Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Ενάντια στον Τουρισμό

   ( Ύστερα από την Ιστορία του Μάικ, όπου προσπάθησα να κάνω μιά τοιχογραφία της τουριστικής Ελλάδας, θεώρησα χρήσιμο - για να ολοκληρώσω το θέμα μου - να επαναλάβω εδώ μιά παλιότερη (14 Σεπτεμβρίου 2013) ανάρτησή μου από τον «Πύραυλο των Υπογείων» υπό τον τίτλο: Ενάντια στον Τουρισμό
     Οφείλω κατά μέγα μέρος εκείνη την ανάρτηση στον  Αμερικανό διανοητή Χακίμ Μπέη, έναν ήπιο και γλυκομίλητο άνθρωπο με αίσθηση του χιούμορ.)




 «Από τους τρεις λόγους για να ταξιδέψει κανείς στην αρχαιότητα: Πόλεμος, Εμπόριο, Προσκύνημα, κάποιος θα έλεγε ότι ο Τουρισμός προέρχεται από το Προσκύνημα. Όμως πιο πολύ φαίνεται ο πραγματικός του πρόγονος να είναι ο Πόλεμος!»

    Ο Τουρισμός είναι ο μόνος στρατός που δεν νικήθηκε ποτέ!

    Οι φάλαγγες των τουριστών προχωρούν και φωτογραφίζουν, φωτογραφίζουν και προχωρούν πάνω στα ερείπια που άφησαν τα τμήματα που προηγήθηκαν μέσα σ’ ένα τοπίο κατεστραμμένο από τσιμέντο, άσφαλτο, θόρυβο, φώτα, σκουπίδια, εξαντλητική δουλειά!
    Το πρόσταγμα shoot αφορά τώρα το πάτημα ενός κουμπιού που ανοιγοκλείνει το κλείστρο της κάμερας, όπου shoot- πυροβολώ ισχύει και για το τράβηγμα της φωτογραφίας όταν σκοπεύεις μέσα  από τη φωτογραφική μηχανή, αυτό το ερμαφρόδιτο σύμβολο-παιχνιδάκι και ξόρκι.
    Οι κάμερες υψώνονται προς κάθε κατεύθυνση, κάθε στόχο που προβάλλει, ρουφώντας τη ψύχη των ντόπιων και του τοπίου.
    Ο σημερινός μαζικός τουρισμός είναι το απόγειο της εκλέπτυνσης ενός παλιού πολεμικού παιχνιδιού που λέγεται searchn destroy- ερευνήστε λοιπόν και καταστρέψτε αλλά μ’ ένα τέτοιο τρόπο ώστε η καταστροφή να μπορεί να ονομασθεί  «αξιοποίηση».
     Αντίθετα από το προσκύνημα, όπου ο προσκυνητής προσέρχεται με δέος και κατάνυξη και, προσφέροντας πίστη, αυξάνει τη «χάρη» που αναδίδει ένας Ιερός Τόπος, ο Τουρισμός απομυζά τις ιδιαιτερότητες κάθε «ξεχασμένης» γωνιάς του πλανήτη και ομογενοποιεί κάθε μέρος που πλήττει. Γιατί αυτό που αποζητά ο τουρίστας είναι «πολιτισμική διαφορά» για να την καταναλώσει. Έτσι κι αλλιώς θα του ήταν αφόρητο να την ζήσει.

     Η Φαντασία πέθανε στη Δύση εδώ και καιρό. Χρειάστηκαν αμέτρητες ποσότητες ορθολογισμού και κατήφειας για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Για να καταπραϋνθεί και να σβήσει κάτι τόσο δυσλειτουργικό και άβολο αλλά τόσο βαθειά ανθρώπινο. Τώρα λοιπόν η Δύση, η πηγή του Τουρισμού, πρέπει να την αποκτά σε ασφαλείς δόσεις και σωστά πακεταρισμένη.
    Αυτό που γοργά απονεκρώνεται έχει ανάγκη από κάτι ζωντανό για να παρατείνει τον χρόνο επιβίωσής του. Αλλά όπου αγγίζει απονεκρώνει. Πρέπει λοιπόν συνεχώς να προχωρά! Πράγματι νέοι τουριστικοί Παράδεισοι ανοίγονται στο κοινό. Νέοι «τουριστικοί προορισμοί» μπαίνουν στο χορό ανακοινώνοντας απλά: Ανοίξαμε (τα πόδια) και σας περιμένουμε! 
     ΑΝ η παλιά αποικιοκρατία ύφαινε στην ψυχή του αποικιοκρατούμενου την αλλοτρίωση και την τρέλλα, και εκμεταλλευόταν τις υλικές πηγές, η σύγχρονη προχωράει παντού και σε μεγάλο βάθος. Ο Τουρισμός μετατρέπει μια χώρα σε εικόνα και έκθεμα του εαυτού της.

    Αποδεικνύεται λοιπόν αυτό που ειπώθηκε στην αρχή, ότι ο Τουρισμός είναι ο μόνος στρατός που δεν νικήθηκε ποτέ.
    Χοντρικά, μπορούμε να πούμε ότι, η  επιδρομή της Δύσης στα χωριά και τις καλύβες του κόσμου ακολούθησε την εξής πορεία: Πρώτα οι εξερευνητές, μετά οι ιεραπόστολοι, μετά ο στρατός (και περισσότεροι ιεραπόστολοι), μετά οι περιηγητές, κατόπιν διανοούμενοι και συγγραφείς, εν συνεχεία αγνοί ταξιδευτές (και οι χίππυς κάποτε), μετά ο ήσυχος ιντιβιντουαλιστής τουρίστας με το πραγματικό ενδιαφέρον και τέλος η πλημμυρίδα του μαζικού Τουρισμού.

Ο στρατός βέβαια δεν παύει, κατά καιρούς, να κάνει την εμφάνισή του με τα βρώμικα άρβυλά του, ανοίγοντας και κλείνοντας την τουριστική αυλαία!  Έτσι το Βιετνάμ ή η Καμπότζη που κάποτε ήταν υπό το καθεστώς του Ναπάλμ και του βομβοτάπητα είναι τώρα «τουριστικοί προορισμοί». Ενώ η Σομαλία που σήμερα εμφανίζεται στους χάρτες των τουριστικών οδηγών «λευκή» κάποτε μπορεί να αποδειχτεί θαυμάσιο τουριστικό εύρημα και προϊόν. Ή ένα αμερικανοκίνητο στρατιωτικό πραξικόπημα στη Γουατεμάλα στέλνει για λίγο τη χώρα στα τουριστικά αζήτητα μέχρις ότου κάποια προβλήματα διευθετηθούν.

     Όπως πάντα, η γλώσσα αποκαλύπτει τα πάντα για τα οποία μιλά, έτσι έχουμε: Τουριστικές μονάδες, πράκτορες, tour operators, target group, έρευνα, συνοδούς, tourist guides, ξεν-αγούς, τουριστικά γκρουπ, σχεδιασμό, ανεφοδιασμό και, αν τα πράγματα πάνε στραβά, εκκένωση! Ακόμα και όταν συγκαλύπτει η γλώσσα, προδίδει!

    Και μ’ αυτές τις κάπως πικρές διαπιστώσεις σας αφήνω να απολαύσετε το υπόλοιπο του ελληνικού καλοκαιριού. Κάπου θα βρεθεί ένα μοναχικό πεύκο και για σας και όταν γέρνει ο ήλιος και οι παραλίες ησυχάζουν, κάποιος μπορεί  πέρα απ’ τις ομπρέλες  και τα άδεια πλαστικά μπουκάλια να ατενίσει τα μεγάλο ήσυχο μπλέ.  Γιαυτή την ώρα που η Μεγάλη Ζέστη υποχωρεί ζούμε όλη τη μέρα, εμείς που αξιωθήκαμε το μακρύ καλοκαίρι του Νότου!


                                                                                       Β. Η

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

Οι τελευταίες μέρες της ειρήνης

Τώρα που ο Τζόκερ γελάει μες τη μούρη του κορόιδου
Τώρα που ο φτωχός άνθρωπος
κλείστηκε για τα καλά μέσα στους
τέσσερεις τοίχους και παλεύει με την τρέλλα
που φέρνουν οι προσβολές που δεν απαντήθηκαν ποτέ
και η μάνα με άδεια μάτια κάθεται
μπρος στην τηλεόραση που
με κατεβασμένο ήχο
παίζει τις τελευταίες διαφημίσεις πριν απ’ τον πόλεμο
και ο πατέρας 4 η ώρα τα χαράματα
καπνίζει στην κουζίνα
και οι άνθρωποι των κομμάτων πάρκαραν
τα αυτοκίνητα μες την σκόνη και
ξεχύθηκαν στις γειτονιές μοιράζοντας φυλλάδια
και χτυπάνε κάθε ώμο και κάθε πλάτη
που βρέθηκε μπροστά τους
και οι ανθρωποφύλακες έψαξαν παντού
για τον Νταγκ
την Έλορ
και τον Άρη
αλλά αυτοί στο μήνυμά τους αναφέρουν
ότι ήδη έστησαν το πιάνο πάνω στους Πάγους
Τώρα που ο Μινώταυρος σφαδάζει μες τον
Λαβύρινθό του προσπαθώντας να βγάλει την καλύπτρα
και μιά γενιά καινούρια προχωρά υπό βροχήν
Τώρα που τα λόγια θα ‘ναι λίγα
γιατί θα μετρηθούν με την τιμή του αίματος
Ας σηκώσουμε τη σημαία της Παλιάς Υπόθεσης!
Ας σηκώσουμε την Κόλαση!

                                                                       Β.Η

20 Σεπτέμβρη 2015

VassiliouMariaProfile.jpg

Την Κυριακή δεν ψηφίζουμε για να
μπορέσουμε να σας θάψουμε μιά μέρα.
Σκουπίδια! Ραδιενεργά απόβλητα! 

