Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Η Τέχνη του Σιδήρου

                                          η σιωπή πίσω απ' την βουή

    Είχαμε στήσει τα εργαστήριά μας στην άκρη της πόλης, ψηλά στους λόφους, πάνω από τη δημοσιά. Και παλεύαμε την κάθε μηχανή που μας έπεφτε στα χέρια σαν να ’ταν η πρώτη ή η τελευταία μηχανή που θα επισκευάζαμε ποτέ. Δεν ήταν σπουδαία η αμοιβή, πιο πολύ ήταν το μεράκι, αυτή η περιέργεια του παιχνιδιού… και την περνάγαμε ‘κεί στους λόφους με ψωμί, ελιά, κρεμμύδι, βλογούσαμε και το ψωμί πριν το φάμε όπως κάναν οι παλιοί, καμιά φορά τύχαινε κανά καλό κρασί και πάντοτε καλή παρέα.
    Βλέπαμε από κει, τι έμπαινε στην πόλη και τι έβγαινε. Τα φορτώματα των ζώων… αμέτρητες σειρές τα φορτωμένα ζώα! Μέρα - νύχτα μυρμήγκιαζε η δημοσιά κι εκεί πλέναμε με πετρέλαιο και συντηρούσαμε τις μηχανές που μας φέρνανε. Έφτιαχνε ο καθένας μας τα εργαλεία του ώστε να ταιριάζουν στο δικό του χέρι και στον δικό του τρόπο, ακριβώς όπως κάναν οι παλιοί μαστόροι που μας είχαν μπάσει στο επάγγελμα του σιδερά-μηχανικού, και συχνά τους θυμόμασταν και μνημονεύαμε τα λόγια τους. Δεν σταματούσαμε ποτέ «να μαθαίνουμε  τη δουλειά μέσα απ’ την ίδια τη δουλειά», όπως έλεγαν και ’κείνοι.
    Παρακολουθούσαμε, βουτηγμένοι στη μουτζούρα, την ατέλειωτη γιορτή της έπαρσης των επηρμένων, την αλαζονεία των δυνατών, την δουλοπρέπεια και τον μιμητισμό των αδυνάτων, τον καιροσκοπισμό του πλήθους. Και δεν μας διέφευγαν τα χαμόγελα και το γρήγορο κοφτό βλέμμα της απληστίας.
    Εξετάζαμε το καθετί με μάτι στοχαστικό και κριτικό αυτί και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η κατάρρευση ερχόταν.
    Το λέγαμε πολλά χρόνια τώρα, μπορεί και 15 μπορεί και παραπάνω, ότι δεν πάει άλλο τούτο το κακό, θα σκάσει όπου να ’ναι σαν κακό σπυρί, σαν κακοφορμισμένο ψέμμα… και συνέχιζε αυτό, ανεμπόδιστα μ’ αυθάδεια και σιγουριά πολλή και με μιά αυτοπεποίθηση που προξενούσε έκπληξη άνοιγε συνέχεια δρόμο. Και αναρωτιόμασταν φορές-φορές: Μα γιατί αργεί? Τόσο λάθος κάναμε? Δεν μπορεί τόσο να λαθέψαμε!

    Και ήρθε ο Νυμφίος το ’08, ολόφρεσκος και καθαρός, στα λευκά ενδεδυμένος και χτύπησε την πόρτα. Και βγήκαμε και μεις να τον υποδεχτούμε φορώντας τα καλά μας, ικανοποιημένοι πού ’χαμε τουλάχιστον διαβάσει καλά τα σημάδια, πού ’χαμε διαβάσει σωστά την Ιστορία. Εμείς οι μηχανικοί της… είχαμε σπουδάσει καλά το μηχανισμό της! Δεν είχαμε αφιερώσει μάταια το χρόνο μας στα νυχτερινά σχολειά πού ’χαμε  στήσει μέσα μας, ο καθένας για τον εαυτό του.

    Ήμασταν και λίγο ανήσυχοι -για να πούμε την αλήθεια πολύ ανήσυχοι- γιατί το βλέπαμε πως γύρναγε και χτύπαγε τις πόρτες και δεν ζητούσε μόνο χρήματα για τα χρωστούμενα αλλά και άλλα πράγματα ακατανόητα. Γύρευε να πληρωθεί σε χρόνο, το πιο σκληρό νόμισμα εξ’ όλων. Σε χρόνο γύρευε να πληρωθεί, σε χρόνο και σε αίμα!
    Και τον κοίταζαν με απορία και τους βλέπαμε να κουνάν ανήμποροι τα χέρια. Κι όπως το περιμέναμε - δυστυχώς το περιμέναμε κι αυτό να γίνει έτσι ακριβώς - γρήγορα ξέσπαγαν σε παρακάλια. Και μετά τους έπιανε μια μεγαλόστομη οργή… και μετά ξανά παράπονα και παρακάλια. Εμείς όμως καταλαβαίναμε τι ζητούσε και τι ήθελε να πει, σαν να μιλάγαμε μια ξένη γλώσσα. Και τους κάναμε νοήματα πίσω από την πλάτη του. Και τους δείχναμε με τα χέρια κι ανοιγοκλείνοντας το στόμα αλλά αυτοί δεν κοιτούσαν πουθενά, άδειο ήτανε το βλέμμα και δεν ησύχαζε στιγμή, και του ‘δείχναν πια τα παιδιά τους που τα βάζανε μπροστά, κάτι άσχημα παιδιά… αλήθεια έκανε εντύπωση μεγάλη πόσο μοιάζαν των γονιών τους!
    Αλλά αυτός δεν στεκόταν πολύ, τράβαγε από πόρτα σε πόρτα και  παντού συνέβαιναν τα ίδια. Πήγε πια και έστησε το κρεβάτι του πίσω από την αγορά και έκτοτε είναι εκεί και περιμένει.
    Αυτό μόνο που κάπως μας ησυχάζει είναι ότι τις νύχτες πάνε και τον βρίσκουν 16χρονα παιδιά κι άνθρωποι που δεν ακούστηκαν ποτέ και κάθονται όλοι γύρω μέσα στη σιωπηλή και μισοσκότεινη Αγορά.

                                                                                                                          
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
                                                                    
Εμείς που για χρόνια σκύβαμε με προσμονή
ν’ ακούσουμε την επερχόμενη βουή πίσω απ’ τη σιωπή
τώρα που η αγαπημένη χώρα γονάτισε
και μες την αναταραχή και τους τριγμούς
και τον φόβο των γεγονότων που έρχονται
είναι αναγκασμένη να ξαναγεννηθεί μέσα από το ίδιο της το περίσσευμα
συναισθανόμενοι το βάθος της υπόθεσης
και τη δυσκολία του έργου με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπος ο λαός της
στήνουμε τ’ αυτί ν’ ακούσουμε τη σιωπή πίσω απ’ τη βουή.
                                                                                                                 
                                                                                                                       Β.Η.                                                                           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου