πολιτισμός, μες στον θόρυβο των άπειρων μηχανημάτων του, πραγματικά μ’ έναν λυγμό. Τη στιγμή που ο άνθρωπος στάθηκε απέναντι στο «Όλον» και είπε: «Εγώ και ο Κόσμος», ένα βάραθρο ανοίχτηκε μπροστά του! Κατόπιν έπεσε κι ο ίδιος μέσα. Μένει ν’ ακουστεί ο γδούπος. Και ύστερα ο λυγμός.
    Τι τουπές! Ο «εξαιρετικός!»… ο «εκπρόσωπος του ιδιαιτέρου είδους!»… Η βούληση για δύναμη, η κυριαρχία πάνω σε αυτό που τόσο «αθώα» ονομάστηκε Φύση, λες και ήταν κάτι εξωτερικό προς τον άνθρωπο, ήταν μοιραίο να φτάσει στην ανθρωποφαγία. Θαυμάστε τώρα τις τελετές της. Είναι οι τελετές του τέλους. Είναι το τέλος ενός πολιτισμού που «μας έκλεισε το μάτι».

    Όσο το σκέφτομαι, είμαι ενάντια στην πρόοδο. Μια απίστευτη ευκολία έκανε τα πράγματα δύσκολα. Απελπιστικά δύσκολα. Αλλά το Βασίλειο είναι προορισμένο να χαθεί. Η καταστροφή θα επέλθει. Με τη μία ή την άλλη μορφή. Κάποιοι τότε πρέπει να είναι παρόντες.

    Πρώτα όμως η καταστροφή! Αυτή πρέπει να επέλθει. Έχετε αρχίσει να το υποψιάζεσθε κι εσείς! Έχετε ενδείξεις, ζητάτε αποδείξεις… μήπως σκέφτεστε να αποχωρήσετε; Δεν παίζεται όμως έτσι το παιχνίδι. Κανείς δεν δραπετεύει από τη Μηχανή. Θα βρεθούμε όλοι εμπρός στο συντελεσμένο. Πρέπει να απελπισθούμε ως τα έσχατα… εκεί όπου τα μαθήματα εξάγονται αβίαστα από τα παθήματα. Εκείνη τη στιγμή θα χρειαστούν οι παραστάτες. Αυτοί που με τη γνώση του παρελθόντος προείδαν τα επερχόμενα και τώρα εξηγούν, στηρίζουν, θεμελιώνουν, κυριολεκτικά καρφώνουν τα συμβάντα βαθιά στη συνείδηση των συγχρόνων τους.

    Ο άνθρωπος μοιάζει στην εποχή του- είναι δικό της τέκνο. Κι είναι απίστευτη η νομιμοφροσύνη του σ’ αυτήν. Έχει παραδοθεί στην ιδέα της προόδου. Δεν θα μπορούσε βέβαια να υποστηρίξει κανείς ότι υπάρχει πρόοδος στην Τέχνη ή στον στοχασμό. Ούτε δα... στην ανθρώπινη καλοσύνη. Η πρόοδος είναι πάντα τεχνική. Πρόκειται για φυγή προς τα εμπρός εν όψει της διαβλεπόμενης στασιμότητας και του επερχόμενου μαρασμού. Όμως η τεχνολογία σπρώχνει το ανθρώπινο ον σε όλο και πιο σφιχτό εναγκαλισμό με την εξουσία. Ε λοιπόν, η εξουσία τώρα (ήρθε κι η ώρα αυτή!) ακολουθώντας την τάση της να συγκεντρώνεται, γίνεται παγκόσμια. Είμαστε υπ’ ατμόν για το παγκοσμιοποιημένο κράτος. Δηλαδή τη μέγιστη συμπύκνωση ισχύος. Και έχετέ το υπ’ όψιν σας αυτό: η ισχύς μισεί τους παρακατιανούς. Σιχαίνεται την αδυναμία. Και όταν πετυχαίνεται τέτοια πύκνωση το μόνο που επιφυλάσσεται στους αδυνάμους είναι ο σαδισμός! Μη σας ξενίζουνε λοιπόν αυτά που αρχίσατε να βλέπετε στους δρόμους. Η κρατική βία, ωμή για κρυφή, θα φτάσει πολύ μακριά.
    Και οι λαοί μετατρέπονται σε πληθυσμούς. Τα έθνη καταστρέφονται. Τα έθνη είναι αποκρυσταλλώσεις του τοπίου μέσα στην ανθρώπινη ψυχή. Αλλά και οι τόποι πεθαίνουν. Πάντα πέθαιναν, αλλά με τρόπο φυσικό, μες στο αργό πέρασμα του Χρόνου. Σήμερα όμως περισσότερο, αφού συνεχώς δολοφονούνται. Μετατρέπονται σε ζώνες: βιομηχανική ζώνη, οικιστική ζώνη, εμπορική ζώνη, στρατιωτική (απαγορευμένη) ζώνη, zona hotellera-τουριστική περιοχή.

    Πεθαίνουν και οι τόποι, παρ’ όλα αυτά μπορείς να σταθείς σε μια δενδροστοιχία, στην άκρη ενός χωραφιού, σε ένα σύνορο χαμένο, και να αισθανθείς μες στο αεράκι τα περασμένα. ‘Όπως μέσα σε ένα έρημο νεκροταφείο... Και υπήρξαν τόποι όμορφοι… αλλά η ομορφιά είναι από αμνημονεύτων χρόνων καταραμένη. ‘Κείνοι οι τόποι οι όμορφοι… ήρθε η ώρα τους και καταδικασμένοι έγιναν εικόνες. Κι άλλοι φτιάχνονται εξαρχής με νεκρά υλικά. Πεθαμένοι τόποι όπου η ζωή κατατρέχεται σα φάντασμα μέσα σε αδιάκοπη μουσική.

