Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Ευχές και Κατάρες για την καινούρια χρονιά!

    Εύχομαι την πτώση όλων των κυβερνήσεων, ολόφωτους δρόμους να καίγονται, την καταστροφή της Παγκόσμιας οικονομίας και την ολοκληρωτική διακοπή ρεύματος!
    Εύχομαι απρόσμενες συναντήσεις, συζητήσεις σε κουζίνες, την επιστροφή μιας φίλης επιτέλους χαρούμενης και την επανεμφάνιση της Δημοκρατίας!
    Εύχομαι την επιστροφή του Αιμιλιάνο Ζαπάτα  που μέσα στην Παγκόσμια συσκότιση αναγγέλλει ψιθυριστά το τέλος μιας κακής εποχής!

    Ονειρεύομαι ένα τόπι που κύλησε στην ερημιά, ένα μικρό αγόρι που ήρθε τρέχοντας να το ψάξει και βρέθηκε αντιμέτωπο με το λάλημα πουλιού και γέλια κοριτσιών που είναι η Ναυσικά και οι φίλες της.

    Ονειρεύομαι έναν νεαρό που βγαίνει, συνοδεία, από ένα επίσημο κτίριο στο Λονδίνο, επιβιβάζεται σε μια λιμουζίνα, οδηγείται στο αεροδρόμιο, ταξιδεύει ώρες πολλές μέσα στη νύχτα, και, αποβιβάζεται ενώ ξημερώνει, σε ένα άλλο μέρος του κόσμου.
    Λεπτόκορμοι φοίνικες ξεπροβάλλουν μέσα στην αυγή μαζί με πυροσβεστικά οχήματα παλιότερων καιρών. Κατεβαίνει τη σκάλα του αεροσκάφους και περπατάει στο διάδρομο προσγείωσης, προς τα χαμηλά κτίρια, ενώ ένας βαθμοφόρος με πράσινη χακί στολή, τζόκεϋ, και το περίστροφο να κουνιέται στη μέση, βαδίζει προς το μέρος του, με το χέρι απλωμένο για χειραψία, και χαμογελώντας πλατιά λέει:  Señor Julian Assanz, Bienvenido a Cuba!

                                                                                                  Β.Η


Υ.Γ.  Χιονίζει! Αυτά ευχήθηκα για το 2014, από τον Πύραυλο των Υπογείων. Δεν έχω κάτι διαφορετικό για το ’16, πέρα από την ελπίδα, ότι αυτά τα δύο χρόνια μας έκαναν λίγο πιο σκεφτικούς, λίγο πιο χαρούμενους και καλαμπουρτζήδες, λίγο πιο… απλοϊκούς!

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

...γιορτές και γιορτές

Σαν τυλίχτηκε στις φλόγες
το Δένδρο στην πλατεία Συντάγματος
κι άρχισε να φουντώνει για τα καλά
όλοι κατάλαβαν πως ένα γεγονός
είχε συντελεστεί
Ο θάνατος των Χριστουγέννων
ήτοι: της μεγάλης αθεϊστικής
γιορτής του καπιταλισμού
Δεν ήταν το τέλος μιας
αυταπάτης
ήταν ο θάνατος της
προσποίησης
Εξ ου και το
Πένθος
                                                              
                                                          


                                                                                                          Β.Η

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Σε αναζήτηση του Μούσταμπά Ματχαμπανί