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

Περί του Μάικ

                                                                                      (συνέχεια)
Ο Μάικ ήταν κοντός, λεπτός, όλο νεύρο, με ξανθούς βοστρύχους. Όπως κάποιοι Ροδίτες, άλειφε το μαλλί με ελαιόλαδο και άφηνε τον ήλιο να του δώσει ένα βαθύ χρυσόχρουν.  Τα μάτια του είχαν το καθαρό γαλανό του ουρανού, σπάνιο ακόμα και στον Βορρά. Επιπλέον είχε πετύχει ζηλευτούς κοιλιακούς, αυτό που οι Εγγλέζοι αποκαλούν “six pack” από τη δέσμη το “εξάμπυρο “. Από έφηβος ήτανε ροκάς και τα μετέπειτα χρόνια αγάπησε τον Μάρλεϊ. Η Τζαμάικα ήταν δημοφιλής στην πιτσιρικαρία, το τουριστικό της μόττο: an island in the sun ταίριαζε απόλυτα και στη Ρόδο και οι Rasta ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί γιατί ήταν πέραν κάθε μικρότητας, σχεδόν Ολύμπιοι, και επιπλέον καλοί μπαλαδόροι! Σε κάποιους τόπους στο πουθενά, πνιγμένους στη βλάστηση, έβλεπες, για χρόνια, πάνω από μια καλύβα, να κυματίζει ταλαιπωρημένη η τρίχρωμη, κόκκινη-κίτρινη-πράσινη σημαία των Rastafarians και σε κείνο το μυστήριο τριήμερο καρναβάλι στον Αρχάγγελο - με το φούμο στην όψη τη λάσπη στα μαλλιά και τα καύκαλα ζώων - σ’ ένα απ’ τα καφενεία του δεν ήταν ούτε τα λαϊκά, ούτε η λύρα αλλά, όταν η ακατάσχετη ζυθοποσία και η κούραση του γλεντιού έφτανε στο απροχώρητο, ήταν η reggae που σηκωνότανε σαν κουρνιαχτός και αναλάμβανε να μπάσει τους αποχαλινωμένους μέσα στην έκσταση και τη νύχτα.
Ο Μάικ έκανε νωρίς δύο παιδιά με μιά γυναίκα από την Ελβετία. Μόλις γεννήθηκε το πρώτο, ο Μάικ χάθηκε απ’ τη Νύχτα. Κάποια αίσθηση ευθύνης ανείδωτη ως τότε ή κάποια ήρεμη ενατένιση των καταστάσεων, ότι έτσι έχουνε τα πράγματα από δω και πέρα, δεν τον άφησαν να παραπονεθεί που τέλειωσαν για αυτόν τα τρελλά χρόνια. Βρήκε μια απόμερη γωνιά στην παραλία του Φαληρακίου, εκεί που καταλήγει ένα ποτάμι που κατεβαίνει από τις Καλυθιές, που το καλοκαίρι λιμνάζει, που ο τόπος είναι γεμάτος καλαμιές, που το είχαν περιφρονήσει τα ξενοδοχεία αφού τη νύχτα πρέπει να μάζευε κουνούπι, κι έστησε μια καλαμοκαλύβα. Έφερε μερικά wind surfing, ένα φουσκωτό με εξωλέμβιο, έβαλε απ’ έξω μια επιγραφή και ακόμα μιά πάνω στη δημοσιά: Mikes wind surfing κι αυτή ήταν η φτιάξη του. Τίποτα άλλο και αποδείχτηκε καλός δουλευτής. Άνοιγε στις 7 κάθε πρωί και έκλεινε με τη δύση του ηλίου.
Γνωριστήκαμε καλύτερα γύρω στα ‘88-’89. Μιά παρέα ζωγράφων κατέβηκε ως εκεί κάτω-μόλις “έσπασε” η full saison- με την απόφαση να κάνει surf. Είχαμε πρωτοσυναντηθεί στις τρελλές νύχτες του ’85 στη Sfinx.
Ξανοιγόμασταν με το πανί, πέφταμε σε κάτι ρεύματα μυστήρια, δεν μπορούσαμε να ξανανεβάσουμε το ιστίο και μέναμε πάνω στη σανίδα να χειρονομούμε μάταια. Ο Βάιος, το αγόρι που ήταν βοηθός του Μάικ, μας έπαιρνε χαμπάρι, ο Μάικ έπιανε τα κιάλια, αμόλαγε μια βλαστήμια, άρχιζε τα παραγγέλματα και τις οδηγίες χοροπηδώντας μόνος του στην άμμο, μας άφηνε κανά δεκάλεπτο για “τιμωρία“ και μετά έβαζε μια φωνή: Βάγιο, βάλε τη βάρκα στο νερό! Η βάρκα σηκωνότανε σχεδόν όρθια και ερχότανε και μας έβγαζε με καζούρα κι οδηγίες «βρεγμένους» στην παραλία. Όλα σε άψογο Καλυθινό ηχόχρωμα. Κατόπιν, ερχότανε το απόγευμα, είχαμε «παύση εργασιών», σιγά σιγά αποχωρούσαν οι πελάτες, που ήταν μια σταθερή πελατεία, διαφόρων εθνικοτήτων, φτιαγμένη με φροντίδα καλαμπούρια και μπόλικο φιλότιμο, και ο Μάικ άρχιζε να φτιάχνει μια χωριάτικη σαλάτα σε μια βαθιά γαβάθα ποτισμένη στο Καλυθινό λάδι, καμμιά φορά έψηνε και “κάτι ψαράκια” που του είχαν φέρει το πρωί, και άρχιζε η «αξιολόγηση των πεπραγμένων». Ποσώς ενδιάφερε τον Μάικ όσο έβγαινε το μεροκάματο τι γινότανε πέρα στο Φαληράκι ή κάτω στη Ρόδο κι αν συγχωριανοί του είχαν κάνει ολόκληρες περιουσίες με τις “σωστές” γνωριμίες και τις “σωστές” αρπαχτές.  Αφού αυτός, στο κάτω-κάτω, ήτανε παλιός ροκάς. Έπειτα ακόμα διατηρούσε κύτταρα απ’ τους παππούδες του που ήτανε ξωμάχοι. Ποσώς ενδιέφερε και μας, αφού ήμασταν παιδιά ενός θεού που είχε αστέρια, λευκές ατρακτοειδείς «σανίδες» που έλαμπαν μες το σκοτάδι , ιστία ξαπλωμένα στην άμμο να τερετίζουν στη βραδινή αύρα και μια θλιμμένη φωνή από ένα ξοφλημένο κασσετόφωνο, όλο τριξίματα και παράσιτα, μας έφερνε από πολύ μακριά ένα λεπτό παράπονό του:
                                                  3 o’ clock
                                                  road block
                                                  and I had to throw
                                                  my little herb
                                                  away
Το μέρος ήταν ιδανικό για ιδανικούς εκδρομείς όπως εμείς. 50 μέτρα νότια απ’ την καλύβα, οι καλαμιές είχαν φτιάξει ένα φυσικό δωμάτιο γύρω από ένα ντους όπου μπορούσες να χωθείς με την κοπέλλα σου και να παίζετε και να γελάτε γυμνοί κάτω απ’ το ζεστό νερό. 100μέτρα προς τα βόρεια ήταν η «Μοναξιά», μια ταβέρνα κάτω από τα αρμυρίκια όπου ελάχιστοι τουρίστες έφταναν από τα ξενοδοχεία, που την είχε ο Στέργος και που ο αδελφός του στην πίσω μεριά είχε επισκευάσει και αραδιάσει μια σειρά από παλιά αμερικάνικα στρατιωτικά οχήματα. Τζιπ κάθε τύπου, ημιφορτηγάκια τριών τετάρτων που κάποτε τα λέγαν “Καναδέζες”, υλικό που εκτεινόταν σε όλο το εύρος μιάς τριακονταετίας από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κορέα ως το Βιετνάμ, όλων δηλαδή των πολέμων που διεξήγαγε η Παγκόσμια Δύναμη στην διάρκεια μιάς γενεάς. Μια λέξη λοιπόν ταίριαζε στο μέρος κι αυτή ήταν Λήθη. Πήγαινα καμμιά φορά εκεί πίσω και περιεργαζόμουν τα οχήματα, τα άγγιζα και αυτή η μυρουδιά από γράσσα και παλιό καραβόπανο με πήγαινε κατευθείαν πίσω στα παιδικά μου χρόνια.
Όταν σιγά-σιγά πάψαμε να πηγαίνουμε εκεί, από surfing δεν είχαμε μάθει και πολλά, περισσότερο είχαμε εξασκηθεί στην τέχνη της καρτερίας: να περιμένεις μισοπέλαγα, μπρούμυτα πάνω σε μια σανίδα να’ ρθούν να σε μαζέψουν. Αραιά και πού μέσα στα χρόνια κατέβαινα ως τη “Μοναξιά”, με παρέα, ή μόνος όταν είχα ανάγκη περισυλλογής. Η δουλειά έπεφτε αργά και σταθερά. Ο Μάικ ήταν πάντα εκεί. Απαράλλαχτος. Μόνο που ο Βάγιος είχε φύγει. Τα παιδιά του, που έρχονταν στην καλύβα κάθε καλοκαίρι, μεγαλώνανε. Τώρα φέρνανε και τους φίλους τους. Από τη Σουηδία, από την Αγγλία και από την Ελβετία.

