Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022

Ο Πέπλος

 Ένας πέπλος άρχισε να πέφτει εδώ και χρόνια πάνω στη χώρα, τρυφερά και υποσχετικά στην αρχή, σαν ευδαιμονία και σαν παιδική ηλικία, και έθρεψε χαμόγελα που δεν άργησαν να γίνουν καγχασμός-άγριο γέλιο. Κι αφού έγιναν οι προδοσίες που έπρεπε να γίνουν, προδόθηκε ο γείτονας, o συνεργάτης ο φίλος, o αδελφός, άρχισε ο πέπλος, ο αδιόρατος, σιγά-σιγά να σφίγγει και μετατράπηκε σε βρόχο. Όπου γυρνώ τώρα βλέπω πρόσωπα με την αγωνία τής ασφυξίας. Όποια μάτια κι αν κοιτάξω βλέπω τη ματιά που ζητάει έλεος. Αφήσαμε ανθρώπους να κυβερνήσουν που ήταν ομοιώματα ηγετών γιατί μας έμοιαζαν, έτσι όπως είχαμε κι εμείς γίνει το ομοίωμα αυτού που έπρεπε να είμαστε. Αφήσαμε τους ανθρώπους τους να τρέχουν πολυάσχολοι εδώ κι εκεί, λες και δεν καταλαβαίναμε τι κάνουν· απλώναν τον πέπλο στην αρχή και μετά έσφιγγαν τον βρόχο! Ήταν δυνατόν να μην το βλέπουμε; Κι όμως! …μίλαγαν κιόλας πολύ για τους νέους καιρούς, ρωτήματα πολλά δεν κάναμε, δεν γίνονται ρωτήματα σ’ αυτή την εποχή, κάναμε τότε πως καταλαβαίνουμε κι ας μη καταλαβαίναμε γρυ, μας έδειχναν πότε -πότε και τα συμβόλαια με την υπογραφή μας, όλα σωστά βαλμένα… Αμέ; Πώς;
    Ώσπου κάποιο σούρουπο, απ’ αυτά που δεν θέλει κανένας να θυμάται, όπως καθόμασταν ‘κει πέρα, άρχισε ν’ ακούγεται το αρχαίο τύμπανο της καταστροφής, ένας ήχος μουντός, βαθύς και από πάνω ένα ταμπούρλο τόσο δα, πάντα το ίδιο ασχέτως εποχής. Αυτό το αναγνωρίσαμε αμέσως λες και το ξέραμε ανέκαθεν. Περίεργο, γιατί τέτοιο κοντραπούντο δεν είχε ξανακουστεί σε τούτες τις γενιές, αλλά σαν να ‘τανε ο ήχος κι ο ρυθμός του γραμμένος σε κύτταρο που ούτε ξέραμε ότι υπάρχει. Κάναμε τότε έτσι να σηκωθούμε μα, φρίκη πελώρια, σα σε όνειρο κακό, δεν μας ακούγαν ούτε πόδια ούτε χέρια. Τότε νοιώσαμε και τη θηλιά που με τόση φροντίδα μας είχαν περάσει στο λαιμό. Πήγαμε να κράξουμε, απαίσιος κραγμός ακούστηκε στ’ αυτιά μας, δεν το πιστεύαμε πως ήτανε δικός μας… κάναμε ξανά να σηκωθούμε, όλα μάταια! Και πάλι αρχίσαν τα λογάκια, τα καθησυχαστικά και τα γλυκά κι είπαμε, δεν μπορεί, λάθος θα κάναμε, ήταν και το μυαλό μας ταραγμένο, πολύ ταραγμένο. Καθήσαμε πιά και μόνο κοιτιόμασταν… ύστερα γυρίζαμε αλλού το πρόσωπο.

    Μετά αρχίσαν οι αρρώστιες, τα σούρτα-φέρτα στους γιατρούς. Διαπίστωναν κι αυτοί τις ασθένειες τις γνωστές και κάτι παθήσεις σπάνιες που τις ξέραν απ’ τα διαβάσματά τους. Γράφαν συνταγές, τις παίρναμε και φεύγαμε κι αυτοί αλλάζαν βλέμματα, τι στην ευχή! γιατροί ήντουσαν και ξέρανε πως δεν υπάρχει ελπίδα γιατί ο ασθενής (εμείς) έχει χάσει την πίστη του στον εαυτό του.

