Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Προς τους Μελλοντικούς Συντρόφους


    Μαζεύονται μες την οικογένεια, στολίζουνε το δένδρο, κάνουνε τα ψώνια, μαγειρεύουν διπλά και τρίδιπλα και το ρίχνουν στο φαΐ μπρος στο ακοίμητο μάτι της τηλεόρασης. Ξαναπιάνουν τις ίδιες συζητήσεις, εύχονται και ξαναεύχονται, στο τέλος ανοίγουνε τα δώρα. Και ύστερα επιστρέφουν… Χωρίς να αντηχεί στ’ αυτιά τους καμία μουσική.
    Στερημένοι τον πολιτισμό τους, κατάντησαν οπαδοί των νεόκοπων «Κέντρων Πολιτισμού» και πελάτες των διασκεδαστών. Στερημένοι τη δική τους γλώσσα, τραυλίζουν σαν μιγάδες στις γλώσσες των διαφόρων επιτηρητών τους και στην αργκό των τεχνικών αδυνατώντας να επικοινωνήσουν. Μια Βαβέλ από μοναξιές! Και όταν η ανία τους περισφίγγει, καταφεύγουν στα κινητά τους και καταβροχθίζονται απ’ αυτά.
    Μνημόσυνα είναι τέτοιες γιορτές και δεν διανοούνται ούτε να ντραπούν που ξέχασαν πώς είναι να γιορτάζεις. Μνημόσυνα των Μεγάλων Γιορτών που έσβησαν είναι τούτες οι πένθιμες γιορτές. Ωχρή ανταύγεια ενός αρχαϊκού κόσμου και των συνεκτικών τελετών που επιβεβαιώναν την ενότητα.
  -«Τα Χριστούγεννα είναι οικογενειακή γιορτή», λένε σαν δικαιολογία. 
Λες και θα μπορούσε η οικογένεια να αντέξει μέσα σε μια κατακερματισμένη και ηττημένη κοινωνία! Τελευταία στιγμή γίνεται επίκληση στο «χαμένο νόημα» και επιστρατεύεται ο παπά-Φραγκούλης που πάει με τη βάρκα στο Χριστό στο Κάστρο αλλά αποκρύπτεται το γεγονός ότι το παιδί γεννήθηκε πεθαμένο και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μες τα αγοραστικά πλήθη και πίσω από τις πλάτες των θεατών το μεταφέρει στον ουρανό. Μάταιη και η αναφορά στις γιορτές του Ανίκητου Ηλίου. Μια κοινωνία που συλλυπείται τον εαυτό της! Κι έρχεται ο Γενάρης με τη μελαγχολία… Πικρά που είναι τα φρούτα της λειψής χαράς!
   
    Πού είναι λοιπόν η Γιορτή? Τα βαριά δρύινα τραπέζια με τα λινά τραπεζομάντηλα βρεγμένα από κρασί? Ο αδιάκοπος ερχομός και το καμπανάκι της εισόδου που δεν έχει σταματημό? Οι καλοδεχούμενοι ξένοι, οι φίλοι από μακριά και οι πεθαμένοι γλεντοκόποι? Και οι χοροί, τα ξεμοναχιάσματα και τα ενθουσιασμένα βλέμματα που σου ξεσηκώνουν την καρδιά!

    Κουράγιο σύντροφοί μου που ακόμα δεν έχουμε ανταμώσει! Οι δικές μας οι γιορτές θα ξεσπάσουν πάνω στα αποκαΐδια αυτού του έρημου κόσμου. Θα είναι γιορτές που κανείς δεν φεύγει λυπημένος. Θα είναι οι γιορτές αυτών που έχοντας κοινή ζωή διακινδύνευσαν τα πάντα.

                                                                       Β.Η

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Ω Εμπρηστές, Αγαπημένοι!


Κατεδάφισαν θαυμάσια κτίρια
φτιαγμένα με πέτρα και ξύλο
από καλούς και προσεκτικούς μαστόρους
προορισμένα να ζήσουν τριακόσια χρόνια.
Ούτε που λογάριασαν αυτούς που
ζούσαν εκεί.
Όργωσαν γειτονιές με σπιτάκια ασβεστωμένα.
Ούτε που λογάριασαν
τους βασιλικούς στους τενεκέδες
το νυχτερινό γιασεμί
και τους ψίθυρους στις αυλές.
Στη θέση τους ύψωσαν θεόρατα κατασκευάσματα
με κλιματιστικά και κρυφούς φωτισμούς
χτισμένα βιαστικά
με υλικά που βλάπτουν την υγεία
και πληγώνουν το μάτι.
Και κανείς πια εκεί δεν αποσπερίζει.
Σε 30 χρόνια όμως αυτές οι
αμείλικτες κατασκευές
θα μοιάζουν ξεδοντιασμένες
και θα χρειάζονται άμεση ανακατασκευή
γιατί τα φτηνά υλικά άσχημα γερνάνε.
Βέβαια το να γκρεμίζεις το καλό
και να χτίζεις το αλαζονικό ψέμα
έχει κι αυτό τον κόπο του
αλλά έτσι βγάζεις πιο πολύ χρήμα
και από μια τέτοια γρήγορη εξέλιξη
οι άνθρωποι σαστίζουν.
Έτσι είναι αναμφίβολα η πορεία του Κόσμου
                                            λένε,
            τα πάντα ν’ αλλάζουν πρέπει!
Αλλά πίσω από την ακατάπαυστη ροή
                                                της κυκλοφορίας
το διαρκές βουητό του κέρδους
και τον θόρυβο της οργανωμένης διασκέδασης
σκύβοντας
ένα προσεκτικό αυτί
μπορεί ν’ ακούσει τα δίχως καρδιά
                                             κτίρια
                        να ψιθυρίζουν:
                                    Θέλω να καώ.

Κι είναι πολύς ο κόσμος 
που σπρώχτηκε στην άκρη 
και τού στερήθηκε ο λόγος.

Ιδού λοιπόν οι εμπρηστές! 
Ιδού και το αντικείμενό τους!

                                                             
                                                               Β.Η


Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Πάνω από έναν Τάφο


   
    Φίλε Χρήστο!
            Παλιέ μας φίλε Σούφι!
    Γεννήθηκες στον Έβρο! Έφυγες για Καναδά. Έφυγες για τη Θεσσαλονίκη. Κι έπειτα άφησες για τα καλά το Μεγάλο Ποτάμι -σκόνη το καλοκαίρι, λάσπη και χιόνι τον χειμώνα- και πήρες τον δρόμο για τον Νότο. Ήταν χρόνια εύκολα. Ήταν καλά χρόνια. Ένας γερός άνδρας αποφάσιζε γρήγορα για τον εαυτό του.
    Εδώ σ΄ αυτό το εύφορο και καλότυχο νησί γνώρισες την ανεκτικότητα. Σ’ εκείνα τα χρόνια της αισιοδοξίας συνάντησες εδώ τους ταξιδιώτες! Νέους ανθρώπους, που γυρεύοντας τη ζωή διέτρεχαν τον κόσμο. Κι έτσι γνώρισες την Ελευθερία!
    Σού ‘χαν λείψει και τα δύο στον τόπο σου που ήταν τόπος δύσκολος.
    Ακολουθώντας άλλους δρόμους αλλά για παρόμοιους λόγους κατεβήκαμε κι εμείς εδώ κάτω.
    Και συναντηθήκαμε στα Πλατανάκια
    και γίναμε φίλοι
    και πέρναγαν τα χρόνια
    κι ερχόμασταν στο σπίτι σου στην Ιαλυσσό και καθόμασταν κάτω απ’ το Μεγάλο Δένδρο και συζητούσαμε ώρες ατελείωτες και ερευνούσαμε τα ανθρώπινα και τη δουλειά και κουβεντιάζαμε για τη ζωή.
    Ήμασταν νέοι όλο χυμούς κι ελπίδα.
    Αλλά σιγά-σιγά δυσκόλευαν οι καιροί κι ο κόσμος που πάντα τον ονειρευόσουνα καλύτερο γινόταν πιο σκληρός, πιο βλοσυρός και αργά αλλά σταθερά σ’ έκλεινε απ’ έξω. Όλο και πιο λίγο πια βλεπόμασταν.
    Και να! Στεκόμαστε πια πάνω απ’ αυτό τον τάφο!

    Φίλε, θυμάμαι από σένα τα χέρια σου. Δυνατά και ικανά. Χερούκλες Γίγαντα! Που σού σφίγγαν το δικό σου και σε ταρακούναγαν ολόκληρο, ενώ δυό μάτια  σε κοιτούσαν όλο ενθουσιασμό  και γέλιο.
    Που έπιαναν το χώμα και το έτριβαν ανάμεσα στα δάχτυλα, που έδιναν αξία στο ταπεινό το χώμα.
    Που δούλευαν την πέτρα κι έφτιαχναν ένα τζάκι, μία μάντρα, ένα περβάζι που έδειχναν σαν να ‘ ταν εκεί από πάντα.

    Ήσουν φίλε Σούφι ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους ενός απέραντου αγροτικού κόσμου που θυμάμαι από τους Παππούδες μου.
    Θυμάμαι τις κουβέντες σου, το σπίτι σου, τη μπανανιά, τη μουριά που είχες πετάξει δυό συρματόσχοινα πάνω απ’ τα κλαδιά και κρεμόταν ο σουμιές με το στρώμα κι άλλοι κάθονταν εκεί απάνω κι άλλοι γύρω στις καρέκλες κι άλλοι στα καφάσια και στη μέση το τραπέζι. Και μπορούσες να πάρεις έναν υπνάκο στο φαρδύ το στρώμα κι όταν ξυπνούσες η συζήτηση είχε ανάψει για καλά.
    Κι έφερνες τη μεγάλη πήλινη γαβάθα με τη χωριάτικη σαλάτα γεμάτη φέτα, τίγκα στο λάδι κι έφερνες μαύρο ψωμί και τ’ απίθωνες στο κέντρο. Φάτε!!! Έλεγες.
    Φίλε Σούφι, μάς έμαθες τη γενναιοδωρία και μαζί ασκούμασταν στο στοχασμό και μαζί σου γνωρίσαμε το ανέμελο και δημιουργικό πέρασμα του Χρόνου.
     Σ’ ευχαριστούμε!
     Θα σε θυμόμαστε!     
                                             
                                       …………………………….
                               
                             Έτσι κηδέψαμε τον Σούφι
                       κι ύστερα έπιασαν δουλειά τα φτυάρια…
                              χόρτασε ο φίλος χώμα!                         

