Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

Τραβώντας την πόρτα απαλά





Αρχίζουμε για να
                 νικήσουμε
Δεκαετίες πια κανείς δεν
                  πιστεύει στη νίκη.

Και οι εκπρόσωποι της Αριστεράς,
αυτοί με τα λόγια τα στρογγυλεμένα, 
τα προσεκτικά διατυπωμένα,
βολεύονται στον προθάλαμο
και μαζί με τους λοιπούς υπηρέτες
μεμψιμοιρούν για τα 
καμώματα των Κυρίων.

Κι ο λαός που ήταν
η ζύμη της κοινωνικής αλλαγής
ανυψώθηκε,
έγινε η ζύμη της κοινωνικής συνοχής.

Κάλπηδες πολιτικοί,
αδιάκοπα κοινοβούλια
αμήχανοι και γερασμένοι
υστερόβουλοι και διστακτικοί,
ένα μακελειό θα συμβεί.

Η μικρή αδελφή στο φωτισμένο δικαστήριο
καταγγέλλει
τον έβδομο θάνατο
της έβδομης νύχτας,
κρύφτηκε το φεγγάρι
σύννεφο περαστικό
ευτυχώς
ξαφνικά κρύος αέρας
κάθε είδους πλεκτάνη
                                            σώστε τη μικρή αδελφή!

Τέλος πάντων,
τι μας νοιάζει εμάς ο κόσμος της παλιάς πολιτικής...

Εμείς μόλις ήρθαμε.
                              Ακολουθώντας τους καιρούς
πανάλαφροι
καβάλα στους ανέμους
χωρίς παλιά χρέη
χωρίς παλιά ψέματα
λαμπροί μαθητές
ερωτευμένοι υπότροφοι
μελετάμε αυτό που υπάρχει
εκείνο που χάθηκε
και υπολογίζουμε αυτό
που τώρα πρέπει να κερδηθεί

γιατί η νίκη έρχεται σ’ αυτούς
που υπολογίζουν σωστά

που μιλούν ανοιχτά
όπως μόνον η νιότη

που ξυπνούν στην ανθρώπινη καρδιά
αυτό που δεν υπάρχει  
γιατί δεν παραβιάζουν τη σιωπή,
εύγλωττοι και ευσεβείς και
Υπηρέτες του Χρόνου,

γιατί η νίκη έρχεται σ' αυτούς
που όταν έρθει η στιγμή
ανοίγονται με αέρινο βήμα.

Γι’ αυτό κι εγώ φορώ το παλτό
               παίρνω το καπέλο
             κλείνω την πόρτα
και κατεβαίνω στο δρόμο
μαζί με τη πρώτη γενιά που πιστεύει στη νίκη.
                                                                                                           


                                                                                             Β.Η




Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2019

Η Φυγή


    Λοιπόν εκείνη τη χρονιά είδα τη "Φυγή"· η ιστορία μιας κοπέλας που φεύγει απ’ το σπίτι της· μια κινηματογραφική κατάθεση στο χίππικο κίνημα. Λίγο μετά έπεσε στα χέρια μου το βιβλιαράκι με "το σενάριο και 150 εικόνες", εκδόσεις Αγκύρας: “Το Μάρτιο του 1968 αρχίζω να δουλεύω το σενάριο μαζί με τον φίλο μου Ζαν-Κλωντ Καρριέρ, που έχει δουλέψει με τον Λουίς Μπονιουέλ και ο οποίος έγραψε ένα έργο, "L' aide- Memoire", που σημείωσε μεγάλη επιτυχία στο Παρίσι. Αρχίζουμε τη δουλειά στις Ηνωμένες Πολιτείες οπότε δολοφονείται ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ και η εποχή είναι τρομερή. Μετά πηγαίνουμε στο Παρίσι το Μάιο για να βρούμε λίγη ησυχία. Θυμάστε τι έγινε στο Παρίσι τον Μάιο του 1968? Δεν μπορούμε να δουλέψουμε εκεί κι έτσι επιστρέφουμε στην Πράγα. Θυμάστε τι συνέβη στην Πράγα εκείνο τον Αύγουστο? Προσπαθούμε συνεχώς να δουλέψουμε και δεν τα καταφέρνουμε εξαιτίας του κόσμου που μας περιβάλλει. Τελικά, τον Οκτώβριο του 1968, τελειώνουμε το σενάριο και το στέλνουμε στον πράκτορά μας στη Νέα Υόρκη”.
    Μιλάει ο Μίλος Φόρμαν που ήξερε να γίνεται διασκεδαστικός, είτε έγραφε είτε σκηνοθετούσε, κι απόδειξη μερικές απ' τις ταινίες του. Αυτός ο Φόρμαν λοιπόν ήταν Τσεχοσλοβάκος κι από 'κεινη την παλιά Τσεχοσλοβακία, που είναι πιά μια "μυθική" χώρα, είχαμε δει κάτι ταινίες ασπρόμαυρες και αινιγματικές. Το αποκορύφωμα ήταν ο "Τζο ο Λεμονάδας", μια αλλοπρόσαλλη και χαοτική δημιουργία που άφησε μια εντύπωση πολλαπλών κατεδαφίσεων η οποία μες τα χρόνια κατέστη σχεδόν υποδόρια. Α, ήταν μια ωραία χρονιά εκείνη, βλέπαμε ταινίες, ξενυχτάγαμε, καπνίζαμε, συζητούσαμε… κάναμε έρωτα κι ατέλειωτες βόλτες και αλλάζαμε τον κόσμο με το βλέμμα! 


    Γύριζα όλο τον Νομό Φλωρίνης, διάβηκα γρήγορα έξω από τον Ατραπό, πήρα μετά κορυφογραμμή το Βίτσι, ανέβηκα στην κορυφή του Νυμφαίου, είδα κάτω στο οροπέδιο να λαμπυρίζουνε οι λίμνες, η Ζάζαρη και η Χειμαδίτιδα, κατέβηκα στο οροπέδιο του Αμυνταίου, πέρασα τη θέση Κλειδί – ζεύγμα ανάμεσα σε κόσμους - ακολουθώντας τη σιδηροδρομική γραμμή, μπήκα στον κάμπο της Φλώρινας, ώσπου ήρθα και στάθηκα έξω από το μαντρί και είδα τον γιό μου να διαβάζει μαζί με τα αιγοπρόβατα. Έτρεχα με το κεφάλι χαμηλωμένο μες τις λασπόλακες και τα χορτάρια, έψαχνα να βρω ίχνη, οσφραινόμουν τις πατημασιές που κράταγαν το βρόχινο νερό που πάγωνε τη νύχτα και κοίταζα με ανησυχία τη Δημοσιά.
    Απέφευγα τον δρόμο, δεν μπορείς εύκολα να ακολουθήσεις ίχνη πάνω στον δρόμο, χάνονται γρήγορα από τη βαριά μυρουδιά της νάφθας, είναι γέννα της φωτιάς ο δρόμος – και έχει μια απόκοσμη ζεστασιά ό,τι βουίζει απάνω του - κι εγώ, ο λύκος, μισούσα τη φωτιά, τίποτα δεν μου είναι πιο ξένο απ’ τη φωτιά. Δεν είναι η δική μου η φωτιά, αυτή που καίει μες τους μυς μου και με κρατάει ζωντανό, είναι αυτή που αποσπάστηκε βίαια απ’ το σπλάχνο της γης, που κλάπηκε απ’ τον Ουρανό κι έγινε πυρσός στα χέρια του εχθρού. Μισούσα κι απεχθανόμουν τη φωτιά.
    Στήθηκα στα πίσω πόδια σ’ ένα ύψωμα αντίκρυ στο μαντρί και έβλεπα τον γιό μου να φορά κάτι γιαλούκλες και να μελετά. Έκατσα δυο μέρες και δυο νύχτες ‘κει, ώσπου τον είδα να στρέφει ανήσυχος το κεφάλι και να ψάχνει γιατί είχε αρχίσει να νοιώθει την παρουσία μου. Έβλεπα τον καπνό να ανεβαίνει και ήξερα ότι μέσα αράζαν οι τσομπαναραίοι και ζεσταινόντουσαν και είχαν βάλει τα τσουκάλια στη φωτιά. Και τους περιφρονούσα τους υποθερμιασμένους που δεν είχαν αρκετή δική τους φωτιά για να κρατηθούνε στη ζωή. Τότε ψήλωσα τον λαιμό κι έβγαλα μια ολολυγή μες το σκοτάδι, ψηλά η Σελήνη μπαινόβγαινε στα σύννεφα, κι ήξερα ότι αναδεύονταν οι χωριάτες μες τα βρωμερά στρωσίδια τους. «Γιέ μου, βγες γιέ μου στ’ ανοιχτά! Πιάσε δυο αρνιά και σκίσ’ τους τον λαιμό, ρούφηξε αχόρταγα όσο πιο πολύ μπορείς απ’ το ζεστό υγρό, να σημαδέψεις με αίμα τη φυγή σου, κόκκινες στάλες να μαρκάρουν τον δρόμο του φευγιού, τίποτα δεν ορίζει πιο γερά από το αίμα ένα τέλος και μιάν αρχή».
    Είδα το βλέμμα του θολό, σκοτεινιασμένο: «Πατέρα φύγε! Ό,τι είμαι το οφείλω στους τσομπαναραίους κι ό,τι πρόκειται να γίνω, με τη δικιά τους αρωγή θα το πετύχω! Δεν ανήκω στην άγρια γενιά σου. Φύγε Πατέρα, Φύγε»! Κούναγε το κεφάλι δώθε-‘κείθε προσπαθώντας να με βρει, αλλά αδύναμο ήτανε το βλέμμα του και δεν είχε μάθει να το συγκεντρώνει. Σαν σκούξιμο η φωνή του, όλο οργή και κάτι σα ντροπή. «Φύγε, στο ξαναλέω»! έκανε αδύναμα για τελευταία φορά πριν ξανασκύψει στα άνοστα διαβάσματά του. Έκατσα εκεί ακόμα δυο μέρες και δυο νύχτες μέσα στη σιωπή. Δύναμη που έχει η ακινησία μέσα στη σιωπή! Ήξερα πως θα τη νοιώσει τη στιγμή που θα γυρίσω και θα φύγω σα να σηκώθηκε το βάρος που τον πίεζε στο στήθος. Κι ύστερα, την ώρα που χάραζε η τρίτη μέρα, στράφηκα και έφυγα.
    Δίψαγα να ξεφύγω απ’ τα βουνά, διψούσα για την ανοιχτωσιά του κάμπου. Λάλησε το πρώτο κοκκόρι μέσα στο σκοτάδι κι ύστερα το δεύτερο με το πρώτο φως. Πέρασα μέσα από το Αμύνταιο κι ούτε παραθυρόφυλλο δεν άνοιξε. Οι φίλοι στα κρεβάτια τους, μες τον ύπνο στριφογυρίσαν, δεν θέλανε να ξέρουν πια τον λύκο. Μόνο κάτι σκυλιά γαβγίσαν. Μπήκα στον λασπότοπο, πέρα από τα αραποσιτοχώραφα, γύρω απ’ τη λίμνη την Πετρών κι ύστερα άφησα πίσω μου τη Βεγορίτιδα. Πέρασα μέσα απ’ το ζωντανεμένο δάσος, κάτι είχε μείνει ακόμα από τη νύχτα και το φως του φεγγαριού - γαλάζιες σκιές προγόνων! Διάβηκα από ένα χαμηλό διάσελο το Βέρμιο, μες τα χιόνια και μετά το ’κοψα άκρη-άκρη στον βάλτο του Άγρα δίπλα στο νερό. Είδα τα πουλιά να σηκώνονται μέσα από τις καλαμιές, το χώμα ήταν σκληρό και παγωμένο, τα πεσμένα φύλλα είχαν γίνει μια συμπαγής κρούστα-κρύσταλλο. Έσπαγε κάτω απ’ το πάτημά μου και χαιρόμουν τον ξερό ήχο και τη θέα της ανάσας που ‘βγαινε μέσα απ’ τα καυτά πνεμόνια μου.
    Έτρεχα τώρα στον κάμπο των Γιαννιτσών, μόλις είχα περάσει ανοιχτά απ’ τη Σκύδρα. Είδα ένα άλογο που έπινε νερό από μια λασπόλακα, χλωμό στον ατελείωτο βροχερό κάμπο. Μέσα σε κάτι λόχμες άκουσα το σούρσιμο ενός μικρού ζώου, τότε σηκώθηκα με βαρύ πέταγμα πίσω απ’ τις φυλλωσιές και έγινα ένα μεγάλο ωχρόλευκο πουλί, όμοιο μ’ αυτό που εμφανίζεται στις συμφορές μου. Γρήγορα πήρα μέγα ύψος κι εκεί πάνω έβαλα μπροστά το αργό «πέταγμα των μεγάλων αποστάσεων». Σε ένα φευγαλέο άνοιγμα του ουρανού, πίσω, χαμηλά, σαν ασήμι έλαμπε ο Αλιάκμονας. Και στη μουντάδα, πέρα στα ανατολικά, είδα τα ποτάμια. Τον Λουδία, τον Αξιό, τον Γαλλικό μέσα σ’ έναν θόλο από υγρασία. Έκλαιγα.
    Μεγάλες βαριές φτερούγες, γερά χτισμένες ωμοπλάτες, λαιμός τεντωμένος μπρός, καθαρός κρύος αέρας, ένας κόσμος κρυστάλλινος κι αγνός. Κάτωθέ μου πέταγαν πάπιες σε σχηματισμό πηγαίνοντας προς τα νοτιοανατολικά. Άκουσα τα κρωξίματά τους. Μπροστά πήγαινε ο κόρφος. Ούτε αυτές μου δώσαν σημασία ούτε εγώ. Φάνηκε η θάλασσα κι η Σαλονίκη. Πέταξα σχεδόν πάνω απ’ τα Κουφάλια (με είχαν διώξει σα λύκο από ΄κει με το ντουφέκι), είδα τη μασχάλη του Θερμαϊκού, είδα την πόλη που σκαρφάλωνε στον Χορτιάτη, είδα τους γερανούς στο λιμάνι κι ήρθα και κατέβηκα στο ΚΤΕΛ.
                                          …………………..
    Γυρόφερα μέσα στους απλοϊκούς, αμόλησα το σακίδιο σε μια καρέκλα, παράγγειλα καφέ κι ύστερα βάλθηκα να παρατηρώ τα ρεμάλια που παντού στον κόσμο λυμαίνονται τους σταθμούς. Εδώ έπρεπε να περιμένω τον Θ. που ούτε τον ήξερα, ούτε αυτός με ήξερε, μόνο απ’ το τηλέφωνο μιλούσαμε, και που κατέβαινε από τη Γερμανία και τράβαγε για Αθήνα. Ξαφνικά, είναι ‘κει. Στέκεται μπροστά μου με έναν καφέ στο χέρι κι είμαι ήδη σίγουρος πως πρόκειται για έναν αγριόσκυλο. Χαμογελάει κιόλα σαν αγριόσκυλος. Χαιρετιόμαστε με θέρμη, πιάνει το μικρό σακούλι, βαδίζουμε στο πάρκινγκ και φτάνουμε στο αυτοκίνητο. Φορτώνουμε τα πράγματά μου, μπαίνουμε στ’ αμάξι, βάζουμε τις ζώνες.
   -Μπιλ! μού κάνει… πώς θα βγούμε από ‘δω μέσα? Την Εγνατία δεν πρέπει να πιάσουμε?
    Δεν είναι και μεγάλο πρόβλημα· σε πέντε λεπτά, ύστερα από κανά-δυό στριφογυρίσματα, έχουμε βγει στην Εθνική. Ο Θ. γαβγίζει συνεχώς μέσα στ’ αμάξι και το ξερό γάβγισμα του αντηχεί στο μικρό χώρο με τις ταπετσαρίες και τα μέταλλα - αφύσικο περιβάλλον για τέτοια φανερή αγωνία. Θέλει ανοιχτές εκτάσεις, να τρέξει, να αναλωθεί από κούραση. Τότε αρχίζει η επόμενη μεταμόρφωση – και συντελείται εντός του καθίσματός μου - ώσπου γίνομαι ο φιλοσοφικός γάιδαρος.
   - Σσσς, τού κάνω! Πιο σιγά!
   - Φωνάζω, Μπιλ?
   - Οουού! με ξεκουφαίνεις!
    Κουνάω και τ’ αυτιά μου μπρος-πίσω δοκιμάζοντάς τα, μου τα εμποδίζει κιόλα η οροφή του αυτοκινήτου, κοιτάω κάπως να τα βολέψω … Τελικά τα καταφέρνω, το ένα μπρος και τ’ άλλο πίσω…. και ο καινούργιος φίλος μου λάμπει από χαρά και χαμογαβγίζει σαν κουτάβι πίσω απ’ το βολάν. Και μετά, ξανοιχτήκαμε σε μια σειρά άτακτων συζητήσεων που έρχονταν τυχαία, η μια έμπαινε στην άλλη και την άφηνε ημιτελή κι άλλοτε επιστρέφαμε για να την πιάσουμε ξανά κι άλλοτε την αφήναμε να αιωρείται σα δεμένη κορδέλα στο κλαρί ενός δένδρου: «Ο J. πέρασε από δω»! ή «Πάρτε το αριστερό μονοπάτι»!            
    Κι αρχίζουν και παρελαύνουν μπρος μας οι γυναίκες… Οι παχουλές και γεροδεμένες με τους στρογγυλούς ώμους και τους γερούς αστραγάλους, οι Δήμητρες αυτής της γης, οι απλοϊκές κοπέλες, οι ναρκισσευόμενες και τα θηλυκά βαμπίρ, οι κυρίες οι δυστυχισμένες, οι βλάχες πάνω στο μοτοσακό που σφίγγανε γύρω σου τα μπούτια και σφύριζαν στ’ αυτί σου: σταμάτα ‘δω, θέλω να με γαμήσεις πάνω στα ξερά φύλλα! …και τα λεπτοκαμωμένα κορίτσια που τάραζαν την τάξη του κόσμου.
    Στο πίσω κάθισμα, παλιοί γνώριμοι αλλάζαν θέσεις… ο Ρένος με τα αλογίσια δόντια γελούσε… «το παρακάνατε ρε μπαγάσες»! Ο Σάμιουελ Φούλλερ εμφανίστηκε στην πίσω θέση ξαφνικά, τη στιγμή που ξεμπερδεύαμε με τα τούννελ που παρακάμπτουνε τα Τέμπη και περνάγαμε τον Πλαταμώνα. Κοίταγε στα δεξιά μας σκεφτικός τον Όλυμπο, που τα φαράγγια του έλαμπαν μες τα φωτεινά νέφη και σε μια στιγμή μίλησε για τον κινηματογράφο σαν να ήταν ακόμα ο στρατιώτης που, κρατώντας μια κινηματογραφική κάμερα, μπήκε από τους πρώτους στο στρατόπεδο φαντασμάτων του Φάλκενάου. Ήταν Τσεχοσλοβακία και Μάιος του ’45. Θρίαμβος και απελπισία!
   -«Μια ταινία είναι σαν πεδίο μάχης», είπε δαγκώνοντας στραβά το πούρο του. «Είναι αγάπη, μίσος, δράση, βία, θάνατος. Με μια κουβέντα: συναίσθημα».
    Στράφηκα τελείως προς τα πίσω:
   -«Ήσουνα στο Φάλκενάου…».
    Με κοίταξε σκοτεινιασμένος.
   -«Ναι… συναδελφωθήκαμε εκεί με τους Ρώσσους που έμπαιναν από την άλλη μεριά… Εδώ που τα λέμε, τα 20 λεπτά που “τράβηξα” ‘κεί μέσα είναι ό,τι καλύτερο έκανα ποτέ», είπε σιγανά. «Αυτό το μέρος θα ‘πρεπε να βρίσκεται έξω από τον κόσμο!»
    Έφυγε το ίδιο απαλά όπως είχε έρθει - σαν να έσβηνε η εικόνα.
    Α! ο Φούλλερ...! Αν και δεν του ‘λειπαν οι λέξεις, δεν είπε ποτέ μια λέξη παραπάνω όταν επρόκειτο για το σινεμά ή κάτι σοβαρό.


    Έπειτα, εγώ ξανοίχτηκα σ’ έναν λόγο ενάντια στις καλομαθημένες. Όλες εκείνες τις μοναδικές. Που σε δικτατορεύουν στα γερά επειδή έχουν κατιτίς ανάμεσα στα μπούτια. Αφορμή μού δώσαν κάτι λογάκια που είπε ο Θ. για μια “παλιά” και τα χείλη του στάζαν πίκρα. «Ρε συ, του έκανα γελώντας, τις γυναίκες, πρέπει να τις ‘ξετάζουμε όπως εξετάζουμε τους φίλους. Πάντα να ρωτάμε: αν ήταν άντρας τούτη ‘δω, θα τον έκανα παρέα? Τι δηλαδής, επειδή έχουνε μουνί?». Ξεσπάθωσα ενάντια στις νοσηρές, τις παρανοϊκές και τις καταθλιπτικές, όλες αυτές τις μπατίρισες που δεν φέρουν καμία προίκα μέσα τους· καταφέρθηκα ενάντια στις εγωκεντρικές που σαν μικρο-επιχειρηματίες πουλάν τα νιάτα τους· δεν παρέλειψα ούτε τον Γκωγκέν που παντρεύεται στην Πολυνησία μια υπέροχη μικρή. Τρεις ερωτήσεις τής έκανε, μόλις ιδωθήκαν, ο Γκωγκέν: «Πώς σε λένε? Με θέλεις για άντρα σου?» Και, «είσαι υγιής?». Στο σημείο αυτό ύμνησα τη γυναικεία υγεία. Δηλαδή όσες κατέχουν χάρη, χωρίς να παύουν να είναι χρήσιμες κι απλές. Ύστερα ο λόγος μου έφτασε σ’ ένα μανικό κρεσέντο, όταν άρχισα να πραγματεύομαι την ομορφιά! «Α, είναι σπουδαίες εκείνες που παρότι είναι ωραίες, δεν το χρησιμοποιούν. Άξιες σεβασμού! Και υπάρχουν κάποιες ακόμα που έχουν πλήρη άγνοια της ομορφιάς τους. Αυτές είναι πραγματικά θείες».
   -«Έτσι είναι μικρέ», κατέληξα: «μου φαίνεται πως ξανάρχεται ο καιρός που τις γυναίκες δεν πρέπει να τις κοιτάμε στον κώλο, αλλά στα χέρια!».
    Η αγόρευσή μου είχε βαθύ αντίκτυπο στον Θ. Κάθε λέξη απλωνόταν σαν βάλσαμο μέσα του και σαν τελείωσα με κοίταζε με λατρεία. Στράφηκε μπροστά και συγκεντρώθηκε για λίγο στον δρόμο.
   -Καταραμένη ομορφιά! τον άκουσα να μουρμουράει.
   -Δεν βαριέσαι, έκανα, όλοι περάσαμε απ’ αυτούς τους βάλτους. Άλλοι ξώφαλτσα κι άλλοι απ’ άκρη σ’ άκρη! …Και καμπόσοι χαθήκαν εκεί μέσα!
  
    Έξω απ’ τη Λάρισα ήρθε και μας βρήκε ο Θύμιος Στουραΐτης που έπαιξε με τον Παπαϊωάννου. Η φωνή του, βαριά και ραγισμένη σαν να ‘ρχόταν από άλλον κόσμο· άφηνε ένα μετάκουσμα που είχε την υφή της σκασμένης λάσπης. Και χρειαζόταν να ‘χεις εξασκημένο αυτί για να καταλάβεις αν επρόκειτο για ένα κόσμο χώματος και κοπριάς ή έναν κόσμο καταγωγίων. Ακούστηκε ένα μπουζουκάκι, ένα αργό ταξίμι και δίπλα στον Στουραΐτη τώρα κάθεται ο «Γύφτος»· κατά κόσμον Αθανασίου, Αθανασίου Ανέστος - δεύτερο μπουζούκι του Τσιτσάνη. Τούτοι ‘δω δεν φαίνονται να γνωρίζονται καθόλου κι όσο βαρύς, τετράγωνος είναι ο Στουραΐτης, άλλο τόσο αλαφρύς, ανάλαφρος είν’ ο «Γύφτος». Είν’ αυτός που μπρος στο φωτισμένο χειρουργείο όπου τον ανέμενε ο Χάρος εξεστόμισε: «Έχω ζήσει δυό ζωές». Έπειτα σίγησε το οργανάκι, χάθηκαν κι οι δυό.
    Στη νότια άκρη της Θεσσαλίας κάναμε μια στάση για καφέ και κολατσιό. Όχι πολύ μακριά απ' τον Παλαιοφάρσαλο που λίγα χρόνια πριν, είχα αφήσει ένα τραίνο να φύγει για τη Μέσα Θεσσαλία. Ως και ο ταγματάρχης Μάγιερς, ο αποστάτης, μας έκανε την τιμή· που στη σφαγή του Crew ξήλωσε τις επωμίδες και, πετώντας το καπέλο του στο χώμα, πέρασε απ’ την πλευρά των Σιού. Επιβιβάστηκε στα ορεινά περάσματα του Δομοκού, έκατσε για λίγο δίχως να πει κουβέντα και μας ζήτησε να τον κατεβάσουμε σε μια επαρχιακή διασταύρωση που δεν φαινότανε ψυχή… πάντα είχε θάρρος ο ταγματάρχης Μάγιερς!  
    -Τον ήξερες αυτόν? ρώτησα τον Θ. Πώς σου φάνηκε?
    -Βασανισμένος, Μπιλ! Έρημη ψυχή. Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά.