    Η εξέλιξη τούτη ήταν αναμενόμενη. Το ανθρώπινο είδος έχοντας εξαπολύσει όλεθρο ενάντια στα υπόλοιπα είδη του ζωικού και φυτικού βασιλείου, επιβιώνει, όλο και πιο μονήρες, μέσα στην περιφραγμένη κοινωνία που μοιάζει πια με ένα ξεμοναχιασμένο ακρωτήρι του Κόσμου· ένα Desolation Row. Κάτι σαν σκωληκοειδής απόφυση· ένα είδος Dead end street. Μόνο στα ξεχασμένα παραμύθια υπάρχουν τα ίχνη και η ανάμνηση μιας εποχής που ο άνθρωπος συνομιλούσε ισότιμα με την αρκούδα και τον λύκο.

    Ποτέ οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο πειθήνιοι. Αρκεί να τους πεις ότι αυτή είναι η εποχή τους και αμέσως υποτάσσονται. Παρ’ όλα αυτά ο σύγχρονος κόσμος όλο και πιο δύσκολα μπορεί να κυβερνηθεί… Παράξενο πολύ, κοινωνίες χωρίς αντιπολίτευση καταρρέουν! Χωρίς ιδιαίτερη πίεση από κάποιους αντιφρονούντες, χωρίς εσωτερικό εχθρό, αντίθετα μέσα σε γενική ομοφωνία, καταρρέουν. Σαν να γίνεται μια λευκή απεργία. Λες και οι άνθρωποι απέσυραν τη βαθύτερη υποστήριξή τους. Αποκλεισμένοι απ’ την μεγάλη πολιτική, αποκλεισμένοι από τη δημιουργία, αποκλεισμένοι από τις πηγές της ύπαρξης, κύλησαν στη γενικευμένη απάθεια. Ας μη μας ξεγελά η ενεργητικότητα και η διαρκής κίνηση. Είναι μια κίνηση μηχανική… κι όλο και περισσότερο μοιάζει με μηχανή που ρετάρει. Τι συμβαίνει λοιπόν; Τίποτα λιγότερο απ’ ό,τι τα φτωχο-υλικά με τα οποία είναι φτιαγμένος έφτασαν στο όριο της ημιζωής τους. Στη γλώσσα των μηχανικών ονομάζεται κόπωση των υλικών. Σε μια τέτοια στενάχωρη συγκυρία όπου μόνο τα υλικά και η αντοχή τους ομιλούν, όπου μετά τους θεούς εξαφανίζεται ταχύτατα κι ο άνθρωπος, τι μπορεί να γίνει;
 
    Η διάλυση αφορά βέβαια κατά πρώτον και κύριον τη Δύση. Έχουν αρχίσει οι συγκρίσεις με την παρακμή της Ρώμης, την πτώση του Αρχαίου Κόσμου. Δεν είναι όμως ακριβώς το ίδιο, τα μεγέθη έχουν αλλάξει. Το ίδιο και οι ποιότητες. Η Ρώμη καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος τού τότε γνωστού κόσμου. Πέραν αυτής εκτεινόταν ο υπόλοιπος κόσμος που περίμενε εν παρθενία να «ανακαλυφθεί». Κάποτε υπήρχαν περιθώρια. Κάποτε ο κόσμος άνοιγε γεωγραφικά, κατόπιν, παρακμάζοντας, αναπτύχθηκε τεχνικά, τώρα πρέπει να βαθύνει πνευματικά.

    Οι ρεζέρβες όμως έκλεισαν κι αυτές έναν κύκλο. Οι βάρβαροι έμαθαν καλά το μάθημά τους. Η Δύση εξαπλώθηκε παντού, επομένως η κατάρρευσή του πολιτισμού της στον πυρήνα του σημαίνει κατάρρευση παντού. Οι αυτοκρατορίες που έρχονται θα αντιμετωπίσουν μεγάλα προβλήματα ακυβερνησίας όσο θα πλησιάζουν προς το κέντρο. Ήρθαν πολύ αργά για να πάρουν την πρωτοκαθεδρία σε κάτι που χάνεται. Αυτός ο κόσμος δεν γίνεται να κυβερνηθεί, τα υλικά αυτού του πολιτισμού είναι πολλαπλά μεταποιημένα, τινί τρόπω, κουρασμένα, εξαντλημένα. Τα πλαστικά μέρη έχουν ήδη αρχίσει και πολυμερίζονται. Το μπετόν αποσαρθρώνεται. Οι τεχνικές διοίκησης ανανεώνονται διαρκώς, αλλά τη στιγμή που μπαίνουνε σε πράξη αποδεικνύονται κιόλας απηρχαιωμένες. Τα φτηνά υλικά γρήγορα γερνούν. Άσχημα γερνούν.

    Η Ρωσσία, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ινδία, όλοι αυτοί οι μη Δυτικοί λαοί… αντέγραψαν τη Δύση, ενέταξαν τα πικρά μαθήματα στην παράδοσή τους με μικρότερη ή μπορεί και μεγαλύτερη επιτυχία. Σύμφωνοι! Οι δημιουργοί όμως γνωρίζουν ότι όσο πιο κοντά είσαι στις ακατέργαστες πρώτες ύλες παραμένεις ασφαλής. Αν έχεις αντοχή στη δουλειά, αργά ή γρήγορα το έργο σου θα εκτιμηθεί. Και η βασική πρώτη ύλη, η βασικότερη, είναι ο άνθρωπος. Μπορείς βέβαια να τον μεταλλάξεις, να τον κατεργαστείς, να αλλάξεις όπως λένε τον ανθρωπολογικό τύπο. Χαμένος κόπος! Είναι τόσο απρόβλεπτος, τόσο βαθιά περίπλοκος… αργά ή γρήγορα ξαναπαίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Όπως το άλογο, όπως το μουλάρι.