Το καλοκαίρι του ’13 λοιπόν, που δούλεψα σε κείνο το ξενοδοχείο στο Φαληράκι, βγήκα ένα απομεσήμερο του Ιούνη στην παραλία κι αποφάσισα να περπατήσω ως τη “Μοναξιά”. Θυμήθηκα εκείνο το μοναχικό ντους και πεθύμησα να κοιμηθώ στη σκιά στις καλαμιές, να κάνω μια βουτιά και να φάω λίγο ανθρωπινά. 3/4 του μιλίου μες τον ήλιο και ξαφνικά βρέθηκα μπρος στην καλύβα. «Ο Μάικ! Α, βέβαια!» Για χρόνια δεν το ‘χα σκεφτεί το μέρος. Πλησίασα. Μια παρέα αγόρια και κορίτσια  κάθονταν σε πάγκους γύρω από ένα τραπέζι κι ετοιμαζόντουσαν να φάνε. Μιλούσαν αγγλικά, σουηδικά, ελληνικά, γερμανικά. Παραμέσα κάποιος μαγείρευε. Κοντός, ηλιοκαμένος, με ένα μαύρο μαγιό κι ένα  αστείο καπελάκι σαν γλαστράκι που υπόξανθοι βόστρυχοι ξέφευγαν από κάτω. “Μάικ…”, έκανα διστακτικά.
Γύρισε αργά, το six pack, που ήταν κάποτε οι κοιλιακοί, είχε εξαφανιστεί. Στη θέση του τώρα ήταν ένα ηλιοκαμένο βαρελάκι. Το μαλλί είχε χάσει την παλιά στιλπνότητα, η ματιά ήτανε η παλιά μόνο που το γαλανό είχε κάμποσο θολώσει. Όμως ο σπινθήρας, το παλιό σπίρτο, δεν είχε ακόμα χαθεί. Πρέπει να ‘ταν τα παιδιά του και οι παρέες τους αυτοί που καθόντουσαν στους πάγκους που κάποτε κάθονταν οι γκόμενες.
“Με θυμάσαι Μάικ?”
”Ο Billy δεν είσαι?” έκανε. Η παλιά τραγουδιστή προφορά ήταν ακόμα εκεί.
 “Πώς από δω, Billy?”
“Τι κάνουν τα παιδιά? Ο Μεκ, ο Guaton, ο Καβάγιο, ο Humberto, η Ιζαμπέλ, η Τερέζα, η Γιέττε, η Lena, ο Τζόννυ? “
Είπα τα νέα μας εν συντομία
“Εσύ?” ρώτησα. Αν και ήξερα: η δουλειά ήταν πιά υποτυπώδης.
“Φίλε έρχεσαι στη πιο δύσκολη στιγμή για μια οικογένεια. Αύριο έχουμε το μνημόσυνο του γιού μου. Σκοτώθηκε πέρυσι με μηχανή. 21 χρονών.”
 Έμεινα να τον κοιτάω. " Έχεις την κόρη Μάικ…"  ψέλλισα.
Κούνησε το κεφάλι. Μου έδειξε μια κοπέλλα. ”Είναι εδώ με τους φίλους της. Είναι και οι φίλοι του γιού μου εδώ πέρα. Πέρνα Billy καμιά μέρα να φάμε τίποτα και να τα πούμε.“
Συνέχισα για την ταβέρνα. Έπιασα ένα ακριανό τραπέζι… ο κόσμος του Μάικ τελείωνε. Εδώ και χρόνια. Χτυπημένος τώρα στη ρίζα, στον γιό, δεν είχε πιά κανένα μέλλον. Δεν μπορούσε να είναι πιο εύγλωττο. Πιο τελεσίδικο!

Φέτος το καλοκαίρι δούλεψα για ένα μήνα σε ένα άλλο ξενοδοχείο κοντά στο Φαληράκι, λίγο πιο πάνω προς τα βόρεια. Ξεκίνησα ένα απομεσήμερο να κατέβω ως τη “Μοναξιά”. 3/4 του μιλίου μες τον ήλιο, προς τα νότια τούτη τη φορά, κι ήμουνα στο παλιό ντους. Η καλύβα δεν ήτανε εκεί. Κοιμήθηκα δίπλα, στη σκιά των καλαμιών. Όταν αργότερα, έκατσα σ’ ένα τραπέζι στην ταβέρνα και παρήγγειλα φαγητό, ρώτησα: “Στέργο τι έγινε ο Μάικ?” Απόθεσε την μπύρα και με κοίταξε:
“Δεν ξέρεις..? Έφαγε ένα πρόστιμο 1500 ευρώ επειδή δεν είχε ταμειακή μηχανή αλλά μπλοκάκι και μετά ένα πεντοχίλιαρο γιατί είχε καλύβα και καταλάμβανε δημόσιο χώρο“
“Γιατί, τι έπρεπε να ‘χει?” ρώτησα.
“Τροχόσπιτο. Κινούμενο. Φόρτωσε τα πράγματα, διέλυσε την καλύβα κι έφυγε”, είπε ο Στέργος.
 Έμεινα πάνω απ’ την παγωμένη μπύρα να κοιτάω τη θάλασσα.... ένας πολιτισμός που δεν σέβεται τις καλαμοκαλύβες δεν αξίζει κανενός είδους σεβασμό.
                                        ………………………………………………………………………
Όσες φορές έφτασα ως  εκεί, για να ξαποστάσω, απέφυγα να κοιτάξω το μισοσβησμένο λάκκο. Το μέρος μοιάζει με στόμα που έγινε εξαγωγή δοντιού. Γρήγορα θρέφει η πληγή κι αφήνει για καμπόσο ένα βαθούλωμα. Μετά χάνεται κι αυτό.
Μερικά ξερά καλάμια είναι πεταμένα εδώ κι εκεί. Ο χειμώνας που θα ‘ρθεί θα σβήσει και τα τελευταία ίχνη. Σε λίγο κανείς δεν θα μπορεί να πει με σιγουριά πού ακριβώς ήταν το σημείο όπου ο Μάικ έβγαλε μιά ζωή.
                                                                                                                          

