Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

Ο Πρίγκηπας Κροπότκιν

                  






    Πέρσι το καλοκαίρι, ο Κώστας Δεσποινιάδης, των εκδόσεων «Πανοπτικόν», μού ζήτησε το πορτραίτο του Πέτρου Κροπότκιν. Τού απάντησα ότι θα το φτιάξω όταν σπάσει η δουλειά. Όταν ήρθε λοιπόν ο γλυκός Οκτώβρης καταπιάστηκα με τη φωτογραφία που μού είχε στείλει. Δούλευα εν μέσω τσιγγανόπουλων που μ’ ένα σαράβαλο ακκορντεόν εξασκούσαν το αρχαίο επάγγελμα της επαιτείας και Μπαγκλαντεσιανών που πουλούσαν κινέζικα μπιχλιμπίδια.
    Το πόστο μου ήταν έξω από το παλιό νοσοκομείο του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη και τώρα Αρχαιολογικό Μουσείο της Ρόδου- έξω από την Εθνική Τράπεζα και κάτω από τον μέγα Πλάτανο όπου κάποτε οι Τούρκοι κρέμαγαν ανθρώπους. Η οδός Ιπποτών, ένας από τους ομορφότερους δρόμους στον κόσμο, είχε την εκβολή της ακριβώς δεξιά μου και κατέβαζε κύματα δροσιάς και πλήθη τουριστών.
    Εκεί και ο κήπος, μέσα από την καγκελόπορτα, στην πίσω πλευρά του Μουσείου, όπου ο ήχος του νερού ακούγεται μέρα και νύχτα, όπου πουλιά πίνουν από τη μικρή γούρνα και αρχαίες γάτες κοιμούνται πάνω σε κόχες και οβελίσκους. Και μέσα σ’ αυτόν τον κήπο ανελλιπώς γεννιότανε η νύχτα.
     Δούλευα μόνος αφού πολλοί συνάδελφοι-ικανοί τεχνίτες- είχαν αποχωρήσει σε μακρινά ξενοδοχεία, εγκαταλείποντας την πιάτσα τους – αφρόντιστα είναι αλήθεια-στους τυχάρπαστους και τους κακοτέχνες. Η πλατεία του Μουσείου ήταν ένα από τα τέσσερα σημεία όπου δούλευαν οι ζωγράφοι που είχαν απομείνει. Βέβαια όλοι αυτοί οι Ασιάτες και οι τσιγγάνοι γύρω μου, αυτοί οι περιφρονημένοι, ήταν οι καινούριοι συνάδελφοί μου και καινούριες γνωριμίες αλλά τι μοναξιά να δουλεύεις μακριά από τους ομοίους σου, ανάμεσα σε ανθρώπους με τους οποίους δεν μπορούσες να μοιραστείς τις χαρές του «Σχεδίου» και τη γλώσσα που επεξεργαστήκαμε επί 3 δεκαετίες.
     Έπειτα η ξενοιασιά είχε χαθεί μαζί με την αφθονία. Από παντού «έβγαιναν» αναγκεμένοι κι αυτοί που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα.
     Έτσι, το καλοκαίρι του ’13, έφυγα κι εγώ σ’ ένα ξενοδοχείο. Ύστερα ξαναγύρισα στο δρόμο. Όπως το κογιότ γυρίζει στην έρημο. Όπως το σκουλήκι ξαναγυρίζει στο βάλτο. Αυτή η επιστροφή όμως δεν είχε τη βαθιά χαρά ενός homecoming. Είχα απλά ξαναβρεθεί μέσα στην καταστροφή. Πικροί που είναι οι γυρισμοί όταν το τέλος έχει επέλθει!

