Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Συρία

                                                                                                                                                           (Πάνω στο κατάστρωμα από Ρόδο, Πειραιά)
    Σε κάθε νησί, σκοτεινά πλήθη ανεβαίνουν στο καράβι όλη τη νύχτα. Άνθρωποι κάθε λογής. Σύριοι κατά πλειοψηφίαν, Αφγανοί, Κούρδοι του Ιράκ, Ερυθραίοι. Βρίσκουν το πόστο τους και μοιράζονται κατά παρέες κι οικογένειες. Οι Έλληνες επιβάτες τους κοιτούν με περίσκεψη. Ένας λαός σε κίνηση!
    Για μερικές ώρες αυτό το καράβι θα είναι το σπίτι που έχασαν. Εδώ μπορούν για λίγο να ησυχάσουν. Αυτό που θα πέσει απάνω τους – το αξιόλογο συμβάν – θα περιμένει.
    Προσπαθώ να καταλάβω την κατάσταση. Δεν είμαι σίγουρος ότι τα καταφέρνω. Οι απορίες είναι περισσότερες από τις απαντήσεις: Πώς γίνεται κανείς πρόσφυγας? Πώς φτάνει η στιγμή που τα παρατάς όλα και λες, φεύγω?
     Ρωτάω κάτι αγόρια και κορίτσια, πού πάνε:
    -Στα λεωφορεία!
    -Για πού?
    -Γερμανία! …ίσως. Λέει ένα αγόρι.
    Δηλαδή? Κι αν δεν τους δεχτεί η Γερμανία, τότε Σουηδία? Αυτά τα σκουρόχρωμα όλο ζωή παιδιά θα γίνουν Γερμανοί?  Ή Σουηδοί?  Είμαστε με τα καλά μας?
    Γιατί υπάρχει κάτι πολύ αλλόκοτο και λίγο γελοίο όταν τα καλοκαίρια ρωτάς κάποιους μελαψούς, νεαρά ζευγάρια φέρ’ ειπείν: «Από πού είστε?» και σού απαντούν: Σουηδία!  Και τη νοιώθεις την αμηχανία και την ανασφάλεια αν η απάντησή τους θα γίνει αποδεκτή. Και τους κοιτάς με υποψία… Ναι, αλλά πιο πίσω…από πού? Και μετά, το χαμόγελο παραίτησης και ανακούφισης: Ιράκ!
Α, μπράβο, τώρα συνεννοηθήκαμε! Γελάς και σύ και ακουμπάς τον άνδρα στον ώμο γιατί ένοιωσες άβολα που επέμενες!
    Και υπάρχει πάντα μια ερώτηση που περιμένει: Πώς αφήνεις τη γλυκιά πατρίδα και εξαφανίζεσαι? Και τι από τον εαυτό σου άφησες πίσω στη Μεσοποταμία?  Ή πώς αφήνεις μόνη τη Συρία? Και σε ποιους? Αφού η Συρία θα είναι μαζί σου τις νύχτες που κοιμάσαι!
    Και τι απέγινε εκείνη η αχανής αγορά, η Σουκ Αλ Χαμαντίγια και πού θα ακούσεις ξανά τα αραβικά με την προφορά της Δαμασκού?
    Βέβαια είναι πόλεμος στην πατρίδα, πόλεμος εμφύλιος. Αλλά τι έκανες για να μη φτάσεις ως εδώ?
    Η προσφυγιά είναι παλιά όσο ο πόλεμος. Κι ο πόλεμος είναι ενδημικός στην ανθρώπινη κοινωνία. Καταλαβαίνω τους πρόσφυγες του Ισπανικού Εμφύλιου. Εκείνοι οι άνθρωποι πολέμησαν 3μισυ χρόνια και έφυγαν όταν ηττήθηκαν. Καταλαβαίνω εκείνους που διέφυγαν πάνω  στους πάγους προς τη Φινλανδία όταν χάθηκε η Κρονστάνδη. Κι εκείνοι είχαν με νύχια και με δόντια πολεμήσει. Για να μείνουν! Για αυτούς δεν νοιώθω τόσο λύπη.
    Δεν καταλαβαίνω όμως τους Γιουγκοσλαβικούς πολέμους. Και τους πρόσφυγες που τους ακολουθούσαν. Ούτε καταλαβαίνω τον Ελληνικό Εμφύλιο. Και την προσφυγιά του - εκείνοι οι άνθρωποι μάτωσαν για τα μάτια των μοναρχοδεξιών και των σταλινικών! 
    Και 2 εκατομμύρια ψυχές, Έλληνες και Τούρκοι, έπρεπε ν’ αλλάξουν χώρα το ’22 επειδή έτσι αποφασίστηκε με τα όπλα. Αλλά οι Έλληνες στα Μικρασιατικά παράλια περίμεναν, άπραγοι, επί 3 χρόνια, να νικήσει ο Ελληνικός στρατός!