     Αυτούς που πέτυχαν τη διάσπαση του ατόμου, τούς διαδέχθηκαν αυτοί που πειραματίζονται στη διάσπαση του ανθρώπινου ατόμου. Τους τυραννά όμως η υποψία πως ο άνθρωπος διαρκώς ανασυντίθεται σε άλλο έδαφος που δεν γνώριζαν την ύπαρξή του. Και φοβούνται πιο πολύ απ’ όλα τον Χρόνο. Τον Χρόνο και το αίμα!

    Δεν στάλθηκες σε τούτο τον όμορφο πλανήτη για να υποφέρεις. Δεν είναι εδώ το Βασίλειο των Σκιών. Δεν είναι το πεπρωμένο σου ο πόνος. Αν πονέσεις κλάψε. Κλάψε και τραγούδησε. Και χόρεψε τη συντριβή σου. «Το κάθε βουνό έχει τον καημό του. Έχει και το βάρος του». Ο κάθε πόνος κι η κάθε συμφορά από το εποπτικό ύψος μιας ζωής συντελεσμένης μοιάζουν να ‘χουν βρει τη θέση τους σε αυτό που πάντα αποκαλούσαν Μοίρα. Η ψυχή όμως περιπλανιέται σαν τα σύννεφα…

    Μάταια οι σφετεριστές… μάταιες οι αρχαίες συνωμοσίες! Υπάρχει κάτι εκθρονισμένο που δεν το φτάνει η δύναμή μας. Ζει ένδοξο στην εξορία. Καμιά φορά κι εδώ, κρυφά, ανάμεσά μας. Μιλάει σπάνια. Μιλάει χαμηλόφωνα. Σαν βαθύτερος εαυτός. Πρέπει να υπάρξει σιωπή. Προαναγγέλλει με μύριους τρόπους την επιστροφή του που θα είναι σαν κύμα - είναι ο σύμμαχος.

    Κοιτάξτε τη θάλασσα. Υπάρχει κάτι πιο ακραίο; Τρία τέταρτα της σφαίρας καλύπτονται από θάλασσα. Μαζεύεται, αναδιπλώνεται και ξεσπάει στις ακτές μας. Φτάνει το κάθε μόριο νερού από άλλες μακρινές ακτές που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ. Υπάκουο σε ρεύματα μυστηριώδη. Και ποιος μπορεί να προβλέψει το ύψος και τη μορφή που θα έχει κάθε κύμα; Ποιος αλήθεια μπορεί να μετρήσει τη ροπή των γεγονότων και να προβλέψει τα αποτελέσματά τους; Ποιος μπορεί να προβλέψει τη φορά που θα ‘χει η κάθε ριπή του ανέμου που σαρώνει τα ξερόφυλλα;

    Κοιτάξτε αυτές τις κόρες των ανθρώπων πώς παίζουν με τα κύματα! Δεν σας θυμίζουν κάποιες άλλες στην αρχαία Αίγυπτο; Και οι άλλες στο ποτάμι; Δεν σας θυμίζουν τη Ναυσικά και τις φίλες της ή ακόμα εκείνες στη χθεσινή Πολυνησία; Κοιτάξτε αυτά τα μελαμψά αγόρια που ορμούν στα κύματα! Δείτε πώς γλεντούν την αγριότητα! Φτωχοί και άπραγοι… επιτέλους σωπάστε! Δεν βλέπετε μπροστά σας; Μουγκοί μασκαρεμένοι χοροπηδούν σειόντας, δεμένα σε καλάμια, κομμάτια και κουρέλια από σκισμένο πέπλο. Μάταια οι σφετεριστές…Προσέρχονται, συσκέπτονται, εξαγγέλλουν… Όλα μάταια! Η ψυχή περιφέρεται σαν τα σύννεφα.

    Υπάρχουν εποχές και εποχές… οι μεγάλες εποχές της δημιουργίας και οι μικρές της ανάλωσης, της προσμονής και της δουλειάς μες στη σιωπή. Μην οικτίρεις μικρόψυχα τους καιρούς σου. Είσαι άτυχος που σου έλαχε να ζήσεις σε τέτοιο καιρό παρακμής. Υπάρχουν καιροί και καιροί κι ο καθένας έρχεται με τη σειρά του. Κι αν δε μπορείς να νοιώσεις αγάπη για τη Μοίρα που σου επιφύλαξε μια τέτοια άχαρη εποχή, τουλάχιστον συνεργάσου με τον εαυτό σου. Αν είναι να γίνεις λίπασμα για κάποιο σπόρο, προετοίμαζε αν μπορείς τον σπόρο. Αν είναι άλλοι, επόμενοι, να πατήσουνε στις πλάτες σου για να περάσουν, δέξου το κι αυτό σα μοίρα. Αν δεν μπορείς να ζήσεις μια από εκείνες τις μεγάλες στιγμές που η ανθρωπότητα σηκώνεται όρθια στα πανιά, μη ξεχνάς… δεν είναι λίγο «να ζήσεις με θάρρος και αξιοπρέπεια την εποχή σου». Δείξε επιτέλους ότι είσαι φτιαγμένος από ένα μέταλλο… Τέτοια δόξα δεν μπορεί να τη στερήσει κανείς από τον άνθρωπο.
    
    Μολαταύτα, «σε κάθε εποχή υπάρχουν άνθρωποι από άλλες εποχές». Μη παραπονιέσαι για την κατάντια του λαού. Εμείς θα φτιάξουμε έναν στρατό και με αυτόν θα φτιάξουμε έναν άλλο λαό. Λαό χωμάτινο με τα πόδια στέρεα στο έδαφος και μέτωπο που γύρω του ταξιδεύουνε τα νέφη. Στεφανωμένοι από τον Έρωτα θα φτιάξουμε Συμβιωτικούς στρατούς. Ο στρατιώτης γίνεται αντάρτης, ο αντάρτης δεν γίνεται ποτέ στρατιώτης. Και μόνο ο στρατιώτης γίνεται εργάτης· ο ήρωας περιπλανιέται. Σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή «θα οργανώσουμε την απαισιοδοξία». Θα δουλέψουμε για ένα μέλλον κληρονομώντας το παρελθόν· θα ρίξουμε φως εκεί που πυκνώνουν τα σκοτάδια· έτσι θα αφήσουμε πίσω μας την απελπισία για να ζήσουμε τη μεγάλη περιπέτεια του καιρού μας.

    Σε μιαν άλλη Νέκυια θα κατεβούμε κι εμείς στον Άδη. Πέρα απ’ τους νεκρούς μας θα συναντήσουμε εκεί κάποια απ’ τα υπέροχα πλάσματα που κάποτε θα ‘ρθούν. Σαν οι πρώτοι ελεύθεροι θα πολεμήσουμε με όρκο και θα διδαχθούμε την ευσέβεια. Και μέσα από τη βία της σύγκρουσης θα φτιάξουμε τον μεγάλο γενεσιουργό μύθο. Είναι ένας σκεπτόμενος πλανήτης και έχει αρχίσει την αυτοΐασή του. Μιλά πλέον στον καθένα προσωπικά. Ακούει τις εκμυστηρεύσεις του. Τάχιστα πλησιάζουμε προς το σημείο όπου άνεμος συναντιέται μ’ άνεμο. Μπροστά μας άνυδρες και άδενδρες ερ’μιές! Το τέλος του κόσμου μέσα σε βαθύσκιο φως! Αν η ανθρωπότητα είναι ικανή να περάσει αυτόν τον Καβο-Χόρν και ν’ ανοιχτεί σε έναν άλλο Ειρηνικό, μπορούμε να το υποθέσουμε, μπορούμε να το ελπίσουμε, αλλά δεν το ξέρουμε.
    Εμείς θα αποπειραθούμε ένα Αχίλλειο άλμα!

    Αυτοί που έχουν το πάθος της δημιουργίας, γνωρίζουν και τα υλικά. Απεχθάνονται τη φτήνια και διαλέγουν τα ευγενέστερα εξ αυτών που βρίσκονται παντού και ας περνούν απαρατήρητα. Άλλοι αρκούνται στον φθόνο… Άλλοι υποτάσσονται στο φόβο. Είναι αυτοί οι έγκλειστοι που θα υπερασπισθούν τη Σωφρονιστική Αποικία ως το τέλος. Άλλοι θα δουν με υπερκόσμιο χαμόγελο τους φανταστικούς τοίχους να σωριάζονται. Ω λεγεώνες που ξεχύνεστε…

Δεν στάλθηκες σε τούτο τον όμορφο πλανήτη για να υποφέρεις. Δεν είναι το πεπρωμένο σου ο πόνος…

    Γνωρίζετε ότι μια άμαξα ξεκινά μες στη βροχή την ώρα που κοιμάστε; Είμαστε όλοι εδώ, μαζεμένοι στην κουζίνα. Οι φωνές του αμαξά, ένα «όι!, ένα «χα!» ακούγονται στα όνειρά σας. «Μικρά παιδιά πνίγουν κλαίγοντας κατάρες στα ποτάμια». Ένας μικρός θίασος αρχίζει μια παράσταση δίπλα στη λίμνη την ώρα που νυχτώνει. Κορδέλες και σημαίες ανεμίζουν στην απογευματινή αύρα τη στιγμή που ένα γέλιο σας τρομάζει. Κι έπειτα μουσική… ο θίασος τρέχει γύρω απ’ τη λίμνη! Η λίμνη ζωντανεύει με ένα θαυμάσιο χρώμα πράσινο.

    Ω Αγαπημένοι, οι ανθρώπινες κοινωνίες θα ξαναέρθουν στη ζωή μέσα από έναν πόλεμο. Οι κοινωνίες θα ξαναζήσουν μέσα από την άρνηση. Οι ήπειροι θα ανοικοδομηθούν. Η τάξη θα αποκατασταθεί. Καθήστε σιωπηλοί δίπλα στην παλιά πληγή που δεν λέει να κλείσει και μετά ξαναβρεθείτε. Βαδίστε με φόβο, σεβασμό και δέος, επομένως κι έλεος, στον αιώνιο πόλεμο που σας χτυπά την πόρτα.

Β.Η.



Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

Ο Κανονιέρης - Μπάλα όλη νύχτα


 Νύχτωσε κι ένας-ένας άρχισαν να φεύγουν.

Ακούστηκε μια άγρια φωνή

έφυγε κι ο τελευταίος.

Κι απόμεινα μονάχος

μες στην άδεια την πλατεία.

Αφύλακτο το τέρμα

ξεχασμένο ένα σακάκι στη γωνία.

Κι απόμεινα μονάχος να στριφογυρνώ

και να κάνω με την μπάλα ντρίμπλες.

