Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Της Σιωπής

                                                              στο Μάρκο Μέσκο

Μας γέμισες το στόμα χώμα.
Κόπηκε η καρδιά μας.
Κι είναι χειμώνας πάλι.
Στα μέρη μας είναι ο βοριάς.
Στα βουνά το πρώτο χιόνι.
Βροντάει τ’ άρβυλα στην αυλή ο μπάρμπα-Νικόλας.
Κι ο Βασίλης ταξιδεύει.

Μάνα έφυγες με το νεογέννητο στην αγκαλιά
κι ήρθε το άλογο και μας βρήκε
την ώρα που κοιμόμασταν
και η μικρή κόρη στο Άσυλο
και η άλλη ξενοδουλεύει
και θέλει να’ρθει πίσω.

Κι εσύ κυρά μας τάισες
ψωμί-φάντασμα,­ με λοξό γελάκι
και σαλαγούσες τα πρόβατά σου
μέσα στις κάμαρες, φορτωμένα κέρατα,
ψέματα μας γέμισες, ζαχαρωμένα ψέματα
μα πιο πολύ πονάνε, πατρίδα μητριά
αυτά που είπαμε στον εαυτό μας
για να μπορέσουμε να σε πιστέψουμε
Μητριά Πατρίδα.
                               



                                                               Β.Η

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Απόγευμα Παρασκευής - Κυριακή πρωί

 Απομεσήμερο Παρασκευής μέσα σ’ ένα βιβλιοπωλείο μ’ έπιασε ένα σύγκρυο κι ένοιωσα χωρίς να κάνω λάθος –ποτέ δεν λαθεύουμε σε κάτι τέτοια - το πλησίασμα ενός παιδικού φίλου. Πήγα άρον-άρον σπίτι έφτιαξα μια σούπα και χώθηκα στο κρεββάτι. Κοιμήθηκα ατέλειωτες ώρες ενώ δούλευε ο πυρετός.
  Χτες ήταν μια μέρα σχεδόν θύελλας. Ο Υμηττός θολός και βουρκωμένος. Ύστερα από ένα χειμωνιάτικο οικογενειακό γεύμα με ζεστό τραχανά και κόκκινο κρασί, τού ρίχνω μια τελευταία ματιά μέσα από βλέφαρα βαριά. Οι ύπνοι πέφτουνε απάνω μου σαν κλινοσκεπάσματα. Ο πυρετός έχει στυλωμένα πάνω μου, σα φανάρια, αναμμένα κόκκινα μάτια σαν την ύαινα. 38 γεμάτο! Δηλαδή 38 και κάτι δέκατα. Κοιμάμαι και ξυπνώ. Πίνω ζεστά φασκόμηλα και ξανακοιμάμαι. Αλλά τι ύπνος χωρίς όνειρα! Τέτοιος ύπνος μέσα στα μάτια είναι μια κηλίδα από μελάνι που απλώνεται.
  Αλλά τι πειράζει? Όσο εγώ κοιμάμαι ανονείρευτα δίπλα στον φίλο μου, το βουνό, αυτό αλλάζει χίλιες όψεις μες το σύννεφο, παίρνει χίλια πρόσωπα άρα: Να, πού πήγαν τα όνειρά μου!
  Το βράδυ βλέπω τον Χορν και τη Λαμπέτη. Η νύχτα έρχεται στοιχειωμένη όλο βροχή και αντάρα. Η ομίχλη ως τα πρώτα σπίτια. Τα νεαρά κυπαρίσσια λυγάνε σχεδόν μέχρι το έδαφος. Ο αέρας σηκώνει τους νερόλακκους. Επομένως είναι μια νύχτα αφιερωμένη στο νερό και στον άνεμο. Για μια στιγμή πεθύμησα να ΄μουνα στοιχειό χαμένο στο βουνό. Ή τη χθαμαλή φωτιά μες το μαντρί. Ή έστω το μοναχικό αντισκηνάκι στο απάνεμο φαράγγι.
  Ξυπνώ απύρετος. Τα χαράματα ξαναεμφανίστηκαν τα πρώτα όνειρα. Η μέρα προαναγγέλλεται λαμπρή. Ψήνοντας τον πρωινό καφέ με πιάνει η επιθυμία να διαβάσω πάλι την Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου του Ρεημόν Καρτιέ, που διάβαζα τον Σεπτέμβρη. Να διαβάσω για τις απίστευτες ταλαιπωρίες ανθρώπων στα χιόνια, στην έρημο, στη ζούγκλα. Στη λάσπη, στη θάλασσα και στους αιθέρες. Τέτοια θαλπωρή!
  Καμμιά αμφιβολία πρόκειται για αριστούργημα. Ο Καρτιέ σε κάποιες σελίδες φτάνει στον λυρισμό.  
  Υπάρχουν καταστάσεις που όταν διαβάζουμε για αυτές είναι καλά. Όταν όμως συμβαίνουνε σε μας τότε όχι, και δυσανασχετούμε. Ο Πόλεμος είναι μια από αυτές. Ο καθένας μπορεί να κάνει ένα μικρό κατάλογο με τις υπόλοιπες. Είμαι σίγουρος ότι ελάχιστα θα διαφωνήσουμε!                                          