    Και τώρα που είπα εαυτός, θαρρώ πως ξέρω. Από τον πολύ εαυτό πάθαμε ό,τι πάθαμε! Μάλλον… αφήστε με για λίγο να σκεφτώ… μάλλον δεν μας έχει απομείνει ίχνος εαυτού, μάζα σκοτεινή είμαστε, κοπάδι που χαλάστηκε το μαντρί του, αδιάκοπο τρεχαλητό μέσα σε κάμπο άφωνο· κάθε τόσο αρπάζει η νύχτα κάτι. Ψάξαμε τον εαυτό εκεί που δεν υπήρχε. Αναζητούσαμε τον αυθύπαρκτο εαυτό και τον φορτωθήκαμε φορτίο! Θελήσαμε τον εξαιρετικό εαυτό και πήραμε έναν αριθμό. Φορέσαμε έπειτα τον αριθμό σαν κακοραμμένο ρούχο. Δεν υπάρχει εαυτός χωρίς τους άλλους. Δεν υπάρχει σωσμός αν δεν νοιώθεις το χνώτο του διπλανού σου. Αν δεν φας το ψωμί του και δεν πιείς το κρασί του… Δεν υπάρχει σωσμός δίχως πατρίδα, παλιοκερατάδες!
    Και υπάρχουν οι πατρίδες-σπίτια που συντρίβονται με κρούση και άλλες που συνθλίβονται με σφιχτό εναγκαλισμό· σπαν τα κόκκαλά τους ένα-ένα, κρακ-κρακ-κρακ, διαλύεται η εσώτερη δομή τους. Και οι άλλες που καίγονται από μέσα. Όλες οι πατρίδες έχουνε πυρποληθεί. Και υπάρχουνε αυτές που έχουν τυλιχθεί στις φλόγες. Κι άλλες που σιγοβράζουν στο βάθος και η φωτιά δεν έχει αρπάξει ακόμα τις κουρτίνες.

    Έτσι, δίχως νόμο, χωρίς δικαιοσύνη, πέσαμε στην απελπισία … τώρα πρέπει να ματώσουμε γερά. Υπάρχουν μερικοί που περιμένουν το τέλος του κόσμου για να τους λυτρώσει. Α, πα πα πα! δεν πρόκειται να ‘ρθεί! Έχει τούτο το άπατο πηγάδι πάτο; Αργά η γρήγορα θα αναγκαστείτε να πολεμήσετε για τη ζωή σας… να δείτε που στο τέλος δεν θα το γλυτώσουμε το αίμα! Να εξηγηθώ καλύτερα: οι καλύτεροι από μας (και κάποιοι απ’ τους πιο άτυχους) θα πολεμήσουνε για όλους. Και τότε δεν αργεί ο εμφύλιος. Και μη μου πείτε ότι δεν καταλάβατε πως όλοι πόλεμοι σιγά-σιγά μετατρέπονται σ’ εμφύλιο; Κοιτάξτε μόνο πώς κολακεύει η θηριώδης Αρχή τα θύματά της!

    Να μιλήσω τώρα για αυτούς που βάλαμε μπροστά και τους ακολουθούμε… για να πούμε την αλήθεια, χωρίς καμμιά εμπιστοσύνη. Δεν είναι μπροστάρηδες αυτοί, διακινητές είναι και σκοτεινοί περαματάρηδες. Να σας πω… πιο πολύ θυμίζουν τους παλιούς πλοιάρχους δουλεμπορικών! Εκείνους που στη θαλασσοταραχή ξεφορτώνονταν ένα μέρος του φορτίου. Δεν καταλάβαμε όμως πως αυτοί που ζήτησαν και πήραν εξουσία ήταν διατεθειμένοι να τα παίξουν όλα για όλα σε μαύρο πόκερ με συνέταιρο τον Διάβολο; Δεν ποντάραμε κι εμείς μαζί τους; Δεν μας φορέσαν τη μουτζούρα ‘κεινη τη στιγμή; Δεν ξέρουμε παρόλα αυτά πως όταν βγαίνεις μπροστά, αρχηγός, βάζεις ενέχυρο τη ζωή σου; Τι διστάζουμε λοιπόν τώρα που χάνεται η παρτίδα κι είμαστε ένα βήμα απ’ την καταστροφή; Ας γίνει μια δεύτερη βάφτιση και μια καινούργια αρχή! Η Δημοκρατία μπορεί να αποβεί κι αυτή ένα εγκληματικό καθεστώς· ώφειλαν να ξέρουν!
    Αλλά δεν είμαστε όλοι άσωτοι, υπάρχουν και αυτοί που διάγουν βίο ενάρετο. Αυτοί που θέλησαν να σώσουν τον εαυτό τους. Και περιορίστηκαν αργά η γρήγορα σε μια πρόσοψη εαυτού. Μα υπήρξε ποτέ ένας αυτόνομος εαυτός; Μπορεί να περιχαρακωθεί ο εαυτός; Είναι αέρινος ο εαυτός, έχει όμως ύποπτα θεμέλια· μια υγρασία ξαφνικά έρχεται στην επιφάνεια, τρομάζει η ξαφνική υγρασία· από πού ήρθε η ξαφνική υγρασία;