    Παγώσαμε όλη τη μέρα στα σύνορα. Γυρίσαμε στη Θεσσαλονίκη κατά τις 8 το βράδυ, φτιάξαμε τραχανά, ήπιαμε κόκκινο κρασί και σε μια στιγμή, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια μας, ο Γαβριήλ είπε με πρόσωπο που έλαμπε: Τι γεμάτη μέρα!  Έτσι κι εγώ γύρω στις 10 και μισή δήλωσα ότι υποφέρω από μια σπάνια πάθηση που λέγεται ευτυχία και ξάπλωσα στον καναπέ αγκαλιά με ένα βιβλίο.
                                                        …………………………………
    Ξεκινήσαμε πρωί, ο Γαβριήλ κι εγώ, και ήταν για την καλή μας τύχη που το προηγούμενο βράδυ είχαμε συναντήσει τον Γουλάμ τον Αφγανό ο οποίος ζήτησε να ‘ρθει μαζί μας. Έχοντας ζήσει τα παιδικά του χρόνια στο Ιράν, πρόσφυγας μαζί με τους γονιούς του, μιλάει Φάρσι, λίγα αραβικά καθώς και δυό από τις αφγανικές διαλέκτους, Παστούν και Χαζάρα, και επίσης αρκετά καλά ελληνικά. Οπότε θα είχαμε έναν ανεκτίμητο, κυριολεκτικά «πρώτης τάξεως»  διερμηνέα που στο ταξίδι απεδείχθη και καλός στην παρέα. Ένα ζευγάρι Ισπανών αλληλέγγυων, που επέστρεφε από την Θεσσαλονίκη, προστέθηκε την τελευταία στιγμή.
    Δώδεκα χιλιόμετρα απ’ τα σύνορα, στο Πολύκαστρο, μια κωμόπολη που κάποτε την ήξερα καλά, πήραμε πληροφορίες: ήταν αδύνατο να περάσουμε απάνω. Πήραμε επαρχιακούς δρόμους για να αποφύγουμε τα μπλόκα. Ευτυχώς ήξερα κάπως την περιοχή αφού σαν έφηβος είχα ζήσει γύρω από τον Αξιό. Έτσι, αφήνοντας το δρόμο που πήγαινε στο Χαμηλό, φτάσαμε μπρος στην Ειδομένη  για να παραστούμε στη διάλυση του προσφυγικού καταυλισμού.
    Εκεί, παράμερα από τον τελευταίο έλεγχο, κάναμε ένα είδος πολεμικού συμβουλίου και αποφασίσαμε να χωριστούμε. Εμείς οι τρείς θα πηγαίναμε με το αμάξι και οι Ισπανοί θα δοκίμαζαν μισή ώρα αργότερα να περάσουν με τα πόδια. Οι τρείς μας υποτίθεται ότι ψάχναμε κάποιον Μούσταμπά Ματχαμπανί, Πέρση υπήκοο για τον οποίο είχαμε μόνο ακουστά από τους Ισπανούς που τον είχαν γνωρίσει μες το στρατόπεδο και είχανε βγάλει μαζί φωτογραφίες. Ο Γουλάμ θα ήτανε ο ξάδελφός του και ακόμα βοηθός και μαθητής δικός μου στην …αγιογραφία και ο Γαβριήλ, φίλος μου και ο οδηγός μας. Ο Γουλάμ κοίταξε καλά τις φωτογραφίες του Πέρση στην κάμερα των Ισπανών. Ήτανε μια ευγενική φυσιογνωμία με πλατύ μέτωπο και γυαλιά. «Γύρω στα 35», είπε ο Ισπανός, «αλλά φαίνεται μεγαλύτερος από την ηλικία του».
    Μόλις ξεπεζέψαμε από το αυτοκίνητο μέσα σε εκατοντάδες αστυνομικούς τόσο που μαύριζε ο τόπος, μας άκουσαν και ένας κατώτερος βαθμοφόρος μας έφερε μπρος σε έναν Αστυνόμο. Μας πίστεψαν ή όχι πάντως μας κατέστησαν σαφές και σε τόνο αυστηρό ότι έπρεπε να σταθούμε δίπλα στον διάδρομο με το συρματόπλεγμα που οδηγούσε από το εσωτερικό του καταυλισμού στα λεωφορεία και να περιμένουμε τον άνθρωπό μας να μπεί στην ουρά. Από μέσα έφερναν συνεχώς, μέσα στον διάδρομο, ανθρώπους κατά ομάδες στο ρυθμό που γέμιζαν τα λεωφορεία.
    Τους είχαν αιφνιδιάσει αξημέρωτα με άρβυλα και φωνές. Πρώτη δουλειά ήταν να μαζέψουν αλληλέγγυους και δημοσιογράφους και να τους ξαποστείλουν. Έτσι ακόμα και οι πιο ζωηροί, που ήτανε οι Ιρανοί, ακάλυπτοι από δημοσιότητα και από τη συμπαράσταση των συμπαθούντων κατάλαβαν καλά ότι κάθε αντίδραση θα αντιμετωπιζόταν με την ανάλογη βία. Από κει και πέρα η μακρόχρονη αναμονή, το άγριο κρύο και η απουσία πρωινού έκαναν τη δουλειά τους. Αυτή ήταν η στιγμή της ήττας του Ευρωπαϊκού τους ονείρου.
