Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

29 Δεκεμβρίου 2022. Μέρα γιορτινή

    Πλήθη ξέρναγε ο σταθμός του Συντάγματος και κατηφόριζαν αυτά τα πλήθη σαν ποτάμι την Ερμού ανάμεσα στις βιτρίνες και τους μουσικούς και τους αστέγους και κάποιοι εξαθλιωμένοι έκαναν άσεμνες χειρονομίες προς τη λαοθάλασσα και οργίλες χειρονομίες προς τον Ουρανό. Και γέμιζε ο κόσμος τα καφενεία και τις ταβέρνες και κατηφορίσαμε ως την αρχαία Αγορά και την ευτυχία και κάτσαμε, εγώ και μια ψυχή ακόμα, σε ένα τραπεζάκι, σε ένα υπαίθριο καφενείο και παρατηρούσαμε τη μέρα να φεύγει κι ο τελευταίος ήλιος έβαφε ρόδινους εκείνους τους μακρινούς, μονοκόμματους και άδειους τοίχους. Ήταν μια άσημη ευτυχία. Ύστερα, την ώρα που νυχτώνει, αποχωριστήκαμε στο σταθμό του Μοναστηρακίου και κατέβηκα κυλιόμενες σκάλες και διάβηκα μες στο ανθρωπομάνι γαλαρίες κι άλλες σκάλες ως τις πλατφόρμες που μαύριζαν κατάφορτες με κόσμο.

    Σε τούτες ‘δώ τις αποβάθρες είχα δει τις μεταμεσονύχτιες ώρες κάποιου Σαββάτου, πάνε μήνες τώρα, τον Παναγιώτη Λαφαζάνη με μια σακούλα γεμάτη εφημερίδες να κυκλοφορεί σαν ξένος και σα φάντασμα μες στα ιλαρά πλήθη της διασκέδασης που περίμεναν τα τελευταία τραίνα και τα ζευγαράκια που ήταν στο τελευταίο αγκάλιασμα. Είχαμε μια γρήγορη κουβέντα μέσα σε έναν συρμό που πήγαινε βόρεια, για το άτυχο ’15 και μου φάνηκε πως συνωμοτούσαμε ενάντια στους νεολαίους συνεπιβάτες μας ανακατεύοντας στην τράπουλα παλιές δεκαετίες.

    Έχω τελειώσει πια το σεργιάνι μου ανάμεσα στους θησαυρούς των δρόμων- τόσο άχρηστους για τους πολλούς- και μου αξίζει το φαΐ που θα φάω. Αλλά περιμένετε… υπάρχει κάτι ακόμα! Μόνος μέσα στο πλήθος το εορταστικό κάνω τη σκέψη πως οι περισσότεροι απ’ αυτούς εδώ τους ανθρώπους σε 20 χρόνια θα ‘χουν φύγει. Και σε 50 χρόνια πολύ λίγοι θα έχουν απομείνει σ’ αυτές τις αποβάθρες, ανάμεσα σε άλλα πλήθη μελλοντικά που δεν μπορούμε να προβλέψουμε τι ζωή θα κάνουν και σε τι θεό θα πιστεύουν. Τότε, ‘κείνη τη στιγμή, ένοιωσα μια βαθιάν οικειότητα, σχεδόν τρυφερότητα, για τους συγχρόνους μου.

                                                                                                                                        Β.Η.

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022

Ο Πέπλος

 Ένας πέπλος άρχισε να πέφτει εδώ και χρόνια πάνω στη χώρα, τρυφερά και υποσχετικά στην αρχή, σαν ευδαιμονία και σαν παιδική ηλικία, και έθρεψε χαμόγελα που δεν άργησαν να γίνουν καγχασμός-άγριο γέλιο. Κι αφού έγιναν οι προδοσίες που έπρεπε να γίνουν, προδόθηκε ο γείτονας, o συνεργάτης ο φίλος, o αδελφός, άρχισε ο πέπλος, ο αδιόρατος, σιγά-σιγά να σφίγγει και μετατράπηκε σε βρόχο. Όπου γυρνώ τώρα βλέπω πρόσωπα με την αγωνία τής ασφυξίας. Όποια μάτια κι αν κοιτάξω βλέπω τη ματιά που ζητάει έλεος. Αφήσαμε ανθρώπους να κυβερνήσουν που ήταν ομοιώματα ηγετών γιατί μας έμοιαζαν, έτσι όπως είχαμε κι εμείς γίνει το ομοίωμα αυτού που έπρεπε να είμαστε. Αφήσαμε τους ανθρώπους τους να τρέχουν πολυάσχολοι εδώ κι εκεί, λες και δεν καταλαβαίναμε τι κάνουν· απλώναν τον πέπλο στην αρχή και μετά έσφιγγαν τον βρόχο! Ήταν δυνατόν να μην το βλέπουμε; Κι όμως! …μίλαγαν κιόλας πολύ για τους νέους καιρούς, ρωτήματα πολλά δεν κάναμε, δεν γίνονται ρωτήματα σ’ αυτή την εποχή, κάναμε τότε πως καταλαβαίνουμε κι ας μη καταλαβαίναμε γρυ, μας έδειχναν πότε -πότε και τα συμβόλαια με την υπογραφή μας, όλα σωστά βαλμένα… Αμέ; Πώς;
    Ώσπου κάποιο σούρουπο, απ’ αυτά που δεν θέλει κανένας να θυμάται, όπως καθόμασταν ‘κει πέρα, άρχισε ν’ ακούγεται το αρχαίο τύμπανο της καταστροφής, ένας ήχος μουντός, βαθύς και από πάνω ένα ταμπούρλο τόσο δα, πάντα το ίδιο ασχέτως εποχής. Αυτό το αναγνωρίσαμε αμέσως λες και το ξέραμε ανέκαθεν. Περίεργο, γιατί τέτοιο κοντραπούντο δεν είχε ξανακουστεί σε τούτες τις γενιές, αλλά σαν να ‘τανε ο ήχος κι ο ρυθμός του γραμμένος σε κύτταρο που ούτε ξέραμε ότι υπάρχει. Κάναμε τότε έτσι να σηκωθούμε μα, φρίκη πελώρια, σα σε όνειρο κακό, δεν μας ακούγαν ούτε πόδια ούτε χέρια. Τότε νοιώσαμε και τη θηλιά που με τόση φροντίδα μας είχαν περάσει στο λαιμό. Πήγαμε να κράξουμε, απαίσιος κραγμός ακούστηκε στ’ αυτιά μας, δεν το πιστεύαμε πως ήτανε δικός μας… κάναμε ξανά να σηκωθούμε, όλα μάταια! Και πάλι αρχίσαν τα λογάκια, τα καθησυχαστικά και τα γλυκά κι είπαμε, δεν μπορεί, λάθος θα κάναμε, ήταν και το μυαλό μας ταραγμένο, πολύ ταραγμένο. Καθήσαμε πιά και μόνο κοιτιόμασταν… ύστερα γυρίζαμε αλλού το πρόσωπο.

    Μετά αρχίσαν οι αρρώστιες, τα σούρτα-φέρτα στους γιατρούς. Διαπίστωναν κι αυτοί τις ασθένειες τις γνωστές και κάτι παθήσεις σπάνιες που τις ξέραν απ’ τα διαβάσματά τους. Γράφαν συνταγές, τις παίρναμε και φεύγαμε κι αυτοί αλλάζαν βλέμματα, τι στην ευχή! γιατροί ήντουσαν και ξέρανε πως δεν υπάρχει ελπίδα γιατί ο ασθενής (εμείς) έχει χάσει την πίστη του στον εαυτό του.

    Και τώρα που είπα εαυτός, θαρρώ πως ξέρω. Από τον πολύ εαυτό πάθαμε ό,τι πάθαμε! Μάλλον… αφήστε με για λίγο να σκεφτώ… μάλλον δεν μας έχει απομείνει ίχνος εαυτού, μάζα σκοτεινή είμαστε, κοπάδι που χαλάστηκε το μαντρί του, αδιάκοπο τρεχαλητό μέσα σε κάμπο άφωνο· κάθε τόσο αρπάζει η νύχτα κάτι. Ψάξαμε τον εαυτό εκεί που δεν υπήρχε. Αναζητούσαμε τον αυθύπαρκτο εαυτό και τον φορτωθήκαμε φορτίο! Θελήσαμε τον εξαιρετικό εαυτό και πήραμε έναν αριθμό. Φορέσαμε έπειτα τον αριθμό σαν κακοραμμένο ρούχο. Δεν υπάρχει εαυτός χωρίς τους άλλους. Δεν υπάρχει σωσμός αν δεν νοιώθεις το χνώτο του διπλανού σου. Αν δεν φας το ψωμί του και δεν πιείς το κρασί του… Δεν υπάρχει σωσμός δίχως πατρίδα, παλιοκερατάδες!
    Και υπάρχουν οι πατρίδες-σπίτια που συντρίβονται με κρούση και άλλες που συνθλίβονται με σφιχτό εναγκαλισμό· σπαν τα κόκκαλά τους ένα-ένα, κρακ-κρακ-κρακ, διαλύεται η εσώτερη δομή τους. Και οι άλλες που καίγονται από μέσα. Όλες οι πατρίδες έχουνε πυρποληθεί. Και υπάρχουνε αυτές που έχουν τυλιχθεί στις φλόγες. Κι άλλες που σιγοβράζουν στο βάθος και η φωτιά δεν έχει αρπάξει ακόμα τις κουρτίνες.

    Έτσι, δίχως νόμο, χωρίς δικαιοσύνη, πέσαμε στην απελπισία … τώρα πρέπει να ματώσουμε γερά. Υπάρχουν μερικοί που περιμένουν το τέλος του κόσμου για να τους λυτρώσει. Α, πα πα πα! δεν πρόκειται να ‘ρθεί! Έχει τούτο το άπατο πηγάδι πάτο; Αργά η γρήγορα θα αναγκαστείτε να πολεμήσετε για τη ζωή σας… να δείτε που στο τέλος δεν θα το γλυτώσουμε το αίμα! Να εξηγηθώ καλύτερα: οι καλύτεροι από μας (και κάποιοι απ’ τους πιο άτυχους) θα πολεμήσουνε για όλους. Και τότε δεν αργεί ο εμφύλιος. Και μη μου πείτε ότι δεν καταλάβατε πως όλοι πόλεμοι σιγά-σιγά μετατρέπονται σ’ εμφύλιο; Κοιτάξτε μόνο πώς κολακεύει η θηριώδης Αρχή τα θύματά της!

    Να μιλήσω τώρα για αυτούς που βάλαμε μπροστά και τους ακολουθούμε… για να πούμε την αλήθεια, χωρίς καμμιά εμπιστοσύνη. Δεν είναι μπροστάρηδες αυτοί, διακινητές είναι και σκοτεινοί περαματάρηδες. Να σας πω… πιο πολύ θυμίζουν τους παλιούς πλοιάρχους δουλεμπορικών! Εκείνους που στη θαλασσοταραχή ξεφορτώνονταν ένα μέρος του φορτίου. Δεν καταλάβαμε όμως πως αυτοί που ζήτησαν και πήραν εξουσία ήταν διατεθειμένοι να τα παίξουν όλα για όλα σε μαύρο πόκερ με συνέταιρο τον Διάβολο; Δεν ποντάραμε κι εμείς μαζί τους; Δεν μας φορέσαν τη μουτζούρα ‘κεινη τη στιγμή; Δεν ξέρουμε παρόλα αυτά πως όταν βγαίνεις μπροστά, αρχηγός, βάζεις ενέχυρο τη ζωή σου; Τι διστάζουμε λοιπόν τώρα που χάνεται η παρτίδα κι είμαστε ένα βήμα απ’ την καταστροφή; Ας γίνει μια δεύτερη βάφτιση και μια καινούργια αρχή! Η Δημοκρατία μπορεί να αποβεί κι αυτή ένα εγκληματικό καθεστώς· ώφειλαν να ξέρουν!
    Αλλά δεν είμαστε όλοι άσωτοι, υπάρχουν και αυτοί που διάγουν βίο ενάρετο. Αυτοί που θέλησαν να σώσουν τον εαυτό τους. Και περιορίστηκαν αργά η γρήγορα σε μια πρόσοψη εαυτού. Μα υπήρξε ποτέ ένας αυτόνομος εαυτός; Μπορεί να περιχαρακωθεί ο εαυτός; Είναι αέρινος ο εαυτός, έχει όμως ύποπτα θεμέλια· μια υγρασία ξαφνικά έρχεται στην επιφάνεια, τρομάζει η ξαφνική υγρασία· από πού ήρθε η ξαφνική υγρασία;

    Κοιτάξτε τη θάλασσά μας με τα αναρίθμητα νησιά! Ένα-ένα ξεπροβάλουν μόνα πάνω απ’ τα νερά. Μα ας μοιάζουν χωριστά, είναι από κάτω ενωμένα στον βυθό· εκεί που ποντίζουν τα καλώδια και σχεδιάζουν τους αγωγούς μας. Είναι ίδια και διαφορετικά, διαφορετικά και ίδια. Κι όλα τα συνδέει η άβυσσος, ουσία και φαιά ουσία αυτού του κόσμου.
    Είναι τα πάντα ένα· το ένα μέσα στα πολλά, τα πολλά μέσα στο ένα: η άγρια ρίγανη που φυτρώνει στα γκρεμνά, το πουλάκι που λαλεί σε ψηλό κλαρί, οι αντέννες που στήθηκαν στις βουνοκορφές και η βιομηχανική ισχύς μας. Η κοπέλλα που προπορεύεται στη γαλαρία του μετρό, κάτι ξεχασμένο που έρχεται στα όνειρά σας, ένας μακρινός πόλεμος που μαίνεται εν αγνοία σας…
    Είναι η τάξη του Κόσμου και η διασάλευσή της. Είναι η ευσέβεια και η ανταρσία. Ένας αγώνας δίχως έλεος. Το αποτέλεσμά του θα είναι τραγικό για το λογικό ζώο. Το ξέρουν καλά οι τελευταίοι ρεμβαστές του Κόσμου, το υποπτεύονται κάποιοι απ’ το κατώτερο προσωπικό εκεί στα νοσοκομεία μας: είναι η απεραντοσύνη, αν δεν την υπακούσεις ένας βαθύτερος εαυτός θα αναλάβει να σε σκοτώσει. Από κάποια στιγμή και ύστερα ξέχασες την αιώνια μακρινή πατρίδα!

