Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Στους Μελλοντικούς Συντρόφους απ’ την Ουράνια πατρίδα

 

    Μαζεύονται μες στην οικογένεια, στολίζουνε το δένδρο, κάνουνε τα ψώνια, μαγειρεύουν διπλά και τρίδιπλα και το ρίχνουν στο φαΐ μπρος στο ακοίμητο και κακόβουλο μάτι τής τηλεόρασης. Ξαναπιάνουν τις ίδιες συζητήσεις, εύχονται και ξαναεύχονται και στο τέλος ανοίγουνε τα δώρα. Και ύστερα φεύγουν. Χωρίς να αντηχεί στ’ αυτιά τους καμία μουσική. 

    Στερημένοι τον πολιτισμό τους κατάντησαν φαντάσματα σε εμπορικά κέντρα, οπαδοί των νεόκοπων «Κέντρων Πολιτισμού» και πελάτες των διασκεδαστών. Στερημένοι τη δική τους γλώσσα τραυλίζουν σαν κατακτημένοι αυτόχθονες και σαν κάποιους μιγάδες στις γλώσσες των διαφόρων επιτηρητών τους και στην αργκό των τεχνικών αδυνατώντας να επικοινωνήσουν. Μια Βαβέλ από μοναξιές. Κι όταν η ανία τούς περισφίγγει, καταφεύγουν στα κινητά τους και καταβροχθίζονται απ’ αυτά.

    Μνημόσυνα είναι τέτοιες γιορτές. Ούτε να ντραπούν που ξέχασαν πώς είναι να γιορτάζεις! Μνημόσυνα των μεγάλων γιορτών που έσβησαν είναι τούτες οι πένθιμες γιορτές. Ωχρή ανταύγεια ενός αρχαϊκού κόσμου και των συνεκτικών τελετών του παρελθόντος που επιβεβαιώναν την ενότητα. Χάθηκαν αυτοί που πριν φάνε ευλογούσαν το ψωμί. Χάθηκαν οι τραγουδιστάδες και οι παλιές υφάντρες.

 -«Τα Χριστούγεννα είναι οικογενειακή γιορτή», λεν σαν δικαιολογία. Λες και θα μπορούσε η οικογένεια να αντέξει μέσα σε μια κατακερματισμένη και ηττημένη κοινωνία! Τελευταία στιγμή γίνεται επίκληση στο «χαμένο νόημα» και επιστρατεύεται ο παπά-Φραγκούλης που πάει με τη βάρκα στο Χριστό στο Κάστρο, αλλά αποκρύπτεται το γεγονός ότι το παιδί γεννήθηκε πεθαμένο και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μες στα αγοραστικά πλήθη και πίσω από τις πλάτες των τηλεθεατών το μεταφέρει στον ουρανό. Μάταιη και η αναφορά στις γιορτές του Ανίκητου Ηλίου. Μια κοινωνία που συλλυπείται τον εαυτό της. Κι έρχεται ο Γενάρης. Πικρά που είναι τα φρούτα της λειψής χαράς…

   Πού είναι το κάλεσμά σε έναν αχανή κόσμο; Πού είναι οι τελετές; Πού είναι λοιπόν η Γιορτή; Τα δρύινα τραπέζια με τα λινά τραπεζομάντηλα βρεγμένα από κρασί; Ο αδιάκοπος ερχομός και το καμπανάκι τής εισόδου που δεν έχει σταματημό; Οι καλοδεχούμενοι ξένοι, οι φίλοι από μακριά και οι πεθαμένοι γλεντοκόποι; Και οι χοροί, τα ξεμοναχιάσματα και τα ενθουσιασμένα βλέμματα που ξεσηκώνουν την καρδιά;

    Κουράγιο σύντροφοί μου που ακόμα δεν έχουμε ανταμώσει! Οι τελετές μας θα αναπαριστούν το πέρασμά μας μέσα από την βαρβαρότητα. Οι δικές μας οι γιορτές θα ξεσπάσουν πάνω στα αποκαΐδια αυτού του έρημου κόσμου. Θα είναι γιορτές που κανείς δεν θα φεύγει λυπημένος. Θα είναι γιορτές αυτών που έχοντας κοινή ζωή και κοινή πνευματική πατρίδα διακινδύνευσαν τα πάντα.

                                                     Β.Η.




                                                                    

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2021

Φωτιά Ποίηση

 


                                                                (τα Φαντάσματα της Βενζίνης)

       

Εκείνη τη χρονιά μια πνοή άνοιξης φύσηξε μες στην καρδιά του χειμώνα. Βράδυ τού Δεκέμβρη πήρα ένα ταξί απ’ τον Κεραμεικό. Το αυτοκίνητο διέσχιζε τον λαβύρινθο των έρημων δρόμων σιωπηλά σα νεκροφόρα. Μόλις βρόντηξα την πόρτα και ξεκινήσαμε άρχισα να νοιώθω την παρουσία μιας οντότητας βαρύτερης κι από τον Κρόνο. Ένας υπέρτατος όγκος εκπομπών χαμηλής συχνότητας γέμιζε την καμπίνα τού αυτοκινήτου. Κάποιος καθόταν στην πίσω θέση. Δεν ήμουν λοιπόν ο μοναδικός επιβάτης και σιγά-σιγά διαπίστωνα ότι επρόκειτο για έναν καλοζωισμένο κύριο με καμηλό παλτό. Μιλούσε στο τηλέφωνο - πιθανώς με μια εξ ίσου αξιοσέβαστη κυρία - και μουρμουρίζοντας πνιχτά, όλο αγανάκτηση, διηγείτο πώς ύστερα από μικρή περιπέτεια έφτασε ως ένα θέατρο που το βρήκε κλειστό και την παράσταση ματαιωμένη.

Ανόητε! σκέφτηκα. Δες λοιπόν πως οι πόρτες ήτανε κλειστές και οι θεατές άφαντοι γιατί το Θέατρο, το Μέγα Θέατρο, μεταφέρθηκε στους δρόμους! Δεν βλέπεις γύρω σου τους ποιητές με τα φλόγιστρα; Δεν βλέπεις παντού γύρω σου το Έργο; Δεν καταλαβαίνεις ότι η Ποίηση έρχεται;

Αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή… μια χαμηλή φωνή ακούστηκε καθαρά, πίσω απ’ το δεξί μου αυτί σε μια τυχαία σύμπτωση σιωπής (σίγουρα τυχαία;), μα εγώ δεν έδωσα σημασία. Προσδεδεμένος στο κάθισμα παρατηρούσα έξω από τα τζάμια τα πολλαπλά πρόσωπα της φρίκης... Τους σαλταδόρους και τις σκιές. Ναι, άκουγα συνεπαρμένος από μιαν άγρια ομορφιά τις αέρινες φρικτές τραγουδίστριες!

    Μου πήρε λίγα χρόνια για να ξαναγυρίσω στον ψίθυρον εκείνο… Κι έλεγε, εκείνη η εμπιστευτική φωνή: Δεν καταλαβαίνεις πως θα ζήσουμε σ’ έναν κόσμο εξεγέρσεων και καταναγκασμού; Εξεγέρσεων και απελπισίας; Παγιδευμένοι στο μεσοδιάστημα ανάμεσα σε ζωή και θάνατο; Καταδικασμένοι σε μια Ποίηση που δεν καταφέρνει ν’ αποκτήσει σώμα;

    Αρχίζω πιά να σιγουρεύομαι: πρέπει οι ίδιοι οι ποιητές να δώσουν σάρκινην υπόσταση στη φωνή τους… να βάλουν το ίδιο το κορμί τους, τη ζωή τους, προσάναμμα σ’ αυτή την υπόθεση φωτιάς.

 

 Έκτοτε – και κάποιες φορές πιο παλιά χωρίς να το ‘χω καταλάβει, μόνο τώρα συνειδητοποιώ ότι έχει ξαναγίνει – βρέθηκα ξανά μέσα σ’ εκείνο το μυστηριώδες όχημα που ακόμα διασχίζει τους άδειους δρόμους. Σαράβαλο τρακαρισμένο με την εξάτμιση να κρέμεται δεμένη, οι πόρτες του δεν κλείνουν, προφυλαχτήρες σέρνονται στην άσφαλτο, μαρσαρίσματα και σπιναρίσματα τροχών ώσπου μυρίζει λάστιχο καμένο και με λαμαρίνες που βροντούν, βγαίνοντας με αέναο αγκομαχητό από γαλάζια σύννεφα βενζίνης ακόμα καταφέρνει να κινείται. Ο οδηγός πάντα σιωπηλός, τον κοιτώ κλεφτά, δεν έχει στόμα. Τα μάτια μόνο κάποτε γελούν. Δεν είμαι σίγουρος ούτε για το φύλο του. Αν είναι καν άντρας για γυναίκα. Μα ούτε αυτό έχει σημασία. Γίνεται μια περιφορά. Δεν ξέρω καν ποιανού πράγματος. Πότε κάθομαι πίσω μοναχός, πότε δίπλα, στη θέση του συνοδηγού. Τότε το πίσω κάθισμα γεμίζει πλάσματα. Πότε μιλούνε δυνατά, πότε ψιθυρίζουν. Δεν καταλαβαίνω πάντοτε τι λεν, μόνο λίγες λέξεις αρπάζω σε γλώσσες γνωστές και άγνωστες. Κι αυτά που πιάνω είναι πάντα διφορούμενα… Ανεβαίνουν - κατεβαίνουν, απ’ το πουθενά έρχονται, στο πουθενά πηγαίνουν. Κάποια φορά σε μια διεύθυνση κάποιοι τους περιμένουν στο κατώφλι… Άλλοτε μια έρημη διασταύρωση και το κόβουν με τα πόδια.

            Οι ίδιες καταραμένες συνοικίες

            η μια στρογγυλή πλατεία μετά την άλλη

            η ίδια αιώνια κούραση των δρόμων…

            είμαστε τα Φαντάσματα της Βενζίνης.

 

Άλλοτε το όχημα μετατρέπεται σε βάρκα. Ο ίδιος πάντα άνθρωπος, αμίλητος, είναι ορθός μ’ ένα κοντάρι. Διασχίζουμε τις σκοτεινές Αχερουσίες. Πότε μεταφέρομαι σαν επίσημος νεκρός, πότε είμαι μπροστά με το σκαντάλι και μετρώ το βάθος. Ήχος νερών, άπειρος κόσμος ψιθύρων… Είναι η φιλήδονη ουσία που υπάρχει πριν απ’ όλες τις μορφές τής ηδονής. Μπας και είναι η καταγωγή τού κόσμου;

Και κάποτε βρίσκομαι σ’ ένα νυσταγμένο αεροδρόμιο σε μια χώρα που δεν γνωρίζω… Παρατηρώ τα κύματα της ζέστης που διαθλούνε τις γραμμές. Μήπως τούτες οι μορφές, τούτες οι ανάερες γραμμές, είναι μόνο το ύστατο κάλυμμα μιας τελειωτικής γύμνιας; Ακίνητο, τυλιγμένο στη σιωπή, περιμένει ένα αλλόκοτο αεροσκάφος σε έναν διάδρομο μακριά από τα κτίρια του αεροδρομίου. Μεταφέρομαι εκεί χωρίς διατυπώσεις. Με πηγαίνουν συνοδεία. Ο ίδιος πάντα άνθρωπος δίχως στόμα έχει αναλάβει κι εποπτεύει τη διαδικασία. Κάποτε η αναχώρηση έρχεται ύστερα από μακρά αναμονή και γίνεται στο πιο βαθύ σκοτάδι. Τρεις ή τέσσερις η ώρα, λίγο πριν το χάραμα, τότε που η νύχτα αγωνίζεται ακόμα και με τα σωθικά της να κρατήσει έδαφος από την προέλαση του αρχαίου Sol Invictus, του Ανίκητου Ηλίου… που ‘ρχεται από τα ανατολικά τα βάθη και μια βουβή και λυσσασμένη πάλη γίνεται μέσα στην Πλάση. Πότε είμαι κρατούμενος, πότε έρχομαι και κάθομαι στην άδεια θέση τού συγκυβερνήτη.

Άλλοτε, είναι πάλι τροπικό μεσημέρι όταν προαιώνιο σκοτάδι προχωράει μέσα στο εκτυφλωτικό φως κι απλώνει μουγκαμάρα· όλα κείτονται κυκλωμένα από αλλόκοσμη σιωπή γεμάτη κρυφούς ήχους. Ο τζίτζικας κι η σαύρα ακινητούν. Μόνο το μάτι τού κουρκούταυλου ανοιγοκλείνει μια στιγμή μέσα στον άπειρο χρόνο. Κι εγώ περιμένω την επόμενη φορά, αγωνιώντας για έναν καλύτερο χρησμό από το προφητικό ερπετό. Ποτέ δεν ξέρω αν όλα αυτά είναι για καλό ή για κακό. Ούτε αυτό όμως μοιάζει να έχει σημασία.

Δίχως άχνα γύρω μου κοιτώ. Βλέπω παντού το καθήκον και το συμφέρον να δένονται αριστοτεχνικά στην υπηρεσία των εξουσιών. Βλέπω λευκές σημαίες, μια-μια, να υψώνονται διστακτικά. Παντού μυρίζει φόβος. Πηχτός σα να κόβεται με το μαχαίρι. Αποτρόπαια μυρουδιά· κάτι πνιγηρό! Αρχίζει ο σιωπηλός πανικός που ακολουθεί πάντα κατά πόδας την προδοσία. Μετά ακούγονται ποδοβολητά, πνιχτές διαταγές και κάποιοι αναλαμβάνουν. Όμως εγώ δραπετεύω. Χωρίς να διασταυρώσω τη ματιά με τους νεοφερμένους, σαν να ‘μαι αόρατος, περνώ αλύγιστος ανάμεσό τους. Εγώ ο καταγραφέας φεύγω! Με ένα πυκνογραμμένο τετράδιο στη μασχάλη - το μόνο που ενδιαφέρομαι να σώσω. Στέκομαι για μια στιγμή ψηλά στις πλαγιές. Αδύνατον να μη στραφώ γιατί η βουή είναι πάντα τρομερή· φτάνει ως την συντέλεια του κόσμου. Και στο τέλος έρχεται πάντα η φωτιά. Είναι η Τροία που καίγεται τόσον καιρό.

Περπατώ μονάχος δρόμο μακρύ. Ύστερα με περιμένει ένα αμάξι. Μια βάρκα. Ή φτάνω ξανά σε ένα ακόμα μοναχικό αεροδρόμιο.

                                                                                                                                                         Β.Η.

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

Γύρεψα παρηγοριά στο πολιτικό το πλήθος...

Τέτοια μέρα που ήταν ένοιωσα την ανάγκη του πλήθους. Πρέπει να έπαιξε κάποιο ρόλο και το ελικόπτερο που ήταν όλο το απόγευμα από πάνω μας. Σαν να με καλούσε. Βγήκα λοιπόν να ρίξω μια ματιά και στο τέλος πήγα και στάθηκα απέναντι απ' την πρεσβεία. Εκτός απ' αυτή την τρομακτική εικόνα με τους Τσιγγάνους που η ανορθογραφία την έκανε ακόμα πιο σοκαριστική (σα φωνή που ζήταγε βοήθεια μέσα στην έρημο) και ένα πανό αναρχικών ενάντια στο Υγειονομικό Απαρτχάιντ και για όσα τεκταίνονται γύρω από την πανδημία, η χθεσινή πορεία για το Πολυτεχνείο ήταν για ακόμα μια φορά εκτός τόπου και χρόνου.

    Πέρα λοιπόν απ’ αυτό το μικρό κομμάτι της πορείας "που φώναζε σοβαρά και επίκαιρα συνθήματα για τη συγκυρία, η υπόλοιπη διαδήλωση, αν και ομολογουμένως μεγάλη, ήταν από αυτή την άποψη, θλιβερώς, στην κοσμάρα της. Τα ίδια και τα ίδια πολυφορεμένα συνθήματα - που τα έχει βαρεθεί ακόμα και η ηχώ τους...", όπως γράφτηκε κάπου.

    Πράγματι, είδα να κυλούν από μπροστά μου τα σκοτεινά πλήθη των αναρχικών, σιωπηλά, χωρίς πανό (άμα δεν έχεις τίποτα να πεις, καλύτερα μην πεις τίποτα και niente!), το τεράστιο μπλοκ του ΚΚΕ που μπροστά στην πρεσβεία έπαθε αντιαμερικανικό αμόκ και στο τέλος τα απολειφάδια του Σύριζα.

    Επομένως… εκείνοι οι παρίες από ποιον ζητούσαν δικαιοσύνη; Από μας τους νεκρούς ή από ‘κείνους τους παλιούς απ' τους οποίους κάθε χρόνο τελετουργικά ζητούμε κι εμείς ζωή και σωτηρία; Γύρεψα παρηγοριά στο πολιτικό το πλήθος, αλλά δίχως καμιά πολιτική ήταν απογοητευτικό και μοναχικό, σα σκέτο πλήθος. Δεν είναι οι Ατσίγγανοι οι μόνοι ξένοι στον κόσμο τούτο...

                                                                                                                                                                B.H.

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

Μυστηριωδώς χαμογελά ο Μινώταυρος μες στον Λαβύρινθό του

Ο Κικέρων παρατήρησε πως όσο πλησιάζει το τέλος μιας αυτοκρατορίας τόσο οι νόμοι της γίνονται αλλόκοτοι. Βέβαια οι αρχαίοι ρήτορες, οξείς παρατηρητές των ηγεμονιών, δύσκολα θα μπορούσαν να βρουν ισάξιον αντίστοιχό τους σήμερα λες και οι καιροί ακόμα έχουν κουραστεί. Κλείνουν λοιπόν για τους ανεμβολίαστους οι πόρτες (και) των μουσείων! Αλλά μισανοίγουν οι πόρτες της φυλακής! Πολύ ωραία! Θαυμάσια! Κύριοι αμφισβητίες, θα γνωρίσουμε τον πολιτισμό των φυλακών! Η Ελλάδα έχει διαπρέψει και σε αυτόν οπότε θα έχουμε ένα πρώτο κέρδος γνωρίζοντας τη χώρα μας κι απ' την ανάποδη. Έτσι θα καταλάβουμε καλύτερα και τον υμνημένο Μίκη Θεοδωράκη. Έπειτα, 47 χρόνια μιλάμε ανέξοδα. Εκ του ασφαλούς, δίχως δηλαδή προσωπικές συνέπειες. Απόψεις έχουμε πολλές, αλλά όχι πεποιθήσεις. Τώρα θα μάθουμε πώς και πόσο αποτιμάται η συμφωνία λόγου και πράξης και επιτέλους από τι μέταλλο είμαστε φτιαγμένοι. Και αυτό είναι το δεύτερο κέρδος. Πρέπει ο άνθρωπος να το διαπιστώσει μια φορά προτού πεθάνει. Τέλος, από τη φυλακή η κοινωνία φαίνεται ξεκάθαρα μιας και, με το γύρισμα του κλειδιού, τελειώνουν μια κι όξω όλες οι αυταπάτες. Κυρίες και Κύριοι θα τα πούμε στον πρώτο προαυλισμό. Εκεί, παρ’ όλους τους περιορισμούς, θα βρεθούμε εν όψει πρωτόγνωρων προοπτικών και θα έχουμε τη χαρά να είμαστε μεταξύ ανθρώπων που έχουν δική τους γνώμη.

Μια στιγμή όμως, σταθείτε! Για να τα καταφέρει κανείς να πάει φυλακή για πολιτικούς, ούτως ειπείν, λόγους δεν είναι εύκολο στη Δημοκρατία τους. Όμως επιτέλους, ξαναγίνεται δυνατόν κατά κάποιους τρόπους να διωχθείς! Αρκεί να στυλώσεις τα πόδια! Γίνεσαι τότε ενοχλητικός. Δεν χρειάζεται να κάνεις αγριάδες. Με μια απλή άρνηση τραβάς το πέπλο. Αμέσως χάνεται η ψυχραιμία. Οι πιο πολλοί βέβαια θα φοβηθούν… θα κάνουν πίσω. Αλλά υπάρχουν και τρελοί. Υπάρχουν και φανατικοί. Μερικοί είναι δύστροποι, άλλοι ιδιότροποι. Καλύτερα να τους ταλαιπωρείς. Να τους υποβάλλεις σε συνεχόμενους πνιγμούς. Και να βαστάς τις κοινωνίες σε συναγερμό. Δεν συμφέρει να ‘χεις ανθρώπους στη φυλακή για πολιτικούς λόγους. Πολύ περισσότερο αν κάποιοι απ’ αυτούς τα πάνε καλά και με τον λόγο. (Οι πολλοί σιωπούν, αλλά ακούν. Πόσο μάλλον αν έχουν νοιώσει και ταπεινωμένοι!)   

Μα για να κλειστεί στα κάγκελα ένας αντιφρονούντας σήμερα πάει να πει ότι άγγιξε κάτι πολύ βαθύ κι ανάερο συνάμα. Πάει να πει ακόμα ότι έπιασε τον ταύρο από τα κέρατα. Κι αν είναι και δεν είναι ο ταύρος τούτος αόρατος ή, καλύτερα, όλοι κάνουν πως δεν τον βλέπουν! Κι ας μαίνεται ο ταύρος (ο δήθεν αόρατος) εν υαλοπωλείω! Κι ας καταρρέουν βιτρίνες και θραύονται υαλικά σαν να τ’ άγγιξε κάποιο μαγικό ασώματο χέρι! Αλλά εγώ λέω πως Μινώταυρος υπάρχει και πολύ κακά έκανε η Δημοκρατία τους και τα ‘φτιαξε μαζί του. Κάποιοι θέλουν πολλά και τα θέλουν γρήγορα... Θα την πληρώσουν λοιπόν απ’ αυτούς που τα θέλουν όλα! Τούτοι οι τελευταίοι δεν φάνηκαν ακόμα, αλλά εγώ λέω πως είναι στον δρόμο και κάποτε θα φανούν. Πολύ κακά έκανε ο καπιταλισμός και μπλέχτηκε σ’ αυτή την ιστορία με τους ιούς και με την επιβίωση των υπηκόων. Ο σκλάβος, ακόμα κι αυτός που κάνει πως δεν βλέπει τη μοντέρνα σκλαβιά, όλα μπορεί να τα δεχτεί αρκεί να επιβιώνει. Άμα κι αυτό τεθεί εν κινδύνω τότε εξαγριούται! Πολύ κακά έκανε αυτή η Δημοκρατία που στις υποθέσεις της έμπλεξε τον Θάνατο. Έβαλε έτσι, άθελά της, το ερώτημα «τι είναι η ζωή». Πολύ κακά έκανε η κυριαρχία και μπήκε στην αίθουσα με τον κεντρικό υπολογιστή του Κόσμου. Και μάλιστα έβγαλε τον σκληρό δίσκο κι άρχισε να τον σκαλίζει. Το RNA του άρχειν δεν το ξέρουμε. Με τους ρετροϊούς δεν παίζουμε! Και μάλιστα με τέτοιους ρετροϊούς!

Πρέπει να ‘ναι πολύ στριμωγμένοι αλήθεια (ή πολύ ανόητοι) για να παίζουν με αυτά τα τόσο λεπτά πράγματα τέτοιο χοντρό παιχνίδι! Η κυριαρχία παίζει τις ρεζέρβες της.

Ακόμα και η μεταξοκέντητη Δύση μπορεί να παρακμάσει… Πάει περίπατο η παλιά αυτοπεποίθηση… την έκανε τόσο ελκυστική.

Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει κουραστεί από τον εαυτό του. Ο Κόσμος είναι πάντα σε διαρκή αιώρηση, από το σφριγηλό στο χαλαρό κι από ‘κει πίσω στο σφριγηλό. Αυτό ήταν πάντα το παιχνίδι του Χρόνου. Η ενηλικίωση, ο θάνατος και η αναγέννηση των Κόσμων.

 

                                                                                  Β.Η.



Σάββατο 7 Αυγούστου 2021

Μπρος στα σημάδια αμήχανοι και γερασμένοι

             



Ας κάνουμε μια υπόθεση: η Γη έχει μπει σε διαδικασία αυτοΐασης. Πρώτα η λεγόμενη οικονομική κρίση του 2008 (ένα ενιαίο σύνολο είναι όλα: άνθρωποι, ζώα, νερά, πέτρες, χώμα και δολάρια) και τώρα τούτη δω, η επιδημική κρίση. Κατά την ολιστική αντίληψη της Ομοιοπαθητικής: δεν δώσαμε σημασία και ταπώσαμε το δερματικό του ’08 και τώρα η πάθηση πέρασε στα όργανα, στο συκώτι (ή στα πνευμόνια αν θέλετε). Από το αν θα ερμηνεύσουμε τα συμπτώματα σωστά και θα συνεργαστούμε με τον Οικοδεσπότη μας, ώστε οι κρίσεις αυτές να αποβούν θεραπευτικές, θα εξαρτηθεί το αν θα σώσουμε το σαρκίο μας… ίσως και την ψυχή μας. Η Γη δεν μας έχει ανάγκη! Μας το είπε καθαρά: είτε θέτετε υπό έλεγχο τον υπερφίαλο εαυτό σας ή σας κλείνω σπίτι και αρχίζω να ανθώ!

Έτσι, σύμφωνα με τα ανωτέρω, επαναλαμβάνω: δεν δώσαμε την πρέπουσα ερμηνεία στην κρίση του 2008 που θεωρήθηκε ως κρίση οικονομική, ενώ ήταν κάτι βαθύτερο. Τότε η οικονομία «έσκασε» ή αλλιώς, η «κατσαρόλα τίναξε το καπάκι». Ας πούμε λοιπόν ξανά ότι ήταν μια κρίση υπαρξιακή που εκφράστηκε με όρους οικονομικούς. Αντιμετωπίστηκε φυσικά σαν ένα πρόβλημα που μπορεί να θεραπευτεί με πολλή προσπάθεια που συνοδεύεται από κάποια «εργαλεία» και τεχνάσματα. Δηλαδή τεχνικά. Έπειτα όλοι περίμεναν την «ανάκαμψη». Δεν δόθηκε η σημασία που έπρεπε σε ένα σύμπτωμα που εκδηλώθηκε στην επιφάνεια, ας πούμε, στο δέρμα των πραγμάτων. Γιατί η οικονομία, αντίθετα από ό,τι πιστεύεται πλατιά, δεν είναι η βάση των πραγμάτων αλλά στέκει στον «αφρό του αφρού» για να το πούμε έτσι. Από κάτω είναι το πολιτικό, το κοινωνικό, το πολιτισμικό και τέλος, το ίδιο το πνευματικό, η διακηρυγμένη αρχή, δηλαδή το τι πιστεύει μια κοινωνία ότι έχει αξία. Ωσαύτως, από κάποιους θεωρήθηκε ότι κάτι βαθύτερο σοβούσε.