Φαντάστηκα τους φίλους μου

στο τραπέζι της κουζίνας

να τρων το βραδινό....

με κατεβασμένα μούτρα

κι από πάνω η ίδια επιτακτική φωνή.

Κι η μάνα σοβαρή.

Κι απόμεινα μονάχος να κλωτσώ

κάτι ξεγυρισμένα σουτ

απανωτούς ξερόμυτους πάνω στις μάντρες

και τους τοίχους των σπιτιών-έ.

Φαντάζομαι τους φίλους μου

στα κρεβάτια να κοιμούνται.

Κάποια στιγμή μέσα στον ύπνο

τινάζεται ένα ποδάρι

και την άλλη

ένα κεφάλι

τεντώνεται

έξω απ’ τις κουβέρτες, να δώσει κεφαλιά.

Η νύχτα προχωράει κι απόμεινα εγώ

να ρίχνω σουτ.

Τρομερά γκελ κάνει η μπάλα

ανήσυχα κοιμούνται οι φίλοι

ταραγμένα κοιμάται η γειτονιά

μες στον αντίλαλο απ’ τα ξερά τα σουτ

και την ηχώ ενός αγώνα

που δεν λέει να τελειώσει.

Μα την αλήθεια,

τούτο το παιχνίδι δεν πρόκειται να λήξει

αν δεν ξημερώσει.


Β.Η.

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2022

Και αυτή τη σαιζόν χάσαμε άλλο ένα καλοκαίρι

                 


  «Από τους τρεις λόγους για να ταξιδέψει κανείς στην αρχαιότητα: Πόλεμος, Εμπόριο, Προσκύνημα, κάποιος θα έλεγε ότι ο Τουρισμός προέρχεται από το Προσκύνημα. Όμως πιο πολύ φαίνεται ο πραγματικός του πρόγονος να είναι ο Πόλεμος!»
    Αυτά έγραφε ο Αμερικανός στοχαστής, Χακίμ Μπέη. Ένας μειλίχιος άνθρωπος με χιούμορ και αίσθηση του μέτρου (...σπάνιες αρετές για κάποιον με τόσο περιθωριακές απόψεις) που έτυχε να συναντήσω κάποτε στα μέσα της δεκαετίας του΄90 στην Ιρλανδία.
    Και ένας έμπορος γούνας, σε μια συζήτηση μεταξύ γουναράδων που έτυχε να παρακολουθήσω στη Ρόδο στα μέσα της δεκαετίας του ’80 (ναι, τόσο παλιά!) τελικά απεφάνθη: o Τουρισμός είναι ο μόνος στρατός που δεν νικήθηκε ποτέ!
    Πράγματι:
    Οι φάλαγγες των τουριστών προχωρούν και φωτογραφίζουν, φωτογραφίζουν και προχωρούν πάνω στα ερείπια που άφησαν τα τμήματα που προηγήθηκαν μέσα σ’ ένα τοπίο κατεστραμμένο από τσιμέντο, άσφαλτο, θόρυβο, φώτα, σκουπίδια και στοιχειωμένο από την εξαντλητική δουλειά!
                       

                                        (Πέργαμος, πεζικό)