    «Το να θέλει κάποιος να ξεφύγει απ’ τον εαυτό του από αδυναμία να τον αντέξει, όσο και το να θέλει κανείς ανυπότακτα να είναι ένας αυθύπαρκτος εαυτός ανάγονται ως δύο όψεις του ιδίου νομίσματός. Η ανυπακοή δεν μπορεί να περιορίζεται σε κάποιες ανήθικες πράξεις όπως ο φόνος, η κλοπή, η ακολασία και άλλα τέτοια…» Είναι εξίσου βαρύ ατόπημα κι ίσως πιο βαθύ, αν και πιο εκλεπτυσμένο, «το να διάγει κανείς τη ζωή του ηθικά άμεμπτα κι όμως αυτό να βασίζεται στη δειλία και σε μια επιπόλαιη νομιμοφροσύνη». Σείς οι ενάρετοι με τα σφιγμένα χείλη, Σείς οι νομοταγείς... διαπράξατε ύβρι που κλείσατε την πόρτα σας στον Κόσμο και πήγατε και κλειδωθήκατε σε ένα ομοίωμά του. Δεν είναι το θέμα ηθικό! Πνευματικό είναι το πρόβλημα. Δεν υπάρχει σωσμός χωρίς θεό, δυστυχισμένοι!

Θυμάστε ένα παλιό λαϊκό τραγουδάκι;

Once there was a way
to get back homeward
once there was a way
to get back home


    Αλλά εσείς, ω Σύγχρονοί μου που βρεθήκατε στον κόσμο, ήρθατε εδώ σε ιστορική στιγμή. Βρεθήκατε εδώ για να δείτε να συντρίβονται οι άνθρωποι, οι τάξεις και τα έθνη. Και αντίθετα από το τραγούδι που υπόσχεται χρυσό αλφροΰπνι κι ένα γλυκό νανούρισμα, σε σας δόθηκε ένα θείο δώρο.

Golden slumbers fill your eyes
smiles awake when you rise
sleep little darling do not cry
and I ’ll sing a lullaby.

Απελπισία λέγεται το δώρο και είναι θαυμάσιο καύσιμο. Ή πιο σωστά, μια γόμωση. Μη την αφήσετε να πολυκαιρίσει και να «χαλαστεί». Θα ξυπνήσετε ένα πρωί μες στην αγωνία τού οριστικά χαμένου. Ας ληφθεί υπ’ όψιν δε: άλλο απελπισία κι άλλο από-γνωση· έχει διαφορά! Όχι μόνο αυτή του εν κινήσει από το τετελεσμένο, αλλά και στην επί-γνωση ότι κάτι διακυβεύεται και κινδυνεύει να χαθεί. Τούτη η καθολική διάδοση της απελπισίας είναι σημάδι ότι η μάχη δεν έχει λήξει. Η ζωή μέσα σας ακόμα αντιστέκεται. Είναι ύστατο δείγμα υγείας, ένα, όντως, δώρο-μήνυμα που έρχεται από άλλους βυθούς, τους βυθούς του είναι. Θεωρήσατε τους εαυτούς σας εξαιρετικούς και τα πράγματα πεπερασμένα και «του χεριού σας»· δεν θα υπάρξει έξοδος όσο δεν ξεκαθαρίζετε τους λογαριασμούς σας με το άπειρο.

    Σας μένει μήπως καμμιά αμφιβολία πως οι σύγχρονες λατρείες τού εαυτού οδεύουν προς συγκρότηση μιας υποκατάστατης θρησκείας; Σε τούτο τον καιρό τής παρακμής των θρησκειών; Ή μήπως είναι παράξενο ότι έφτασε στον φονταμενταλισμό τόσο νωρίς, ότι διέγραψε το κύκλο της τόσο γρηγορότερα από ‘κείνες; Είναι η διαφορά τού αυθεντικού με το ψεύτικο. Η απομίμηση, δεν αντέχει για πολύ μες στην τουρμπίνα-χρόνο. Ή μήπως έχετε καμμιά αμφιβολία ότι αυτή η μανιακή «Πορεία προς το Μέλλον», αυτή η θρησκεία της αέναης προόδου που υποσχέθηκε εύκολη και άκοπη ζωή, σας ρίχνει σιγά-σιγά στα γόνατα; Εγώ, θα μου επιτρέψετε, δεν έχω καμμιά αμφιβολία: πρόκειται για ταξίδι του χαμού και μια θρησκεία αγωνίας δίχως λύτρωση.

Ω Σείς, που ονειρευτήκατε την προσπέλαση του θεού μέσω του πολιτισμού…

Ορίστε λοιπόν, ο θεός είναι απών μέσα στον κόσμο!

Ιδού το παλιό όνειρο έγινε πραγματικότητα!

Να ο πολιτισμός σας που κατέφαγε τα πάντα

τρώει και εσάς με νύχια και με δόντια!

Και τώρα που το δημιούργημά σας απόκτησε βούληση δικιά του

σας κατατρώει με τη δική του βούληση.

Μήπως βαδίσαμε πολύ ενώ υπνοβατούσαμε; Τίποτα δεν αναγνωρίζουμε στα τοπία που περνούμε. Μήπως βαδίσαμε γοργά και δεν μας προλαβαίνει η ψυχή μας; Απ’ όλα τα πλάσματα μόνο ένα μας ακολούθησε ως αυτούς τους έσχατους καιρούς. Ούτε βροχή, ούτε φως, ούτε φωνή, μόνο στάχτη που πέφτει από ψηλά… και η μαϊμού που ψάχνει μες στα ρούχα μας όσο είμαστε ξαπλωμένοι στα κρεβάτια.

    Πώς θα τελειώσουμε τούτη την παρτίδα με την άβυσσο; Ένα μάτι μόνο έχει αυτή που μας κοιτά σταθερά στο κούτελο κάθε φορά που ακουμπά στο τραπέζι ένα χαρτί… σα μέσα από όνειρο σκούζει η μαϊμού. Τη νοιώθουμε τούτη τη ματιά για ώρα πολλή μετά, σαν πίεση, και όλο τρίβουμε το μέτωπο και χάνουμε σε κάθε γύρα, δεν βλέπετε πώς πέφτουν ένα-ένα τα χαρτιά;


                                                 ....................................................................................

     
    Αλήθεια όμως, τι μπορεί να κάνει ο φτωχός άνθρωπος… όλες τούτες οι ψυχές που φτάνουν άοπλες στον σύγχρονο κόσμο; Έχει φτάσει πολύ αργά. Μεγάλα παιχνίδια παίχτηκαν και χάθηκαν. Σε χρόνο παλαιό επιτελέστηκε το σχίσμα με το ιερό, η πληγή στο σημείο παραμένει αγιάτρευτη κι έκτοτε επικρέμεται σαν κατάρα ο κόσμος του κενού. Είναι τώρα ένας κατακλυσμός. Η πρόοδος προχωράει αλλάζοντας τα καθεστώτα σαν να ‘ναι ρούχα. Ανύποπτος, φιλομαθής και εύπιστος, προϊόντων των καιρών βαρύς και δύσθυμος, προχωράει ο φτωχός άνθρωπος προς το θυσιαστήριο. Δέσμιος της εποχής του δεν αντιλαμβάνεται το βάρος και την αλληλουχία των αιώνων. Ανεβαίνοντας τα φοβερά σκαλιά… μια ξαφνική υποψία τον καταλαμβάνει: είναι ακριβώς εκείνα τα σκαλιά όπου ο ίδιος έσυρε ό,τι άξιζε να ζήσει! Κι αν δεν είναι όλο αυτό η ολοκλήρωση του τραγικού, τότε τι είναι;
     Είναι κρίμα που λείπουν ένας-δυο μεγάλοι ποιητές να καταπιαστούν μ’ αυτό το τρομακτικό ρέκβιεμ που, θαρρείς, έχει αρχίσει κι ακούγεται παντού ή με μια μακρά καλοφτιαγμένη ελεγεία να μας δείξουν τις συνάφειες. Δεν μιλώ για τις προδρομικές φωνές, αλλά για εκείνες που θα ‘πρεπε να παρίσταντο σε τέτοιο φαντασμαγορικό τέλος. Που ήρθαν για να δουν, και να καταγράψουν, να εμπνεύσουν.
    Έτσι τελειώνει ο φαουστικός πολιτισμός, μες στον θόρυβο των άπειρων μηχανημάτων του, πραγματικά μ’ έναν λυγμό. Τη στιγμή που ο άνθρωπος στάθηκε απέναντι στο «Όλον» και είπε: «Εγώ και ο Κόσμος», ένα βάραθρο ανοίχτηκε μπροστά του! Κατόπιν έπεσε κι ο ίδιος μέσα. Μένει ν’ ακουστεί ο γδούπος. Και ύστερα ο λυγμός.
    Τι τουπές! Ο «εξαιρετικός!»… ο «εκπρόσωπος του ιδιαιτέρου είδους!»… Η βούληση για δύναμη, η κυριαρχία πάνω σε αυτό που τόσο «αθώα» ονομάστηκε Φύση, λες και ήταν κάτι εξωτερικό προς τον άνθρωπο, ήταν μοιραίο να φτάσει στην ανθρωποφαγία. Θαυμάστε τώρα τις τελετές της. Είναι οι τελετές του τέλους. Είναι το τέλος ενός πολιτισμού που «μας έκλεισε το μάτι».

    Όσο το σκέφτομαι, είμαι ενάντια στην πρόοδο. Μια απίστευτη ευκολία έκανε τα πράγματα δύσκολα. Απελπιστικά δύσκολα. Αλλά το Βασίλειο είναι προορισμένο να χαθεί. Η καταστροφή θα επέλθει. Με τη μία ή την άλλη μορφή. Κάποιοι τότε πρέπει να είναι παρόντες.

    Πρώτα όμως η καταστροφή! Αυτή πρέπει να επέλθει. Έχετε αρχίσει να το υποψιάζεσθε κι εσείς! Έχετε ενδείξεις, ζητάτε αποδείξεις… μήπως σκέφτεστε να αποχωρήσετε; Δεν παίζεται όμως έτσι το παιχνίδι. Κανείς δεν δραπετεύει από τη Μηχανή. Θα βρεθούμε όλοι εμπρός στο συντελεσμένο. Πρέπει να απελπισθούμε ως τα έσχατα… εκεί όπου τα μαθήματα εξάγονται αβίαστα από τα παθήματα. Εκείνη τη στιγμή θα χρειαστούν οι παραστάτες. Αυτοί που με τη γνώση του παρελθόντος προείδαν τα επερχόμενα και τώρα εξηγούν, στηρίζουν, θεμελιώνουν, κυριολεκτικά καρφώνουν τα συμβάντα βαθιά στη συνείδηση των συγχρόνων τους.

    Ο άνθρωπος μοιάζει στην εποχή του- είναι δικό της τέκνο. Κι είναι απίστευτη η νομιμοφροσύνη του σ’ αυτήν. Έχει παραδοθεί στην ιδέα της προόδου. Δεν θα μπορούσε βέβαια να υποστηρίξει κανείς ότι υπάρχει πρόοδος στην Τέχνη ή στον στοχασμό. Ούτε δα... στην ανθρώπινη καλοσύνη. Η πρόοδος είναι πάντα τεχνική. Πρόκειται για φυγή προς τα εμπρός εν όψει της διαβλεπόμενης στασιμότητας και του επερχόμενου μαρασμού. Όμως η τεχνολογία σπρώχνει το ανθρώπινο ον σε όλο και πιο σφιχτό εναγκαλισμό με την εξουσία. Ε λοιπόν, η εξουσία τώρα (ήρθε κι η ώρα αυτή!) ακολουθώντας την τάση της να συγκεντρώνεται, γίνεται παγκόσμια. Είμαστε υπ’ ατμόν για το παγκοσμιοποιημένο κράτος. Δηλαδή τη μέγιστη συμπύκνωση ισχύος. Και έχετέ το υπ’ όψιν σας αυτό: η ισχύς μισεί τους παρακατιανούς. Σιχαίνεται την αδυναμία. Και όταν πετυχαίνεται τέτοια πύκνωση το μόνο που επιφυλάσσεται στους αδυνάμους είναι ο σαδισμός! Μη σας ξενίζουνε λοιπόν αυτά που αρχίσατε να βλέπετε στους δρόμους. Η κρατική βία, ωμή για κρυφή, θα φτάσει πολύ μακριά.
    Και οι λαοί μετατρέπονται σε πληθυσμούς. Τα έθνη καταστρέφονται. Τα έθνη είναι αποκρυσταλλώσεις του τοπίου μέσα στην ανθρώπινη ψυχή. Αλλά και οι τόποι πεθαίνουν. Πάντα πέθαιναν, αλλά με τρόπο φυσικό, μες στο αργό πέρασμα του Χρόνου. Σήμερα όμως περισσότερο, αφού συνεχώς δολοφονούνται. Μετατρέπονται σε ζώνες: βιομηχανική ζώνη, οικιστική ζώνη, εμπορική ζώνη, στρατιωτική (απαγορευμένη) ζώνη, zona hotellera-τουριστική περιοχή.

    Πεθαίνουν και οι τόποι, παρ’ όλα αυτά μπορείς να σταθείς σε μια δενδροστοιχία, στην άκρη ενός χωραφιού, σε ένα σύνορο χαμένο, και να αισθανθείς μες στο αεράκι τα περασμένα. ‘Όπως μέσα σε ένα έρημο νεκροταφείο... Και υπήρξαν τόποι όμορφοι… αλλά η ομορφιά είναι από αμνημονεύτων χρόνων καταραμένη. ‘Κείνοι οι τόποι οι όμορφοι… ήρθε η ώρα τους και καταδικασμένοι έγιναν εικόνες. Κι άλλοι φτιάχνονται εξαρχής με νεκρά υλικά. Πεθαμένοι τόποι όπου η ζωή κατατρέχεται σα φάντασμα μέσα σε αδιάκοπη μουσική.

    Η εξέλιξη τούτη ήταν αναμενόμενη. Το ανθρώπινο είδος έχοντας εξαπολύσει όλεθρο ενάντια στα υπόλοιπα είδη του ζωικού και φυτικού βασιλείου, επιβιώνει, όλο και πιο μονήρες, μέσα στην περιφραγμένη κοινωνία που μοιάζει πια με ένα ξεμοναχιασμένο ακρωτήρι του Κόσμου· ένα Desolation Row. Κάτι σαν σκωληκοειδής απόφυση· ένα είδος Dead end street. Μόνο στα ξεχασμένα παραμύθια υπάρχουν τα ίχνη και η ανάμνηση μιας εποχής που ο άνθρωπος συνομιλούσε ισότιμα με την αρκούδα και τον λύκο.