Τι είναι λοιπόν η επιδημία που ενέσκηψε σύμφωνα με αυτή την αντίληψη; Προσέξτε κάτι: αν η οικονομική κρίση απείλησε τα πορτοφόλια, η επιδημική κρίση στρέφεται βαθύτερα, στην ίδια τη ζωή. Βλέπετε εδώ μια εξέλιξη που ακολουθεί την πορεία της ασθένειας όπως την περιγράφει η ομοιοπαθητική; Όσο δηλαδή δεν εφαρμόζεται μια αποτελεσματική θεραπεία, όσο δεν επιτυγχάνεται πραγματική ίαση, αλλά ακολουθείται (μέσω τεχνικών) η μέθοδος καταστολής των συμπτωμάτων, η ασθένεια προχωρά από το εξώτερο στο εσώτερο, από την επιδερμίδα στα όργανα και από εκεί βαθύτερα στην διανοητική και ψυχική σφαίρα, δηλαδή στον πυρήνα.

Αν είναι λοιπόν έτσι, πού βρισκόμαστε τώρα; Πιθανώς κάπου ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο στάδιο. Πιθανώς η βλάβη έχει αρχίσει και αγγίζει την ψυχοδιανοητική σφαίρα. Πώς αλλοιώς να εξηγηθεί ο σχεδόν οικειοθελής εγκλεισμός του πλανήτη για να αντιμετωπισθεί ένας ιός μέτριας μεν επικινδυνότητας, αλλά όχι μικρής σημασίας, η εμφάνιση του οποίου έπρεπε να σημάνει άλλου είδους συναγερμό; Πώς αλλοιώς να εξηγηθεί αυτή η ταραχή με τα χαρακτηριστικά της νεύρωσης; Πρόκειται για μια μέθη! Πληθυσμοί, κυβερνήσεις, ειδικοί και ΜΜΕ - απ’ όπου ξεκίνησε όλη η τρέλα και διεσπάρει μέσω του ίντερνετ- συμφώνησαν ότι σχεδόν πλησιάζει το τέλος του κόσμου. Ο φόβος του ενός μολύνει τον άλλον. Ένας πανικός χαμηλής έντασης. Οι φωνές λίγων λογικών επιστημόνων που προσπαθούν να δουν καθαρά το πρόβλημα και στις σωστές του διαστάσεις μόλις που ακούγονται. Λες και τα κρυμμένα ορμέμφυτα θανάτου βγήκαν στη φόρα. Ένας προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε να πει ότι μια συλλογική ενοχή της ανθρωπότητας για αυτά που έκανε στη φύση, για αυτά που επωφελήθηκε, αλλά και για αυτά που κάνει στον εαυτό της, επιστρέφει σαν φόβος. Τον ζούμε δεκαετίες τώρα. Ένας φόβος διάχυτος που ολοένα και πυκνώνει. Έπρεπε λοιπόν να συγκεκριμενοποιηθεί. Να αποκτήσει μια μορφή γιατί το διαρκές διάχυτο και άμορφο κάποια στιγμή γίνεται αφόρητο. Είναι η στιγμή όπου, όπως στην ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση, το άμορφο αποκτά πρόσωπο και γίνεται μια βασανιστική ιδέα. Ένας ιός είναι ό,τι χρειαζόταν. Κάτι απειροελάχιστο, ύπουλο και επικίνδυνο που επιμένει και καταλαμβάνει τη σκέψη. Επιτέλους τώρα έχουμε έναν εχθρό. Επιτέλους ο ορίζοντας έχει στενέψει. Το βλέμμα καθηλώνεται, η απειροσύνη των πραγμάτων περιορίζεται σε ένα. Ας αρχίσουν λοιπόν τα μαγικά, η τελετουργικοποίηση του φόβου: κάποια βήματα επαναλαμβανόμενα με προσήλωση είναι αναγκαία, ένα υγειονομικό τελετουργικό διατυπωμένο με σαφήνεια νόμου είναι απαραίτητο. Όμως, Ω Κατάρα! Το ένα αποκαλύπτει ξανά την πολυπλοκότητα και την απειρία και επιστρέφει με σωρεία μεταλλάξεων ή και επιπλοκών. Φυσικά μέσα σ’ αυτή τη απόπειρα ελέγχου και αποσυμπίεσης του άγχους το θέαμα θριαμβεύει. Για την ακρίβεια είναι αυτό που κάνει τη δουλειά, έχει γίνει η ίδια η απόπειρα. Αλλά τη στιγμή του θριάμβου αποκαλύπτει την βαθύτερη φύση του. Πρόκειται για ένα θέαμα θανάτου, γιατί μόνο θάνατος υπάρχει στην καρδιά του θεάματος.

Ας θυμηθούμε τώρα όλες τις ταινίες καταστροφής των τελευταίων δεκαετιών. Πόλεις κατακρημνίζονται από σεισμούς ή σαρώνονται και χάνονται στα κύματα. Εδώ και καιρό η ανθρωπότητα κρυφά ονειρεύεται τον χαμό της. Καθόλου παράξενο! Ένας ζωντανός οργανισμός, υπό κάποιες συνθήκες αδιεξόδου, στασιμότητας και ψυχικής ανημπόριας μπορεί να ποθεί την τελική λύτρωση. Πολύ περισσότερο αν ζει υπό το βάρος μιας ανεξιλέωτης ύβρεως.

Αλλά και εδώ θα υπάρξει απογοήτευση. Ούτε και τώρα έφτασε το τέλος του κόσμου. Ακούγονται και… ψύχραιμες φωνές. Όχι όμως αυτές που θα ευχόμασταν ν’ ακούσουμε, αλλά η πίεση της μάζας που θέλει να βγει για δουλειά, γιατί σε λίγο θα αρχίσει η πείνα, ο φόβος των πολιτικών μπρος σε εκρηκτικές καταστάσεις, οι εκτιμήσεις των ΜΜΕ που μετρούν την κόπωση του κοινού. Τότε το πράγμα μαζεύεται λιγάκι. Μια περίοδο αυστηρότητας την διαδέχεται μια άλλη, «χαλάρωσης των μέτρων», ώστε ο πληθυσμός να πάρει μιαν ανάσα. Σε κάθε φάση η κυριαρχία μετρά τα κέρδη της. Το «υγειονομικό κράτος» άνοιξε τον βηματισμό του, τώρα πια είναι φανερό ότι η επίσημη ιατρική κρατά τους πληθυσμούς υπό έλεγχο με μεγαλύτερη επάρκεια απ’ ό,τι έκανε στο παρελθόν η Εκκλησία. Έτσι, κάθε τόσο προκρίνεται η επιστροφή σε μια ελεγχόμενη κανονικότητα… Ως την επόμενη φορά! Μπροστά σε όλο αυτό το πράγμα «που δεν τελειώνει», αυτό το γαϊτανάκι, αυτή τη μέθοδο των «συνεχόμενων πνιγμών» η φύρδην-μίγδην ανθρωπότητα, κουρασμένη από τον ίδιο της τον εαυτό, πιασμένη στο δόκανο κρατών και εταιρειών, αδυνατεί να ιδεί τον εαυτό της και να συγκροτηθεί.



Αντί υστερόγραφου: Τι πρέπει να γίνει; Όχι με τη νόσηση καθεαυτή, αλλά με τον φόβο της και την τρέλα των ημερών. Γιατί χωρίς αυτό το «δέον γενέσθαι» το παραπάνω άρθρο, όσο και αν είναι ίσως κατατοπιστικό, θα παρέμενε στα όρια ενός σχολίου. Πιστεύω λοιπόν ότι κάτω απ’ αυτόν τον καταιγισμό ο καθένας μας πρέπει να κρατήσει μια απόσταση από τα πράγματα. Ή μάλλον απ’ αυτό που του εμφανίζεται σαν πραγματικότητα. Απέναντι στην ενασχόληση με την νόσηση η οποία, τόσο στανικά, υποδαυλίζεται από παντού να ορθώσει φραγμούς. Ας είναι αυτή η δική του «αποστασιοποίηση. Πρέπει, αντιθέτως, η φοβία να αντιμετωπισθεί σαν ένα σύμπτωμα και σαν τέτοιο διαρκώς να παραμερίζεται. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, σε τέτοιου είδους κρίσεις, τα συμπτώματα, όσο κι αν είναι κραυγαλέα, δεν φέρουν κανένα ίχνος αλήθειας και λειτουργούν μόνο συσκοτιστικά και παραπλανητικά. Είναι ας πούμε το ρούχο της κρίσης. Ταυτόχρονα, η ίδια η κρίση (ο φόβος εν προκειμένω) είναι εξόχως διδακτική. Τα ερωτήματα, τι είναι ο ιός, ποια η πραγματική του απειλή, τι κάνει στην κοινωνία και τι κάνει ο φόβος εντός μου πρέπει να τεθούν. Όπως σε κάθε κρίση, υπάρχει μια πλευρά που με ρίχνει πιο βαθιά μέσα της και μια άλλη που είναι η έξοδος προς την υγεία και την ελευθερία. Το ερώτημα: γιατί ο φόβος και τι ακριβώς φοβάμαι πρέπει απαντηθεί. Το ερώτημα: ποιο κενό άφησα μέσα μου, μια ολόκληρη ζωή, όπου ο φόβος αντηχεί και πολλαπλασιάζεται πρέπει να τεθεί και να απαντηθεί. Όπως σε κάθε κρίση, ας φαντασθούμε το χειρότερο, ας σταθούμε μέσα σ’ αυτήν με το ένα πόδι όμως μόνο. Ας κρατάμε πάντα ένα πόδι έξω. Αυτό λέγεται: μη συνθηκολόγηση με τον φόβο. 

Κάθε κρίση, οικονομική, πολιτική, επαγγελματική, συναισθηματική, μας βάζει το πρόβλημα του τρόπου ζωής κάπως συγκεκαλυμένα, σε δεύτερο πλάνο, όμως μια κρίση που στρέφεται ενάντια στη ζωή, όπως μια αρρώστια, βάζει μπρος μας, ακέραιο, ολόκληρο το υπαρξιακό πρόβλημα χωρίς να επιτρέπει διαφυγή. Εδώ βρισκόμαστε τώρα, η βελόνα δείχνει κέντρο. Η κατάσταση έχει φρακάρει, τέρμα τα μπαλώματα! Επομένως, το ερώτημα που προκύπτει είναι: μπρος στις απανωτές επιπλοκές, μπρος στα σημάδια γήρανσης και όλο και βαθύτερα υποτροπιάζουσας κατάστασης, υπάρχουν οι δυνάμεις για μια αναγέννηση ή η ανθρωπότητα θα ζει θεωρώντας τον εαυτό της σαν έναν άρρωστο οργανισμό που χρήζει διαρκούς υποστήριξης;

Τέλος, ας εξεταστεί το θέμα και απ’ την πολιτική του πλευρά γιατί χωρίς την πολιτική του διάσταση ο άνθρωπος παραμένει λειψός. Δηλαδή ποιοι σπέρνουν τον φόβο; Προς ποιες «επείγουσες» αλλαγές ωθούνται αγεληδόν οι κοινωνίες; Ποιες είναι οι ειλημμένες αποφάσεις και ποια η νομιμότητά τους όταν παίρνονται κεκλεισμένων των θυρών;

Κατόπιν ας βρούμε ανθρώπους που στέκονται απέναντι στα πράγματα με τον ίδιο τρόπο. Είπαμε: χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο.



                                                                                                 Β.Η.

Σημ. Τα παραπάνω γράφτηκαν πριν τις καταστροφικές φωτιές και τις εικόνες Πομπήιας που ζούμε μέσα στο μουσταρδί φως ενός ηλίου που μοιάζει να βρίσκεται σε έκλειψη. Το μήνυμα έγινε επιτέλους κατανοητό: είναι ο πολιτισμός μας που μπαίνει σε έκλειψη. Τούτο το πεθαμένο, άρρωστο φως είναι ένα αδιάψευστο σημάδι. Όλοι λοιπόν καταλάβαμε: χρειάζεται αυτοπεριορισμός και συνειδητή λιτότητα. Απαιτούνται αποφάσεις που θα ληφθούν στις γειτονιές και στα χωριά. Πρέπει να ομιλήσουν άπαντες γιατί η σωτηρία είναι έργο ολονών. Αν οι αποφάσεις αυτές αφεθούν στις ελίτ τότε αυτές θα προετοιμάσουν ένα τρομακτικό απαρτχάιντ για να σώσουν τους εαυτούς τους και θα εγκαταλείψουν τις μεγάλες μάζες που τις θεωρούν πλεόνασμα σε έναν κόσμο που θα θυμίζει Mad Max. Επαναλαμβάνω: η Γη (ο Κόσμος, "το Όλον") το ‘χει πάρει απόφαση να αντιδράσει. Το καράβι στο οποίο επιβαίνουμε και τόσο αυτάρεσκα αποκαλούμε «Πολιτισμό» θα συντριβεί σαν τσόφλι. Πριν όμως χαθεί, ο μέθυσος και αιμομίκτης καπετάνιος κι οι μπράβοι κι οι ρουφιάνοι του θα ορμήξουν να πάρουν την πιο γερή βάρκα και το ταμείο του σκάφους. Νομίζουν οι άρρωστοι τρελοί ότι θα υπάρξει σωτηρία μόνο για αυτούς. Εδώ όμως θα χυθεί τελικά αίμα. 

