Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

Περσέπολις




                                                   (Την έκαψε ο Αλέξανδρος το 333 π.Χ)

    Μες το αποκάρωμα του μεσημεριού κάθομαι στο καβαλέτο, στο πόστο μου στο ξενοδοχείο, και δουλεύω. Οι τουρίστες είναι έξω στον ήλιο, στα γρασίδια, στις ξαπλώστρες. Κάτω από τον ήχο μιας ανέμελης Καραϊβικής τζαζ που έρχεται απ’ το μπαρ (ναι, η Καραϊβική στεφάνωσε για πάντα τον τουρισμό) ακούω πίσω μου το ανεπαίσθητο σούρσιμο της σφουγγαρίστρας που πλησιάζει πάνω στα μαρμαρένια δάπεδα. Ξέρω ότι είναι η κυρία Μαρία από την Μολδαβία, μια ηλικιωμένη με βαρύ σκελετό, πρόσωπο σαν τετράγωνο κομμάτι βράχου και γαλάζια σκιστά μάτια- μεταλλικό Ασιατικό γαλάζιο που φτιάχτηκε αργά-αργά από εκτεταμένους ορίζοντες· σλάβικη απεραντοσύνη. Πλάσμα της σιωπής, έρχεται πάντα την ίδια ώρα- την ώρα της πιο βαθιάς ησυχίας ακολουθώντας μια απαράκαμπτη τροχιά. Μα και μερικές φορές, που περνάει δίπλα μου με τον κουβά, μέσα στα βραδινά πλήθη που πάνε κι έρχονται είναι πάντα σιωπηλή και είναι σαν να διαχέεται γύρω της η σιωπή -αυτή τη σιωπή που απλώνουν γύρω τους εκείνοι που είναι παντελώς ξένοι σ’ οτιδήποτε τους περιτριγυρίζει. Νοιώθω έναν ανεξήγητο σεβασμό για το πρόσωπο αυτό και την αποκαλώ πάντα, κυρία Μαρία, ποτέ Μαρία ή κυρά-Μαρία.

Παίρνω τον καφέ μου και βγαίνω έξω στον κήπο να καπνίσω.
-Πώς ήταν η ζωή στη Μολδαβία κυρία Μαρία?
Έβαλε την σφουγγαρίστρα μες τον κουβά, στηρίχτηκε στο κοντάρι και κοίταξε πέρα.
«Μπορούσες να ταξιδέψεις σ’ όλη την Σοβιετική Ένωση και να βρεις δουλειά οπουδήποτε. Αμέσως σου έδιναν σπίτι, δεν πλήρωνες σχολείο για τα παιδιά, ούτε παιδικό σταθμό, ούτε νοσοκομεία και γιατρούς. Δεν ήταν δύσκολη η ζωή ούτε φοβόσουνα για τίποτα. Ήταν μια καλή ζωή! Μετά, ξαφνικά μια μέρα, έκλεισαν οι τράπεζες και όταν ξανάνοιξαν είχαμε χάσει όλα μας τα λεφτά. Εγώ ήμουνα δασκάλα και είχα φτάσει στον βαθμό της διευθύντριας. Έχασα όλες μου τις οικονομίες, λεφτά που είχα μαζέψει για να παντρέψω τις κόρες μου. Αυτά γίνανε το 1990.
    Τότε ήταν που αρχίσαμε να πληρώνουμε νοίκι για τα σπίτια μας. Μετά αρχίσαμε να πληρώνουμε τους γιατρούς και τα νοσοκομεία. Ακρίβυνε το νερό και το ηλεκτρικό και το νοίκι ανέβαινε κάθε χρόνο. Σιγά-σιγά άρχισε η ανεργία. Χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν χωρίς δουλειά. Πιο πολύ υπέφεραν οι άντρες. Όσοι συνέχισαν να δουλεύουν δεν τους έδιναν λεφτά. Τους πλήρωναν με βότκα.»

-Δεν ξέρω… οι άντρες είναι πιο ευαίσθητοι. Εμείς οι γυναίκες είμαστε πιο δυνατές. Πιο… πώς να το πω, υπομονετικές.
-Καρτερικές!
-Ν…ναι… Τι θα πει αυτό?
-Καρτερία… Να! Λυγίζεις μα δε σπας! Πολύ καλό πράγμα! Συνήθως το έχουν οι γυναίκες.
-Ναι, μπορεί… αυτό! Ή ίσως, η δουλειά είναι πολύ σημαντική για τον άνδρα. Άμα τη χάσει κάτι σπάει μέσα του. Για μας τις γυναίκες το πιο σημαντικό είναι τα παιδιά. Άμα ο άνδρας χάσει τη δουλειά είναι σα να χάσει η γυναίκα ένα παιδί.