    Και αυτοί οι άνθρωποι εδώ, φεύγουν επειδή δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκεί πίσω εκτός από τον Άσσαντ και το Ισλαμικό Κράτος! Και πώς απέμειναν αυτοί οι δυό κυρίαρχοι του παιχνιδιού? Μήπως  δεν υπήρχε από πριν τίποτα άλλο στη Συρία? Μήπως δηλαδή, η κοινωνία ήταν πολιτικά ανύπαρκτη? Δεν μπορεί για όλα να φταίνε μόνο οι ξένοι.
    Μήπως δηλαδή είχανε  λουφάξει κάτω από τους Άσσαντ και ξεσηκώθηκαν γυμνοί όταν ήρθε ένα πλήρωμα του χρόνου και τους προσπέρασε ο ISIS και οι Ισλαμιστές?  Όπως λουφάξαμε κι εμείς μέσα στη δικτατορία και μας προσπέρασαν τα γεγονότα και χάθηκε η μισή Κύπρος? Είπαμε, δεν μπορεί για όλα να φταίνε οι ξένοι! Από μέσα πέφτουνε τα σπίτια!
    Για όλους αυτούς νοιώθω κάποια λύπη. Κι είναι εδώ, οι περισσότεροι, άνθρωποι καλοστεκούμενοι. Χρειάζεται λεφτά τούτο το ταξίδι! Οι φτωχοί πάνε στα στρατόπεδα, στο Λίβανο, στην Ιορδανία, στην Τουρκία. Αλλά εκείνοι είναι που θα ξαναφτιάξουν τη Συρία. Γιατί από το Λίβανο εύκολα ξαναγυρνάς. Από τη Γερμανία… όχι και τόσο. Και μάλιστα στη Μέση Ανατολή!  Και τούτοι εδώ άφησαν τους φτωχούς συμπατριώτες τους στα στρατόπεδα και στα ερείπια. Επειδή μπορούσαν. Είπαμε: χρειάζονται χρήματα!
    Κα η παλιά Συρία γίνεται μια Μυθική χώρα. Σαν την πρώην Γιουγκοσλαβία.
    Αλλά η Ευρώπη έχει λάμψη. Όχι μόνο ασφάλεια αλλά και έλξη. Το βλέπω στα ακριβά κινητά τους. Και μερικοί πιτσιρικάδες φοράνε τα τζόκεϋ ανάποδα, με το γείσο προς τα πίσω, σαν τους Αμερικανούς αράπηδες.
   Από την άλλη μεριά όμως? Τι μεγαλόπρεπος τρόπος να ταξιδεύεις! Όχι σαν μοναχικός ταξιδιώτης αλλά σαν κομμάτι του λαού σου. Μαζί με την Ιστορία. Να φτιάχνεις δηλαδή, με τη μικρή, σημαντική, προσωπική σου συμμετοχή, την Ιστορία. Τι περιπέτεια!
   Διέσχισαν όλη τη Μικρά Ασία σχηματίζοντας ομάδες και μπουλούκια. Περιμάζεψαν στο διάβα τους παιδιά που ‘χαν βγει στο δρόμο και βαδίζαν μοναχά. Μακρόστενες κοιλάδες με καλό χώμα και ψηλόκορμες λεύκες τους θύμιζαν ακόμα την πατρίδα ώσπου έφτασαν στη θάλασσα. Κι έκαναν το θαλασσινό πέρασμα με κίνδυνο ζωής και τους περιέθαλψαν απέναντι  κάτοικοι νησιών που ούτε τα είχαν ακουστά. Πέρασαν πάνω σε βαπόρι όλο το Αιγαίο. Νησιά εμφανίζονταν μέσα από τη θάλασσα σαν οπτασίες. Είδαν όλη την ηπειρωτική Ελλάδα μέσα από τα τζάμια του λεωφορείου και περίμεναν σε ατέλειωτες ουρές για να περάσουν τις Γιουγκοσλαβίες. Κάμποι με καλαμπόκια όσο πιάνει το μάτι. Χάθηκαν και ξαναβρεθήκαν. Σε σύνορα, σταθμούς κι αφετηρίες. Πέρασαν τα βουνά της Αυστρίας και τον Δρυμό της Βαυαρίας, με τα μικρά εστιατόρια και τα καλάθια με τα μήλα πάνω στο δρόμο κι έφτασαν στο θολό βιομηχανικό κάμπο της Γερμανίας με τις υψικαμίνους, τα πάρκινγκ και τις διαφημιστικές γιγαντοαφίσες. Και μερικοί τράβηξαν πιο πάνω. Πέρα από τη Βόρειο θάλασσα ως τη χλωμή και λεπτή Σουηδία. Τι θαυμάσιος και επικός τρόπος να ταξιδεύεις! Γιατί, καμιά αμφιβολία, αυτοί οι άνθρωποι φτιάχνουνε, περπατώντας, μια εποποιία. Είναι μια Μετανάστευση λαών! Και η Ευρώπη γίνεται έπαθλο!
    