   Έτσι στεκόμασταν μπρος σε μιά ουρά  που κύλαγε διαρκώς και δεν φαινόταν να τελειώνει. Και πέρναγε μπροστά μας όλη η Μέση και η Εγγύς Ανατολή, όλο το Κέρας της Αφρικής και το Μαγκρέμπ. Kι έρχονταν οι Σομαλές με τις λεπτές φυσιογνωμίες τους μέσα σε βαθυγάλανα καφτάνια που άφηναν, ένα γύρο μόνο, το σκούρο πρόσωπο ακάλυπτο, ακόμα και οι άντρες λεπτοί και λυπημένοι, όλοι πολύ νέοι με αναρίθμητα παιδιά. Ναι, το ήξερα ότι σ’ όλη την παλιά Αβησσυνία κατοικεί ένας λαός Ευγενών! Κι έρχονταν οι Μαροκκάνοι, οι πιο πολλοί νεαροί, μερικοί με όψη σκληρή, τούτοι είχαν κάποια οργή, αλλά και ποιος τους άκουγε! Ίσως μόνο εμείς που είχαμε γίνει κάτι σαν ένα γραφείο παραπόνων… και ποιο το όφελος!
    Και λιγοστές οι γυναίκες τους, καταπτοημένες, σπρώχνανε και τραβάγανε παιδιά και μες το πλήθος ένας πατέρας έσπρωχνε ένα παιδικό καροτσάκι πάνω στο ανώμαλο έδαφος με ένα μωρό τυλιγμένο σε μια καρώ κουβέρτα. Και πιο πίσω, Πακιστανοί ήσυχοι και φοβισμένοι, και Πέρσες, πολλοί από τους νέους αγριεμένοι, μερικοί ήταν τσογλανόφατσες και ειρωνεύονταν και άλλοι, μεγαλύτεροι, σιωπηλοί και σκεφτικοί. Και νεαρές οικογένειες ανάκατα. Κι όλη αυτή την ώρα ο Γουλάμ λάλαγε σαν πολυβόλο, πέρσικα, αραβικά, αφγάνικα. Απαντούσε σε ό,τι τον ρωτάγανε και ταυτόχρονα μετέφραζε σε μας, κανείς τους δεν ήξερε πού τους πάνε, μερικοί μιλούσαν αγγλικά, με ρωτούσαν αν έχει στρατόπεδα στην Ελλάδα – παντού όπου μίλησα με πρόσφυγες η ίδια ερώτηση επανέρχεται με κρυφό φόβο. Αυτή, κι επίσης αν γίνονται απελάσεις. Έπειτα, αν είναι ακριβή η Ελλάδα, πόσο είναι τα νοίκια, αν υπάρχουνε δουλειές, αλλά τούτο το τελευταίο το ρωτάγαν έτσι! Ξέρανε πολύ καλά - ήτανε πληροφορημένοι. Κι ένας Πέρσης ηλεκτρολόγος – μετέφραζε ο Γουλάμ – νέος ακόμα αλλά με χιλιοσκαμμένο πρόσωπο που έφευγε με τη γυναίκα του και δυό γιούς εφήβους είπε, τίποτα δεν είμαστε, ένα μηδενικό είμαστε! Κι άλλοι ρώταγαν, όλοι μαζί, τι σήμαιναν τα δακτυλικά αποτυπώματα που τους πήραν κι αν αυτό θα είχε στο μέλλον επιπτώσεις.
    Θα μπορούσε όλη αυτή η παρέλαση εθνικοτήτων, προσώπων, χαρακτήρων και ενδυμασιών να ‘τανε μια παρέλαση καρναβαλιού στο Ρίο, ναι, μερικοί γελούσαν και θορυβούσαν αλλά ήτανε το κρύο, η κακομοιριά και οι κουβέρτες. Οι γκρίζες κουβέρτες! Αυτές που τους μοιράσαν οι Υπηρεσίες στα νησιά σα βγήκαν απ’ τη θάλασσα. Και πάνε να γίνουν οι κουβέρτες αυτές ό,τι πλησιέστερο υπάρχει προς το κίτρινο αστέρι σε τούτον τον αιώνα! Ναι, χρειάζεται να’χεις κακή τύχη για να κρατάς τα υπάρχοντά σου, να φοράς όλα σου τα ρούχα και από πάνω μια κουβέρτα. Και η βουή του άτακτου πλήθους που το στοιχίζουν και το σαλαγάνε!
    Και οι κουβέντες που πιάναμε διακόπτονταν ξαφνικά γιατί έπρεπε να προχωρήσουν κι άλλοι φτάνανε μπροστά μας. Και έτρεχαν οι προηγούμενοι να προλάβουν την πόρτα του λεωφορείου που έκλεινε και ένας από τους κέρβερους φώναζε στους μπάτσους που ξεκινάγαν και σταματάγαν την ουρά: Κόψε! Και έβαζαν τις φωνές μερικοί από μέσα απ’ τη γραμμή: Family! Family! Τότε γινόταν αναταραχή γιατί έπρεπε να κατεβάσουνε καμπόσους και να ανεβάσουνε τους άλλους που σπρώχνανε μέσα στην ουρά, τρέχοντας με τους μπόγους, για να μην χωρίσουν οικογένειες. Ξώμεινε κι ένας νεαρός που έκλαιγε σα μικρό παιδί και μιλούσε αραβικά κι έμοιαζε μαστουρωμένος, ή κάτι άλλο, κι ένας θεόρατος με πολιτικά που φαινόταν επικεφαλής ζήτησε διερμηνέα και σπρώξαμε μπροστά τον Γουλάμ, και βγήκε ότι είχε χάσει μέσα σε 5 λεφτά τους γονιούς του και συνέχιζε να κλαίει γοερά αλλά τίποτα δεν μπορούσε να γίνει. Και σε μια στιγμή ο επικεφαλής είπε «τι να πω ρε παιδιά, αυτός μου φαίνεται κομμάτια!» κι ένας άλλος είπε «μαζεύτε τον γιατί θα τις φάει τις μάπες του!»  