                                                                                                            Β.Η
                                                                                                               

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015

Μάικ

    Το καλοκαίρι του 2013 δούλεψα σε ένα ξενοδοχείο στο Φαληράκι της Ρόδου. Εκπαιδεύτηκα  στη ζωγραφική και για αμέτρητα καλοκαίρια κερδίζω τα χρειώδη κάθε χρονιάς σαν πορτραιτίστας, δουλεύοντας στην Πιάτσα των Ζωγράφων της Ρόδου. Άρα μπορώ να πω ότι, κατά κάποιο τρόπο, κάθε σαιζόν χάνω άλλο ένα καλοκαίρι της ζωής μου. Όπως κάθε Έλληνας ή ξένος που δουλεύει στην τουριστική βιομηχανία.
     Τη χρονιά εκείνη λοιπόν μια απρόσμενη τροπή των πραγμάτων «στο δρόμο» μ’ έστειλε άρον-άρον σ’ ένα ξενοδοχείο. Με μια, όχι και τόσο κακή, συμφωνία, νοίκιασα πόστο μέσα στο lounge του ξενοδοχείου όπου έναντι μιας λογικής αμοιβής έκανα τα πορτραίτα των πελατών. Το ξενοδοχείο ήταν all inclusive, που σημαίνει ότι ο πελάτης αγοράζει ένα πακέτο διακοπών στο οποίο περιλαμβάνεται η πτήση, το δωμάτιο, το φαΐ, τα ποτά στο μπαρ, η οργανωμένη διασκέδαση και η πρόσβαση σ’ όλες τις εγκαταστάσεις και «ευκολίες» του ξενοδοχείου που έχουν προβλεφθεί για αυτόν και τα παιδιά του. Φυσικό είναι λοιπόν, με τόση πρόβλεψη, σπάνια να βγαίνει κανείς από εκεί μέσα και πρακτικά πρόκειται για ένα στρατόπεδο διακοπών.
    Φυσικό ήταν επίσης, οι πελάτες βαριεστημένοι από ένα άψογο υπερτεχνολογικό και αποστειρωμένο περιβάλλον να έλκονται από έναν χειρώνακτα που δουλεύοντας, μέσα στη μουτζούρα – κύριος… μιάς αρχαίας μαγείας, τους… έκανε την τιμή να ασχοληθεί με το πρόσωπό τους και την «εικόνα» του εαυτού τους. Φυσικό ήταν επίσης σαν «ανεξάρτητος συνεργάτης» ήτοι: κύριος του χρόνου μου αλλά και σαν «καλλιτέχνης», ήτοι: περιβεβλημένος  με το κύρος του μύθου της ζωγραφικής, να απολαμβάνω μέσα στο ξενοδοχείο, το προνομιακό καθεστώς ενός μικρού σταρ, αν και από τους εργαζόμενους δεν διέφευγε το γεγονός ότι και πάνω από μένα, επίσης, πέρναγε ο οδοστρωτήρας του μεροκάματου. Αυτό ήταν ένα σημείο ταύτισης κι έτσι έρχονταν να δουν τι κάνω, να με γνωρίσουν και να μιλήσουν μαζί μου, άρα το πόστο ήταν ιδανικό και για την άλλη δουλειά μου, την κύρια δραστηριότητά μου, η οποία είναι παρατηρητής και καταγραφέας. Είχα λοιπόν τα αυτιά μου ανοιχτά και τα λόγια μου λίγα.
   Άκουσα τις καθαρίστριες, τις σερβιτόρες, τις λατζέρισες,  τις καμαριέρες, μεγάλες ταλαιπωρημένες γυναίκες πολλές από αυτές, να βογκάνε μέσα στα νυχτερινά λεωφορεία της επιστροφής ότι έχουν «ανοίξει» τα πόδια τους από την ορθοστασία.  Άκουσα σε διαλόγους νεαρών σερβιτόρων ότι «δεν την παλεύουν» δουλεύοντας 12ωρα επί βδομάδες χωρίς ρεπό. Διαπίστωσα τον συνεχή έλεγχο, την απίστευτη ρουφιανιά που επικρατούσε, το ακοίμητο μάτι και το μακρύ χέρι της Διεύθυνσης. Τον φόβο της απόλυσης, την ανήμπορη οργή για τους απλήρωτους μισθούς, τον εργασιακό τρόμο και την εξουθενωτική δουλειά που κρύβεται επιμελώς πίσω από την επιβεβλημένη ευγένεια και την «ανεμελιά». Με δυό λόγια αυτό που για τους μεν, ήταν στρατόπεδο διακοπών για τους δε, ήταν στρατόπεδο εργασίας. Ποιος είπε ότι η ελληνική νοοτροπία δεν είναι συμβατή με την βαριά βιομηχανία?

  Ταυτόχρονα είχα όλο τον χρόνο να δω τις θερμοκρασίες, την αθλιότητα και την τρέλλα που επικρατούσε μέσα στην κόλαση της κουζίνας, να δοκιμάσω τα φτηνά λάδια, τα ψεύτικα φρούτα και τα πεθαμένα φαγητά τους. Σ’ ένα κόσμο κέρδους δεν θα μπορούσε να’ ναι αλλοιώς: οι τουριστικοί πράκτορες του εξωτερικού που έχουν στα χέρια τους τους πελάτες ρίχνουν διαρκώς την τιμή ανά κεφάλι, οι ξενοδόχοι απαντούν ρίχνοντας την ποιότητα και οι πελάτες ανταπαντούν σπαταλώντας αφειδώς ποτά και φαγητά. Χιλιάδες οι σχεδόν ανέγγιχτες μερίδες που πετάγονται στους κάδους, στις ζέχνουσες αυλές πίσω από τις κουζίνες των ξενοδοχείων, σε όλο το νησί, όπου κανένας τουρίστας δεν έχει πρόσβαση. Κι ένας πελάτης, περιμένοντας το λεωφορείο για το αεροδρόμιο χάιδευε την κοιλιά του ικανοποιημένος αναφωνώντας: Four kilos!- 4 κιλά λίπους και χοληστερίνης, ο άθλιος!
  Ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων. Να λοιπόν που κατέληξε η περιλάλητη ελληνική φιλοξενία!

