Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Υψιπέτεια και Έδαφος



Λίγο πριν φύγουμε για φαΐ ο δεκατριάχρονος γιός μου μού δείχνει μερικές ντρίμπλες στον διάδρομο του ξενοδοχείου Ελληνίς στη Φλώρινα. Μπαίνω στον πειρασμό να παίξουμε λίγο, στα μουλωχτά. Σε μια ντρίμπλα γλιστράω και βρίσκομαι στον αέρα. Γκρεμίζομαι με πάταγο πάνω στον δεξί μου ώμο ακούγοντας με φρίκη ένα «κλακ». Έτσι ακριβώς: είχε κάτι το υγρό εκείνος ο  απαίσιος ήχος. Ίδρωσα και μού κόπηκε η ανάσα. Βογκάω ξανά και ξανά και γυρίζω αργά ανάσκελα. Είμαι σε κατάσταση σοκ. Σηκώνομαι με κόπο, ζαλίζομαι και ξαπλώνω ξανά φαρδύς -πλατύς. Ο μικρός στριφογυρίζει από πάνω μου αμήχανος. “ Έλα μπαμπά δεν είναι τίποτα.” Μόλις ένιωσα να συνέρχομαι λιγάκι, τού λέω να έρθει μπροστά μου και να πλέξει τα χέρια του. Πιάνω με το καλό, το αριστερό, σηκώνομαι και πάω στο κρεββάτι. Ο βραχίονας έχει πια περιορισμένη κίνηση.
Παίρνω τηλέφωνο τον ταξιτζή και φτάνουμε στο μικρό επαρχιακό νοσοκομείο της Φλώρινας. Κυριακή απομεσήμερο το νοσοκομείο είναι έρημο. Μια και μοναδική εφημερεύουσα γιατρός εξετάζει ένα κοριτσάκι που κλαίει σπαρακτικά. Σε μια στιγμή η μάνα βγαίνει στον άδειο διάδρομο και ξεσπάει σε λυγμούς. Ο πατέρας την παρηγορεί. Ο μικρός παρατηρεί αμίλητος και δεν είναι καθόλου ευτυχής με την εξέλιξη του απογεύματος -το νοσοκομείο έχει γεμίσει παιδικό κλάμα. Τι να κάνουμε? Έχει και τέτοια η ζωή, τού λέω κάπως… φιλοσοφικά. Τελικά η γιατρός με στέλνει για ακτινογραφία. Η πλάκα δεν αρέσει ιδιαίτερα ούτε στον ακτινολόγο ούτε στη γιατρό. Αμφότεροι συνιστούν ορθοπεδικό αύριο στην Πτολεμαΐδα. Έχει πολύ γερό τμήμα ορθοπεδικής, λέει η γιατρός δένοντάς μου πρόχειρα το χέρι, είναι υπεύθυνοι για τα ατυχήματα στα εργοτάξια της ΔΕΗ. Την επομένη έμαθα ότι το τμήμα έχει βάναυσα αποψιλωθεί.
Στην έξοδο από το νοσοκομείο αντικρίζουμε τη γλυκειά δύση- χτυπάει το τηλέφωνό μου. Δυο φίλες από το Νυμφαίο, που επιστρέφουν από μεγάλο Κυριακάτικο τσιμπούσι, μαθαίνουνε τα νέα. Στη Φλώρινα δεν έχω άνθρωπο δικό μου πέρα απ’ το μικρό παιδί.
Μάζευτα, μού λένε, κι έλα εδώ να σε φροντίσουμε. Θα σε πάρουμε από το ΚΤΕΛ του Αμυνταίου. Έχω σχεδόν μια ώρα μέχρι να φύγει το λεωφορείο και κατηφορίζουμε με τα πόδια ως το ξενοδοχείο. Το παιδί κουβάλησε τα πράγματα στο ασανσέρ, στο ταξί, τα ‘βαλε στο λεωφορείο. Με αποχαιρετάει. Το βράδυ παίζουν μπάλα.
Στη θέση μου, έχοντας βολέψει όσο μπορώ καλύτερα το χέρι, νοιώθω τυχερός που δεν πονάω. Καθώς τρέχει το λεωφορείο στο οροπέδιο της Φλώρινας παρατηρώ τα μακρινά βουνά και το ρόδινο δείλι. Και για πρώτη φορά νοιώθω μια ανακούφιση. Κάτι μοιάζει τελειωμένο. Για δυο βδομάδες γυρνάω τη Μακεδονία. Πάνω από δυο νύχτες δεν κοιμήθηκα στο ίδιο κρεββάτι. Σα να ‘θελα να καταπιώ τον κόσμο.