    «Άντεξα 5 χρόνια. Με βοήθησε και η μητέρα μου… Έπειτα, εμείς στη Μολδαβία είμαστε αγρότες. Παστώναμε το  χοιρινό, φτιάχναμε τουρσιά, μαρμελάδες, κρατούσαμε τη ντομάτα, μέσα σε γυάλινα βαζάκια… μελιτζανάκι… φτιάχναμε μακαρόνια, είχαμε αλεύρια, ζυμώναμε ψωμί… Έτσι κρατήσαμε 5 χρόνια. Το 1995 δεν άντεχα άλλο και πήρα τον δρόμο. Υπήρχανε  γραφεία ελληνικά στη Μολδαβία που στέλνανε γυναίκες στην Ελλάδα.
  
    Στη Θεσσαλονίκη έπαθα σοκ! Όταν έφτασα, κατέβηκα από το λεωφορείο στο ΚΤΕΛ, να πάρω φρούτα και νερό. Μάνα, τι πλούτος ήταν αυτός! Παντού μάρμαρα! Κατάλευκα, πεντακάθαρα! Στις τουαλέτες όλα καθαρά, ζεστό νερό, χαρτί τουαλέτας, σαπούνι… Μάρμαρα παντού… Τέτοια πολυτέλεια δεν την είχα φανταστεί! Είναι δυνατόν να υπάρχει μάρμαρο παντού? Τέτοια ομορφιά! Σε μας ήταν όλα σκοτεινά. Φως δεν υπήρχε πια στους δρόμους. Όταν έπεφτε η νύχτα έβγαιναν οι συμμορίες και ‘μεις κλεινόμασταν μέσα.»
   
    Είναι απομεσήμερο, ντάλα καλοκαίρι, η πιο σκληρή ώρα, το φως είναι μυστηριώδες και σκοτεινό. Ξέρω ότι -όπως το μεσονύκτι- είναι η ώρα των εκμυστηρεύσεων εδώ στον Νότο. Μόνο που τώρα η ερημιά σαρώνει.

    -Πώς σου φέρθηκε ο κόσμος εδώ στην Ελλάδα?
    Έστυψε τη σφουγγαρίστρα, στηρίχτηκε ξανά στο κοντάρι και κοίταξε πέρα…
    -Ήρθα κατευθείαν στη Ρόδο. Τον πρώτο καιρό δούλεψα σε μια κυρία. 4μιση μήνες. Δεν με πλήρωσε ούτε μια φορά. Όταν παραπονέθηκα είπε ότι θα φωνάξει την αστυνομία… σου λέω: δεν υπάρχει καλύτερο μέρος απ’ τον τόπο σου!

    «Το ’99 πήγα πίσω για πρώτη φορά. Πήγα με αεροπλάνο. Το 2009 χρειάστηκε να ξαναπάω για τη μητέρα μου. Ήταν ακριβά τα ναύλα και πήγα αεροπορικώς στη Θεσσαλονίκη κι από εκεί έβγαλα εισιτήριο με λεωφορείο για πάνω. Τότε έπαθα, ας πούμε… δεύτερο σοκ! Όλα βρώμικα! Παρατημένα! Σπασμένοι καθρέφτες, καμένες λάμπες, έκλεβαν ως τα σαπούνια και το χαρτί από τις δημόσιες τουαλέτες, διαλυμένα παγκάκια… Τι συμβαίνει εδώ? είπα μέσα μου…»
    -Α χα! Το βλέπεις ε? Έρχεται κι εδώ, κάνω με σαρδόνιο χαμόγελο!
    -Ναι.
    -Το βλέπεις κι εσύ ε, δεν το βλέπεις? επιμένω και νοιώθω μια κρυφή υστερία στη φωνή μου.
    - Ναι, ναι, έρχεται κι εδώ, επαναλαμβάνει ρίχνοντας μου μια γρήγορη ματιά.
    - Πέρυσι, πήγα για μια βδομάδα στην Αθήνα, διακοπές. Έχω μια παλιά φίλη, μένει κάτω από την Πατησίων, στην Αριστοτέλους…
    -Αα!
    -Είχαμε βάλει κάτι να φάμε αργά το βράδυ και ξεσηκώθηκα να κατέβω στο μινι-μάρκετ να πάρω ψωμί: «Κάτσε κάτω! Φάε χωρίς ψωμί… δεν βγαίνουμε τη νύχτα έξω! Εδώ δεν είναι Ρόδος!» …Ναι, σιγά-σιγά έρχεται κι εδώ! 

    -Και δε μού λες, έχει φτιάξει καθόλου η κατάσταση τώρα στη Μολδαβία?
    -Μπα… ούτε και πρόκειται να φτιάξει!
    -Καλά γιατί δεν αντισταθήκατε καθόλου όταν άρχισε η διάλυση?
    -Τι να κάναμε δηλαδή?
    -Δεν ξέρω… να βγείτε στον δρόμο… να φωνάξετε.
    - Κοίτα, είναι πολύ μικρή χώρα η Μολδαβία. Εδώ, η Ελλάδα είναι πλούσια, έχει δύναμη. Εμείς ακολουθήσαμε εκεί που πήγαν και οι άλλοι.
    Παίρνω τον καφέ μου και βαδίζω προς το καβαλέτο μες τις σκέψεις μου… «τι μαθαίνει κανείς από έναν άνθρωπο που μιλά χωρίς ιδεολογία!»

   Τι χώρες κι αυτές! Η Σοβιετική Ένωση! Μυθική χώρα! Σαν την παλιά Γιουγκοσλαβία. Ποτέ δεν τις συμπάθησα στ’ αλήθεια. Ξαφνικά μού ‘ρχεται μια θύμηση: Λίγα χρόνια πριν, καθόμαστε, περασμένα μεσάνυχτα, τρεις φίλοι σ’ ένα μπαράκι στην Καλλιδρομίου. Έχουν απομείνει ακόμα δύο τύποι στην άκρη του μπαρ που σιωπηλοί πίνουν όλο το βράδυ. Πρέπει να ‘χουν παρακολουθήσει μεγάλα κομμάτια από την συζήτησή μας, πρέπει ακόμα να ειπώθηκε κάποιο φαρμακερό σχόλιο «για τη φύση του Σοβιετικού καθεστώτος» και αυτό ήταν η «σταγόνα» για τον έναν απ’ αυτούς: «Ε, ακούστε εδώ…» έκανε με στεντόρεια φωνή… και μας συστήθηκε σαν «ομογενής από Ρωσία» που είχε 15 χρόνια στην Ελλάδα. Τρικούβερτος άναψε ο καυγάς με τον έναν από μας για τον οποίο οι σταλινικοί είναι «κόκκινο πανί». Κάποια στιγμή ο άνθρωπος έκανε πίσω και με χαμηλωμένη φωνή ακούστηκε να λέει, «εγώ είμαι παιδί της Σοβιετικής Ένωσης…» φράση που ουδόλως πτόησε τον αντίπαλό του αλλά εγώ έκανα μώκο λαβωμένος από τον πόνο και την νοσταλγία που έκρυβαν αυτά τα λόγια.

    Και τότε, γιατί δεν αντιστάθηκαν, αναρωτιέμαι ξανά...Όταν οι διευθυντές των εργοστασίων γίνονταν, εν μια νυκτί, ιδιοκτήτες των εργοστασίων. Όταν οι κομματικοί γίνονταν ακριβοπληρωμένα στελέχη του νέου καθεστώτος. Το ερώτημα παραμένει και δεν μου αρκεί η απάντηση της καθαρίστριας.
    «Ήταν εφησυχασμένοι. Δεν είχαν τις κοινωνικές οργανώσεις…» πιστεύει ο φίλος μου ο Σ. Μα πώς είναι δυνατόν να είναι εφησυχασμένος ο οδηγός ενός αυτοκινήτου? ρωτώ κι εγώ τον εαυτό μου. Οι επιβάτες, ναι! Αυτοί μπορούν να εφησυχάζουν. Άρα… επιβάτες ήτανε οι άνθρωποι, της «σοσιαλιστικής πατρίδας» και της Ιστορίας! Και οι οδηγοί? Α, εδώ πλησιάζουμε κάτι ακανθώδες: Τούτοι εδώ είναι οι ισχυροί του κόσμου με το τσαγανό και το περίσσιο θράσος, που μαζεύουν πλούτο άτακτο, όλο περιφρόνηση, κι όταν το παρακάνουν και ξεσηκωθεί ο κόσμος κρύβονται για 70 χρόνια πίσω από μια κομματική ταυτότητα, σε ένα άχρωμο γραφείο (αρκούμενοι στη χαρά της «οργάνωσης των άλλων») κι όταν ξανάρθει η ώρα, πετώντας την προβιά φαίνεται ο άκαμπτος λαιμός του λύκου κι αρχίζουν το φρικαλέο γιουρούσι!

    Άλυτο φαίνεται το κοινωνικό πρόβλημα αν το δεις με όρους φυσικής επιλογής. Από τη μια οι λίγοι συνασπισμένοι ισχυροί, με συνείδηση του ρόλου τους, κι από την άλλη οι πολλοί κι ασύντακτοι, αδύναμοι, με το μυαλό γεμάτο φουσκί!  Αν βάλεις όμως μέσα στο πρόβλημα και τον όρο συνείδηση και τη δημιουργία θεσμών και αποτρεπτικών μηχανισμών… ε, τότε ναι, μπορεί να υπάρχει κάποιο φως! Α, και το «όπλο πάντα παρά πόδας!»

    Δεκαετίες τώρα, το’ χω το πρόβλημα μέσα μου λυμένο. Εννοώ το πρόβλημα των δύο κόσμων-όψεων του καπιταλισμού. Εδώ στη Δύση έχουμε να κάνουμε με τη «μαγεία» του και το αντιφέγγισμα των πολλαπλών κατόπτρων. Τα φωσφορικά φαινόμενα. Κοντολογίς, την διαβρωτική τρέλλα! Στην Ανατολή, το πρόβλημα ήτανε πιο καθαρό- εκεί ήταν ένα βήμα απ’ την αλήθεια: είχαν αρπάξει τον έμπορο από τους γιακάδες, δεν είχανε παρά να μπούνε μέσα στα γραφεία και να τραβήξουνε επίσης τους Διευθυντές και τους κομματικούς έξω στις μηχανές. Και να φτιάξουν ύστερα μεγάλα δρύινα τραπέζια για τις συσκέψεις τους και τα γλέντια! Μετά, δεν έμενε παρά να ανοίγουνε τα κλειδωμένα γραφεία σε επετείους: φριχτά μνημεία μιας αρχαίας ανελεύθερης ζωής! Όχι ότι δεν προσπαθήσαν εκεί οι λαοί -ο καθένας με τη σειρά του- αλλά μάταια ματώσαν. Έπειτα έκαναν υποστροφή. Κι επέσαν στα χειρότερα, στην αγκαλιά των μαυλιστών Εμπόρων!
    Και μου φαίνεται πως όλες χώρες τώρα μπήκαν στον μακρύ «Διάδρομο του Θανάτου», στο χαμηλοτάβανο θανατερό λαγούμι που οδηγεί στο Θυσιαστήριο. Μερικές συντρίβονται κανονικά με πόλεμο κι άλλες δίχως να πέσει ντουφεκιά. Σπάζεται ο σκελετός τους, με κρούση ή συνεχή πίεση καταρρέουν οι μπετοκολόνες μες τον μπουχό τη σκόνη. Έπειτα με όλους τους κανόνες και τα τερτίπια, πανηγυρικά, αρχίζει η λεηλασία. Και οι άλλες, οι αναπτυγμένες, οι «ευνομούμενες» και καλά οργανωμένες καταστρέφονται κι αυτές. Όμως αλλοιώς: ξηλώνεται η ύφανσή τους από μέσα, κι ας μοιάζουν με κοτζάμ σπίτια που στέκουν μια χαρά. Αργά-αργά καίγονται εσωτερικά. Χωνεύει από μέσα η φωτιά ό,τι αρπάζει πρώτα, τις κάσες από τις πόρτες, τα πλαστικά και τα χαλιά αλλά ακόμα δεν έχει φτάσει στις κουρτίνες. Τούτες δω μου φαίνονται και οι πιο τραγικές πατρίδες. Πεθαίνουνε χαμογελώντας μη αντέχοντας την «οργανωμένη ευτυχία». Χάνονται κι οι άλλες, οι μικρές «προσωπικές» πατρίδες: οι απόμερες ψυχικές φωλιές - άγριο μπότζι δοκιμάζει την ανθρώπινη καρδιά. Κι ερημώνουνε τα σπίτια, γεμίζουν οι δρόμοι ανθρώπινα κοπάδια!

    Κι εγώ, πολίτης της… Άλλης Χώρας, εξόριστος στον Αιώνα μου! Παράξενη Μοίρα μ’ έρριξε σ’ αυτό το ξενοδοχείο… Διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας με τούτη τη γυναίκα και τριγυρνώντας στα καμένα ανασκαλεύω στάχτες… αν είναι να διαλυθούν οι  χώρες, καλώς να διαλυθούνε αν είναι να φτιαχτεί η άλλη· Πατρίδα του Ανθρώπου!
                                               ………………………………

    -Θα ‘χεις διαβάσει τα «Παιδικά Χρόνια» του Γκόργκυ? Τις αναμνήσεις του από την προεπαναστατική Ρωσσία, της κάνω ένα άλλο μεσημέρι. Θυμάσαι εκεί που ο μικρός περιγράφει τη στιγμή του αποχαιρετισμού με τον γέρο-Χημικό, έναν από τους πλάνητες που μάζευε στην κουζίνα της η φοβερή γιαγιά και τον διώχνει ό άτεγκτος παππούς γιατί δεν μπορεί να πληρώσει το νοίκι της κάμαρας στη σοφίτα? «Έτσι τέλειωσε η φιλία μου με έναν από ’κείνους τους ξένους που γύρναγαν τη Ρωσσία, τους καλύτερους ανθρώπους σ’ αυτή την χώρα!» καταλήγει ο μικρός Γκόργκυ.
    - Α, διαβάζεις! Και μια γαλάζια λάμψη άστραψε στο βλέμμα της.
    -Θυμάσαι κι εκεί που ο παππούς τού διηγείται πώς πήγε με το ποταμόπλοιο και τους υλοτόμους, όταν ήταν νέος, να κόψουνε ξυλεία? Δάση, ατέλειωτα δάση, απλώνονταν από τον Βόλγα έως τα Ουράλια… «και ο επιστάτης, ένα βράδυ στη φωτιά, πέταξε το καπέλο του στο χώμα και άρχισε να φωνάζει: Βαρέθηκα να σας διευθύνω και να σας φροντίζω! βαρέθηκα να σας υπηρετώ! Θα φύγω! -Πού θα πας? -Στα δάση! …Σκεφτήκαμε να τον βάλουμε κάτω και να τον δέσουμε, έτσι που έκαμε σαν τρελλός αλλά τον σεβαστήκαμε. Έφυγε πριν την αυγή. Τις επόμενες μέρες μάς φύγαν άλλοι εφτά! Να τι μας έκαναν τα δάση!» -Θυμάσαι κυρία Μαρία?
    Όπως μ’ άκουε με σκυμμένο το κεφάλι, μίλησε ρώσσικα. Λέξεις άρχισαν να κυλούν από το στόμα της, μια-μια στην αρχή, αργά κι ύστερα όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, ένας βαθύσκιωτος χείμαρρος από ήχους που ‘χαν έναν ρυθμό βαθύ και επίσημο και στο πιο ψηλό ανέβασμα ξαφνικά κόπηκε.
    -Τι είναι αυτό?
    -Σάσσα! Αλέξανδρος Πούσκιν!
    -Τι λέει?
    -Για το χώμα! Τη γη! Το καλοκαίρι ο κάμπος σκόνη, μετά με τις βροχές έρχεται η λάσπη και το χειμώνα το χιόνι. Η Σιωπή. Είναι πλατιά η δικιά μας γη και τα ποτάμια κυλούν αργά. Έχουμε και ‘μεις τον Δνείστερο. Η Υπερδνειστερία είναι η δική μου η πατρίδα!
 
                                             ………………………..

    -Δεν μου λες κυρία Μαρία: Με ποιόν είσαι σήμερα στο Μουντιάλ, που παίζει Ρωσσία-Σουηδία? Με τη Ρωσσία? Την ρωτώ χαμογελώντας, ύστερα από μερικές μέρες. Από μέσα, το μεγάλο μπαρ, και από τα άλλα μπαρ στα γύρω ξενοδοχεία, μπροστά στις μεγάλες οθόνες plasma, πλήθη τηλεθεατών καθηλωμένα, έκθετα στο μεγάλο Θέαμα «που ανεμίζει πάνω απ’ τα κεφάλια τους», ξεσπούν σε ζητωκραυγές και επιφωνήματα απογοήτευσης και ανακούφισης. Γκολ «πέφτουνε» και γκολ χάνονται. Ο μυκηθμός του πλήθους, σαν στεναγμός μεγάλου ζώου που το τσιγκλάν με την βουκέντρα και το καθίζουν στα πίσω πόδια με την προσμονή και το μαστίγιο, σκεπάζει κατά κύματα τη συζήτησή μας.
    -Α, ναι, μου λέει, έχει καλή ομάδα!
    -Την αγαπάς τη Ρωσσία, ε, κυρία Μαρία?
    Με κοιτάζει με στοχαστικό μάτι χαμογελώντας ελαφρά: Α, βέβαια, μου κάνει: Μάατ Ρασσία! Μητέρα Ρωσσία!
                                             ………………………….

    Περιεργάζομαι αυτόν τον άνθρωπο που διατρέχει χιλιόμετρα κάθε σαιζόν μέσα στο ξενοδοχείο, σε μια τεθλασμένη πορεία, με τη σφουγγαρίστρα πάντα μπροστά, που αδειάζει κουβάδες σκουπιδιών, που καθαρίζει τουαλέτες, που, με το walkie-talkie στη ζώνη, τρέχει παντού όπου την καλέσουν. Ποιο ακριβώς είναι το αντικείμενο της δουλειάς της? Μα βέβαια, ο αγώνας ενάντια στη βρωμιά. Τα πάντα καθαρίζονται και την αμέσως επόμενη στιγμή αρχίζουν να λερώνονται. Το έργο είναι Σισύφειο και αποκαρδιωτικό. Το κοντέρ «μηδενίζεται» διαρκώς και αμέσως οι βαθμοί ρύπανσης αρχίζουν να ανεβαίνουνε ξανά. Τα ανθρώπινα ίχνη πρέπει να απαλείφονται διαρκώς. Αυτή η γλίτσα που αφήνει πίσω του το ανθρώπινο σαλιγκάρι-και μαζί η αιώνια σκόνη- πρέπει να σβήνεται επιμελώς κι ο χώρος να επαναπαραδίδεται άσπιλος σαν την πρώτη μέρα της Δημιουργίας. Αν η βρωμιά μπορεί να νοηθεί σαν κάτι κακό, η κυρία Μαρία έχει αναλάβει-καμιά αμφιβολία- τον αγώνα ενάντια στο Κακό!
   Άρα, γιαυτό μοιάζει σαν να προσεύχεται έτσι όπως βαδίζει ζιγκ-ζαγκ δουλεύοντας σκυφτή. Υπάρχει κάτι υπερβατικό σ’ αυτό το συγκεντρωμένο σκεφτικό πρόσωπο. Και χρειάζεται μια πίστη σχεδόν θρησκευτική για να δοθεί κανείς σε τέτοιο ασήμαντο και ακατόρθωτο έργο. Χωρίς να υποτιμάται και κάποιος συγκεκριμένος πατριωτισμός. Και χρειάζονται ψυχικά αποθέματα για να αντέξει κανείς κάτι τόσο περιφρονημένο. Ιδού λοιπόν η απόδειξη μιας σπάνιας ταπεινοφροσύνης!
    Είπα όμως, «ασήμαντο»? Όχι, λάθος! Γιατί αυτή η προσήλωση έχει κάτι από προσευχή. Προσευχή και άσκηση που κάνουν οι ερημίτες. Αλλά χωρίς αυτούς και χωρίς τις χιλιάδες Μαρίες ο κόσμος θα κατέρρεε μέσα στο χάος που «κατά πόδας» τον ακολουθεί.