         Το πρόσταγμα shoot αφορά τώρα το πάτημα ενός κουμπιού που ανοιγοκλείνει το κλείστρο της κάμερας, όπου shoot (πυροβολώ) αναφέρεται και στο τράβηγμα της φωτογραφίας όταν σκοπεύεις μέσα από τη φωτογραφική μηχανή· αυτό το ερμαφρόδιτο σύμβολο-παιχνιδάκι και σύγχρονο ξόρκι.
    Οι κάμερες και τα τηλέφωνα υψώνονται προς κάθε κατεύθυνση, κάθε στόχο που προβάλλει, ρουφώντας τη ψύχη των ντόπιων και του τοπίου.
    Ο σημερινός μαζικός τουρισμός είναι το απόγειο της εκλέπτυνσης ενός παλιού πολεμικού παιχνιδιού που λέγεται search ‘n' destroy- ερευνήστε λοιπόν και καταστρέψτε, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε η καταστροφή να μπορεί να ονομασθεί «αξιοποίηση».
     Αντίθετα από το προσκύνημα όπου ο προσκυνητής προσέρχεται με δέος και κατάνυξη και, προσφέροντας πίστη, αυξάνει τη «χάρη» που αναδίδει ένας Ιερός Τόπος, ο Τουρισμός απομυζά τις ιδιαιτερότητες κάθε «ξεχασμένης» γωνιάς του πλανήτη και ομογενοποιεί κάθε μέρος που πλήττει. Γιατί αυτό που αποζητά ο τουρίστας είναι «πολιτισμική διαφορά» για να την καταναλώσει. Έτσι κι αλλιώς θα του ήταν αφόρητο να την ζήσει.
    Η Φαντασία πέθανε στη Δύση εδώ και καιρό. Χρειάστηκαν αμέτρητες ποσότητες ορθολογισμού και κατήφειας για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Για να καταπραϋνθεί και να σβήσει κάτι τόσο δυσλειτουργικό και άβολο, αλλά τόσο βαθειά ανθρώπινο. Κρίμα γιατί επρόκειτο για "τη Βασίλισσα των ικανοτήτων". Τώρα λοιπόν η Δύση, πηγή του Τουρισμού, πρέπει να την αποκτά σε ασφαλείς δόσεις και σωστά πακεταρισμένη.
    Αυτό που γοργά απονεκρώνεται έχει ανάγκη από κάτι ζωντανό για να παρατείνει τον χρόνο επιβίωσής του. Αλλά όπου αγγίζει απονεκρώνει. Αυτή η βουλιμία για το εξωτικό και το αυθεντικό κρύβει μέσα της τον θάνατο. Πρέπει λοιπόν συνεχώς να προχωρά! Πράγματι, νέοι τουριστικοί Παράδεισοι ανοίγονται στο κοινό. Νέοι «τουριστικοί προορισμοί» μπαίνουν στο χορό ανακοινώνοντας απλά: Ανοίξαμε (τα πόδια) και σας περιμένουμε! 
    Αν η παλιά αποικιοκρατία ύφαινε στην ψυχή του αποικιοκρατούμενου την αλλοτρίωση και την τρέλλα και εκμεταλλευόταν τις υλικές πηγές, η σύγχρονη προχωράει παντού και σε μέγα βάθος. Για να γίνει αντιληπτό αυτό το βάθος ας ειπωθεί ότι τώρα δεν είναι μόνο η ανεξαρτησία ή οι πηγές πλούτου που κινδυνεύουν, αλλά τουριστική έκθεση σημαίνει να ανοίγεις το σπίτι σου στους ξένους! Ο Τουρισμός μετατρέπει μια χώρα σε έκθεμα και εικόνα του εαυτού της.
    ...Και φυσικά, να ανοίγεις το σπίτι σου με το "αζημίωτο"! Άπαντες δε προφασίζονται άγνοια του ότι η ζημιά είναι ανυπολόγιστη! Ο τουρισμός είναι "ιερή αγελάδα" και ένα από τα ταμπού του πολιτισμού μας.
     Χοντρικά, μπορούμε να πούμε ότι, η επιδρομή της Δύσης στα χωριά και στις καλύβες του κόσμου ακολούθησε την εξής πορεία: Πρώτα οι εξερευνητές, μετά οι ιεραπόστολοι, μετά ο στρατός (και περισσότεροι ιεραπόστολοι), μετά οι περιηγητές, κατόπιν διανοούμενοι και συγγραφείς, εν συνεχεία αγνοί ταξιδιώτες (και οι χίππυς κάποτε), μετά ο ήσυχος ιντιβιντουαλιστής τουρίστας με το πραγματικό ενδιαφέρον και τέλος η πλημμυρίδα του μαζικού Τουρισμού.
    Ο στρατός βέβαια δεν παύει, κατά καιρούς, να κάνει την εμφάνισή του με τα βρώμικα άρβυλά του, ανοίγοντας και κλείνοντας την τουριστική αυλαία!  Έτσι το Βιετνάμ ή η Καμπότζη που κάποτε ήταν υπό το καθεστώς του Ναπάλμ και του βομβοτάπητα είναι τώρα πρόθυμοι «τουριστικοί προορισμοί». Ενώ η Σομαλία, που σήμερα εμφανίζεται στους χάρτες των τουριστικών οδηγών «λευκή», κάποτε μπορεί να αποδειχτεί θαυμάσιο τουριστικό εύρημα και προϊόν. Ή ένα αιματηρό αμερικανοκίνητο στρατιωτικό πραξικόπημα στη Γουατεμάλα στέλνει για λίγο τη χώρα στα τουριστικά αζήτητα μέχρις ότου «κάποια προβλήματα διευθετηθούν».
     Όπως πάντα, η γλώσσα αποκαλύπτει τα πάντα για τα οποία μιλά, έτσι έχουμε: τουριστικές μονάδες, πράκτορες, tour operators, target group, έρευνα, συνοδούς, tourist guides, ξεν-αγούς, τουριστικά γκρουπ, αρχηγούς γκρουπ, σχεδιασμό, ανεφοδιασμό και, αν τα πράγματα πάνε πολύ στραβά, εκκένωση! Ακόμα και όταν συγκαλύπτει η γλώσσα προδίδει!
    Αποδεικνύεται λοιπόν αυτό που ειπώθηκε στην αρχή, ότι ο τουρισμός είναι στρατός - και δεν νικήθηκε ακόμα! 
    Ακόμα, ο τουρισμός, που δεν μπορεί πια παρά να είναι μαζικός, δηλαδή μια βιομηχανία διασκέδασης, χαλάρωσης και "κολακείας" για τους προλετάριους κάποιων χωρών, για τους προλετάριους κάποιων άλλων σημαίνει σιδηρά πειθαρχία, ασταμάτητη δουλειά σε «στρατόπεδα διακοπών», μόνιμη κούραση. Έτσι μια χώρα στον ήλιο που έχει πληγεί από την ακρίδα του τουρισμού γίνεται αναπότρεπτα μια «ηλιόλουστη κόλαση». Και υπάρχουν όλο και «κατώτερα πατώματα», όλο και βαθύτερα κάτεργα, σ’ αυτή την κόλαση στον ήλιο! Μπείτε στις κουζίνες των μεγάλων ξενοδοχείων, κατεβείτε στα πλυντήρια, βγείτε στις πίσω αυλές όπου και οι κάδοι σκουπιδιών, κοιτάξτε προσεκτικά τα πρόσωπα των γυναικών που αδιάκοπα καθαρίζουν τουαλέτες και ξερατά… όσο προχωράει η σαιζόν απονεκρώνονται κι ασπρίζουν. Διαβάστε προσεκτικά αυτό το χαμόγελο του υπηρετικού προσωπικού που ντύνει την εξάντληση και την αηδία. Πρόκειται για την γκριμάτσα νεαρών πλασμάτων που παγιδεύτηκαν. Χαίρε Καπιταλισμέ, οι Καταγκέζοι σε χαιρετούν!
    Κι ακόμα ακόμα… η αδυνατότητα μιας επανάκτησης της ζωής οφείλεται στο ότι και στις καλές εποχές, στη δεκαετία του ’80, τότε που άρχιζε όλο αυτό «με τις καλύτερες προοπτικές», τότε που για λίγο υπήρξε μια ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο, τόσοι πολλοί άνθρωποι είχαν προτιμήσει το χρήμα από την πάλλουσα ζωή. «Έρρεε το χρήμα!» είπε κάποιος βετεράνος του τουρισμού και εδονείτο από συγκίνηση μες στην επανάληψη του «ρο» αντί να ξεσπάσει σε ένα: «έρρεε η ζωή»!
 