    Με λίγα λόγια, σε κανένα Δυτικό κοινό δεν θα επιφυλασσόταν τέτοια μεταχείριση άρα ήταν εμφανές ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν χάσει τα δικαιώματά τους. Δεν ήταν ότι τους φερόντουσαν απάνθρωπα, κάθε άλλο, μόνο ήταν που τους μεταχειρίζονταν σαν μάζα. Ανθρώπινο πολτό, ανεπιθύμητο και μάλλον επίφοβο. Συνεπώς δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για ανθρώπινα δικαιώματα. Μόνο για έλεος! Άρα είχε δίκιο ο ηλεκτρολόγος σ’ ό,τι είχε πει!
     Μεταξύ μας βέβαια, δεν ξέρω τι είναι καλύτερο: να σου συμπεριφέρονται με προσποιητή ευγένεια, καλούς τρόπους και προσχήματα σαν να είσαι ο καλύτερος πελάτης, ενώ είναι σε όλους γνωστό ότι αν σφίξουνε τα πράγματα θα σε χώσουν μες τη μηχανή ή, έτσι απροσχημάτιστα, να σου λένε ότι είσαι ένας ασήμαντος. Σε αυτή την περίπτωση τουλάχιστον μπορείς να διακρίνεις εύκολα τους καλούς απ’ τα καθίκια.
    Όπως ένας Παλαιστίνιος διερμηνέας που τον είχαν φέρει για τους αραβόφωνους, ο οποίος ήταν ντυμένος σχεδόν στρατιωτικά και περιφερόταν σαν αφεντικό μιλώντας υποτιμητικά και με μπόλικη ειρωνεία και το μάτι του έκοβε δεξιά κι αριστερά σαν κοπίδι. Μαϊμούδιζε τ’ αφεντικά ενώ υπήρχαν μπάτσοι που συμπεριφέρονταν με μιά στοιχειώδη, αν και συγκεκαλυμένη, καλοσύνη. Αυτός όμως ήτανε σωσμένος. Ό,τι πλησιέστερο προς τους κάπο των παλιών καλών στρατοπέδων συγκέντρωσης.
    Όσα είχαν γίνει θα μπορούσαν να ‘ναι αρκετά κι όσο έπεφτε ο ήλιος το κρύο προχώραγε στα τρίσβαθα αλλά, για κάποιο λόγο που δεν ξέραμε, είχαμε τάξει στους εαυτούς μας να βρούμε τον Πέρση Μούσταμπά. Ίσως και να του το οφείλαμε. Κι ακούστηκε σε μια στιγμή ότι ο καταυλισμός είχε αδειάσει και οι τελευταίοι προχωρούσαν στην γραμμή. Ο Γουλάμ περπάτησε μέχρι την αρχή της κι ακούσαμε φωνές. Ο άνδρας της φωτογραφίας στεκότανε εκεί μαζί με τους τελευταίους. Μαυροντυμένος, κρατώντας ένα σακκίδιο, με στοχαστική έκφραση και ένα αδιόρατο χαμόγελο. Είπε ότι δεν τους φερθήκαν άσχημα πέρα από κάτι σπρωξίδια και κάτι σχισίματα σκηνών με μαχαίρι, είπε ότι όλο αυτό τον καιρό υπήρχαν συμμορίες μέσα στο στρατόπεδο κι ότι οι Αφγανοί έρχονταν συχνά στα χέρια με τους Ιρανούς, ότι κυκλοφορούσε πολύ ναρκωτικό, δεν ήξερε ποιοι το μπάζανε αλλά η διακίνηση ήτανε στα χέρια των Μαροκκάνων, ότι η κατάσταση εκεί μέσα θύμιζε γκέττο, ότι οι οικογένειες και οι αδύναμοι προσπαθούσαν να επιβιώσουν όπως-όπως κι ότι ήτανε ανακουφισμένος που όλο αυτό τελείωνε. Είπε ότι όλο τον καιρό καίγανε σανίδια και πλαστικά και δεν μπορούσες ν’ αναπνεύσεις, αλλά η θερμοκρασία πιά έπεφτε τις νύχτες πάρα πολύ και σε λίγο θα είχανε νεκρούς. Μόνο τις τελευταίες μέρες οι Σουηδοί φέρανε δυό τρία φορτηγά ξύλα αλλά και πάλι κανείς δεν μπορούσε να ζεσταθεί μέσα στις σκηνές. Είπε ακόμα πως κανείς δεν θα ‘πρεπε να εξαναγκάζεται να βγει στο δρόμο αν δεν το θέλει κι ότι η πατρίδα τελείωσε για αυτόν κι απ’ όσα είχε δει, όλο τον καιρό που περπατάει, Πατρίδα δεν υπάρχει για κανέναν. Όλα αυτά χωρίς να εγκαταλείψει ούτε στιγμή τον ήσυχο τόνο κι εκείνο το αχνό χαμόγελο. Λες και δεν μίλαγε ένας άνθρωπος που βάδιζε σημειωτόν με μία κουβέρτα περασμένη γύρω απ’ το λαιμό, που πείναγε και κρύωνε, αλλά λες και ήταν καθισμένος μες την ησυχία και την ζεστασιά ενός μακρινού σπιτιού στο οποίο δεν είχε ακόμα φτάσει. Σαν δηλαδή να μίλαγε απ’ το μέλλον. Κι όλα γύρω σαν να τυλιχτήκανε σε κάτι που ήταν ήδη Μνήμη.

    Δεν έμενε τίποτα άλλο πια σ’ αυτό το τέλος της ημέρας. Μόνο ο άδειος ουρανός, η μοναξιά των συνόρων και τούτος ο άνεμος που χρόνια δεν μου ‘χε έρθει στο μυαλό. Που σαν Δράκοντας κατέβαινε, όπως τότε, μέσα από την κοιλάδα του Αξιού.
    Τον ξανάβρισκα! Ή ίσως με ξανάβρισκε αυτός! Ποτέ μας δεν ξεχνάμε.
   
    Φύγαμε προσπερνώντας μια μακριά φάλαγγα από κλούβες, λεωφορεία και περιπολικά που ακολουθούσαν ένα τζιπ με αναμμένο τον προβολέα ενώ σουρούπωνε. Όλοι αυτοί, διωγμένοι από παντού – τέρμα για αυτούς Ευρώπη – οδηγούνταν γήπεδο Τae Kwon Do, Αθήνα. Τη στιγμή που φεύγαμε άλλες κλούβες ξεφόρτωναν τη νυχτερινή βάρδια με κλαγγή, ασπίδες, κλομπ, κουκούλες και βαριά στρατοχωροφυλακίλα. Και καινούργια φορτώματα κατέβαιναν βιαστικά από λεωφορεία που έφταναν. Σύροι, Ιρακινοί, Αφγανοί - τυχεροί που θα περνούσανε τα σύνορα μπορεί κι απόψε προτού νυχτώσει. Προορίζονταν να ξυπνήσουν μέσα σε διαφορετικές όψεις του ίδιου εφιάλτη. Είχαν τελειώσει με τις φρίκες του πολέμου… καιρός για τις φρίκες της ειρήνης.

                                                                                                     Β.Η

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

«Τα γεγονότα του ’08»

                  
                   (β)

Όπως κατέβαινε η διαδήλωση
την Πανεπιστημίου, οργή θάλασσα
κάποιοι χτύπησαν του λουκουμάδες «Αιγαίο»
γυναικείες φωνές ακούστηκαν μέσα απ’ το πλήθος
«όχι τους λουκουμάδες ρε παιδιά, όχι τους λουκουμάδες»
κι έκαναν πίσω
Από κει και κάτω τίποτα δεν έμεινε όρθιο
φωτιές ξεπετάγονταν παντού
σαν να άναβαν από μόνες τους
πρώτα αδιάκοπο κοπανητό
μετά πάταγος από κρύσταλλα που κατέρρεαν
και μετά λαμπάδιασμα
Δεξιά και αριστερά τα παιδιά έκαιγαν
Κι όπως έστριψε στα Χαυτεία, στην Αιόλου
και πάλι απάνω κι άρχισε ν’ ανεβαίνει τη Σταδίου
δεν ήταν μόνο όλη η Ελλάδα
άναυδη μπρος στις γυάλινες οθόνες
ήταν και η ίδια η διαδήλωση
τρομοκρατημένη απ’ την καταστροφή
που προκαλούσε κι απ’ αυτό που ήταν ικανή να κάνει
Και ήταν σαν να βαδίζαμε μέσα σε μια αμερικάνικη ταινία καταστροφής
Κοιτώντας μέσα στα αχανή πολυκαταστήματα
που ‘χαν παραδοθεί στη φωτιά και γινόντουσαν
γρήγορα πυρακτωμένα μέχρι το απώτατο βάθος τους
ήταν σαν να κοίταγες μέσα σε ηφαίστειο
και σαν δύο στοιχειά να κοιτάζονταν στα μάτια.

Παρ’ όλο τον ξετρελλαμό υπήρχε μια τρομερή σιωπή
και βαθύ δέος διέτρεχε το πλήθος
γιατί ήταν σαν να κοβόταν
ένας ομφάλιος λώρος
Υπήρχε κάτι που ξεσηκωνόταν
το οτιδήποτε ήταν έτοιμο να συμβεί
και μια πόρτα σ’ ένα μεγάλο σκοτεινό άγνωστο ήταν μισάνοικτη

Λέει ψέματα όποιος λέει πως δεν φοβήθηκε
                                                εκείνη τη νύχτα.


                                                         Β.Η
                                           (Τραγούδια από τ' Αμπάρια)

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

«Τα γεγονότα του ‘08»

                                                  
                                                       (α)

                                   Δευτέρα 8 δωδεκάτου του ‘08
                                   Σταδίου και Κοραή
                                   5η απογευματινή.
                                   Οι δρόμοι αδειάζουν
                                   Ο σιγανός, συρτός ήχος
                                   από ρολλά που κατεβαίνουν
                                   Μαγαζιά και γραφεία
                                   σήμερα σχόλασαν νωρίς
                                   πωλήτριες κατεβαίνουν τις σκάλες του μετρό
                                   ρωτώντας αν υπάρχουν τραίνα
                                   Ασκούμενες δικηγόροι,
                                   κυρίες με θέση διευθυντική
                                   ψάχνουν τ’ αυτοκίνητα τους
                                   Νεαροί με σκούρα κουστούμια
                                   Και στο ένα χέρι τσάντα
                                   υψώνουν το άλλο για ταξί

                                  Αρχίζει η μεγάλη διαδήλωση
                                               της Δευτέρας στις 6 το απόγευμα
                                  Σ΄ όλο το κέντρο δεν υπάρχουν
                                               παρκαρισμένα αυτοκίνητα
                                              Νεκρική ησυχία
                                 αέρας φυσάει μέσα απ’ τους
                                                έρημους δρόμους
                                 Είναι ωραίο να προκαλείς τέτοιο τρόμο.