    Μετά, μια μέρα, συνέβη ένα άσχημο περιστατικό. Ήμουνα έξω, δίπλα στο χαμηλό βρυσάκι που βγαίνω και πλένω τα χέρια μου από τα κάρβουνα. Μια νεαρή διοικητική υπάλληλος βγήκε στον κήπο, και με το τηλέφωνο κολλημένο στο αυτί, ήλεγξε τους μικρούς κάδους σκουπιδιών κι ενώ τους βρήκε μισοάδειους, με ύφος περισπούδαστο, κάλεσε την κυρία Μαρία και την διέταξε να έρθει και ν’ αλλάξει τις σακούλες τους. Κατέφθασε αμέσως, ξεκαπάκωσε νευρικά τους κάδους και ενώ η άλλη έφευγε ποζάτη, η κυρία Μαρία κρατώντας σε κάθε χέρι από δυο μισοάδειες σακούλες σήκωσε το πρόσωπο (ανεπαίσθητα και τις σακούλες)  με απόγνωση προς τον ουρανό. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου -σαν να γύρευε δικαίωση από μένα- η περιοχή των ματιών της πλημμύρισε από ένα γρήγορο κόκκινο, το γαλάζιο πνίγηκε σε ένα φευγαλέο βούρκο. «Καλύτερα ν’ αλλάξει αυτή μυαλά παρά εσύ σακούλες!» σφύριξα μέσα από τα δόντια όπως περνούσα δίπλα της. Ήταν ξεκάθαρα μια άσκηση εξουσίας, ένα καψόνι!

    Πού είναι λοιπόν το σύγχρονο προλεταριάτο? αναλογίστηκα. Αυτό που μάταια ψάχνουν να βρουν οι κοινωνιολόγοι? Το πάντοτε διαφεύγον μέσα από τις συνεχείς μεταμορφώσεις του και έντεχνα αποκρυπτόμενο πίσω από διαφορετικές στρεψόδικες ονομασίες? Μα καμιά αμφιβολία: εδώ μπροστά μου στέκεται το σύγχρονο προλεταριάτο! Έτοιμο αδιαμαρτύρητα να υπακούσει, έτοιμο να προσβληθεί! Έρχεται από τις μεγάλες αναστατώσεις που προκαλούν αδιάκοπα κύματα μετανάστευσης και από την καθίζηση των κοινωνιών. Αποτελείται από ανθρώπους που έχασαν μια χώρα, ένα σπίτι, από κάθε λογής απάτριδες και ανέστιους. Την ύστατη στιγμή υιοθετημένοι από την Μεγάλη Μηχανή που αλέθει ζωές και μεταποιεί όνειρα - κι αυτοί, ευγνώμονες, σκύβουν και της φιλούν τα πόδια. Αδύναμους που είχαν την κακιά τύχη να συναντήσουν κάποια στιγμή την Τρομερή Θεά. Κάθε λογής φουκαράδες που αγωνίζονταν να κρατήσουν ενωμένες τις δυό άκρες ενός υφάσματος που λέγονται έσοδα και έξοδα για να σκεπάσουν την ανθρώπινη γύμνια τους. Αυτούς δηλαδή που δεν είχαν ποτέ καμιά εξουσία απά’ στη ζωή τους και είχαν την ατυχία να πέσουν πάνω στην Ιστορία. Α, χα, ή μάλλον αυτή να πέσει απάνω τους! Αυτούς, μ' άλλους λόγους, που «έπαθαν Ιστορία»! Κι ακόμα παραπέρα, τον φτωχό τον άνθρωπο, φτωχό με όλη την έννοια της λέξης φτώχεια, που δεν έχει ένα κονάκι για την ψυχή του και είναι πράγματι για λύπηση.

    Για αυτό ‘δω λοιπόν το τελευταίο ας πω και τούτο: την κυρία Μαρία δεν γίνεται να την λυπηθεί κανείς. Μόνο να την συμπονέσει. Έχει  επίγνωση του κόσμου της, ενός κόσμου ανοιχτών εκτάσεων, βαθύ το ίχνος από το ζύμωμα του ψωμιού, το πάστωμα και τα βαζάκια με τις μαρμελάδες και το μελιτζανάκι. Φέρει ακόμα μέσα της μια στιβαρή ποίηση και μια μεγάλη Λογοτεχνία… Ξέρει επιπλέον να προσεύχεται. Δεν είναι λοιπόν ψυχικά ξερριζωμένη, είναι μια δεινοπαθούσα.
    Αυτές που λυπάμαι είναι οι κόρες της, που κατάφερε να φέρει στην Ελλάδα, κι ακόμα περισσότερο τις αγγόνες της. Αυτές τις έρμες «τυχατέρες», τις μεγαλωμένες μες τον χυλό που προωθεί ο προχωρημένος καπιταλισμός και οι τεχνολογίες του… αυτή η αρρωστημένη καζανιά! Χρόνια μετά, που το πρόσωπό της Μαρίας θα ‘χει γυρίσει στην πέτρα και που η ψυχή της θα ‘χει επιστρέψει στις λάσπες του Δνείστερου, μάταια θα προσπαθούν να τυλιχτούν τις νύχτες με ανύπαρκτα σκουτιά.
                                  …………………………………