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

Η ανθρωπότητα ενάντια στο κράτος

 


  Θα θέλαμε να μοιραστούμε κάποιες σκέψεις για το πού σπρώχνει τον κόσμο μας αυτό το «πλέγμα εξουσίας» που αποτελείται από υπηρέτες του κράτους, ιθύνοντες των εταιρειών, ανθρώπους των ΜΜΕ, επιστήμονες και τεχνοκράτες. Ή ίσως, λίγο ακριβέστερα, προς τα πού ωθείται από την δύναμη των πραγμάτων ένας χαώδης κόσμος που αποπειρώνται να διευθύνουν όλοι αυτοί οι παρακοιμώμενοι του κεφαλαίου. Υπόθεση που γίνεται όλο και πιο δύσκολη, με διαφωνίες και φραξιονιστικές διαμάχες που αναμένεται να ανεβάσουν το επίπεδο της γενικής οχλαγωγίας.

   Πάνω στο «δικαιωματικό κράτος» δεν μπορείς να στήσεις δικτατορία. Το αντίθετο! Πάνω στο «υγειονομικό κράτος» μπορείς θαυμάσια να το κάνεις. Και μάλιστα - στον βαθμό που τα σύγχρονα κράτη ομογενοποιούνται και γίνονται παραρτήματα ενός άτυπου παγκόσμιου κράτους – μπορείς να το κάνεις πολύ καλύτερα από τον σεχταριστικό, μονόχνωτο Ναζισμό που τα ‘βαλε με όλο τον υπόλοιπο κόσμο.

    Το ερώτημα είναι: γιατί να θέλουν τη «δικτατορία» και τι δικτατορία θα είναι αυτή; Μια χαρά δεν τα πηγαίναν με τη διάχυση και τον σχετικισμό; Δεν τους έφτανε ο έλεγχος που τα τεχνικά συστήματα επιβάλλουν αυτόματα; Η απάντηση είναι: μάλλον όχι!

     Σαν γνήσια παιδιά της Τεχνοκρατίας είναι μανιακοί με τον έλεγχο. Όλο το τεχνικό πνεύμα σπρώχνει από τα κάτω και επιτάσσει από τα πάνω: περισσότερη ανίχνευση, κατόπτευση, μέτρηση, ταξινόμηση. Περισσότερο έλεγχο, αξιολόγηση και πειθαρχία. Επιπλέον, η παραπαίουσα «δημοκρατική» Δύση μένει άναυδη μπρος στις επιτυχίες της εμπορικής και αυταρχικής Κίνας και της ΝΑ Ασίας. Δεν είναι μόνο οι οικονομίες των δυτικών κρατών που πάνω τους πέφτει βαριά η σκιά της Κίνας. Η ανερχόμενη παγκόσμια Δύναμη έχει αρχίσει και προβάλλει στην οθόνη τού μέλλοντος τούς τρόπους και τα μοντέλα της. Η επιδημία είναι μια ευκαιρία που φτάνει στην κατάλληλη στιγμή.

     Η 11η Σεπτέμβρη ήταν μια μερική επιτυχία της δικτατορικής τάσης εν μέσω πολλών αντιρρήσεων. Η κρίση του ’08 τα πήγε πολύ καλύτερα, αλλά με τον covid-19 επετεύχθη επιτέλους η παγκοσμιοποίηση του φόβου. Όπως θα έλεγε χαιρέκακα και ο αεί παρών Χένρυ Κίσσιγκερ: «είναι το καλύτερο πράγμα που συνέβη από τότε που ο Μέττερνιχ δείπνησε για τελευταία φορά με τον Τσάρο».

 

    Απορίας άξια λοιπόν, η αισιοδοξία κάποιων –στην αρχή της πανδημίας (συγκρατημένη είναι αλήθεια)–  ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να βελτιωθούν με το χτύπημα της παγκοσμιοποίησης από έναν ιό. Παλιοί σταλινικοί, φωτισμένοι νέο-χριστιανοί, καινούργιοι πατριώτες σε στυλ «παλαιοί πολεμιστές», όλοι τους νοσταλγοί μιας δικής τους εξουσίας που ηττήθηκε από καιρό, με αρκετή κακεντρέχεια προσδοκούσαν μια κάποια δικαίωση από την Ιστορία. Μαζί και κάποιοι οικολογούντες, ενώ ποικίλοι «άνθρωποι καλής θέλησης» περίμεναν την επόμενη μέρα με κάποια ίσως ελπίδα. 

    Ποτέ όμως η ανθρωπότητα –ή αν θέλετε, η ανθρώπινη ελευθερία– δεν βοηθήθηκε από κάτι που έρχεται απ’ το σκοτάδι. Και βέβαια, πλήρης σύγχυση επικρατεί σχετικά με την προέλευση και την φύση της επιδημίας. Ίσως χάρηκαν που εμφανίστηκε ένας απροσδόκητος σύμμαχος. Με χαρά προσμετρούσαν τις επιπτώσεις: ένα κομμάτι των παγκόσμιων υπηρεσιών και του διεθνούς τουρισμού ίσως χαθεί για πάντα. Σίγουρα θεωρούν ότι ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος. Πόσο επικίνδυνος τρόπος να σκέφτεσαι σε έναν κόσμο κινούμενης άμμου όπου κάθε παίκτης γρήγορα αλλάζει θέση!

    Πολύ σύντομα έμελλε να απογοητευθούν. Καταλαβαίνουν τώρα ότι οι ελίτ δεν έχουν σκοπό να αφήσουν τον κόσμο σε χλωρό κλαρί. Πράγματι, εδώ έχουμε μια αρρώστια που ξεσπάει και, αντί να ξυπνήσει συνειδήσεις, χρησιμοποιείται σαν μοχλός.

    Η αναταραχή βέβαια σύντομα κάπως θα κοπάσει ώστε «να κινηθεί η οικονομία». Οι γιατροί πρέπει να ξανακάνουν χώρο στους οικονομολόγους γιατί η οικονομία παραμένει η δύναμη που αξιώνει να είναι η "παγκόσμια σταθερά". Στη σκιά οπωσδήποτε της επιδημίας και με το φόβητρο άλλων μελλοντικών επιδημιών. Έτσι οι εκτελεστικοί που για κάμποσο, αναγκαστικά, αφέθηκαν στους ρυθμούς της πανδημίας, βλέπουν με ανησυχία να ορθώνεται μπροστά τους ο τοίχος της οικονομίας. Αυτοί από πάντα ήξεραν ότι τίποτα καλό δεν προκύπτει όταν έχεις γιατρούς και δημοσιογράφους να αλωνίζουν. Αλλά εδώ και καιρό αλλάζει και η οικονομία. Ολοένα και περισσότερο γίνεται μια «οικονομία του φόβου». Νέα επαγγέλματα θα αντικαταστήσουν αυτά που χάνονται. Ο τομέας της ασφάλειας θα γιγαντωθεί και άλλο. Ο τομέας της πληροφορικής επίσης. Στρατιές υποαπασχολούμενων θα προστεθούν στους ήδη χαμηλόμισθους. Ο κόσμος θα μένει περισσότερο στα σπίτια του και θα δουλεύει, θα ψωνίζει και θα συνδιαλέγεται από ‘κει. Όχι και τόσο άσχημα! Ο Τουρισμός θ΄ αλλάξει πρόσωπο. Θα στρατικοποιηθεί όπως και τα αεροδρόμια. Η οργανωμένη «ξεγνοιασιά» θα δώσει τη θέση της στην ασφάλεια. Κάποια κεφάλαια θα καταστραφούν, κάπου αλλού θα μαζευτεί πολύ χρήμα. Κάποια εργοστάσια θα κλείσουν τη στιγμή που άλλα ανοίγουν. Αλλά τα στάνταρ ποιότητας θα πέφτουν διεθνώς. Οι αυριανοί τρωγλοδύτες δεν μπορούν να ελπίζουν στα τρόφιμα που γεύθηκαν κάποτε και θα νοσταλγούν την υφή των υφασμάτων που έντυσαν τους προγόνους τους, ενώ οι παλιότεροι τεχνίτες θα αναπολούν τα εργαλεία που ταίριαζαν κάποτε σε ένα έμπειρο χέρι. Η παγκόσμια παραγωγή σκουπιδιών προς βρώσιν, ένδυσιν και χρήσιν θα γνωρίσει την απόλυτη δόξα.

    Έτσι η ευτέλεια κάθεται μασκαρεμένη σε ένα ομοίωμα θρόνου! Είναι θάνατος και αναγέννηση του κεφαλαίου! Έπονται λοιπόν νέες μεταλλάξεις και φήμες νέων μεταλλάξεων και οι συναγερμοί θα έρχονται και θα επανέρχονται ώσπου να εμπεδωθούν τα νέα ήθη. Ο καπιταλισμός δεν αμύνεται πλέον, επιτίθεται. Υπόσχεται σωτηρία στους εμβολιασμένους του και ετοιμάζει τα προσκυνοχάρτια του. Οι άνθρωποι συναντιούνται εδώ κι εκεί και συμφωνούν ότι «κάθε πέρυσι και καλύτερα»! Προφανώς εννοούν, όπως πάντα, την οικονομία και τους μπελάδες της. Πιθανώς εννοούν και την υγεία που τώρα ανακάλυψαν ότι κινδυνεύει. Ποσώς όμως φαίνεται να τους αφορά ότι το ανθρώπινο βλέμμα έγινε γρήγορο και αβαθές. Ποσώς φαίνεται να ενοχλούνται από το ότι θα αφήσουν πίσω τους λιγότερη ανθρώπινη υπόσταση απ’ όση κληρονόμησαν.

 

    Στην παρούσα κρίση τούς φέρθηκαν σαν να ήσαν παιδιά. Μια χαρά τα φόρεσαν τα παιδικά τα ρούχα! Όποιος όμως βλέπει τηλεόραση φοβάται. Αλλά δεν είναι και τόσο παράλογο να φοβάσαι όταν είσαι εγκλωβισμένος σε μητροπόλεις που εκρήγνυνται πληθυσμιακά τη στιγμή που καταρρέουν εσωτερικά. Δεν είναι εύκολο να παραμένεις άφοβος όταν παραπαίεις ανάμεσα σε ψευτοδουλειές που φθίνουν. Ούτε να παραμένεις ήρεμος όταν νοιώθεις ότι ο κόσμος καίγεται από μέσα. 

    Τι κρίμα σε μια τέτοια συγκυρία να είμαστε άοπλοι, κυριολεκτικά γυμνοί!

 

    Η ήττα της πολιτικής, η ήττα της πράξης, η παρακμή της κριτικής σκέψης είναι εδώ καιρό γνωστές και καθόλου άσχετες με αυτό τον χαμηλό πανικό. Τα σημάδια όμως μιας ήττας ολοκληρωτικής, δηλαδή πνευματικής –όπως η τελική ήττα της κριτικής σκέψης– έχουν πρόσφατα φανεί και πυκνώνουν ολοένα. Αδυναμία, μοιρολατρεία, σύγχυση, διάλυση της διανοητικής συγκρότησης, έξαρση θεωριών συνωμοσίας, αποφυγή της ατομικής ευθύνης και καιροσκοπισμός και, τέλος, απουσία ενός πραγματικά αντιπολιτευτικού προτάγματος είναι η κατάσταση της ανθρωπότητας σήμερα.     

    Οι άνθρωποι όλο και πιο δύσκολα μπορούν να αποφύγουν ή να παρακάμψουν το κράτος. Αντίθετα, είναι αυτό που διεισδύει παντού κι όλο και περισσότερο οργανώνει τη ζωή και καθορίζει τις συμπεριφορές. Είναι αυτό που απαλλάσσει από το βάρος του εαυτού και συμπιέζει σε μεγάλα ομογενοποιημένα σύνολα.

    «Αυτό που ονομάστηκε πολιτική –από τους Έλληνες και δώθε– δεν γίνεται πλέον αντιληπτό ούτε από τις μάζες ούτε από τις κουφιοκέφαλες αυτοθαυμαζόμενες ελίτ. Επτά δισεκατομμύρια άνθρωποι έρπουν στη γήινη σφαίρα –μερικοί πλούσιοι, οι πιο πολλοί φτωχοί– μέσα στην οικουμενική κούραση, μετριότητα και ασημαντότητα». 

    Όλο αυτό το «rank ‘n’ file», η μάζα τής ανθρωπότητας, σαν να λέμε η «φανταρία», δηλαδή αυτοί που δουλεύουν για τη δόξα του καπιταλισμού και που, ως τώρα, αρκούνταν σε ένα αντίτυπο πραγματικής ζωής αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι στην αμέσως επόμενη φάση πρόκειται να συντριβούν. Ούτε αυτό όμως φαίνεται να τους νοιάζει. Λες και θα συμβεί σε κάποιους άλλους. «Τι να γίνει;» σκέφτονται. «Τα πράγματα αλλάζουν, ο κόσμος αλλάζει και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για αυτό». Η απάθεια τρομάζει. Είναι η ναρκωμένη ακινησία του ζώου που παγιδεύτηκε.

    Σε κάθε στροφή της Ιστορίας ο Άνθρωπος χάνει ολόκληρα κομμάτια απ’ την ψυχή του. Στο κενό θεμελιώνεται η εξουσία. Η εξουσία ενός κόσμου που πραγματικά αεροβατεί και εσχάτως έχει αρχίσει να βροντάει το κεφάλι του πάνω στους νόμους της γήινης σφαίρας. Και ιδού, μια παγκόσμια σταθερά που δεν γίνεται να αγνοηθεί!

 

    Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν μέσα σ’ αυτό το τοπίο που σιγά-σιγά σκοτεινιάζει; Τι μένει να κάνουμε μες σ’ αυτό το αργόσυρτο σούρουπο, εμείς οι φίλοι της ελευθερίας, εμείς οι νοσταλγοί αυτού που θα μπορούσε να υπάρξει και παραμένει άπιαστο; Μα τίποτα λιγότερο από τη δημιουργία του προτάγματος για έναν επόμενο πολιτισμό. Τίποτα λιγότερο από το σχέδιο και τη δημιουργία ενός κόσμου που σέβεται όχι τις ροές των κεφαλαίων αλλά τις ροές των ποταμών και τα ρεύματα των ωκεανών, το ταπεινό αεράκι και τον ψίθυρο των δασών, την αξία της εργασίας και την ιερότητα του έρωτα, τον έναστρο ουρανό και τα τραγούδια των ανθρώπων. Είναι ένα έργο ποιητών, ένα έργο στοχαστών, ένα έργο τεχνιτών και ταυτόχρονα το έργο ανθρώπων της βιοπάλης, ανδρών και γυναικών που θέλουν να ζήσουν και το έργο αγωνιστών που θα ορθώσουν το ανάστημά τους. Είναι μια υπόθεση που θα μας πάρει πενήντα χρόνια γιατί τόσο χρειάζεται για να σταθεί στα πόδια του κάτι που γεννιέται σε δυνατά μυαλά και γενναίες καρδιές. 

 

    Αν όμως, αυτός είναι ο στρατηγικός στόχος, έργο μακράς πνοής, τι άλλο μένει να κάνουμε κάθε μέρα που ξυπνάμε; Κάθε μέρα που αυτοί επιδιώκουν να αλλάξουν ξανά τον κόσμο; Κάθε μέρα που, απ’ το ημίφως, επιχειρούν να τον ζέψουν στις διαρκώς αυξανόμενες φιλοδοξίες τους; Κάθε μέρα που αποπειρώνται να απομυζήσουν κάθε ικμάδα της ζωτικότητάς μας; Κάθε φορά που κάνουν ακόμα μια απόπειρα λεηλασίας τόπων όμορφων; Κάθε στιγμή που επιτίθενται στη χαρά της ζωής και σκορπάνε την κατήφεια; Κάθε τόσο που αρχίζουν μια νέα τρομοεκστρατεία για να τελειώσουν με διατάγματα, πειθάρχηση και υποσχέσεις μιας διαρκώς απομακρυνόμενης ασφάλειας;

    Αφού λοιπόν έχουν αποφασίσει ν’ ανοίξουν καινούργια μέτωπα και να καταργήσουν τα κοινωνικά συμβόλαια, που ως τώρα ήταν αποδεκτά από τις πλατιές πλειοψηφίες, τότε εμείς θα αντιτάξουμε το σθένος και την απόφασή μας, ότι τούτη η ζωή μάς ανήκει· και δεν έχουμε σκοπό να την εκχωρήσουμε σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι είναι οι Διευθυντές του Κόσμου. Στην κρατική τους οργάνωση και στις εταιρείες τους θα αντιπαραθέσουμε λαϊκές οργανώσεις, απείρως πιο ευέλικτες· πρωτόφαντες «οικογένειες». Ανθρώπους οι οποίοι θα επιμένουν να διατηρούν δεσμούς· που θα τους συνδέει όχι το αίμα, αλλά μια κοινή πνευματική καταγωγή. Ό,τι ακριβώς δεν μπορεί να ανεχθεί, αλλά ούτε και να αντιμετωπίσει το σύγχρονο «δημοκρατικό» κράτος. Στις άψυχες «δομές» τους θα αντιτάξουμε ζωντανές υπάρξεις και στις «πλατφόρμες» τους, το ανθρώπινο χνώτο. Στην απληστία τους θα αντιτάξουμε την αδελφοσύνη και στην κυριαρχία τους αντίσταση. Και στην τρέλα τους την πιο στέρεα λογική.

    Εσείς τώρα, βρείτε τους ανθρώπους που αρνούνται να καμφθούν και αναζητείστε μαζί τους την ουσία των πραγμάτων. Γνωριστείτε σε βάθος και μην τους εγκαταλείψετε ποτέ. Σταθείτε ο ένας δίπλα στον άλλον. Έχετε ανάγκη από δεσμούς που θα οδηγήσουν σε αγώνα. Είναι το μόνο που μπορείτε να έχετε. Αργά ή γρήγορα θ’ αναγκαστείτε να πολεμήσετε για τη ζωή σας. Είναι μια κοινωνία χωρίς αντιπολίτευση. Δεν θα είναι για πολύ. Κάποια στιγμή θα συναντηθούμε.

 

                                                                         Β.Η.  

                                                             Λέσχη των Ανειδίκευτων



Σημ. Το παρόν κείμενο είναι η συμπλήρωση με έναν επίλογο ενός παλαιότερου που αναρτήθηκε εδώ, στις 7 Ιουνίου του 2020. Με την τωρινή του μορφή υιοθετήθηκε και κυκλοφόρησε σαν προκήρυξη από τη Λέσχη των Ανειδίκευτων. 








Τρίτη 4 Μαΐου 2021

Δεν υπάρχει μέλλον εδώ και πολύ καιρό

Λοιπόν το Πάσχα εφέτος ήταν εφιαλτικό. Πλάκωσε μια αλλόκοσμη ζέστη μαζί με σκόνη από την Αφρική. Η έρημος, μετά από 10 χρόνια μιας ντεμέκ οικονομικής κρίσης και μιας -καπάκι- κρίσης θανατολαγνείας, περνάει τη Μεσόγειο. Δεν είναι πράγμα τυχαίο η προέλαση της ερήμου... Η έρημος ακολουθάει τον πόλεμο. Για την ακρίβεια, ο πόλεμος έχει κηρυχτεί από καιρό. (Μαντέψτε από ποιον ενάντια σε ποιον!) Η Αττική ολόκληρη έμοιαζε σαν να θέλει να καεί, αλλά έλειπε ο άνεμος. Οι γραφειοκράτες στην εξουσία έδειξαν στους παπάδες ποιος είναι το αφεντικό (για την ακρίβεια, τους είπαν κατάμουτρα ότι δεν τους χρειάζονται πλέον γιατί οι γιατροί μπορούν να κάνουν καλύτερα τη δουλειά). Έκαναν ένα ακόμα καψόνι στον πληθυσμό (δύσκολα βρίσκεται πια ελεύθερος άνθρωπος, μόνο «προ-άρρωστοι»… ούτε καν λαός, μόνον όμηροι, αιχμάλωτοι πολέμου και λιώμα πληθυσμός) απαγορεύοντάς τους να καταφύγουν στα χωριά τους. Και ο "λιώμα πληθυσμός" έβγαλε ξανά τα απωθημένα του στα φυλακισμένα ζώα κατασφάζοντάς τα προς χάριν μιας παράδοσης που την έχει "γραμμένη", εκτός κι αν πρόκειται δια στομαχικήν τέρψιν... Και μετά τους φταίει ο ιός!

Έπειτα, ποστάρουνε σε τούτο δω το «βιβλίο φαντασμάτων» φωτογραφίες από μαγειρίτσες και στρωμένα τραπέζια. Θραύσματα ονείρων. Γίνανε και κάτι συζητήσεις για τα εμβόλια και τις εταιρείες... όλοι εξπέρ! Λες και πρόκειται ν’ αγοράσουνε αμάξι! Πάντως ότι συμμετέχουν σ’ ένα πείραμα... ότι αυτοί οι ίδιοι είναι το αντικείμενο του πειράματος! δεν το πολυλένε. Ότι το πείραμα είναι φιλόδοξο και επιθετικό και ότι είναι πολιτικό και υγειονομικό συνάμα, όπου εμπλέκονται η πολιτική, η βιοτεχνολογία και η φαρμακευτική βιομηχανία, αυτά προτιμούν να μην τα σκέφτονται. Τέτοιες σκέψεις θα τους έβαζαν μπρος σε δυσβάστακτες υποχρεώσεις. Μόνο, ψύχραιμα κι απλά, κάνουν κάτι σαν «διαχείριση ρίσκου». Ακούστηκε και κάμποσες φορές η ευχή: «και του χρόνου, και του χρόνου να ‘μαστε καλά!», αλλά χωρίς να το πιστεύουν και πολύ· ήταν ένα Πάσχα χωρίς Ανάσταση!

Υποθέτω ότι στα Πάσχα που έζησε ο λαός μες στην Κατοχή υπήρχε μια συντροφική προσμονή και θυμάμαι στα τελευταία χρόνια της Δικτατορίας, παρότι δεν ήμασταν θρήσκοι, που, τέτοια μέρα, μοιραζόμασταν με οικείους και αγνώστους μια κοινήν ελπίδα. Τέτοια γύμνια δεν έχω ξαναζήσει. Προσδοκώ πια κάποιες άλλες γιορτές, σε καιρούς που μέλλονται, όπου στο κέντρο τους θα ‘ρχεται ζείδωρη και πάλλουσα η ανάσταση του Ανθρώπου! Αυτά, αγαπητέ Νίκο Kool και χάρηκα που με θυμήθηκες!

                                                                                                             Β.Η.

Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Η Μετακόμιση


Α, ήρθατε λοιπόν ξένοι καιροί

όπως ήταν από μακρού αναμενόνενον

κι εγκατασταθήκατε στο νιό σας σπίτι

κι αρχίσατε τις εργασίες

ακούγονται τριβεία σα δαιμονισμένα

ν’ ανεβάζουνε στροφές

και σφυριά καρφώνουνε στους τοίχους

τους παλαιότερους καιρούς.

Εργάτες ανεβοκατεβαίνουν

και φθάνουν κιόλας

οι πρώτοι ήχοι της γιορτής

της μεγάλης, της θριαμβικής.

 Ζω εδώ στον κάτω όροφο

σ’ ένα παληό δυαράκι

άλαλος

και σκεπτικός

και με περίσσεια χρόνου

όμως δεν ερωτήθηκα ποτέ

σαν παληός ενοικιαστής που είμαι

και συνταξιούχος μηχανικός

για την κατάσταση των θεμελίων

το νερό που ανεβαίνει

τις δοκούς και τις κολόνες

και τη φθορά του σκυροδέματος.

Θα μπορούσα να σας κάνω

εκτενή αναφορά

επί του συγκεκριμένου θέματος

εννοώ την ισορροπία της οικοδομής.

 Κάποιες νύχτες που μένω ξάγρυπνος

ακούγονται τριγμοί

ανεπαίσθητοι ακόμα

είν’ αλήθεια

μα οπωσδήποτε τριγμοί.

Με χαρτί και με μολύβι

υπολογίζω κάποια στατικά

και τις μέρες που μου μένουν

σ’ αυτήν εδώ τη διεύθυνση

και καταλήγω πως όταν

αρχίσει η βύθιση

και παρθεί η μοιραία κλίση

προς την τελειωτικήν ανατροπή

θα ‘μαι από μακρού φευγάτος

σε άλλη γειτονιά.

 

                                 Β.Η.







Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Ιδιωτικές γιορτές σε κλειστή πόλη

Hey Ταλαίπωροι Γραικοί! Ακόμα εδώ είστε; Σας αποκλείσανε, λέει, κι απ’ την παρέλαση της 25ης! Θα ‘χει πρίγκιπες, θα ‘χει αεροπλάνα αμερικάνικα, θα ‘χει Raffal, θα ‘χει ιππείς… ένα κανονικό υπερθέαμα! Εσάς όμως όχι μόνο δεν σας κάλεσαν, αλλά σας απαγόρεψαν και να πλησιάσετε ακόμα! Μόνοι στο Σύνταγμα θα καμαρώνουν, πάνω στην εξέδρα, περιστοιχισμένοι απ’ τους δικούς τους ανθρώπους! Ελεύθεροι σκοπευτές θα ‘χουν πάρει θέση στις ταράτσες και η στρατοχωροφυλακή θα ‘χει ξαμολυθεί ν’ αρπάξει όποιον κάνει τη βλακεία να εμφανιστεί!

    Για μια στιγμή να δούμε! Δικό τους είναι το κράτος που προέκυψε απ’ την επανάσταση; Δικιά τους είναι η χώρα; Γιορτάζουν αυτά τα μούτρα τα 200 χρόνια από την Παλιγγενεσία; Οι παππούδες τους έκαναν τον ξεσηκωμό; Γιατί εμένα μου φαίνεται ότι θέλουν να ξεσκάσουν από την πολλήν την έγνοια, αλλοιώς, διακριτικά, θα περιορίζονταν σε μια σεμνή τελετή. Μα όχι! «Θέλουν μια γιορτούλα με τους φίλους τους και θα χρειαστούν για αυτό μια πόλη»! Εσείς δεν έχετε καν το δικαίωμα να παραστείτε, ούτε στα πιο μακρινά πεζοδρόμια, για να θαυμάζετε το θέαμα και τα καμώματα των αρχόντων όπως επιτρεπότανε σ’ όλους τους υπηκόους του παρελθόντος. Εσείς πρέπει να εξαφανιστείτε από προσώπου γης και να πάτε να χωθείτε στα κλουβιά σας! Εσείς είστε το πλεονάζον εργατικό δυναμικό, το άσχημο υπηρετικό προσωπικό και δεν αξίζετε ούτε το ψωμί που τρώτε! Από την τηλεόραση να κοιτάτε σαν να είστε ηδονοβλεψίες!

    Η δικαιολογία βέβαια είναι η πανδημία, αλλά αυτοί δεν έχουν φόβο να κολλήσουν. Άρα αυτοί ξέρουν να αυτοπροστατεύονται, εσείς όχι! Ώπα! Σαν προσβολή μου φάνηκε αυτό! Σάμπως όμως είναι η πρώτη; Τόσες και τόσες δεν έχετε δεχτεί και δεν είπατε κουβέντα; Βέβαια είναι φυσικό οι άνθρωποι να δικαιολογούν τις προσβολές στις οποίες δεν κατάφεραν ν’ απαντήσουν. Έτσι τώρα, κάποιοι από σας θα σηκώσετε περιφρονητικά τους ώμους και θα πείτε: άρτον και θεάματα! Άλλοι θα μουρμουρίσετε: κάτσε σπίτι, υπάρχει φόβος να κολλήσεις! Κι άλλοι: τι με νοιάζει ο Αθανάσιος Διάκος, έμενα με νοιάζει ο μπακαλιάρος σκορδαλιά!

    Εγώ όμως έχω τη γνώμη πως, μόνο και μόνο για το απύθμενο το θράσος τους και την τόση σιγουριά, πρέπει να τους χαλάσετε τη φιέστα! Να πάρετε τα πόδια σας και να γίνετε για μια φορά παρόντες. Είναι θαυμάσια ευκαιρία! Κι αν τα καταφέρετε να βγείτε εκεί μπροστά… να μουτζώσετε τον γαλαζοαίματο κοπρίτη! Να τους κάνετε ρεζίλι στας Ευρώπας! Είναι, σας λέω, θαυμάσια ευκαιρία! Πολλοί θα σας το χρωστούν ευγνωμοσύνη! Και στο κάτω-κάτω πολύ θα ήρεσκε στον Γεώργιο Καραϊσκάκη!

    Αλλά πολύ φοβάμαι πως κάτι τέτοιο δεν θα γίνει. Είστε καλοταϊσμένοι κι έχετε βαρύνει αρκετά. Καμία σχέση με τα παλιά θεριά! Σωστοί νεοραγιάδες ο πρώην «κυρίαρχος λαός»! Και το χειρότερο: όσο θα στρώνεται το τραπέζι και θα κυματίζει η σημαία στο μπαλκόνι, είμαι σίγουρος ότι, σαν καλοί μπανιστιρτζήδες, θ’ ανοίξετε κάπως ύπουλα την τηλεόραση να δείτε πώς γλεντούν οι αφεντάδες. Αφού λοιπόν δεν είστε για πολλά, αν δεν θέλετε να είστε ένας λαός μουζίκων, σας προτείνω μια μέση λύση που έχει κάποια αξιοπρέπεια: κλείστε το αναθεματισμένο το κουτί και καθήστε να φάτε σιωπηλοί· σαν να πενθείτε. Μόνο σαν τσουγκρίσετε, πέστε ένα: γειά σου ρε Γιώργη Καραϊσκάκη! Και μετά ψιθυρίστε: κάτι σου χρωστάμε Στρατηγέ!                                                                 

                                                                                                   Β.Η.                                                             

Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

Πιστεύομεν εις το Εμβόλιον


 Το 2008 πάθαμε την πρώτη κρίση· χθόνιες δυνάμεις της φωτιάς καταύγασαν το χάσκον κενό που πάνω του ισορροπούσε η ύπαρξή μας. Το 2010, όταν «διαγνωσθήκαμε», ξεσπάσαμε σε δάκρυα οργής. Για δυο ακόμα χρόνια το παλέψαμε γερά αν και κάπως στα χαμένα. Το καλοκαίρι του 2015 μεταφερθήκαμε με ασθενοφόρο στα Επείγοντα του Ψυχιατρικού όπου υποστήκαμε τα δέοντα. Τον Μάρτη του ’20 όταν εμφανίστηκε μια επιδημία, κάτι σαν Λοιμός, πάθαμε ένα ακόμα σοκ και διακηρύξαμε πια ότι παραδίδομεν το πνεύμα εις τους ιατρούς! Κατόπιν οδηγηθήκαμε ήσυχα στην πτέρυγα των κατατονικών. Έκτοτε, σε κάθε ερώτηση που μας θέτει η πραγματικότητα απαντούμε δύσθυμα και ανήσυχα και κάπως μουλωχτά: Πιστεύομεν εις το εμβόλιον! Ιδού λοιπόν, το εμβόλιο έφτασε, αν και κάτι παρατράγουδα και αμφιβολίες το συνοδεύουν! Μάταια όμως όλα, γρήγορα εξανεμίζονται οι ελπίδες μας για έξοδο, μιας και είναι φανερό ότι σιγά-σιγά επέρχεται η ιδρυματοποίηση κι αρχίσαν να μας δένουν με ανάερα δεσμά. Και το πιο ωραίο; Στους διαδρόμους συναντάμε έναν-έναν τους Ευρωπαίους φίλους και εταίρους που μας κλείσαν μέσα.

ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙΤΕ!  ΡΙΧΤΕ τους ΤΟΙΧΟΥΣ του ΤΡΕΛΑΔΙΚΟΥ ΠΟΥ ΧΤΙΖΟΥΝ ΓΥΡΩ ΣΑΣ!

                                                                              Β.Η.

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

Καρδιά μου, σε τι καιρούς θα σε ξαναβρώ…

 


Είμαστε σε κατάδυση! Κατεβαίνουμε προς τον βυθό! Όλο και πιο αδύναμο θα ακούγεται το σήμα. Μη ξεχνάτε να διατρέφεστε καλώς, να διαβάζετε λιγάκι τους παλιούς συγγραφείς, να κάνετε μακρινούς περιπάτους, να βαστάτε το κορμί σας δυνατό και να συναντάτε αγαπημένους φίλους. Η φιλία είναι ακατανόητη, διαφεύγει απ’ τις αστυνομίες. Όταν περνούν να σκύβετε λιγάκι το κεφάλι και να χαμογελάτε ελαφρά, δεν χρειάζεται να τρίζετε τα δόντια, μόνο να χαμογελάτε ελαφρά. Και μην ξεχνάτε να στρέφετε κάποτε το βλέμμα προς τα πάνω, υπάρχει πάντα ένας διαφεύγων ουρανός. Αλλά προπαντός κάντε οικονομία! Να ζείτε κατά την παλαιάν απλότητα. Και να ασκείστε στη σιωπή. Τίποτα που δεν είναι ισάξιο της σιωπής ας μη λεχθεί. Και στην απραξία! Σεις οι ίδιοι είστε πλέον ο εχθρός!

Όταν σας ζητήσω άνδρες πέστε μου σε ποιους μπορώ να βασιστώ! Γέμισα τη στόφα ξύλα, χαμήλωσα τη λάμπα, μην καπνίζει το έρμο το φυτίλι κι έφυγα όσο ήταν ακόμα νύχτα καβάλα στη ράχη τού αλόγου. Στέκεται στην ψιλή βροχή. Πισωπάτησε σαν μ’ είδε, τίναξε ως απάνω το κεφάλι ώσπου φάνηκε τ’ ασπράδι του ματιού. Βρόντηξ’ το πόδι, άστραψε λιθάρι, τότε του χάιδεψα τη νοτισμένη χαίτη μιλώντας του γλυκά. Η ζεστασιά π' απέπνεε το ζώο μού στύλωσε την ψυχή. Λυπήθηκα να σας ξυπνήσω, δρασκέλισα τα κορμιά σας όπως κοιμόσασταν χαμαί. Ξέρω πως μόλις έρθει το πρωί κάποιος θα με δώσει. Ο ένας δρόμος ακολουθάει το ποτάμι, ακούγεται ο αχός του μέσα στο σκοτάδι και ο αναστεναγμός της φυλλωσιάς, ο άλλος είναι ο δρόμος τού βουνού και χιονίζει, χιονίζει από εχτές. Όσο ήμουνα δίπλα στο ποτάμι μ’ ακολουθούσαν ίσκιοι σκυφτοί και φορτωμένοι, σαν ξέκοψα και πάτησα χιόνι μόνο κανά-δυο απόμειναν κοντά μου. Δεν μ’ ανησυχούν. Η σιωπή τους έχει κάτι φιλικό. Είναι οι ώρες που όλες οι αισθήσεις είναι τεντωμένες στον υπέρτατο βαθμό. Στο πρώτο λάθος χάνομαι! Μα την αλήθεια, τη φοβήθηκα την ποταμιά! Απ’ τα μαντριά σηκώνονται βελάσματα, ακούγονται σκυλιά. Η νύχτα μοιάζει ολοζώντανη, κάτι πάει να συμβεί! Σας λέω, μη σφάζετε τα ζώα! Τα ζώα είναι άγγελοι απ’ την παλιά πατρίδα. Τα ζώα αδελφώθηκαν με τους νεκρούς που ’ρχονται στα όνειρά σας. Μόνο ν’ ακούτε το κοτσύφι, να ακολουθάτε το χνάρι τού φιδιού μες το ψηλό στάρι, να ψάχνετε για σημάδια τον παλιό ουρανό και να με περιμένετε να φανώ. Μόνο ν’ ακούτε το μουκάνισμα των δυνατών βοδιών τον βαρύ χειμώνα… Και να κλείνετε τα μάτια μες το τραγούδι τ’ αηδονιού σα μυρίζει καλοκαίρι. Και να’ χετε το νου σας στον κορυδαλλό. Αυγή και σούρουπο είναι η ώρα τ’ αρχαίου τούτου πουλιού! Αν ζήσω έρχεται η μέρα που θα στήσουμε τραπέζια του γλεντιού κάτω απ’ τις κερασιές.

Μη με ξεχνάτε και να πίνετε στην υγειά μου κόκκινο κρασί. Δεν περίμενα ότι αυτή που λαχταρώ θα με ακολουθήσει τόσο μακριά. Να πίνετε κόκκινο αιμάτινο κρασί, να με καρτεράτε και τις νύχτες να κοιμάστε ίσκιος και χλόη με τη γυναίκα που ζείτε αγκαλιά.

                                                                                 Β.Η.

 

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Πολύ μετά αφ’ ότου η ύπαιθρος έγινε εξοχή


    Όταν ένα αυγό το τρυπήσεις με τη βελόνα μιας σύριγγας και τραβήξεις το περιεχόμενο απομένει ένα τσόφλι άδειο και αβαρές. Κανονικό την όψη αλλά αλλόκοτα ελαφρύ όταν στο πετάξουν ξαφνικά στα χέρια. Αν μπορούσες να κάνεις το ίδιο σ’ έναν άνθρωπο, αφαιρώντας του το αίμα, θ’ απέμενε ένα φάντασμα. Οι πόλεις αφαίμαξαν την ύπαιθρο για να μπορέσουν να υπάρξουν. Τούτο το χωριό «τάισε» την Αθήνα και την Αμερική. Οι μητροπόλεις, οι σημερινές Μεγα-πόλεις, αυτά τα «θερμαινόμενα σπήλαια» που έλεγε ο Ξενάκης, σε τέτοια χωριά οφείλουν την πόζα τους, την ανεξήγητη γοητεία και τη θαλπωρή τους. Δίχως ευγνωμοσύνη, δίχως τύψεις, όλο και περισσότερο, «δικτυώνονται» μεταξύ τους και ομιλούνε γλώσσες περισπούδαστες όλο υπεροψία…  Εκεί το διεθνές εμπόριο, εκεί τα χρηματιστηριακά κέντρα, εκεί η αλματώδης όμορφη τεχνολογία! Εκεί τα εργαστήρια της φάρσας του σύγχρονου ιερού! Κι ό,τι εκτείνεται πέρα απ' τα υπερτοπικά κέντρα, έξω από τις κάψουλες και τον μεγάλο θόλο ρίχνεται στη χοάνη τους: όλος ο υπόλοιπος πλανήτης, παλιές πόλεις, πολίχνες και χωριά απομένουν ατέλειωτη επαρχία, πολλαπλές και πανομοιότυπες όψεις του άδειου. Τελικά όλα ιστορίες αίματος!

    Δρόμοι με πανώρια πέτρινα σπίτια ανάκατα με χαμοκέλες έρημες. Παραθύρια σφαλισμένα ερμητικά· αυτά κλείστηκαν με βρόντο εδώ και χρόνια. Ολόκληρες οικογένειες, σκορπισμένες πιά στους τέσσερεις ανέμους, ανετράφησαν ‘κει μέσα που τώρα λαλεί ο κούκος. Μόνο λίγες σουσουράδες βίλες εδώ κι εκεί, αμπαρωμένα εξοχικά, που ανοίγουν μια-δυο φορές τον χρόνο. Ακόμα, μερικά καταλύματα πετρόκτιστα για τους επισκέπτες του Σαββατοκύριακου που όμως αραίωσαν πολύ. Τώρα μια μέτρια πολυτέλεια κοιμάται κλειδωμένη σε κρύα, σκοτεινά δωμάτια. Μοιάζουν με καλοπροικισμένες κόρες που, άχαρες και δύστροπες, έμειναν στο ράφι… Εδώ, προσπάθησαν να γεμίσουν το αλλοτινό χωριό, που βέβαια κρύβει μέσα του τον φόνο, με κάτι ξένο. Με λίγη απ’ την ουσία των μεγάλων κυριάρχων πόλεων. Προσπάθησαν να εισάγουν καμπόση «εξοχή»! Περιτύλιξαν το όλον με ολίγη «παράδοση», ολίγη «πολιτιστική κληρονομιά», σα να λέμε: «ευγενή καταγωγή». Πρόκειται για μια "εικόνα". Προσπάθησαν να φτιάξουν ένα προϊόν. Δε βαριέσαι! Πρόλαβε η κρίση, η λεγόμενη οικονομική, και παρέλυσε τη φιλόδοξη επένδυση. Τώρα γερνούν εν παρθενία.