                                                                                                            
                                                                                                  Β.Η

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Ελεύθερη Πτώση προς την Ουτοπία


    Ευχαριστώ όσους με ευχήθηκαν, θα σας διηγηθώ κι εγώ τι ονειρεύτηκα τη νύχτα που γινόμουνα 65 χρονών. Ξύπνησα μέσα στο σκοτάδι από ένα όνειρο ανησυχίας. Ενώ κοιμόμουν σ’ άλλο σπίτι, βρέθηκα, την ίδια ώρα της νύχτας που διαδραματιζόταν τ’ όνειρο, πίσω στο σπίτι μου στο Τοπάζ, στο μπάνιο στο τέλος του διαδρόμου κι ερχόμουν προς το δωμάτιό μου να δω γιατί με φώναζε ο ιδιοκτήτης· ένας μηχανικός που διατηρεί γραφείο δίπλα στο κονάκι μου. Μου φάνηκε περίεργο τέτοια νυχτερινή ώρα να βρίσκεται εκεί. Τι συμβαίνει Βασίλη? Κάποιος είναι στο δωμάτιό σου! Και πράγματι, όπως ερχόμουν από το βάθος του διαδρόμου διέκρινα μες το ζεστό φως του δωματίου που φωτιζόταν από τη χαμηλή λαμπίτσα, μια κοπέλα που στριφογυρνούσε μες τα πράγματά μου. Ερχόμουν γρήγορα να την προλάβω κι αυτή με είδε και βγήκε απ’ το δωμάτιο και βάδισε προς τη μεριά μου. Διασταυρωθήκαμε κι εγώ σταμάτησα να τη ρωτήσω, τι γύρευε εκεί. Μια μελαχρινή νέα κοπέλα, ντυμένη στα μαύρα και λεπτή που δεν ήταν άσχημη, διόλου άσχημη! Αυτή όμως δεν σταμάτησε καθόλου να βαδίζει, πέρασε δίπλα μου σαν κοκόνα, αμίλητη, κοιτώντας ίσια μπροστά και χάθηκε στο σκοτάδι προς το παράθυρο που βρίσκεται στο τέλος του διαδρόμου. Ήτανε αυτή ακριβώς η σιωπή της και το βλέμμα της που δεν στράφηκε προς εμέ που μου προξένησαν έναν χαμηλό πανικό. Εκείνη τη στιγμή ξύπνησα. Επεξεργάσθηκα λίγο το όνειρο, δεν έβγαλα άκρη, γύρισα στο πλευρό και ξανακοιμήθηκα.
    Λίγο πριν την αυγή είδα ένα δεύτερο όνειρο. Ήμουνα στο βάθος ενός καταγάλανου ουρανού και έπεφτα. Πίσω μου υπήρχε ένα σημείο, που ήτανε το κέντρο τ’ ουρανού, σημείο άπειρης πυκνότητας όπου συντελείτο μια σύντηξη και παρήγετο ένα ακατάσχετο μπλε που ανάβλυζε και διαχεόταν συνεχώς. Εγώ έπεφτα και έπεφτα. Σαν να ξέφευγα από ένα βαρυτικό κέντρο, κουκίδα και ελάχιστο σημείο, που ήταν παντοδύναμο. Τότε άκουσα μες το μυαλό μου, σαν διπλή φωνή, τρομαγμένες, δυο γλυκές γυναίκες που γνωρίζω: Βασίλη! Πρόσεξε Βασίλη! Πρόσεξε πέφτεις! Κι εγώ έπεφτα και έπεφτα! Κάτω άρχισαν να φαίνονται νησιά σε μια απέραντη, φωτεινή θάλασσα που είχε το μπλε του ουρανού. Και τις άκουγα να φωνάζουν… Μην ανησυχείτε τους αντιφώναξα εγώ: Πέφτω στην Ικαρία! Πέφτω στην Ικαρία με τις αλωνιστικές της μηχανές και τ΄ αγροτικά εργαλεία που σκουριάζουν στους αγρούς… με τα παλιά της λεωφορεία που σκουριάζουν στις στροφές των δρόμων και τους Κρυφούς Θεούς της! Πέφτω στην Ικαρία με τα γλέντια της!
                                                                                                       
                                                                                                           
                                                                                                        Β.Η

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Η Τέχνη του Σιδήρου

                                          η σιωπή πίσω απ' την βουή

    Είχαμε στήσει τα εργαστήριά μας στην άκρη της πόλης, ψηλά στους λόφους, πάνω από τη δημοσιά. Και παλεύαμε την κάθε μηχανή που μας έπεφτε στα χέρια σαν να ’ταν η πρώτη ή η τελευταία μηχανή που θα επισκευάζαμε ποτέ. Δεν ήταν σπουδαία η αμοιβή, πιο πολύ ήταν το μεράκι, αυτή η περιέργεια του παιχνιδιού… και την περνάγαμε ‘κεί στους λόφους με ψωμί, ελιά, κρεμμύδι, βλογούσαμε και το ψωμί πριν το φάμε όπως κάναν οι παλιοί, καμιά φορά τύχαινε κανά καλό κρασί και πάντοτε καλή παρέα.
    Βλέπαμε από κει, τι έμπαινε στην πόλη και τι έβγαινε. Τα φορτώματα των ζώων… αμέτρητες σειρές τα φορτωμένα ζώα! Μέρα - νύχτα μυρμήγκιαζε η δημοσιά κι εκεί πλέναμε με πετρέλαιο και συντηρούσαμε τις μηχανές που μας φέρνανε. Έφτιαχνε ο καθένας μας τα εργαλεία του ώστε να ταιριάζουν στο δικό του χέρι και στον δικό του τρόπο, ακριβώς όπως κάναν οι παλιοί μαστόροι που μας είχαν μπάσει στο επάγγελμα του σιδερά-μηχανικού, και συχνά τους θυμόμασταν και μνημονεύαμε τα λόγια τους. Δεν σταματούσαμε ποτέ «να μαθαίνουμε  τη δουλειά μέσα απ’ την ίδια τη δουλειά», όπως έλεγαν και ’κείνοι.
    Παρακολουθούσαμε, βουτηγμένοι στη μουτζούρα, την ατέλειωτη γιορτή της έπαρσης των επηρμένων, την αλαζονεία των δυνατών, την δουλοπρέπεια και τον μιμητισμό των αδυνάτων, τον καιροσκοπισμό του πλήθους. Και δεν μας διέφευγαν τα χαμόγελα και το γρήγορο κοφτό βλέμμα της απληστίας.
    Εξετάζαμε το καθετί με μάτι στοχαστικό και κριτικό αυτί και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η κατάρρευση ερχόταν.
    Το λέγαμε πολλά χρόνια τώρα, μπορεί και 15 μπορεί και παραπάνω, ότι δεν πάει άλλο τούτο το κακό, θα σκάσει όπου να ’ναι σαν κακό σπυρί, σαν κακοφορμισμένο ψέμμα… και συνέχιζε αυτό, ανεμπόδιστα μ’ αυθάδεια και σιγουριά πολλή και με μιά αυτοπεποίθηση που προξενούσε έκπληξη άνοιγε συνέχεια δρόμο. Και αναρωτιόμασταν φορές-φορές: Μα γιατί αργεί? Τόσο λάθος κάναμε? Δεν μπορεί τόσο να λαθέψαμε!

    Και ήρθε ο Νυμφίος το ’08, ολόφρεσκος και καθαρός, στα λευκά ενδεδυμένος και χτύπησε την πόρτα. Και βγήκαμε και μεις να τον υποδεχτούμε φορώντας τα καλά μας, ικανοποιημένοι πού ’χαμε τουλάχιστον διαβάσει καλά τα σημάδια, πού ’χαμε διαβάσει σωστά την Ιστορία. Εμείς οι μηχανικοί της… είχαμε σπουδάσει καλά το μηχανισμό της! Δεν είχαμε αφιερώσει μάταια το χρόνο μας στα νυχτερινά σχολειά πού ’χαμε  στήσει μέσα μας, ο καθένας για τον εαυτό του.

    Ήμασταν και λίγο ανήσυχοι -για να πούμε την αλήθεια πολύ ανήσυχοι- γιατί το βλέπαμε πως γύρναγε και χτύπαγε τις πόρτες και δεν ζητούσε μόνο χρήματα για τα χρωστούμενα αλλά και άλλα πράγματα ακατανόητα. Γύρευε να πληρωθεί σε χρόνο, το πιο σκληρό νόμισμα εξ’ όλων. Σε χρόνο γύρευε να πληρωθεί, σε χρόνο και σε αίμα!
    Και τον κοίταζαν με απορία και τους βλέπαμε να κουνάν ανήμποροι τα χέρια. Κι όπως το περιμέναμε - δυστυχώς το περιμέναμε κι αυτό να γίνει έτσι ακριβώς - γρήγορα ξέσπαγαν σε παρακάλια. Και μετά τους έπιανε μια μεγαλόστομη οργή… και μετά ξανά παράπονα και παρακάλια. Εμείς όμως καταλαβαίναμε τι ζητούσε και τι ήθελε να πει, σαν να μιλάγαμε μια ξένη γλώσσα. Και τους κάναμε νοήματα πίσω από την πλάτη του. Και τους δείχναμε με τα χέρια κι ανοιγοκλείνοντας το στόμα αλλά αυτοί δεν κοιτούσαν πουθενά, άδειο ήτανε το βλέμμα και δεν ησύχαζε στιγμή, και του ‘δείχναν πια τα παιδιά τους που τα βάζανε μπροστά, κάτι άσχημα παιδιά… αλήθεια έκανε εντύπωση μεγάλη πόσο μοιάζαν των γονιών τους!
    Αλλά αυτός δεν στεκόταν πολύ, τράβαγε από πόρτα σε πόρτα και  παντού συνέβαιναν τα ίδια. Πήγε πια και έστησε το κρεβάτι του πίσω από την αγορά και έκτοτε είναι εκεί και περιμένει.
    Αυτό μόνο που κάπως μας ησυχάζει είναι ότι τις νύχτες πάνε και τον βρίσκουν 16χρονα παιδιά κι άνθρωποι που δεν ακούστηκαν ποτέ και κάθονται όλοι γύρω μέσα στη σιωπηλή και μισοσκότεινη Αγορά.

                                                                                                                          
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
                                                                    
Εμείς που για χρόνια σκύβαμε με προσμονή
ν’ ακούσουμε την επερχόμενη βουή πίσω απ’ τη σιωπή
τώρα που η αγαπημένη χώρα γονάτισε
και μες την αναταραχή και τους τριγμούς
και τον φόβο των γεγονότων που έρχονται
είναι αναγκασμένη να ξαναγεννηθεί μέσα από το ίδιο της το περίσσευμα
συναισθανόμενοι το βάθος της υπόθεσης
και τη δυσκολία του έργου με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπος ο λαός της
στήνουμε τ’ αυτί ν’ ακούσουμε τη σιωπή πίσω απ’ τη βουή.
                                                                                                                 
                                                                                                                       Β.Η.                                                                           

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Ο Δικός μου Προσωπικός Ρατσισμός



    Εγώ που περιπλανήθηκα για μια εποχή στα λιμάνια της Κεντρικής Αμερικής μπορούσα να ξεχωρίσω τους Έλληνες ναυτικούς από τόσο μακριά όσο έβλεπε το μάτι, από την κοψιά τους και τα σουσούμια τους. Από τον τρόπο που συναλλάσσονταν με τους ντόπιους και τον τρόπο που οι ντόπιοι τους αντιμετώπιζαν. Κανείς από τους ναυτικούς άλλων χωρών δεν ήξερε τα μυστήρια της ανθρώπινης συναλλαγής όσο αυτοί. Βυθισμένος μέσα στη ζέστη και την υγρασία των τροπικών, σε μέρη όπου αναμειγνύονταν μαύροι, πουτάνες, λιμανίσιοι και ναυτικοί, είχα την ευκαιρία να κάνω κάποιες μοναδικές παρατηρήσεις.

    Γνώριζαν που οδηγούσαν τα νυχτερινά λαγούμια. Τις απίθανες τρώγλες, το ντόπιο σύστημα εξουσίας και τους κώδικες συμπεριφοράς. Στο Puerto Barrios της Γουατεμάλας γλεντούσαν στο Cafesama, ένα γωνιακό μπαρ με ανοιχτές όλες τις πόρτες για να μπαίνει η νυχτερινή αύρα που αναδευόταν από ανεμιστήρες που κρέμονταν από ψηλές οροφές. Γυναίκες από όλες τις άκρες του Γαλαξία έφταναν ως αυτούς κι ενώ έγερναν μαζί τους ονειρεύονταν άλλες στη Βέρα Κρουζ και τη Μπραζίλια.
     Περιστοιχίζονταν διαρκώς από λούστρους, παιδάκια των Τροπικών που τους πλησίαζαν για το δίφραγκο και το παιχνίδι, που τους αγόραζαν ρούχα που τα ’παιρναν οι πατεράδες τους για να τα πουλήσουν κι έψαχναν να βρουν κασσέτες με ντόπια salsa για να γνωρίσουν τη μουσική ενός λαού για τον οποίο ένιωθαν συμπάθεια. Πλανόδιοι που μια φτηνή πραμάτεια ήταν η έξοδός τους στον κόσμο και  μοναδικός τους πόρος για να θρέψουν μια πολυπληθή φαμίλια, έβρισκαν σ’ αυτούς έναν συνεπή πελάτη. Μικροαπατεώνες, λαθρέμποροι συναλλάγματος και άγγελοι πεπτωκότες ήταν οι φιγούρες που συμπλήρωναν ένα αδιάκοπο θέατρο που αυτοί ήταν το κέντρο του.
    Πέρα σε μια έρημη γωνιά, Ολλανδοί ναύτες κάθονταν με τον καπετάνιο τους γύρω από ένα δάσος από άδεια μπουκάλια μπύρας μέσα σε μια βλοσυρότητα και φιλυποψία που απωθούσε κάθε ανθρώπινο πλησίασμα.
    Όταν ανέβαινες καλεσμένος στα καράβια έμενες έκπληκτος από την πειθαρχία, την καθαριότητα και την τάξη, που είχαν μια αύρα παλαιότητας που πήγαινε πολύ πίσω από το Υδραίικο Ναυτικό και έφτανε ίσως ως την ναυτική κυριαρχία της Ρόδου. Ένα σύστημα κανόνων που μετριαζόταν από μια αίσθηση φιλοξενίας κλασσική και ένα ενδιαφέρον αδιάπτωτο για το τι συμβαίνει στα ενδότερα της ηπείρου.
    Στο  Santo Tomas de Castillia, σκάλα του Barrios, είχαν τους δικούς τους ταξιτζήδες που μιλούσαν ελληνικά, μιας κι είχαν κάνει τα χρόνια τους στα ελληνικά καράβια. Και στο Puerto Cortes, το έρημο Cortes, της Ονδούρας πέρναγαν από το Café Vienna κάποιου Σπύρου από την Ικαρία που ήταν παντρεμένος με Ονδουρένια. Γνώριζαν πώς να ποικίλουν μια σκληρή ζωή στη θάλασσα με τις χαρές της ανθρώπινης επικοινωνίας και το ξεφάντωμα. Έτσι σιγουρεύτηκα για την ύπαρξη εθνικού χαρακτήρα.
    Και δεν μπορώ συνομιλώντας με έναν Εγγλέζο να ξεχάσω ότι είναι Εγγλέζος. Μου το υπενθυμίζει διαρκώς η αλαζονεία της προφοράς του και η κρυφή ροπή του προς την φαντασία -αυτό δηλαδή που έκανε τη Βρετανία μεγάλη… Ούτε μιλώντας με ένα Γερμανό μπορώ να αγνοήσω ότι είναι αθεράπευτα Γερμανός. Ούτε μιλώντας με ένα Μαύρο μπορώ να προσποιούμαι πως δεν βλέπω ότι είναι Αράπης. Μου το υπενθυμίζουν διαρκώς οι τρόποι του, οι κινήσεις του και το νεύρο του. Και χαίρομαι γι’ αυτό ενώ θα με απογοήτευε βαθιά το να βρεθώ μπροστά σε ένα Λευκό Νέγρο. Ένα κακομοίρη δηλαδή που μάταια προσπαθεί να ξεβάψει και να χωρέσει σε ένα κουστούμι. Και ενθουσιάζομαι νιώθοντας και δική μου την περηφάνια όταν ο James Brown διαλαλεί προς όλους ότι είναι αράπης. Το ίδιο και με ένα γύφτο, χαίρομαι την ξυπολησιά του και τον καημό του. Χαίρομαι που βρίσκομαι μπροστά σ’ ένα ζωντανό εχθρό του πολιτισμού μου. Κι αν παρ’ ελπίδα βρεθώ μπροστά σ’ έναν ενταγμένο και καλοβαλμένο εκπρόσωπο αυτού του είδους χαίρομαι όταν λάμψει από ένα πονηρό χαμόγελο το μάτι και αστράψει η γυφτιά! Να μιά ράτσα σκέφτομαι που δεν αφέθηκε να καταστραφεί από το σχολείο!

    Κατά μίαν έννοια λοιπόν, και για να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου, είμαι ρατσιστής: διακρίνω δηλαδή τις ράτσες κι εξετάζω τη γη, το χώμα που τις φτιάχνει. Όχι όμως με τον τρόπο που είναι οι Ναζήδες που σχετικά μ’ αυτά έχασαν το μέτρο και έφτιαξαν μιά φυλετική ιεραρχία βάζοντας τη δικιά τους ράτσα στην κορφή και τους εαυτούς τους στην κορφή της ράτσας τους. Γιατί αυτό ήταν μιά άπελπις προσπάθεια να ανταπεξέλθουν σε μια ανικανότητα και ένα αίσθημα κατωτερότητας που ήταν σχεδόν αναπηρία: την ανικανότητα της ανθρώπινης επαφής. Δηλαδή τον βαθύ τρόμο μπρος στην ισοτιμία! Kαι εν τέλει, τον φόβο για τη ζωή και το μίσος για αυτό που είναι οι άνθρωποι. Χρειάζονταν λοιπόν, για αυτή τους την ανικανότητα, μιαν αναπλήρωση· μια πατερίτσα και ένα εργαλείο.
    Ούτε όμως με τον τρόπο που είναι ρατσιστές οι Κινέζοι, γιατί, μη φανεί παράξενο, είναι ρατσιστές και οι Κινέζοι. Και όχι μόνο από τραύμα και σαν άμυνα από τον Πόλεμο του Οπίου και την εξέγερση των Boxers αλλά από μιά υπερβολική αιδώ, σχεδόν αίσθημα μειονεξίας, και ταυτόχρονα μιά θέληση για δύναμη.
    Ούτε με τον τρόπο που υπήρξαν ρατσιστές κάποιοι Μαύροι ρατσιστές στη δεκαετία του ’60, που ήταν αντανάκλαση και ανόητη αντεπίθεση στον κυρίαρχο λευκό ρατσισμό που πολεμούσαν.

    Εγώ είμαι άνθρωπος του παζαριού· που σημαίνει ότι, πίσω από κάθε μονολιθικό μηχανισμό, και εις πείσμα του, ξεχωρίζω πρόσωπα και ζυγίζω καταστάσεις. Ονειρεύομαι το τουρμπάνι να βαδίζει μαζί με το σκουφάκι. Μπορώ να είμαι και με τη μαντήλα, που αποκαλύπτει μόνο ό,τι πρέπει τούτη τη στιγμή να ειπωθεί, αφήνοντας τα υπόλοιπα σημαντικά για τη στιγμή που πρέπει. Είμαι άνθρωπος της αρχαίας Πόλης και της Αγοράς και ονειρεύτηκα το τεράστιο σκλαβοπάζαρο της Δήλου όταν σε μια στιγμή γίνονται όλοι λεύτεροι. Είμαι γέννημα της Πόλης, δηλαδή εμβριθής παρατηρητής της ανθρώπινης δεινότητας και τραγικότητας. Ό,τι μας χωρίζει είναι αυτό που μας ενώνει. Όπως ο άνθρωπος νοσταλγεί το οικείο έτσι νοσταλγεί και το ξένο.
    Ονειρεύομαι ότι όλοι οι λαοί προσέρχονται με τα στίγματα του πολιτισμού και της ράτσας τους στο δέρμα τους και ανταλλάσσουν ό,τι ανθρώπινο έχουν να ανταλλάξουν. Και μισώ τον πολιτισμικό χυλό που θέλει η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση να επιβάλλει με τη συνέργια της φιλάνθρωπης Αριστεράς. Αυτή την απίστευτη κατάτμηση- απονεύρωση-ουδετεροποίηση-μείξη-συσκευασία-πώληση.
    Ας είναι ο άντρας, άντρας και η γυναίκα, γυναίκα. Κλίνω το γόνυ μπρος στην πουτάνα και τον φονιά. Την πουτάνα και τον έρημο φονιά. Αναγνωρίζω την επαιτεία σαν αρχαίο επάγγελμα και σέβομαι τον κλέφτη που γνωρίζει μέτρο. Ας αφεθεί η απάτη ήσυχη στο ζωτικό της χώρο και η ασχήμια στον δικό της. 
    Ζητώ ο μαύρος να ’ναι μαύρος και ο άσπρος, άσπρος. Και ο κακός ας αφεθεί επιτέλους στην κακία του. Και το κακό να μπορεί να υπάρξει.
   
    ....κι ας είν’ καλά οι σκιές του μεγάλου σκονισμένου δρόμου.

                                                                                                                      Β.Η

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

Ιερός Άνεμος



https://youtu./1o32SF9EXco

 https://images.hellasjournal.com/2018/07/f1beae7b-mati-teliko2.mp4?_=2

\/https://images.hellasjournal.com/2018/07/0346d87b-mati-teliko.mp4?_=1

           

Θυμάστε τον άνεμο που σηκώθηκε στις 23 του Ιούλη στην Αθήνα και έπνεε με ταχύτητα 70 μιλίων την ώρα?  "Στις 17.15 δόθηκε εντολή στο ελικόπτερο της Πυροσβεστικής που συντόνιζε τις επίγειες δυνάμεις στο μέτωπο της φωτιάς στην Κινέττα, να μετακινηθεί προς την περιοχή Νταού Πεντέλης για να ελέγξει τα δεδομένα της νέας φωτιάς από αέρος. Το ελικόπτερο έφτασε πάνω από την περιοχή στις 17.40 όταν οι φλόγες είχαν περάσει από το Λύρειο Ίδρυμα και πλησίαζαν προς τα πρώτα απομονωμένα σπίτια του Νέου Βουτζά. Μέσα σε 5’ το ελικόπτερο ενημέρωσε μέσω ασυρμάτου το Κέντρο Επιχειρήσεων στο Χαλάνδρι για την εικόνα που είχε και προειδοποίησε ότι το μέτωπο κινείται με σταθερή κατεύθυνση προς τον οικισμό και είναι καθοδικό προς την λεωφόρο Μαραθώνος. Η πτήση αυτή του ελικοπτέρου διήρκεσε 25’. Κατά τη διάρκεια αυτών των λεπτών οι εκτιμήσεις για το πώς εξελίσσεται η φωτιά δεν άλλαξαν.
Την ίδια ώρα στο Κέντρο Επιχειρήσεων φαίνεται ότι οι εκεί αρμόδιοι εξακολουθούσαν να έχουν μια εντελώς λανθασμένη εικόνα για την κατάσταση που επικρατούσε στην ευρύτερη περιοχή του Νέου Βουτζά. Εζητείτο η αποστολή βαρέων μηχανημάτων για την διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών σε διάφορα σημεία και αναφερόταν ότι η κατεύθυνση της πυρκαγιάς ήταν από την Καλλιτεχνούπολη προς τη Διώνη. Όλα αυτά, την ώρα που το μέτωπο μεγάλωνε και κατευθυνόταν προς τη λεωφόρο Μαραθώνος. Σύμφωνα με την αναφορά των αστυνομικών της Τροχαίας, η φωτιά πέρασε πάνω από τη λεωφόρο και «χτύπησε» το Μάτι στις 18.25."

Μικροί ιδιωτικοί παράδεισοι παραδόθηκαν στη μαινόμενη κόλαση. 90 άνθρωποι χάθηκαν αγωνιζόμενοι να ξεφύγουν από τον καπνό και τις φλόγες ή παλεύοντας για τη ζωή τους μέσα σε μια θάλασσα που την σάρωνε η πύρινη ανάσα που 'ρχότανε απ' τη στεριά. Ο άνεμος κόπασε ξαφνικά τη νύχτα όταν η φωτιά είχε κατακάψει τα πάντα και δεν απόμεναν παρά καπνίζοντα ερείπια, απανθρακωμένα δένδρα και οι επικλήσεις των ζωντανών προς όσους είχαν πεθάνει.

                                           …………………......



Πέρασαν μέρες. Μαζί μ’ όλη την Ελλάδα παρακολούθησα το δράμα. Ας είμαι μακριά, θαμμένος σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο. Μέρα με την μέρα, κάπως άρχιζε να καταλαγιάζει ο θόρυβος, να καταχωνιάζεται το γεγονός. Ακόμα όμως διασταυρώναμε βλέμματα αμίλητοι, σαν να 'μαστε μια μεγάλη οικογένεια... ακόμα απόμεναν στο μάγουλό μας οι κόκκινες δαχτυλιές απ’ το χαστούκι.
Περασμένες 1 τη νύχτα, τελειώνω τη δουλειά και περνάω πέρα απ’ τις πισίνες να πάρω μια μπάλλα παγωτό από την κρεπερί που κλείνει στις 2 ακριβώς. Βρίσκω τις δυο κοπέλες που δουλεύουν τούτη την ώρα της νυχτιάς, μια Αλβανίδα και μια Ελληνίδα, εξοντωμένες. Βδομάδες έχουνε να πάρουνε ρεπό!
    -Δεν έχω τη δύναμη να σηκωθώ να κλείσω, μου λέει η Αλβανίδα, κι αύριο είμαι πρωινή. Θα μπορούσε να με πάρει ο ύπνος εδώ να, μα όταν πάω σπίτι δεν μπορώ να κοιμηθώ. Τα πρωινά με σπρώχνει ο άντρας μου να σηκωθώ…
    -Δεν μπορώ να τους βλέπω πια, μου κάνει η μικρή Ελληνίδα που κάθεται κατάκοπη σε ένα χαμηλό σκαμνί. Τρώνε συνεχώς. Το πρωί, προτού ανοίξουμε, 9 παρά τρία λεπτά, σπρώχνουν τις πόρτες, τις τζαμαρίες, για να μπουν! Έρχονται από παντού! Σαν τις κατσαρίδες!
    - Α, μάλιστα! Μα εδώ που τα λέμε, η ίδια η διαδικασία του φαγητού είναι αποτρόπαιη, αποφαίνομαι εγώ. Κι αρχίζω να απαγγέλλω όσο θυμάμαι, Ελία Καννέτι από το φοβερό «Μάζα και Εξουσία» που διάβασα λίγα χρόνια πριν: Ο θηρευτής καταδιώκει το θήραμα, το προλαβαίνει και το άτυχο ζώο βρίσκεται μπρος στο ανοιχτό στόμα, στη φοβερή μπόκα! Ύστερα το δάγκωμα, ύστερα το ξέσκισμα και αρχίζει η διαδικασία της κατάποσης. Αυτό που ήταν μια ανεξάρτητη ζωή χάνεται σιγά-σιγά μέσα σε ένα στόμα. Καταλήγει να γίνει αντικείμενο πέψης. Όλα του τα στοιχεία, όλη του η ουσία, περνάνε μέσα από το πεπτικό σύστημα ενος άλλου. Όλα του τα κύτταρα αφομοιώνονται από ξένα κύτταρα και καταλήγει να γίνει μέρος κάποιου άλλου. Μαζί και τα μικρόβια που κουβαλούσε στον οργανισμό του. Αυτά που πιθανώς θα ξεκάνουν και τον θηρευτή τον ίδιο!  Ό,τι δεν χρειάζεται στον θηρευτή αποβάλλεται.
    -Σταμάτα! φωνάζει η Ελληνίδα
    -Ακόμα και ένα μαϊντανό, έναν άνηθο να φας δεν παύει να ήταν ένα ωραίο, αμέριμνο φυτό που καταλήγει άμορφη τροφή. Ακόμα και το χέρι που απλώνεται ανοιχτό να αρπάξει και μετά κλείνει τελεσίδικα και φέρνει στο στόμα -συνεχίζω απτόητος- είναι και αυτό σαν ένα στόμα!
    -Σταμάτα, φωνάζει γελώντας η μικρόσωμη Ελληνίδα. Δεν θα μπορέσω να ξαναφάω!
    Όταν βλέπω τους άλλους να τρώνε κάνω τέτοιες σκέψεις τώρα τελευταία. Πότε νοιώθω αηδία, πότε φόβο. Κι όταν τρώω εγώ, καμμιά φορά ντρέπομαι.

    Ενώ τελειώνει η ρητορεία μου ακούω έναν επαναλαμβανόμενο ξερό κρότο. Είναι η Αλβανίδα που μαζεύοντας το κουράγιο της έχει σηκωθεί και παίρνει τα αλουμινένια λεκανάκια με τα φρέσκα λαχανικά και τα αδειάζει. Έχει σύρει δίπλα της μια τεράστια μαύρη σακούλα σκουπιδιών την κρατάει ανοιχτή- άλλη φοβερή μπόκα και αυτή, σα στόμα ανοιχτό! 'Ενα-ένα τα χτυπάει στην κόχη για να ξεκολλάνε από τον πάτο και ψιλοκομμένο μαρουλάκι, ντομάτες, κρεμμύδια, φρεσκοκομμένη καταπράσινη πιπεριά, όλα τα παίρνει η καταβόθρα, τα καταπίνει το σκοτάδι της μαύρης πλαστικής σακκούλας.
    -Τι κάνεις εκεί? 
    -Α, αυτά δεν σερβίρονται αύριο!
    -…καλά, αλλά εδώ δίπλα, στην πλατεία, έχει έναν άστεγο. Βάλε τα σ’ ένα ταπεράκι και πήγαινέ τα, λέω οργίλα και βραχνιασμένα προσπαθώντας να διασωθώ.
    -Σοβαρολογείτε? Να με δούνε και να πουν πως βγάζω φαγητό από το ξενοδοχείο?
    Αμ πώς! Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να δωρίζει την τροφή. Πέφτει η Τιμή του. Ούτε η Δημοκρατία μας μπορεί να παραδεχτεί ανοιχτά την ύπαρξη φτωχών. Και υπάρχει επιχείρημα ισότιμο με κάθε άλλο επιχείρημα για το κάθε τι.

     Άναυδος στέκομαι μπρος σε τέτοια οντολογική ασέβεια! Είχα ακούσει για τα φαγητά που πετιούνται στις πίσω αυλές της τουριστικής Ελλάδας… εκεί που κανένας τουρίστας δεν πατάει. Όμως είναι άλλο να 'σαι εκεί και να το βλέπεις να συμβαίνει μπροστά στα μάτια σου! Είναι σαν ν’ αδειάζουνε νεκρούς σε ομαδικό τάφο!   


Ένοιωσα να πνίγομαι. Και μετά -με φωνή  ανάμεσα σε κόασμα και βόγκο- ξέσπασα: Είμαστε τελειωμένοι! Καταλαβαίνετε τώρα γιατί κάηκε το Μάτι? Ε? Καταλάβατε γιατί κάηκε το Μάτι?

Γύρισα κι έφυγα γύρω απ’ τις πισίνες.
Κοιμήθηκα άσχημα.

                                         ……………………………


Την άλλη μέρα, το απομεσήμερο, μπαίνοντας στο ξενοδοχείο, πέφτω πάνω σε μια καθαρίστρια που έχουμε μερικές φορές κάτι κουβέντες.
    -Ξέρεις τι έγινε χθες στην κρεπερί?...
    -Αα! Έτσι ε? γελάει, και πού να δεις τι γίνεται κάθε βράδυ στις κουζίνες! Ολόκληρα ταψιά με τυρόπιττες και σπανακόπιττες, που λείπουν δυο τρία κομμάτια, αδειάζονται στους κάδους! Χαμογελάει σαρδώνεια και το μάτι της, ένα ιωνικό μάτι όλο σπιρτάδα, το γλεντάει κανονικά. Της δηλώνω ότι για αυτό κάηκε το Μάτι και κάνω παύση. «Α, βέβαια!» μου κάνει δίχως δισταγμό.
    -Κοίτα, συνεχίζει, εμείς στα σπίτια μας, τι το κάνουμε το φαΐ? Το σκεπάζουμε με ένα σελοφάν, το βάζουμε στο ψυγείο και το δίνουμε στα παιδιά μας την επομένη. Εδώ δεν μπορούνε να το κάνουνε αυτό? Κρίμα δεν είναι?
    -Αα! αναφωνώ, εδώ μπαίνει όμως και ένα άλλο θέμα: Ποιος ταΐζει τα ξένα παιδιά καλύτερα απ’ τα δικά του?
    Με κοιτά όλο προσμονή, τα μάτια της σχεδόν ανοιγοκλείνουν σαν alarm  αυτοκινήτου. -"Καμμιά αμφιβολία: ο δούλος, τα παιδιά του αφέντη. Άρα... μπαίνει κι ένα θέμα δουλικότητας. Δουλοπαροικίας! Το καταλαβαίνεις?"
    -Αμέε! μου κάνει και φεύγει φουριόζα.

                                           …………………………….

    Καθώς απομακρυνόμαστε από την πυρκαγιά στην Ανατολική Αττική, και μικρογεγονότα έρχονται πάνω σ’ άλλα μικρογεγονότα, αρχίζουμε να ξεχνάμε, κάνουμε λίγο και το χαζό, είναι απαραίτητο, αλλά είναι στιγμές που σε κάτι γωνίες βρίσκεις στάχτη… Κι ακόμα χειρότερα, κάτι στην ατμόσφαιρα δείχνει ότι άλλαξε το φως.

    Και υπάρχει η πάνδημη αίσθηση ότι κάτι κακό έχει συντελεστεί που έχει χαραχτήρα χρησμού. Ότι απέναντι στο επερχόμενο είμαστε αδύναμοι και παραλυμένοι όπως, την ύστατη στιγμή, παραλυμένο είναι το θύμα μπρος στο ανοιχτό στόμα. Και επιπλέον, όπως την στιγμή εκείνη ο εγκέφαλος των έμβιων όντων δίνει εντολή να εκχυθεί στο αίμα ουσία δραστική σαν το δυνατότερο παραισθησιογόνο για να πραϋνθεί ο πόνος και ο τρόμος, κάθε είδους παλαβομάρα ακούστηκε για την καταστροφή αντί του να ειπωθεί ξερά ότι, αφού κάθε είδους Νόμος θεϊκός ή ανθρώπινος έχει παραβιαστεί, ήτανε αναμενόμενη κι ερχόταν από πολύ μακριά. 

    …έχει ατονήσει η δραστηριότητά μου σε τούτες τις σελίδες
Σκέφτομαι τον Samuel BeckettΤο γράψιμο δεν γίνεται ευκολότερο, αλλά δυσκολότερο για μένα. Κάθε λέξη είναι σαν ένας άχρηστος λεκές στη σιωπή και στο τίποτα. Ο Δημόκριτος χάραξε τον δρόμο: «Το μηδέν είναι περισσότερο από το τίποτα».

Και αρχίζω να καταλαβαίνω τον Αντόρνο που είπε πως δεν υπάρχει ποίηση μετά το Άουσβιτς.
Δεν έχω όρεξη να γράψω, δεν μου κάνει κέφι να ταΐζω αυτό το μπλογκ. Δεν μου δίνει χαρά η αναζήτηση των λέξεων. Σαν να αποζητάω τη Σιωπή. Ποιος ο λόγος να κοπιάσω για να φτιάξω ένα κομψό κείμενο? Μου φαίνεται απλά κομψευόμενο. Η Φωτιά τα είπε καλύτερα! 

                                                                      Β.Η

Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

Περσέπολις




                                                   (Την έκαψε ο Αλέξανδρος το 333 π.Χ)

    Μες το αποκάρωμα του μεσημεριού κάθομαι στο καβαλέτο, στο πόστο μου στο ξενοδοχείο, και δουλεύω. Οι τουρίστες είναι έξω στον ήλιο, στα γρασίδια, στις ξαπλώστρες. Κάτω από τον ήχο μιας ανέμελης Καραϊβικής τζαζ που έρχεται απ’ το μπαρ (ναι, η Καραϊβική στεφάνωσε για πάντα τον τουρισμό) ακούω πίσω μου το ανεπαίσθητο σούρσιμο της σφουγγαρίστρας που πλησιάζει πάνω στα μαρμαρένια δάπεδα. Ξέρω ότι είναι η κυρία Μαρία από την Μολδαβία, μια ηλικιωμένη με βαρύ σκελετό, πρόσωπο σαν τετράγωνο κομμάτι βράχου και γαλάζια σκιστά μάτια- μεταλλικό Ασιατικό γαλάζιο που φτιάχτηκε αργά-αργά από εκτεταμένους ορίζοντες· σλάβικη απεραντοσύνη. Πλάσμα της σιωπής, έρχεται πάντα την ίδια ώρα- την ώρα της πιο βαθιάς ησυχίας ακολουθώντας μια απαράκαμπτη τροχιά. Μα και μερικές φορές, που περνάει δίπλα μου με τον κουβά, μέσα στα βραδινά πλήθη που πάνε κι έρχονται είναι πάντα σιωπηλή και είναι σαν να διαχέεται γύρω της η σιωπή -αυτή τη σιωπή που απλώνουν γύρω τους εκείνοι που είναι παντελώς ξένοι σ’ οτιδήποτε τους περιτριγυρίζει. Νοιώθω έναν ανεξήγητο σεβασμό για το πρόσωπο αυτό και την αποκαλώ πάντα, κυρία Μαρία, ποτέ Μαρία ή κυρά-Μαρία.

Παίρνω τον καφέ μου και βγαίνω έξω στον κήπο να καπνίσω.
-Πώς ήταν η ζωή στη Μολδαβία κυρία Μαρία?
Έβαλε την σφουγγαρίστρα μες τον κουβά, στηρίχτηκε στο κοντάρι και κοίταξε πέρα.
«Μπορούσες να ταξιδέψεις σ’ όλη την Σοβιετική Ένωση και να βρεις δουλειά οπουδήποτε. Αμέσως σου έδιναν σπίτι, δεν πλήρωνες σχολείο για τα παιδιά, ούτε παιδικό σταθμό, ούτε νοσοκομεία και γιατρούς. Δεν ήταν δύσκολη η ζωή ούτε φοβόσουνα για τίποτα. Ήταν μια καλή ζωή! Μετά, ξαφνικά μια μέρα, έκλεισαν οι τράπεζες και όταν ξανάνοιξαν είχαμε χάσει όλα μας τα λεφτά. Εγώ ήμουνα δασκάλα και είχα φτάσει στον βαθμό της διευθύντριας. Έχασα όλες μου τις οικονομίες, λεφτά που είχα μαζέψει για να παντρέψω τις κόρες μου. Αυτά γίνανε το 1990.
    Τότε ήταν που αρχίσαμε να πληρώνουμε νοίκι για τα σπίτια μας. Μετά αρχίσαμε να πληρώνουμε τους γιατρούς και τα νοσοκομεία. Ακρίβυνε το νερό και το ηλεκτρικό και το νοίκι ανέβαινε κάθε χρόνο. Σιγά-σιγά άρχισε η ανεργία. Χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν χωρίς δουλειά. Πιο πολύ υπέφεραν οι άντρες. Όσοι συνέχισαν να δουλεύουν δεν τους έδιναν λεφτά. Τους πλήρωναν με βότκα.»

-Δεν ξέρω… οι άντρες είναι πιο ευαίσθητοι. Εμείς οι γυναίκες είμαστε πιο δυνατές. Πιο… πώς να το πω, υπομονετικές.
-Καρτερικές!
-Ν…ναι… Τι θα πει αυτό?
-Καρτερία… Να! Λυγίζεις μα δε σπας! Πολύ καλό πράγμα! Συνήθως το έχουν οι γυναίκες.
-Ναι, μπορεί… αυτό! Ή ίσως, η δουλειά είναι πολύ σημαντική για τον άνδρα. Άμα τη χάσει κάτι σπάει μέσα του. Για μας τις γυναίκες το πιο σημαντικό είναι τα παιδιά. Άμα ο άνδρας χάσει τη δουλειά είναι σα να χάσει η γυναίκα ένα παιδί.

    «Άντεξα 5 χρόνια. Με βοήθησε και η μητέρα μου… Έπειτα, εμείς στη Μολδαβία είμαστε αγρότες. Παστώναμε το  χοιρινό, φτιάχναμε τουρσιά, μαρμελάδες, κρατούσαμε τη ντομάτα, μέσα σε γυάλινα βαζάκια… μελιτζανάκι… φτιάχναμε μακαρόνια, είχαμε αλεύρια, ζυμώναμε ψωμί… Έτσι κρατήσαμε 5 χρόνια. Το 1995 δεν άντεχα άλλο και πήρα τον δρόμο. Υπήρχανε  γραφεία ελληνικά στη Μολδαβία που στέλνανε γυναίκες στην Ελλάδα.
  
    Στη Θεσσαλονίκη έπαθα σοκ! Όταν έφτασα, κατέβηκα από το λεωφορείο στο ΚΤΕΛ, να πάρω φρούτα και νερό. Μάνα, τι πλούτος ήταν αυτός! Παντού μάρμαρα! Κατάλευκα, πεντακάθαρα! Στις τουαλέτες όλα καθαρά, ζεστό νερό, χαρτί τουαλέτας, σαπούνι… Μάρμαρα παντού… Τέτοια πολυτέλεια δεν την είχα φανταστεί! Είναι δυνατόν να υπάρχει μάρμαρο παντού? Τέτοια ομορφιά! Σε μας ήταν όλα σκοτεινά. Φως δεν υπήρχε πια στους δρόμους. Όταν έπεφτε η νύχτα έβγαιναν οι συμμορίες και ‘μεις κλεινόμασταν μέσα.»
   
    Είναι απομεσήμερο, ντάλα καλοκαίρι, η πιο σκληρή ώρα, το φως είναι μυστηριώδες και σκοτεινό. Ξέρω ότι -όπως το μεσονύκτι- είναι η ώρα των εκμυστηρεύσεων εδώ στον Νότο. Μόνο που τώρα η ερημιά σαρώνει.

    -Πώς σου φέρθηκε ο κόσμος εδώ στην Ελλάδα?
    Έστυψε τη σφουγγαρίστρα, στηρίχτηκε ξανά στο κοντάρι και κοίταξε πέρα…
    -Ήρθα κατευθείαν στη Ρόδο. Τον πρώτο καιρό δούλεψα σε μια κυρία. 4μιση μήνες. Δεν με πλήρωσε ούτε μια φορά. Όταν παραπονέθηκα είπε ότι θα φωνάξει την αστυνομία… σου λέω: δεν υπάρχει καλύτερο μέρος απ’ τον τόπο σου!

    «Το ’99 πήγα πίσω για πρώτη φορά. Πήγα με αεροπλάνο. Το 2009 χρειάστηκε να ξαναπάω για τη μητέρα μου. Ήταν ακριβά τα ναύλα και πήγα αεροπορικώς στη Θεσσαλονίκη κι από εκεί έβγαλα εισιτήριο με λεωφορείο για πάνω. Τότε έπαθα, ας πούμε… δεύτερο σοκ! Όλα βρώμικα! Παρατημένα! Σπασμένοι καθρέφτες, καμένες λάμπες, έκλεβαν ως τα σαπούνια και το χαρτί από τις δημόσιες τουαλέτες, διαλυμένα παγκάκια… Τι συμβαίνει εδώ? είπα μέσα μου…»
    -Α χα! Το βλέπεις ε? Έρχεται κι εδώ, κάνω με σαρδόνιο χαμόγελο!
    -Ναι.
    -Το βλέπεις κι εσύ ε, δεν το βλέπεις? επιμένω και νοιώθω μια κρυφή υστερία στη φωνή μου.
    - Ναι, ναι, έρχεται κι εδώ, επαναλαμβάνει ρίχνοντας μου μια γρήγορη ματιά.
    - Πέρυσι, πήγα για μια βδομάδα στην Αθήνα, διακοπές. Έχω μια παλιά φίλη, μένει κάτω από την Πατησίων, στην Αριστοτέλους…
    -Αα!
    -Είχαμε βάλει κάτι να φάμε αργά το βράδυ και ξεσηκώθηκα να κατέβω στο μινι-μάρκετ να πάρω ψωμί: «Κάτσε κάτω! Φάε χωρίς ψωμί… δεν βγαίνουμε τη νύχτα έξω! Εδώ δεν είναι Ρόδος!» …Ναι, σιγά-σιγά έρχεται κι εδώ! 

    -Και δε μού λες, έχει φτιάξει καθόλου η κατάσταση τώρα στη Μολδαβία?
    -Μπα… ούτε και πρόκειται να φτιάξει!
    -Καλά γιατί δεν αντισταθήκατε καθόλου όταν άρχισε η διάλυση?
    -Τι να κάναμε δηλαδή?
    -Δεν ξέρω… να βγείτε στον δρόμο… να φωνάξετε.
    - Κοίτα, είναι πολύ μικρή χώρα η Μολδαβία. Εδώ, η Ελλάδα είναι πλούσια, έχει δύναμη. Εμείς ακολουθήσαμε εκεί που πήγαν και οι άλλοι.
    Παίρνω τον καφέ μου και βαδίζω προς το καβαλέτο μες τις σκέψεις μου… «τι μαθαίνει κανείς από έναν άνθρωπο που μιλά χωρίς ιδεολογία!»

   Τι χώρες κι αυτές! Η Σοβιετική Ένωση! Μυθική χώρα! Σαν την παλιά Γιουγκοσλαβία. Ποτέ δεν τις συμπάθησα στ’ αλήθεια. Ξαφνικά μού ‘ρχεται μια θύμηση: Λίγα χρόνια πριν, καθόμαστε, περασμένα μεσάνυχτα, τρεις φίλοι σ’ ένα μπαράκι στην Καλλιδρομίου. Έχουν απομείνει ακόμα δύο τύποι στην άκρη του μπαρ που σιωπηλοί πίνουν όλο το βράδυ. Πρέπει να ‘χουν παρακολουθήσει μεγάλα κομμάτια από την συζήτησή μας, πρέπει ακόμα να ειπώθηκε κάποιο φαρμακερό σχόλιο «για τη φύση του Σοβιετικού καθεστώτος» και αυτό ήταν η «σταγόνα» για τον έναν απ’ αυτούς: «Ε, ακούστε εδώ…» έκανε με στεντόρεια φωνή… και μας συστήθηκε σαν «ομογενής από Ρωσία» που είχε 15 χρόνια στην Ελλάδα. Τρικούβερτος άναψε ο καυγάς με τον έναν από μας για τον οποίο οι σταλινικοί είναι «κόκκινο πανί». Κάποια στιγμή ο άνθρωπος έκανε πίσω και με χαμηλωμένη φωνή ακούστηκε να λέει, «εγώ είμαι παιδί της Σοβιετικής Ένωσης…» φράση που ουδόλως πτόησε τον αντίπαλό του αλλά εγώ έκανα μώκο λαβωμένος από τον πόνο και την νοσταλγία που έκρυβαν αυτά τα λόγια.

    Και τότε, γιατί δεν αντιστάθηκαν, αναρωτιέμαι ξανά...Όταν οι διευθυντές των εργοστασίων γίνονταν, εν μια νυκτί, ιδιοκτήτες των εργοστασίων. Όταν οι κομματικοί γίνονταν ακριβοπληρωμένα στελέχη του νέου καθεστώτος. Το ερώτημα παραμένει και δεν μου αρκεί η απάντηση της καθαρίστριας.
    «Ήταν εφησυχασμένοι. Δεν είχαν τις κοινωνικές οργανώσεις…» πιστεύει ο φίλος μου ο Σ. Μα πώς είναι δυνατόν να είναι εφησυχασμένος ο οδηγός ενός αυτοκινήτου? ρωτώ κι εγώ τον εαυτό μου. Οι επιβάτες, ναι! Αυτοί μπορούν να εφησυχάζουν. Άρα… επιβάτες ήτανε οι άνθρωποι, της «σοσιαλιστικής πατρίδας» και της Ιστορίας! Και οι οδηγοί? Α, εδώ πλησιάζουμε κάτι ακανθώδες: Τούτοι εδώ είναι οι ισχυροί του κόσμου με το τσαγανό και το περίσσιο θράσος, που μαζεύουν πλούτο άτακτο, όλο περιφρόνηση, κι όταν το παρακάνουν και ξεσηκωθεί ο κόσμος κρύβονται για 70 χρόνια πίσω από μια κομματική ταυτότητα, σε ένα άχρωμο γραφείο (αρκούμενοι στη χαρά της «οργάνωσης των άλλων») κι όταν ξανάρθει η ώρα, πετώντας την προβιά φαίνεται ο άκαμπτος λαιμός του λύκου κι αρχίζουν το φρικαλέο γιουρούσι!

    Άλυτο φαίνεται το κοινωνικό πρόβλημα αν το δεις με όρους φυσικής επιλογής. Από τη μια οι λίγοι συνασπισμένοι ισχυροί, με συνείδηση του ρόλου τους, κι από την άλλη οι πολλοί κι ασύντακτοι, αδύναμοι, με το μυαλό γεμάτο φουσκί!  Αν βάλεις όμως μέσα στο πρόβλημα και τον όρο συνείδηση και τη δημιουργία θεσμών και αποτρεπτικών μηχανισμών… ε, τότε ναι, μπορεί να υπάρχει κάποιο φως! Α, και το «όπλο πάντα παρά πόδας!»

    Δεκαετίες τώρα, το’ χω το πρόβλημα μέσα μου λυμένο. Εννοώ το πρόβλημα των δύο κόσμων-όψεων του καπιταλισμού. Εδώ στη Δύση έχουμε να κάνουμε με τη «μαγεία» του και το αντιφέγγισμα των πολλαπλών κατόπτρων. Τα φωσφορικά φαινόμενα. Κοντολογίς, την διαβρωτική τρέλλα! Στην Ανατολή, το πρόβλημα ήτανε πιο καθαρό- εκεί ήταν ένα βήμα απ’ την αλήθεια: είχαν αρπάξει τον έμπορο από τους γιακάδες, δεν είχανε παρά να μπούνε μέσα στα γραφεία και να τραβήξουνε επίσης τους Διευθυντές και τους κομματικούς έξω στις μηχανές. Και να φτιάξουν ύστερα μεγάλα δρύινα τραπέζια για τις συσκέψεις τους και τα γλέντια! Μετά, δεν έμενε παρά να ανοίγουνε τα κλειδωμένα γραφεία σε επετείους: φριχτά μνημεία μιας αρχαίας ανελεύθερης ζωής! Όχι ότι δεν προσπαθήσαν εκεί οι λαοί -ο καθένας με τη σειρά του- αλλά μάταια ματώσαν. Έπειτα έκαναν υποστροφή. Κι επέσαν στα χειρότερα, στην αγκαλιά των μαυλιστών Εμπόρων!
    Και μου φαίνεται πως όλες χώρες τώρα μπήκαν στον μακρύ «Διάδρομο του Θανάτου», στο χαμηλοτάβανο θανατερό λαγούμι που οδηγεί στο Θυσιαστήριο. Μερικές συντρίβονται κανονικά με πόλεμο κι άλλες δίχως να πέσει ντουφεκιά. Σπάζεται ο σκελετός τους, με κρούση ή συνεχή πίεση καταρρέουν οι μπετοκολόνες μες τον μπουχό τη σκόνη. Έπειτα με όλους τους κανόνες και τα τερτίπια, πανηγυρικά, αρχίζει η λεηλασία. Και οι άλλες, οι αναπτυγμένες, οι «ευνομούμενες» και καλά οργανωμένες καταστρέφονται κι αυτές. Όμως αλλοιώς: ξηλώνεται η ύφανσή τους από μέσα, κι ας μοιάζουν με κοτζάμ σπίτια που στέκουν μια χαρά. Αργά-αργά καίγονται εσωτερικά. Χωνεύει από μέσα η φωτιά ό,τι αρπάζει πρώτα, τις κάσες από τις πόρτες, τα πλαστικά και τα χαλιά αλλά ακόμα δεν έχει φτάσει στις κουρτίνες. Τούτες δω μου φαίνονται και οι πιο τραγικές πατρίδες. Πεθαίνουνε χαμογελώντας μη αντέχοντας την «οργανωμένη ευτυχία». Χάνονται κι οι άλλες, οι μικρές «προσωπικές» πατρίδες: οι απόμερες ψυχικές φωλιές - άγριο μπότζι δοκιμάζει την ανθρώπινη καρδιά. Κι ερημώνουνε τα σπίτια, γεμίζουν οι δρόμοι ανθρώπινα κοπάδια!

    Κι εγώ, πολίτης της… Άλλης Χώρας, εξόριστος στον Αιώνα μου! Παράξενη Μοίρα μ’ έρριξε σ’ αυτό το ξενοδοχείο… Διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας με τούτη τη γυναίκα και τριγυρνώντας στα καμένα ανασκαλεύω στάχτες… αν είναι να διαλυθούν οι  χώρες, καλώς να διαλυθούνε αν είναι να φτιαχτεί η άλλη· Πατρίδα του Ανθρώπου!
                                               ………………………………

    -Θα ‘χεις διαβάσει τα «Παιδικά Χρόνια» του Γκόργκυ? Τις αναμνήσεις του από την προεπαναστατική Ρωσσία, της κάνω ένα άλλο μεσημέρι. Θυμάσαι εκεί που ο μικρός περιγράφει τη στιγμή του αποχαιρετισμού με τον γέρο-Χημικό, έναν από τους πλάνητες που μάζευε στην κουζίνα της η φοβερή γιαγιά και τον διώχνει ό άτεγκτος παππούς γιατί δεν μπορεί να πληρώσει το νοίκι της κάμαρας στη σοφίτα? «Έτσι τέλειωσε η φιλία μου με έναν από ’κείνους τους ξένους που γύρναγαν τη Ρωσσία, τους καλύτερους ανθρώπους σ’ αυτή την χώρα!» καταλήγει ο μικρός Γκόργκυ.
    - Α, διαβάζεις! Και μια γαλάζια λάμψη άστραψε στο βλέμμα της.
    -Θυμάσαι κι εκεί που ο παππούς τού διηγείται πώς πήγε με το ποταμόπλοιο και τους υλοτόμους, όταν ήταν νέος, να κόψουνε ξυλεία? Δάση, ατέλειωτα δάση, απλώνονταν από τον Βόλγα έως τα Ουράλια… «και ο επιστάτης, ένα βράδυ στη φωτιά, πέταξε το καπέλο του στο χώμα και άρχισε να φωνάζει: Βαρέθηκα να σας διευθύνω και να σας φροντίζω! βαρέθηκα να σας υπηρετώ! Θα φύγω! -Πού θα πας? -Στα δάση! …Σκεφτήκαμε να τον βάλουμε κάτω και να τον δέσουμε, έτσι που έκαμε σαν τρελλός αλλά τον σεβαστήκαμε. Έφυγε πριν την αυγή. Τις επόμενες μέρες μάς φύγαν άλλοι εφτά! Να τι μας έκαναν τα δάση!» -Θυμάσαι κυρία Μαρία?
    Όπως μ’ άκουε με σκυμμένο το κεφάλι, μίλησε ρώσσικα. Λέξεις άρχισαν να κυλούν από το στόμα της, μια-μια στην αρχή, αργά κι ύστερα όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, ένας βαθύσκιωτος χείμαρρος από ήχους που ‘χαν έναν ρυθμό βαθύ και επίσημο και στο πιο ψηλό ανέβασμα ξαφνικά κόπηκε.
    -Τι είναι αυτό?
    -Σάσσα! Αλέξανδρος Πούσκιν!
    -Τι λέει?
    -Για το χώμα! Τη γη! Το καλοκαίρι ο κάμπος σκόνη, μετά με τις βροχές έρχεται η λάσπη και το χειμώνα το χιόνι. Η Σιωπή. Είναι πλατιά η δικιά μας γη και τα ποτάμια κυλούν αργά. Έχουμε και ‘μεις τον Δνείστερο. Η Υπερδνειστερία είναι η δική μου η πατρίδα!
 
                                             ………………………..