    Τι μένει άραγε? Απόμεινε τίποτα? Όπως βαδίζω προς το καβαλέτο και κάθομαι ξανά μπρος στη δουλειά που άφησα πριν λίγο, νοιώθω ξαφνικά μια ανεξήγητη σιγουριά. Ο αφανισμός απ’ το κενό δεν πρέπει να έπαψε ποτέ να ακολουθεί την ανθρωπότητα. Ούτε η αιώρηση πάν’ απ’ την άβυσσο. Ούτε εγώ πρέπει να είμαι ο πρώτος που έφτασε μπρος στις Σκαιές Πύλες. Με το μάτι στυλωμένο στον Άδη υπολογίζω: ό,τι και να γίνει, πάντα κάτι θα μένει απ’ την ανθρώπινη ουσία και θα επιμένει πεισματικά. Όταν άγνωστοι λαοί θα κατοικούν αυτό τον κόσμο και θα μιλούν άγνωστες γλώσσες δεν θα μένει παρά αυτό το παλιό πείσμα. Κι απ’ ό,τι αποφασίσουν εκείνοι οι μακρινοί απόγονοι, απ’ ό,τι αποφασίσουμε εμείς τούτη τη στιγμή, εξαρτάται η πορεία του Ανθρώπου πάνω στη γη.

    Για αυτό Αγαπημένοι, μη λυπάστε, μη λυπάστε λέω! Έχετε τον νου σας στον Άδη! Και μην απελπίζεστε! Μόνο «κρατάτε» γερά!  Όταν πιά δεν θ’ ακούγεται παρά το φρικτό φτεροκόπημα, όταν ο Σάσσα θα ’χει από καιρό ξεχαστεί, όταν μόνο σ’ όνειρο θα φτάνει ως εσάς ο αέρας που κατεβαίνει απ’ τα μεγάλα δάση… θα ‘ναι ένας ξένος που αφήνοντας τη Δημοσιά θα σταθεί στο κατώφλι σας και θα σας χτυπήσει την πόρτα στάζοντας από Νυχτερινό ταξίδι.

                                                                           Β.Η








Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Αυτή είναι η Πατρίδα μας






     Η πόλη πήδηξε πάνω απ’ τα βουνά. Δεν μιλάμε πλέον για λεκανοπέδιο της Αττικής αλλά για Attica -με ό,τι αυτό το όνομα μπορεί να υποδηλώνει! Ο μισός σχεδόν πληθυσμός της χώρας είναι συγκεντρωμένος εδώ. Τέσσερα με τεσσεράμισι εκατομμύρια σε ένα τόπο που δεν μπορεί να σηκώσει πάνω από ενάμισι χωρίς να θιγεί η περιλάλητη ηπιότητα του τοπίου και η ισορροπία ολόκληρης της χώρας. Οι συνθήκες συγκέντρωσης κατακερματισμού και αποξένωσης έχουν ενταθεί στο έπακρο και η περιοχή μπαίνει στη δίνη της απορρύθμισης και των αλλεπάλληλων συμφορών. Κι εντέλει όπως το ψευδές όταν πυκνώνει, το πευκόδασος -υπό συνθήκες- αυτοαναφλέγεται επίσης.
     Και οι απολεσθέντες απωλέσθησαν αλλά για τους επιζήσαντες τώρα αρχίζει η ανάβαση· η θλίψη, οι "ανεξήγητες" κρίσεις άσθματος, οι επιθέσεις του πανικού και κάποιες μορφές καρκίνου.
   
 Εκατό χρόνια μετά τον Κωνσταντίνο Μαλέα, η Αττική του δεν υπάρχει πια. Όλος ο κόσμος τώρα, μια Attica.


                                             



Δεν μπορείς να πληγώσεις την ομορφιά...


                                                 Β.Η