Καμιά φορά, μού έρχονταν στο μυαλό οι στίχοι του Χάουσμαν:

                              Αυτή είναι η γη της ευδαιμονίας που εχάθη
                              Τη βλέπω ολοκάθαρα να λάμπει
                              Οι στράτες της που έπαιρνα παλιά
                              που δεν μπορώ και πάλι να διαβώ…

    Εκεί, λοιπόν, έξω από την τράπεζα - εκτός από τις δυό μέρες που πήγα στην Αθήνα για να ψηφίσω-  έζησα το καλοκαίρι των capital controls και το σοκ που υπέστησαν οι μαγαζάτορες και οι συνταξιούχοι, αυτά τα γνήσια «παιδιά της Ελλάδος». Ήταν εμβρόντητοι όπως θα ήταν κάποιοι πιστοί αν ο παππάς έβγαινε στον άμβωνα και ανακοίνωνε πως ο Άρτος και ο Οίνος αρνούνται να μετουσιωθούν σε «Σώμα και σε Αίμα» του Κυρίου. Εγώ βόγκαγα, όλο χαιρεκακία, πίσω από το καβαλέτο μου: «λεφτά υπάρχουν». Οι περισσότεροι με κοίταζαν στραβά και έστρεφαν το βλέμμα ψηλά προς τον πλάτανο- ήταν σα να αντίκριζαν κορμιά να κρέμονται ακόμα απ’ τα κλαριά. Μετά καβάλαγαν κάτι θυμωμένα μηχανάκια και εξαφανίζονταν.  
    Κανά-δύο με ρώτησαν: εσύ τι προτείνεις? Και όταν ανέπτυσσα την άποψή μου, δηλαδή τούς περιέγραφα ένα μακρύ ταξίδι μέσα από την έρημο, ότι πρέπει να ξεχάσουμε τα φαύλα πλούτη της κοιλάδας του Νείλου, όταν τους περιέγραφα την άφιξη σε μια γη Χαναάν η οποία, αν όχι και τόσο πλούσια, ξέρει όμως να ανταποδίδει (η εικόνα βέβαια τούς ήτανε οικεία σαν Ιουδαιοχριστιανοί που ήσαν) τότε, με κοίταγαν σαν άνθρωπο που έχει βίτσιο να υπόσχεται ταλαιπωρίες. Και έτσι για μια ακόμα φορά οι πολίτες αποδείχτηκαν ψηφοφόροι και ο λαός, πληθυσμός. Φυσικό ήταν λοιπόν να επικρατήσουν οι αρουραίοι αφού αντιπροσώπευαν τη μεγάλη μάζα και γνώριζαν τις κρυφές επιθυμίες της καλύτερα και από την ίδια. Όσοι βέβαια, σαν και μένα, ποντάριζαν στο «ατύχημα» ήταν προορισμένοι να απομονωθούν. Ήταν λοιπόν για όλους, και τους μεν και τους δε, ένα πολύ μπαμπέσικο καλοκαίρι.
    Έτσι, στον απόηχο μιας τέτοιας «θερμής εποχής» κι ενός γλυκόπικρου καλοκαιριού, εγώ δούλευα τον Κροπότκιν. Τα τσιγγανάκια με ρωτούσαν: Ποιος είναι ο παππούς? Οι ντόπιες που περνούσαν ρώταγαν: Ποιος είν’ αυτός? Παππάς? Εγώ απαντούσα με μια σκοτεινή αξιοπρέπεια: Ο Κροπότκιν, Μέγας Γεωγράφος! Ή, ο Πέτρος Κροπότκιν, αναρχικός φιλόσοφος και επαναστάτης! Και οι τουρίστες πέρναγαν αδιάφοροι.
     Μόνο μια φορά μια μεσόκοπη γυναίκα ξέκοψε από ένα γκρουπ Ρώσσων, επεξεργάστηκε το πορτραίτο και με βαριά ρώσσικη προφορά ρώτησε: Πιότρ Κροπότκιν? Και μετά ξαναχάθηκε μες τη μάζα πριν προλάβω να μάθω το πώς και το τι. Ούτε βέβαια οι Ρώσσοι γνώριζαν κάτι παραπάνω από το μέσο Ευρωπαίο. Ο σταλινισμός τούς είχε καταστρέψει.
    Καμιά φορά, σερνόμουνα σα τον παραλυτικό που γυρεύει γιατρειά, σα τον τυφλό το φώς του, ως τη βάση της Ιπποτών, που η μακρινή αρχή της και κορφή της είναι στραμμένη προς τη Δύση, κι αντίκριζα το βασίλεμα του ήλιου που γέμιζε τον δρόμο με ζεστό φώς- το μόνο χρυσάφι που αξίζει κυνηγητό. Και ο δρόμος όλος γινότανε το μονάκριβο πετράδι του Στέμματος μιάς  ένδοξης βασιλείας που δύει. Ύστερα η νύχτα τύλιγε όσους είχαν ακόμα δύναμη κι ανάγκη να ερωτεύονται.
   
     Μια μέρα την ώρα που σουρούπωνε ένας άνθρωπος στάθηκε μπρος στο καβαλλέτο. «Α,χα!» έκανε με μια παιχνιδιάρικη λάμψη στα μάτια, «Ο Πέτερ Κροπότκιν!» Ένοιωσα σαν τον ναυαγό που διασώζεται από το πλοίο που μάζεψε τη μπουκάλα που πέταξε πριν από 3 χρόνια στη θάλασσα. «Από πού είσαι?» ρώτησα κοιτώντας τον ασκαρδαμυκτί. «Ολλανδός», είπε. Και αμέσως: «Εδώ είσαι κάθε μέρα? Θα έρθω να σε βρω να μιλήσουμε». Και έτρεξε να προλάβει τη γυναίκα του και ένα φιλικό ζευγάρι που φεύγανε. Ο άνθρωπος ήταν γύρω στα 60 και είχε μια νεανική αύρα.
    Δυό μέρες μετά, ήρθε και με βρήκε καθισμένον στο σκαλάκι, δίπλα στην παλιά βρύση, την ίδια ώρα, την ώρα που δειπνούσα. «Πώς ξέρεις τον Κροπότκιν?» ρώτησα. «Είμαι Συμβουλιακός είπε. Στην Ολλανδία αγωνιζόμαστε πάνω από 30 χρόνια για τη Δημοκρατία». Και ξανοιχτήκαμε σε μια συζήτηση για τον Άντον Πάνεκοοκ, τον παλιό Ολλανδό Συμβουλιακό, τον Γιόχαν Χουιζίγκα με τον «Άνθρωπο που παίζει» και την κατάσταση του κόσμου σήμερα.
    «Τι κρίμα!» είπα τη στιγμή που αποχαιρετιόμασταν, «τέτοια συζήτηση να γίνεται ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν είναι δα και στην πρώτη νιότη! Η νεολαία σήμερα έχει αποκοπεί απ’ αυτά τα ρεύματα σκέψης». «Μη σε νοιάζει!» μού φώναξε φεύγοντας, «Εσύ κι εγώ θ’ αλλάξουμε τον κόσμο!»  Ήξερα λοιπόν ότι βρισκόμουν μπροστά σε έναν «ενηλικιωμένο έφηβο» και άνθρωπο πιο αισιόδοξο ακόμα κι από μένα!
    Και απόμεινα ξανά μονάχος, ενώ άναβαν τα φώτα, μες στα αλλεπάλληλα κύματα των Ευρωπαίων νέο-βάρβαρων, των μαγαζατόρων που καιροφυλακτούσαν μέσα στις τρύπες τους, των φτωχών Μπαγκλαντεσιανών που είχαν ξεφύγει από τη λάσπη του Πουντζάμπ και των τσιγγάνων που ξέφευγαν για λίγο από την αθλιότητα των καταυλισμών. Κατά κύματα έρχονταν και περνούσαν τα πλήθη των αδαών με μόνη σκέψη στο μυαλό, τη σκέψη του χρήματος, στις βιτρίνες γυρεύοντας ψυχαγωγία… και τα φώτα άναβαν… και μέσα στη ζεστή νύχτα σηκωνότανε ο ντόρος του παζαριού. Ξανακάθησα στο καβαλέτο, κοίταξα πάλι το πορτραίτο, θαύμασα τους χιλιάδες κόκκους κάρβουνου που, αντανακλώντας το πλάγιο ηλεκτρικό φως, άστραφταν πάνω στην άγρια επιφάνεια του χαρτιού σαν πολύτιμα πετράδια: «τι να κάνουμε…» αναστέναξα, «Αυτή είναι η κατάσταση του κόσμου σήμερα»!
    Μού ήρθε τότε στο μυαλό ξανά, η κηδεία του γερο-επαναστάτη από ένα παλιό φιλμ εκείνης της εποχής. Πλήθη κόσμου ακολουθούν το φέρετρο μέσα στα χιόνια στη Μόσχα. Είναι 1921. Η καμπή. Η κάμψη. Η εκφορά περνάει έξω από τον μεγάλο Καθεδρικό ναό της Μόσχας και οι Τολστοϊκοί αναρχικοί έχουν βγει στα πλατιά σκαλιά και γέρνουν μεγάλες μαύρες σημαίες αποδίδοντας τιμή στον μεγάλο Αποχωρούντα. Άλλες σημαίες γέρνουν προς τη μεριά τους από την πλευρά της πομπής αντιχαιρετώντας. Ήταν η τελευταία φορά που οι σημαίες των Αναρχικών κυμάτιζαν στην επαναστατημένη Ρωσσία. Δικαιολογημένα ήτανε μεσίστιες!
     Αλλά οι εποχές ήτανε τιτάνιες! Η ανθρωπότητα έκανε φιλότιμες προσπάθειες να ζήσει όπως της άξιζε.