    Και έπειτα, μια παρήγορη σκέψη: Ίσως γλύτωσα από κάτι χειρότερο.
                                                     …………………………………..
Περνάμε τη θέση “Κλειδί”, που είναι μερικά κρυφά λιβάδια μέσα στα βουνά, ανάμεσα στις δυο διασταυρώσεις της σιδηροδρομικής γραμμής, εκεί που κανένα κινητό τηλέφωνο δεν “πιάνει”, μόνο βαρύ χιόνι τον χειμώνα, και τρέχουμε τώρα στο οροπέδιο του Αμυνταίου. Δεν πέρασαν 5’ αφότου ξεπέζεψα στο ΚΤΕΛ και οι δυο κοπέλλες καταφθάνουν σα λευκά πουλιά να περιμαζέψουν τον τραυματισμένο φίλο τους και πετώντας από δεξιά κι αριστερά να τον ανεβάσουν ως εκείνη τη “νεμιά” πάνω απ’ τα σύννεφα που είναι το Νυμφαίο.
                                                     ………………………………………
Ανάψαμε το τζάκι με δρυ κι οξιά κι ενώ πίνουμε ζεστό τσάι, η Γεωργία μου φτιάχνει χυλοπίτες με λειωμένο τυρί. Γύρω απ’ τη φωτιά η Μαρία άρχισε να μιλά για πατέρες και γιούς που ζούνε χώρια. Μίλησε για τις κόρες της κι αναρωτήθηκε για τον κόσμο των γονιών και τον άγνωστο μελλοντικό κόσμο των παιδιών. Όταν πια η Μαρία είχε φύγει, η Γεωργία κι εγώ περιπλανηθήκαμε μες τις σελίδες του ΛΟΘΥΤΤΡ που είναι μια Παγκόσμια Χαρτογράφηση των Ασθενειών και του ψυχικού τους περιεχομένου. Μια Βίβλος Παθών που δεν διστάζει ούτε μπροστά στα ατυχήματα: Όταν η Νόηση, λένε οι Τόρβαλντ Ντέτλεσεν και Ρύντνινγκερ Ντάλκε, μέσα στον ΛΟΘΥΤΤΡ, κωφεύει μπρος στους βάσανους της ψυχής τότε το σώμα μιλάει με τρόπο που δεν γίνεται ν’ αγνοηθεί. Η Αρρώστια, κατά τον ΛΟΘΥΤΤΡ, είναι επιστροφή του μέτρου και της ισορροπίας με τρόπο βίαιο και αναντίρρητο. Κατόπιν η Γεωργία Διδασκάλου μίλησε για την τυχαιότητα των ονείρων, για αυτά που ξεχνάμε μόλις ξυπνήσουμε και για τα άλλα που επανέρχονται και επιμένουν. Είπε πως οι άνθρωποι δεν μιλούν πια από το πρωταρχικό αίσθημα αλλά από συναισθήματα δευτερογενή και από θέση αρχής. Πως όταν νοιώθουμε αδικημένοι ή αγνοημένοι, δεν μένουμε σ’ αυτό το πρώτο αίσθημα αλλά αντιδρούμε "συναισθηματικά" ή εκφέρουμε διαμαρτυρία με “αρχές” και “πρέπει”. Και πως τα παιδιά, άμαθα σ’ αυτή τη γλώσσα, αποσύρονται και απλά, “απ’ το ένα αυτί τούς μπαίνει κι από τ’ άλλο τούς βγαίνει”. Ενώ οι ενήλικες, που είναι μπασμένοι σ’ αυτά τα κόλπα, αντιδρούν με λογικά επιχειρήματα και επίμονη άμυνα. Κάτι τέτοιο, υποθέτω, είναι ένα είδος μεταλλαγμένης επικοινωνίας και όσο κανείς δεν μιλάει από το αίσθημα καταλήγουμε σε μια γενικευμένη ασυνεννοησία.

Πριν πάμε για ύπνο η Γεωργία βγήκε στο λιβάδι πίσω από το σπίτι και με φώναξε να δω τον ουρανό. Στα 1400 μέτρα υψόμετρο τα άστρα λάμπουν παντοτινά.
 Μού έδειξε έναν αστερισμό και τής απάντησα ότι αυτός βέβαια είναι ο Ωρίωνας, σαν να λέμε ο αστερισμός μου. Κατόπιν τής έδειξα έναν άλλον πιο δυτικά, ένα μικρό σύννεφο από αστέρια, και τής είπα ότι εκεί είναι οι Πλειάδες, η Πούλια.