    Οι Καλυθιές τώρα, είναι ένα από τα μεσόγεια χωριά της Ρόδου και το επίνειό τους είναι το Φαληράκι. Τούτο δω, ως τη δεκαετία του ’60 ήταν μια παραλία με μερικές καλύβες που οι Καλυθινοί έβαζαν τις βάρκες τους. Τα κτήματα στην παραλία, που τα’ πιανε η αρμύρα, τα έδιναν στους δεύτερους και τρίτους γιούς και γαμπρούς  ενώ τα μέσα, τα καλά, με τις ελιές και τους πορτοκαλεώνες, στους πρώτους. Μετά ήρθε ο τουρισμός. Κι έφερε τα πάνω, κάτω και τους έσχατους πρώτους. Οι καλύβες έγιναν ταβερνάκια, μετά χτιστήκανε δωμάτια και μετα- με τα δάνεια τα καλά- τα  μεγάλα, τα κραταιά ξενοδοχεία. Κατά μήκος του δρόμου που οδηγούσε στην παραλία χτίστηκαν κάτι προχειροκατασκευές που έγιναν μπαρ και τουριστικά μαγαζιά. Τον χειμώνα βροντοκοπούν οι λαμαρίνες και το μέρος το σαρώνει η άμμος αλλά το καλοκαίρι παράγει χρήμα. Είναι μια από τις δημιουργίες της σύγχρονης Ελλάδας. Σ’ αυτήν ανήκει η «σύλληψη» και το «στήσιμο» και ή εγγλέζικη τρέλλα και φαντασία το έκαναν διάσημο.
    Και εμφανίστηκε ο σύγχρονος «ντόπιος» της τουριστικής Ελλάδας, ο τυχάρπαστος! Με τα μπράτσα τα χτισμένα στα γυμναστήρια γεμάτα τατουάζ και απλωμένα ψηλά στο τιμόνι της Harley, να τον προαναγγέλλει ο βρυχηθμός της. Έδερνε και κανένα ατίθασο Εγγλέζο και διέσχιζε ένδοξα τη δεκαετία του ’80.
    Δεν ήταν όμως μόνο οι Καλυθινοί, ήταν όλη η Ρόδος, κι αυτοί που είχαν κατέβει «από πάνω», και οι γουναράδες, και οι χρυσοχόοι… κι είχανε πολλοί παρελθόν σαν Λευκοί της Αφρικής, με βίλες εξοχικές τώρα και με αλέες, στα μέρη τα δροσερά. Που είχαν πρόσβαση άλλοι στα «δάνεια της Χούντας» κι άλλοι στα «δάνεια του ΠΑΣΟΚ». Γεροί επιχειρηματίες, σαν να λέμε, οι «στυλοβάτες».
    Άλλαζαν όμως οι καιροί, σιγανά και ανεπαισθήτως, κάποια “κρίση” ακουγόταν μακριά, ένα-ένα τα ξενοδοχεία γίνονταν all inclusive κι έκλειναν τον κόσμο μέσα, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό κι άρχισε μια παρακμή ξεγυρισμένη για τους φτωχοδιάβολους που κάποτε νόμισαν τους εαυτούς τους πρίγκηπες…
    Αλλά και για τους άλλους που αντέχανε ακόμα, ζορίσανε τα πράγματα. Για μια στιγμή, στην πρώτη επαφή μου με τα ξενοδοχεία, θεώρησα ότι σύντομα επέκειτο πιά, οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες να περάσουν στα χέρια των τουριστικών πρακτορείων του εξωτερικού. Της Thomas Cook και της TUI. Σύντομα έμελλε να καταλάβω ότι αυτό δεν ήταν απαραίτητο. Αφού οι διεθνείς πράκτορες είχαν στα χέρια τους την πρώτη ύλη της τουριστικής βιομηχανίας, την τουριστική μάζα, και στην διάθεσή τους ένα πλήθος συνωθούμενων «τουριστικών προορισμών» μπορούσαν να ορίζουν και την τιμή. Οι Έλληνες ιδιοκτήτες μεταβάλλονταν σε πειθήνιους υπαλλήλους.
    Χάθηκε λοιπόν παντού το αετίσιο βλέμμα, έγινε συντρίμμια η αλαζονεία, χαμήλωσε η βροντώδης φωνή, άλλαξε ο τόνος της- γέμισε δισταγμό και συρτό παράπονο. Πολλά ήτανε τα αγκάθια: το σύστημα του all inclusive, το άσχημο παιχνίδι που τους παίξανε στο Χρηματιστήριο, η (αδιανόητη) πτώση της «ευρωπαϊκής αγοραστικής δύναμης»… Aσπρίζανε και τα μαλλιά…ύπουλα τους είχε φερθεί ο χρόνος.
    O Mάικ ήταν από τις Καλυθιές. Έκανε ό,τι έκανε κάθε παιδί της πληβειακής Ρόδου την εποχή που έφτασε το πρώτο μεγάλο κύμα του τουρισμού: δούλευε εδώ κι εκεί, αλήτευε, έκανε ακροβατικές βουτιές από το τραμπολίνο, την εξέδρα στο Έλλη beach, μοστράριζε μπράτσα και κοιλιακούς στην παραλία προς χάριν της μικρής Σκανδιναβής και ανέβαινε για προσκύνημα τα βράδια προς την Αquarius, την Babylon, την Embassy, ή τους κήπους της Sfinx όπου μέσα στον καταιγισμό μιάς χορευτικής ποπ, σηκωνότανε μια μυρουδιά από κοριτσίστικο ιδρώτα και σαπουνάκι Lux.