                                                                                              Β.Η 

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Ενάντια στο σχολείο



                                   Από πολύ μικρή ηλικία χρειάστηκε να διακόψω 
                                  τη μόρφωσή μου για να πάω σχολείο.
                                                      Τζωρτζ Μπέρναρ Σω

    Ο Ξενοφών περπατώντας μες την αρχαία Αγορά βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Σωκράτη. Αυτός με μια γρήγορη κίνηση έχωσε το μπαστούνι του ανάμεσα στα πόδια του Ξενοφώντα ο οποίος σκόνταψε και έχασε τα αυγά και τα πασχάλια. Και προτού προλάβει να συνέλθει, ο Σωκράτης του απηύθυνε το  πρωταρχικό ερώτημα:
   -Πες μου νεαρέ, τι είναι αυτό που κάνει τη ζωή άξια να τη ζει κανείς?
    Ο Ξενοφών έδωσε μια-δυό απαντήσεις κουτουρού, που του φαίνονταν σωστές εκείνη τη στιγμή, μιας και το θέμα δεν το είχε προφανώς επεξεργαστεί - πιθανώς ανέφερε και κ­άτι που είχε ακουστά – οι απαντήσεις δεν ικανοποίησαν τον Σωκράτη, πράγμα φανερό, και το χειρότερο δεν ικανοποιούσαν καν τον ίδιο! Και όπως στεκόταν αμήχανος εκεί:
   -Έπου και μάνθανε, του ένευσε ο Σωκράτης! Έτσι τον έκανε μαθητή του.