                                                                         Β.Η
                                                          (Τραγούδια από τ' Αμπάρια)

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Συρία

                                                                                                                                                           (Πάνω στο κατάστρωμα από Ρόδο, Πειραιά)
    Σε κάθε νησί, σκοτεινά πλήθη ανεβαίνουν στο καράβι όλη τη νύχτα. Άνθρωποι κάθε λογής. Σύριοι κατά πλειοψηφίαν, Αφγανοί, Κούρδοι του Ιράκ, Ερυθραίοι. Βρίσκουν το πόστο τους και μοιράζονται κατά παρέες κι οικογένειες. Οι Έλληνες επιβάτες τους κοιτούν με περίσκεψη. Ένας λαός σε κίνηση!
    Για μερικές ώρες αυτό το καράβι θα είναι το σπίτι που έχασαν. Εδώ μπορούν για λίγο να ησυχάσουν. Αυτό που θα πέσει απάνω τους – το αξιόλογο συμβάν – θα περιμένει.
    Προσπαθώ να καταλάβω την κατάσταση. Δεν είμαι σίγουρος ότι τα καταφέρνω. Οι απορίες είναι περισσότερες από τις απαντήσεις: Πώς γίνεται κανείς πρόσφυγας? Πώς φτάνει η στιγμή που τα παρατάς όλα και λες, φεύγω?
     Ρωτάω κάτι αγόρια και κορίτσια, πού πάνε:
    -Στα λεωφορεία!
    -Για πού?
    -Γερμανία! …ίσως. Λέει ένα αγόρι.
    Δηλαδή? Κι αν δεν τους δεχτεί η Γερμανία, τότε Σουηδία? Αυτά τα σκουρόχρωμα όλο ζωή παιδιά θα γίνουν Γερμανοί?  Ή Σουηδοί?  Είμαστε με τα καλά μας?
    Γιατί υπάρχει κάτι πολύ αλλόκοτο και λίγο γελοίο όταν τα καλοκαίρια ρωτάς κάποιους μελαψούς, νεαρά ζευγάρια φέρ’ ειπείν: «Από πού είστε?» και σού απαντούν: Σουηδία!  Και τη νοιώθεις την αμηχανία και την ανασφάλεια αν η απάντησή τους θα γίνει αποδεκτή. Και τους κοιτάς με υποψία… Ναι, αλλά πιο πίσω…από πού? Και μετά, το χαμόγελο παραίτησης και ανακούφισης: Ιράκ!
Α, μπράβο, τώρα συνεννοηθήκαμε! Γελάς και σύ και ακουμπάς τον άνδρα στον ώμο γιατί ένοιωσες άβολα που επέμενες!
    Και υπάρχει πάντα μια ερώτηση που περιμένει: Πώς αφήνεις τη γλυκιά πατρίδα και εξαφανίζεσαι? Και τι από τον εαυτό σου άφησες πίσω στη Μεσοποταμία?  Ή πώς αφήνεις μόνη τη Συρία? Και σε ποιους? Αφού η Συρία θα είναι μαζί σου τις νύχτες που κοιμάσαι!
    Και τι απέγινε εκείνη η αχανής αγορά, η Σουκ Αλ Χαμαντίγια και πού θα ακούσεις ξανά τα αραβικά με την προφορά της Δαμασκού?
    Βέβαια είναι πόλεμος στην πατρίδα, πόλεμος εμφύλιος. Αλλά τι έκανες για να μη φτάσεις ως εδώ?
    Η προσφυγιά είναι παλιά όσο ο πόλεμος. Κι ο πόλεμος είναι ενδημικός στην ανθρώπινη κοινωνία. Καταλαβαίνω τους πρόσφυγες του Ισπανικού Εμφύλιου. Εκείνοι οι άνθρωποι πολέμησαν 3μισυ χρόνια και έφυγαν όταν ηττήθηκαν. Καταλαβαίνω εκείνους που διέφυγαν πάνω  στους πάγους προς τη Φινλανδία όταν χάθηκε η Κρονστάνδη. Κι εκείνοι είχαν με νύχια και με δόντια πολεμήσει. Για να μείνουν! Για αυτούς δεν νοιώθω τόσο λύπη.
    Δεν καταλαβαίνω όμως τους Γιουγκοσλαβικούς πολέμους. Και τους πρόσφυγες που τους ακολουθούσαν. Ούτε καταλαβαίνω τον Ελληνικό Εμφύλιο. Και την προσφυγιά του - εκείνοι οι άνθρωποι μάτωσαν για τα μάτια των μοναρχοδεξιών και των σταλινικών! 
    Και 2 εκατομμύρια ψυχές, Έλληνες και Τούρκοι, έπρεπε ν’ αλλάξουν χώρα το ’22 επειδή έτσι αποφασίστηκε με τα όπλα. Αλλά οι Έλληνες στα Μικρασιατικά παράλια περίμεναν, άπραγοι, επί 3 χρόνια, να νικήσει ο Ελληνικός στρατός!
    Και αυτοί οι άνθρωποι εδώ, φεύγουν επειδή δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκεί πίσω εκτός από τον Άσσαντ και το Ισλαμικό Κράτος! Και πώς απέμειναν αυτοί οι δυό κυρίαρχοι του παιχνιδιού? Μήπως  δεν υπήρχε από πριν τίποτα άλλο στη Συρία? Μήπως δηλαδή, η κοινωνία ήταν πολιτικά ανύπαρκτη? Δεν μπορεί για όλα να φταίνε μόνο οι ξένοι.
    Μήπως δηλαδή είχανε  λουφάξει κάτω από τους Άσσαντ και ξεσηκώθηκαν γυμνοί όταν ήρθε ένα πλήρωμα του χρόνου και τους προσπέρασε ο ISIS και οι Ισλαμιστές?  Όπως λουφάξαμε κι εμείς μέσα στη δικτατορία και μας προσπέρασαν τα γεγονότα και χάθηκε η μισή Κύπρος? Είπαμε, δεν μπορεί για όλα να φταίνε οι ξένοι! Από μέσα πέφτουνε τα σπίτια!
    Για όλους αυτούς νοιώθω κάποια λύπη. Κι είναι εδώ, οι περισσότεροι, άνθρωποι καλοστεκούμενοι. Χρειάζεται λεφτά τούτο το ταξίδι! Οι φτωχοί πάνε στα στρατόπεδα, στο Λίβανο, στην Ιορδανία, στην Τουρκία. Αλλά εκείνοι είναι που θα ξαναφτιάξουν τη Συρία. Γιατί από το Λίβανο εύκολα ξαναγυρνάς. Από τη Γερμανία… όχι και τόσο. Και μάλιστα στη Μέση Ανατολή!  Και τούτοι εδώ άφησαν τους φτωχούς συμπατριώτες τους στα στρατόπεδα και στα ερείπια. Επειδή μπορούσαν. Είπαμε: χρειάζονται χρήματα!
    Κα η παλιά Συρία γίνεται μια Μυθική χώρα. Σαν την πρώην Γιουγκοσλαβία.
    Αλλά η Ευρώπη έχει λάμψη. Όχι μόνο ασφάλεια αλλά και έλξη. Το βλέπω στα ακριβά κινητά τους. Και μερικοί πιτσιρικάδες φοράνε τα τζόκεϋ ανάποδα, με το γείσο προς τα πίσω, σαν τους Αμερικανούς αράπηδες.
   Από την άλλη μεριά όμως? Τι μεγαλόπρεπος τρόπος να ταξιδεύεις! Όχι σαν μοναχικός ταξιδιώτης αλλά σαν κομμάτι του λαού σου. Μαζί με την Ιστορία. Να φτιάχνεις δηλαδή, με τη μικρή, σημαντική, προσωπική σου συμμετοχή, την Ιστορία. Τι περιπέτεια!
   Διέσχισαν όλη τη Μικρά Ασία σχηματίζοντας ομάδες και μπουλούκια. Περιμάζεψαν στο διάβα τους παιδιά που ‘χαν βγει στο δρόμο και βαδίζαν μοναχά. Μακρόστενες κοιλάδες με καλό χώμα και ψηλόκορμες λεύκες τους θύμιζαν ακόμα την πατρίδα ώσπου έφτασαν στη θάλασσα. Κι έκαναν το θαλασσινό πέρασμα με κίνδυνο ζωής και τους περιέθαλψαν απέναντι  κάτοικοι νησιών που ούτε τα είχαν ακουστά. Πέρασαν πάνω σε βαπόρι όλο το Αιγαίο. Νησιά εμφανίζονταν μέσα από τη θάλασσα σαν οπτασίες. Είδαν όλη την ηπειρωτική Ελλάδα μέσα από τα τζάμια του λεωφορείου και περίμεναν σε ατέλειωτες ουρές για να περάσουν τις Γιουγκοσλαβίες. Κάμποι με καλαμπόκια όσο πιάνει το μάτι. Χάθηκαν και ξαναβρεθήκαν. Σε σύνορα, σταθμούς κι αφετηρίες. Πέρασαν τα βουνά της Αυστρίας και τον Δρυμό της Βαυαρίας, με τα μικρά εστιατόρια και τα καλάθια με τα μήλα πάνω στο δρόμο κι έφτασαν στο θολό βιομηχανικό κάμπο της Γερμανίας με τις υψικαμίνους, τα πάρκινγκ και τις διαφημιστικές γιγαντοαφίσες. Και μερικοί τράβηξαν πιο πάνω. Πέρα από τη Βόρειο θάλασσα ως τη χλωμή και λεπτή Σουηδία. Τι θαυμάσιος και επικός τρόπος να ταξιδεύεις! Γιατί, καμιά αμφιβολία, αυτοί οι άνθρωποι φτιάχνουνε, περπατώντας, μια εποποιία. Είναι μια Μετανάστευση λαών! Και η Ευρώπη γίνεται έπαθλο!
    