    Ποτέ οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο πειθήνιοι. Αρκεί να τους πεις ότι αυτή είναι η εποχή τους και αμέσως υποτάσσονται. Παρ’ όλα αυτά ο σύγχρονος κόσμος όλο και πιο δύσκολα μπορεί να κυβερνηθεί… Παράξενο πολύ, κοινωνίες χωρίς αντιπολίτευση καταρρέουν! Χωρίς ιδιαίτερη πίεση από κάποιους αντιφρονούντες, χωρίς εσωτερικό εχθρό, αντίθετα μέσα σε γενική ομοφωνία, καταρρέουν. Σαν να γίνεται μια λευκή απεργία. Λες και οι άνθρωποι απέσυραν τη βαθύτερη υποστήριξή τους. Αποκλεισμένοι απ’ την μεγάλη πολιτική, αποκλεισμένοι από τη δημιουργία, αποκλεισμένοι από τις πηγές της ύπαρξης, κύλησαν στη γενικευμένη απάθεια. Ας μη μας ξεγελά η ενεργητικότητα και η διαρκής κίνηση. Είναι μια κίνηση μηχανική… κι όλο και περισσότερο μοιάζει με μηχανή που ρετάρει. Τι συμβαίνει λοιπόν; Τίποτα λιγότερο απ’ ό,τι τα φτωχο-υλικά με τα οποία είναι φτιαγμένος έφτασαν στο όριο της ημιζωής τους. Στη γλώσσα των μηχανικών ονομάζεται κόπωση των υλικών. Σε μια τέτοια στενάχωρη συγκυρία όπου μόνο τα υλικά και η αντοχή τους ομιλούν, όπου μετά τους θεούς εξαφανίζεται ταχύτατα κι ο άνθρωπος, τι μπορεί να γίνει;
 
    Η διάλυση αφορά βέβαια κατά πρώτον και κύριον τη Δύση. Έχουν αρχίσει οι συγκρίσεις με την παρακμή της Ρώμης, την πτώση του Αρχαίου Κόσμου. Δεν είναι όμως ακριβώς το ίδιο, τα μεγέθη έχουν αλλάξει. Το ίδιο και οι ποιότητες. Η Ρώμη καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος τού τότε γνωστού κόσμου. Πέραν αυτής εκτεινόταν ο υπόλοιπος κόσμος που περίμενε εν παρθενία να «ανακαλυφθεί». Κάποτε υπήρχαν περιθώρια. Κάποτε ο κόσμος άνοιγε γεωγραφικά, κατόπιν, παρακμάζοντας, αναπτύχθηκε τεχνικά, τώρα πρέπει να βαθύνει πνευματικά.

    Οι ρεζέρβες όμως έκλεισαν κι αυτές έναν κύκλο. Οι βάρβαροι έμαθαν καλά το μάθημά τους. Η Δύση εξαπλώθηκε παντού, επομένως η κατάρρευσή του πολιτισμού της στον πυρήνα του σημαίνει κατάρρευση παντού. Οι αυτοκρατορίες που έρχονται θα αντιμετωπίσουν μεγάλα προβλήματα ακυβερνησίας όσο θα πλησιάζουν προς το κέντρο. Ήρθαν πολύ αργά για να πάρουν την πρωτοκαθεδρία σε κάτι που χάνεται. Αυτός ο κόσμος δεν γίνεται να κυβερνηθεί, τα υλικά αυτού του πολιτισμού είναι πολλαπλά μεταποιημένα, τινί τρόπω, κουρασμένα, εξαντλημένα. Τα πλαστικά μέρη έχουν ήδη αρχίσει και πολυμερίζονται. Το μπετόν αποσαρθρώνεται. Οι τεχνικές διοίκησης ανανεώνονται διαρκώς, αλλά τη στιγμή που μπαίνουνε σε πράξη αποδεικνύονται κιόλας απηρχαιωμένες. Τα φτηνά υλικά γρήγορα γερνούν. Άσχημα γερνούν.

    Η Ρωσσία, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ινδία, όλοι αυτοί οι μη Δυτικοί λαοί… αντέγραψαν τη Δύση, ενέταξαν τα πικρά μαθήματα στην παράδοσή τους με μικρότερη ή μπορεί και μεγαλύτερη επιτυχία. Σύμφωνοι! Οι δημιουργοί όμως γνωρίζουν ότι όσο πιο κοντά είσαι στις ακατέργαστες πρώτες ύλες παραμένεις ασφαλής. Αν έχεις αντοχή στη δουλειά, αργά ή γρήγορα το έργο σου θα εκτιμηθεί. Και η βασική πρώτη ύλη, η βασικότερη, είναι ο άνθρωπος. Μπορείς βέβαια να τον μεταλλάξεις, να τον κατεργαστείς, να αλλάξεις όπως λένε τον ανθρωπολογικό τύπο. Χαμένος κόπος! Είναι τόσο απρόβλεπτος, τόσο βαθιά περίπλοκος… αργά ή γρήγορα ξαναπαίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Όπως το άλογο, όπως το μουλάρι.

     Αυτούς που πέτυχαν τη διάσπαση του ατόμου, τούς διαδέχθηκαν αυτοί που πειραματίζονται στη διάσπαση του ανθρώπινου ατόμου. Τους τυραννά όμως η υποψία πως ο άνθρωπος διαρκώς ανασυντίθεται σε άλλο έδαφος που δεν γνώριζαν την ύπαρξή του. Και φοβούνται πιο πολύ απ’ όλα τον Χρόνο. Τον Χρόνο και το αίμα!

    Δεν στάλθηκες σε τούτο τον όμορφο πλανήτη για να υποφέρεις. Δεν είναι εδώ το Βασίλειο των Σκιών. Δεν είναι το πεπρωμένο σου ο πόνος. Αν πονέσεις κλάψε. Κλάψε και τραγούδησε. Και χόρεψε τη συντριβή σου. «Το κάθε βουνό έχει τον καημό του. Έχει και το βάρος του». Ο κάθε πόνος κι η κάθε συμφορά από το εποπτικό ύψος μιας ζωής συντελεσμένης μοιάζουν να ‘χουν βρει τη θέση τους σε αυτό που πάντα αποκαλούσαν Μοίρα. Η ψυχή όμως περιπλανιέται σαν τα σύννεφα…

    Μάταια οι σφετεριστές… μάταιες οι αρχαίες συνωμοσίες! Υπάρχει κάτι εκθρονισμένο που δεν το φτάνει η δύναμή μας. Ζει ένδοξο στην εξορία. Καμιά φορά κι εδώ, κρυφά, ανάμεσά μας. Μιλάει σπάνια. Μιλάει χαμηλόφωνα. Σαν βαθύτερος εαυτός. Πρέπει να υπάρξει σιωπή. Προαναγγέλλει με μύριους τρόπους την επιστροφή του που θα είναι σαν κύμα - είναι ο σύμμαχος.

    Κοιτάξτε τη θάλασσα. Υπάρχει κάτι πιο ακραίο; Τρία τέταρτα της σφαίρας καλύπτονται από θάλασσα. Μαζεύεται, αναδιπλώνεται και ξεσπάει στις ακτές μας. Φτάνει το κάθε μόριο νερού από άλλες μακρινές ακτές που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ. Υπάκουο σε ρεύματα μυστηριώδη. Και ποιος μπορεί να προβλέψει το ύψος και τη μορφή που θα έχει κάθε κύμα; Ποιος αλήθεια μπορεί να μετρήσει τη ροπή των γεγονότων και να προβλέψει τα αποτελέσματά τους; Ποιος μπορεί να προβλέψει τη φορά που θα ‘χει η κάθε ριπή του ανέμου που σαρώνει τα ξερόφυλλα;

    Κοιτάξτε αυτές τις κόρες των ανθρώπων πώς παίζουν με τα κύματα! Δεν σας θυμίζουν κάποιες άλλες στην αρχαία Αίγυπτο; Και οι άλλες στο ποτάμι; Δεν σας θυμίζουν τη Ναυσικά και τις φίλες της ή ακόμα εκείνες στη χθεσινή Πολυνησία; Κοιτάξτε αυτά τα μελαμψά αγόρια που ορμούν στα κύματα! Δείτε πώς γλεντούν την αγριότητα! Φτωχοί και άπραγοι… επιτέλους σωπάστε! Δεν βλέπετε μπροστά σας; Μουγκοί μασκαρεμένοι χοροπηδούν σειόντας, δεμένα σε καλάμια, κομμάτια και κουρέλια από σκισμένο πέπλο. Μάταια οι σφετεριστές…Προσέρχονται, συσκέπτονται, εξαγγέλλουν… Όλα μάταια! Η ψυχή περιφέρεται σαν τα σύννεφα.

    Υπάρχουν εποχές και εποχές… οι μεγάλες εποχές της δημιουργίας και οι μικρές της ανάλωσης, της προσμονής και της δουλειάς μες στη σιωπή. Μην οικτίρεις μικρόψυχα τους καιρούς σου. Είσαι άτυχος που σου έλαχε να ζήσεις σε τέτοιο καιρό παρακμής. Υπάρχουν καιροί και καιροί κι ο καθένας έρχεται με τη σειρά του. Κι αν δε μπορείς να νοιώσεις αγάπη για τη Μοίρα που σου επιφύλαξε μια τέτοια άχαρη εποχή, τουλάχιστον συνεργάσου με τον εαυτό σου. Αν είναι να γίνεις λίπασμα για κάποιο σπόρο, προετοίμαζε αν μπορείς τον σπόρο. Αν είναι άλλοι, επόμενοι, να πατήσουνε στις πλάτες σου για να περάσουν, δέξου το κι αυτό σα μοίρα. Αν δεν μπορείς να ζήσεις μια από εκείνες τις μεγάλες στιγμές που η ανθρωπότητα σηκώνεται όρθια στα πανιά, μη ξεχνάς… δεν είναι λίγο «να ζήσεις με θάρρος και αξιοπρέπεια την εποχή σου». Δείξε επιτέλους ότι είσαι φτιαγμένος από ένα μέταλλο… Τέτοια δόξα δεν μπορεί να τη στερήσει κανείς από τον άνθρωπο.
    
    Μολαταύτα, «σε κάθε εποχή υπάρχουν άνθρωποι από άλλες εποχές». Μη παραπονιέσαι για την κατάντια του λαού. Εμείς θα φτιάξουμε έναν στρατό και με αυτόν θα φτιάξουμε έναν άλλο λαό. Λαό χωμάτινο με τα πόδια στέρεα στο έδαφος και μέτωπο που γύρω του ταξιδεύουνε τα νέφη. Στεφανωμένοι από τον Έρωτα θα φτιάξουμε Συμβιωτικούς στρατούς. Ο στρατιώτης γίνεται αντάρτης, ο αντάρτης δεν γίνεται ποτέ στρατιώτης. Και μόνο ο στρατιώτης γίνεται εργάτης· ο ήρωας περιπλανιέται. Σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή «θα οργανώσουμε την απαισιοδοξία». Θα δουλέψουμε για ένα μέλλον κληρονομώντας το παρελθόν· θα ρίξουμε φως εκεί που πυκνώνουν τα σκοτάδια· έτσι θα αφήσουμε πίσω μας την απελπισία για να ζήσουμε τη μεγάλη περιπέτεια του καιρού μας.

    Σε μιαν άλλη Νέκυια θα κατεβούμε κι εμείς στον Άδη. Πέρα απ’ τους νεκρούς μας θα συναντήσουμε εκεί κάποια απ’ τα υπέροχα πλάσματα που κάποτε θα ‘ρθούν. Σαν οι πρώτοι ελεύθεροι θα πολεμήσουμε με όρκο και θα διδαχθούμε την ευσέβεια. Και μέσα από τη βία της σύγκρουσης θα φτιάξουμε τον μεγάλο γενεσιουργό μύθο. Είναι ένας σκεπτόμενος πλανήτης και έχει αρχίσει την αυτοΐασή του. Μιλά πλέον στον καθένα προσωπικά. Ακούει τις εκμυστηρεύσεις του. Τάχιστα πλησιάζουμε προς το σημείο όπου άνεμος συναντιέται μ’ άνεμο. Μπροστά μας άνυδρες και άδενδρες ερ’μιές! Το τέλος του κόσμου μέσα σε βαθύσκιο φως! Αν η ανθρωπότητα είναι ικανή να περάσει αυτόν τον Καβο-Χόρν και ν’ ανοιχτεί σε έναν άλλο Ειρηνικό, μπορούμε να το υποθέσουμε, μπορούμε να το ελπίσουμε, αλλά δεν το ξέρουμε.
    Εμείς θα αποπειραθούμε ένα Αχίλλειο άλμα!

    Αυτοί που έχουν το πάθος της δημιουργίας, γνωρίζουν και τα υλικά. Απεχθάνονται τη φτήνια και διαλέγουν τα ευγενέστερα εξ αυτών που βρίσκονται παντού και ας περνούν απαρατήρητα. Άλλοι αρκούνται στον φθόνο… Άλλοι υποτάσσονται στο φόβο. Είναι αυτοί οι έγκλειστοι που θα υπερασπισθούν τη Σωφρονιστική Αποικία ως το τέλος. Άλλοι θα δουν με υπερκόσμιο χαμόγελο τους φανταστικούς τοίχους να σωριάζονται. Ω λεγεώνες που ξεχύνεστε…

Δεν στάλθηκες σε τούτο τον όμορφο πλανήτη για να υποφέρεις. Δεν είναι το πεπρωμένο σου ο πόνος…

    Γνωρίζετε ότι μια άμαξα ξεκινά μες στη βροχή την ώρα που κοιμάστε; Είμαστε όλοι εδώ, μαζεμένοι στην κουζίνα. Οι φωνές του αμαξά, ένα «όι!, ένα «χα!» ακούγονται στα όνειρά σας. «Μικρά παιδιά πνίγουν κλαίγοντας κατάρες στα ποτάμια». Ένας μικρός θίασος αρχίζει μια παράσταση δίπλα στη λίμνη την ώρα που νυχτώνει. Κορδέλες και σημαίες ανεμίζουν στην απογευματινή αύρα τη στιγμή που ένα γέλιο σας τρομάζει. Κι έπειτα μουσική… ο θίασος τρέχει γύρω απ’ τη λίμνη! Η λίμνη ζωντανεύει με ένα θαυμάσιο χρώμα πράσινο.