    Πώς να μη θαυμάσει κανείς τη μαεστρία του Σωκράτη ο οποίος διαταράσσοντας τη φυσική ισορροπία του Ξενοφώντα του εξασθενεί την αντίσταση παντού, προτού τού θέσει το καταλυτικό ερώτημα. Γιατί, ενάντια στην κρατούσα άποψη, ο Δάσκαλος βρίσκει τον μαθητή! Και το κάνει γιατί, όντας Δάσκαλος, επιδιώκει την βελτίωση. Ο Δάσκαλος μπορεί να είναι Δάσκαλος ακόμα και χωρίς μαθητή, αλλά θα ψάξει να τον βρει υπακούοντας στην απαίτηση της ζωής. Η οποία, ζωή, επιδιώκει με κάθε τρόπο να βελτιωθεί. Το ζειν αποζητά το ευ ζειν! Ο Δάσκαλος θέλει να γεννήσει. Δεν γεννούν μόνο οι γυναίκες!
    Κάποτε οι φιλόσοφοι ήταν περιζήτητοι και δυσεύρετοι. Και ήταν μεγάλη τύχη να σε διαλέξει ένας απ’ αυτούς! Όμως εκείνοι οι άνθρωποι εξέλιπαν και το νήμα κόπηκε.
    Σήμερα τα παιδιά αφήνονται στο έλεος του Σχολείου. Δηλαδή της μαζικής εκπαίδευσης. Δηλαδή του Κράτους! 
     Το σχολείο είναι μια μέτρια λύση για να μάθει κανείς ανάγνωση, γραφή και αριθμητική! Για να αποκτήσει επιπλέον κάποιες τεχνικές δεξιότητες. Το να ζητάς κάτι βαθύτερο απ’ αυτό σημαίνει ότι δεν γνωρίζεις ούτε για τη φύση του σχολείου ούτε για το βάθος.     
    Αφέθηκε λοιπόν στο Κράτος ο ρόλος του παιδαγωγού. Καθόλου περίεργο που οι εκπαιδευτικοί του υπάλληλοι μοιάζουν με προπονητές. Η λεγόμενη εκπαίδευση μοιάζει με πρωταθλητισμό. Και όπως αυτός υποστηρίζεται από τις φαρμακευτικές βιομηχανίες και στηρίζει την διαφήμιση έτσι και η εκπαίδευση συνδέεται με την βιομηχανία εν γένει και με την παραγωγή. Καθόλου παράξενο που διαρκώς εξειδικεύεται. Πολλαπλά και αλληλοκαλυπτόμενα συμφέροντα τείνουν προς τα κει. Επόμενο λοιπόν που κανείς μες το σχολείο δεν αναφέρεται στη ζωή. Αλλά θα έπρεπε κανείς να αγαπήσει τη ζωή για να την καταλάβει.
    Ποιός γεννιέται, ποιός πεθαίνει μες τα σημερινά τα σπίτια? Γέννηση και θάνατος, οι δυό σημαντικότερες στιγμές ενός ανθρώπου, η μια της εισόδου και η άλλη της εξόδου απ’ τη ζωή, έχουν ιατρικοποιηθεί και κλείστηκαν πίσω από τείχη ερμητικά. Αυτά των «στρατοπέδων Υγείας» που είναι τα νοσοκομεία. Και σε ένα κόσμο που σταθερά στρατικοποιείται, το Κράτος δεν θα μπορούσε να αφήσει αδέσποτη τη διαδικασία εισόδου στην κοινωνία. Έτσι ζούμε σε μια «κοινωνία σχολείων».
    «Ο δικαστής G.O Douglas, μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου των Η.Π.Α. παρατήρησε ότι για να καθιερωθεί ένας θεσμός ο μόνος τρόπος που υπάρχει είναι να τον χρηματοδοτήσουμε. Το αντίθετο είναι επίσης αληθινό: Μόνο αφαιρώντας δολλάρια από τους θεσμούς που σήμερα υπηρετούν την πρόνοια, την υγεία, την εκπαίδευση μπορούμε να ανακόψουμε την εξαθλίωση που δημιουργούν οι εξουθενωτικές παρενέργειες των θεσμών αυτών.»
    «Οι αγρότες στα οροπέδια των Άνδεων υφίστανται την εκμετάλλευση του κτηματία και του μεσάζοντα, όταν όμως εγκατασταθούν στη Λίμα προστίθεται επί πλέον η εξάρτηση τους από πολιτικά αφεντικά και ο αποκλεισμός τους λόγω έλλειψης εκπαίδευσης. Η εκμοντερνισμένη αθλιότητα συνδυάζει την έλλειψη ισχύος με μια απώλεια της προσωπικής ικανότητας. Ο εκμοντερνισμός της αθλιότητας είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που βρίσκεται στη ρίζα της σύγχρονης υπανάπτυξης. Εμφανίζεται βέβαια με διαφορετική μεταμφίεση σε πλούσιες χώρες και φτωχές. Και απομένουν ακόμα πιο λίγες χώρες σήμερα που εξακολουθούν να παραμένουν θύματα της κλασσικής αθλιότητας που ήταν σταθερότερη και λιγότερο τραυματική.»
    «Έγινε λοιπόν το σχολείο ένα είδος Παγκόσμιας Θρησκείας του εκσυγχρονισμένου προλεταριάτου και μοιράζει μάταιες υποσχέσεις για σωτηρία στους φτωχούς της τεχνολογικής εποχής. Το Έθνος –Κράτος τραβολογά όλους τους πολίτες στις σχολικές τάξεις που οδηγούν στην ακολουθία των προβιβασμών και των διπλωμάτων, εικόνα που θυμίζει τις τελετές μύησης και τις προαγωγές των αρχαίων ιερατείων».
   Παρ’ όλο δε τον πακτωλό των χρημάτων που ρέει προς αυτό, των μελετών και της φροντίδας, «οι αποτυχίες του σχολείου ερμηνεύονται από τον περισσότερο κόσμο σαν απόδειξη του ότι το σχολείο είναι ένα έργο πολύ ακριβό, υπερβολικά πολύπλοκο, πάντοτε μυστικοπαθές και συχνά άπιαστο.» 
    Πράγματι το σχολείο, με άλλοθι τη μάθηση, μοιάζει περισσότερο με μια υπηρεσία έκδοσης διαβατηρίων για αυτή τη μυστηριακή πορεία κοινωνικής ανέλιξης. Αυτός πρέπει να ‘ναι και ο λόγος της βαθιάς ανορθολογικής πίστης που οι πληθυσμοί τρέφουν σε αυτό.
    Και πίσω από τη μάθηση ο έλεγχος. Κι όπου ο έλεγχος είναι πιο υψηλά εξορθολογισμένος και αφανής, όπου η πυγμή της αποτελεσματικότητας κρύβεται με λεπτό γάντι, εκεί όπου το γκέττο ξαναφτιάχνεται σαν περιβάλλον ευγενών προθέσεων, συνοδεύεται όλο και πιο συχνά από λουτρά αίματος.
    Είναι να γελάει κανείς με τις διαμάχες που ξεσπούν ανάμεσα στους υποστηρικτές του «δημοκρατικού σχολείου» και τους υποστηρικτές των σχολείων της ελίτ. Και πρέπει να είσαι σε πολύ δύσκολη θέση για να αποθέτεις τα παιδιά σου στα σκαλιά του Κράτους.

