Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019

Holidays in the sun




  a cheap holiday in other people’s misery (…that makes their misery bigger!)

Η Ελλάδα έχει πέσει θύμα γιγαντιαίων κυμάτων από φτωχούς και αμόρφωτους τουρίστες. Αυτός ο συνδυασμός, που με τέτοιον όγκο πέφτει απάνω της κάθε καλοκαίρι, θα μπορούσε να εξουθενώσει οποιαδήποτε χώρα. Φτωχοί, αμόρφωτοι και επιπλέον τουρίστες φτιάχνουν ένα τριπλό κακό. Έτσι οι επιχειρηματίες παραπονιούνται για το αχαμνό πορτοφόλι των σημερινών επισκεπτών, οι ξεναγοί, οι σερβιτόροι και οι καμαριέρες για το "χαμηλό πολιτιστικό τους επίπεδο" και κάποιοι άλλοι, για το γεγονός ότι ο περιηγητής και ο ξένος έδωσαν τη θέση τους στον τουρίστα.

Αυτή είναι η κατάσταση σήμερα που οι Έλληνες συμφωνούν να σκάψουν τα σπλάχνα της γης τους για να βγάλουν πετρέλαιο. Δεκαετίες πριν, συνομολόγησαν να ξεριζώσουν κάποια άλλα σπλάχνα και να τα απλώσουν πάνω στους πάγκους της αγοράς. Και φυσικά - ούτε λόγος να γίνεται - στον υπολογισμό δεν μπήκαν οι αυλές όπου οι άνθρωποι αποσπερίζαν, ούτε οι βραδινές βόλτες μες στην ευωδία του γιασεμιού και του νυχτολούλουδου.

Η Δύση έχασε το μονοπώλιο της οικονομικής ισχύος. Τώρα παντού πέφτει η βαριά σκιά της Κίνας. Όσοι λοιπόν νοσταλγούν τα «καλά χρόνια» είναι σαν να νοσταλγούν τη λαμπρή εποχή της Δύσης, τότε που οι Σλαβικοί πληθυσμοί ζούσαν ταπεινά πίσω από το Τείχος, στην Κίνα οργώναν με το βόδι και οι λίγοι και εκλεκτοί τουρίστες περιορίζονταν στον ευρωπαϊκό Νότο μιας και ο υπόλοιπος πλανήτης ζούσε ακόμα σε μια αγριότητα ασύμβατη με το ευρωπαϊκό σαβουάρ βιβρ. Τώρα όμως που ο κόσμος μας ομογενοποιείται, οι καλοί πελάτες μοιράζονται παντού και το φτυάρι των μεγάλων τουριστικών πρακτορείων, για να γεμίσει τα πανομοιότυπα «στρατόπεδα διακοπών» που ξεπετάγονται από το Μπαλί ως το Περού, χώνεται όλο και πιο βαθιά στα διαμερίσματα και τις φτωχοσυνοικίες της Βόρειας Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Κι εκεί κατοικούν άνθρωποι που μόνη τους ψυχαγωγία είναι μια βόλτα στο εμπορικό κέντρο και στο πολυκατάστημα όπου χαϊδεύουν με το βλέμμα προϊόντα που κείτονται στα ράφια σαν εκκλησιαστικά σκεύη. Κι ενώ ο τουρισμός γίνεται όλο και πιο μαζικός – αφού στη Δημοκρατία μας «όλοι έχουν δικαίωμα στις διακοπές» – ντόπιοι εργαζόμενοι και ξένοι πελάτες μοιάζουν να παίζουν τη «χρυσή δεκαετία του ’80» επιδιώκοντας, όλο και πιο ασθματικά, οι μεν το χρήμα που κάποτε ήταν εύκολο, οι δε την αλλοτινή ξενοιασιά. Ταυτόχρονα, η πανταχόθεν προελαύνουσα διάλυση της διανοητικής συγκρότησης, η σύγχρονη αγραμματοσύνη και το ξήλωμα των πνευματικών υποστυλωμάτων των κοινωνιών φέρνουν την κρυφή απελπισία. Έτσι, όπως μαζί με το ταξίδι και τον ταξιδιώτη χάνεται η παληά φιλοξενία, ο ρεαλισμός απαντάται με ρεαλισμό και ο κυνισμός συναντά τον κυνισμό.
Είναι καλό, φτωχέ μου, ν’ αρμέγεις τη γελάδα όμως μη το παρακάνεις «γιατί αντί για γάλα, αίμα θα βγάλεις».
Όσοι λοιπόν ελπίζουν εδώ, σ’ αυτή τη χώρα - όπως και σε κάθε άλλη που πλασάρεται σαν τουριστικός παράδεισος - σε κάποιον άλλο τουρισμό, πιο «φίνο» και πιο εύπορο, θα πρέπει να αρχίσουν να απογοητεύονται. Αυτός θα είναι ο τουρισμός από ‘δω και πέρα, στο νύχτωμα ενός κόσμου. Και δεν θα υπάρξει άλλος.