    Και ταυτόχρονα, τι κρίμα να διασχίζεις την Ευρώπη τυφλός. Μέσα σε μιά περίκλειστη ουτοπία! Με τη σκέψη χαμένη σ’ αυτό που άφησες και σ’ εκείνο που θα βρεις, σε ένα «πριν» και ένα «μετά». Να μην είσαι σχεδόν «εκεί». Εκεί που διαβαίνεις! Και τυφλός να θωρείς μια  φανταστική Ευρώπη που μοιάζει με τις επιθυμίες σου!
    
    Αναγκάστηκαν να γίνουν έρμαια γιατί αυτό σημαίνει πρόσφυγας. Και παίγνια κάθε Τούρκου αγριεμένου έμπορα. Και Γιουγκοσλάβων χωροφυλάκων, Ούγγρων συνοριακών, Γερμανών διοικητικών υπαλλήλων, Ευρωπαίων γραφειοκρατών και πολιτικών, με μόνη καταφυγή και αποκούμπι την – ας το πούμε κι έτσι- καλοσύνη κάποιων ξένων. Σε τόπους που το χώμα είναι βαρύ και μαύρο.  
    Και η Ευρώπη είναι μια χώρα που δεν υπάρχει πιά. Αν ποτέ υπήρξε. Ένας άλυτος κόμπος από μνήμες και αναμνήσεις όλων αυτών που μάταια προσπάθησε να γίνει. Προχωρούν οι κατατρεγμένοι θαυμάζοντας πολυτελή ερείπια. Φτάνουν από μια «πρώην χώρα» σε μια «παρ’ ολίγον χώρα». Ψάχνοντας ένα κατώφλι βρίσκονται μπροστά σ’ ένα Διευθυντήριο. Η χαρά της άφιξης συναντά τον ψυχρό υπολογισμό, το μολυβάκι και χαρτί...Και τα μελετημένα μασκαρέματα. Ποντικού τομάρι, κόρακα πετσί… Η δίψα για απροϋπόθετη φιλοξενία το φόβο, το κούμπωμα και την κρυφή εχθρότητα. Τυφλοί πρόκειται να συναντήσουνε Κουφούς. Δύο Απουσίες που ανταμώνουν. Μιά ψυχρολουσία. Η Ευρώπη είναι η ήπειρος των παγωμένων νερών!

    Και η τζιχάντ επιχείρηση που έγινε στο Παρίσι, όσο γράφονται τούτες οι γραμμές, θα βαθύνει το χάσμα ανάμεσα στους αυτόχθονες και τους νεοφερμένους. Και οι θεατές του σταδίου, που ήταν ένας από τους στόχους της επίθεσης, «αποχώρησαν συντεταγμένα τραγουδώντας τη Μασσαλιώτιδα»! - Μαύρη κωμωδία!

    Βέβαια εμείς οι Έλληνες καλά κάνουμε και βοηθάμε. Τι άλλο να κάνεις όταν βλέπεις ανθρώπους να έρχονται απ’ τη θάλασσα?  Ένα ανθρώπινο ποτάμι περνάει μέσα από τη χώρα.
    Αλλά όχι όλοι! Και μάλλον λίγο! Προς το παρόν, λιμενικοί, νησιώτες κι αλληλέγγυοι σώζουν την τιμή της χώρας. Ενώ θα βόηθαγε πιο πολύ, νομίζω- όσον αφορά το δικό μας τμήμα της διαδρομής, να πάμε ν’ ανοίξουμε αυτό το ελληνικό «Τείχος του Αίσχους» που το αποκαλούμε αθώα: φράχτη! Αυτό που το ελληνικό κράτος αποφεύγει να γκρεμίσει. Και να εξαναγκάσουμε αυτή την κυβέρνηση των παλαβών να διαλύσει τη «στρατηγική συμμαχία» με το Ισραήλ. Άλλο πάλι και τούτο!
    Αλλά αυτά είναι πέρα από τα δυνάμεις μας! Αν και δεχόμαστε ότι υπάρχει πανανθρώπινη κοινωνία έχουμε αποδεχτεί σιωπηρά να είναι πολιτικά γυμνή και ότι οι σφετεριστές θα κάνουνε κουμάντο. Κι έχουμε ενδυθεί το ρούχο της ανθρώπινης αδυναμίας. Και ποντικού τομάρι, κοράκου δέρμα… Καθόλου παράξενο λοιπόν που οι Έλληνες επιβάτες κοίταζαν με περίσκεψη τα κύματα των ανθρώπων που καταλάμβαναν εξ εφόδου το καράβι και τυλίγονταν με τις γκρίζες  κουβέρτες που τους έδωσαν οι Υπηρεσίες στα νησιά. Νικημένοι κι αυτοί, εξ αρχής, συλλογιούνταν: Προς Θεού μην τύχει και συμβεί κάτι τέτοιο και σε μας!
    Όμως ας μη μιλήσουμε ξανά για την Ελλάδα.
    Ας είναι αυτή μια ελεγεία για τη Συρία. Για το χαμένο άρωμα από το νυχτερινό φούλι. Για τη Συρία και τους κήπους της. Και για τα χαμένα της παιδιά.
    Ας είναι για τη Νοσταλγία, αυτή την κρυφή αρρώστια που τώρα ξεκινά.

                                                                                                                    Β.Η               

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Παρίσι

Μα νόμιζα πως η τρομοκρατία είναι το όπλο των φτωχών! Και αυτών που πρέπει να υπομένουν ισόβια ταπείνωση. Αν διέθεταν κι αυτοί αεροπορία δεν θα είχαν λόγο να πυροβολούν αδιακρίτως μέσα στο πλήθος. Θα βομβάρδιζαν από ψηλά επί δικαίων και αδίκων. Ο καθείς και τα όπλα του.
Στην περίπτωση αυτή όμως –και όχι μόνο - είναι πολλά τα παράταιρα σμιξίματα. Και, απ’ ό,τι φαίνεται, σε τούτους δω κυριολεκτικά κάποιοι άνοιξαν τις πόρτες να περάσουν!
Πότε με την «οικονομική κρίση», πότε με την «τρομοκρατία» σφυρηλατείται το «Ευρωπαϊκό Μόρφωμα». Μέσα από την τέλεση των Συγχρόνων Μυστηρίων. Kαι διαπιστώνουμε ακόμα μια φορά το θρίαμβο του Μυστικού.
Και οι Γάλλοι τραγουδούν τη Μασσαλιώτιδα. Ή μάλλον ταλαιπωρούν τη Μασσαλιώτιδα! Μη χειρότερα!  Δηλαδή τι πρόκειται να δούμε τώρα? Μιά σειρά Γαλλικών πολέμων αντίγραφο των Αμερικάνικων πολέμων?
Δεν θα δούμε λοιπόν μεγάλες αντιπολεμικές διαδηλώσεις με σύνθημα: Μαζεύτε τα και φύγετε από κει κάτω!  Που θα ‘πρεπε να τις είχαν βάλει μπρος από την άλλη φορά – την πρώτη – που τους χτυπήσαν μες το σπίτι τους. Ας είναι!
Ίσως να τις κάνουν όταν θα αρχίσουν τα φέρετρα να έρχονται καλυμμένα με τη Γαλλική σημαία!