    Ας είναι καλά ο φίλος μου ο Δεσποινιάδης που μού ‘στειλε τον Πέτρο Κροπότκιν για να τον φιλοξενήσω μερικές ημέρες. Πρόκειται για κάποιον που το επαναστατικό του πάθος δεν τού αφαίρεσε τίποτα από τη γλυκύτητα που είχε σαν άνθρωπος. Incognito ήρθε στη Ρόδο στα 2015 και έφυγε όπως είχε έρθει, άγνωστος μεταξύ αγνώστων.
                                                                                              
                                                                                                                                 Β.Η

15 σχόλια:

  1. Συγκλονιστική αφήγηση.Κείμενο στο οποίο συμμετέχεις με προσοχή και συγκίνηση απ'τη πρώτη ως τη τελευταία λέξη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θαυμάσιο! Χαίρομαι που είδα την κοινοποίηση στο fb της Τότας Σακελλαρίου! Έτσι μπόρεσα να το κοινοποιήσω και γω...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Υπέροχο! ...και επαναλαμβάνω....
    «Εσύ κι εγώ θ’ αλλάξουμε τον κόσμο!»
    Βασίλης Ηλιάδης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ωραίο κείμενο, πλούσιες εικόνες απο το καυτό καλοκαίρι του 2014.Τί να έλεγε άραγε ο πρίγκηπας αν ζούσε? Ίδιο το όραμα άλλοι οι τρόποι.Πολύ ωραία η προσωπογραφία!!!Να απολαμβάνεις όσο μπορείς την οδό των Ιπποτών...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Και τώρα φίλε μου ο εξαίρετος πίνακάς σου έχει πάρει τη θέση που του ταιριάζει...

    Κ.Δ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Και μάλιστα σε μια πόλη για την οποία ο εικονιζόμενος θα είχε πολλά καλά λόγια να πει.

      Διαγραφή
  7. Ευχαριστώ παιδιά για τα σχόλιά σας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Άργησα να έρθω
    αλλά μια απίθανη συγχρονικότητα με έφερε εδώ απόψε που διάβαζα για εκείνα τα χρόνια.
    Ευχαριστώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κάλλιο αργά...Χάρηκα που έφτασες ως εδώ!

      Διαγραφή
    2. Κι εγώ,
      γι αυτό και ξαναέρχομαι και περιπλανιέμαι στα παλιά και τα καινούργια.

      Διαγραφή