                                       ………………….........

    Τώρα παίρναμε μαλακά τη στροφή πάνω στο πέταλο του Μαλιακού και περάσαμε κοντά απ’ τη Στυλίδα. Λύπη που χάσαμε τη Στυλίδα… λίγη θάλασσα θα μας έκανε καλό! Να περπατήσουμε για λίγο στην παραλία της, στο λιμάνι, να μας πάρει ο θαλασσινός αέρας! Από διόδια σε διόδια κυλάγαμε πάνω στον περίφρακτο δρόμο μέσα σε έναν μακρινό κόσμο από γαλάζια βουνά που είχε γίνει η ανάμνηση ενός κόσμου.
    Ο Σάμ Πέκινπα με το σκαμμένο πρόσωπο και τα σχιστά ινδιάνικα μάτια, ήρθε ξαφνικά στην πίσω θέση. Έγειρε μπροστά, ανάμεσά μας, ξεκούμπωσε το πάνω κουμπί του τζάκετ που είχε το ξανθό χρώμα των ζώων του κάμπου, ακούστηκε ο συρτός ήχος του χοντρού φερμουάρ κι έβγαλε από τη μέσα τσέπη μια ασημένια τσιγαροθήκη: «Λοιπόν παιδιά! Λένε ότι οδήγησα όλους τους ήρωές μου στον χαμό». «Ή στο παλιό Μεξικό» τον διέκοψα εγώ, γελώντας. Χαμογέλασε ικανοποιημένος με ‘κείνο το παλιό, πλάγιο χαμόγελο πριν να συμπληρώσει: «κι ότι όλα αυτά γίναν… για το τίποτα». Μετά έγειρε πίσω και σώπασε: «Δεν είναι λίγο να ζήσεις με θάρρος και εντιμότητα την εποχή σου»!… μονολόγησε απαλά κοιτώντας έξω τις γέφυρες και τις τις μεγάλες καμπύλες των εναερίων κόμβων. Ύστερα απομείναμε κι οι τρεις, σιωπηλοί και κάπως λυπημένοι. Το τοπίο θόλωνε από τις γιγαντοαφίσσες και τα απέραντα πάρκινγκ. Δεξιά κι αριστερά, Mall και επιχειρήσεις έφευγαν προς τα πίσω. Το καντράν άρχισε να φέγγει μπρος στον Θ. όπως ερχόταν το σκοτάδι. Η κυκλοφορία πύκνωνε καθώς πλησιάζαμε στην Αθήνα. Έξω φαινότανε να σφίγγει το κρύο αφού ο δείκτης στο θερμόμετρο του αυτοκινήτου κατέβαινε διαρκώς και εμφανίστηκε μια ψιλή βροχή. Κάθε τόσο οι υαλοκαθαριστήρες έμπαιναν σε κίνηση.
    Και τότε ξαφνικά, έσβησε ο απόηχος μιας γιορτής που ακουγόταν πίσω μας σ’ όλο το ταξίδι - σαν να πηγαινοερχόμασταν έξω από μια αίθουσα χορού που ακούγονταν τα πιάτα και τα μαχαιροπήρουνα, τα παραγγέλματα του τελετάρχη, τα τσουγκρίσματα, τα γέλια και η ορχήστρα… Και η μουσική έπεφτε απάνω μας πιο δυνατή όταν άνοιγαν οι πόρτες γιατί κάποιοι έβγαιναν ή άλλοι έρχονταν… και ήταν τη μια στιγμή, «Τα Κύματα του Δουνάβεως» που ξεχύνονταν και την άλλη, η «Κομπαρσίτα» και μετά από παύση και χαρούμενη οχλοβοή… αρχίζαν οι καντρίλιες. Και σαν έσβησε ο μακρινός απόηχος - που μόνο τότε καταλάβαμε ότι μας συνόδευε τόσες ώρες - έπαψαν οι παρουσίες στην πίσω θέση και μείναμε μόνοι και σιωπηλοί.
    Περνάγαμε τώρα κάτω από συνεχείς γέφυρες και τα τούννελ διαδέχονταν το ένα τ’  άλλο. Ύστερα άρχισαν να έρχονται κατά πάνω μας οι σταθμοί του προαστιακού, υπερυψωμένοι πάνω από τον δρόμο, πάνω σε πλατφόρμες από χάλυβα και μετά εμφανίστηκε μακριά ο ουρανοξύστης των τηλεπικοινωνιών με τις αντένες και τα κόκκινα φώτα. Φαινόταν να πλησιάζουμε σε κάτι τελεσίδικο που μ’ όλους τους τρόπους έλεγε: «εδώ κανείς δεν πρόκειται να καλοπεράσει»!       
    Κάπου μακριά ή πολύ κοντά, ακούστηκε χλιμίντρισμα παλιών αλόγων που γκρεμίζονταν σε φρεσκοσκαμμένες τάφρους - αλλόκοσμο χαμόγελο Κυρίων! Κι άλλοτε ένα κόκκινο φωτάκι μάς θωρούσε σαν το μάτι της Στρίγγλας όπως κυλούσαμε κάτω από ανισόπεδες διαβάσεις. Τόνοι οπλισμένου μπετόν και το πιο καθαρό ατσάλι πέρναγαν απάνωθέ μας. Έβλεπα τις Χίμαιρες που κάθονταν στις χαλύβδινες δοκούς και μας κοιτούσαν ενώ γλιστρούσαμε με σταθερή ταχύτητα μέσα σε ένα Βαβυλωνιακό όνειρο. Κούνησα το κεφάλι για να συνέλθω από τη γοητεία της φρίκης που ’φερνε η παρουσία ενός αυτάρεσκου Κακού που ανέκκλητα μας ανέμενε σε κάποιο κέντρο. Και με έπνιγε μια αίσθηση ότι είχαμε ήδη αναγγελθεί.
    Η στασιμότητα και η αέναη κίνηση έφταναν σε μια αξεπέραστη, νοσηρή ομορφιά. Νοσηρή και τερατώδη όπως όσα κάποτε χτυπήθηκαν βίαια στη ρίζα. Ανάμεσα στους ήχους των μοτέρ, το σφύριγμα των ελαστικών πάνω στην υγρή άσφαλτο και κάτω απ’ την αδιάκοπη βροχή άκουγα τα τραγούδια της αποπλάνησης. Τότε επαναλάμβανα μονότονα σα μάντρα: “εδώ ο Ουρανός και η Γη είναι άσπλαχνοι και ανηλεείς, χειρίζονται τα μυριάδες πλάσματα σαν πάνινες κούκλες”, γιατί καταλάβαινα ότι προσπαθούσα να ξορκίσω το Κακό βλέποντάς το σαν αισθητική εμπειρία. Αλλά δεν με βόηθαγαν τα μαγικά τα λόγια γιατί ήταν ομορφοδιαλεγμένα
                                                                                                                                                                            
    Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο Ήταν η Ανδρομάχη που ζήταγε να μάθει τι ώρα θα φτάσουμε στον σταθμό, στο Κορωπί. Δώσαμε ραντεβού σε ένα πάρκινγκ - δεύτερη έξοδο από την Εθνική. Βρήκαμε εύκολα το πάρκινγκ. Bγήκαμε να ξεμουδιάσουμε. Η βροχή είχε σταματήσει.
    -Τι είναι ‘δω? ρώτησα τον Θ.
    -Δεν ξέρω, μου φαίνεται σαν πάρκινγκ που αυτοί που πρόκειται να ταξιδέψουν, αφήνουν εδώ τα αυτοκίνητά τους και τους παίρνουν με shuttle-bus στο αεροδρόμιο. Δεν ήταν τίποτα, ένα περιφραγμένο χωράφι με πατημένο χώμα ήταν, με κάμποσα αυτοκίνητα κι ένα κουβούκλιο όπου καθόταν ο παρκαδόρος.
     Κατέβηκα από το ύψος του δρόμου και χώθηκα μέσα σ’ έναν ελαιώνα. Έκανε κρύο. Ζεστό, άχνιζε το κάτουρο όπως έσκαβε μια μικρή λακκούβα στο μαλακό χώμα. Γύρω μου οι ελιές στέκονταν σεμνά σαν κοκόνες. Τι γλύκα, σκέφτηκα, που έχει η Αττική γη!

    Η Ανδρομάχη κατέπλευσε γρήγορα σαν πουλί μέσα σε ένα ασημένιο αυτοκίνητο και πάρκαρε δίπλα μας. Μας αγκάλιασε και μας φίλησε και τους δυο. Όπως βάδισα με το βαρύ πανωφόρι ριγμένο σαν κάπα στους ώμους και αυτή σήκωνε το μπράτσο για να με αγκαλιάσει, το χέρι μου, ίσως τυχαία, ακούμπησε στη μέση της κι έμεινε για λίγο εκεί, γυρεύοντας παρηγοριά κι ένοιωσα κάτω απ’ το χοντρό παλτό της την καμπύλη της μέσης ενός άγνωστου ζώου ή ενός λεπτού πουλιού. Σαν συννεφάκι ατμού που αιωρείτο μπροστά στο μέτωπό μου, νοστάλγησα ένα σκίρτημα. Μας ανέλαβε στα γρήγορα, είπε πως έπρεπε να την ακολουθήσουμε και αυτή θα μας έφερνε στο σταθμό, στο Κορωπί. Ξαναμπήκαμε στ’ αμάξια κι ενάμιση χιλιόμετρο παρακάτω σταματήσαμε κι εγώ ζαλώθηκα το σάκο. Ένα κοριτσάκι εμφανίστηκε δίπλα μας, ήταν η Σελήνη, η κορούλα της που είχε ακολουθήσει τη μαμά και τόση ώρα πρέπει να καθόταν ήσυχο στην πίσω θέση, δεμένο με τη ζώνη. Ο μπαμπάς είχε μείνει σπίτι.

    Πρότεινα να πιούμε κάπου έναν καφέ. Αμέσως όμως, αυτό μου φάνηκε παράλογο γιατί βαδίζαμε στην άκρη ενός δρόμου που συνόρευε με τα χωράφια, αλλά η Ανδρομάχη είπε ότι υπήρχε ένα μικρό καφενεδάκι πάνω στον σταθμό.
    Να, τώρα! το μοναχικό μαγαζάκι φωτισμένο μέσα στον κάμπο στα Μεσόγεια! Πίσω από τον πάγκο, μια χαμογελαστή γυναίκα με όλη την τροφαντή χάρη μιας φουρνάρισσας. Ακούω συνεπαρμένος τις τρείς γυναίκες να πολυλογούν γύρω απ’ τις βιτρίνες με τα γλυκά. Αφήνομαι σ’ αυτόν τον αέναο θηλυκό κόσμο. Προς το παρόν έχουμε ξεφύγει από την αρσενική σκληρότητα των δρόμων.
    Επέμενα να κεράσω τους καφέδες, η μικρή ζήτησε ένα στρογγυλό κέικ σοκολάτας.  Καθόμασταν σε ψηλά σκαμνιά γύρω από ένα τραπεζάκι ενώ αυτή στεκόταν κρατώντας κρεμαστό με τρία δαχτυλάκια το γλύκισμα σε μια μικρή χαρτοσακούλα.
    -Γιατί δεν τρως το γλυκό σου μικρούλα?
    -Θα το φάει σπίτι, μετά το βραδινό φαΐ, έκανε η Ανδρομάχη, ενώ το κοριτσάκι αχνογέλασε  ντροπαλά.
    -Πώς ήταν το ταξίδι? συνέχισε αμέσως μετά, στρεφόμενη προς εμένα.
    -Πολύ καλό, πολύ καλό! Αλλά τώρα ήρθαμε στην άσχημη πόλη, απάντησα εγώ, μη   βρίσκοντας τίποτα καλύτερο να πω. Έτσι, μόνο για να πω κάτι, γιατί η πάσα αλήθεια ήταν ότι δεν είχαμε βγει καθόλου από την πόλη. Επί 6 ώρες σε μια πόλη δεν κυλούσαμε?
    -Ααα! βλέπουμε αυτό που θέλουμε να δούμε! απάντησε η Ανδρομάχη φουριόζα. 
Έσμιξα τα φρύδια, έτοιμος για αντίρρηση, αλλά με πρόλαβε
    -Μα πώς? Αν αναζητήσουμε την ομορφιά θα την βρούμε και μέσα στην ασχήμια. Έτσι δεν είναι? Εσύ είσαι πνευματικός άνθρωπος!
    Μονομιάς, άρχισα να μεταμορφώνομαι σε γάτο. Βρήκα κι ένα δένδρο και στρογγυλοκάθισα σε ένα ψηλό κλαρί. Η Ανδρομάχη με κοίταγε αλλά δεν έδειχνε έκπληξη καμία. Μετά έκανα ένα μπραφφφ και εξαφανίστηκα. Την είδα να κοιτά προς τη μεριά που με είχε δει και τότε άρχισα να εμφανίζομαι ξανά.
    -Δε μου λες, είπες, ομορφιά μες την ασχήμια ή το ανάποδο? ρώτησα. Δεν κατάλαβα καλά.
    -Ομορφιά μες την ασχήμια! έκανε με στόμφο δίχως να φαίνεται καθόλου παραξενεμένη, λες και η επιστροφή μου ήταν κάτι φυσικό.
    -Το περίμενα πως θα πεις κάτι τέτοιο, είπα και χάθηκα ξανά.
Η Ανδρομάχη άρχισε πάλι να με ψάχνει με το βλέμμα. Η Σελήνη είχε γείρει πίσω το κεφάλι και κοίταζε μαγεμένη από τις εμφανίσεις και τις εξαφανίσεις μου.
Και τότε ξαφνικά βρέθηκα πάλι στο κλαδί του δένδρου.
    -Είπες, πνευματικός άνθρωπος?
    -Είπα, πνευματικός άνθρωπος! απάντησε με σταθερότητα η Ανδρομάχη. Και μην πας και έρχεσαι έτσι ξαφνικά γιατί αρχίζεις και με μπερδεύεις!

    -Εντάξει, είπα και αυτή τη φορά άρχισα να εξαφανίζομαι αργά, αρχίζοντας από την άκρη της ουράς και προχωρώντας προς ένα χαμόγελο που παρέμεινε να αιωρείται στον λεπτόν αέρα για λίγο αφότου είχα χαθεί.
    -Α, όλα κι όλα! άκουσα την Ανδρομάχη να λέει. Έχω δει κι αν έχω δει γάτες χωρίς χαμόγελο, αλλά χαμόγελο χωρίς γάτα… πρώτη φορά βλέπω!
       
    Όσο ήμουνα αόρατος και μιαν ανάσα από την ανυπαρξία ονειρεύτηκα τον Φόρμαν. Πόθησα να ήμουν ένας από τους Έρωτες μιας Ξανθιάς, το όνομά μου να ‘ναι γραμμένο στη μικροσκοπική της ατζέντα, να έχω υπάρξει μια από τις γνωριμιές της και να μη θέλω τίποτα πια απ’ αυτήν. Να πάω στον Χορό των Πυροσβεστών της μικρής μας πόλης, να διασκεδάσω μαζί με τους έντιμους συμπολίτες μου… να τους αποχαιρετήσω σιωπηρά, χορεύοντας. Και μετά, ονειρεύτηκα μια μικρή παρέα εορταστών που με συνοδεύει αργά τη νύχτα στον σταθμό, τη φυγή απ’ την Τσεχοσλοβακία με το τελευταίο τραίνο για Παρίσι, τους παλιούς φίλους… τότε που είχαμε μια κοινή ζωή... και μες τα γλέντια γέρναμε ο ένας μες στην αγκαλιά του άλλου.
    
    Κι ύστερα βρέθηκα εν μέσω πλήθους ανθρώπων κι ενός αδιάκοπου πήγαινε-έλα και αντιπρόσωποι έρχονταν βιαστικοί και έδιναν αναφορά σε μεγάλες συγκεντρώσεις όπου σηκωνόταν μυριόστομη βουή και θυελλώδεις ξέσπαγαν οι διαβουλεύσεις και ακουγόταν μακρινή αλλά καθαρή η φωνή των ρητόρων.
    Άκουγα όσο μου ήταν μπορετό, αλλά με μεγάλη δυσκολία, γιατί όλα αυτά έρχονταν από πολύ παλιά, από ένα απύθμενο βάθος χρόνου και προσπαθούσα να καταλάβω αν επρόκειτο για ανθρώπους που χωρίζονταν για να μην ξαναϊδωθούν ποτέ και έμελλε να πολεμήσουν σε αντίπαλα στρατόπεδα ή αν επρόκειτο για μια πόλη που, υπό το κράτος φόβου και οργής, πάσχιζε να αποφύγει μια πράξη τρομερή και να φορτωθεί το βάρος μιας ανεξιλέωτης ενοχής.
    Και με έπνιγε η αγωνία, σχεδόν έγερνα μπροστά με σκυμμένο το κεφάλι… γιατί καταλάβαινα ότι επρόκειτο για μια κρίση ηθική και γυρόφερνε ο ψυχικός θάνατος.
    Και να! Τώρα ακούγεται σταθερή η φωνή κάποιου που πρέπει να ‘χε αδιαμφισβήτητο κύρος διότι είναι βαθιά η σιωπή: «κι αν πρόκειται κάποιος» – έλεγε η φωνή – «να διαλέξει μεταξύ του να αδικήσει ή να αδικηθεί με τη θέλησή του, είναι προτιμότερο, σας λέω, να προτιμήσει μάλλον το δεύτερο παρά το πρώτο. Όσο για αυτό που υποστηρίχθηκε πιο πριν, ότι δηλαδή, το να προχωρήσετε σε τέτοια τιμωρία είναι και δίκαιο και προς το συμφέρον σας, αν τα βάλετε  δίπλα-δίπλα, θα ιδείτε, πως δεν γίνεται να ταιριάξουν και τα δύο στην πράξη τούτη».
    Ήταν μια φωνή βαθιά που κατέβαινε την κλίμακα φτάνοντας σε κάτι που ήταν σχεδόν γλυκύτητα, κάτι που καταφέρνει μόνο η σιγουριά που φέρνει η διαύγεια. Και ακόμα-ακόμα, η συμπόνια για τους συγκαιρινούς. Μια-μια πέφτανε οι λέξεις και πήγαιναν και βρίσκανε η καθεμιά τη θέση της σε κάθε μυαλό. Σαν απόσωσε, σα θαλάσσιος στεναγμός η ανακούφιση διέτρεξε το πλήθος, ακούστηκαν ωστόσο και κάμποσες, λιγοστές διαμαρτυρίες.
    Αλλά δεν γινόταν να παραμείνω άλλο σε αυτό το φοβερό limbo, δεν γινόταν να περιμένω για την έκβαση. Δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο τη δύσμοιρη ανάσα. Από το υψηλό μου πόστο κατόπτευα το Βασίλειο του αίματος, έβλεπα το κύμα και διέκρινα τον Κάβο και τον Όρμο της Απανεμιάς. Μάταια! Ήταν σαν όνειρο που αδυνατείς να κινηθείς! Και καθόμουν σ’ ένα μεσοδιάστημα άβολο γιατί μίκραινε διαρκώς... Ένοιωθα ότι ο χρόνος μου τελείωνε όταν άκουσα το τραίνο. Άρχισα να φανερώνομαι προχωρώντας από τα χείλη ως την ουρά, έμπηξα τα νύχια στον φλοιό του δένδρου και Φρσσσστ! πήδηξα στο δάπεδο τη στιγμή που άνοιγαν οι πόρτες και χώθηκα στο τραίνο. Είδα τον Θ. και την Ανδρομάχη, μαζί και τη Σελήνη, που με κοιτούσαν με απορία. Τους χαμογέλασα πλατιά και ένας-ένας σήκωναν διστακτικά τα χέρια κι άρχισαν να με αποχαιρετούν.                  Αμόλησα τον σάκο σε μια άδεια θέση και βολεύτηκα στην απέναντι σαν άρχοντας. Με την άκρη του ματιού μου είδα διαγώνια και αριστερά, μια κοπέλα μόνη που πασπάτευε το κινητό της. Έστριψα το κεφάλι, όσο μπορούσα, και άρχισα να γλείφω τον αριστερό μου ώμο. Ένοιωθα απόλαυση όπως αισθανόμουν κάτω από τη γλώσσα το μεταξωτό μου τρίχωμα να στρώνει. Οι πόρτες έκλεισαν με πάταγο και ο συρμός τραντάχτηκε. Η κοπέλα είχε ξεχάσει το κινητό της και είχε στυλώσει τα μάτια απάνω μου. Της χάρισα ένα από τα αθάνατα χαμόγελά μου. Το πρόσωπό της φωτίστηκε σαν να ένοιωθε την ευχαρίστησή μου. Ύστερα ξαναχώθηκε στο κινητό της και μόνο η εσώτερη λάμψη ενός μειδιάματος απόμεινε στο προσωπάκι της που φωτιζόταν πλέον κι από την αναλαμπή της οθόνης.
    Τότε άρχισε να συμβαίνει ξανά. Στην αρχή ήταν μια φαγούρα και μετά, ένα βαθύ βουητό με κατέκλυσε. Προς στιγμήν έχασα την όραση· δυό ρόζοι σαν κόνδυλοι ξεπετάχτηκαν στις πλάτες μου πίσω απ’ τους πνευμόνους. Έβγαζα φτερά!
 Μια αποτυχημένη εξέγερση είχε λάβει χώρα στις αποικίες. Εγώ, αντάρτης Άγγελος, ερχόμουν στο κέντρο να αμφισβητήσω ένα αδήριτο πεπρωμένο. Ερχόμουν να παρασταθώ σε έναν ανθρώπινο τύπο που σβήνει και να τον αναμορφώσω Στα χέρια μου βρισκόταν η τύχη μιας όψιμης περιόδου.
    Γύρισα και είδα το τεράστιο ανάπτυγμα φτερών, άσπρα σα το χιόνι. Τα κούνησα δοκιμάζοντάς τα κι ακούστηκε φοβερό πλατάγιασμα και δίνη συνεπήρε όλο το βαγόνι. Ο στάσιμος, ό άρρωστος αέρας δεν ήξερε από πού να φύγει. Η κοπέλα σηκώθηκε όρθια με πρόσωπο μεταρσιωμένο, με τα μαλλιά να ανεμίζουνε και με φωνή κοντράλτα μεγάλης, ώριμης γυναίκας κραύγασε: Ω Ουρανοί, Ουρανοί τα πάντα είναι δυνατά!

                                                                                          Β.Η