Παρ’ όλα αυτά, (γιατί πάντα υπάρχει ένα «παρ’ όλα αυτά») υπάρχουν άνθρωποι ευαίσθητοι που έχουν ενδιαφέρον για τον τόπο στον οποίο βρέθηκαν, που θα μπουν στον κόπο να κάνουν τον γύρο του νησιού, που θα επισκεφτούν την Αρχαία Κάμειρο, που θα σημειώσουν με προσοχή το όνομα ενός μαγαζιού που παίζεται «μουσική για τους ντόπιους»… Κάνουν ό,τι μπορούν για να περάσουν καλά· να πάρουν όμως και μια ιδέα από τον ξένο τόπο μες από τα περιορισμένα πλαίσια όπου έθεσαν τους εαυτούς τους.
Υπάρχει κάποια στιγμή και ένα κορίτσι χαμένο σ’ ένα μεγάλο ξενοδοχείο που έχει καταφύγει κάτω από το αιρκοντίσιον στη σάλα του pool bar και διαβάζει την «Πτώση του Οίκου των Ώσερ». Ποιος διαβάζει σήμερα κάτι άλλο από αναιμική λογοτεχνία? Και τι κάνει μια νεαρή Ρωσσίδα να διαβάζει στην πέρα άκρη του βουερού μπαρ του Grand Hotel έναν αλαφροΐσκιωτο Αμερικανό συγγραφέα που τον έχουμε καταραστεί? Άραγε σε ποια περικοπή αυτού του παράξενου αφηγήματος βρίσκεται? Ποιος ξέρει τι εντύπωση τής κάνει… Οι σαχλές μουσικές που έρχονται από το μπαρ κάποια στιγμή γίνονται απόκοσμες. Αν τις ακούει καν… γιατί όσο εξοικειώνεται συλλαβιστά με την κοσμολογία του Πόε, μια μουντή χαλκοπράσινη ομίχλη την κυκλώνει. Απλώνει αργά σαν να διαφεύγει από τα κλιματιστικά, σαν να σηκώνεται απ’ το δάπεδο. Μοιάζει με κοριτσάκι που προχωράει νύχτα, μονάχο μες τα έλη. Γύρω της ένας φωνακλάδικος κόσμος πάει κι έρχεται και κουβαλάει πιοτά έξω στις πισίνες. Το πιόμα τούς δίνει πρόσκαιρα ένα νοσταλγικό βλέμμα που αναγνωρίζει την ασάφεια των πραγμάτων και το πολυμήχανον των γεγονότων. Ταυτόχρονα τους αφυδατώνει. Πίνουν από πρωίας και τρώνε ολημερίς γιατί είναι άνθρωποι πραγματιστές, άνθρωποι προσγειωμένοι. Ξέρουν όλα τα τερτίπια του χρήματος αλλά αποφεύγουν τις απόμερες γωνιές και τα σκοτεινά λαγούμια της ύπαρξης. Είναι στέρεοι και χωμάτινοι. Σχεδόν στεγνοί. Δεν πειράζει! Το διάβασμα ανήκει σε έναν νεφελώδη κόσμο. Και η λεπτή κοπελίτσα με το ντροπαλό προφητικό χαμόγελο, σ’ αυτούς που φέρνουν την λύτρωση της βροχής.               

                                                                                                                  Β.Η

3 σχόλια:

  1. Holidays in the sun και η λύτρωση της βροχής.
    Πολύ ωραίο Βασίλη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Για το πιο πάνω Ανώνυμο σχόλιο :
    Πλους

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Το τραγούδι λέγεται Paa jakt efter Solen, Κυνηγώντας τον ΄Ήλιο. Είναι της Λίζα Έκντααλ. Σουηδέζα που ακούστηκε τη δεκαετία του '90.

    ΑπάντησηΔιαγραφή