    Τι ιερή φρίκη και στιγμή! Να εγκαταλείπεις νύχτα την Οξφόρδη «μ’ ένα μικρό μπόγο ρούχα στη μασχάλη, έναν αγαπημένο Άγγλο ποιητή στη μία τσέπη κι ένα μικρό τόμο με εννέα τραγωδίες του Ευριπίδη στην άλλη»! Και τι εύνοια… ενώ η πρόθεσή σου ήταν να τραβήξεις για το Ουεστμόρλαντ από αγάπη για το μέρος, ωστόσο η τύχη να δίνει διαφορετική κατεύθυνση στις περιπλανήσεις σου και να στρέφει τα βήματά σου κατά τη Β. Ουαλλία!
   
    Εμείς που υπήρξαμε περήφανοι drop outs, ακολουθώντας μια παράδοση που γινόταν ξανά επίκαιρη από το Berkeley ως τα μέρη μας, αναμειχτήκαμε με απατεώνες, με τυχοδιώκτες και φυγόστρατους και με τις κοπέλες που «έπαιρναν τους δρόμους» πιστές σ’ ένα έμφυτο ταλέντο για ζωή. Κοινή μας μοίρα μας ήταν η αποδημία και η περιπλάνηση. Ήταν αυτάρεσκοι οι καιροί!

    Ο Ξενοφών ήταν άνθρωπος της περιπέτειας. Αφού έζησε τις περιπέτειες στις οποίες ρίχτηκε, έγραψε για αυτές. Για να γράψεις καλά πρέπει να έχεις ζήσει. Μπορούν να μιλούν για τη ζωή – και μιλούν καλά – αυτοί που την έζησαν. Και ο συγκεκριμένος στάθηκε τυχερός. Έσωσε τη ζωή τη δική του και των συντρόφων του και, με μόνη ζημιά την υπερορία, αξιώθηκε απ’ τους εχθρούς της πατρίδας του μια φιλοξενία ώστε να μπορέσει να συγγράψει.
    Ο έρωτας, ο θάνατος, το μυστήριο της ζωής αποκτούν στις μέρες μας κάτι από το χαρακτήρα του αρχαίου «ταμπού». Κανένας από τους θεσμούς της σύγχρονης κοινωνίας δεν μπορεί να μιλήσει για κάτι σημαντικό. Η οικογένεια δεν μπορεί να μιλήσει για τον έρωτα. Έχουν αλληλοσυγκρουόμενες βλέψεις. Ούτε  η Εκκλησία μπορεί. Ούτε το Κράτος. Ούτε η Εκκλησία μπορεί να μιλήσει για το μυστήριο του Κόσμου. Συμφέρον της να το καπηλεύεται. Και το Κράτος δεν μπορεί να μιλήσει για τον θάνατο. Συμφέρον του είναι να τον αποκρύπτει. Επιπλέον ποιός μπορεί σήμερα να μιλήσει με τρόπο μνημειακό? Θα έπρεπε να έχει κάτι αξιομνημόνευτο να πει.

    Εν αρχή όλων όμως, το σχολείο αδυνατεί να μιλήσει για τη ζωή σ’ αυτή την απροσποίητη ζωή που κάθεται στα θρανία. Προτιμά να την εξουθενώνει επιμελώς.
    «Ο Φιντέλ Κάστρο φαίνεται ότι, τα πρώτα χρόνια, ευνοούσε την κατάργηση των σχολείων υποσχόμενος ότι: το 1980 η Κούβα θα είναι σε θέση να διαλύσει το Πανεπιστήμιό της, καθώς η ζωή ολόκληρη τότε στην Κούβα θα είναι μια διαρκής εκπαιδευτική εμπειρία.»
    Συμπεραίνεται λοιπόν πως οποιαδήποτε απόπειρα ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, οποιαδήποτε απόπειρα αλλαγής της ζωής αρχίζει με την κατάργηση των σχολείων.

