Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

…ξημερώνοντας 25η Μαρτίου.




     Η Αθήνα καταστράφηκε συστηματικά απ’ αυτούς που ήρθαν 
να την κατοικήσουν δίχως να την αγαπούν.
     
Στην Μύκονο, και σε κάθε Μύκονο που την ακολούθησε, διέλυσαν τις ξερολιθιές, παντελώς ανυποψίαστοι γι αυτό που κατέστρεφαν. Η κάθε ξερολιθιά, κάθε μια μόνη κι όλες μαζί, όπως χώριζαν το τοπίο μέσα στον ήλιο του μεσημεριού, ήταν ένα σπάνιο μάθημα πάνω στο έργο που επιτελεί το φως και η σκιά. Πρέπει να υπήρξαν δάσκαλοι που λυπήθηκαν για τη χαμένη ευκαιρία, να δείξουν το έργο του φωτός μέσα σε τέτοιο περιβάλλον. Να δείξουν δηλαδή πώς η σκιά δίνει μορφή στο φως αποτελώντας το όριό του. Και να δείξουν ότι το φως χωρίς το αντίθετό του, τη σκιά, είναι βία χωρίς ανάπαυση, σκληρότητα δίχως εξιλέωση. Και να σημειώσουν ότι κάθε ξερολιθιά είναι μια αξεπέραστη «διπλωματική» πάνω σ’ ένα συνδυασμό τεχνών, του μυστηρίου της ζωής συμπεριλαμβανομένου.
Σ ’όλο το Αιγαίο ο νεοπλουτισμός επιτέθηκε στη νεολιθική απλότητα. Σ’ ολόκληρη την Ελλάδα διεξήχθη ένας παλλαϊκός πόλεμος ενάντια στη μνήμη και το χώμα.
      Ακόμα και το βλέμμα έγινε σπάνιο. Μέχρι πρόσφατα μπορούσες να συναντήσεις βλέμματα όπου μέσα τους έβλεπες ένα τοπίο, όπου μέσα τους υπήρχε η Ιστορία. Τώρα τέτοια μάτια χάνονται… Έπρεπε όμως πρώτα να χαθεί η διαύγεια. Δηλαδή οι άνθρωποι που γνώριζαν τη θέση τους στον κόσμο και το έργο που είχαν κληθεί να επιτελέσουν. Οι άνθρωποι που ήταν συνδεδεμένοι με τις βαθύτερες πηγές της ύπαρξης. Το χώμα, τους καιρούς, τη λάσπη. Που στα κατώγια τους τα χαράματα μουγκάνιζαν τα ζώα. Που διωγμένοι κουβάλησαν αντί άλλης περιουσίας τυλιγμένα κόκκαλα. Που πήγαν στις ξένες φάμπρικες ντυμμένοι με μια φωνή που τραγούδαγε την ξενητειά. Χάθηκαν αυτοί που γνώριζαν τον πόνο. Ο πόνος λεπταίνει τον άνθρωπο. Χάθηκαν τέλος αυτοί που είχαν την τύχη να τον μοιράζονται με τους ομοίους τους .