    -Δεν μου λες κυρία Μαρία: Με ποιόν είσαι σήμερα στο Μουντιάλ, που παίζει Ρωσσία-Σουηδία? Με τη Ρωσσία? Την ρωτώ χαμογελώντας, ύστερα από μερικές μέρες. Από μέσα, το μεγάλο μπαρ, και από τα άλλα μπαρ στα γύρω ξενοδοχεία, μπροστά στις μεγάλες οθόνες plasma, πλήθη τηλεθεατών καθηλωμένα, έκθετα στο μεγάλο Θέαμα «που ανεμίζει πάνω απ’ τα κεφάλια τους», ξεσπούν σε ζητωκραυγές και επιφωνήματα απογοήτευσης και ανακούφισης. Γκολ «πέφτουνε» και γκολ χάνονται. Ο μυκηθμός του πλήθους, σαν στεναγμός μεγάλου ζώου που το τσιγκλάν με την βουκέντρα και το καθίζουν στα πίσω πόδια με την προσμονή και το μαστίγιο, σκεπάζει κατά κύματα τη συζήτησή μας.
    -Α, ναι, μου λέει, έχει καλή ομάδα!
    -Την αγαπάς τη Ρωσσία, ε, κυρία Μαρία?
    Με κοιτάζει με στοχαστικό μάτι χαμογελώντας ελαφρά: Α, βέβαια, μου κάνει: Μάατ Ρασσία! Μητέρα Ρωσσία!
                                             ………………………….

    Περιεργάζομαι αυτόν τον άνθρωπο που διατρέχει χιλιόμετρα κάθε σαιζόν μέσα στο ξενοδοχείο, σε μια τεθλασμένη πορεία, με τη σφουγγαρίστρα πάντα μπροστά, που αδειάζει κουβάδες σκουπιδιών, που καθαρίζει τουαλέτες, που, με το walkie-talkie στη ζώνη, τρέχει παντού όπου την καλέσουν. Ποιο ακριβώς είναι το αντικείμενο της δουλειάς της? Μα βέβαια, ο αγώνας ενάντια στη βρωμιά. Τα πάντα καθαρίζονται και την αμέσως επόμενη στιγμή αρχίζουν να λερώνονται. Το έργο είναι Σισύφειο και αποκαρδιωτικό. Το κοντέρ «μηδενίζεται» διαρκώς και αμέσως οι βαθμοί ρύπανσης αρχίζουν να ανεβαίνουνε ξανά. Τα ανθρώπινα ίχνη πρέπει να απαλείφονται διαρκώς. Αυτή η γλίτσα που αφήνει πίσω του το ανθρώπινο σαλιγκάρι-και μαζί η αιώνια σκόνη- πρέπει να σβήνεται επιμελώς κι ο χώρος να επαναπαραδίδεται άσπιλος σαν την πρώτη μέρα της Δημιουργίας. Αν η βρωμιά μπορεί να νοηθεί σαν κάτι κακό, η κυρία Μαρία έχει αναλάβει-καμιά αμφιβολία- τον αγώνα ενάντια στο Κακό!
   Άρα, γιαυτό μοιάζει σαν να προσεύχεται έτσι όπως βαδίζει ζιγκ-ζαγκ δουλεύοντας σκυφτή. Υπάρχει κάτι υπερβατικό σ’ αυτό το συγκεντρωμένο σκεφτικό πρόσωπο. Και χρειάζεται μια πίστη σχεδόν θρησκευτική για να δοθεί κανείς σε τέτοιο ασήμαντο και ακατόρθωτο έργο. Χωρίς να υποτιμάται και κάποιος συγκεκριμένος πατριωτισμός. Και χρειάζονται ψυχικά αποθέματα για να αντέξει κανείς κάτι τόσο περιφρονημένο. Ιδού λοιπόν η απόδειξη μιας σπάνιας ταπεινοφροσύνης!
    Είπα όμως, «ασήμαντο»? Όχι, λάθος! Γιατί αυτή η προσήλωση έχει κάτι από προσευχή. Προσευχή και άσκηση που κάνουν οι ερημίτες. Αλλά χωρίς αυτούς και χωρίς τις χιλιάδες Μαρίες ο κόσμος θα κατέρρεε μέσα στο χάος που «κατά πόδας» τον ακολουθεί.

    Μετά, μια μέρα, συνέβη ένα άσχημο περιστατικό. Ήμουνα έξω, δίπλα στο χαμηλό βρυσάκι που βγαίνω και πλένω τα χέρια μου από τα κάρβουνα. Μια νεαρή διοικητική υπάλληλος βγήκε στον κήπο, και με το τηλέφωνο κολλημένο στο αυτί, ήλεγξε τους μικρούς κάδους σκουπιδιών κι ενώ τους βρήκε μισοάδειους, με ύφος περισπούδαστο, κάλεσε την κυρία Μαρία και την διέταξε να έρθει και ν’ αλλάξει τις σακούλες τους. Κατέφθασε αμέσως, ξεκαπάκωσε νευρικά τους κάδους και ενώ η άλλη έφευγε ποζάτη, η κυρία Μαρία κρατώντας σε κάθε χέρι από δυο μισοάδειες σακούλες σήκωσε το πρόσωπο (ανεπαίσθητα και τις σακούλες)  με απόγνωση προς τον ουρανό. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου -σαν να γύρευε δικαίωση από μένα- η περιοχή των ματιών της πλημμύρισε από ένα γρήγορο κόκκινο, το γαλάζιο πνίγηκε σε ένα φευγαλέο βούρκο. «Καλύτερα ν’ αλλάξει αυτή μυαλά παρά εσύ σακούλες!» σφύριξα μέσα από τα δόντια όπως περνούσα δίπλα της. Ήταν ξεκάθαρα μια άσκηση εξουσίας, ένα καψόνι!

    Πού είναι λοιπόν το σύγχρονο προλεταριάτο? αναλογίστηκα. Αυτό που μάταια ψάχνουν να βρουν οι κοινωνιολόγοι? Το πάντοτε διαφεύγον μέσα από τις συνεχείς μεταμορφώσεις του και έντεχνα αποκρυπτόμενο πίσω από διαφορετικές στρεψόδικες ονομασίες? Μα καμιά αμφιβολία: εδώ μπροστά μου στέκεται το σύγχρονο προλεταριάτο! Έτοιμο αδιαμαρτύρητα να υπακούσει, έτοιμο να προσβληθεί! Έρχεται από τις μεγάλες αναστατώσεις που προκαλούν αδιάκοπα κύματα μετανάστευσης και από την καθίζηση των κοινωνιών. Αποτελείται από ανθρώπους που έχασαν μια χώρα, ένα σπίτι, από κάθε λογής απάτριδες και ανέστιους. Την ύστατη στιγμή υιοθετημένοι από την Μεγάλη Μηχανή που αλέθει ζωές και μεταποιεί όνειρα - κι αυτοί, ευγνώμονες, σκύβουν και της φιλούν τα πόδια. Αδύναμους που είχαν την κακιά τύχη να συναντήσουν κάποια στιγμή την Τρομερή Θεά. Κάθε λογής φουκαράδες που αγωνίζονταν να κρατήσουν ενωμένες τις δυό άκρες ενός υφάσματος που λέγονται έσοδα και έξοδα για να σκεπάσουν την ανθρώπινη γύμνια τους. Αυτούς δηλαδή που δεν είχαν ποτέ καμιά εξουσία απά’ στη ζωή τους και είχαν την ατυχία να πέσουν πάνω στην Ιστορία. Α, χα, ή μάλλον αυτή να πέσει απάνω τους! Αυτούς, μ' άλλους λόγους, που «έπαθαν Ιστορία»! Κι ακόμα παραπέρα, τον φτωχό τον άνθρωπο, φτωχό με όλη την έννοια της λέξης φτώχεια, που δεν έχει ένα κονάκι για την ψυχή του και είναι πράγματι για λύπηση.

    Για αυτό ‘δω λοιπόν το τελευταίο ας πω και τούτο: την κυρία Μαρία δεν γίνεται να την λυπηθεί κανείς. Μόνο να την συμπονέσει. Έχει  επίγνωση του κόσμου της, ενός κόσμου ανοιχτών εκτάσεων, βαθύ το ίχνος από το ζύμωμα του ψωμιού, το πάστωμα και τα βαζάκια με τις μαρμελάδες και το μελιτζανάκι. Φέρει ακόμα μέσα της μια στιβαρή ποίηση και μια μεγάλη Λογοτεχνία… Ξέρει επιπλέον να προσεύχεται. Δεν είναι λοιπόν ψυχικά ξερριζωμένη, είναι μια δεινοπαθούσα.
    Αυτές που λυπάμαι είναι οι κόρες της, που κατάφερε να φέρει στην Ελλάδα, κι ακόμα περισσότερο τις αγγόνες της. Αυτές τις έρμες «τυχατέρες», τις μεγαλωμένες μες τον χυλό που προωθεί ο προχωρημένος καπιταλισμός και οι τεχνολογίες του… αυτή η αρρωστημένη καζανιά! Χρόνια μετά, που το πρόσωπό της Μαρίας θα ‘χει γυρίσει στην πέτρα και που η ψυχή της θα ‘χει επιστρέψει στις λάσπες του Δνείστερου, μάταια θα προσπαθούν να τυλιχτούν τις νύχτες με ανύπαρκτα σκουτιά.
                                  …………………………………

    Τι μένει άραγε? Απόμεινε τίποτα? Όπως βαδίζω προς το καβαλέτο και κάθομαι ξανά μπρος στη δουλειά που άφησα πριν λίγο, νοιώθω ξαφνικά μια ανεξήγητη σιγουριά. Ο αφανισμός απ’ το κενό δεν πρέπει να έπαψε ποτέ να ακολουθεί την ανθρωπότητα. Ούτε η αιώρηση πάν’ απ’ την άβυσσο. Ούτε εγώ πρέπει να είμαι ο πρώτος που έφτασε μπρος στις Σκαιές Πύλες. Με το μάτι στυλωμένο στον Άδη υπολογίζω: ό,τι και να γίνει, πάντα κάτι θα μένει απ’ την ανθρώπινη ουσία και θα επιμένει πεισματικά. Όταν άγνωστοι λαοί θα κατοικούν αυτό τον κόσμο και θα μιλούν άγνωστες γλώσσες δεν θα μένει παρά αυτό το παλιό πείσμα. Κι απ’ ό,τι αποφασίσουν εκείνοι οι μακρινοί απόγονοι, απ’ ό,τι αποφασίσουμε εμείς τούτη τη στιγμή, εξαρτάται η πορεία του Ανθρώπου πάνω στη γη.

    Για αυτό Αγαπημένοι, μη λυπάστε, μη λυπάστε λέω! Έχετε τον νου σας στον Άδη! Και μην απελπίζεστε! Μόνο «κρατάτε» γερά!  Όταν πιά δεν θ’ ακούγεται παρά το φρικτό φτεροκόπημα, όταν ο Σάσσα θα ’χει από καιρό ξεχαστεί, όταν μόνο σ’ όνειρο θα φτάνει ως εσάς ο αέρας που κατεβαίνει απ’ τα μεγάλα δάση… θα ‘ναι ένας ξένος που αφήνοντας τη Δημοσιά θα σταθεί στο κατώφλι σας και θα σας χτυπήσει την πόρτα στάζοντας από Νυχτερινό ταξίδι.