    Ω Αγαπημένοι, οι ανθρώπινες κοινωνίες θα ξαναέρθουν στη ζωή μέσα από έναν πόλεμο. Οι κοινωνίες θα ξαναζήσουν μέσα από την άρνηση. Οι ήπειροι θα ανοικοδομηθούν. Η τάξη θα αποκατασταθεί. Καθήστε σιωπηλοί δίπλα στην παλιά πληγή που δεν λέει να κλείσει και μετά ξαναβρεθείτε. Βαδίστε με φόβο, σεβασμό και δέος, επομένως κι έλεος, στον αιώνιο πόλεμο που σας χτυπά την πόρτα.

Β.Η.



Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

Ο Κανονιέρης - Μπάλα όλη νύχτα


 Νύχτωσε κι ένας-ένας άρχισαν να φεύγουν.

Ακούστηκε μια άγρια φωνή

έφυγε κι ο τελευταίος.

Κι απόμεινα μονάχος

μες στην άδεια την πλατεία.

Αφύλακτο το τέρμα

ξεχασμένο ένα σακάκι στη γωνία.

Κι απόμεινα μονάχος να στριφογυρνώ

και να κάνω με την μπάλα ντρίμπλες.

Φαντάστηκα τους φίλους μου

στο τραπέζι της κουζίνας

να τρων το βραδινό....

με κατεβασμένα μούτρα

κι από πάνω η ίδια επιτακτική φωνή.

Κι η μάνα σοβαρή.

Κι απόμεινα μονάχος να κλωτσώ

κάτι ξεγυρισμένα σουτ

απανωτούς ξερόμυτους πάνω στις μάντρες

και τους τοίχους των σπιτιών-έ.

Φαντάζομαι τους φίλους μου

στα κρεβάτια να κοιμούνται.

Κάποια στιγμή μέσα στον ύπνο

τινάζεται ένα ποδάρι

και την άλλη

ένα κεφάλι

τεντώνεται

έξω απ’ τις κουβέρτες, να δώσει κεφαλιά.

Η νύχτα προχωράει κι απόμεινα εγώ

να ρίχνω σουτ.

Τρομερά γκελ κάνει η μπάλα

ανήσυχα κοιμούνται οι φίλοι

ταραγμένα κοιμάται η γειτονιά

μες στον αντίλαλο απ’ τα ξερά τα σουτ

και την ηχώ ενός αγώνα

που δεν λέει να τελειώσει.

Μα την αλήθεια,

τούτο το παιχνίδι δεν πρόκειται να λήξει

αν δεν ξημερώσει.


Β.Η.

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2022

Και αυτή τη σαιζόν χάσαμε άλλο ένα καλοκαίρι

                 


  «Από τους τρεις λόγους για να ταξιδέψει κανείς στην αρχαιότητα: Πόλεμος, Εμπόριο, Προσκύνημα, κάποιος θα έλεγε ότι ο Τουρισμός προέρχεται από το Προσκύνημα. Όμως πιο πολύ φαίνεται ο πραγματικός του πρόγονος να είναι ο Πόλεμος!»
    Αυτά έγραφε ο Αμερικανός στοχαστής, Χακίμ Μπέη. Ένας μειλίχιος άνθρωπος με χιούμορ και αίσθηση του μέτρου (...σπάνιες αρετές για κάποιον με τόσο περιθωριακές απόψεις) που έτυχε να συναντήσω κάποτε στα μέσα της δεκαετίας του΄90 στην Ιρλανδία.
    Και ένας έμπορος γούνας, σε μια συζήτηση μεταξύ γουναράδων που έτυχε να παρακολουθήσω στη Ρόδο στα μέσα της δεκαετίας του ’80 (ναι, τόσο παλιά!) τελικά απεφάνθη: o Τουρισμός είναι ο μόνος στρατός που δεν νικήθηκε ποτέ!
    Πράγματι:
    Οι φάλαγγες των τουριστών προχωρούν και φωτογραφίζουν, φωτογραφίζουν και προχωρούν πάνω στα ερείπια που άφησαν τα τμήματα που προηγήθηκαν μέσα σ’ ένα τοπίο κατεστραμμένο από τσιμέντο, άσφαλτο, θόρυβο, φώτα, σκουπίδια και στοιχειωμένο από την εξαντλητική δουλειά!
                       

                                        (Πέργαμος, πεζικό)

         Το πρόσταγμα shoot αφορά τώρα το πάτημα ενός κουμπιού που ανοιγοκλείνει το κλείστρο της κάμερας, όπου shoot (πυροβολώ) αναφέρεται και στο τράβηγμα της φωτογραφίας όταν σκοπεύεις μέσα από τη φωτογραφική μηχανή· αυτό το ερμαφρόδιτο σύμβολο-παιχνιδάκι και σύγχρονο ξόρκι.
    Οι κάμερες και τα τηλέφωνα υψώνονται προς κάθε κατεύθυνση, κάθε στόχο που προβάλλει, ρουφώντας τη ψύχη των ντόπιων και του τοπίου.
    Ο σημερινός μαζικός τουρισμός είναι το απόγειο της εκλέπτυνσης ενός παλιού πολεμικού παιχνιδιού που λέγεται search ‘n' destroy- ερευνήστε λοιπόν και καταστρέψτε, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε η καταστροφή να μπορεί να ονομασθεί «αξιοποίηση».
     Αντίθετα από το προσκύνημα όπου ο προσκυνητής προσέρχεται με δέος και κατάνυξη και, προσφέροντας πίστη, αυξάνει τη «χάρη» που αναδίδει ένας Ιερός Τόπος, ο Τουρισμός απομυζά τις ιδιαιτερότητες κάθε «ξεχασμένης» γωνιάς του πλανήτη και ομογενοποιεί κάθε μέρος που πλήττει. Γιατί αυτό που αποζητά ο τουρίστας είναι «πολιτισμική διαφορά» για να την καταναλώσει. Έτσι κι αλλιώς θα του ήταν αφόρητο να την ζήσει.
    Η Φαντασία πέθανε στη Δύση εδώ και καιρό. Χρειάστηκαν αμέτρητες ποσότητες ορθολογισμού και κατήφειας για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Για να καταπραϋνθεί και να σβήσει κάτι τόσο δυσλειτουργικό και άβολο, αλλά τόσο βαθειά ανθρώπινο. Κρίμα γιατί επρόκειτο για "τη Βασίλισσα των ικανοτήτων". Τώρα λοιπόν η Δύση, πηγή του Τουρισμού, πρέπει να την αποκτά σε ασφαλείς δόσεις και σωστά πακεταρισμένη.
    Αυτό που γοργά απονεκρώνεται έχει ανάγκη από κάτι ζωντανό για να παρατείνει τον χρόνο επιβίωσής του. Αλλά όπου αγγίζει απονεκρώνει. Αυτή η βουλιμία για το εξωτικό και το αυθεντικό κρύβει μέσα της τον θάνατο. Πρέπει λοιπόν συνεχώς να προχωρά! Πράγματι, νέοι τουριστικοί Παράδεισοι ανοίγονται στο κοινό. Νέοι «τουριστικοί προορισμοί» μπαίνουν στο χορό ανακοινώνοντας απλά: Ανοίξαμε (τα πόδια) και σας περιμένουμε! 
    Αν η παλιά αποικιοκρατία ύφαινε στην ψυχή του αποικιοκρατούμενου την αλλοτρίωση και την τρέλλα και εκμεταλλευόταν τις υλικές πηγές, η σύγχρονη προχωράει παντού και σε μέγα βάθος. Για να γίνει αντιληπτό αυτό το βάθος ας ειπωθεί ότι τώρα δεν είναι μόνο η ανεξαρτησία ή οι πηγές πλούτου που κινδυνεύουν, αλλά τουριστική έκθεση σημαίνει να ανοίγεις το σπίτι σου στους ξένους! Ο Τουρισμός μετατρέπει μια χώρα σε έκθεμα και εικόνα του εαυτού της.
    ...Και φυσικά, να ανοίγεις το σπίτι σου με το "αζημίωτο"! Άπαντες δε προφασίζονται άγνοια του ότι η ζημιά είναι ανυπολόγιστη! Ο τουρισμός είναι "ιερή αγελάδα" και ένα από τα ταμπού του πολιτισμού μας.
     Χοντρικά, μπορούμε να πούμε ότι, η επιδρομή της Δύσης στα χωριά και στις καλύβες του κόσμου ακολούθησε την εξής πορεία: Πρώτα οι εξερευνητές, μετά οι ιεραπόστολοι, μετά ο στρατός (και περισσότεροι ιεραπόστολοι), μετά οι περιηγητές, κατόπιν διανοούμενοι και συγγραφείς, εν συνεχεία αγνοί ταξιδιώτες (και οι χίππυς κάποτε), μετά ο ήσυχος ιντιβιντουαλιστής τουρίστας με το πραγματικό ενδιαφέρον και τέλος η πλημμυρίδα του μαζικού Τουρισμού.
    Ο στρατός βέβαια δεν παύει, κατά καιρούς, να κάνει την εμφάνισή του με τα βρώμικα άρβυλά του, ανοίγοντας και κλείνοντας την τουριστική αυλαία!  Έτσι το Βιετνάμ ή η Καμπότζη που κάποτε ήταν υπό το καθεστώς του Ναπάλμ και του βομβοτάπητα είναι τώρα πρόθυμοι «τουριστικοί προορισμοί». Ενώ η Σομαλία, που σήμερα εμφανίζεται στους χάρτες των τουριστικών οδηγών «λευκή», κάποτε μπορεί να αποδειχτεί θαυμάσιο τουριστικό εύρημα και προϊόν. Ή ένα αιματηρό αμερικανοκίνητο στρατιωτικό πραξικόπημα στη Γουατεμάλα στέλνει για λίγο τη χώρα στα τουριστικά αζήτητα μέχρις ότου «κάποια προβλήματα διευθετηθούν».
     Όπως πάντα, η γλώσσα αποκαλύπτει τα πάντα για τα οποία μιλά, έτσι έχουμε: τουριστικές μονάδες, πράκτορες, tour operators, target group, έρευνα, συνοδούς, tourist guides, ξεν-αγούς, τουριστικά γκρουπ, αρχηγούς γκρουπ, σχεδιασμό, ανεφοδιασμό και, αν τα πράγματα πάνε πολύ στραβά, εκκένωση! Ακόμα και όταν συγκαλύπτει η γλώσσα προδίδει!
    Αποδεικνύεται λοιπόν αυτό που ειπώθηκε στην αρχή, ότι ο τουρισμός είναι στρατός - και δεν νικήθηκε ακόμα! 
    Ακόμα, ο τουρισμός, που δεν μπορεί πια παρά να είναι μαζικός, δηλαδή μια βιομηχανία διασκέδασης, χαλάρωσης και "κολακείας" για τους προλετάριους κάποιων χωρών, για τους προλετάριους κάποιων άλλων σημαίνει σιδηρά πειθαρχία, ασταμάτητη δουλειά σε «στρατόπεδα διακοπών», μόνιμη κούραση. Έτσι μια χώρα στον ήλιο που έχει πληγεί από την ακρίδα του τουρισμού γίνεται αναπότρεπτα μια «ηλιόλουστη κόλαση». Και υπάρχουν όλο και «κατώτερα πατώματα», όλο και βαθύτερα κάτεργα, σ’ αυτή την κόλαση στον ήλιο! Μπείτε στις κουζίνες των μεγάλων ξενοδοχείων, κατεβείτε στα πλυντήρια, βγείτε στις πίσω αυλές όπου και οι κάδοι σκουπιδιών, κοιτάξτε προσεκτικά τα πρόσωπα των γυναικών που αδιάκοπα καθαρίζουν τουαλέτες και ξερατά… όσο προχωράει η σαιζόν απονεκρώνονται κι ασπρίζουν. Διαβάστε προσεκτικά αυτό το χαμόγελο του υπηρετικού προσωπικού που ντύνει την εξάντληση και την αηδία. Πρόκειται για την γκριμάτσα νεαρών πλασμάτων που παγιδεύτηκαν. Χαίρε Καπιταλισμέ, οι Καταγκέζοι σε χαιρετούν!
    Κι ακόμα ακόμα… η αδυνατότητα μιας επανάκτησης της ζωής οφείλεται στο ότι και στις καλές εποχές, στη δεκαετία του ’80, τότε που άρχιζε όλο αυτό «με τις καλύτερες προοπτικές», τότε που για λίγο υπήρξε μια ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο, τόσοι πολλοί άνθρωποι είχαν προτιμήσει το χρήμα από την πάλλουσα ζωή. «Έρρεε το χρήμα!» είπε κάποιος βετεράνος του τουρισμού και εδονείτο από συγκίνηση μες στην επανάληψη του «ρο» αντί να ξεσπάσει σε ένα: «έρρεε η ζωή»!
 
                                                      Ευπειθέστατος διατελώ   
                                                                   Β.Η.
 
Υ.Γ. 1 Μολαταύτα κάτι καινούργιο, ένας νέος κίνδυνος, έχει αρχίσει να εμφανίζεται. Το παλιό όνειρο του φτωχοέλληνα που περιφρονούσε τους αλητοτουρίστες γίνεται πραγματικότητα. Το παράπονό του εισακούστηκε. Την Ελλάδα την έβαλε στο μάτι ο "ποιοτικός τουρισμός". Η χώρα είναι ιδιαίτερα όμορφη για να αφεθεί αποκλειστικά στις μάζες. Ολόκληρες λοιπόν περιοχές «κλείνουν» και κατασκευάζονται πανάκριβα resort και βίλες με ελικοδρόμια. Παντού προωθούνται τα concept και οι "προκατασκευασμένες ατμόσφαιρες". Άρχισε να πλακώνει η διεθνής αλητεία του τζετ σετ. Τα κορίτσια δεν είναι πια αθώα και οι συνοδοί τους είναι τσόγλανοι. Όσο για τις καλαμοκαλύβες και την περιλάλητη ελληνική φιλοξενία, αυτά ανήκουν στην αρχαιολογία του τουρισμού και την εποχή που η χώρα ήταν ναός και ο φτωχός λαός της πάμπλουτος. 
Υ.Γ. 2  Αυτοί που προσφάτως, και μετά τις κινητοποιήσεις σε Βενετία και Βαρκελώνη, αρθρογραφούν ενάντια στον μαζικό τουρισμό μπορούν να μεμψιμοιρούν για την ποιότητα του τουριστών και την χαμηλή αγοραστική τους δύναμη, αλλά δεν καταλαβαίνουν ή κλείνουν τα μάτια μπρος στην πραγματική φύση του τουριστικού φαινομένου. Μιλούν για «λελογισμένη αξιοποίηση» λες και θα ήταν ανεκτή μια λελογισμένη εκποίηση του πατρικού σου σπιτιού. Μιλούν για «ποιοτικό τουρισμό» και εννοούν να πουλάς ακριβά το κορμί σου. Μιλούν για την «ανεξέλεγκτη αύξηση» λες και θα ήταν δυνατή μια χαμηλής έντασης και μετρημένη εισβολή. Μιλούν για «δυσμενείς επιπτώσεις» λες και θα μπορούσες να παίξεις ένα παιχνίδι διατηρώντας τις αμφιβολίες σου. Εμείς όμως που ζώντας για δεκαετίες μέσα στον τουρισμό τον γνωρίζουμε όσο λίγοι και είδαμε την άνοδο και την πορεία τού τουριστικού μύθου, μπορούμε να γράφουμε ό,τι θέμε! Δηλαδή αυτά που ζήσαμε! Άλλωστε δεν πληρωνόμαστε για αυτά που γράφουμε!

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2022

ΠΥΡΑΚΤΩΣΗ ΤΟΠΙΩΝ


Ανοίγεις τον υπολογιστή, ξεχύνονται παραλίες! Όσο πιο απόμακρες και ερημικές τόσο ανεβαίνουν σε αξία. Είναι η εποχή που το "αρχέγονο" γιορτάζει. "Πρωτόπλαστοι!!!" αναγράφεται σε μια από αυτές όπου ένα ζευγάρι κολυμπά σε διάφανα νερά. Μετά: όνομα νησιού και παραλίας. Φυσικά τον χειμώνα ούτε λέξη. Εξαφανισμένοι όλοι! Ο Αδάμ και η Εύα επιστρέφουν στο διαμέρισμα! Τα νησιά ξαναγυρνούν στην ανυπαρξία τους.
Λέγε-λέγε όμως θα πλακώσουνε με ομπρέλλες και 4 επί 4 κι άλλοι "πρωτόπλαστοι", μετά θα χτιστούνε ταβέρνες και δωμάτια, θα μπούνε κι οι ξαπλώστρες και θ' αρχίσετε τα παράπονα. Έτσι, από στόμα σε στόμα, "κάηκαν" όλα τα νησιά και δεν τα 'σωσε ούτε η Άγονη γραμμή ούτε τα κατσάβραχα. Είναι τέτοια η δίψα για παρθενία, τόσα τα αρπακτικά... Και οι ντόπιοι παντού περιμένουν να ανακαλυφθούν από ένα «ευρύτερο κοινό» σαν τους χάνους. Στήνουν τότε μάνι-μάνι μια επιχειρησούλα και αρχίζει ν' αγριεύει το μούτρο τους - τέτοιες είναι οι χαρές της ιδιοκτησίας! Πρόκειται για μια υπόθεση εκπόρνευσης ανηλίκων κοριτσιών με τα όλα της! Κάθε κομμάτι Φύσης με φρεσκάδα κι ομορφιά, κάθε σημείο με εμπορικό δυναμικό, πέφτει λάφυρο στα χέρια κάποιου επιτήδειου. Αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ιστορίες μαστροπείας...
Εν τω μεταξύ υπάρχουν άνθρωποι που, για διαφόρους λόγους, δεν μπορούν να εγκαταλείψουν την διακεκαυμένη ζώνη της Αθήνας ούτε την ασφυκτική Θεσσαλονίκη. Άλλοι είναι φτωχοί, τελειωμένοι για καλά, άλλος έχει ανάγκη το μεροκάματο, άλλος έχει άρρωστο, άλλος έχει καρκίνο, άλλοι είναι περικυκλωμένοι από τον πανικό, άλλοι είναι καταθλιπτικοί, χτυπημένοι "κάτω από τη ζώνη"… Πραγματικοί "Εξόριστοι στην Κεντρική Λεωφόρο"!
Καμμιά αιδώς, τακτ, σεβασμός, σεμνότητα. Ο καθένας μόλις πατήσει ένα μέτρο άμμου, μόλις πατήσει ένα νησιώτικο σοκκάκι, αρχίζει την εκπομπή: διαφήμιση κι αυτοδιαφήμιση. Αφού ποστάρατε τα χριστουγεννιάτικα δέντρα σας και τα τζάκια σας, τις μαγειρίτσες σας και τα κόκκινα τ' αυγά, τις ταψάρες σας με τον μουσακά και την οικογενειακή σας ευτυχία, αφού ποστάρατε τις καλοκαιρινές σαλάτες σας με το ουζάκι στη βεράντα, τον σκύλο και τη γάτα, ποστάρετε τώρα την παραλία που καβατζώσατε και τις διακοπές σας. Η κάθε εποχή έχει τη χάρη της!
Θα μου πείτε ας μη βλέπουν facebook! Τι δουλειά έχουν οι εξόριστοι με το facebook; Σωστά!
Έπειτα αρχίζει η έκθεση ομορφιάς. Άλλοι ανεβάζουν τα γυμναστήριά τους και τη γεροντονιότη τους, άλλες τα pilates τους, τα ευτυχισμένα χαμόγελα και τα ξέκωλα μαγιό τους. Ρε σείς, η άλλη έχει τριάντα κιλά παραπάνω και πάει για μπάνιο πρωί-πρωί με τα πουλάκια γιατί ντρέπεται να βγει στην παραλία!
Κι αυτό όμως έχει όνομα: διαχείριση εαυτού, λέγεται! Όλοι καλούμαστε να γίνουμε επαγγελματίες εαυτού. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο καπιταλισμός του φτωχού!
Άλλοι κι άλλοι αιχμαλωτίζουν με την κάμερα τις εναπομείνασες "παραδοσιακές" γιαγιάδες και τους κλέβουν τη ψυχή. Οι φτωχούλες έκαναν ένα σωρό παιδιά, δούλεψαν όλη τους τη ζωή χειρωνακτικά και δεν έχουν ιδέα ότι είναι «παραδοσιακές»… τώρα βλέπουν έργο άγριο και δεν μιλούν καθόλου! Το μόνο που θα είχαν να πουν για το φαινόμενο, αν τυχόν ερωτόντο, είναι: "Εμείς είμαστε αγρότες! Δεν πάμε διακοπές!".
Άλλοι πάλι αιχμαλωτίζουν πλακόστρωτα, παρατημένους στάβλους, αλώνια και "λευκές νυφούλες", εκκλησάκια του δέκατου τάδε αιώνα - μουσειακά απομεινάρια μιας πίστης που απεστάλλει πακέτο προ πολλού εις Κύριον - και κατακλέβουν και αυτονών την ψυχή! Κάπως έτσι, ό,τι ήταν ζωντανό, μέσω της υπερέκθεσης, πυρακτώνεται και γίνεται εικόνα.
Πρόκειται για λεηλασία του παρελθόντος -ενός παρελθόντος μυθικού - και κυνήγι "πολιτισμικής διαφοράς" ώσπου να μη μείνει καμία διαφορά. Φαίνεται όμως τόσο αθώο: "ήμουν κι εγώ εκεί τη σωστή στιγμή"! Α ρε ψηφιακή εποχή που μας ξεγέννησες! Πάνω απ' όλα "Εαυτάρα"! Τόση δίψα για προβολή, κακός οιωνός για τη Δημοκρατία μας!
Φαίνεται τόσο αθώο..." τι κάνουν δηλαδή οι άνθρωποι; Πού είναι το κακό; Επικοινωνούν και ανταλλάσσουν ό,τι έχουν ν' ανταλλάξουν. Συμμετέχουν στην κοινωνία. Δεν είναι τίποτα ακοινωνικοί, τίποτα αρνησίκοσμοι".
- Ε ναι, κάνουν ό,τι κάνουν όλοι. Και γίνονται η εποχή τους!
Ας ξεκαθαρίσουμε όμως τώρα κάτι: πηγαίνοντας σεις διακοπές κάνετε ένα ταξιδάκι στη μιζέρια άλλων ανθρώπων. Των ντόπιων και κάποιων ξένων φτωχοδιάβολων. Επιπλέον μεγαλώνετε κατά πολύ τη μιζέρια τους. Αυτοί οι άνθρωποι κάθε σαιζόν χάνουν ένα ακόμα καλοκαίρι.
Λοιπόν, γνώμη μου είναι, άμα θέλετε την παίρνετε υπ' όψιν σας, πηγαίνετε διακοπές αφού μπορείτε, βρείτε λίγο θάλασσα να ξεπλύνετε την έρπουσα κατάθλιψή σας και τη γκριζάδα της άσκοπης πόλης μα να χαρείτε, σιωπήστε!

Β.Η.

Δευτέρα 2 Μαΐου 2022

Σκέψεις ενός ηλίθιου που χαζεύει τ’ αυτοκίνητα να πηγαίνουν πάνω-κάτω

 
Μαθαίνω ότι η Φινλανδία θέλει να μπει στο ΝΑΤΟ! Και η Σουηδία θέλει ΝΑΤΟ! Μα καλά, τι πρόβλημα έχει η Φινλανδία; Μια χαρά δεν τα πήγαινε; Την απείλησαν τις τελευταίες εφτά δεκαετίες οι Ρώσοι; Δεν έχουν ένα ζηλευτό επίπεδο ζωής; Δεν έχουν τα κουρσάκια τους, τα σχολεία τους και τούς παιδικούς σταθμούς τους; Δεν έχουν τις διακοπές τους στον Νότο μια και δυο φορές τον χρόνο; Και οι Σουηδοί; Τα ίδια και αυτοί… Είναι σε ουδετερότητα και ζούνε εν ειρήνη από το 1814. Και τους βγήκε σε καλό, ή όχι; Α, μα τους ξέρω τους Φινλανδούς και τους γείτονές τους, τους Σκανδιναβούς, από πρώτο χέρι. Η Αγία Οικογένεια είναι τα πουλάκια μου! Τα χαϊδεμένα παιδιά της Δύσης! Το όνειρο όλων των φουκαράδων της Υφηλίου! Τι τους ήρθε και θέλουν ν’ αρχίσουν να σκάβουν χαρακώματα; Ακούσαν πόλεμο και ‘τρέξαν; Ποιοι; Αυτοί που πηγαίναν μόνο κυανόκρανοι; Δεν εξηγείται αλλοιώς: δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν! Βαρεθήκαν την πολλήν ειρήνη και θέλουνε να ξεσκουριάσουν!
    Είδα έναν πολιτικό τους σε ένα βίντεο όπου εξηγούσε τα της ουκρανικής κρίσης. Πρώην πρωθυπουργός ή κάτι τέτοιο. Γύρω στα 55, καλοβαλμένος, με εκείνα τα άψογα αγγλικά, τα στερημένα από κάθε προφορά που να θυμίζει κάποιον τόπο, κάποιαν ιθαγένεια και ομιλούνται μόνον σε διαδρόμους και προθάλαμους. Από ‘δω το ‘φερνε, από ‘κει το φερνε, το συμπέρασμα ήταν ότι οι Ρώσοι είναι κίνδυνος για την ανθρωπότητα. Μίλαγε με φιδίσια γλώσσα. Λαμπερή οδοντοστοιχία με μπόλικη ορθοδοντική, τσάκιση, σπορτίφ πουλοβεράκι… λουστρίνι ο κύριος! Απ’ αυτούς που δεν καπνίζουν, διατρέφονται σωστά, ασκούνται καθημερινά και πίνουνε με μέτρο. Όχι σαν την πλέμπα της πατρίδας του που πίνει σα σφουγγάρι. Α όχι, αυτός είναι διεθνής! Διεθνής και αποστειρωμένος! Να σας πω, μ’ έπιασε λιγάκι σύγκρυο. Ήταν ένας απ’ αυτούς που σαν διαβάσουν την αναφορά που του ‘στειλαν στο γραφείο, ότι έγινε η εκτέλεσή σας την αυγή σύμφωνα με κάποια απόφαση που πάρθηκε ύστερα από πρότασή του, πατάνε ένα «v», ότι δηλαδή έλαβαν γνώση και μπαίνουν στον υπολογιστή τους για να κλείσουν ένα ταξίδι σε ελληνικό νησί μετά της συζύγου. Θα δειπνήσουν εκεί υπό το φως των κηρίων, μες στο θαυμάσιο κλίμα, το πουλόβερ θα ‘ναι ριγμένο με φροντίδα στους ώμους, θα δώσει περμπουάρ και οι φτωχοδιάβολοι οι σερβιτόροι θα τον ‘λένε κύριο! Μάλιστα παρακαλώ!
    Μέσα σε λίγες μέρες είδα ότι έχουν κυκλοφορήσει άλλα τρία βιντεάκια με δαύτον. Α, κατάλαβα! Φάμπρικα! Ο τύπος δουλεύει για τα καλά! Ανήκει στο ανώτερο προσωπικό τής κυριαρχίας. Με το αζημίωτο φυσικά και χωρίς να εκτίθεται ιδιαιτέρως. Απλά συνεισφέρει με την βαρύνουσα άποψή του. Σε λίγες μέρες έμαθα για την επικείμενη αίτηση της χώρας του στο ΝΑΤΟ κι ότι οι Ρώσοι άρχισαν να μεταφέρουν συστοιχίες πυραύλων στα ρωσοφινλανδικά σύνορα. «Κωλόπαιδο!» σκέφτηκα.
    Να σας πω κάτι; Ο πόλεμος είναι ναρκωτικό! Στον πόλεμο τα ξεχνάς όλα. Και την άθλια ζωή σου, και την υποθήκη, και το δάνειο, και το κέρατο που έχεις φάει, και ‘κείνο τον πόνο στο συκώτι… Νυν Υπέρ πάντων κι όλα τα λοιπά!
    Μαζεύτηκαν πολλά τα τελευταία χρόνια! Πρώτα έριξαν τους Πύργους κι άρχισε ο αγώνας ενάντια στη Τρομοκρατία. Χαζέψαμε πολέμους εκεί κάτω σε άψογη τηλεοπτική μετάδοση… Για να κάνεις όμως ένα ταξιδάκι με αεροπλάνο σημαίνει ότι πρέπει να συμμετάσχεις σε μια μικρή στρατιωτική επιχείρηση. Δεν πάει να ‘ναι και για διακοπές! Μια χαρά στρατιωτικοποιηθήκανε τα αεροδρόμια, γέμισαν κι οι δρόμοι κάμερες! Μετά πλάκωσε η οικονομική κρίση, δέκα και βάλε χρόνια. Μετά ήρθε μια επιδημία και στρατιωτικοποιήθηκαν οι πόλεις ως μες στα σπίτια, ως μες στα λίβινγκ ρουμ! Εν τω μεταξύ, ξεγυμνώθηκε ο κόσμος από κάθε νόμο, κάθε πίστη, κάθε ελπίδα κι άρχισε να νοιώθει το κρύο τού φοβερού Μηδέν! Ο φόβος και η επιθετικότητα που ακολουθεί τον φόβο χτυπήσαν κόκκινο. Και τότε, Ω του θαύματος! όλο τούτο το διάχυτο ρευστό, όπως ήταν φυσικό, συμπυκνώθηκε σε ένα σύννεφο, πέρασε σαν μέσα από αλεξικέραυνο και κατέκαψε την Ουκρανία. Αλλά έχει ακόμα πράμα! Έχει ακόμα πολύ πύο και χολή!
    Όχι ότι πριν ζούσαμε καλά, άρρωστοι ήμασταν και πριν και νομίζαμε ότι ήμασταν καλά! Γλεντάγαμε και νανουρίζαμε το «τίποτα» μες στην αγκαλιά! Θυμάστε τις δεκαετίες του ’80, του ’90 και την πρώτη σαν γύρισε η χιλιετία; Καταθλιπτικοί τη μέρα τρέχαμε στις δουλειές… και τη νύχτα μανιακοί μες στη διασκέδαση; Τριάντα χρόνια το νταντέψαμε καλά! Κι απ’ το ’08 που μπήκε στην εφηβεία, ανεχτήκαμε τα καμώματά του! Νάτο τώρα, ενήλικο, μας προκαλεί τρόμο!
    Γιατί όμως άραγε; Μήπως δεν ήταν ειρήνη, αλλά ήτανε μη-πόλεμος; Τέτοια λοιπόν ειρήνη έφερε τον πόλεμο.
    Τέρμα και το παγκόσμιο πάρτυ που έκανε η Δύση! Αρχίζουν τώρα τα τραγούδια τού στρατώνα. Αλλά πού και πώς; Πώς θα τα βγάλουμε εμείς πέρα; Αυτές οι καταστάσεις θέλουν μυς. Και οι δικοί μας είναι πια νιανιά! Και η θέλησή μας διαλυμένη. Στην πραγματικότητα η διάλυση έχει αρχίσει από καιρό. Προχωράει ακολουθώντας ανάποδα την οικονομική κλίμακα από τους φτωχούς, απάνω προς τους πλούσιους. Και ονομάστηκε η τέτοια διάλυση, πολύ βολικά, κρίση «οικονομική». Αλλά ήταν κάτι βαθύτερο αυτό που προχωρά ανεμπόδιστα από την περιφέρεια προς το κέντρο. Το ίδιο και με τις χώρες. Η Ελλάδα θυσιάστηκε, ο ευρωπαϊκός Νότος πειθαρχήθηκε. Κι από το Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Λιβύη και τη Συρία που ανατιναχτήκαν πρώτοι και γινήκαν κάρκαλο οι μελαμψές οι χώρες, ο πόλεμος επέστρεψε στην Ευρώπη ακολουθώντας τους πρόσφυγες.
    Και πού ακριβώς παρακαλώ; Στην Ουκρανία! Λένε ότι το Βέλγιο είναι το πεδίο μάχης της ευρωπαϊκής ηπείρου. Εννοούν το Βατερλώ και όλους τους γαλλογερμανικούς πολέμους. Μα αυτό που δεν πολυλένε είναι ότι η Ουκρανία είναι το άλλο, το μοιραίο! Σημείο συναρμογής και σύγκρουσης μέχρις εσχάτων. Δεν νοιάζονταν και πολύ οι Γερμανοί για τους Αγγλογάλλους… αυτούς θέλαν να τους βγάλουν απ’ τη μέση για να ασχοληθούν με την Ανατολή! Σε δυο ευρωπαϊκούς πολέμους ακολουθήσαν τα χνάρια των Τευτόνων μέσα στον μεγάλο κάμπο, για την Κριμαία, τον Εύξεινο και τον Καύκασο. Σέρνανε μαζί τους και τους Κεντροευρωπαίους. Στον ίδιο ακριβώς δρόμο που ‘χει πάρει τώρα και η αμερικάνικη επιβουλή. Και δεν ήταν μόνο οι πόροι… Ήταν η αγωνία που ξυπνά η στέππα! Άνεμος παγωμένος έρχεται μες από τη στέππα. Αέρας και επιδρομές! Οι λεπτεπίλεπτοι και αιθέριοι Δυτικοί νοιώθουν άβολα με τους Σλάβους, ιδιαίτερα τους ανατολικούς Σλάβους. Είναι μυστικιστές Σκύθες και η γειτνίασή τους ταράζει την ορθολογική Ευρώπη. Κι επιπλέον, η Κομψότητά τους νοιώθει απέχθεια για τη λάσπη. Αγοραφοβία μπρος στις ανοιχτές εκτάσεις! Επέστρεψε λοιπόν ο πόλεμος ύστερα από μακρά περιοδεία σπίτι του· στην Ευρώπη! Εκεί, μες στις ομίχλες και τα ποτάμια της Ουκρανίας έχει στήσει εδώ και αιώνες τ’ αρχοντικό του. Και συρρέουν από παντού οι επαγγελματίες για να του υποβάλλουν σέβη και να γευθούν επιχειρήσεις… μια Διεθνής καθαρμάτων! Ω τι θαυμάσιο μέτρο και ρυθμό, τι οικονομία που έχει η Ιστορία όταν τη σκέφτεται κανείς κάνοντας περιπάτους!
   
    Ανεβοκατεβαίνω την Αλεξάνδρας μες στην κίνηση των αυτοκινήτων. Τι λυπημένη λεωφόρος! Τα μπλόκια των πολυκατοικιών κατηφορίζουνε ως κάτω, στο Πεδίο του Άρεως. Όλη η μικροαστική ανημπόρια τής λεωφόρου εκβάλλει στην Πατησίων σχηματίζοντας ένα από το πιο νεκρά σταυροδρόμια του κόσμου. Σύνορο δύσβατο γιατί από κάτω έρχεται η σαπίλα της Πλατείας Βάθης και η κακομοιριά των συνοικιών που απλώνονται από την  Βικτώρια ως την Αμερικής και την Κολιάτσου, εκεί όπου έχουν καταφύγει οι μετανάστες. Δυο κόσμοι που αποφεύγουν να κοιταχτούν στα μάτια!  
    Στα πρόσωπα βλέπω μόνο θλίψη. Τα ‘χουνε και λίγο χαμένα. Απανωτά τα χτυπήματα. Κάθε χτύπημα αφήνει όλο και πιο λίγο χώρο. Και πρέπει κανείς να φάει. Και πώς να γίνει που έχουμε συνηθίσει στην καλή ζωή και τώρα προς κακοφανισμόν μας τα πράγματα ζορίζουν. Και το ρίξαμε στον κανιβαλισμό, ν’ αρπάξουμε κομμάτι απ’ τη σάρκα του διπλανού μας. Αλλά το ξέρουμε δεν είναι αυτό λύση. Έχουμε αποκάμει. Να η αλήθεια αυτής της θλίψης!
   
    Σκέφτομαι τώρα τελευταία ότι αφού ελάχιστοι είναι οι ειρηνικοί άνθρωποι στη γη, πώς γίνεται ν’ αποφευχθεί ο πόλεμος; Η διάχυτη επιθετικότητα δεν θα συμπυκνωθεί αργά ή γρήγορα για να ξεσπάσει σε κάποιο σημείο; Θυμάμαι τους παλιούς που παραπονιόντουσαν ότι ο κόσμος χάλασε γιατί έχει καιρό να γίνει πόλεμος και γιαυτό έχουμε χάσει τα μυαλά μας. Βρίσκω λοιπόν μια βαθιάν αλήθεια σ’ αυτά τα λόγια. Οι πόλεμοι γίνονται για να φύγουν απ’ τη μέση οι τελειωμένοι. Για να σαρωθεί ό,τι είναι παρακμασμένο και να συμβουλευτούμε τον θάνατο. Γίνονται επίσης για να επανακαθοριστούν τα σύνορα ώστε να αντιπροσωπεύουν τους σημερινούς συσχετισμούς δύναμης κι όχι κάποιους παλαιοτέρους. Η Φύση δεν σέβεται την αδυναμία. Έτσι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης επιτρέπει στο ΝΑΤΟ να φτάσει έως τα σύνορα της Ρωσίας, ως τούτη τη στιγμή που μια δυναμωμένη Ρωσία που επιστρέφει αρπάζει την Ουκρανία από τα νύχια του και τρίζει τα δόντια σ’ όλη τη Δύση. Το ίδιο και μια Τουρκία που σφύζει δημογραφικά και δείχνει μεγάλη ζωτικότητα θα αναγκάσει μια Ελλάδα που αγκομαχά να παραδώσει θάλασσα. Έτσι θα αλλάξουν σύνορα παγιωμένα επί έναν αιώνα γιατί δεν αντιπροσωπεύουν τους σημερινούς συσχετισμούς. Είναι κάτι βαρύ κι αρχέγονο τα σύνορα… δεν μπορούν να στέκουν μετέωρα στον αέρα κάποιας νομιμότητας κι αποζητούν τη σταθερή ισορροπία. Μοιάζει λοιπόν ο πόλεμος με το καλό κλάδεμα και μια σωστή κηπουρική. Τούτο το γερασμένο δένδρο που δεν δίνει πια καρπό πρέπει να φύγει για να δώσει χώρο και αέρα σε κάποιο άλλο, τούτα τα αγριόχορτα πρέπει να ξεριζωθούν, τούτες οι κομμένες κλάρες να καούν. Επομένως αφού βαθιά μέσα μας ξέρουμε… τι καμωνόμαστε τις ευαίσθητες ψυχές; Γιατί είμαι σίγουρος πως ξέρουμε… Απλά δεν θέλουμε να παραδεχτούμε τη μαύρη αλήθεια. Και οργιζόμαστε και φωνασκούμε… γιατί φοβόμαστε πως εμάς θα κλαδέψει επόμενους αυτή η μαύρη αλήθεια.

                                                                                                                       Β.Η.

Παρασκευή 15 Απριλίου 2022

Η μήτρα του Τσέρνομπυλ είναι πάλι σε οίστρο




Εκλέχτηκε με ένα πρόγραμμα ειρήνευσης, όταν όμως πήγε στο Ντονμπάς, στην Ανατολική Ουκρανία, οι ένοπλες ομάδες τού ‘τριξαν τα δόντια. Του έδωσαν να καταλάβει ποιοι κάνουνε κουμάντο στη χώρα. Οι Αμερικάνοι του εξήγησαν τι πρέπει να κάνει και τι να αποφεύγει. Σαν πρόεδρος, τα καθήκοντά του θα περιορίζονταν περίπου στις Δημόσιες σχέσεις. Θα ‘βαζαν «στην υπηρεσία του» ακόμα και το Χόλυγουντ, άλλα ο ίδιος θα τελούσε υπό επιτροπείαν. Αυτοί θα τρομπάριζαν τη χώρα όπλα, συμβούλους και διεθνείς εθελοντές.
   Έτσι ένας κωμικός της σειράς βρέθηκε να παίζει σε μια τραγωδία. Και μάλιστα σε έναν ρόλο που δεν είχε ποτέ του ονειρευτεί. Τη σωτηρία της Ουκρανίας. Και ακόμα παραπέρα: τη σωτηρία του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Κατάλαβε ότι τα πράγματα τον ξεπερνούσαν. Αλλά σε τέτοιο γιγαντιαίο και θεοσκότεινο παιχνίδι, ένα μαύρο παραμύθι, αντί να σηκωθεί να φύγει τρέχοντας, έμεινε, θαμπωμένος από έναν ρόλο εκτυφλωτικό. Ή από ένα αίσθημα προσωπικής τιμής. Ίσως και τα δύο. Ούτω πώς, ένας ηθοποιός δευτέρας διαλογής που έγινε πολιτικός -και μέσω της πολιτικής εν τέλει- θα γνωρίσει το βάθος του επαγγέλματός του. Έχει πάρει πια τον δρόμο για να γίνει ένας τραγικός ήρωας. Προσπαθώντας να ξεφύγει απ’ την μέγγενη της Ακροδεξιάς και των Αμερικανών ζητά δημοψήφισμα που θα εγκρίνει «οποιαδήποτε συμφωνία ήθελε προκύψει μέσα από διαπραγματεύσεις». Δεν πρόκειται όμως να τον αφήσουν να κάνει βήμα πίσω. Αν έχει το μπόι, το ανάστημα που απαιτεί η θέση που βρέθηκε έστω κι από σπόντα, θα δυσαρεστήσει  αυτούς που θέλουν να κάνουν την Ουκρανία μια παγίδα και θα το πληρώσει ίσως με τη ζωή του. Εν τω μεταξύ η χώρα καταστρέφεται για τα ξένα μάτια. Όσοι βρέθηκαν μέσα στο σίδερο και την πυρά δεν πρόκειται να επιστρέψουν. Και δεν μιλώ μόνο για τους νεκρούς.
    Στο βρετανικό κοινοβούλιο τραύλισε τον λόγο του Τσώρτσιλ το 1940… in the darkest hour. Οι βρετανοί κοινοβουλευτικοί πρέπει να στριφογύριζαν στις θέσεις τους ενοχλημένοι και ν’ αλλάζαν βλέμματα. Στο ελληνικό κοινοβούλιο αναφώνησε «Ελευθερία ή θάνατος» και, προχωρώντας λίγο παραπάνω, παρουσίασε κάποιους «Ελληνοουκρανούς μαχητές» έτσι για να ‘χουμε κι εμείς εικόνα τού πώς περίπου έμοιαζαν ο Αθανάσιος Διάκος, ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος ή οι Σουλιώτες. Η συνταγή είναι ανέμπνευστη, τα υλικά χάλια! Αλλά η Δύση δεν έχει κάτι καλύτερο να διαθέσει.
    Στην Κύπρο τα πράγματα εξελίχθηκαν χειρότερα. Αναγκαστήκαν να κλείσουν τα μικρόφωνα. Αυτός ο ίδιος ή εκείνοι που ήταν πίσω του. Δεν βοηθάνε για πολύ οι συναισθηματισμοί όταν έχεις φάτσα την Ιστορία.
     Κάποιες στιγμές θυμίζει κάτι αλαφρόμυαλους μέτριους κακούς στα γουέστερν οι οποίοι ποτέ δεν φτάνουν στο τέλος της ταινίας. Κάποιες άλλες, παλιάτσο που μπλέχτηκε σε δαιμονικό χορό. Αλλά αν ο Ζελένσκυ έχει πάρει τον δρόμο για τη στιγμή της κρίσης του όπου θα μάθει ποιος πραγματικά είναι, ο κεντρικός ήρωας του δράματος που όλοι παρακολουθούμε είναι ο Πούτιν. Από το τι θα κάνει και τι θα μπορέσει να αποφύγει, από το αν θα ξεπεράσει τα μέτρα ή όχι, εξαρτάται το ηθικό δίδαγμα που θα συναχθεί.
    Από τη στιγμή που οι αντίπαλοι δεν του αφήσαν κανένα περιθώριο, πατά πάνω στα χνάρια του Ιβάν του Τρομερού. Ο αγώνας του είναι να κλείσει έναν κύκλο που όλο και ανοίγει προτού κλειστεί κι ο ίδιος μέσα. Οι κινήσεις που κάνει, μια μια, είναι όλες, όπως λένε στο σκάκι, αναγκαστικές. Θα έπρεπε να είχε προσεχθεί αυτό από την αντίπαλη πλευρά.
    Οι Αμερικανοί και οι ευρωπαίοι σύμμαχοί τους όμως, που άναψαν την Ουκρανία, είναι τόσο άθλιοι που συνεχώς ρίχνουν λάδι και ξύλα στη φωτιά. Άνοιξαν αυτόν τον κύκλο και συνέχεια τον διευρύνουν. Θα πάρουν στο τέλος αυτό που στον καθένα τους αναλογεί. Οι Ευρωπαίοι θα καταλήξουν πλήρως υποτελείς στον προστάτη σύμμαχό τους ενώ αυτός, ο Σύμμαχος -όπως κι άλλοι πριν απ’ αυτόν- θα συνειδητοποιήσει πολύ πικρά ότι ο κόσμος είναι άπειρος και είναι αδύνατον να κατακτηθεί.
    Αυτοί που κάνουν κουμάντο στην άλλη ακτή του Ατλαντικού είναι τόσο αποτρελαμένοι βλέποντας την ανάδυση νέων δυνάμεων, την επιστροφή της Ρωσίας και την αμερικάνικη ισχύ διαρκώς να πέφτει, που δεν υπάρχει περίπτωση να συμβουλευτούν κάποιους αξιόλογους και μετριοπαθείς ανθρώπους που διαθέτει η χώρα τους. Πρόκειται για μια λούμπεν ηγεσία (ένα ακόμα αδιάψευστο σημάδι παρακμής) που δεν αποκλείεται να ανατινάξει τον κόσμο.
    Όσον αφορά εμάς τους υπολοίπους (είτε μικρές χώρες είτε οι απανταχού θνητοί) που παρακολουθούμε σαν θεατές την εξέλιξη του δράματος καλύτερα να αποφύγουμε πάση θυσία ν’ ανεβούμε στη σκηνή. Τίποτα το καινούργιο δεν παίζεται εκεί πάνω αφού η Ρωσία και η Κίνα είναι απολυταρχικοί κολοσσοί με τη ζωτικότητα αυτών που έρχονται διψασμένοι για πλούτο και ισχύ. Θα παρακολουθήσουμε λοιπόν ξανά κάποιους βάρβαρους να διαλύουν τους παρακμασμένους. Αν βέβαια προλάβουμε τούτη τη φορά.
 