Πριν κοιμηθώ τής εκμυστηρεύτηκα μία μικρή λύπη: ότι εδώ και μερικά χρόνια δεν έχω ονειρευτεί ότι πετάω. Μόνο μερικά χρόνια? είπε. Και πήγε για ύπνο.
                                                   …………………………………
Ξύπνησα μια-δυό φορές μέσα στη νύχτα προσπαθώντας να γυρίσω. Το πρωί, ανοίγοντας τα μάτια ξανάζησα κλάσμα προς κλάσμα του δευτερολέπτου την πτώση. Ένοιωσα άβολα για τις μικροκακίες μου, τους εγωισμούς και τα πείσματα των τελευταίων μηνών. Νοστάλγησα μια μικρή αθωότητα και την ταπεινοφροσύνη.
 Ξαφνικά ήρθε ολοζώντανο το όνειρο που είδα το ξημέρωμα.  Ένα παλιό κίτρινο τρόλεϊ, από εκείνα που προχώραγαν μ’ ένα ελαφρό σφύριγμα ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. Πίσω μου ορθωνόταν ένα δένδρο με γυμνά κλαριά. Σε μια στιγμή σηκώθηκα απ’ το έδαφος κι άρχισα μια αιώρηση σαν να μην υπήρχε βαρύτητα. Τι θαυμάσια άνωση ανάμεσα στο δένδρο και το παλιό όχημα! Πέρασα ψηλά μπρος από τον οδηγό ενώ αυτός με κοίταγε μέσα από το τζάμι όλο απορία. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Άρχισα να βλέπω την οροφή του τρόλεϊ από ψηλά τη στιγμή που έπαιρνα με μαεστρία μια κλίση προς το πλάι ενώ ο οδηγός έγερνε και με κοίταζε από το αριστερό παράθυρο. Έμεινα για λίγο εκεί και μετά, με μια σίγουρη απόφαση, άρχισα να παίρνω μέγα ύψος. Τι αίσθημα ωκεάνιο και ευφορία!
 Και ένοιωσα ευγνωμοσύνη και ευτυχία με τη θύμιση τ’ ονείρου γιατί πάντα πίστευα ότι τέτοια όνειρα αιώρησης και πτήσης είναι δώρο της… Άλλης Χώρας προς την καθαρότητα. 
                                                 …………………………………..         
Κατεβαίνουμε τον φιδωτό και τις φουρκέτες του Νυμφαίου. Κάτω στον κάμπο λάμπουν οι λίμνες σαν καθρέφτες μέσα σ’ ένα λαμπρό πρωινό. Κάνουμε στάση στο Δευτεριάτικο παζάρι του Αμυνταίου. 60 χρόνια, κάθε φορά Δευτέρα, όπως εκείνη τη μακρινή Δευτέρα που και τούτα τα χωριά πάτησαν τη νάρκη του Εμφύλιου. Και γύρναγε “ο μαύρος με τα κρόταλα” και χτύπαγε τις πόρτες ως τα σύνορα του κράτους. Όμως τώρα μέσα σε τούτο το θεσπέσιο ήλιο δεν απόμενε παρά ένας φευγαλέος ίσκιος από ‘κείνο το χτικιό. Κι εγώ που πάντα υπήρξα “άνθρωπος των παζαριών”  λιάζομαι εδώ, σ’ ένα έξω καρδιά καφενείο, και σε τούτο το Μέγα Παζάρι βλέπω με σεβασμό να φτάνει πάνω σε μακρινό κυματισμό η Κεντρική Ασία.
Αργότερα, σ’ ένα γραφειάκι στο νοσοκομείο της Πτολεμαΐδας, ένας ορθοπεδικός μού ‘δειξε, στην ακτινογραφία, τη γραμμή του κατάγματος στην κεφαλή του βραχίονα. Δεν είναι τίποτα, είπε. Νάρθηκας. Εδώ δεν μπαίνει γύψος. Ηρεμία και ακινησία. Τούτες οι δυό λέξεις μοιάζαν με χρησμό!
Κάναμε ένα τρικούβερτο αποχαιρετιστήριο γεύμα στον Βόσπορο, ένα λαϊκό μαγέρικο της Πτολεμαΐδας. Δεν έμενε τίποτα άλλο: Οι δυό γυναίκες μ’ έφεραν στα ΚΤΕΛ. Αγκαλιαστήκαμε πριν επιβιβαστώ στο λεωφορείο.