    Αδιάκοπη βροχή μουλιάζει τις βουλιαγμένες στέγες και μια απόκοσμη υγρασία ξεπορτίζει απ’ τα ερείπια. Κι απέμεινε ο τόπος μια αμήχανη επαρχία και ενός κρανίου τόπος. Κι αόρατα «δίκτυα» πέφτουν συνεχώς από ψηλά για να δαμάσουν την παλαιά αγριότητα. Όμως τώρα που οι Μεγα-πόλεις ταχύτατα μετατρέπονται σε λεπρές πόλεις, στάμνες με άρρωστο νερό και ένας χαμηλός πυρετός άρχισε να έρπει, περπατώντας σ’ αυτά τα καλντερίμια αναρωτιέμαι ποια θα είναι η εξέλιξη τούτης της δήθεν ανεξήγητης τροπής. Στην πραγματικότητα όμως γνωρίζω: παντού ανατέλλει ένας ερειπωμένος κόσμος.

    Άρβυλα ακούγονται και ο ξερός ήχος της μαγκούρας. Οπλές και πέταλα φορτωμένων μουλαριών κροτούν στο λιθόστρωτο και χρεμετίσματα και παραγγέλματα κι η φωνή μιας γυναίκας που μαζεύει τα ζώα της την ώρα που νυχτώνει. Κανά δυο απ’ τις φωνές που συνομιλούσαν πίσω απ’ τη γωνία μού φάνηκαν γνωστές απ’ τα παιδικά μου χρόνια. Κι ύστερα χαθήκαν όλοι αυτοί... οι τελευταίοι της γενιάς τους που σβήσαν μοναχοί. Σιωπηλό με κοιτά το βουνό μπουκωμένο μέσα σε σύννεφο βροχής. Κάποιες φορές οι πόρτες τού χρόνου είναι για λίγο ανοιχτές το σούρουπο. Απότομα έπεσε η νύχτα προτού το καταλάβω. Μοναχός μου έμεινα κι εγώ κάτω απ’ τη λάμπα του δρόμου. Με το βουνό που αχνίζει όπως αναπνέει μέσα στο σκοτάδι.

                                                                                                                                                  Β.Η.


Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021

Η Εκδρομή

 


    Μπήκαμε όλοι μέσα και πέρα προς τα προάστια, εκεί που ανοίγουνε οι δρόμοι, σηκώσαμε την κουκούλα και ξεσκεπάσαμε τ’ αμάξι. Ο αέρας μάς ανακάτευε τα μαλλιά. Απολαμβάναμε αυτή τη θεσπέσια αυτοκινητάδα και σε λίγο δεν μίλαγε κανείς.

 Όσο οδηγούσαμε προς τα Βορειανατολικά ο τόπος ερήμωνε. Οι δρόμοι όλο και στένευαν και μετά πήραμε ατέλειωτους χωματόδρομους και διασκεδάζαμε με τα σύννεφα της σκόνης και τέλος καταλήξαμε σε μια μοναχική δημοσιά και πηγαίναμε. Πότε-πότε κάποια αγροικία, κάποτε ένας στάβλος κι αμπέλια, ατέλειωτα αμπέλια και μακρινοί ελαιώνες. Όλα με μια υφή παλιά και ξεχασμένη, ταυτόχρονα παράξενα γνωστή. Σύντομα αντικρίσαμε τη θάλασσα, μια πλατιά, ήρεμη, μπλε επιφάνεια και τότε μας χτύπησε στα ρουθούνια το ιώδιο. Ήμασταν, προς μεγάλη μας έκπληξη, πίσω σε ένα ολοζώντανο παρελθόν, σε μια Αττική του Μαλέα. Κανένας μας όμως δεν έκανε σχόλιο. Αμίλητοι παρακολουθούσαμε τούτη την ανασκευή ενός παλιού χρόνου. Γέροι ποδηλατούσαν πάνω σε αλλοτινά ποδήλατα με διπλό σίδερο μπροστά κι εμείς προσπερνούσαμε αέρινα. Κάποιος ερχόταν κάποτε από την απέναντι μεριά προπορευόμενος ενός κατάφορτου υποζυγίου. Γυναίκες με άσπρες μαντηλοδεσιές σκυμμένες στη γη κι ένας άντρας που τσάπιζε στο βάθος ενός χωραφιού όρθωσαν τη ράχη. Χαιρέτησαν πρόσχαρα και ο άντρας έβγαλε το σκιερό καπέλο του και τ’ ακούμπησε στο στήθος. Ένας άλλος βάδιζε μπροστά, στον ώμο ένα φτυάρι, επιστρέφοντας απ’ τον αγρό. Γύρισε, μας χαμογέλασε και αργοκούνησε το χέρι. Τη στιγμή που βρεθήκαμε δίπλα του πρόλαβα και είδα δυο ζεστά σκούρα μάτια που ήταν τα μάτια ανθρώπου που αγκαλιάζουν μια τέτοια γη. Στο βλέμμα του υπήρχε ακόμα, πριν η έκφρασή του αλλάξει, κάτι απ’ το δέος του άνδρα που θωρεί τη γυναίκα που κοιμάται δίπλα του ευχαριστημένη. Καμιά αμφιβολία, ήμασταν στην Ελλάδα του Λακαρριέρ. Ή μήπως ακόμα πιο πίσω… στην Ελλάδα που πρωτοαντίκρισε ο Λη Φέρμορ;

    Α, πόσες φορές δεν είχα ονειρευτεί ότι ήμουν ένας Ευρωπαίος ή ένας Αμερικανός υπότροφος, βαριεστημένος απ’ τον κόσμο του, που στην ακμή της ζωής του βρέθηκε στην Ελλάδα τού ’61-’62! Που με τη φρέσκια, ξενική ματιά του έβλεπε άκοπα τις μεγάλες βασικές γραμμές του σχεδίου ενός τόπου που θαρρείς και ακόμα έβγαινε από την κλασσική εποχή ύστερα από αιώνιο ύπνο. Να λοιπόν τώρα κι εγώ, ώριμος άντρας πια, ήμουν επιτέλους στη σωστή χρονική στιγμή! Πίσω στην Ελλάδα των παιδικών μου χρόνων. Ό,τι πλησιέστερο έχω δει προς τον Παράδεισο μείον τους Συνταγματάρχες που ερχόντουσαν και τον Εμφύλιο που θορυβούσε μέσα στην ντουλάπα.

    Σαν εκείνο τον μακρινό ξένο θα τριγυρνούσα σε μια ανοιχτόκαρδη πόλη. Στα καφενεδάκια κάτω απ’ την Ακρόπολη και στα άλλα, γύρω από την πλατεία Συντάγματος. Και μετά θα  κατηφόριζα στους μεγάλους λαϊκούς καφενέδες κάτω απ’ την Ομόνοια όπου σύχναζαν οι επαρχιώτες. Στους τόπους τους ανελλιπώς θα οδοιπορούσα και διασχίζοντας μια τραγική μεταπολεμική ύπαιθρο θα γινόμουν αποδέκτης μιας αρχαίας φιλοξενίας. Άνθρωποι αγράμματοι, μα κατά κανένα τρόπο απαίδευτοι, ένοιωθαν αχνά πως ήμουν ένας Τηλέμαχος που είχα βγει στον δρόμο προς προϋπάντησιν εκείνου που ερχόταν. Στα σπίτια βοσκών με τα λιγοστά  χάλκινα σκεύη που κρέμονταν στους άγριους τοίχους και το αναμμένο τζάκι της αυγής και τον ήλιο να κατέρχεται από την καμινάδα πάνω στη χαμηλή πυρά θα βρισκόμουν μπρος σε μια νεολιθική απλότητα. Σκεύη, εργαλεία και γεννήματα, ό,τι απολύτως χρήσιμο, υπήρχε μες σ’ αυτά τα ταπεινά καταλύματα - τίποτα αυθαίρετο, τίποτα περιττό που διακοσμεί. Μόνο, καμιά φορά, μια μικρή εικόνα στο φως του καντηλιού. (Κι αυτό το αναμμένο καντηλάκι ήταν μια ήρεμη αποδοχή ότι ίσως υπάρχουν άλλοι κόσμοι). Πιθανώς για αυτό η παρουσία λίγου χρώματος ή ενός σχεδίου, ένα παιχνίδισμα, πάνω σ’ ένα υφαντό έλαμπε εκτυφλωτικά σαν ξαφνικός ήλιος. Το ίδιο και στους τρόπους τους, ένα στοιχείο απροσδιόριστο και αστάθμητο που στην ελληνική γλώσσα λέγεται «αρχοντιά», ένα στοιχείο που ανταμώνουμε κάποτε στους πιο ταπεινούς, στους «αγράμματους», είχε να κάνει με την περήφανη αυτάρκεια την οποία εξασφάλιζε μια σκληρή ζωή μέσα στην παντοδύναμη φύση. Εκεί, σ’ αυτούς, ολοζώντανη ήταν η αίσθηση τής γήινης καταγωγής του ανθρώπου. Οι χωρικοί της οροσειράς της Πίνδου, όσοι κατοικούν την περίκλειστη μυστική Αρκαδία, την ορεινή Κρήτη και τα ανεμοδαρμένα νησιά του Αρχιπελάγους είναι οι τελευταίοι πανθεϊστές της Ευρώπης. Γλύτωσαν καλά κρυμμένοι μες τον χριστιανισμό. Ταυτόχρονα παρέμειναν οι τελευταίοι Ευγενείς. Ακούγοντάς τους να λαλούν θα ένοιωθα πως ακούω τα ζώα του λόγγου και τα θαλασσοπούλια και πως τον μόνο θεό που τους παρέδωκαν οι γονιοί τους και οι φτωχοδιδάσκαλοί τους ήτανε η γλώσσα. Και πως η μόνη αμαρτία ήτανε να λαθέψεις σε μια τέτοια γλώσσα. Και βλέποντας τους να χορεύουν θα αισθανόμουν πως πιο πίσω ενέδρευε ο άλλος, ο δαιμονικός θεός. Κι αν είναι, όπως λεν, θεός των σκοταδιών, πώς γίνεται να λάμπει μες σε τόση αντηλιά;

    Θα ακολουθούσα τους κακοτράχαλους δρόμους που τραβούσε αυτός ο λαός κατηφορίζοντας πάντα «Μέχρι το πλοίο». Θα σημείωνα τους δυο εμβληματικούς τύπους που γεννά μια τέτοια Κάθοδος, τον ναυτικό και τον μετανάστη. Ο ένας φεύγει για να μπορεί αιωνίως να ξαναγυρνά κι ο άλλος για να μπορέσει να κρατήσει μέσα του μια εικόνα για πάντα ζωντανή. Θα περιπλανιόμουν στα Μακεδονίτικα και τα Θρακιώτικα χωριά του σκονισμένου κάμπου όπου οι τόποι ανοίγονται σ’ άλλους πιο μεγάλους και θα άλλαζα το ένα νησί μετά το άλλο, ώσπου μπροστά σε μια απέραντη κόκκινη Ανατολή στη Λέσβο, όταν γλυκοχαράζει από Μέγα Βάθη, να καταλάβω ότι αυτή η άκρη της γης υπάγεται σε δυο ενδοχώρες, τη Μικρασιατική και τη Βαλκανική και πως εδώ μέσα γίνεται η μίξη. Θα προσπαθούσα να καταλάβω πώς αυτός ο μικρός λαός με την τόση αγάπη για αλληλοσπαραγμό καταφέρνει και επιβιώνει επί τρεις χιλιάδες χρόνια. Θα έψαχνα την ύπαρξη ενός τόσο δυνατού κυττάρου στο τοπίο που μιλάει πάντα χαμηλόφωνα αλλά καταλυτικά, την ιδιοσυστασία των χωμάτων, τη φύση των πετρωμάτων, την κατεύθυνση των θαλασσίων ρευμάτων και την καταγωγή των ανέμων. Και κατόπιν, πίσω στην Αθήνα, οι Έλληνες φίλοι μου θα μου εξηγούσαν τι ήταν αυτά που είχα δει. Κατάπληκτος θα έμενα από το πόσο καλά ήξεραν τον τόπο τους και από το πόσο βαθιά προχώραγαν οι ρίζες τους στο παρελθόν. Με αγαλλίαση θα παρατηρούσα τη βελόνα της συζήτησης να ακολουθεί αλάνθαστα τη μυστική αλληλουχία των πραγμάτων. Αίφνης ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας θα μου εξηγούσε μπρος σ’ ένα φρεσκοαρχινισμένο τελλάρο πως τα πάντα είναι σχέδιο και πως ακόμα και το χρώμα υπάγεται στο σχέδιο κι εγώ θα του αντέτεινα πως οι ανεξέλεγκτες χρωματικές εκρήξεις εξαναγκάζουν το σχέδιο να ανασυνταχθεί. Έτσι θα κλείναμε αυτή τη θαυμάσια κουβέντα έχοντας τη αίσθηση πως το σχέδιο είναι η αιώνια αρσενική Αρχή και το χρώμα η αιώνια θηλυκή. Ο Χατζιδάκις είχε αρχίσει το προσκύνημά του στον κόσμο των καταγωγίων κι έμελλε από ΄κει να φέρει μουσικές που θα μπορούσε να αντέξει το στομάχι αυτών που είχαν αποφασίσει να ξεχάσουν. Κι αν τον έσωσε κάτι, αυτό ήταν το ταλέντο του. Ο Θεοδωράκης θα έβλεπε με δέος τη Μαρία Φαραντούρη να πάλλεται σα χορδή τόξου μες τη μουσική του και ο νεαρός Σαββόπουλος μόλις είχε αφιχθεί με ένα φορτηγό. Όταν η Φλέρυ, κάπου πολύ μακριά ακόμα, εμφανιζόταν κάτω απ’ τα φώτα, τόσο εύθραυστη και μόνη, όλοι ένοιωθαν τη βελούδινη υφή ενός σκοτεινού ρόδου. Αυτό το κορίτσι θα γινόταν κάποτε ο ίδιος ο «Μεγάλος Ερωτικός». Όταν ο Καζαντζίδης και η Μπέλλου τραγουδούσαν, τότε άνοιγε αργά μια από τις πόρτες του Άδη. Και μια νύχτα στου Τσιτσάνη μού έδειξε πώς γίνεται μια μυσταγωγία στις μέρες μας και γαμώ τα πατριαρχεία τους! Έτσι, καθώς οι προηγούμενοι συναντούσαν τους επόμενους, σαν όνειρο… μαλακά και ανεπαίσθητα, άρχιζε η Χαμένη Άνοιξη. Κι άλλες επρόκειτο ν’ ακολουθήσουν. Εν τω μεταξύ, οι Μπήτλς δεν είχαν φτάσει ακόμα για να «μας κρατήσουνε το χέρι» και οι μεγάλοι λαϊκοί κινηματογράφοι ήτανε στις δόξες τους. Στρατιώτες με άρβυλα λυτά και κορδόνια να σέρνονται χαμαί έρριχναν τις τελευταίες στροφές ενός σκυφτού χορού σε φριχτό χαμαιτυπείο δίπλα σε πύλη στρατοπέδου αφήνοντας ένα συρτό ξξξσσς! να φεύγει μέσα από σφιγμένα δόντια. Ναι, ήταν σα να χορεύαν φίδια μέσα στη σιωπή. Κι όμως όλα συμβαίναν με φωνές και βογκητά, «δεν μπαίνω μέσα απόψε!»… και κάτω από ένα υπογάλαζο χυδαίο φως και μέσα στους καπνούς γυάλιζε το στρατοδικείο. Ο δεκανέας και η πουτάνα ήταν παιδιά που μεγάλωσαν στην παραπάνω ρούγα και κάποιος Δαμιανός ήδη εργαζόταν για να δείξει πως ο έρωτας, φριχτός, φτάνει ασθμαίνοντας και σκοντάφτοντας πάνω στις φτέρνες του θάρρους.