                                                                                   Β.Η.


…….

 Υ.Γ. Ίσως είναι η τελευταία παράσταση. Η καταστροφή, με τούτη τη μορφή ή άλλη, μοιάζει αναπόφευκτη. Η τεχνολογική δύναμη της ανθρωπότητας αυξάνεται συνεχώς για να καλύψει την πνευματική ερημοποίηση. Φυσικά ισχύει και το αντίστροφο: η τεχνική πρόοδος απλώνει κάθε είδους ερήμωση. Ας μη σπαταλούμε άλλο τους εαυτούς μας. Θα χρειαστούν και κάποιοι αισιόδοξοι μετά την καταστροφή για να δείξουν το μάθημα μέσα απ’ το πάθημα.




Σάββατο 19 Μαρτίου 2022

Πόλεμος

 

Μερικές φορές θα ‘βγαινες από το καταφύγιο, έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου, και θα ‘βρισκες σκοτάδι. Ήταν όμορφα τα τροχιοδεικτικά όπως υψώνονταν με χάρη στον νυκτερινό ουρανό! Η πίσω πλευρά των λόφων που μας τριγύριζαν, έφεγγε σαν πόλη που την έβλεπες από μεγάλη απόσταση αλλά δεν έβλεπες από πού ερχότανε το φως. Μόνο τη φωταύγεια. Σαν ένας κρυφός φωτισμός να τρεμοπαίζει πίσω απ’ τον ορίζοντα. Φωτοβολίδες έπεφταν παντού γύρω από τις παρυφές της περιμέτρου ρίχνοντας ένα πεθαμένο άσπρο φως στο έδαφος. Μερικές φορές υπήρχαν ντουζίνες απ’ αυτές αφήνοντας πίσω τους μια ουρά καπνού, σκορπώντας λευκές σπίθες και νόμιζες πως σ’ οτιδήποτε έπεφτε το φως τους, κοκκάλωνε σαν φιγούρα σε παιχνίδι ζωντανών αγαλμάτων. Οβίδες διέσχιζαν βουβά τον ουρανό, ριγμένες από όλμους των 60mm, σκορπώντας λάμψη μαγνησίου για λίγα δευτερόλεπτα, σκιαγραφώντας μια μελαγχολική επίπεδη έκταση. Μπορούσες να δεις τις εκρήξεις των όλμων, πορτοκαλής και γκρι καπνός πάνω από τις κορυφές των δένδρων, δύο ή τρία χιλιόμετρα μακριά. Μια στις τόσες φορές έβλεπες στις πλαγιές των λόφων μια δεύτερη έκρηξη, πετυχημένη βολή- αποθήκη πυρομαχικών. Και ήταν όμορφα τη νύχτα. Ακόμα και οι οβίδες που έρχονταν κατά πάνω μας για να μας σκοτώσουν ήταν όμορφες τη νύχτα.

    Τέτοιες στιγμές μπορούσες να ξεχάσεις τις συνεχείς κακουχίες, τον ακραίο τρόμο από τα τραύματα που είχες δει, τη μυρουδιά του αντισηπτικού κι ότι για μεγάλα διαστήματα θα μπορούσες ίσως να κάνεις και χωρίς φαΐ, μιας και σου ’φτανε η αδρεναλίνη που το σώμα σου παρήγαγε σαν τον πιο πιστό υπηρέτη. Μπορούσες να ξεχάσεις ότι τόσο μεγάλο διάστημα συνομιλούσες με νεκρούς, μ’ αυτούς που είχανε πεθάνει και μ’ αυτούς που επρόκειτο να πεθάνουν από στιγμή σε στιγμή. Ότι ακόμα και τα όνειρα που έβλεπες ήταν όνειρα κάποιου που είχε πεθάνει από καιρό.

 

    Ο Τάνα, ένας από τους παλιούς, κάπνιζε πίσω απ’ τους αμμόσακους. Στράφηκε και, κάνοντας ένα πλήρες ημικύκλιο, πήρε το κράνος του. Πάμε! είπε. Έπειτα γλίστρησε κάτω με κινήσεις που είχαν την αρμονία χορευτή. Μου θύμισε κάτι γέρους μαστόρους που σοβάτιζαν διαγράφοντας αέναα τόξα μπροστά σε έναν τοίχο, με τέτοια φυσικότητα, όπως κανείς αναπνέει. Λογικό, θα πεις, αφού το κάνανε όλη τους τη ζωή…. Όμως, πόσο όμορφα είναι τα τροχιοδεικτικά που διαγράφουν την καμπύλη τους στο νυχτερινό ουρανό! Πόσο αργά και γεμάτα χάρη, ένα όνειρο, τόσο απόμακρο απ’ οτιδήποτε επικίνδυνο. Μπορούσαν να σε κάνουν να αισθανθείς μια απόλυτη γαλήνη. Μια μεταρσίωση που σ’ έβαζε πάνω απ’ τον θάνατο, αλλά δεν κρατούσε πολύ. Ένα κτύπημα κοντά, μια στήλη καπνού ανακατεμένη με χώμα που ‘ρχοτανε πάνω σου κατά ριπάς σε ξανάφερνε πίσω. Δαγκωμένα χείλια, σφιγμένες γροθιές. Δεν κατάφερνες συχνά να δεις τις οβίδες. Ήξερες πως αφού είχες ακούσει την πρώτη είχες σωθεί για την ώρα. Αν εξακολουθούσες να στέκεις εκεί έξω για να δεις το θέαμα, σου άξιζε ό,τι κι αν πάθεις.

    Στο τέλος του καλοκαιριού ζήτησα μετάταξη στους Ανιχνευτές. Κανά δεκαριά σταλθήκαμε στο 6ο Σώμα Κυνηγών.

                                    …………………………………………………

     Βαδίζαμε στον άνυδρο κάμπο σε αραιή διάταξη σαν τα χαϊβάνια με το όπλο χαμηλωμένο και ψάχναμε για ίχνη. Μπαίναμε στα χωριά, κάτι άθλια χωριά, βαρείς και πένθιμοι. Μόλις τελειώναμε την έρευνα στα σπίτια μαζεύαμε τους χωρικούς στην πλατεία και τους κατηχούσαμε. Βουβοί μας κοίταζαν κι ανέκφραστοι. Μερικές φορές είδα το μίσος μέσα από μισόκλειστα μάτια. Ένα μίσος καθαρό σαν αίμα, αλλά ήταν κάτι φευγαλέο. Τα σπίτια ήταν γεμάτα από γεννήματα, ζώα και βαγένια με κρασί αλλά είχαμε αυστηρές διαταγές να μην αγγιχτεί τίποτα. Ούτε σπίτι, ούτε γυναίκα. Έπρεπε να προσέχουμε τα χωριά, είχαν πει. Μάλιστα, μας ήρθανε μια μέρα τρεις, ένας αντισυνταγματάρχης της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης με έναν επιλοχία και έναν λιμοκοντόρο με πολιτικά. Κάναν ανακρίσεις για να βρουν ποιοι πείραξαν μια γυναίκα. Ήμουν μπροστά στο περιστατικό αλλά δεν είπα κουβέντα. Μια ομάδα στρατιωτών είχε βάλει μια γυναίκα στη μέση και την έσπρωχναν σα μπάλα από τον έναν στον άλλο. Της τράβαγαν τα ρούχα μέχρι που πετάχτηκαν έξω τα τροφαντά βυζιά της τρεμάμενα και λαχταριστά. Η γυναίκα είχε πάθει υστερία αλλά δεν την άρπαξαν. Μόνο γελούσαν. Την άφησαν κι έφυγε με σταυρωμένα χέρια. Μου έμεινε καρφωμένο στο μυαλό το πάλλευκο της σάρκας. Τέτοια λάμψη δεν είχαμε ξαναδεί μες στη σκοτεινιά που ζούσαμε. Ακατανόητες μου είχαν φανεί οι διαταγές Να μην αγγιχτεί σπίτι ούτε γυναίκα… Πώς δηλαδή να πολεμήσουνε οι άντρες; Τι θέλει ο στρατιώτης για να πολεμήσει μες σ’ αυτό το ζόφο; Να φάει ένα καλό φαΐ πέρα από το άθλιο σιτηρέσιο του στρατού, να πιεί κρασί και να ξεδιψάσει τη δίψα του ήσυχος μέσα σ’ ένα γυναικείο κορμί.

    Μετά, σώθηκε ο κάμπος και φτάσαμε στη θάλασσα. Μια έρημη θάλασσα όλο πέτρες,  φύκια και ρηχή. Το κύμα δεν σταμάταγε να έρχεται ποτέ. Ψυχή στις ακτές! Μόνο χωματόλοφοι, κοντοί θάμνοι και κατσίκια. Καταραμένος τόπος κι άνεμος. Ένα βράδυ εμφανίστηκαν μπροστά μας, όπως λουφάζαμε γύρω απ’ τη χαμηλή φωτιά, σα Βελζεβούληδες και μας έριξαν στα ίσα. Τρείς άντρες έμειναν στον τόπο κι ένας ακόμα ξεψύχησε το πρωί. Τους δυο σκοπούς τους βρήκαμε με κομμένο τον λαιμό από αυτί σε αυτί. Ο τρίτος δεν ξαναφάνηκε ποτέ.

    Είχαν τα πρόσωπα καλυμμένα με μαύρα μαντήλια, μόνο τα μάτια γυάλιζαν σαν καντηλέρια. Πώς να πολεμήσεις ανθρώπους που το ‘χαν πάρει απόφαση να γίνουνε φαντάσματα;

    Εμείς ραντίζαμε τον τόπο, οι γεμιστήρες άδειαζαν στο πι και φι, αυτοί ρίχναν μια μόνο σφαίρα – κατευθείαν στην καρδιά του πράγματος.

                      ………………………………………………………………

     Με τη συνθήκη της Α… έπρεπε να καταπαύσουν οι εχθροπραξίες, να παραδώσουμε τα όπλα στον στρατό και να αποστρατευτούμε. Όμως τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Οι περισσότεροι δεν νοιάζονταν καν να γυρίσουν πίσω. Τράβηξαν ίσια μέσα στην Κ. και ρεμπέλευαν ανοιχτά. Κανά-δυο φορές έφτασαν στο σημείο και πολιόρκησαν το Κυβερνείο. Δεν τους αδικώ. Αυτό που αποκαλούν «σπίτι», έμοιαζε ένα βαρετό, τρισάθλιο μέρος. Η ειρήνη που διατυμπανίζανε μύριζε κοινωνικά επιδόματα και φιλανθρωπία, κατουρλίλα και πρόωρα γερατειά. Τούτη ‘δώ η υπόθεση που ‘χαμε μπλέξει θα μπορούσε να ‘ναι μια καλή περίπτωση. Υπό προϋποθέσεις βέβαια! Κι αφού στα πράγματα είχε έρθει ο Ντ. απλώς αλλάξαμε στολή και παραλάβαμε καινούργιο οπλισμό. Πολλοί από τους αξιωματικούς παρέμειναν, μόνο που τώρα δεν φορούσαν διακριτικά. Από ‘κείνη τη στιγμή και ύστερα άρχισε το πανηγύρι. Μπαίναμε στα χωριά και τα καίγαμε. Μετά πυροβολούσαμε ό,τι κινείτο. Δεν αφήναμε ούτε τα ζωντανά. No rules! λέγαμε και ρίχναμε στο ψαχνό. Τώρα που τα χέρια μας δεν ήτανε δεμένα, δείχναμε τι μπορούμε να κάνουμε. Ο εχθρός άρχισε να μας υπολογίζει. Στην αρχή έπαθε σοκ βλέποντας ότι είχε να κάνει με ανθρώπους που δεν είχαν κρατημό μπροστά σε τίποτα. Μετά σκλήρυνε κι άλλο. Τώρα ήταν ή εμείς ή αυτοί.