                                                     ……………………………………
Είδα ολόλευκα μακρύλαιμα πουλιά, περνώντας τον Αλιάκμονα, να πετάνε κατά κύματα κι απότομα ν’ αλλάζουν κατευθύνσεις – είδα την ευγένεια. Είδα μαζεμένο ένα μικρό κοπάδι πρόβατα να σκύβει κάτω απ’ τη βροχή ενώ περνούσαμε το Τρανόβαλτο. Περάσαμε το Σαραντάπορο. Που στη δύστυχη ερημιά του χάθηκε κόσμος και κοσμάκης. Περάσαμε πίσω από τη χιονισμένη ράχη του Ολύμπου. Στις πίσω θέσεις καθισμένος, στο τζάμι κολλημένος, με σπασμένη τη φτερούγα Και μετά το λεωφορείο χύθηκε στον Θεσσαλικό κάμπο.
Μετά τη Λάρισα κάναμε στάση. Απέραντα πάρκινγκ: ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΚΤΕΛ. Θα μού ‘κανε το ίδιο αν έλεγε: ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΚΤΕΛ. Δεν έχω δει πιο αποκαρδιωτικά καθαρές τουαλέτες. Μια πεθαμένη μουσική γέμιζε εκατοντάδες κυβικά, ψηλά ως τις αχανείς οροφές. Οθόνες plasma και monitor με ανακοινώσεις δρομολογίων. Ακόμα ένα ένδοξο επίτευγμα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Βγήκα στον εξώστη μ’ έναν καφέ. Σουρούπωνε. Πέρα στον Εθνικό δρόμο βαριά ψυγεία-φορτηγά έτρεχαν σφυρίζοντας προς τον Νότο κι άλλα τράβαγαν προς τα βόρεια. Ο κόσμος του Εμπορίου ποτέ δεν σταματά-σαν πύρινη ρομφαία περνάει μέσα από βουνά. Και για πρώτη φορά ένοιωσα κάτι δυσοίωνο. Σαν ο χρόνος μου να είναι περιορισμένος. Δεν θα ‘μια για πάντα εδώ, ούτε εδώ είναι ο καλύτερος τόπος για να υπάρχεις. Με ανακούφιση βάδισα προς το λεωφορείο.
Πριν τη στάση της Λαμίας έσβησα την οθόνη του κινητού και βυθίστηκα στο σκοτάδι. Μού ξανάρθε η στιγμή της κατακρήμνισης. Η πτώση έμοιαζε ανεξήγητη, σαν να άνοιξε η άβυσσος: Δεν μπορεί! Κάποιος θεός με βρόντηξε χαμαί. Καμμιά αμφιβολία πως ήταν ο Απόλλωνας. Ο Θεός του Φωτός. Αυτός που όποτε θέλει γίνεται ο Θεός των Σκοταδιών. Αυτός που, πρώτος, βάρεσε, με το χέρι μόνο, πισώπλατα και ύπουλα, τον Πάτροκλο. Και λύθηκε η αρματωσιά του. Κι έπειτα ήρθανε οι άλλοι, ένοπλοι αλλά ακόμα φοβισμένοι. Τον Πάτροκλο που θάρρεψε από το φευγιό των Τρώων και πίστεψε ότι ήταν μπορετό, παρά την Εντολή, αυτός να καταλύσει το Ίλιον. Πρέπει να ‘ταν ο Απόλλωνας, φύλακας της Κοσμικής Τάξης, που με βάρεσε στην δεξιά πλευρά και μού τσάκισε το δεξί χέρι. Αυτό που γράφει και υπογράφει. Και σηκώνεται όλο έπαρση και σιγουριά και με τον δείκτη υψωμένο γίνεται ο Τιμητής.
Και θυμήθηκα, καθαρά, ‘κείνη τη στιγμή, μια λεπτομέρεια που ως τότε μού ‘χε διαφύγει. Όσο κειτόμουν στο έδαφος, κάθιδρος λαχανιασμένος, μια φωνή, χαμηλή αλλά σταθερή, είχε πίσω μου μιλήσει: Τώρα? Έχεις… ΚΑΤΙ να πεις τώρα?
Κι έτσι, μες το σκοτεινό λεωφορείο, συνέχιζα το ταξίδι μου προς Νότον γυρίζοντας στο σπίτι – Αν ποτέ υπήρξε κάτι τέτοιο.
                                                                                                                                        

                                                                                                                           Β.Η

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου