Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

Νυκτερινό από την Παλιά Δεκαετία


Εκείνα τα ξημερώματα, αρχή καλοκαιριού, ξαναγαμηθήκαμε με την Ντ. που ‘χαμε για κάμποσο καιρό χαθεί. Από βραδύς είχαμε βρεθεί σε μια φοιτητική εκδήλωση και μαζί μια φίλη της κι από δίπλα ένας συμφοιτητής που ‘χε πάρει τη φίλη από κοντά. Ύστερα από μακριά περιπλάνηση μες τους φωτισμένους δρόμους καταλήξαμε στην Αγορά, σ’ ένα χυδαίο υπαίθριο ταβερνείο, να τρώμε και να πίνουμε φτηνό κόκκινο κρασί. Πιο ‘κει ένας νταβάς και η πουτάνα του έτρωγαν κι αυτοί. Όλα τα τραπέζια ήταν γεμάτα, ένα σωρό άνθρωποι δοσμένοι σε μια πανδαισιακή ολονυκτία, έπαιρναν δυνάμεις για να βγει η νύχτα.

Την πήρα πισωκολλητά μες το γκρίζο χάραμα, σε λευκά σεντόνια, πάνω σ’ ένα χαμηλό λιτό κρεββατάκι και η Ντ. βόγκαγε: Α, αχ, τι γλύκα είν’ αυτή! Ύστερα κοιμηθήκαμε για λίγες ώρες σβησμένοι από τον ολονύχτιο κάματο στεφανωμένοι απ’ τον έρωτα.

Το λοιπόν, εκεί που τρώγαμε, ξέσπασε φασαρία. Η πουτάνα ξαφνικά άρχισε να ωρύεται και να βρίζει έναν από τους πελάτες. Ακολουθώντας το βλέμμα της καταλάβαμε ότι τα ‘χε βάλει με έναν γεράκο στην άλλη άκρη: Τι κοιτάς ρε παλιομαλάκα; Τι κοιτάς; Και συνέχιζε έτσι επί ένα ολόκληρο λεπτό, ακατάσχετο υβρεολόγιο. Τώρα, για όποιον έχει μια στάλα φινέτσα μέσα του είναι ό,τι πιο ελεεινό, μια γυναίκα να έχει τέτοιο στόμα. Τα τραπέζια γύρω είχανε παγώσει περιμένοντας το χειρότερο να ξεσπάσει. Ο νταβάς, ψύχραιμος, στραμμένος πλάι, αμέτοχος, με ανοιχτό σταυροπόδι, έχοντας αποσώσει το φαΐ του, κάπνιζε. Το αν είχε ο γέρος ρίξει καμμιά ματιά ή όχι, κανείς μας δεν μπορούσε να το πει, μιας και ως τότε ήμασταν απόλυτα συγκεντρωμένοι σε ό,τι συνέβαινε μες τα όρια του τραπεζιού μας. Πάντως τώρα, ο γεράκος καθόταν ζαρωμένος με τα πόδια ενωμένα και τους ώμους μαζεμένους κι έκανε πως τρώει αλλά ξεροκατάπινε πικρό φαΐ. Εν τω μεταξύ η πουτάνα ησύχαζε για λίγο και μετά ξανάρχιζε. Για κάμποση ώρα η κατάσταση ισορροπούσε στην κόψη του ξυραφιού. Γινόταν φανερό ότι άλλο δεν επεδίωκε παρά να βάλει τον νταβατζή μέσα στον καυγά που μόνη είχε στήσει. Ήθελε, το άθλιο υποκείμενο, σερνόταν και το απαιτούσε, μια απτή απόδειξη της αφοσίωσής του. Και τι θα μπορούσε να ‘ναι πιο απτό από μερικές σφαλιάρες;

Τότε ο νταβάς γύρισε το κεφάλι μισή στροφή και με πεσμένο βλέφαρο κοιτώντας χαμηλά προς τη μεριά της έκανε ένα: Πάψε ρεεε!
-Μα δεν βλέπεις τον πούστη; τσίριξε αυτή
-Πάψε ρε, σου είπα! της έκανε υπόκωφα. Και δεν έχω ξαναδεί πιο γρήγορο κατέβασμα αυλαίας.
                                                                                                                             
                                                                                                         B.H

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

Βολιβία

       Σε όσους νυχτωθήκαν κάποτε στην Κοτσαμπάμπα… και πήγαν στο πανηγύρι του Ορούρο.

  Ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών αμφισβητεί την εγκυρότητα των εκλογών, ο Μοράλες προθυμοποιείται να τις επαναλάβει, οι συμμορίες χυμούν, οι στρατηγοί τηρούν δυσμενή ουδετερότητα και ο Μοράλες παραιτείται. Φεύγει εσπευσμένα! Για να αποφύγει ίσως κάποιο «ένταλμα»! Τι ήταν; «Άτακτος» υπαλληλάκος; Και τι είδους πραξικοπήματα είναι αυτά που παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια; Όχλοι τρέχουν στους δρόμους, ρέμπελες αστυνομίες και παραστρατιωτικοί, μαριονέτες-πολιτικοί, λούμπεν ΜΜΕ και «σιωπηλές πλειοψηφίες» που ξαναβρίσκουν τη λαλιά τους. Και ο κρατικός στρατός βλοσυρός στο βάθος. Πού πήγαν τα παλιά, καλά πραξικοπήματα με το στρατό σε πρώτο πλάνο και τους στρατηγούς με μαύρα γυαλιά στο βάθρο; Θαρρείς πως ξαναγυρνάμε στην αρχαιότητα!

  Αλλά έτσι πάνε τα πράγματα σήμερα. «Στις μονοπωλιακές, βιομηχανικές κοινωνίες», λέει ο Marcuse, «η βία είναι συγκεντρωμένη, περισσότερο παρά ποτέ, στα χέρια της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης, που διακλαδώνει την κυριαρχία της στο κοινωνικό σύνολο». Και σχεδόν, θα ΄λεγε κανείς, φτιάχνει τον δικό της «λαό». Στην περίπτωση της Βολιβίας (αλλά και άλλων Λατινοαμερικάνικων χωρών) αυτοί οι άνθρωποι συχνά ανήκουν σε μια φιλόδοξη μεσαία τάξη. Και είναι συνήθως μιγάδες (mestizos). Και μισούν κάθε γραμμάριο ινδιάνικου αίματος που κυλά στις φλέβες τους.

  Τι νόημα έχει τώρα, να λέμε ότι ένας διωγμένος ηγέτης, που διαφημίζεται σαν «ο πρώτος Ιθαγενής Πρόεδρος», ήταν καλός για τους φτωχούς και τους Αυτόχθονες, ότι η ντόπια ολιγαρχία και οι όπισθεν ιστάμενοι Αμερικάνοι είναι η προσωποποίηση του Κακού, όταν άφησε τον λαό ανοχύρωτο; Έτσι έκανε και έτσι θα κάνει πάντα ένας σοσιαλδημοκράτης ανεξαρτήτως χρώματος.

  Η Βολιβία έχει 70% ινδιάνικο πληθυσμό ο οποίος αν τελικά νικηθεί θα τραβήξει τα πάνδεινα.
  Εδώ χρειαζόταν κάποιος που θα διέλυε την παλιά αστυνομία, που θα ήλεγχε τον στρατό και θα όπλιζε τις ιθαγενικές κοινότητες που τον στηρίζαν. Κανένας λαός δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα σε ανοιχτή αντιπαράθεση με το σύγχρονο κράτος και τους πραιτωριανούς του, παρεκτός αν οργανωθεί και μπορέσει να πάρει στα χέρια του όπλα. Αλλοιώς καλύτερα να αναλογιζόμαστε με φόβο αυτά που θα συμβούν. Και η βούληση να νικήσουν ή να πεθάνουν και όχι να νικηθούν απόλεμοι, που χρειάζονται οι εξεγερμένοι, ισχύει φυσικά πρώτα για την ηγεσία, η οποία μένει στο τιμόνι και δεν καταφεύγει στην ασφάλεια περιπλανώμενη από χωρίου εις χωρίον.
  Αλλά τούτος ο Μοράλες έστειλε tweet σε αυτούς που άφησε πίσω, ότι «θα επιστρέψει με περισσότερη ενέργεια»! Τι διάολο! σε Ashram στο Μεξικό πήγε;

  Εμένα, ανεπαρκής και κάπως ανέντιμος μου φαίνεται. Ένας ξασπρισμένος Ιθαγενής με σκούρα μάσκα. Επικεφαλής μιας ομάδας προοδευτικών «καλής θέλησης» αλλά περιορισμένης ευθύνης και διαπερατής από τον σύγχρονο κόσμο και τα δόγματά του. Κι αυτός ο «σύγχρονος κόσμος» έφτασε στα 3,5 χιλιάδες μέτρα, στο altiplano της Βολιβίας, όπου όμως οι Ινδιάνοι διατηρούν τη διαύγειά τους και παρ’ όλο που είναι γυμνοί, μες την απελπισία τους καλούν ανοιχτά σε εμφύλιο πόλεμο.
                                                                                                                                               
                                                                                                                                          B.H


Υ.Γ 1  Εμφανίστηκαν συνθήματα: Καθαρίστε τη Βολιβία από τους Indios! (υποτιμητική ονομασία των Ιθαγενών, οι οποίοι προτιμούν να αποκαλούν τους εαυτούς τους Indigenas ). Η νέα Πρόεδρος της Βολιβίας δήλωσε, "Οι ιθαγενείς δεν έχουν καμιά θέση στην Πρωτεύουσα. Να γυρίσουν στα βουνά τους". 

Υ.Γ. 2  Οι κάτοικοι του  El Alto ( η υψηλότερη πόλη στον κόσμο και προπύργιο του Κινήματος) δίπλα στη Λα Παζ, τρέχουν στους δρόμους φωνάζοντας Guerra Civil.


Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019

Holidays in the sun




  a cheap holiday in other people’s misery (…that makes their misery bigger!)

Η Ελλάδα έχει πέσει θύμα γιγαντιαίων κυμάτων από φτωχούς και αμόρφωτους τουρίστες. Αυτός ο συνδυασμός, που με τέτοιον όγκο πέφτει απάνω της κάθε καλοκαίρι, θα μπορούσε να εξουθενώσει οποιαδήποτε χώρα. Φτωχοί, αμόρφωτοι και επιπλέον τουρίστες φτιάχνουν ένα τριπλό κακό. Έτσι οι επιχειρηματίες παραπονιούνται για το αχαμνό πορτοφόλι των σημερινών επισκεπτών, οι ξεναγοί, οι σερβιτόροι και οι καμαριέρες για το "χαμηλό πολιτιστικό τους επίπεδο" και κάποιοι άλλοι, για το γεγονός ότι ο περιηγητής και ο ξένος έδωσαν τη θέση τους στον τουρίστα.

Αυτή είναι η κατάσταση σήμερα που οι Έλληνες συμφωνούν να σκάψουν τα σπλάχνα της γης τους για να βγάλουν πετρέλαιο. Δεκαετίες πριν, συνομολόγησαν να ξεριζώσουν κάποια άλλα σπλάχνα και να τα απλώσουν πάνω στους πάγκους της αγοράς. Και φυσικά - ούτε λόγος να γίνεται - στον υπολογισμό δεν μπήκαν οι αυλές όπου οι άνθρωποι αποσπερίζαν, ούτε οι βραδινές βόλτες μες στην ευωδία του γιασεμιού και του νυχτολούλουδου.

Η Δύση έχασε το μονοπώλιο της οικονομικής ισχύος. Τώρα παντού πέφτει η βαριά σκιά της Κίνας. Όσοι λοιπόν νοσταλγούν τα «καλά χρόνια» είναι σαν να νοσταλγούν τη λαμπρή εποχή της Δύσης, τότε που οι Σλαβικοί πληθυσμοί ζούσαν ταπεινά πίσω από το Τείχος, στην Κίνα οργώναν με το βόδι και οι λίγοι και εκλεκτοί τουρίστες περιορίζονταν στον ευρωπαϊκό Νότο μιας και ο υπόλοιπος πλανήτης ζούσε ακόμα σε μια αγριότητα ασύμβατη με το ευρωπαϊκό σαβουάρ βιβρ. Τώρα όμως που ο κόσμος μας ομογενοποιείται, οι καλοί πελάτες μοιράζονται παντού και το φτυάρι των μεγάλων τουριστικών πρακτορείων, για να γεμίσει τα πανομοιότυπα «στρατόπεδα διακοπών» που ξεπετάγονται από το Μπαλί ως το Περού, χώνεται όλο και πιο βαθιά στα διαμερίσματα και τις φτωχοσυνοικίες της Βόρειας Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Κι εκεί κατοικούν άνθρωποι που μόνη τους ψυχαγωγία είναι μια βόλτα στο εμπορικό κέντρο και στο πολυκατάστημα όπου χαϊδεύουν με το βλέμμα προϊόντα που κείτονται στα ράφια σαν εκκλησιαστικά σκεύη. Κι ενώ ο τουρισμός γίνεται όλο και πιο μαζικός – αφού στη Δημοκρατία μας «όλοι έχουν δικαίωμα στις διακοπές» – ντόπιοι εργαζόμενοι και ξένοι πελάτες μοιάζουν να παίζουν τη «χρυσή δεκαετία του ’80» επιδιώκοντας, όλο και πιο ασθματικά, οι μεν το χρήμα που κάποτε ήταν εύκολο, οι δε την αλλοτινή ξενοιασιά. Ταυτόχρονα, η πανταχόθεν προελαύνουσα διάλυση της διανοητικής συγκρότησης, η σύγχρονη αγραμματοσύνη και το ξήλωμα των πνευματικών υποστυλωμάτων των κοινωνιών φέρνουν την κρυφή απελπισία. Έτσι, όπως μαζί με το ταξίδι και τον ταξιδιώτη χάνεται η παληά φιλοξενία, ο ρεαλισμός απαντάται με ρεαλισμό και ο κυνισμός συναντά τον κυνισμό.
Είναι καλό, φτωχέ μου, ν’ αρμέγεις τη γελάδα όμως μη το παρακάνεις «γιατί αντί για γάλα, αίμα θα βγάλεις».
Όσοι λοιπόν ελπίζουν εδώ, σ’ αυτή τη χώρα - όπως και σε κάθε άλλη που πλασάρεται σαν τουριστικός παράδεισος - σε κάποιον άλλο τουρισμό, πιο «φίνο» και πιο εύπορο, θα πρέπει να αρχίσουν να απογοητεύονται. Αυτός θα είναι ο τουρισμός από ‘δω και πέρα, στο νύχτωμα ενός κόσμου. Και δεν θα υπάρξει άλλος.

Παρ’ όλα αυτά, (γιατί πάντα υπάρχει ένα «παρ’ όλα αυτά») υπάρχουν άνθρωποι ευαίσθητοι που έχουν ενδιαφέρον για τον τόπο στον οποίο βρέθηκαν, που θα μπουν στον κόπο να κάνουν τον γύρο του νησιού, που θα επισκεφτούν την Αρχαία Κάμειρο, που θα σημειώσουν με προσοχή το όνομα ενός μαγαζιού που παίζεται «μουσική για τους ντόπιους»… Κάνουν ό,τι μπορούν για να περάσουν καλά· να πάρουν όμως και μια ιδέα από τον ξένο τόπο μες από τα περιορισμένα πλαίσια όπου έθεσαν τους εαυτούς τους.
Υπάρχει κάποια στιγμή και ένα κορίτσι χαμένο σ’ ένα μεγάλο ξενοδοχείο που έχει καταφύγει κάτω από το αιρκοντίσιον στη σάλα του pool bar και διαβάζει την «Πτώση του Οίκου των Ώσερ». Ποιος διαβάζει σήμερα κάτι άλλο από αναιμική λογοτεχνία? Και τι κάνει μια νεαρή Ρωσσίδα να διαβάζει στην πέρα άκρη του βουερού μπαρ του Grand Hotel έναν αλαφροΐσκιωτο Αμερικανό συγγραφέα που τον έχουμε καταραστεί? Άραγε σε ποια περικοπή αυτού του παράξενου αφηγήματος βρίσκεται? Ποιος ξέρει τι εντύπωση τής κάνει… Οι σαχλές μουσικές που έρχονται από το μπαρ κάποια στιγμή γίνονται απόκοσμες. Αν τις ακούει καν… γιατί όσο εξοικειώνεται συλλαβιστά με την κοσμολογία του Πόε, μια μουντή χαλκοπράσινη ομίχλη την κυκλώνει. Απλώνει αργά σαν να διαφεύγει από τα κλιματιστικά, σαν να σηκώνεται απ’ το δάπεδο. Μοιάζει με κοριτσάκι που προχωράει νύχτα, μονάχο μες τα έλη. Γύρω της ένας φωνακλάδικος κόσμος πάει κι έρχεται και κουβαλάει πιοτά έξω στις πισίνες. Το πιόμα τούς δίνει πρόσκαιρα ένα νοσταλγικό βλέμμα που αναγνωρίζει την ασάφεια των πραγμάτων και το πολυμήχανον των γεγονότων. Ταυτόχρονα τους αφυδατώνει. Πίνουν από πρωίας και τρώνε ολημερίς γιατί είναι άνθρωποι πραγματιστές, άνθρωποι προσγειωμένοι. Ξέρουν όλα τα τερτίπια του χρήματος αλλά αποφεύγουν τις απόμερες γωνιές και τα σκοτεινά λαγούμια της ύπαρξης. Είναι στέρεοι και χωμάτινοι. Σχεδόν στεγνοί. Δεν πειράζει! Το διάβασμα ανήκει σε έναν νεφελώδη κόσμο. Και η λεπτή κοπελίτσα με το ντροπαλό προφητικό χαμόγελο, σ’ αυτούς που φέρνουν την λύτρωση της βροχής.               

                                                                                                                  Β.Η