    Φέρναμε μαζί μας την κόλαση κι αν η κόλαση είναι ένας τόπος εδώ ή κάπου αλλού, σίγουρα έχει σκοτάδι και φωτιά. Α, είναι ωραίο να μπαίνεις οπλισμένος σ’ ένα χωριό και να φωτίζεις τη νύχτα κι αν είναι μέρα, να σκοτεινιάζεις τον ήλιο. Ήμασταν οι Κύριοι του φωτός και των σκοταδιών. Οι θρήνοι συνόδευαν το φευγιό μας κι είχε γούστο που άρχιζαν κιόλας μόλις εμφανιζόμασταν. Κοίταγα τα ξαναμμένα πρόσωπα των συντρόφων μου καθώς φεύγαμε σα βουρκωμένο σύννεφο. Και η λάμψη στα μάτια τους δεν ήταν το αντιφέγγισμα μόνο από τις πυρκαγιές. Αυτή κι αν ήταν απόκοσμη ομορφιά!  Εύχομαι να μπορούσατε να δείτε πώς έμοιαζαν οι άντρες. Πώς άλλαζε μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, η εμφάνισή τους. Φορούσαν ό,τι φορέθηκε ποτέ στο παρελθόν σε ανάλογες περιστάσεις κι ό,τι ίσως φορεθεί κάποτε στο μέλλον. Περιποιούνταν τον εαυτούς τους και στολίζονταν σαν να πηγαίναν σε αποτρόπαιη τελετή. Ώρες-ώρες μοιάζαμε με θίασο μεταμφιεσμένων όπου ο καθένας ξεπήδησε από διαφορετικά μεσοδιαστήματα της Ιστορίας και με ευσυνειδησία και φροντίδα επεδίδετο σε σφαγές… πρόσωπα βουτηγμένα στον ιδρώτα πασαλείβονταν με στάχτη που απλωνότανε ωστόσο με μεγάλη τρυφερότητα. Μερικοί είχαν πραγματικό ταλέντο… μια φαντασία που ξάφνιαζε… που συνέθετε τα πιο ετερόκλητα πράγματα: αίφνης, ένα αγγελικό πρόσωπο σημαδεμένο με χαράξεις από μαχαίρι που ήταν «επ’ ανδραγαθία» και δυο άδεια μάτια πίσω από λευκό τούλι. Και είναι κρίμα που ποτέ δεν τους είδε κάποιος από τους μεγάλους Μαίτρ να περνούν σαν οπτασία σ’ αυτή την πασαρέλα του χαμού.

    Τώρα, εδώ που τα λέμε, θα ΄ταν ξεκαρδιστικό να παρελάσουν σ’ αυτό τον διάδρομο, μπρος στον καλό κόσμο και τις κυρίες, οι δικοί μας, «αλευρωμένοι» με στάχτη και όλα τους τα συμπράγκαλα. Δεν θα ξέραν από πού να φύγουνε οι καλοταϊσμένοι.

                                           ………………………………..

     Αυτοί οι άνθρωποι, οι άνθρωποί μου, θεωρούσαν πως τούτη η Μοίρα, τούτη η πορεία ίσκιων σ’ ένα αδιάκοπο ημίφως ήτανε γλυκύτερη από οποιαδήποτε επιστροφή σε μια αδιάφορη πατρώα γη. Το πλιάτσικο ήτανε πάντοτε χοντρό και κάποιοι γύρναγαν ‘δω κι εκεί στολισμένοι με ό,τι είχανε σηκώσει απ’ τα βρώμικα χωριά και τις μισητές πόλεις που ρήμαζε η ορδή μας. Άλλοι επιδείκνυαν αξιοσημείωτη εγκράτεια. Ήταν μάλιστα οι πιο ανηλεείς. «Είσαι αυτοί που έχεις σκοτώσει», πίστευαν. Έτσι, σιγά-σιγά έφτιαχναν το πρόσωπό τους. Όσον αφορά τον οίκτο… αχά, τί λύπηση να δείξεις πάνω σ’ αυτή τη γη, μια σφαίρα που γυρνά σέρνοντας πίσω της ένα πένθιμο πλήθος που μισιέται κι ασωτεύει. Όλοι τους όμως είχαν την πεποίθηση – αν μπορώ να το πω έτσι – ότι η μάχη μπορεί να είναι γιορτή. Και λαχταρούσαν να απολαύσουν τις χαρές της.

    Υπήρχε κάποιος – που δεν έζησε πολύ – που πήγαινε τρέχοντας στη μάχη σαν άτι με τη χαίτη ορθωμένη που ψάχνει για φοράδες. Αυτός κάηκε από τη δαιμονική του νιότη. Και κάποιος άλλος, όταν μας στρίμωξαν γερά μες στη χαράδρα της Γκ. - και το ΄χαμε αποφασίσει, πως όλοι θα χαθούμε – που όρθιος μέσα στον όλεθρο και στον καταιγισμό έμοιαζε να προσεύχεται σε έναν άγνωστο θεό. Αλλά αυτός έζησε λίγο παραπάνω.

    Αν υπήρχε κάτι που όλοι εκτιμούσαν βαθειά  ήταν το θάρρος. Το αληθινό θάρρος! Αυτό που πηγάζει από την περιφρόνηση προς τον θάνατο. Αν πάλι κάτι μισούσαν ως το τελευταίο κύτταρο, ήταν να δειλιάσουν. Μισούσαν αυτό τον καταραμένο φόβο που διαλύει τα σωθικά – και τον είδα μια φορά, σαν απλώθηκε στους άνδρες, πώς έκανε τον στάσιμο αέρα να μυρίζει σα βρωμερό κουνάβι. Αντίθετα, είδα, ξανά και ξανά, ανθρώπους κάτωχρους να τρέμουν στο πλησίασμά του Επισκέπτη, αλλά η ζωή τούς έφευγε μέσα από σφιγμένα δόντια. Οπότε, φυσικά, αποκλειόταν κάθε έλεος για τον αντίπαλο. Σαν να υπήρχε κάτι ανάερο και διάχυτο παντού, κάτι σχεδόν πνευματικό, που έβλεπε· κι αν καταλάβαινε πως μαλάκωσες, τότε ήσουνα χαμένος. Αυτή, νομίζω, ήταν η διαφορά μας με τον εχθρό. Αυτός ξεκίναγε από κάτι απτό και υλικό· τη γη, τα παιδιά, τις γυναίκες. Εμείς είχαμε βάλει σκοπό… να γίνουμε οι εαυτοί μας.

    Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν μόνο μια ή δυο φορές που νοιώσαμε θαυμασμό για έναν αντίπαλο που είχε σκοτώσει πολλούς απ’ τους δικούς μας αναγνωρίζοντας την προσωπική του δύναμη. Ίσως για αυτό επιδιώκαμε – αχρείαστα συχνά – τη συμπλοκή σώμα με σώμα που μετράει την ανδρική δεινότητα.

    Βρέθηκα μπρος σε απίστευτες χορογραφίες που η ποικιλία τους εκτεινόταν από τη γελοιότητα ως ένα φρικτό μεγαλείο. Κι ένοιωσα πολλές φορές ότι για τους άνδρες των αποσπασμάτων η μάχη ήταν έκσταση και όργιο.

 Ούτως ή άλλως, η παλιά πειθαρχία είχε σπάσει και είχε αντικατασταθεί από κάτι πιο αποτελεσματικό, την αρχαία προσήλωση στην αγέλη. Και θα ΄πρεπε να ακούσετε τα ονόματα και τα παρατσούκλια που δίναμε ο ένας στον άλλον ή δίναμε οι ίδιοι στον εαυτό μας. Ένας είχε κοτσάρει το «Ντον» μπροστά απ’ τ’ όνομά του, έναν άλλο τον φωνάζαμε «Γιατρό» κι έναν άλλον «Τσάρλυ» και κανά δύο είχαν υιοθετήσει γυναικεία ονόματα κι αυτοί ήταν από τους πιο απρόβλεπτους. Κι ακόμα… να ακούσετε πώς είχαμε φτάσει να μιλάμε! Πού να βγάλει κανείς συμπέρασμα, τι σήμαινε «Λοχίας Hotel ή ποιος ήτανε ο «Sunny»; Ή ακόμα τι σημαίνει το ρήμα «απλοποιώ»; Ένας άσχετος δεν θα καταλάβαινε γρυ απ’ αυτά τα κορακίστικα αλλά εμείς μια χαρά συνεννογιόμασταν Βέβαια θα καταλάβαινε ότι πρόκειται για μια αργκό φονιάδων αλλά ποιο το πρόβλημα; Και οι φονιάδες ένα επάγγελμα κάνουν και μάλιστα απ’ τα πιο παλιά. Τουλάχιστον εμείς είχαμε αναλάβει ένα εγχείρημα ή μάλλον ασκούσαμε μια Τέχνη. Την Τέχνη της Ερήμωσης.

    Μα την πίστη μου, δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο από την έρημο! Αν μπορούσαμε να γυρίσουμε το παν στην ακίνητη σιωπή των πετρωμάτων...

 

    Να! εδώ είμαστε αφού μπήκαμε στη Μπαλάτα. Η πόλη καιγόταν επί μέρες. Ένα νέφος από καπνό τη σκέπαζε σα θόλος. Είχαμε πιάσει τους λόφους περιμετρικά της πόλης για να εμποδίσουμε τα συνεργεία διάσωσης ενώ κάποιοι δικοί μας ήταν ακόμα μέσα και αποτελείωναν όσους είχαν επιζήσει. Είχαμε στήσει τεράστια ηχεία και παίζαμε το «Bridge over troubled water». Εδώ είναι φωτογραφίες δικών μας με πτώματα αντιπάλων. Δεν ξέρω να το εξηγήσω, ποτέ δεν φωτογραφίζαμε τους δικούς μας νεκρούς.

    Πάντως, αν δεν με γελάει η διαίσθησή μου, σε κάποιες μύχιες στιγμές των συντρόφων μου είχα υποψιαστεί μια αδιόρατη νοσταλγία για την ήττα. Ένα βράδυ, σε ένα κενό μιας συζήτησης, κάποιος ξεστόμισε κουρασμένα: «τα τέρατα ούτε κατοικούν πουθενά, ούτε κοιμούνται ποτέ, ούτε ζουν πολύ. Μόνο κατατρέχουνε τους τόπους». Τα λόγια είχαν ειπωθεί χαμηλόφωνα αλλά είμαι σίγουρος πως ακούστηκαν απ’ όλους. Ούτε ο υπόγειος σαρκασμός τους πέρασε απαρατήρητος, μηδέ η λύπη. Μολαταύτα δεν έγινε κανένα σχόλιο. Σαν να μην ειπώθηκαν ποτέ. Σα να ρίχτηκε ασβέστης σε ‘κείνα τα φοβερά λόγια. Το χειρότερο όμως ήταν ένα τραγούδι που επαναλαμβανόταν αργά και μεγαλόπρεπα όταν ερχότανε η ώρα της μέθης γύρω απ’ τις φωτιές. Μίλαγε για ένα άσχημο κουφάρι σε ένα χαντάκι ενόσω βρέχει

               Ποτέ δεν θα γυρίσω σπίτι

               Δεν θα ξαναδώ την πλατεία Β.

         ούτε τους όμορφούς Μποέμ…

 Προφανώς ήταν μια εκδήλωση του αθάνατου Μαύρου Χιούμορ. Και ένας Επιτάφιος για ένα στρατό τυχοδιωκτών· σαν εξορκισμός. Τότε, μερικοί σκάλιζαν χαραγματιές στο κοντάκι του όπλου τους για τον καθένα από τους «καλούς» που είχαν στείλει να γίνει τροφή κοράκων… Ένας τους θα ‘παιρνε ήσυχα στην αγκαλιά ένα βαμμένο κράνος που ήταν ακουμπισμένο δίπλα του. Στο πλάι κάτι είναι ξυσμένο: 20  Απρίλη - ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΑ!  Αλλά αυτές οι στιγμές μελαγχολίας, τόσο χαρακτηριστικές σ’ όλους τους στρατούς της Ιστορίας, γρήγορα δίναν τη θέση τους σε σκέψεις πιο αισιόδοξες και ξαναβρίσκανε το θαρρετό εαυτό τους.

    Άλλωστε, εμείς είχαμε μια αποστολή που ήταν μοναδική: Ν’ ανάψουμε φωτιά που θα πυρπολήσει ολόκληρο τον πολιτισμό και τις μηδαμινές αξίες του.

 

    Γιατί αν υπάρχει κάτι πολύτιμο σ’ αυτόν τον κόσμο, πιο πολύ κι απ’ το χρυσάφι, αν υπάρχει κάτι πραγματικά αγνό, αυτό βέβαια είναι το αίμα. Κι αυτό το αίμα το σκορπούσαμε εμείς παντού σε μια μαινόμενη σπατάλη. Το ποδοπατούσαμε γλεντώντας… κι αν σκοτωνόταν ένας σύντροφός μας, πάλι τότε τον τιμούσαμε γλεντώντας γιατί πέθανε την υψηλότερη στιγμή. Κι αν υπάρχει ένας θεός, καλός και σπλαχνικός όπως λένε, που νοιάζεται για αυτό το αίμα και το εξοικονομεί, εμείς το σπαταλούσαμε με μιαν άγρια χαρά. Ζώντας για την εκμηδένιση σηκώσαμε τα όπλα ενάντιά του. Γίναμε έτσι οι Στασιαστές κι ενός Σκοτεινού Πρίγκηπα πραματευτάδες… Κάποιοι μας είχαν πει πως ο πόλεμος τελείωσε!  Αυτό μας έκανε να γελάμε. Εμείς ήμασταν ο πόλεμος!

 

                                                                                                       Β.Η.

 

 Εδώ υπάρχουν μια-δυο φράσεις του Μπόρχες, μια σκηνή από την Ιλιάδα, εικόνες από το Βιετνάμ και τον Λίβανο, μερικά λόγια ενός άνδρα των Freikorps από τη Γερμανία του ’20 κι ο «ανθός της κοπριάς» της παγκόσμιας ιστορίας.