Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Υψιπέτεια και Έδαφος



Λίγο πριν φύγουμε για φαΐ ο δεκατριάχρονος γιός μου μού δείχνει μερικές ντρίμπλες στον διάδρομο του ξενοδοχείου Ελληνίς στη Φλώρινα. Μπαίνω στον πειρασμό να παίξουμε λίγο, στα μουλωχτά. Σε μια ντρίμπλα γλιστράω και βρίσκομαι στον αέρα. Γκρεμίζομαι με πάταγο πάνω στον δεξί μου ώμο ακούγοντας με φρίκη ένα «κλακ». Έτσι ακριβώς: είχε κάτι το υγρό εκείνος ο  απαίσιος ήχος. Ίδρωσα και μού κόπηκε η ανάσα. Βογκάω ξανά και ξανά και γυρίζω αργά ανάσκελα. Είμαι σε κατάσταση σοκ. Σηκώνομαι με κόπο, ζαλίζομαι και ξαπλώνω ξανά φαρδύς -πλατύς. Ο μικρός στριφογυρίζει από πάνω μου αμήχανος. “ Έλα μπαμπά δεν είναι τίποτα.” Μόλις ένιωσα να συνέρχομαι λιγάκι, τού λέω να έρθει μπροστά μου και να πλέξει τα χέρια του. Πιάνω με το καλό, το αριστερό, σηκώνομαι και πάω στο κρεββάτι. Ο βραχίονας έχει πια περιορισμένη κίνηση.
Παίρνω τηλέφωνο τον ταξιτζή και φτάνουμε στο μικρό επαρχιακό νοσοκομείο της Φλώρινας. Κυριακή απομεσήμερο το νοσοκομείο είναι έρημο. Μια και μοναδική εφημερεύουσα γιατρός εξετάζει ένα κοριτσάκι που κλαίει σπαρακτικά. Σε μια στιγμή η μάνα βγαίνει στον άδειο διάδρομο και ξεσπάει σε λυγμούς. Ο πατέρας την παρηγορεί. Ο μικρός παρατηρεί αμίλητος και δεν είναι καθόλου ευτυχής με την εξέλιξη του απογεύματος -το νοσοκομείο έχει γεμίσει παιδικό κλάμα. Τι να κάνουμε? Έχει και τέτοια η ζωή, τού λέω κάπως… φιλοσοφικά. Τελικά η γιατρός με στέλνει για ακτινογραφία. Η πλάκα δεν αρέσει ιδιαίτερα ούτε στον ακτινολόγο ούτε στη γιατρό. Αμφότεροι συνιστούν ορθοπεδικό αύριο στην Πτολεμαΐδα. Έχει πολύ γερό τμήμα ορθοπεδικής, λέει η γιατρός δένοντάς μου πρόχειρα το χέρι, είναι υπεύθυνοι για τα ατυχήματα στα εργοτάξια της ΔΕΗ. Την επομένη έμαθα ότι το τμήμα έχει βάναυσα αποψιλωθεί.
Στην έξοδο από το νοσοκομείο αντικρίζουμε τη γλυκειά δύση- χτυπάει το τηλέφωνό μου. Δυο φίλες από το Νυμφαίο, που επιστρέφουν από μεγάλο Κυριακάτικο τσιμπούσι, μαθαίνουνε τα νέα. Στη Φλώρινα δεν έχω άνθρωπο δικό μου πέρα απ’ το μικρό παιδί.
Μάζευτα, μού λένε, κι έλα εδώ να σε φροντίσουμε. Θα σε πάρουμε από το ΚΤΕΛ του Αμυνταίου. Έχω σχεδόν μια ώρα μέχρι να φύγει το λεωφορείο και κατηφορίζουμε με τα πόδια ως το ξενοδοχείο. Το παιδί κουβάλησε τα πράγματα στο ασανσέρ, στο ταξί, τα ‘βαλε στο λεωφορείο. Με αποχαιρετάει. Το βράδυ παίζουν μπάλα.
Στη θέση μου, έχοντας βολέψει όσο μπορώ καλύτερα το χέρι, νοιώθω τυχερός που δεν πονάω. Καθώς τρέχει το λεωφορείο στο οροπέδιο της Φλώρινας παρατηρώ τα μακρινά βουνά και το ρόδινο δείλι. Και για πρώτη φορά νοιώθω μια ανακούφιση. Κάτι μοιάζει τελειωμένο. Για δυο βδομάδες γυρνάω τη Μακεδονία. Πάνω από δυο νύχτες δεν κοιμήθηκα στο ίδιο κρεββάτι. Σα να ‘θελα να καταπιώ τον κόσμο.
    Και έπειτα, μια παρήγορη σκέψη: Ίσως γλύτωσα από κάτι χειρότερο.
                                                     …………………………………..
Περνάμε τη θέση “Κλειδί”, που είναι μερικά κρυφά λιβάδια μέσα στα βουνά, ανάμεσα στις δυο διασταυρώσεις της σιδηροδρομικής γραμμής, εκεί που κανένα κινητό τηλέφωνο δεν “πιάνει”, μόνο βαρύ χιόνι τον χειμώνα, και τρέχουμε τώρα στο οροπέδιο του Αμυνταίου. Δεν πέρασαν 5’ αφότου ξεπέζεψα στο ΚΤΕΛ και οι δυο κοπέλλες καταφθάνουν σα λευκά πουλιά να περιμαζέψουν τον τραυματισμένο φίλο τους και πετώντας από δεξιά κι αριστερά να τον ανεβάσουν ως εκείνη τη “νεμιά” πάνω απ’ τα σύννεφα που είναι το Νυμφαίο.
                                                     ………………………………………
Ανάψαμε το τζάκι με δρυ κι οξιά κι ενώ πίνουμε ζεστό τσάι, η Γεωργία μου φτιάχνει χυλοπίτες με λειωμένο τυρί. Γύρω απ’ τη φωτιά η Μαρία άρχισε να μιλά για πατέρες και γιούς που ζούνε χώρια. Μίλησε για τις κόρες της κι αναρωτήθηκε για τον κόσμο των γονιών και τον άγνωστο μελλοντικό κόσμο των παιδιών. Όταν πια η Μαρία είχε φύγει, η Γεωργία κι εγώ περιπλανηθήκαμε μες τις σελίδες του ΛΟΘΥΤΤΡ που είναι μια Παγκόσμια Χαρτογράφηση των Ασθενειών και του ψυχικού τους περιεχομένου. Μια Βίβλος Παθών που δεν διστάζει ούτε μπροστά στα ατυχήματα: Όταν η Νόηση, λένε οι Τόρβαλντ Ντέτλεσεν και Ρύντνινγκερ Ντάλκε, μέσα στον ΛΟΘΥΤΤΡ, κωφεύει μπρος στους βάσανους της ψυχής τότε το σώμα μιλάει με τρόπο που δεν γίνεται ν’ αγνοηθεί. Η Αρρώστια, κατά τον ΛΟΘΥΤΤΡ, είναι επιστροφή του μέτρου και της ισορροπίας με τρόπο βίαιο και αναντίρρητο. Κατόπιν η Γεωργία Διδασκάλου μίλησε για την τυχαιότητα των ονείρων, για αυτά που ξεχνάμε μόλις ξυπνήσουμε και για τα άλλα που επανέρχονται και επιμένουν. Είπε πως οι άνθρωποι δεν μιλούν πια από το πρωταρχικό αίσθημα αλλά από συναισθήματα δευτερογενή και από θέση αρχής. Πως όταν νοιώθουμε αδικημένοι ή αγνοημένοι, δεν μένουμε σ’ αυτό το πρώτο αίσθημα αλλά αντιδρούμε "συναισθηματικά" ή εκφέρουμε διαμαρτυρία με “αρχές” και “πρέπει”. Και πως τα παιδιά, άμαθα σ’ αυτή τη γλώσσα, αποσύρονται και απλά, “απ’ το ένα αυτί τούς μπαίνει κι από τ’ άλλο τούς βγαίνει”. Ενώ οι ενήλικες, που είναι μπασμένοι σ’ αυτά τα κόλπα, αντιδρούν με λογικά επιχειρήματα και επίμονη άμυνα. Κάτι τέτοιο, υποθέτω, είναι ένα είδος μεταλλαγμένης επικοινωνίας και όσο κανείς δεν μιλάει από το αίσθημα καταλήγουμε σε μια γενικευμένη ασυνεννοησία.

Πριν πάμε για ύπνο η Γεωργία βγήκε στο λιβάδι πίσω από το σπίτι και με φώναξε να δω τον ουρανό. Στα 1400 μέτρα υψόμετρο τα άστρα λάμπουν παντοτινά.
 Μού έδειξε έναν αστερισμό και τής απάντησα ότι αυτός βέβαια είναι ο Ωρίωνας, σαν να λέμε ο αστερισμός μου. Κατόπιν τής έδειξα έναν άλλον πιο δυτικά, ένα μικρό σύννεφο από αστέρια, και τής είπα ότι εκεί είναι οι Πλειάδες, η Πούλια.
Πριν κοιμηθώ τής εκμυστηρεύτηκα μία μικρή λύπη: ότι εδώ και μερικά χρόνια δεν έχω ονειρευτεί ότι πετάω. Μόνο μερικά χρόνια? είπε. Και πήγε για ύπνο.
                                                   …………………………………
Ξύπνησα μια-δυό φορές μέσα στη νύχτα προσπαθώντας να γυρίσω. Το πρωί, ανοίγοντας τα μάτια ξανάζησα κλάσμα προς κλάσμα του δευτερολέπτου την πτώση. Ένοιωσα άβολα για τις μικροκακίες μου, τους εγωισμούς και τα πείσματα των τελευταίων μηνών. Νοστάλγησα μια μικρή αθωότητα και την ταπεινοφροσύνη.
 Ξαφνικά ήρθε ολοζώντανο το όνειρο που είδα το ξημέρωμα.  Ένα παλιό κίτρινο τρόλεϊ, από εκείνα που προχώραγαν μ’ ένα ελαφρό σφύριγμα ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. Πίσω μου ορθωνόταν ένα δένδρο με γυμνά κλαριά. Σε μια στιγμή σηκώθηκα απ’ το έδαφος κι άρχισα μια αιώρηση σαν να μην υπήρχε βαρύτητα. Τι θαυμάσια άνωση ανάμεσα στο δένδρο και το παλιό όχημα! Πέρασα ψηλά μπρος από τον οδηγό ενώ αυτός με κοίταγε μέσα από το τζάμι όλο απορία. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Άρχισα να βλέπω την οροφή του τρόλεϊ από ψηλά τη στιγμή που έπαιρνα με μαεστρία μια κλίση προς το πλάι ενώ ο οδηγός έγερνε και με κοίταζε από το αριστερό παράθυρο. Έμεινα για λίγο εκεί και μετά, με μια σίγουρη απόφαση, άρχισα να παίρνω μέγα ύψος. Τι αίσθημα ωκεάνιο και ευφορία!
 Και ένοιωσα ευγνωμοσύνη και ευτυχία με τη θύμιση τ’ ονείρου γιατί πάντα πίστευα ότι τέτοια όνειρα αιώρησης και πτήσης είναι δώρο της… Άλλης Χώρας προς την καθαρότητα. 
                                                 …………………………………..         
Κατεβαίνουμε τον φιδωτό και τις φουρκέτες του Νυμφαίου. Κάτω στον κάμπο λάμπουν οι λίμνες σαν καθρέφτες μέσα σ’ ένα λαμπρό πρωινό. Κάνουμε στάση στο Δευτεριάτικο παζάρι του Αμυνταίου. 60 χρόνια, κάθε φορά Δευτέρα, όπως εκείνη τη μακρινή Δευτέρα που και τούτα τα χωριά πάτησαν τη νάρκη του Εμφύλιου. Και γύρναγε “ο μαύρος με τα κρόταλα” και χτύπαγε τις πόρτες ως τα σύνορα του κράτους. Όμως τώρα μέσα σε τούτο το θεσπέσιο ήλιο δεν απόμενε παρά ένας φευγαλέος ίσκιος από ‘κείνο το χτικιό. Κι εγώ που πάντα υπήρξα “άνθρωπος των παζαριών”  λιάζομαι εδώ, σ’ ένα έξω καρδιά καφενείο, και σε τούτο το Μέγα Παζάρι βλέπω με σεβασμό να φτάνει πάνω σε μακρινό κυματισμό η Κεντρική Ασία.
Αργότερα, σ’ ένα γραφειάκι στο νοσοκομείο της Πτολεμαΐδας, ένας ορθοπεδικός μού ‘δειξε, στην ακτινογραφία, τη γραμμή του κατάγματος στην κεφαλή του βραχίονα. Δεν είναι τίποτα, είπε. Νάρθηκας. Εδώ δεν μπαίνει γύψος. Ηρεμία και ακινησία. Τούτες οι δυό λέξεις μοιάζαν με χρησμό!
Κάναμε ένα τρικούβερτο αποχαιρετιστήριο γεύμα στον Βόσπορο, ένα λαϊκό μαγέρικο της Πτολεμαΐδας. Δεν έμενε τίποτα άλλο: Οι δυό γυναίκες μ’ έφεραν στα ΚΤΕΛ. Αγκαλιαστήκαμε πριν επιβιβαστώ στο λεωφορείο.
                                                     ……………………………………
Είδα ολόλευκα μακρύλαιμα πουλιά, περνώντας τον Αλιάκμονα, να πετάνε κατά κύματα κι απότομα ν’ αλλάζουν κατευθύνσεις – είδα την ευγένεια. Είδα μαζεμένο ένα μικρό κοπάδι πρόβατα να σκύβει κάτω απ’ τη βροχή ενώ περνούσαμε το Τρανόβαλτο. Περάσαμε το Σαραντάπορο. Που στη δύστυχη ερημιά του χάθηκε κόσμος και κοσμάκης. Περάσαμε πίσω από τη χιονισμένη ράχη του Ολύμπου. Στις πίσω θέσεις καθισμένος, στο τζάμι κολλημένος, με σπασμένη τη φτερούγα Και μετά το λεωφορείο χύθηκε στον Θεσσαλικό κάμπο.
Μετά τη Λάρισα κάναμε στάση. Απέραντα πάρκινγκ: ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΚΤΕΛ. Θα μού ‘κανε το ίδιο αν έλεγε: ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΚΤΕΛ. Δεν έχω δει πιο αποκαρδιωτικά καθαρές τουαλέτες. Μια πεθαμένη μουσική γέμιζε εκατοντάδες κυβικά, ψηλά ως τις αχανείς οροφές. Οθόνες plasma και monitor με ανακοινώσεις δρομολογίων. Ακόμα ένα ένδοξο επίτευγμα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Βγήκα στον εξώστη μ’ έναν καφέ. Σουρούπωνε. Πέρα στον Εθνικό δρόμο βαριά ψυγεία-φορτηγά έτρεχαν σφυρίζοντας προς τον Νότο κι άλλα τράβαγαν προς τα βόρεια. Ο κόσμος του Εμπορίου ποτέ δεν σταματά-σαν πύρινη ρομφαία περνάει μέσα από βουνά. Και για πρώτη φορά ένοιωσα κάτι δυσοίωνο. Σαν ο χρόνος μου να είναι περιορισμένος. Δεν θα ‘μια για πάντα εδώ, ούτε εδώ είναι ο καλύτερος τόπος για να υπάρχεις. Με ανακούφιση βάδισα προς το λεωφορείο.
Πριν τη στάση της Λαμίας έσβησα την οθόνη του κινητού και βυθίστηκα στο σκοτάδι. Μού ξανάρθε η στιγμή της κατακρήμνισης. Η πτώση έμοιαζε ανεξήγητη, σαν να άνοιξε η άβυσσος: Δεν μπορεί! Κάποιος θεός με βρόντηξε χαμαί. Καμμιά αμφιβολία πως ήταν ο Απόλλωνας. Ο Θεός του Φωτός. Αυτός που όποτε θέλει γίνεται ο Θεός των Σκοταδιών. Αυτός που, πρώτος, βάρεσε, με το χέρι μόνο, πισώπλατα και ύπουλα, τον Πάτροκλο. Και λύθηκε η αρματωσιά του. Κι έπειτα ήρθανε οι άλλοι, ένοπλοι αλλά ακόμα φοβισμένοι. Τον Πάτροκλο που θάρρεψε από το φευγιό των Τρώων και πίστεψε ότι ήταν μπορετό, παρά την Εντολή, αυτός να καταλύσει το Ίλιον. Πρέπει να ‘ταν ο Απόλλωνας, φύλακας της Κοσμικής Τάξης, που με βάρεσε στην δεξιά πλευρά και μού τσάκισε το δεξί χέρι. Αυτό που γράφει και υπογράφει. Και σηκώνεται όλο έπαρση και σιγουριά και με τον δείκτη υψωμένο γίνεται ο Τιμητής.
Και θυμήθηκα, καθαρά, ‘κείνη τη στιγμή, μια λεπτομέρεια που ως τότε μού ‘χε διαφύγει. Όσο κειτόμουν στο έδαφος, κάθιδρος λαχανιασμένος, μια φωνή, χαμηλή αλλά σταθερή, είχε πίσω μου μιλήσει: Τώρα? Έχεις… ΚΑΤΙ να πεις τώρα?
Κι έτσι, μες το σκοτεινό λεωφορείο, συνέχιζα το ταξίδι μου προς Νότον γυρίζοντας στο σπίτι – Αν ποτέ υπήρξε κάτι τέτοιο.
                                                                                                                                        

                                                                                                                           Β.Η

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Τα Σταφύλια της Οργής

    
    Πάντα με γοήτευαν τα σύνορα – χρειάζεται  κάποια ενέργεια για να φτάσεις ως αυτά και περίσσεμα για να τα περάσεις. Και υπάρχουν σύνορα και σύνορα και όχι μόνο γεωγραφικά. Υπάρχουν σύνορα της ανθρωπιάς και σύνορα της ανθρωπινότητας. Και σ’ αυτή την ιστορική συγκυρία ανοίγουνε στη Λέσβο και κλείνουνε στην Ειδομένη. Έξω απ’ αυτά τρέχει ο διάολος με πολλά ποδάρια.
    Σήκωσαν οι Σκοπιανοί έναν φράχτη με διπλό αγκαθωτό σύρμα κατά μήκος της συνοριακής γραμμής- είπαν ότι θα τον τραβήξουν πέρα ως πέρα αλλά ξαφνικά τον άφησαν. Μερικά χιλιόμετρα ανατολικά της Ειδομένης, αρκετά πριν την Ποντοηράκλεια, ο φράχτης σταματά. Υπάρχει εκεί ένας βράχος, δίπλα το έδαφος κατεβαίνει και έχει ένα πέρασμα μέσα στα Σκόπια. Έλληνες διακινητές περνούν πρόσφυγες από κει μέσα με 500 ευρώ το κεφάλι. Σύντομα, δικοί τους έμαθαν το πέρασμα και πήραν τη δουλειά απάνω τους. Όποιος πρόσφυγας πιαστεί μέσα στη γειτονική χώρα δέρνεται ανηλεώς, σέρνεται στην Ειδομένη και πετιέται- κρέας- στην Ελληνική επικράτεια. Μια ομάδα 20 ατόμων, που παρέλαβαν οι δικοί μας οι “Γιατροί χωρίς Σύνορα” δεν μπορούσαν, όχι να βαδίσουν, ούτε να σταθούν! Και δεν ήταν μόνο από τη φάλαγγα. Σ’ όλο το κορμί ήταν μπλαβιασμένοι. Οι κόρες των ματιών τους ήταν διεσταλμένες απ’ τη φρίκη, απ’ αυτά που είχαν δει στην αγωνιώδη περιπλάνησή τους μες τα δάση. Πτώματα ανοιγμένα - συμμορίες με εξοπλισμένα βαν το ‘χουν ρίξει στο κυνήγι των ανθρώπινων οργάνων.
     Στην Τουρκία τούς φέρονται σαν κερδοφόρο μάζα. Στην Περσία οι Αφγανοί την βγάζουν πολύ άσχημα. Και δεν υπάρχει στην Ασία, λαός που να λατρεύει την Ελλάδα όπως οι Αφγανοί, μού είπε ο Φάσλι ένα βράδυ στη Θεσσαλονίκη. Κρίμα! Θα ‘πρεπε να το γνωρίζουμε κι αυτό!
    Πιο πάνω, στις  λοιπές Γιουγκοσλαβίες, δεν σφάχτηκαν χωρίς λόγο, λίγα χρόνια πριν, για να δεχτούν τώρα αλλόφυλους. Και ακόμα πιο πάνω, στον Γερμανικό κόσμο, κυριαρχούν τα σφιχτά χείλη. Όσο για τους Ανατολικούς, ούτε αυτοί πολεμήσαν χωρίς λόγο στο πλευρό του Χίτλερ. Και οι Αλβανοί, που για χρόνια έτρεχαν σαν τα ποντίκια δεξιά κι αριστερά, έφεραν  ύστερα από 80 χρόνια, Ιταλούς καραμπινιέρους στα νότια σύνορά τους για να προστατευτούν από τη λέπρα που έρχεται απ’ την Ελλάδα. Αλλά εγώ είμαι ευχαριστημένος.  Κι είχα ανάγκη μια  τέτοια παρηγοριά: Η χώρα μου έχει ένα σωρό προβλήματα αλλά την κατάσταση αυτή την αντιμετώπισε σπαθί. Όταν πάω ξανά εκεί κάτω, στην Ανατολή, θα μπορώ χωρίς ντροπή να πω ότι είμαι ένας Γιουνάν. Μπορεί σαν λαός να χάσαμε πολλά, αλλά δεν μας βαραίνουνε αποικιοκρατίες, ούτε εγκλήματα ενάντια σε κανέναν. Κι όπου πήγα, μπορεί, με το ελληνικό μου διαβατήριό, να είχα προβλήματα καμιά φορά, αλλά μόλις έβγαινα από τα τελωνεία οι άνθρωποι με υποδέχονταν σαν να ‘μουν ο Ηρόδοτος. Θα ‘ταν κρίμα να το χάσουμε αυτό. Το όνομά μας δηλαδή.
    Κι ας λένε οι γεωπολιτικοί, κι ας λένε οι αναλυτές! Η ανάλυσή τους είναι λειψή. Δεν παίρνει υπ’ όψιν της το πασιφανές: Σε μια στιγμή πήγαμε να ψηλώσουμε λιγάκι και μάς κόντυναν και πάλι. Ας είχαμε φύγει από την Ευρώπη, ας είχαμε αποφασίσει να μπιστευτούμε μόνο τα χέρια μας κι αυτοί οι άνθρωποι θα μας ήταν όχι βάρος και μπελάς αλλά γερή κι ανέλπιστη ευκαιρία. Μετοίκους θα τους κάναμε και θα μας βοηθούσανε να ξαναστήσουμε τη χώρα. Δεν είναι όλοι άγιοι επειδή είναι πρόσφυγες, αλλά σαν πρόσφυγες θα μας το κρατούσανε ευγνωμοσύνη που έφαγαν εδώ ένα πιάτο φαΐ μαζί μας. Ούτε είναι τίποτα αχαμνοί. Δεν είναι αχαμνοί, άνθρωποι που ρίχνονται σε τέτοια περιπέτεια.
    Κρίμα! Αποτύχαμε να διαβάσουμε σωστά την κρίση την αποκαλούμενη οικονομική, γιατί να τα καταφέρουμε καλύτερα τώρα με την προσφυγική?

    Όσο τους βλέπω μες τη λάσπη, όσο τους βλέπω να στριμώχνονται μπρος στις πύλες νοιώθω μόνο λύπη. Όχι για τη λάσπη ούτε για τις κρύες νύχτες – καλύτερα εδώ από αλλού. Αλλά που στέκονται σαν άνθρωπος που τού βρόντηξαν κατάμουτρα κι οριστικά την πόρτα. Για την ευπιστία τους, την θέση αδυναμίας τους και την κακή τους μοίρα. Που είναι τέτοια μάζα- θήραμα που ο κάθε λύκος-επιτήδειος τής αρπάζει ένα κομμάτι. Που παντού τούς αλαφρώνουνε απ’ τα λεφτά τους. Που τους κλέβουν, τους βιάζουν, τους εξαπατούν, τους φυλακώνουν και με κάθε τρόπο τους γδύνουν από την  αξιοπρέπειά τους. Τέτοιο ανθρώπινο κοπάδι που το σαλαγάνε - αναλώσιμο υλικό. Τέτοια μάζα προς λεηλασία- Τέτοιο κελεπούρι!
    Κι από αυτό το σκυλολόι που ‘χει μαζευτεί, αυτό το λυκομάνι, δεν μπορούσαν να λείψουνε οι κυβερνήσεις- μεγάλες και μικρές- άξιοι μαθητές της Μαφίας, που τις πολιτικές τους πονηριές τις ονομάζουν γεωπολιτικό σχεδιασμό. Ούτε βέβαια η ελληνική- προσκοπικού βεληνεκούς αυτή- που ένα τέτοιο στρατόπεδο νομίζει πως τη συμφέρει για να πιέζει τους εταίρους (που βέβαια δεν πιέζονται με τίποτα) με μοχλό τα ΜΜΕ.
    Κι αυτά τα τελευταία έχουν στήσει γλέντι με τέτοια ανέλπιστη ευκαιρία. Μιλούν για φρίκη, σερβίρουν φρίκη. Εγώ δεν είδα φρίκη. Είδα κακομοιριά. Αλλά είδα και χαμόγελα. Και παιδιά να παίζουν στα λασπόνερα προς απόγνωσιν των μανάδων τους. Και νεαρούς να πειράζουνε κοπέλες κι αυτές να τους απαντούν  μ’ ένα καλαμπούρι – πρέπει να ‘ταν καλαμπούρι αφού όλοι έσκαγαν στα γέλια. Γενικά, τα παιδιά αντιμετώπιζαν τα πράγματα λίγο σαν παιχνίδι (όταν δεν κάναν εμετούς), οι νέοι σαν μια νέα κατάσταση και μόνο οι γέροι έμοιαζαν λίγο καταπτοημένοι. Οι άντρες κουβαλούσαν ξύλα όλη την ημέρα, οι γυναίκες μαγείρευαν πάνω από χαμηλές φωτιές ή στέκονται για συσσίτιο στις ουρές. Θα μπορούσε να είναι ένας τσιγγάνικος καταυλισμός από τους τόσους μες τη χώρα για τους οποίους τα ΜΜΕ κι ο πληθυσμός τους δεν έχυσαν ποτέ δάκρυ. Αλλά είπαμε: πρέπει να ταΐσουνε τους νοικοκυραίους συγκίνηση. Να ποτίσουνε τον πληθυσμό μελό.
    Και κάτι ακόμα: οι άνθρωποι αυτοί κάνουνε παιδιά. Είναι περιτριγυρισμένοι από παιδιά που εκτοξεύονται προς το μέλλον. Δεν έχουν τον δικό μας φόβο. Και τους βοηθούν οι Αλληλέγγυοι που ξάφνου κι αναπάντεχα βρήκανε σκοπό – ποιός βοηθάει  ποιόν?
                                             ……………………………
    Αρχίζει η νύχτα. Το ‘ξερα από πάντα ότι φέρνει μαζί της τη μαγεία. Οι άνθρωποι σ’ όλα τα γεωγραφικά πλάτη έκαναν όλη μέρα ό,τι ήταν δυνατόν και τώρα μπορούν να γείρουν.
    Ανάβουν οι λάμπες φθορισμού. Για λίγο, μέχρι να χαθεί εντελώς το φως της μέρας, οι λάμπες δεν φωτίζουν αλλά είναι μόνο χρώμα με φόντο το βαθυγάλανο ουρανό. Μια τέλεια ισορροπία ανάμεσα στο φως το ηλεκτρικό και το τελευταίο φως της μέρας. Σε μια στιγμή είναι πια σκοτάδι και μόνο τότε, από τις λάμπες αρχίζει να βγαίνει φως. Από παντού εμφανίζονται  γυναίκες με παιδιά. Ψάχνουν να βρουν ρούχα, σκηνές και υπνόσακους απ’ τις υπηρεσίες, ένα αδιάκοπο πήγαινε-έλα. Παντού ανάβουνε φωτιές. Γέλια και φωνές μες το σκοτάδι. Και ξάφνου εμφανίζεται το τραίνο. Αργά διαβαίνει ο συρμός, ατέλειωτα βαγόνια σφραγισμένα- τραίνο φορτηγό. Ποτέ δεν σταματάει ο κόσμος του εμπορίου. Δεν νοιάζεται για τον πόνο κανενός.    
    Ξαναζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μου τα Σταφύλια της Οργής. Ο Τζων Στάιμπεκ, μακρινός πατέρας. Το Dust Bowl, το σύννεφο της σκόνης που σκέπασε την Οκλαχόμα και τις Μεσοδυτικές Πολιτείες. Ο Τομ. Ο Κέηζι, ο ιερέας που έχασε την πίστη του για να βρει μια άλλη. Η μάννα. Η καταστροφή της Αγροτιάς 90 χρόνια πριν. Η φυγή. Ο δρόμος.
                                                 ……………………….
Μένω κατάπληκτος από την μεταμόρφωση της Ειδομένης και με κάποια λύπη σκέφτομαι πως σαν τελειώσει όλο αυτό, πόσο μόνα θα μείνουν τα χωράφια, πόσο σιωπηλά, πόσο μοναχικό το χώμα.
    Όλοι τούτοι οι άνθρωποι είχαν την ατυχία (ή την εξαιρετική τύχη) να τρακάρουν με την Ιστορία. Και δεν έχει καμιά σημασία πλέον αν είναι Ιρανοί, Σύριοι ή Αφγανοί. Ερυθραίοι, Αλγερίνοι ή Μαρροκάνοι. Είναι μάζα αδιαφόρετη, μέλη του Παγκοσμίου Έθνους των Προσφύγων. Πού κινείται σαν ποτάμι και ανοίγει δρόμο σαν νερό. Τελεσίδικα θ’ αλλάξει το τοπίο.
    Ούτε έχει σημασία η νομική υπόστασή τους: Πρόσφυγες ή μετανάστες? Ξεριζωμένοι! Σε μια εποχή γενικού ξερριζωμού.
   
    Ήμουνα σ’ αυτά εδώ τα όρια στις 9 Δεκέμβρη του 2015, τη μέρα που εκκενώνανε το πρώτο στρατόπεδο. Η ιστορία έμοιαζε τελειωμένη. Με την εξέλιξη όμως που πήρανε τα πράγματα, εγώ, ένας άνθρωπος των συνόρων, δεν γινότανε να λείψω. Οι άνθρωποι που συνάντησα εκείνη τη φορά δεν είναι πιά εδώ. Ο αέρας τους όμως παραμένει.
     Όσον αφορά τον Μούσταμπά Ματχαμπανί, μια από ΄κείνες τις φιγούρες, προς χάριν της ιστορικής αλήθειας, οφείλω να δηλώσω πως μόνο το πρώτο του όνομα είναι ακριβές. Μια στοιχειώδης μέριμνα μ’ έκανε ν΄ αλλάξω το επίθετό του. Καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης-κάποια δυσμένεια τον έρριξε στον δρόμο κι έκτοτε είναι αναγκασμένος να βαδίζει. Να οδοιπορεί στην αρχή ενός αιώνα που προδιαγράφεται φοβερός. Βρίσκεται λοιπόν απ’ όσο μπόρεσα να κρίνω σε καλό δρόμο για να γίνει ένας ήρωας της Φιλοσοφίας.
    Αυτή ήταν η Μάρτιος Ειδο-μένη, αυτά είδα, αυτά λέω. 

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                      Β.Η


Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Οι Σύγχρονοι Άθλιοι

                                                                                               


                                                                 Sic transit Gloria Mundi
                                                          Έτσι περνάει η Δόξα του Κόσμου
                                                           
Ζ.Ζ : Η Ευρώπη τα ‘βαλε με τους νέους άγριους. Χαχαχά!
Β: Μόνο που αυτή τη φορά είναι μέσα στον κόρφο της, Ζαν Ζακ!
Ζ.Ζ: Ναι, και αργά ή γρήγορα θα συναντηθούν με τους δικούς της «ξένους». Τους γηγενείς. Αγάπη μου κοίτα πώς τελειώνει το μεγαλείο.
Β: Όπως τελειώνουν όλα Ζαν Ζακ. Έχει ξαναγίνει!
Ζ.Ζ: Ναι Blondine. Κι όταν τελειώσουν όλα αυτά... "οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να κατοικούν στην επιφάνεια της γης. Αλλά είναι δύσκολο να προβλέψουμε το κράμα των εθνοτήτων που θα κυριαρχήσουν. Τις κουλτούρες τους και τις γλώσσες που θα μιλούν. Το κύριο και ποιοτικό ζήτημα όμως είναι: θα καταφέρουν να χειραφετηθούν από τις σημερινές τεχνολογίες της εξαπάτησης και της αποστέρησης?  Ή μήπως θα τους κυριεύσει αυτή η τεχνολογία με τρόπο ακόμα πιο ιεραρχικό και υποδουλωτικό απ’ ό,τι σήμερα?
Ας αναμένουμε το χειρότερο κι ας αγωνιζόμαστε για το καλύτερο. Αυτός ο κόσμος αξίζει τον οίκτο μας..."
Β: "Αλλά ο οίκτος είναι μάταιος"... καλέ μου.

                                                                                                                                    Β.Η

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Ικαρία




                                                              Για την Τέχνη της Αφήγησης


    Υπάρχουν αφηγητές! Και υπήρξαν μεγάλοι αφηγητές! Αίφνης Ικαρία! Σταμάτης Κόχυλας! Αδελφός Δημήτρη Κόχυλα! Διατηρούσε δε ο δεύτερος καφενείο, το καφενείο «Ανατολή», στον Αρμενιστή, στη βόρεια πλευρά του νησιού, περιοχή Ράχες. Ή μήπως λεγόταν:"Ήλιος"? Τέσσερα καφενεία στη σειρά, σε βεράντα υπερυψωμένη πάνω από την προκυμαία. Τέσσερις καφενέδες στη σειρά, τελευταίο του Δημήτρη, δύο στη μέση , πρώτο του αδελφού του, τού Σταμάτη. Όπως έμπαινες στη βεράντα. Στο κατέβασμά σου απ’ τη στροφή του χωματόδρομου. Όπου έκανε στάση το λεωφορείο που συνέχιζε για Ράχες.
    Του μπαρμπα-Δημήτρη και των άλλων δυό, φτιάχνανε επίσης και φαΐ. Του Σταμάτη μόνο καφενείο. Καφές, καρυδόπιτα, κονιάκους, ραβανί. Ως εκεί! Αλλά το μαγειρευτό φαΐ που τρώγαμε στου μπαρμπα-Δημήτρη ήταν η μιά από τις δυό βάσεις μας στην Ικαρία. Η άλλη ήτανε η άμμος. Εκεί, που κοιμόμασταν μες τις καλαμοκαλύβες και συμβαίναν όλα τ’ άλλα. Δηλαδή φωτιές και τα τοιαύτα!
    Πέρασαν από εκεί «απόφοιτοι με μέτριο βαθμό», ροκάδες, οξυγονοκολλητές, ποιητές, καταραμένοι, εξαίσιες κοπέλες με λαμπερά μάτια, ορθόστηθες κοπέλες, και ο ανθός της Ευρώπης. Έπρεπε να’ ναι ο ανθός για να ‘χουν ανακαλύψει τον αρχαίο ‘κείνο βράχο όπου γκρεμίστηκε ο γιός του Δαίδαλου!
 Ο ένας έφερνε τον άλλο, γιατί στην Αθήνα, όπως και αλλού, ερχόταν το σκοτάδι. Στη χαρούμενη δεκαετία του ’80, που μόλις άρχιζε, από κάτω αυξανόταν το σκοτάδι και η Νύχτα σταθερά εκτόπιζε τη Μέρα. Κι εμείς που, αγέρωχοι, κάναμε σπουδή στη Νύχτα, τη συνηθίζαμε σιγά-σιγά, αλλά και πάλι δεν αντεχότανε μια τέτοια Νύχτα. Έτσι, στην Ικαρία, ξεκλέβαμε χρόνο από ‘κείνη τη γλυκόπικρη θητεία και βγαίναμε για λίγο πλησίστιοι μες τη Μέρα.
    Ήταν μιά εποχή πριν από το ημερολόγιό μας όπου ακόμα οι ντόπιοι ρωτούσαν: πώς πήγε το καλοκαίρι? Δεν είχαν ακόμα αρχίσει να ρωτούν, πώς πήγε η σαιζόν?

    Έφτασα στην Ικαρία Σεπτέμβρη του ’79 ναυαγός από έρωτα. Πάνω στα βουνά συνάντησα την ομίχλη, πετρόκτιστα χωριά και ξανθά παιδιά με σιταρένιο δέρμα. Το μέρος αόριστα μου θύμισε Σκωτία. Και σ’ ένα κοιμητήριο δίπλα στο θαλασσινό κύμα έξω από το Καραβόσταμο ευχήθηκα να βρω έναν τάφο όταν θα ερχότανε η ώρα. Ή μπορεί να ΄τανε κι αλλού, στο Φλες. Ή μήπως ήτανε στο Γιαλισκάρι?
     Όταν γύρισα πιά Αθήνα οι διηγήσεις μου ξεσήκωσαν μυαλά που δεν περίμεναν παρά ένα σύνθημα. Έτσι στα τέλη Αυγούστου του ’80 άρχισε μια εκστρατεία με σκοπό ένα άγνωστο σημείο στο πέλαγος που, αν μη τι άλλο, έφερε ένα όνομα μυθικό.
    Παρέες από το Χολαργό που ’χαν γίνει ένα με άλλες από την πλατεία Αμερικής έπαιρναν καράβια από τον Πειραιά ή από οπουδήποτε στις Κυκλάδες με κατεύθυνση την παραλία του Αρμενιστή. Και κάποιοι συναντηθήκαμε πάνω σε καταστρώματα και γείραμε πάνω σε κουπαστές. Ταυτόχρονα, κάποιοι ξένοι που είχα συναντήσει στα νησιά ήταν κι αυτοί σχετικά συνεπείς στο ραντεβού. Έτσι ήρθανε εκείνες οι ατέλειωτες τριάντα μέρες του Σεπτέμβρη του ’80.
   Άγνωστοι, γνωστοί και φίλοι έρχονταν ψάχνοντας και μας βρίσκανε στο βασίλειό μας, πέρα στις άμμους ή στη βεράντα με τα καφενεία, όπου αγναντεύαμε τη θάλασσα, όπου ξοδεύαμε αφειδώς την περιουσία μας που ήταν μοναδική και λεγόταν χρόνος άπειρος.
    Και οι νεοφερμένοι αναγνώριζαν στα πρόσωπά μας τα σημάδια μιάς αρρώστιας στην οποία δεν θ’ αργούσαν να υποκύψουνε κι αυτοί. Αρχαία αρρώστια που λεγόταν λήθη.
    Σ’ εκείνη τη βεράντα με τους τέσσερεις καφενέδες στη σειρά αυτοί εκ Χολαργού και εκ Παπάγου με άλλους από την πλατεία Αμερικής, πάνκηδες από το Βόρειο Λονδίνο και άλλους σύγχρονους αυθάδεις και ‘κείνους απ’ το NeuKoeln και το Κreuzberg - μιάς πόλης αχανούς που γινόταν ενιαία απλώνοντας τα πλοκάμια της παντού - αναμειγνύονταν με μετανάστες που επέστρεφαν από την Αμερική, ανθρώπους που ‘χαν πηδήξει απ’ τα καράβια στη Νέα Υόρκη και στη Νέα Ορλεάνη και βοσκούς, ψαράδες και σαλούς! Κανένας αρχιτέκτονας, κανένας πολεοδόμος και κανένας σκηνογράφος δεν θα μπορούσε να κατασκευάσει μια καλύτερη «σκηνή» από εκείνη την τυχαία βεράντα για να πετύχει τέτοια όσμωση ανθρώπων, ανθρώπινων ιστοριών, χαρακτήρων και πεπρωμένων. Ίσως λοιπόν ήτανε μια γέφυρα που τη διέσχιζε μικρός παρδαλός θίασος και τον κοίταζε βαθιά μέσα από τις χαράδρες του ο Χρόνος. Αφού τέτοιες στήνει αυτός.
    Σε όλο εκείνο το ατέρμονο συμπόσιο, μια φιγούρα, ο μπαρμπα Δημήτρης, εκινείτο αργά με το δίσκο στο χέρι, παρατηρώντας κάθε τι με γλαρωμένα μάτια και βλέφαρα βαριά από πίεση και με ένα σχόλιο που ερχόταν αλάνθαστα στην ώρα του, που ήταν πάντα στιγμή κενού-πρόσκαιρης σιωπής, απέδιδε, συμπύκνωνε, υπογράμμιζε αυτό που συνέβαινε. Κι ήταν σαν ο ίδιος ο μπαρμπα-Δημήτρης να δημιουργούσε το κενό. Βέβαια εμείς που γνωρίζαμε ότι η ομορφιά - το εύμορφον - σημαίνει την καλή μορφή , θα χρειαζόμασταν δεκαετίες για να μάθουμε ότι όταν λέμε ωραίο, αυτό προέρχεται από την ώρα τη σωστή, αυτό δηλαδή που έρχεται όταν ο χρόνος ωριμάζει! Ο δε ταβερνιάρης μας κατείχε τόσο καλά την έννοια του Χρόνου και της οικονομίας Του, μ’ έναν τρόπο που δεν θα μπορούσαν ποτέ να διανοηθούν οι οικονομολόγοι που ήδη από τότε ελλοχεύαν. Έτσι, σιγά σιγά, υποκρυφίως και πλαγίως, έπαιρνε ανάμεσά μας τη θέση ενός αρχαίου τελετάρχη, ενός Συμποσιάρχη - ενός είδους Master of Ceremony. Χωρίς δε καν να το καταλάβουμε μας είχε καταστεί απαραίτητος κι από πελάτες γινόμασταν κάποιοι εκλεκτοί φιλοξενούμενοι.
    Ήδη την πρώτη μου φορά, προχωρημένο φθινόπωρο του ’79, είχα δει ένα βράδυ τον Δημήτρη να ξαπλώνει στον ξύλινο πάγκο να βάζει το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο, φορώντας τα χοντροπέδιλά του, και να παίρνει αγκαλιά ένα βαρύ δερματόδετο βιβλίο. Απέναντι κρεμόταν ένας Παγκόσμιος χάρτης και παραδίπλα η κυρά του, η Μαρία, αλεύρωνε, τηγάνιζε και ξανααλεύρωνε ψαράκια. Έσκυψα και διάβασα τον τίτλο: «Τα απομνημονεύματα  του στρατηγού Σαράφη». Δεν μπόρεσα να μην μακαρίσω φωναχτά τον άνθρωπο στο τέλος του καθημερινού του μόχθου. Μπορούσες να το νοιώσεις: ερχόταν η εποχή που θα ‘κλείνανε τις πόρτες και θα ‘τριζε το μαγαζί από τη δύναμη της θάλασσας και τον πολύν αέρα και μέσα θα μπουμπούνιζε η σόμπα. Ναι, μπορούσα σχεδόν ν’ αγγίξω αυτή την λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην αγριότητα και τη θαλπωρή.
    Έτσι άρχισα να επιστρέφω στην Ικαρία. Βρέθηκα εκεί μες το χειμώνα, έκατσα γύρω από σόμπες, έφαγα σκασμένα κάστανα και ήμουνα παρών σε συζητήσεις για το πότε έδεσε για τελευταία φορά στον Αρμενιστή το Μιμίκα Λ.! Ήταν το ’47?  Ή το ’49? Και τα πειράγματα κι οι διαφωνίες έδιναν και έπαιρναν με σκοπό να φύγει η νύχτα. Και μετά, όλοι μαζί, αλλάζαμε στέκι. Βγαίναμε στη θαλασσόβρεχτη βεράντα που τη μαστίγωναν ριπές και καταφεύγαμε στου Σταμάτη για ζεστό κονιάκ.
    Πάμε λοιπόν στον Σταμάτη! Τον Σταμάτη Κόχυλα! Κοντός αυτός, αδύνατος, με ρουφηγμένα μάγουλα και μάτια αγέλαστα που ‘χαν μελαγχολία σκύλου. Σε κοίταζαν ενώ γελούσες σαν να λέγανε: Τι γελάτε κακόμοιρα? Κι όταν σηκωνόταν εκείνα τα χειμωνιάτικα βράδια μες το καφενείο του να πει μιά ιστορία απλωνόταν νεκρική σιγή.
    Πήγα για ψάρεμα και βγήκα στη Μέσα Ακτή να ξαποστάσω. Εξάπλωσα στην άμμο κι έδεσα στο πόδι μου τη βάρκα. Όσο κοιμόμουνα και ονειρευόμουνα άλλαζε ο καιρός.  Εδώ περιέγραφε εν συντομία την αλλαγή κατεύθυνσης του ανέμου, τον αέρα που σηκωνόταν από «μέσα», απ’ το ποτάμι, και τη γλυκειά ρυτιδωμένη θάλασσα που γινόταν κυματώδης - πράγματα γνωστά - και δεν θα το πιστέψετε ρε παιδιά: ξαφνικά ξύπνησα μισοπέλαγα! 
    Σφυρίγματα, φωνές, χαρούμενη αποδοκιμασία συνόδευαν το εξωφρενικό και τερατώδες τέλος - τίποτα! Όλα αυτά ήταν ανακούφιση του κρυφού φόβου - πάντα ξυπνάμε μισοπέλαγα!
    Ναι, ήταν μισοφάνερο ότι τα γέλια ήταν ανάχωμα στο φόβο που όλοι είχαμε κάποια στιγμή νοιώσει και ο Σταμάτης μας υπενθύμιζε πλαγίως.