    Κοιτάξτε τη θάλασσά μας με τα αναρίθμητα νησιά! Ένα-ένα ξεπροβάλουν μόνα πάνω απ’ τα νερά. Μα ας μοιάζουν χωριστά, είναι από κάτω ενωμένα στον βυθό· εκεί που ποντίζουν τα καλώδια και σχεδιάζουν τους αγωγούς μας. Είναι ίδια και διαφορετικά, διαφορετικά και ίδια. Κι όλα τα συνδέει η άβυσσος, ουσία και φαιά ουσία αυτού του κόσμου.
    Είναι τα πάντα ένα· το ένα μέσα στα πολλά, τα πολλά μέσα στο ένα: η άγρια ρίγανη που φυτρώνει στα γκρεμνά, το πουλάκι που λαλεί σε ψηλό κλαρί, οι αντέννες που στήθηκαν στις βουνοκορφές και η βιομηχανική ισχύς μας. Η κοπέλλα που προπορεύεται στη γαλαρία του μετρό, κάτι ξεχασμένο που έρχεται στα όνειρά σας, ένας μακρινός πόλεμος που μαίνεται εν αγνοία σας…
    Είναι η τάξη του Κόσμου και η διασάλευσή της. Είναι η ευσέβεια και η ανταρσία. Ένας αγώνας δίχως έλεος. Το αποτέλεσμά του θα είναι τραγικό για το λογικό ζώο. Το ξέρουν καλά οι τελευταίοι ρεμβαστές του Κόσμου, το υποπτεύονται κάποιοι απ’ το κατώτερο προσωπικό εκεί στα νοσοκομεία μας: είναι η απεραντοσύνη, αν δεν την υπακούσεις ένας βαθύτερος εαυτός θα αναλάβει να σε σκοτώσει. Από κάποια στιγμή και ύστερα ξέχασες την αιώνια μακρινή πατρίδα!

    «Το να θέλει κάποιος να ξεφύγει απ’ τον εαυτό του από αδυναμία να τον αντέξει, όσο και το να θέλει κανείς ανυπότακτα να είναι ένας αυθύπαρκτος εαυτός ανάγονται ως δύο όψεις του ιδίου νομίσματός. Η ανυπακοή δεν μπορεί να περιορίζεται σε κάποιες ανήθικες πράξεις όπως ο φόνος, η κλοπή, η ακολασία και άλλα τέτοια…» Είναι εξίσου βαρύ ατόπημα κι ίσως πιο βαθύ, αν και πιο εκλεπτυσμένο, «το να διάγει κανείς τη ζωή του ηθικά άμεμπτα κι όμως αυτό να βασίζεται στη δειλία και σε μια επιπόλαιη νομιμοφροσύνη». Σείς οι ενάρετοι με τα σφιγμένα χείλη, Σείς οι νομοταγείς... διαπράξατε ύβρι που κλείσατε την πόρτα σας στον Κόσμο και πήγατε και κλειδωθήκατε σε ένα ομοίωμά του. Δεν είναι το θέμα ηθικό! Πνευματικό είναι το πρόβλημα. Δεν υπάρχει σωσμός χωρίς θεό, δυστυχισμένοι!

Θυμάστε ένα παλιό λαϊκό τραγουδάκι;

Once there was a way
to get back homeward
once there was a way
to get back home


    Αλλά εσείς, ω Σύγχρονοί μου που βρεθήκατε στον κόσμο, ήρθατε εδώ σε ιστορική στιγμή. Βρεθήκατε εδώ για να δείτε να συντρίβονται οι άνθρωποι, οι τάξεις και τα έθνη. Και αντίθετα από το τραγούδι που υπόσχεται χρυσό αλφροΰπνι κι ένα γλυκό νανούρισμα, σε σας δόθηκε ένα θείο δώρο.

Golden slumbers fill your eyes
smiles awake when you rise
sleep little darling do not cry
and I ’ll sing a lullaby.

Απελπισία λέγεται το δώρο και είναι θαυμάσιο καύσιμο. Ή πιο σωστά, μια γόμωση. Μη την αφήσετε να πολυκαιρίσει και να «χαλαστεί». Θα ξυπνήσετε ένα πρωί μες στην αγωνία τού οριστικά χαμένου. Ας ληφθεί υπ’ όψιν δε: άλλο απελπισία κι άλλο από-γνωση· έχει διαφορά! Όχι μόνο αυτή του εν κινήσει από το τετελεσμένο, αλλά και στην επί-γνωση ότι κάτι διακυβεύεται και κινδυνεύει να χαθεί. Τούτη η καθολική διάδοση της απελπισίας είναι σημάδι ότι η μάχη δεν έχει λήξει. Η ζωή μέσα σας ακόμα αντιστέκεται. Είναι ύστατο δείγμα υγείας, ένα, όντως, δώρο-μήνυμα που έρχεται από άλλους βυθούς, τους βυθούς του είναι. Θεωρήσατε τους εαυτούς σας εξαιρετικούς και τα πράγματα πεπερασμένα και «του χεριού σας»· δεν θα υπάρξει έξοδος όσο δεν ξεκαθαρίζετε τους λογαριασμούς σας με το άπειρο.

    Σας μένει μήπως καμμιά αμφιβολία πως οι σύγχρονες λατρείες τού εαυτού οδεύουν προς συγκρότηση μιας υποκατάστατης θρησκείας; Σε τούτο τον καιρό τής παρακμής των θρησκειών; Ή μήπως είναι παράξενο ότι έφτασε στον φονταμενταλισμό τόσο νωρίς, ότι διέγραψε το κύκλο της τόσο γρηγορότερα από ‘κείνες; Είναι η διαφορά τού αυθεντικού με το ψεύτικο. Η απομίμηση, δεν αντέχει για πολύ μες στην τουρμπίνα-χρόνο. Ή μήπως έχετε καμμιά αμφιβολία ότι αυτή η μανιακή «Πορεία προς το Μέλλον», αυτή η θρησκεία της αέναης προόδου που υποσχέθηκε εύκολη και άκοπη ζωή, σας ρίχνει σιγά-σιγά στα γόνατα; Εγώ, θα μου επιτρέψετε, δεν έχω καμμιά αμφιβολία: πρόκειται για ταξίδι του χαμού και μια θρησκεία αγωνίας δίχως λύτρωση.

Ω Σείς, που ονειρευτήκατε την προσπέλαση του θεού μέσω του πολιτισμού…

Ορίστε λοιπόν, ο θεός είναι απών μέσα στον κόσμο!

Ιδού το παλιό όνειρο έγινε πραγματικότητα!

Να ο πολιτισμός σας που κατέφαγε τα πάντα

τρώει και εσάς με νύχια και με δόντια!

Και τώρα που το δημιούργημά σας απόκτησε βούληση δικιά του

σας κατατρώει με τη δική του βούληση.

Μήπως βαδίσαμε πολύ ενώ υπνοβατούσαμε; Τίποτα δεν αναγνωρίζουμε στα τοπία που περνούμε. Μήπως βαδίσαμε γοργά και δεν μας προλαβαίνει η ψυχή μας; Απ’ όλα τα πλάσματα μόνο ένα μας ακολούθησε ως αυτούς τους έσχατους καιρούς. Ούτε βροχή, ούτε φως, ούτε φωνή, μόνο στάχτη που πέφτει από ψηλά… και η μαϊμού που ψάχνει μες στα ρούχα μας όσο είμαστε ξαπλωμένοι στα κρεβάτια.

    Πώς θα τελειώσουμε τούτη την παρτίδα με την άβυσσο; Ένα μάτι μόνο έχει αυτή που μας κοιτά σταθερά στο κούτελο κάθε φορά που ακουμπά στο τραπέζι ένα χαρτί… σα μέσα από όνειρο σκούζει η μαϊμού. Τη νοιώθουμε τούτη τη ματιά για ώρα πολλή μετά, σαν πίεση, και όλο τρίβουμε το μέτωπο και χάνουμε σε κάθε γύρα, δεν βλέπετε πώς πέφτουν ένα-ένα τα χαρτιά;


                                                 ....................................................................................

     
    Αλήθεια όμως, τι μπορεί να κάνει ο φτωχός άνθρωπος… όλες τούτες οι ψυχές που φτάνουν άοπλες στον σύγχρονο κόσμο; Έχει φτάσει πολύ αργά. Μεγάλα παιχνίδια παίχτηκαν και χάθηκαν. Σε χρόνο παλαιό επιτελέστηκε το σχίσμα με το ιερό, η πληγή στο σημείο παραμένει αγιάτρευτη κι έκτοτε επικρέμεται σαν κατάρα ο κόσμος του κενού. Είναι τώρα ένας κατακλυσμός. Η πρόοδος προχωράει αλλάζοντας τα καθεστώτα σαν να ‘ναι ρούχα. Ανύποπτος, φιλομαθής και εύπιστος, προϊόντων των καιρών βαρύς και δύσθυμος, προχωράει ο φτωχός άνθρωπος προς το θυσιαστήριο. Δέσμιος της εποχής του δεν αντιλαμβάνεται το βάρος και την αλληλουχία των αιώνων. Ανεβαίνοντας τα φοβερά σκαλιά… μια ξαφνική υποψία τον καταλαμβάνει: είναι ακριβώς εκείνα τα σκαλιά όπου ο ίδιος έσυρε ό,τι άξιζε να ζήσει! Κι αν δεν είναι όλο αυτό η ολοκλήρωση του τραγικού, τότε τι είναι;
     Είναι κρίμα που λείπουν ένας-δυο μεγάλοι ποιητές να καταπιαστούν μ’ αυτό το τρομακτικό ρέκβιεμ που, θαρρείς, έχει αρχίσει κι ακούγεται παντού ή με μια μακρά καλοφτιαγμένη ελεγεία να μας δείξουν τις συνάφειες. Δεν μιλώ για τις προδρομικές φωνές, αλλά για εκείνες που θα ‘πρεπε να παρίσταντο σε τέτοιο φαντασμαγορικό τέλος. Που ήρθαν για να δουν, και να καταγράψουν, να εμπνεύσουν.
    Έτσι τελειώνει ο φαουστικός πολιτισμός, μες στον θόρυβο των άπειρων μηχανημάτων του, πραγματικά μ’ έναν λυγμό. Τη στιγμή που ο άνθρωπος στάθηκε απέναντι στο «Όλον» και είπε: «Εγώ και ο Κόσμος», ένα βάραθρο ανοίχτηκε μπροστά του! Κατόπιν έπεσε κι ο ίδιος μέσα. Μένει ν’ ακουστεί ο γδούπος. Και ύστερα ο λυγμός.
    Τι τουπές! Ο «εξαιρετικός!»… ο «εκπρόσωπος του ιδιαιτέρου είδους!»… Η βούληση για δύναμη, η κυριαρχία πάνω σε αυτό που τόσο «αθώα» ονομάστηκε Φύση, λες και ήταν κάτι εξωτερικό προς τον άνθρωπο, ήταν μοιραίο να φτάσει στην ανθρωποφαγία. Θαυμάστε τώρα τις τελετές της. Είναι οι τελετές του τέλους. Είναι το τέλος ενός πολιτισμού που «μας έκλεισε το μάτι».

    Όσο το σκέφτομαι, είμαι ενάντια στην πρόοδο. Μια απίστευτη ευκολία έκανε τα πράγματα δύσκολα. Απελπιστικά δύσκολα. Αλλά το Βασίλειο είναι προορισμένο να χαθεί. Η καταστροφή θα επέλθει. Με τη μία ή την άλλη μορφή. Κάποιοι τότε πρέπει να είναι παρόντες.

    Πρώτα όμως η καταστροφή! Αυτή πρέπει να επέλθει. Έχετε αρχίσει να το υποψιάζεσθε κι εσείς! Έχετε ενδείξεις, ζητάτε αποδείξεις… μήπως σκέφτεστε να αποχωρήσετε; Δεν παίζεται όμως έτσι το παιχνίδι. Κανείς δεν δραπετεύει από τη Μηχανή. Θα βρεθούμε όλοι εμπρός στο συντελεσμένο. Πρέπει να απελπισθούμε ως τα έσχατα… εκεί όπου τα μαθήματα εξάγονται αβίαστα από τα παθήματα. Εκείνη τη στιγμή θα χρειαστούν οι παραστάτες. Αυτοί που με τη γνώση του παρελθόντος προείδαν τα επερχόμενα και τώρα εξηγούν, στηρίζουν, θεμελιώνουν, κυριολεκτικά καρφώνουν τα συμβάντα βαθιά στη συνείδηση των συγχρόνων τους.

    Ο άνθρωπος μοιάζει στην εποχή του- είναι δικό της τέκνο. Κι είναι απίστευτη η νομιμοφροσύνη του σ’ αυτήν. Έχει παραδοθεί στην ιδέα της προόδου. Δεν θα μπορούσε βέβαια να υποστηρίξει κανείς ότι υπάρχει πρόοδος στην Τέχνη ή στον στοχασμό. Ούτε δα... στην ανθρώπινη καλοσύνη. Η πρόοδος είναι πάντα τεχνική. Πρόκειται για φυγή προς τα εμπρός εν όψει της διαβλεπόμενης στασιμότητας και του επερχόμενου μαρασμού. Όμως η τεχνολογία σπρώχνει το ανθρώπινο ον σε όλο και πιο σφιχτό εναγκαλισμό με την εξουσία. Ε λοιπόν, η εξουσία τώρα (ήρθε κι η ώρα αυτή!) ακολουθώντας την τάση της να συγκεντρώνεται, γίνεται παγκόσμια. Είμαστε υπ’ ατμόν για το παγκοσμιοποιημένο κράτος. Δηλαδή τη μέγιστη συμπύκνωση ισχύος. Και έχετέ το υπ’ όψιν σας αυτό: η ισχύς μισεί τους παρακατιανούς. Σιχαίνεται την αδυναμία. Και όταν πετυχαίνεται τέτοια πύκνωση το μόνο που επιφυλάσσεται στους αδυνάμους είναι ο σαδισμός! Μη σας ξενίζουνε λοιπόν αυτά που αρχίσατε να βλέπετε στους δρόμους. Η κρατική βία, ωμή για κρυφή, θα φτάσει πολύ μακριά.
    Και οι λαοί μετατρέπονται σε πληθυσμούς. Τα έθνη καταστρέφονται. Τα έθνη είναι αποκρυσταλλώσεις του τοπίου μέσα στην ανθρώπινη ψυχή. Αλλά και οι τόποι πεθαίνουν. Πάντα πέθαιναν, αλλά με τρόπο φυσικό, μες στο αργό πέρασμα του Χρόνου. Σήμερα όμως περισσότερο, αφού συνεχώς δολοφονούνται. Μετατρέπονται σε ζώνες: βιομηχανική ζώνη, οικιστική ζώνη, εμπορική ζώνη, στρατιωτική (απαγορευμένη) ζώνη, zona hotellera-τουριστική περιοχή.

    Πεθαίνουν και οι τόποι, παρ’ όλα αυτά μπορείς να σταθείς σε μια δενδροστοιχία, στην άκρη ενός χωραφιού, σε ένα σύνορο χαμένο, και να αισθανθείς μες στο αεράκι τα περασμένα. ‘Όπως μέσα σε ένα έρημο νεκροταφείο... Και υπήρξαν τόποι όμορφοι… αλλά η ομορφιά είναι από αμνημονεύτων χρόνων καταραμένη. ‘Κείνοι οι τόποι οι όμορφοι… ήρθε η ώρα τους και καταδικασμένοι έγιναν εικόνες. Κι άλλοι φτιάχνονται εξαρχής με νεκρά υλικά. Πεθαμένοι τόποι όπου η ζωή κατατρέχεται σα φάντασμα μέσα σε αδιάκοπη μουσική.

    Η εξέλιξη τούτη ήταν αναμενόμενη. Το ανθρώπινο είδος έχοντας εξαπολύσει όλεθρο ενάντια στα υπόλοιπα είδη του ζωικού και φυτικού βασιλείου, επιβιώνει, όλο και πιο μονήρες, μέσα στην περιφραγμένη κοινωνία που μοιάζει πια με ένα ξεμοναχιασμένο ακρωτήρι του Κόσμου· ένα Desolation Row. Κάτι σαν σκωληκοειδής απόφυση· ένα είδος Dead end street. Μόνο στα ξεχασμένα παραμύθια υπάρχουν τα ίχνη και η ανάμνηση μιας εποχής που ο άνθρωπος συνομιλούσε ισότιμα με την αρκούδα και τον λύκο.

    Ποτέ οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο πειθήνιοι. Αρκεί να τους πεις ότι αυτή είναι η εποχή τους και αμέσως υποτάσσονται. Παρ’ όλα αυτά ο σύγχρονος κόσμος όλο και πιο δύσκολα μπορεί να κυβερνηθεί… Παράξενο πολύ, κοινωνίες χωρίς αντιπολίτευση καταρρέουν! Χωρίς ιδιαίτερη πίεση από κάποιους αντιφρονούντες, χωρίς εσωτερικό εχθρό, αντίθετα μέσα σε γενική ομοφωνία, καταρρέουν. Σαν να γίνεται μια λευκή απεργία. Λες και οι άνθρωποι απέσυραν τη βαθύτερη υποστήριξή τους. Αποκλεισμένοι απ’ την μεγάλη πολιτική, αποκλεισμένοι από τη δημιουργία, αποκλεισμένοι από τις πηγές της ύπαρξης, κύλησαν στη γενικευμένη απάθεια. Ας μη μας ξεγελά η ενεργητικότητα και η διαρκής κίνηση. Είναι μια κίνηση μηχανική… κι όλο και περισσότερο μοιάζει με μηχανή που ρετάρει. Τι συμβαίνει λοιπόν; Τίποτα λιγότερο απ’ ό,τι τα φτωχο-υλικά με τα οποία είναι φτιαγμένος έφτασαν στο όριο της ημιζωής τους. Στη γλώσσα των μηχανικών ονομάζεται κόπωση των υλικών. Σε μια τέτοια στενάχωρη συγκυρία όπου μόνο τα υλικά και η αντοχή τους ομιλούν, όπου μετά τους θεούς εξαφανίζεται ταχύτατα κι ο άνθρωπος, τι μπορεί να γίνει;
 
    Η διάλυση αφορά βέβαια κατά πρώτον και κύριον τη Δύση. Έχουν αρχίσει οι συγκρίσεις με την παρακμή της Ρώμης, την πτώση του Αρχαίου Κόσμου. Δεν είναι όμως ακριβώς το ίδιο, τα μεγέθη έχουν αλλάξει. Το ίδιο και οι ποιότητες. Η Ρώμη καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος τού τότε γνωστού κόσμου. Πέραν αυτής εκτεινόταν ο υπόλοιπος κόσμος που περίμενε εν παρθενία να «ανακαλυφθεί». Κάποτε υπήρχαν περιθώρια. Κάποτε ο κόσμος άνοιγε γεωγραφικά, κατόπιν, παρακμάζοντας, αναπτύχθηκε τεχνικά, τώρα πρέπει να βαθύνει πνευματικά.

    Οι ρεζέρβες όμως έκλεισαν κι αυτές έναν κύκλο. Οι βάρβαροι έμαθαν καλά το μάθημά τους. Η Δύση εξαπλώθηκε παντού, επομένως η κατάρρευσή του πολιτισμού της στον πυρήνα του σημαίνει κατάρρευση παντού. Οι αυτοκρατορίες που έρχονται θα αντιμετωπίσουν μεγάλα προβλήματα ακυβερνησίας όσο θα πλησιάζουν προς το κέντρο. Ήρθαν πολύ αργά για να πάρουν την πρωτοκαθεδρία σε κάτι που χάνεται. Αυτός ο κόσμος δεν γίνεται να κυβερνηθεί, τα υλικά αυτού του πολιτισμού είναι πολλαπλά μεταποιημένα, τινί τρόπω, κουρασμένα, εξαντλημένα. Τα πλαστικά μέρη έχουν ήδη αρχίσει και πολυμερίζονται. Το μπετόν αποσαρθρώνεται. Οι τεχνικές διοίκησης ανανεώνονται διαρκώς, αλλά τη στιγμή που μπαίνουνε σε πράξη αποδεικνύονται κιόλας απηρχαιωμένες. Τα φτηνά υλικά γρήγορα γερνούν. Άσχημα γερνούν.

    Η Ρωσσία, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ινδία, όλοι αυτοί οι μη Δυτικοί λαοί… αντέγραψαν τη Δύση, ενέταξαν τα πικρά μαθήματα στην παράδοσή τους με μικρότερη ή μπορεί και μεγαλύτερη επιτυχία. Σύμφωνοι! Οι δημιουργοί όμως γνωρίζουν ότι όσο πιο κοντά είσαι στις ακατέργαστες πρώτες ύλες παραμένεις ασφαλής. Αν έχεις αντοχή στη δουλειά, αργά ή γρήγορα το έργο σου θα εκτιμηθεί. Και η βασική πρώτη ύλη, η βασικότερη, είναι ο άνθρωπος. Μπορείς βέβαια να τον μεταλλάξεις, να τον κατεργαστείς, να αλλάξεις όπως λένε τον ανθρωπολογικό τύπο. Χαμένος κόπος! Είναι τόσο απρόβλεπτος, τόσο βαθιά περίπλοκος… αργά ή γρήγορα ξαναπαίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Όπως το άλογο, όπως το μουλάρι.

     Αυτούς που πέτυχαν τη διάσπαση του ατόμου, τούς διαδέχθηκαν αυτοί που πειραματίζονται στη διάσπαση του ανθρώπινου ατόμου. Τους τυραννά όμως η υποψία πως ο άνθρωπος διαρκώς ανασυντίθεται σε άλλο έδαφος που δεν γνώριζαν την ύπαρξή του. Και φοβούνται πιο πολύ απ’ όλα τον Χρόνο. Τον Χρόνο και το αίμα!

    Δεν στάλθηκες σε τούτο τον όμορφο πλανήτη για να υποφέρεις. Δεν είναι εδώ το Βασίλειο των Σκιών. Δεν είναι το πεπρωμένο σου ο πόνος. Αν πονέσεις κλάψε. Κλάψε και τραγούδησε. Και χόρεψε τη συντριβή σου. «Το κάθε βουνό έχει τον καημό του. Έχει και το βάρος του». Ο κάθε πόνος κι η κάθε συμφορά από το εποπτικό ύψος μιας ζωής συντελεσμένης μοιάζουν να ‘χουν βρει τη θέση τους σε αυτό που πάντα αποκαλούσαν Μοίρα. Η ψυχή όμως περιπλανιέται σαν τα σύννεφα…

    Μάταια οι σφετεριστές… μάταιες οι αρχαίες συνωμοσίες! Υπάρχει κάτι εκθρονισμένο που δεν το φτάνει η δύναμή μας. Ζει ένδοξο στην εξορία. Καμιά φορά κι εδώ, κρυφά, ανάμεσά μας. Μιλάει σπάνια. Μιλάει χαμηλόφωνα. Σαν βαθύτερος εαυτός. Πρέπει να υπάρξει σιωπή. Προαναγγέλλει με μύριους τρόπους την επιστροφή του που θα είναι σαν κύμα - είναι ο σύμμαχος.

    Κοιτάξτε τη θάλασσα. Υπάρχει κάτι πιο ακραίο; Τρία τέταρτα της σφαίρας καλύπτονται από θάλασσα. Μαζεύεται, αναδιπλώνεται και ξεσπάει στις ακτές μας. Φτάνει το κάθε μόριο νερού από άλλες μακρινές ακτές που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ. Υπάκουο σε ρεύματα μυστηριώδη. Και ποιος μπορεί να προβλέψει το ύψος και τη μορφή που θα έχει κάθε κύμα; Ποιος αλήθεια μπορεί να μετρήσει τη ροπή των γεγονότων και να προβλέψει τα αποτελέσματά τους; Ποιος μπορεί να προβλέψει τη φορά που θα ‘χει η κάθε ριπή του ανέμου που σαρώνει τα ξερόφυλλα;

    Κοιτάξτε αυτές τις κόρες των ανθρώπων πώς παίζουν με τα κύματα! Δεν σας θυμίζουν κάποιες άλλες στην αρχαία Αίγυπτο; Και οι άλλες στο ποτάμι; Δεν σας θυμίζουν τη Ναυσικά και τις φίλες της ή ακόμα εκείνες στη χθεσινή Πολυνησία; Κοιτάξτε αυτά τα μελαμψά αγόρια που ορμούν στα κύματα! Δείτε πώς γλεντούν την αγριότητα! Φτωχοί και άπραγοι… επιτέλους σωπάστε! Δεν βλέπετε μπροστά σας; Μουγκοί μασκαρεμένοι χοροπηδούν σειόντας, δεμένα σε καλάμια, κομμάτια και κουρέλια από σκισμένο πέπλο. Μάταια οι σφετεριστές…Προσέρχονται, συσκέπτονται, εξαγγέλλουν… Όλα μάταια! Η ψυχή περιφέρεται σαν τα σύννεφα.

    Υπάρχουν εποχές και εποχές… οι μεγάλες εποχές της δημιουργίας και οι μικρές της ανάλωσης, της προσμονής και της δουλειάς μες στη σιωπή. Μην οικτίρεις μικρόψυχα τους καιρούς σου. Είσαι άτυχος που σου έλαχε να ζήσεις σε τέτοιο καιρό παρακμής. Υπάρχουν καιροί και καιροί κι ο καθένας έρχεται με τη σειρά του. Κι αν δε μπορείς να νοιώσεις αγάπη για τη Μοίρα που σου επιφύλαξε μια τέτοια άχαρη εποχή, τουλάχιστον συνεργάσου με τον εαυτό σου. Αν είναι να γίνεις λίπασμα για κάποιο σπόρο, προετοίμαζε αν μπορείς τον σπόρο. Αν είναι άλλοι, επόμενοι, να πατήσουνε στις πλάτες σου για να περάσουν, δέξου το κι αυτό σα μοίρα. Αν δεν μπορείς να ζήσεις μια από εκείνες τις μεγάλες στιγμές που η ανθρωπότητα σηκώνεται όρθια στα πανιά, μη ξεχνάς… δεν είναι λίγο «να ζήσεις με θάρρος και αξιοπρέπεια την εποχή σου». Δείξε επιτέλους ότι είσαι φτιαγμένος από ένα μέταλλο… Τέτοια δόξα δεν μπορεί να τη στερήσει κανείς από τον άνθρωπο.
    