                                                                                                  Β.Η


Υ.Γ  Παρατηρώντας τους πολιτικούς μας, αυτές τις μαϊμούδες, να συντάσσονται μάνι-μάνι με τους Δυτικούς ομόσταυλούς τους και το Δημαρχείο της Αθήνας και το Μέγαρο της Ραδιοτηλεόρασης να φωτίζονται στα χρώματα της τρικολόρε  μου ‘ρχεται στο νου η παροιμία: Κουνιούνται τα σιδερικά κουνιούνται κι οι βελόνες.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Στα βράχια!




Σημ: Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε φέτος στις 22 Απριλίου στον Πύραυλο των Υπογείων κατόπιν ναυαγίου στη Ρόδο. Δυστυχώς, μου φαίνεται όλο και πιο επίκαιρο για αυτό το αναδημοσιεύω εδώ . 


Από τις 9 μέχρι τις 10 το πρωί γύρναγε το καράβι έξω από την παραλία του Ζέφυρου. Πολλοί το είδανε πηγαίνοντας στη δουλειά τους κι αυτοί που ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες της Εφορίας κι αυτοί που έμπαιναν στη Ρόδο. Το κατάστρωμα ήταν γεμάτο κόσμο που κοίταζε προς την ακτή. Τελικά στις 10 πήγε και έπεσε πάνω στον ύφαλο κι έγινε κομμάτια. Η θάλασσα γέμισε συντρίμμια και ανθρώπους που πνίγονταν. Κάποιοι που ψάρευαν εκεί κοντά και οι περίοικοι από τις εργατικές πολυκατοικίες έτρεχαν πάνω στην ξέρα κι έβγαζαν καμπόσους έξω ενώ έφτανε το περιπολικό του λιμενικού ένα φουσκωτό ταχύπλοο και δύο ρυμουλκά. Τους περισσότερους τους περισυνέλλεξαν τα σκάφη και οι ψαρόβαρκες που είχαν μαζευτεί, και τα κατάφερναν καλά αυτές γιατί ευκολότερα μπορούσαν να προσεγγίσουν το σημείο, αλλά μερικοί είχαν αρπαχτεί από τα βράχια και κει πάνω τους χτύπαγε το κύμα. Αυτούς τους έβγαλαν με τα χίλια ζόρια, και κάποιες στιγμές με δικό τους κίνδυνο, οι πυροσβέστες, οι λιμενικοί και οι κάτοικοι. Τους έπαιρναν έναν-έναν τα ασθενοφόρα που είχαν μαζευτεί πάνω στον δρόμο.

Τις επόμενες 3-4 ώρες η θάλασσα διέλυε τα απομεινάρια του ναυαγίου, η ακτή γέμισε παλιόξυλα και μελαμίνες. Εν τω μεταξύ φαινόταν καθαρά, όπως  το σκάφος είχε έρθει τούμπα, το κάτω μέρος του κύτους που βαμμένο σκουρόχρωμο πορτοκαλί ξεπρόβαλε στην επιφάνεια σαν ράχη φάλαινας. Η ξέρα ήταν γεμάτη άντρες που έκαναν πλιάτσικο. Ή μάλλον επιδίδονταν στο αρχαίο επάγγελμα των φτωχών των παράκτιων περιοχών, που πλιατσικολογούσαν ό,τι ξεβράζει η θάλασσα. Άλλος κουβάλαγε μια πόρτα, δυο-τρεις είχαν στήσει μια ολόκληρη επιχείρηση για να αδειάσουν μια πλαστική δεξαμενή πετρελαίου και να την σύρουν πάνω από τον ύφαλο και άλλοι τους συνέτρεχαν με παραγγέλματα και συμβουλές.