Δεν είχε έρθει ακόμα η εποχή των πραγματικά ξερριζωμένων, αυτών που είναι τουρίστες του χρόνου που τους δόθηκε σε τούτη τη ζωή και αμήχανοι επιβάτες της Ιστορίας. Δεν είχε έρθει ακόμα η εποχή του φευγαλέου βλέμματος που κάνει ένα γρήγορο:  σάρωμα – επιλογή - απόσβεση.
Παρ ΄όλα αυτά – και μέσα σ΄ αυτές τις τρεις λέξεις κρύβεται και ενεδρεύει η Ιστορία, μιας και αυτές οι τρεις λέξεις είναι ακριβώς ο άνθρωπος, γιατί ο άνθρωπος είναι το ον που κάποια στιγμή κάνει αυτό που δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί - Παρ’ όλα αυτά, λέω, δε χαθήκαν όλα.
Η ελληνική γλώσσα, αυτό το επικίνδυνο και μολυσματικό όργανο, παραμένει ζωντανή. Η Λαϊκή μουσική, η Δημοτική μουσική, η Ποίηση, η λαϊκή μαγειρική- των φτωχών φαΐ - λάδι, άρτος και κρασί, η αίσθηση της Ιστορίας, η ανάγκη για την Πόλη και την Αγορά, όλος ο Εθνικός Πλούτος, έστω και αποδυναμωμένος, παραμένει ενεργός σε βαθμό που δεν μπορεί να διανοηθεί κανένα απ’ τα Δυτικά Έθνη.
Η αλλοτρίωση εδώ, προχώρησε λιγότερο από αλλού όπου μερικές φορές η κατάσταση είναι αποκαρδιωτική. Η Ελλάδα είναι πολιτιστική υπερδύναμη.
Στις δύσκολες εποχές που ήλθαν έχει χώρο να υποχωρήσει και να κρατηθεί. Έχει και την«παράδοξη» δυνατότητα να παίξει σημαντικό ρόλο.
Γι’ αυτό ελπίζω η κρίση να προλάβει να περισώσει ό,τι τόσα χρόνια ροκανίζει η ανάπτυξη. Και εύχομαι, ζυγίζοντας τις λέξεις, την καταρράκωση των ελπίδων. Εύχομαι να χαθούν τα ασημένια ρούχα, να καταπέσουν τα φτιασίδια, ν΄ απομείνει αυτός ο λαός γυμνός. Γιατί τριάντα χρόνια τώρα, είδα μπουκιά-μπουκιά το φαΐ που έτρωγε και ρούχο-ρούχο τη φορεσιά που τον έπνιξε.
Έρχεται η σκοτεινή γενιά που μιά στιγμή θα αστράψει. Αυτοί θα είναι οι τιμωροί. Υπάρχουν επίσης άνθρωποι που ακόμα τους ακολουθεί ο ίσκιος τους και κρυφά και χαμηλόφωνα συνομιλούν μαζί του. Υπάρχει κι ένας τόπος που στέκει αμίλητος.
Μέσα σε μαγεμένο τόπο ορκίζομαι στη συνάντηση των δύο.
                                        