                                                                           Β.Η








Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Αυτή είναι η Πατρίδα μας






     Η πόλη πήδηξε πάνω απ’ τα βουνά. Δεν μιλάμε πλέον για λεκανοπέδιο της Αττικής αλλά για Attica -με ό,τι αυτό το όνομα μπορεί να υποδηλώνει! Ο μισός σχεδόν πληθυσμός της χώρας είναι συγκεντρωμένος εδώ. Τέσσερα με τεσσεράμισι εκατομμύρια σε ένα τόπο που δεν μπορεί να σηκώσει πάνω από ενάμισι χωρίς να θιγεί η περιλάλητη ηπιότητα του τοπίου και η ισορροπία ολόκληρης της χώρας. Οι συνθήκες συγκέντρωσης κατακερματισμού και αποξένωσης έχουν ενταθεί στο έπακρο και η περιοχή μπαίνει στη δίνη της απορρύθμισης και των αλλεπάλληλων συμφορών. Κι εντέλει όπως το ψευδές όταν πυκνώνει, το πευκόδασος -υπό συνθήκες- αυτοαναφλέγεται επίσης.
     Και οι απολεσθέντες απωλέσθησαν αλλά για τους επιζήσαντες τώρα αρχίζει η ανάβαση· η θλίψη, οι "ανεξήγητες" κρίσεις άσθματος, οι επιθέσεις του πανικού και κάποιες μορφές καρκίνου.
   
 Εκατό χρόνια μετά τον Κωνσταντίνο Μαλέα, η Αττική του δεν υπάρχει πια. Όλος ο κόσμος τώρα, μια Attica.


                                             



Δεν μπορείς να πληγώσεις την ομορφιά...


                                                 Β.Η
    







Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

Πορτραιτάδες, Τεχνίτες, Ιερείς, Κρυφοί Ονειροπόλοι


  
    Σύντροφοι αγαπημένοι, κάποιες στιγμές με πιάνει νοσταλγία για το τυπωμένο χαρτί και το δεμένο βιβλίο και στέλνω γραπτά σε οίκους και περιοδικά. Πάντα η απάντηση που παίρνω (μερικές φορές ύστερα από μήνες) είναι η ίδια στερεότυπη και ευγενική απόρριψη.

    Πάντα είχα την άποψη ότι λίγοι άνθρωποι ξέρουν πιά να γράφουν σ’ αυτή τη χώρα, μιας και για να γράψεις καλά πρέπει να ’χεις ζήσει και ποιος μπορεί σήμερα να περηφανευτεί για κάτι τέτοιο! Πρόσφατα όμως σιγουρεύομαι ότι πολύ λίγοι επίσης ξέρουν και να διαβάζουν. Διαπιστώνω δε, ότι τόσοι πολλοί ακατάλληλοι άνθρωποι βρέθηκαν σε κάποιες θέσεις και επιπλέον, ότι όσοι ξέρουν ακόμα να διαβάζουν δεν κατέχουν καμμία θέση σ’ αυτόν τον κόσμο.

    Τόσο εγώ, που, έχοντας μια ζωγραφική παιδεία και μια αγάπη για το σχέδιο, πέρασα στο γράψιμο, όσο και κάποιοι ζωγράφοι που εδώ και δεκαετίες πήραμε τον δρόμο για τον Νότο, συνειδητοποιούμε ότι αν δεν ήταν η λαϊκή Αγγλία, η τρυφερή Σκανδιναβία που ονειρεύτηκε μια πατρίδα στον ήλιο, και η κραταιά Γερμανική εργατική τάξη να μας δώσουν το o.k, ότι δηλαδή, καλώς στεκόμαστε σε μια γωνιά του δρόμου και κάνουμε ό,τι κάνουμε, να μας πληρώσουν για τον κόπο μας και να μας δώσουν ένα εγκάρδιο χτύπημα στην πλάτη, αν δεν υπήρχαν εκείνες οι γυναίκες να μας αγγίξουν τρυφερά στον ώμο για τη ζωή που δώσαμε στο βλέμμα τους, όχι μόνο δεν θα ‘χαμε τα μέσα για να ζήσουμε αλλά θα είχε ίσως γεμίσει και η καρδιά μας πίκρα.
    Ας συνεχίσω λοιπόν κι εγώ να σας στέλνω τους εγκάρδιους και συντροφικούς χαιρετισμούς μου από τούτες τις σελίδες, ας συνεχίσουν και οι φίλοι μου να ζωγραφίζουν τις νύχτες βουβοί στα εργαστήριά τους… κρατήσαμε μια σταθερή στάση έξω από «πράγματα» που ήταν αξιοπεριφρόνητα αλλά Τύχη ευγενική μας ένευσε και έδειξε μακριά στον Νότο κι έτσι δεν κλειστήκαμε έξω από τον κόσμο.
    Εδώ, τα καλοκαίρια, μπαρκαρισμένος καλλιτέχνης, υψώνω το χέρι κι ακουμπώ με το κάρβουνο το αγριωπό χαρτί, οι παλιοί δάσκαλοι παρακολουθούν και κρίνουν… δεν μπορώ να πω ότι κάνω ακριβώς Τέχνη, ένας τεχνίτης είμαι, σαν λιθοξόος σαν τσαγκάρης. Άνθρωποι από παντού έρχονται προς το μέρος μου και με εμπιστεύονται να «ξανασχεδιάσω» το πρόσωπό τους, όπως εμπιστεύονται έναν τσαγκάρη να τους φτιάξει ένα παπούτσι για να συνεχίσουν να βαδίζουν.
    Όπως αυτοί, νοιώθω κι εγώ την πρόκληση από την αντίσταση των υλικών κι ο έλεγχός τους μού ξυπνά έναν σιωπηλό ενθουσιασμό… κάποιες φορές το κάρβουνο είναι ατίθασο κι άλλες απλώνει μαλακά σα μελάνι, και κάποιες ευτυχισμένες στιγμές οι ράγες, οι αύλακες, του χαρτιού «φθείρουν» το μαλακό παστέλ με τέτοιο τρόπο ώστε το χρώμα να καλύπτει επιφάνειες σα να αναβλύζει από πηγή. Μιας μάχης τ’ αποτύπωμα πάνω στο χαρτί είναι αυτό που παραλαμβάνει ο πελάτης. Και πάντα η ίδια παλιά χαρά ενώπιον ενός στιβαρού σχεδίου!
    ….κι ακόμα το εξής: αν και δεν δουλεύω πια ζωντανό πορτραίτο αλλά, ακολουθώντας τις τάσεις των καιρών, δουλεύω από φωτογραφίες, μηχανικά και αβαθή αποτυπώματα του ζωντανού μοντέλου… το σχέδιο πάνω στο χαρτί έχει ένα βάθος και μια υφή που λείπει από τη φωτογραφία που χρησιμοποιώ. Παρ’ όλη την τεχνική πρόοδο, που σκοπό έχει να εφησυχάζει, τίποτα δεν γλυτώνει απ’ το Άπειρο όταν αυτό σηκώνει τα μανίκια!
…και δεν είμαι εγώ παρά ένας «μεσάζων» ανάμεσα σε έναν κόσμο απροσδιοριστίας και ανθρώπους που δεν ευχήθηκαν παρά την καλήν ασφάλεια κι έκτοτε ζουν νοσταλγικοί.
…και δεν είμαι εγώ παρά ένας «μεσάζων» ανάμεσα σ’ αυτόν τον κόσμο και κάποιον άλλον αφού μού φέρνουν και τους νεκρούς τους. Ούτε μου διαφεύγει η ιερότητα της στιγμής όταν μια κόρη φέρνει την υπέργηρη μητέρα για να έχει μια εικόνα της όταν αυτή δεν θα είναι κοντά της.

    Δεν μπορώ να πω ότι κάνω μεγάλη Τέχνη αλλά, ενδεδυμένος τον νυχτερινό μανδύα της ζωγραφικής, κάποια ίχνη της παρεισφρύουν μέσα στο πορτραίτο, ένα ενιαίο φόντο ηρεμεί και στηρίζει την πολυπλοκότητα από τις φόρμες του προσώπου, ένα αδιόρατο μπλε ξυπνά μια τάση προς ονειροπόληση, μια φωτεινή σκιά χαμηλόφωνα υπαγορεύει, κάποιες χρωματικές σχέσεις προκαλούν την έκπληξη, μια κρυφή γοητεία αλλάζει κάποια δεδομένα.  
    Τότε, άγνωστοι σε μένα άνθρωποι που παρατηρούν με την άκρη του ματιού τους, με κάποιο νεύμα, μια κουβέντα, επικροτούν όλη αυτή την διαδικασία, συμπαρίστανται στη μάχη που δίνει ένας χειρώνακτας σαν κατά κάποιο τρόπο να τους αφορά προσωπικά. Τη στιγμή που το χέρι που κρατά κάρβουνο ή μολύβι υψούται με κάποιο κρυφό φόβο για ν’ αγγίξει πρώτη φορά το άδειο χαρτί, ένας μακρινός απόηχος που φθάνει από τα σπήλαια τούς περιτυλίγει. Τι και αν έρχονται από ένα υπερτεχνολογικό σύμπαν, τι κι αν το «τεχνικό πνεύμα» έχει, από καιρό, αποσπάσει τη συγκατάθεσή τους… η αρχαιότητα θα κοιμάται μέσα στον άνθρωπο ως το τέλος του κόσμου.
   
    Είν’ αλήθεια πως, τελευταία, τούτο το παράξενο επάγγελμα όπως και άλλες πιο επίσημες δραστηριότητες αντιμετωπίζει κάποιες δυσκολίες, εγώ όμως ένας «πλανόδιος» και «αυτόκλητος», ένας καταγραφέας, νοιώθω τυχερός απολαμβάνοντας μια προνομιακή θέση για την παρατήρηση κάποιων φευγαλέων όψεων της ανθρώπινης ψυχής. Μπορεί τα άλλα τα λεφτά να λιγόστεψαν αισθητά αλλά τα ψυχικά λεφτά δεν είναι καθόλου αμελητέα. Και νοιώθω διπλά τυχερός γιατί, σε όλη τούτη την πορεία, (κι ούτε που με βάρυναν ποτέ!) ολόκληρα «φορτώματα» από ένα αχανές παιδικό νοικοκυριό διασώθηκαν μαζί μου… Πράγματι, άλλοι άνθρωποι απόμειναν πάμφτωχοι!

    Κι αν κάποτε, ένας νεαρός, σχεδόν παιδί, μισοξαπλωμένος σ’ έναν καναπέ στη Σκανδιναβία και αφήνοντας το βλέμμα του να πλανηθεί στον απέναντι τοίχο και στο καδραρισμένο πορτραίτο κάποιων συγγενών του, νοιώσει μιάν ανεξήγητη συγκίνηση και ταυτόχρονα απορία: πώς από το χάος γραμμών και από την εναλλαγή όγκων φωτός και σκιάς ξεπροβάλλει μια μορφή από έναν κόσμο «ανύπαρκτο» κι όμως αόριστα «γνωστό» και πώς κάποιο μυστήριο τείνει να τού φανερωθεί παραμένοντας όμως διαρκώς σε κάποιες «παρυφές», τότε ένα μέρος του έργου μου θα έχει εκπληρωθεί. Και είναι αυτό η προεργασία για να τού γίνει κατανοητή η μεγάλη Ποίηση του Καιρού μας η οποία γράφεται ανελλιπώς στο περιθώριο μιας εργασίας σχεδόν «ανεπίσημης» και σε χρόνο και τόπο ορισμένο.
    Όσον αφορά εμένα και τις ανομολόγητες φιλοδοξίες μου, πάντα θα παραμένω ένας νοσταλγός του εαυτού μου.

                                                                                                   Β.Η