Όλοι έβριζαν τους Αμερικάνους, τους Τούρκους δουλέμπορους, το Τούρκικο κράτος, τους Ευρωπαίους και τη συνθήκη Δουβλίνο 2. Για τους ναυαγούς είχαν μόνο λόγια συμπάθειας. Τους πνίξανε τους ανθρώπους!

Ακούγονταν φήμες ότι στο καράβι επέβαιναν 120 άνθρωποι κι ότι υπήρχαν 3 πνιγμένοι. Μια γυναίκα με το παιδί της κι ένας ακόμα. Τα περιπολικά του Λιμενικού έκοβαν βόλτες στ’ ανοιχτά ενώ σε μια στιγμή εμφανίστηκε ένα ελικόπτερο Super Puma. Πρέπει να έψαχναν για αγνοούμενους. Στην παραλία του Ζέφυρου είχε λίγους τουρίστες που έβαζαν αντιηλιακά. Δεν φαίνονταν να έχουν πάρει είδηση τι είχε συμβεί. Θα το καταλάβαιναν μια και καλή αν βρίσκονταν να κολυμπάνε δίπλα σε κανένα πνιγμένο. Κάποιος είπε: Η ζωή κι ο θάνατος μαζί!  Ήταν κι αυτή μια άποψη απ’ όσες ακούστηκαν εκείνη την ημέρα.

Αργά το απόγευμα σηκώθηκα και πήγα στο Λιμεναρχείο. Τους περισσότερους τους είχαν συγκεντρώσει εκεί. Λιγοστοί ήταν στην Αστυνομία και μερικοί στο νοσοκομείο. Οι πιο πολλοί από τους ναυαγούς ήταν από τη Συρία. Υπήρχαν μερικοί Ερυθραίοι και μερικοί  Ιρακινοί και Παλαιστίνιοι. Όλα  ήταν συγκεχυμένα και ήταν δύσκολο να καταλάβεις τι είχε συμβεί. Ακούστηκε ότι ανάμεσα στους πρόσφυγες βρίσκονταν και δύο διακινητές τους οποίους και είχαν συλλάβει. Ο καπετάνιος μάλλον είχε κατεβάσει τη βάρκα και είχε φύγει. Πού ακούστηκε καπετάνιος να εγκαταλείπει το καράβι του και τους επιβάτες στη μοίρα τους! Μαύροι καπεταναίοι!

Πριν λίγο είχαν εμφανιστεί και οι άνθρωποι των ΜΜΕ. Ήταν τρεις −δύο τεχνικοί και ο κουμανταδόρος τους, ένας κουστουμαρισμένος λιμοκοντόρος. Άδειασαν από ένα βαν ένα σωρό μηχανήματα −μικρόφωνα, κάμερες και προβολείς− και τα αράδιασαν στο δάπεδο. Έστηναν τα τριπόδια και ετοιμαζόντουσαν όλο φούρια ρίχνοντας γρήγορες και κοφτές ματιές δεξιά κι αριστερά. Μπαινόβγαιναν παντού και συμπεριφέρονταν σαν κυρίαρχοι της κατάστασης. Μου θύμιζαν ό,τι πλησιέστερο υπάρχει στις ύαινες, ανάμεσα στο ανθρώπινο είδος.

Δύο αστυνομικοί έφεραν έναν πρόσφυγα από την Αστυνομία. Τούτοι δω ήταν δύο αγριωπά γομάρια αλλά φορούσαν πλαστικά γαντάκια πράγμα που τους έκανε να μοιάζουν με ευυπόληπτες και ευάλωτες παρθένες. Μια δύο κοπέλες του Λιμενικού και των υγειονομικών υπηρεσιών φόραγαν μικρές άσπρες μάσκες αλλά πουθενά αυτό το κακό που γίνεται σε παρόμοιες καταστάσεις στην Ευρώπη, όπως προχθές στην Ιταλία, που είναι ντυμένοι με άσπρες στολές και φορούν όλοι μάσκες λες και έχουν να κάνουν με πυρηνικά απόβλητα.