                                                                                                              Β.Η
           από τον "Πύραυλο των Υπογείων"
                      24 Μαρτίου 2011 

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

Απώλεια αγαθού - Εύρεση εαυτού



    Κατεβαίνω την Ιπποκράτους με το λεωφορείο Νο 21. Είναι μεσημεράκι, βιαστικός πάω για δουλειές. Το λεωφορείο κάνει στάση στην Καλλιδρομίου. Οι πόρτες ανοίγουν, άνθρωποι κατεβαίνουν - άνθρωποι ανεβαίνουν. Στα λίγα δευτερόλεπτα που οι πόρτες μένουν ακόμα ανοιχτές κι ελεύθερες από κόσμο, βλέπω την εξής σκηνή: Δυό ηλικιωμένοι άντρες όρθιοι στη στάση κουβεντιάζουν. Πίσω τους μιά γυναίκα κάθεται στον πάγκο. Ακούω τον έναν απ’ αυτούς, έναν τετράγωνο κι ευρύστερνο, γεροδεμένο γκριζομάλλη, με δυνατή φωνή, χειρονομώντας πλατιά, να λέει στεντόρεια: «Ήταν φιλάσθενος και δεν ήθελε να πάει και τους λέει: ελάτε να καταμετρήσουμε το πολεμικό υλικό…» Είναι σαν να βρίσκομαι σε θεατρικό εξώστη και να βλέπω κάτω στη σκηνή. Μετράω το ενδεχόμενο να κατέβω για να παρακολουθήσω τη συζήτησή τους. Η ένταση ανεβαίνει κατακόρυφα. ΄Κεινες τις στιγμές που οι πόρτες είναι ακόμα ανοιχτές, σα να μου φωνάζανε, σα να περιμένανε εμένα, διστάζω. Σκέφτομαι ποιες απ΄ τις δουλειές μου παίρνουνε αναβολή, πώς θα αλλάξω τα σχέδιά μου. Οι πόρτες κλείνουνε με πάταγο. Το λεωφορείο ξεκινά κι εγώ γίνομαι ξαφνικά φυλακισμένος. Νοιώθω την περιέργειά μου να φουντώνει και να χύνεται στις φλέβες μου σα θυμωμένη διαδήλωση. Εγκλωβισμός! Τα βάζω με τον εαυτό μου: Πώς την έπαθα έτσι σήμερα! Εμένα δεν μου ξεφεύγουν ποτέ τέτοιες ευκαιρίες! Εν τω μεταξύ η φαντασία μου καλπάζει.
    Στην επόμενη στάση- Διδότου- κατεβαίνω σαν αυτόματο και το «κόβω» πίσω με τα πόδια. Σκέφτομαι τον χρόνο που περνάει και την ιστορία που χάνεται. Στο μέσον της απόστασης βλέπω το 025, που πάει Βοτανικό, να κόβει «μέσα» και να «πιάνει» στην πάνω στάση σαν φέρρυ μπόουτ που πιάνει σε νησί. Α, δεν πάμε καλά! Καθόλου καλά! Ταχύνω κι άλλο το βήμα, ανοίγω και άλλο τον βηματισμό, ενώ το λεωφορείο περνάει βουίζοντας πλάι μου.
    Μου φάνηκε πως τους είδα μέσα. Και τον γκριζομάλλη στριμωγμένο μες το  σκοτεινό πλήθος των επιβατών να σηκώνει το χέρι προς χειρολαβή. Ανοίχτηκα στη μέση της Ιπποκράτους για να ιδώ καλύτερα τη στάση. Με την ψυχή στο στόμα! Ο πλοίαρχος Σκοτ δεν πρέπει να  ένοιωσε μεγαλύτερη ματαιότητα λίγες εκατοντάδες μέτρα από τον Νότιο Πόλο βλέποντας  μια κόκκινη κουκκίδα (η Νορβηγέζικη σημαία?) μες τη χιονισμένη απεραντοσύνη- σημάδι ότι ο ανταγωνιστής του, ο Roald Amundsen, τον είχε προλάβει. Φτάνω στη στάση και την βρίσκω άδεια.
    Κανείς! Βηματίζω πάνω-κάτω στο έρημο πεζοδρόμιο εν πλήρει απωλεία. Στήνω αυτί προσπαθώντας να ακούσω τον αντίλαλο από τα λόγια που ειπώθηκαν εκεί πριν από 5 λεπτά. Τα κρύα μέταλλα της στάσης παραμένουνε βουβά, οι πλάκες του πεζοδρομίου αδιάφορες. Δεν μπορεί, κάπου πρέπει να αιωρούνται τα λόγια, έστω και για λίγο, πριν αρχίσουν το ατελείωτο ταξίδι τους για το άπειρο. Τίποτα! Και οι άνθρωποι που μοιράστηκαν την ιστορία για πάντα χαμένοι μέσα στην τεράστια πόλη. Σκύβω το κεφάλι και νοιώθω να μαζεύω…
    Παίρνω το επόμενο 025 που έρχεται σε λίγο να με περιμαζέψει. Όρθιος μες το λεωφορείο αρχίζω σιγά-σιγά να συνέρχομαι… για μιά ακόμα φορά καταλαβαίνω: το να χάσω το τηλέφωνό μου, την ταυτότητά μου ή μερικά λεφτά δεν θα μου είχε προκαλέσει περισσότερη συντριβή. Είμαι ένας άνθρωπός των ιστοριών. Και οι ιστορίες είναι η πραγματική δουλειά μου. Αναπνέω μέσα απ’ αυτές και πάνω σ’ αυτές πνέω.
    Είναι κι αυτό μια παρηγοριά, μέσα στην απώλεια να σού δίνεται η ευκαιρία να ψηλαφίσεις το αληθινό σου πρόσωπο.
                                                                                                                        Β.Η