                                                      Ευπειθέστατος διατελώ   
                                                                   Β.Η.
 
Υ.Γ. 1 Μολαταύτα κάτι καινούργιο, ένας νέος κίνδυνος, έχει αρχίσει να εμφανίζεται. Το παλιό όνειρο του φτωχοέλληνα που περιφρονούσε τους αλητοτουρίστες γίνεται πραγματικότητα. Το παράπονό του εισακούστηκε. Την Ελλάδα την έβαλε στο μάτι ο "ποιοτικός τουρισμός". Η χώρα είναι ιδιαίτερα όμορφη για να αφεθεί αποκλειστικά στις μάζες. Ολόκληρες λοιπόν περιοχές «κλείνουν» και κατασκευάζονται πανάκριβα resort και βίλες με ελικοδρόμια. Παντού προωθούνται τα concept και οι "προκατασκευασμένες ατμόσφαιρες". Άρχισε να πλακώνει η διεθνής αλητεία του τζετ σετ. Τα κορίτσια δεν είναι πια αθώα και οι συνοδοί τους είναι τσόγλανοι. Όσο για τις καλαμοκαλύβες και την περιλάλητη ελληνική φιλοξενία, αυτά ανήκουν στην αρχαιολογία του τουρισμού και την εποχή που η χώρα ήταν ναός και ο φτωχός λαός της πάμπλουτος. 
Υ.Γ. 2  Αυτοί που προσφάτως, και μετά τις κινητοποιήσεις σε Βενετία και Βαρκελώνη, αρθρογραφούν ενάντια στον μαζικό τουρισμό μπορούν να μεμψιμοιρούν για την ποιότητα του τουριστών και την χαμηλή αγοραστική τους δύναμη, αλλά δεν καταλαβαίνουν ή κλείνουν τα μάτια μπρος στην πραγματική φύση του τουριστικού φαινομένου. Μιλούν για «λελογισμένη αξιοποίηση» λες και θα ήταν ανεκτή μια λελογισμένη εκποίηση του πατρικού σου σπιτιού. Μιλούν για «ποιοτικό τουρισμό» και εννοούν να πουλάς ακριβά το κορμί σου. Μιλούν για την «ανεξέλεγκτη αύξηση» λες και θα ήταν δυνατή μια χαμηλής έντασης και μετρημένη εισβολή. Μιλούν για «δυσμενείς επιπτώσεις» λες και θα μπορούσες να παίξεις ένα παιχνίδι διατηρώντας τις αμφιβολίες σου. Εμείς όμως που ζώντας για δεκαετίες μέσα στον τουρισμό τον γνωρίζουμε όσο λίγοι και είδαμε την άνοδο και την πορεία τού τουριστικού μύθου, μπορούμε να γράφουμε ό,τι θέμε! Δηλαδή αυτά που ζήσαμε! Άλλωστε δεν πληρωνόμαστε για αυτά που γράφουμε!