Γενικά, τους φέρονταν καλά και με μεγάλη προθυμία και φροντίδα αν και το ένοιωθες ότι η στολή και ο επαγγελματισμός στέκονταν εμπόδιο σε μια στενότερη επαφή. Ο άνθρωπος που είχαν φέρει από την αστυνομία έψαχνε να βρει μες τα λιγοστά πράγματα που είχαν περισωθεί ένα τσαντάκι με ενέσεις ινσουλίνης και επειδή δεν το έβρισκε κάλεσαν ασθενοφόρο να τον πάρει στο νοσοκομείο.

Υπήρχε και μια ψηλή νεαρή κυρία από την Αρμοστεία του Ο.Η.Ε για τους πρόσφυγες που σημείωνε τις εθνικότητες των ναυαγών μαζί με τον έναν από τους δυο Σύριους διερμηνείς που ζούσε χρόνια στην Ελλάδα και μιλούσε καλά ελληνικά. Έκανε τη δουλειά της με την αυτοπεποίθηση που δίνει η ρουτίνα και απέπνεε κύρος. Όταν την πλησίασα και την ρώτησα με ευγένεια, γιατί έριξαν το καράβι στην ξέρα αντί να το “καθίσουν” στη διπλανή αμμουδερή παραλία, κι αν κάποιοι διεθνείς νόμοι ευνοούν αυτούς που θαλασσοπνίγονται σε σχέση με αυτούς που απλά εισέρχονται παράνομα σε μια χώρα, με ρώτησε κουμπωμένη αν είμαι δημοσιογράφος. Την καθησύχασα και φάνηκε έτοιμη να μου απαντήσει αλλά αμέσως ανέκτησε κάποιου είδους αυτοκυριαρχία και μου είπε: Δεν μπορώ να σας δώσω καμιά απάντηση. Θα μάθετε από τους ίδιους όταν απελευθερωθούν

Αυτοί που έδειχναν ένα πραγματικό αίσθημα ήταν οι Ροδίτες που έρχονταν συνεχώς φέρνοντας ρούχα και τρόφιμα. Οι πιο πολλές ήταν γυναίκες. Ανέβαιναν τις σκάλες, έλεγαν τον λόγο της επίσκεψής τους και ρώταγαν που να αφήσουν αυτά που έφεραν. Τα άφηναν μαζί με τα όλα άλλα, κοντοστέκονταν για λίγο κοιτώντας προς τους πρόσφυγες που ήταν συγκεντρωμένοι στο αίθριο, έλεγαν δυό λόγια συμπάθειας και αποχωρούσαν. Ήταν λίγο σαν να πήγαιναν στην εκκλησιά και να άναβαν κερί. Αλλά πάλι δεν είναι καθόλου σίγουρο αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ένοιωθαν αλληλέγγυοι με τους θαλασσοδαρμένους θα είχαν την διάθεση να αναλάβουν καθ’ ολοκληρίαν τη φροντίδα τους και επί μακρόν.

Την ώρα που σουρούπωνε πήγα και έκατσα σ’ ένα ξύλινο πάγκο δίπλα στον διερμηνέα που είχα δει με την αντιπρόσωπο του Ο.Η.Ε. Ήταν μεσήλικας, αρκετά παχύς και άρθρωνε σιγανά και με δυσκολία, σαν να υπέφερε από άσθμα. Μίλησε αργά και με πόνο για την πατρίδα του. Είπε ότι 4 εκατομμύρια άνθρωποι έφυγαν έξω από τη χώρα. 5 εκατομμύρια ήταν εκτοπισμένοι εντός Συρίας και γύρω στις 400 χιλιάδες ήταν οι νεκροί. Άλλες 50 ή 100 χιλιάδες ήταν αγνοούμενοι οι οποίοι έπρεπε να θεωρούνται πρακτικά νεκροί. Όλα αυτά επί συνόλου 22 εκατομμυρίων. Είπε ότι οι λογικοί άνθρωποι δεν έχουν πια φωνή στη Συρία. Είχε μιλήσει με εκπροσώπους της Συριακής αντιπολίτευσης και του είχαν πει ότι δεν έχουνε τη χώρα αλλά προτίθενται να την κάψουν για να την πάρουν. Είχε μιλήσει και με κυβερνητικούς και αυτοί ήταν διατεθειμένοι να την κάψουν για να κρατήσουν ό,τι θα απέμενε. Είπε ότι ανάμεσα στους αντιπάλους του Άσαντ, αλλά και μέσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο, όσοι ήταν ψύχραιμοι και μετριοπαθείς, όλοι τους, ήταν νεκροί ή στη φυλακή. Κι ότι στο αντικυβερνητικό στρατόπεδο έχουν επικρατήσει οι άνθρωποι της Αλ Κάιντα και πρόσφατα του ISIS.

Παρατήρησα ότι οι περισσότεροι πρόσφυγες ανήκαν στη μεσαία τάξη. Α ναι! είπε, ο καθένας τους χρειάζεται 5 με 10 χιλιάδες δολλάρια για να ταξιδέψει. Πουλάνε ένα χωράφι ή ένα σπίτι και φεύγουν για να σωθούν. Οι φτωχοί? ρώτησα. Α! αυτοί πάνε στα στρατόπεδα είπε. Στον Λίβανο, στην Τουρκία και στην Ιορδανία.

Ήταν σαν νεκρολογία για μια χαμένη χώρα. Οπότε υπέθεσα ότι στο λαχάνιασμα του, το άσθμα ήταν αυτό που μπορούσαν να διαγνώσουν οι γιατροί. Η πραγματική του πάθηση ήταν τα στοιχεία που μου είχε αναφέρει αργά και βασανιστικά.

Όσο μιλάγαμε, πίσω μας είχε αρχίσει να εκτυλίσσεται μια κωμωδία. Κάτι πολύ γκροτέσκο. Ούτε γύρισα να κοιτάξω γιατί ήξερα τι θα συμβεί. Οι άνθρωποι των ΜΜΕ είχαν αρπάξει έναν μηχανικό των ρυμουλκών ο οποίος είχε βουτήξει στη θάλασσα και είχε σώσει ένα μωρό που πνιγότανε άφωνο. Είχε διηγηθεί την ιστορία του, πιο πριν σε κάποιους, ξεχειλίζοντας απ’ αυτό που είχε ζήσει και τώρα που τον είχαν εντοπίσει τον κολάκευαν, τον «ζέσταιναν», τον αποθέωναν. Άναψαν τους προβολείς, τον έστησαν με φόντο τη θάλασσα, κι αφού με όλα αυτά τον είχαν μετατρέψει σε ένα κομμάτι κρέας τον κατασπάραξαν μπρος στους τηλεθεατές.

Κατόπιν εμφανίστηκε μια γυναίκα, τυλιγμένη σε κουβέρτα που την υποβάσταζαν δύο οδηγοί του ΕΚΑΒ με προορισμό το νοσοκομείο. Οι τεχνικοί κινήθηκαν προς τη μεριά της. «Αφήστε την αυτή!» είπε ο κουμανταδόρος «έχει τα χάλια της!» Από κάπου ακούστηκε ότι είναι έγκυος. Μεμιάς άναψαν οι προβολείς και πήγαιναν και οι τρεις με την όπισθεν ενώ έπεφταν βροχή οι ερωτήσεις, «Είναι έγκυος?» Ναι, είπε ο οδηγός. «Πόσων μηνών?»  «Δεν ξέρω». Η γυναίκα μπήκε στο ασθενοφόρο, οι πόρτες βρόντηξαν! «Λοιπόν τελειώσαμε!» είπε ο ένας. «Φεύγουμε!» είπε ο άλλος. «Πάμε για φαΐ!» είπε ο κουμανταδόρος.

Η κίνηση είχε κοπάσει. Μια γυναίκα καθόταν εκεί μέσα ακίνητη και σιωπηλή με μια μαντήλα ριγμένη πάνω στο κεφάλι. Έκατσα για λίγο μόνος στον πάγκο και σκέφτηκα όλους αυτούς τους ανθρώπους που κούρνιαζαν ο ένας δίπλα στον άλλο. Η νύχτα ήταν ειρηνική, μια γλυκειά ανοιξιάτικη νύχτα. Μόλις σήμερα το πρωί είχαν γλυτώσει από τη θάλασσα.
        

                                                             Β.Η