    Εκεί ήταν που γύρω στις 1.30 κάθε νύχτα, “τα παιδιά της ντισκοτέκ”, χορεύοντας, έσπρωχναν ανεπαίσθητα με τις πλάτες τον κόσμο και μόλις άνοιγαν ένα πέταλο, τα φώτα χαμήλωναν κι έπεφταν οι πρώτες νότες από το Sex Machine του James Brown κι άρχιζε κάτι αυστηρά «φυλετικό», πράγμα που σήμαινε ότι οι «απέξω» στριμώχνονταν πάνω στο πέταλο για να «δούν» χωρίς να διανοούνται καν να μπούν «μέσα» κι όπου «μέσα» λάμβανε χώραν μια τελετή: αγόρια χόρευαν κατά ζεύγη αντικριστά και πήδαγαν χιαστί ο ένας μες τα σκέλια του άλλου διαλαλώντας την αρσενική τους δύναμη και μετά, προτού ο καθένας αποσυρθεί για τον επόμενο, έκανε κάθε ακροβατική φιγούρα που είχε κερδίσει μέσα από ώρες εξάσκησης για να φανεί το τάλαντο και η φαντασία του. Και βάσταγε όλο το «συμβάν» για κανά δεκάλεπτο υπό τη χωσιά της πιο βαριάς αράπικης soul μέσα σε λευκή σάρκα! Τούτος ο άγριος πολεμικοσεξουαλικός χορός ήταν το «μπαμ»! Ο Ροδίτικος Πυρίχειος!  Όλα μετρημένα πάνω στην κόψη με σκοπό την πειθάρχηση σε κάποιους άγνωστους και σκοτεινούς θεούς του ρυθμού, τον θαυμασμό του πλήθους, την εκτίμηση των κολλητών και τις γκόμενες.
    The eighties was a great decade! Ναι, η δεκαετία του 80 υπήρξε μια μεγάλη δεκαετία. Ο λαός έζησε την ευμάρεια. Ο Καπιταλισμός έχοντας αφομοιώσει την αμφισβήτηση, όπως μόνο αυτός ξέρει, ανανεωμένος και λαμπερός, μοίραζε παντού τα δώρα του. Ταυτόχρονα το παλιρροιακό κύμα που ξεσήκωσε η δεκαετία του 60, αυτή η μητέρα όλων των δεκαετιών,  έφτανε, αν και συνεχώς φθίνον, ως το τέλος της. Ο μαζικός τουρισμός, που μόλις άρχιζε, είχε κάτι από την αθωότητα κάθε αρχής. Και κάτι, που ακόμα απέμενε από την ξενοιασιά και ελευθερία ενός χίππικου καλοκαιριού, συναντούσε ένα αίσθημα φιλοξενίας και μια απλότητα που συνέχιζε να έρχεται από τους νεολιθικούς χρόνους. Αμφότερες οι πλευρές ήθελαν ειλικρινά να γνωρίσουν αλλήλους. Οι Έλληνες αυτό τον «λαό» που κατέβαινε απ’ τον Βορρά και οι Βόρειοι μια χώρα στον ήλιο που έβγαινε από… την κλασική εποχή και γνώριζε ακόμα τον χρόνο. Με ένα γνήσιο πνεύμα τυχοδιωκτισμού, ολοζώντανο ακόμα εκείνες τις δεκαετίες, υπήρξαν άντρες που βάλθηκαν να γνωρίσουν «όλες τις χώρες κι όλους τους λαούς του κόσμου». Και, ως γνωστόν, για να γνωρίσεις καλά ένα λαό πρέπει να γνωρίσεις τις γυναίκες του. Αυτές θα σου μάθουν ό,τι δεν βρίσκεται γραμμένο πουθενά. Και οι βόρειες γυναίκες, σ’ ένα αδιάκοπο κυνήγι του ήλιου, κουρασμένες από τον άντρα –σύντροφο έψαχναν νοσταλγικά τον “άντρα” για να ξανανοιώσουν  “γυναίκες”. Και ήταν ντόμπρες, να κάτι ξεχασμένο, ντόμπρες και γενναιόδωρες! Και οι ντόπιοι που είχαν μεγαλώσει στα μποστάνια και έκαναν βουτιές και τσαλαβουτούσαν στις χωμάτινες στέρνες, τις «χαβούζες», μες τις καλαμιές και τους ανεμόμυλους, πλαισιώνονταν  από τους άλλους που άφηναν την καμπίσια σκόνη του Έβρου και τους άλλους απ’ τα Τρίκαλα, και τους ορεσείβιους, που βάδιζαν ξανά «Μέχρι το Πλοίο», και κατέβαιναν όλοι αυτοί εδώ κάτω, στην Ευρώπη! Και οι άλλοι, οι ροκάδες με τα μαύρα t-shirt, που, σαν μαγνήτης τους τράβαγε ο Νότος και άφηναν πίσω τους την Νύχτα και την έρημο μιάς ισοπεδωμένης Αθήνας. Και δεν ήταν μόνο η ευκαιρία για δουλειά αλλά, από πιο βαθιά, η παλιά πείνα.
    Για να συναντηθούν όλοι τους με τις κοπέλλες που είχαν μεγαλώσει στη αγκαλιά του Κράτους- μαμά και τη φροντίδα και την πλήξη του Κράτους -νυχτοφύλακα ”. Που έψαχναν τον «αλήτη» γιατί ο «αλήτης» έχει γερό κύτταρο και κάποιες απ’ αυτές, την παντελή αποστασία από τα ανθρώπινα φυτώρια.
    Και παίχτηκε ξανά και ξανά το «Κορίτσια στον ήλιο» με χιλιάδες Ανν Λόμπεργκ και κάποιες φορές το «Καλοκαίρι με την Μόνικα» και κάποιοι λίγοι τυχεροί, ευνοημένοι από τον έρωτα, αποπειράθηκαν μια περιπλάνηση και μια  δεύτερη Φυγή προς την Αθανασία σε κάθε γωνιά της γης.
                                                                                                                         (συνεχίζεται)

                                                                                                                     Β.Η