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2022

ΠΥΡΑΚΤΩΣΗ ΤΟΠΙΩΝ


Ανοίγεις τον υπολογιστή, ξεχύνονται παραλίες! Όσο πιο απόμακρες και ερημικές τόσο ανεβαίνουν σε αξία. Είναι η εποχή που το "αρχέγονο" γιορτάζει. "Πρωτόπλαστοι!!!" αναγράφεται σε μια από αυτές όπου ένα ζευγάρι κολυμπά σε διάφανα νερά. Μετά: όνομα νησιού και παραλίας. Φυσικά τον χειμώνα ούτε λέξη. Εξαφανισμένοι όλοι! Ο Αδάμ και η Εύα επιστρέφουν στο διαμέρισμα! Τα νησιά ξαναγυρνούν στην ανυπαρξία τους.
Λέγε-λέγε όμως θα πλακώσουνε με ομπρέλλες και 4 επί 4 κι άλλοι "πρωτόπλαστοι", μετά θα χτιστούνε ταβέρνες και δωμάτια, θα μπούνε κι οι ξαπλώστρες και θ' αρχίσετε τα παράπονα. Έτσι, από στόμα σε στόμα, "κάηκαν" όλα τα νησιά και δεν τα 'σωσε ούτε η Άγονη γραμμή ούτε τα κατσάβραχα. Είναι τέτοια η δίψα για παρθενία, τόσα τα αρπακτικά... Και οι ντόπιοι παντού περιμένουν να ανακαλυφθούν από ένα «ευρύτερο κοινό» σαν τους χάνους. Στήνουν τότε μάνι-μάνι μια επιχειρησούλα και αρχίζει ν' αγριεύει το μούτρο τους - τέτοιες είναι οι χαρές της ιδιοκτησίας! Πρόκειται για μια υπόθεση εκπόρνευσης ανηλίκων κοριτσιών με τα όλα της! Κάθε κομμάτι Φύσης με φρεσκάδα κι ομορφιά, κάθε σημείο με εμπορικό δυναμικό, πέφτει λάφυρο στα χέρια κάποιου επιτήδειου. Αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ιστορίες μαστροπείας...
Εν τω μεταξύ υπάρχουν άνθρωποι που, για διαφόρους λόγους, δεν μπορούν να εγκαταλείψουν την διακεκαυμένη ζώνη της Αθήνας ούτε την ασφυκτική Θεσσαλονίκη. Άλλοι είναι φτωχοί, τελειωμένοι για καλά, άλλος έχει ανάγκη το μεροκάματο, άλλος έχει άρρωστο, άλλος έχει καρκίνο, άλλοι είναι περικυκλωμένοι από τον πανικό, άλλοι είναι καταθλιπτικοί, χτυπημένοι "κάτω από τη ζώνη"… Πραγματικοί "Εξόριστοι στην Κεντρική Λεωφόρο"!
Καμμιά αιδώς, τακτ, σεβασμός, σεμνότητα. Ο καθένας μόλις πατήσει ένα μέτρο άμμου, μόλις πατήσει ένα νησιώτικο σοκκάκι, αρχίζει την εκπομπή: διαφήμιση κι αυτοδιαφήμιση. Αφού ποστάρατε τα χριστουγεννιάτικα δέντρα σας και τα τζάκια σας, τις μαγειρίτσες σας και τα κόκκινα τ' αυγά, τις ταψάρες σας με τον μουσακά και την οικογενειακή σας ευτυχία, αφού ποστάρατε τις καλοκαιρινές σαλάτες σας με το ουζάκι στη βεράντα, τον σκύλο και τη γάτα, ποστάρετε τώρα την παραλία που καβατζώσατε και τις διακοπές σας. Η κάθε εποχή έχει τη χάρη της!
Θα μου πείτε ας μη βλέπουν facebook! Τι δουλειά έχουν οι εξόριστοι με το facebook; Σωστά!
Έπειτα αρχίζει η έκθεση ομορφιάς. Άλλοι ανεβάζουν τα γυμναστήριά τους και τη γεροντονιότη τους, άλλες τα pilates τους, τα ευτυχισμένα χαμόγελα και τα ξέκωλα μαγιό τους. Ρε σείς, η άλλη έχει τριάντα κιλά παραπάνω και πάει για μπάνιο πρωί-πρωί με τα πουλάκια γιατί ντρέπεται να βγει στην παραλία!
Κι αυτό όμως έχει όνομα: διαχείριση εαυτού, λέγεται! Όλοι καλούμαστε να γίνουμε επαγγελματίες εαυτού. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο καπιταλισμός του φτωχού!
Άλλοι κι άλλοι αιχμαλωτίζουν με την κάμερα τις εναπομείνασες "παραδοσιακές" γιαγιάδες και τους κλέβουν τη ψυχή. Οι φτωχούλες έκαναν ένα σωρό παιδιά, δούλεψαν όλη τους τη ζωή χειρωνακτικά και δεν έχουν ιδέα ότι είναι «παραδοσιακές»… τώρα βλέπουν έργο άγριο και δεν μιλούν καθόλου! Το μόνο που θα είχαν να πουν για το φαινόμενο, αν τυχόν ερωτόντο, είναι: "Εμείς είμαστε αγρότες! Δεν πάμε διακοπές!".
Άλλοι πάλι αιχμαλωτίζουν πλακόστρωτα, παρατημένους στάβλους, αλώνια και "λευκές νυφούλες", εκκλησάκια του δέκατου τάδε αιώνα - μουσειακά απομεινάρια μιας πίστης που απεστάλλει πακέτο προ πολλού εις Κύριον - και κατακλέβουν και αυτονών την ψυχή! Κάπως έτσι, ό,τι ήταν ζωντανό, μέσω της υπερέκθεσης, πυρακτώνεται και γίνεται εικόνα.
Πρόκειται για λεηλασία του παρελθόντος -ενός παρελθόντος μυθικού - και κυνήγι "πολιτισμικής διαφοράς" ώσπου να μη μείνει καμία διαφορά. Φαίνεται όμως τόσο αθώο: "ήμουν κι εγώ εκεί τη σωστή στιγμή"! Α ρε ψηφιακή εποχή που μας ξεγέννησες! Πάνω απ' όλα "Εαυτάρα"! Τόση δίψα για προβολή, κακός οιωνός για τη Δημοκρατία μας!
Φαίνεται τόσο αθώο..." τι κάνουν δηλαδή οι άνθρωποι; Πού είναι το κακό; Επικοινωνούν και ανταλλάσσουν ό,τι έχουν ν' ανταλλάξουν. Συμμετέχουν στην κοινωνία. Δεν είναι τίποτα ακοινωνικοί, τίποτα αρνησίκοσμοι".
- Ε ναι, κάνουν ό,τι κάνουν όλοι. Και γίνονται η εποχή τους!
Ας ξεκαθαρίσουμε όμως τώρα κάτι: πηγαίνοντας σεις διακοπές κάνετε ένα ταξιδάκι στη μιζέρια άλλων ανθρώπων. Των ντόπιων και κάποιων ξένων φτωχοδιάβολων. Επιπλέον μεγαλώνετε κατά πολύ τη μιζέρια τους. Αυτοί οι άνθρωποι κάθε σαιζόν χάνουν ένα ακόμα καλοκαίρι.
Λοιπόν, γνώμη μου είναι, άμα θέλετε την παίρνετε υπ' όψιν σας, πηγαίνετε διακοπές αφού μπορείτε, βρείτε λίγο θάλασσα να ξεπλύνετε την έρπουσα κατάθλιψή σας και τη γκριζάδα της άσκοπης πόλης μα να χαρείτε, σιωπήστε!

Β.Η.