    Σύμφωνα με μια σχηματική αναπαράσταση των ανθρωπίνων υποθέσεων ό,τι ήτανε σοφία υποχώρησε και έδωσε τη θέση της στη γνώση και ό,τι ήταν γνώση έδωσε τη θέση της στην πληροφόρηση. Και αν η σοφία είναι αποτέλεσμα και ευτυχής κατάληξη του αγώνα μιας ζωής να φτάσει στην αλήθεια και στον καθολικό άνθρωπο, η γνώση ίσως να ‘ναι η προσπάθεια να μάθεις για τη ζωή δίχως να την έχεις ζήσει. Και η σημερινή ακόρεστη πείνα για πληροφόρηση, μιά βουλιμία! Βουλιμία του Νου!

    Να κινείσαι με ταχύτητα στην επιφάνεια των πραγμάτων και να αδυνατείς να εμβαθύνεις. Αμάσητα να καταπίνεις τροφή φτωχή σε θρεπτική αξία και υπέρβαρος να πεθαίνεις από αβιταμίνωση μέσα στην αφθονία!
    Τι μοίρα κι αυτή! Να πεθαίνεις μέσα στα τριανταφυλλένια βιβλιοπωλεία του κόσμου!


                                                                                                                       Β.Η


Σημ. Αποσπάσματα από το «Κοινωνία χωρίς σχολεία» του Ιβάν Ίλλιτς και τις «Αναμνήσεις ενός Άγγλου Οπιοφάγου» του Τόμας Ντε Κουίνσυ. 

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Του Πρίγκηπα

 Στις Νύχτες και τα πρωινά που θα ‘ρθουν!

Τώρα που μπύρα και μπαταρίες ξεθύμαναν
θα κατεβούμε κουτρουβαλώντας στο βαγένι
να πιάσουμε παλιό κρασί
και θα πιάσουμε το κλεφτοφάναρο κι αν χρειαστεί, λυχνάρι
δίχως παράπονο
γιατί θα πάμε στον πόλεμο τραγουδώντας

οι μεμψίμοιροι θα πεθάνουνε κατά χιλιάδες
όχι όμως εμείς
γιατί εμείς έχουμε την ομορφιά
και η πραγματική ομορφιά δεν πολεμιέται
μόνο υπάρχει
σε πείσμα των κακότροπων γέρων και των φτιασιδωμένων

Κι έχουμε την ορμή των νεαρών βεδουίνων
επίφοβοι όταν ιππεύουν
μες τη βαριά μυρουδιά του ιδρώτα
που ορκίζονται με στάχτη και σκόνη

βάρβαροι και τρυφεροί

Και τη σκοτεινιά του Πρίγκηπα
που μελετάει
τους χάρτες τ’ Ουρανού
το κιτάπι της Κόλασης
και υπολογίζει τα γήινα

η σιωπή του προκαλεί ανησυχία στη Αυλή

Εμείς που περιπλανηθήκαμε μοναχικά σαν ένα σύννεφο
και σταθήκαμε δακρυσμένοι μες τα χρυσά καλαμπόκια
και ακούσαμε το τραγούδι του πρωινού
νοιώθοντας την ταραχή του ταξιδευτή μες την ψυχή
γνωρίζουμε πως αναγγέλλει τη νέα Αισιοδοξία
της εποχής που έρχεται
μες απ’ τον σπάρταρο του έρωτα
και τον χορό του σφυριού πάνω στ΄ αμόνι

   

Παλιά μου αγάπη
εμείς δεν χαθήκαμε μέσα στη λύπη του κόσμου
είμαστε μαθητές του Χρόνου
του Χρόνου που είναι αδέκαστος κι ακριβοδίκαιος
εδώ, δεν υπήρξε μόχθος δεν θα υπάρξει ανταμοιβή
εδώ, δεν υπήρξε καλλιέργεια δεν υπάρχει ωρίμανση

 που έρχεται ζωσμένος
πάνω σε άρμα ελαφρύ
από λεπτοκαρυά πλεγμένο 
του Χρόνου που είναι ο Πρίγκηπας 
και ο Κύριος των τεκταινομένων.
                                                                                         

                                                                                                  Β.Η