    Αλλά δεν ήταν μόνο οι τερατολογίες. Ο Σταμάτης διηγείτο περιστατικά, πολλές φορές χρόνια παλιά, με ακρίβεια ανατόμου που παρ’ όλα αυτά κάτι είχε ο ίδιος κάνει, κάποιο καινούργιο στοιχείο είχε υπεισέλθει χωρίς καν να γίνει αντιληπτό, και το νόημά τους διέφευγε αν και φαινόταν εκ πρώτης όψεως απτό. Κάτι εκεί γινότανε διττό. Εκεί λοιπόν ξέσπαγε συζήτηση μεγάλη, υπήρχε διχογνωμία και σε κάθε γνώμη αμφιβολία. Και είχαν μεγαλύτερη σημασία αυτά που δεν είχαν ειπωθεί. Τι κόσμος πολυσήμαντος και κρυπτικός μες τη λακωνικότητά του!
    Ήταν ακόμα και αρχιτεχνίτης της παύσης, ήτοι: της βαρύνουσας σιωπής. Αυτής δηλαδή που έρχεται απρόσμενα και διαρκεί όσο χρειάζεται για να βαθαίνει η αφήγηση. Και τις περισσότερες φορές, (σχεδόν πάντα) την ουσία της ιστορίας δεν τη διαλαλούσε αλλά την έκρυβε επιμελώς, εδώ κι εκεί, δήθεν τυχαία. Ά, ήταν απαράμιλλος στην απόκρυψη εκείνου που έπρεπε να βρεθεί ανασκαλεύοντας. 
    Μάλιστα! Αυτός ήταν ο Σταμάτης! Όρθιος μες το καφενείο σαν φτενή οξεία, γυρισμένα τα 80, μια στάλα άνθρωπος, μόνον το κεφαλάκι του ξεχώριζες πάνω απ’ τις κεφάλες των θαμώνων, έκοβε το άφιλτρο στα δύο, έβαζε το μισό στ’ αυτί, άναβε το άλλο κι έλεγε: Λοιπόν… Και άρχιζε. Κράταγε 15-20 άτομα στα χέρια του, που παρακολουθούσαν μιάν εκφορά λόγου αργή στην αρχή, διστακτική, με βαρειές παύσεις, που τάχυνε σε κάθε επόμενη στροφή και γινότανε ακατάσχετη φτάνοντας σε ψηλό κρεσέντο και κει πάνω, στην κρισιμότερη στιγμή, γινόταν ξαφνικά μιά συγκοπ’ή- κι ακολουθούσε το αναπάντεχο, ή το εν πολλοίς αναμενόμενο.
    Τον ακούγανε σαν ναρκωμένοι. Ό,τι ήθελε τους έκανε, μόνο με τις λέξεις. Και τους ξέσερνε απαλά, τους ξυπνούσε μαλακά ή τους ξανάστηνε στα πόδια, βίαια με άλλες. Κι έμενες να θαυμάζεις αυτό που ‘χε συμβεί.
    Μπροστά στον μεγαλύτερο αδελφό του ακόμα κι  ο μπαρμπα- Δημήτρης τηρούσε σιγήν κι όταν γύριζες και τον κοίταζες, γυρεύοντας μιαν εξήγηση, στα γλαρωμένα μάτια και στο απλανές του βλέμμα διάβαζες μονάχα: Μάλιστα, αυτά είν’ τα μυστήρια!  Χωρίς να ξέρεις αν εννοούσε αυτά που είχαν ειπωθεί ή το αερικό που ‘χε διαβεί.
    Και δεν ήτανε μιά φορά και δυό, στους περιπάτους μας προς τον Να, που συναντούσαμε τον μπαρμπα Δημήτρη να επιστρέφει - προχωρημένο σούρουπο. Ερχόταν απ’ τα κατσίκια του και τα μποστάνια. Φορούσε το φυλάκι, τον Ικαριώτικο σάκκο από τομάρι κατσίκας που είχε το μαλλί προς τα έξω- ανέμιζε γκλίτσα από πουρνάρι. Αυτός λοιπόν που για μας ήτανε ο ταβερνιάρης, ήταν από πάντα ένας ξωμάχος. Και πάντα μια καλή συζήτηση βαδίζοντας όσο ερχότανε το βράδυ. Γιατί υπάρχουν συζητήσεις που μπορούν να γίνουν μονάχα όταν βαδίζεις. Συζητήσεις που τελείωναν μόνο όταν φτάναμε στα πρώτα σπίτια του Αρμενιστή και πίσω στους ανθρώπους.
     Έπειτα, αργά ένα μεσημέρι του Σεπτέμβρη τον βρήκαμε κουστουμαρισμένο να πίνει τον καφέ του ψημένο από την νύφη του, τη Βάσω. Τότε μας διηγήθηκε πώς ξύπνησε νύχτα για να πάει στο δικαστήριο στη Σάμο. Το αλλοπρόσαλλο, η πλέμπα των δικηγόρων και των κρατικών υπαλλήλων ζωντάνεψε μπροστά μας. Σαν να μίλαγε ένας Μανιτού, σαν να μιλούσε βράχος! Για να μας θυμίσει πως ορισμένα πράγματα αντιμετωπίζονται μόνο με την παρωδία! Κι ήταν σαν να έφερνε νέα από έναν άλλο κόσμο, πέρα από τα σύνορα, ή από κάποιες εξώτερες στοιβάδες ενός πλανήτη απ’ τις οποίες εμείς, αυτόμολοι, συνωθούμασταν προς κάποιο κέντρο και πυρήνα. Αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι νοιώθαμε την απειλή εξ ίσου.
    Κι όταν η Γεωργία η κελαρυστογελούσα τον ερώτησε, πόσους τρελλούς έχει το χωριό- κάτοικοι 21 όλοι κι όλοι τον χειμώνα- την κοίταξε με βλέμμα απλανές σα να κοιτούσε πέρα: Ε... μισοί- μισοί είμαστε! Και δίπλα στον μετρονόμο του χιούμορ που εκπροσωπούσε ο μπαρμπα Δημήτρης, και σιγοντάρανε όλοι γύρω, αναπτύσσαμε και μείς το δικό μας. Έτσι έναν Γερμανό που απέφευγε τους δικούς του και σύχναζε, επιδεικτικά, με τους ψαράδες- έναν «μισητή» της Γερμανίας (πόσο τυπικά γερμανικό!)- τον ανακηρύξαμε ντόπιο και τον αποκαλούσαμε γελώντας έτσι ακριβώς: ο «Ντόπιος»!
    Όμως αυτό το σημείωμα πέρα από ένα αφιέρωμα στην τέχνη της αφήγησης γίνεται μια απόδοση τιμής στην τέχνη του σχολίου. Του διαυγούς σχολίου, της συναναστροφής, του χιούμορ, που ασκείται και τελειούται μες το σχολείο των «ίσων», και πάνω απ’ όλα, στο πνεύμα της κωμωδίας που χορεύει ελεύθερο μπρος στο τραγικό και το παράλογο. Και ήταν όλο αυτό: το παιγνιώδες πνεύμα, το πνεύμα που παίζει.
    Το βλέπαμε να έρχεται απ’ τη μεριά ενός αχανούς Παρελθόντος το οποίο είχαμε αρχίσει να υποψιαζόμαστε ότι υπήρξε πριν από την έλευση του ηλεκτρισμού και του rock nroll. Και βλέπαμε αυτό το παρελθόν να φτάνει σαν φλοίσβος και να εκπνέει μπρος στα έκπληκτα μάτια μας και τα ημιβάρβαρα πόδια μας. Θα αισθανόμαστε πάντα ευγνώμονες που η άγνοιά μας αντιμετωπίστηκε απ’ αυτούς τους Σεμνούς Γεννήτορες με μιά τρυφερότητα σχεδόν πατρική. Αμήν! Ας είναι καλά εκεί που πήγαν!
    Ας είν’ καλά και η Ικαρία η αγαπημένη… αυτή είναι η Ελλάδα που αγαπήσαμε!
    Χρειάστηκε όμως κόπος για να γίνει αυτό. Και χρόνια. Αλλά στο μακρύ φθινόπωρο του ’80, εμείς που ήμασταν ορφανοί από πατέρες ή μάλλον κάποιοι πατροκτόνοι, περισσότερο γόνοι της εποχής μας, σκέτοι – που ήταν όμως εποχή ταραχών και φόνων - νοιώσαμε ότι γινόμασταν ξανά, παιδιά μιάς ευγένειας και μιας μακράς παράδοσης από κάποιους που μάλλον έμοιαζαν μακρινοί παππούδες και απώτεροι προγόνοι.
    Ο Γιάννης, ο Πέτρος, ο Νίκος, ο Νίκος, η Utte, η Γιούτα, η  Rutte, η Γεωργία, η Γιάννα, η Πόπη, η Γκαμπριήλε και η λεπτή Blaudine!- Γιάννης, Πέτρος, Νίκος, Νίκος, Χρηστάκης, Γιάννα, Βασίλης, Γεωργία!- Rudi, Reiner, Γιώργος, Ισμήνη, Μπάμπης, Εύρης, Ρενάτε και Judite! Και οι έκπτωτοι άγγελοι της Δυτικής Αθήνας... Αν κάποιοι μπορούσαν να εμποδίσουν τις συναντήσεις θα σταματούσαν και τον Άνθρωπο!
    Έκτοτε τι απέγινε η Ικαρία… δεν γνωρίζω πια. Την έχω δει κάποιες φορές απ' το αεροπλάνο. Ο βράχος της, απ’ το ακρωτήριο Πάππας ως το Δράκανο , ξεπροβάλλει απ’ τα κύματα σα ράχη φάλαινας. Δεν ξέρω γιατί ποτέ δεν φαίνεται καθαρά. Κι αν κάποτε κάποιοι στασιαστές βρήκαν τη νήσο Πίτκαιρν, σημειωμένη 300 μίλια λάθος στους ναυτικούς χάρτες, και κατέφυγαν εκεί, εμείς επιστρέφαμε για μια ολόκληρη εποχή στην Ικαρία επειδή δεν αναφερόταν σε κανένα χάρτη του καιρού μας.  


                                                                                                             Β.Η