    Μολαταύτα, «σε κάθε εποχή υπάρχουν άνθρωποι από άλλες εποχές». Μη παραπονιέσαι για την κατάντια του λαού. Εμείς θα φτιάξουμε έναν στρατό και με αυτόν θα φτιάξουμε έναν άλλο λαό. Λαό χωμάτινο με τα πόδια στέρεα στο έδαφος και μέτωπο που γύρω του ταξιδεύουνε τα νέφη. Στεφανωμένοι από τον Έρωτα θα φτιάξουμε Συμβιωτικούς στρατούς. Ο στρατιώτης γίνεται αντάρτης, ο αντάρτης δεν γίνεται ποτέ στρατιώτης. Και μόνο ο στρατιώτης γίνεται εργάτης· ο ήρωας περιπλανιέται. Σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή «θα οργανώσουμε την απαισιοδοξία». Θα δουλέψουμε για ένα μέλλον κληρονομώντας το παρελθόν· θα ρίξουμε φως εκεί που πυκνώνουν τα σκοτάδια· έτσι θα αφήσουμε πίσω μας την απελπισία για να ζήσουμε τη μεγάλη περιπέτεια του καιρού μας.

    Σε μιαν άλλη Νέκυια θα κατεβούμε κι εμείς στον Άδη. Πέρα απ’ τους νεκρούς μας θα συναντήσουμε εκεί κάποια απ’ τα υπέροχα πλάσματα που κάποτε θα ‘ρθούν. Σαν οι πρώτοι ελεύθεροι θα πολεμήσουμε με όρκο και θα διδαχθούμε την ευσέβεια. Και μέσα από τη βία της σύγκρουσης θα φτιάξουμε τον μεγάλο γενεσιουργό μύθο. Είναι ένας σκεπτόμενος πλανήτης και έχει αρχίσει την αυτοΐασή του. Μιλά πλέον στον καθένα προσωπικά. Ακούει τις εκμυστηρεύσεις του. Τάχιστα πλησιάζουμε προς το σημείο όπου άνεμος συναντιέται μ’ άνεμο. Μπροστά μας άνυδρες και άδενδρες ερ’μιές! Το τέλος του κόσμου μέσα σε βαθύσκιο φως! Αν η ανθρωπότητα είναι ικανή να περάσει αυτόν τον Καβο-Χόρν και ν’ ανοιχτεί σε έναν άλλο Ειρηνικό, μπορούμε να το υποθέσουμε, μπορούμε να το ελπίσουμε, αλλά δεν το ξέρουμε.
    Εμείς θα αποπειραθούμε ένα Αχίλλειο άλμα!

    Αυτοί που έχουν το πάθος της δημιουργίας, γνωρίζουν και τα υλικά. Απεχθάνονται τη φτήνια και διαλέγουν τα ευγενέστερα εξ αυτών που βρίσκονται παντού και ας περνούν απαρατήρητα. Άλλοι αρκούνται στον φθόνο… Άλλοι υποτάσσονται στο φόβο. Είναι αυτοί οι έγκλειστοι που θα υπερασπισθούν τη Σωφρονιστική Αποικία ως το τέλος. Άλλοι θα δουν με υπερκόσμιο χαμόγελο τους φανταστικούς τοίχους να σωριάζονται. Ω λεγεώνες που ξεχύνεστε…

Δεν στάλθηκες σε τούτο τον όμορφο πλανήτη για να υποφέρεις. Δεν είναι το πεπρωμένο σου ο πόνος…

    Γνωρίζετε ότι μια άμαξα ξεκινά μες στη βροχή την ώρα που κοιμάστε; Είμαστε όλοι εδώ, μαζεμένοι στην κουζίνα. Οι φωνές του αμαξά, ένα «όι!, ένα «χα!» ακούγονται στα όνειρά σας. «Μικρά παιδιά πνίγουν κλαίγοντας κατάρες στα ποτάμια». Ένας μικρός θίασος αρχίζει μια παράσταση δίπλα στη λίμνη την ώρα που νυχτώνει. Κορδέλες και σημαίες ανεμίζουν στην απογευματινή αύρα τη στιγμή που ένα γέλιο σας τρομάζει. Κι έπειτα μουσική… ο θίασος τρέχει γύρω απ’ τη λίμνη! Η λίμνη ζωντανεύει με ένα θαυμάσιο χρώμα πράσινο.

    Ω Αγαπημένοι, οι ανθρώπινες κοινωνίες θα ξαναέρθουν στη ζωή μέσα από έναν πόλεμο. Οι κοινωνίες θα ξαναζήσουν μέσα από την άρνηση. Οι ήπειροι θα ανοικοδομηθούν. Η τάξη θα αποκατασταθεί. Καθήστε σιωπηλοί δίπλα στην παλιά πληγή που δεν λέει να κλείσει και μετά ξαναβρεθείτε. Βαδίστε με φόβο, σεβασμό και δέος, επομένως κι έλεος, στον αιώνιο πόλεμο που σας χτυπά την πόρτα.

Β.Η.