    Στις μοναχικές πεζοπορίες μου στη Αττική θα έφθανα από τη Βραυρώνα ως τους κήπους του Αμαρουσίου περνώντας ανάμεσα στον Υμηττό και την Πεντέλη. Τι ψυχική ευφορία θα δοκίμαζα στη θέα του ανασκαλεμένου χώματος των περιβολιών που όσο βάδιζα έδινε τη θέση της στην ευωδία των ολάνθιστων κήπων! Και από τη Μονή Καισαριανής θα κατέβαινα ως τα λαϊκά  χαμόσπιτα του Πειραιά και της Δραπετσώνας κι ως το Πέραμα για να αγναντέψω τη Σαλαμίνα. Ήταν εκεί, στο Πέραμα, τα φτηνομάγαζα, οι παράγκες και η αφεντιά του το τζουκ-μποξ που αλητόπαιδα «χοροπήδαγαν και χαίρονταν πάνω απ’ τα οστά των Περσών». Νέγρικες φωνές, εκατοντάδες χρόνια, «μακρινοί απόηχοι του Χάρλεμ στην Αθήνα». Οι Μούσες ξεχύνονται στον κόσμο πάλι μες από το φτωχό τρίχορδο. Κάποτε, σε πιο μακρινές εξορμήσεις, όρθιος μπρος στον Τύμβο, στην τόσο ειρηνική πεδιάδα του Μαραθώνα. Βουή, φωνές, ατσάλι κρούει πάνω σε ατσάλι, 490 π.Χ.! ...αεράκι περνάει μες από τις φυλλωσιές. Κι άλλοτε, θα ‘παιρνα την Ιερά Οδό ως την Ελευσίνα. Δεν θα ‘ταν παράξενο σ’ αυτούς τους περιπάτους ν’ ακούσω κάποτε το γουργούρισμα του Ιλισσού που τον τράβαγαν να τον φυλακώσουνε βαθιά μέσα στη γη και κάποιες φορές την αλαφροπερπατησιά του Αισχύλου. Ούτε θα ‘ταν σπάνιο κάποια νεανικά πρόσωπα, εργάτες που έσκαβαν σε έναν δρόμο, δυο κοπέλες που πέρασαν γοργά, να μου θυμίσουν άλλα, αρχαία πρόσωπα, ενός λυπημένου νέου ή μιας κόρης από απεικονίσεις αγγείων και τοιχογραφιών μπροστά στα οποία είχα σταθεί σκεφτικός μέσα στη σιωπή μιας πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης. Και μια ή δυο στιγμές ίσως να είχα νοιώσει το βαρύ προαίσθημα, ότι αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου, τα μάτια ενός νεαρού Δόκιμου, ήταν το τέλος ενός μυθικού τοπίου και ότι είχα φθάσει την ύστατη στιγμή προτού ένας ολόκληρος κόσμος οδηγηθεί στο Θυσιαστήριο.

    Σ’ αυτούς τους δρόμους, σ’ αυτές τις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας, θα τριγυρνούσα κι ένα απόβραδο, μες τη μυρουδιά του γιασεμιού, ακούγοντας τα κρυφομιλητά από τις σκοτεινές αυλές με τους βασιλικούς σε ασβεστωμένους τενεκέδες, θα διασταυρωνόμουν με ένα σμάρι κοπελιές που χαιρέτησαν εμένα τον ξένο ξεκαρδισμένες στα γέλια. Ω, πόσο  λαχτάρησα να με είχαν αποκαλέσει με τ’ όνομά μου! Αλλά όχι, η Ελλάδα δεν σ’ αφήνει να μελαγχολήσεις για πολύ. Και η Αθήνα, όπου τα πάντα είχανε συμβεί μέσα στους αιώνες όσο σε καμιά πόλη του κόσμου και κι όπου μεγάλα παιχνίδια είχανε παιχτεί, διατηρούσε τη δροσιά ενός κοριτσιού. Έτσι, ένα βράδυ, αφήνοντας μια ταβέρνα, θα τραγουδούσαμε στους δρόμους του Λυκαβηττού το «Ξανανθίζουν τα ρόδα» και παραθύρια θ’ άνοιγαν ψηλά. Τότε θα ‘ταν που η Ιφιγένεια έγειρε το κεφάλι της στον ώμο μου.

   Εγώ, ένας φυγάς του κόσμου μου, ο φυγόστρατος και λιποτάκτης, το ορεξάτο πουλάρι «με τους μαγικούς πέπλους της ποίησης ακόμα ριγμένους στα βλέφαρά του», σε μια ηλιόλουστη Αθήνα! Σε μια Αθήνα ανεπιτήδευτη που τα πιο σπουδαία κτίριά της ήταν το κτίριο της Βουλής, τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου, η Βιβλιοθήκη, το Ζάππειο και το Αρχαιολογικό Μουσείο. Όλα χαμηλά, λιτά, έχουν κάτι απ’ το σεπτό και διάφανο ερείπιο του Παρθενώνα που σκεπάζει την πόλη κι απ’ τα γαλαζωπά βουνά που την περιτριγυρίζουν και απ’ τη λεπτότητα του αέρα. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ απ’ το βλοσυρό μεγαλείο που έχει καταβαραθρώσει τόσες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Βαριά, ογκώδη, δημόσια κτίρια φτιαγμένα με λεφτά αρπαγμένα από το ταμείο της Γης με την κρυφή πρόθεση να επιβάλλονται και να δοξάζουν το κράτος. Τυχερή η Ελλάδα που την μεγάλη ευρωπαϊκή εποχή είχε τους δικούς της μπελάδες και απείχε της τελευταίας Σταυροφορίας. Ακόμα και στην ξεπεσμένη Λισαβώνα ήταν φανερό, από μια βαριά αρχιτεκτονική, πως πλούτος απροσμέτρητος εισέρρευσε κάποτε από χώρες πέρα απ’ τον ωκεανό. Χάλκινοι καβαλλάρηδες υψώνονται στο θαλάσσιο μέτωπο της πόλης και δείχνουν προς τα δυτικά, προς τα κει που κείτονταν οι πόροι. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, στην αρχή της περιπλάνησής μου, είχα βρεθεί κάτω απ’ το άγαλμα του Καμπράλ και μες τον αχό της θάλασσας και το σκοτάδι ένοιωσα δέος μπρος στο πείσμα της αυτοκρατορικής Ευρώπης. Τυχερή και συνετή η ρακένδυτη Ελλάδα που εμπιστεύθηκε το αρχιτεκτονικό πορτραίτο τής μικρής πρωτεύουσάς της σε κάποιους ευσεβείς και ταπεινόφρονες, σε κάποιους ξένους προσκυνητές που είχαν επιτέλους καταλάβει την αρχαιότητα και τον τόπο και είχαν συνειδητοποιήσει ότι το να κτίζεις σημαίνει να καταφάσκεις. Μακάρια, ακόμα, η φτωχή Ελλάδα ότι γέννησε έναν μύστη που γονατιστός έστρωνε λιθόστρωτα γύρω απ’ την Ακρόπολη απαντώντας για λογαριασμό της σε ‘κείνους τους τρομερούς προγόνους. Έτσι ευτύχησε να έχει την πιο δημοκρατική και ανοιχτόκαρδη πρωτεύουσα της Ευρώπης.

    Θα κύλαγα λοιπόν κι εγώ μέσα στις διαδηλώσεις για τη Δημοκρατία. Μαζί με το ξαναμμένο πλήθος. Ο ήχος όμως, ο ξερός, απ’ το κρανίο του Γρηγόρη Λαμπράκη που συντρίβεται από σιδερολοστάρι σ’ ένα λοξό δρομάκι της Θεσσαλονίκης θα με ξύπναγε από τις ονειροπολήσεις μου και θα πολλαπλασιαζόταν μέσα μου με άπειρη ηχώ· αδύνατον να ξεφύγεις από την Ιστορία! Και αν η σύγχρονη Αθήνα έπαιρνε τη ρεβάνς για την παλιά της ήττα για να γίνει ξανά η πρώτη πόλη της Ελλάδας, αυτάρεσκη και κυριαρχική, (Α, δεν υπάρχει άλλη πόλη στον κόσμο τόσο αινιγματική…), σε μια χώρα που ζούσε στη σκιά ενός αλλοτινού εαυτού, σ’ αυτή τη σκιά έψαχνα εγώ, σίγουρος πως εκεί χάθηκε το παντοτινό κλειδί. Κι αν η κραταιά πόλη έδειξε πως και η Δημοκρατία μπορεί να αποβεί ένα εγκληματικό καθεστώς και (όπως μου εξήγησε ένα βράδυ στο Παρίσι ο εξόριστος Κ.Π.)  κάποιοι κρυφοί κηδεμόνες έπρεπε να τη σταματούν, αφού χάθηκε η Πόλις που σηκωνόταν όρθια εμπρός στην τραγωδία ώσπου έγινε η ίδια τραγική κάποιοι έπρεπε να είναι οι παραστάτες στη νέα γέννα. Ποιοι άλλοι μπορεί να ήταν αυτοί παρά οι ποιητές! Αν κάποιοι άνθρωποι χρειάστηκαν κάποτε για να μαζεύουν την έπαρση και την αλαζονεία, οι ίδιοι έπρεπε τώρα να πολεμήσουν τη στάχτη και την αμφιβολία. Αυτούς τους ποιητές, τους νηφάλιους απεγνωσμένους, τους περήφανους μοναχικούς, που στην αγρύπνια τους αποζητούσαν μια χαμένη πατρίδα, θα προσέγγιζα εγώ, έναν-έναν, για να διαπιστώσω πως με πόνο έψαχναν τη μάνα και εύρισκαν τη μητριά.

                                     ……………………………………

    Και να, εκεί, μπροστά, ένας μοναχικός πεύκος κι από κάτω δυο-τρεις οικογένειες με ένα σωρό παιδιά είχαν μετά το μπάνιο στρωθεί να φαν για μεσημέρι. Με τρόπο ζεστό και ανεπιτήδευτο μας προσκάλεσαν να κάτσουμε μαζί τους. «Καθίστε να πιούμε ένα γεμάτο!», έτσι είπαν.  Ήταν καταφανώς εργατικοί, τεχνίτες και άνθρωποι που τους δυνάστευε η οικονομία, αλλά αν έριχνες μια ματιά στα σώματά τους και τον τρόπο τους δεν γινόταν να λαθέψεις, αυτοί της αντέτασσαν με πίστη μια δική τους ψυχική οικονομία. Μας τράταραν έναν μεζέ και ήπιαμε μερικά ποτηράκια· στον τρύγο, στις δουλειές, στον γάμο μιας Κόρης, στο απέραντο καλοκαίρι και στην υγεία των παρευρισκομένων. Σε λίγο ένας απ’ τους άνδρες, μειδιώντας ελαφρά, τράβηξε μια νταμιτζάνα με ρετσίνα απ’ τα Μεσόγεια και μας γέμισε τα ποτήρια. Μετά όλοι μαζί τα υψώσαμε προς ένα νοητό κέντρο - αυτό που χρόνια έψαχνα να βρω - και κάναμε μια στεντόρεια πρόποση: ΖΗΤΩ Η ΣΑΠΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ 2021!

                                                                              Β.Η.