    Και ταυτόχρονα, τι κρίμα να διασχίζεις την Ευρώπη τυφλός. Μέσα σε μιά περίκλειστη ουτοπία! Με τη σκέψη χαμένη σ’ αυτό που άφησες και σ’ εκείνο που θα βρεις, σε ένα «πριν» και ένα «μετά». Να μην είσαι σχεδόν «εκεί». Εκεί που διαβαίνεις! Και τυφλός να θωρείς μια  φανταστική Ευρώπη που μοιάζει με τις επιθυμίες σου!
    
    Αναγκάστηκαν να γίνουν έρμαια γιατί αυτό σημαίνει πρόσφυγας. Και παίγνια κάθε Τούρκου αγριεμένου έμπορα. Και Γιουγκοσλάβων χωροφυλάκων, Ούγγρων συνοριακών, Γερμανών διοικητικών υπαλλήλων, Ευρωπαίων γραφειοκρατών και πολιτικών, με μόνη καταφυγή και αποκούμπι την – ας το πούμε κι έτσι- καλοσύνη κάποιων ξένων. Σε τόπους που το χώμα είναι βαρύ και μαύρο.  
    Και η Ευρώπη είναι μια χώρα που δεν υπάρχει πιά. Αν ποτέ υπήρξε. Ένας άλυτος κόμπος από μνήμες και αναμνήσεις όλων αυτών που μάταια προσπάθησε να γίνει. Προχωρούν οι κατατρεγμένοι θαυμάζοντας πολυτελή ερείπια. Φτάνουν από μια «πρώην χώρα» σε μια «παρ’ ολίγον χώρα». Ψάχνοντας ένα κατώφλι βρίσκονται μπροστά σ’ ένα Διευθυντήριο. Η χαρά της άφιξης συναντά τον ψυχρό υπολογισμό, το μολυβάκι και χαρτί...Και τα μελετημένα μασκαρέματα. Ποντικού τομάρι, κόρακα πετσί… Η δίψα για απροϋπόθετη φιλοξενία το φόβο, το κούμπωμα και την κρυφή εχθρότητα. Τυφλοί πρόκειται να συναντήσουνε Κουφούς. Δύο Απουσίες που ανταμώνουν. Μιά ψυχρολουσία. Η Ευρώπη είναι η ήπειρος των παγωμένων νερών!

    Και η τζιχάντ επιχείρηση που έγινε στο Παρίσι, όσο γράφονται τούτες οι γραμμές, θα βαθύνει το χάσμα ανάμεσα στους αυτόχθονες και τους νεοφερμένους. Και οι θεατές του σταδίου, που ήταν ένας από τους στόχους της επίθεσης, «αποχώρησαν συντεταγμένα τραγουδώντας τη Μασσαλιώτιδα»! - Μαύρη κωμωδία!

    Βέβαια εμείς οι Έλληνες καλά κάνουμε και βοηθάμε. Τι άλλο να κάνεις όταν βλέπεις ανθρώπους να έρχονται απ’ τη θάλασσα?  Ένα ανθρώπινο ποτάμι περνάει μέσα από τη χώρα.
    Αλλά όχι όλοι! Και μάλλον λίγο! Προς το παρόν, λιμενικοί, νησιώτες κι αλληλέγγυοι σώζουν την τιμή της χώρας. Ενώ θα βόηθαγε πιο πολύ, νομίζω- όσον αφορά το δικό μας τμήμα της διαδρομής, να πάμε ν’ ανοίξουμε αυτό το ελληνικό «Τείχος του Αίσχους» που το αποκαλούμε αθώα: φράχτη! Αυτό που το ελληνικό κράτος αποφεύγει να γκρεμίσει. Και να εξαναγκάσουμε αυτή την κυβέρνηση των παλαβών να διαλύσει τη «στρατηγική συμμαχία» με το Ισραήλ. Άλλο πάλι και τούτο!
    Αλλά αυτά είναι πέρα από τα δυνάμεις μας! Αν και δεχόμαστε ότι υπάρχει πανανθρώπινη κοινωνία έχουμε αποδεχτεί σιωπηρά να είναι πολιτικά γυμνή και ότι οι σφετεριστές θα κάνουνε κουμάντο. Κι έχουμε ενδυθεί το ρούχο της ανθρώπινης αδυναμίας. Και ποντικού τομάρι, κοράκου δέρμα… Καθόλου παράξενο λοιπόν που οι Έλληνες επιβάτες κοίταζαν με περίσκεψη τα κύματα των ανθρώπων που καταλάμβαναν εξ εφόδου το καράβι και τυλίγονταν με τις γκρίζες  κουβέρτες που τους έδωσαν οι Υπηρεσίες στα νησιά. Νικημένοι κι αυτοί, εξ αρχής, συλλογιούνταν: Προς Θεού μην τύχει και συμβεί κάτι τέτοιο και σε μας!
    Όμως ας μη μιλήσουμε ξανά για την Ελλάδα.
    Ας είναι αυτή μια ελεγεία για τη Συρία. Για το χαμένο άρωμα από το νυχτερινό φούλι. Για τη Συρία και τους κήπους της. Και για τα χαμένα της παιδιά.
    Ας είναι για τη Νοσταλγία, αυτή την κρυφή αρρώστια που τώρα ξεκινά.

                                                                                                                    Β.Η               

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Παρίσι

Μα νόμιζα πως η τρομοκρατία είναι το όπλο των φτωχών! Και αυτών που πρέπει να υπομένουν ισόβια ταπείνωση. Αν διέθεταν κι αυτοί αεροπορία δεν θα είχαν λόγο να πυροβολούν αδιακρίτως μέσα στο πλήθος. Θα βομβάρδιζαν από ψηλά επί δικαίων και αδίκων. Ο καθείς και τα όπλα του.
Στην περίπτωση αυτή όμως –και όχι μόνο - είναι πολλά τα παράταιρα σμιξίματα. Και, απ’ ό,τι φαίνεται, σε τούτους δω κυριολεκτικά κάποιοι άνοιξαν τις πόρτες να περάσουν!
Πότε με την «οικονομική κρίση», πότε με την «τρομοκρατία» σφυρηλατείται το «Ευρωπαϊκό Μόρφωμα». Μέσα από την τέλεση των Συγχρόνων Μυστηρίων. Kαι διαπιστώνουμε ακόμα μια φορά το θρίαμβο του Μυστικού.
Και οι Γάλλοι τραγουδούν τη Μασσαλιώτιδα. Ή μάλλον ταλαιπωρούν τη Μασσαλιώτιδα! Μη χειρότερα!  Δηλαδή τι πρόκειται να δούμε τώρα? Μιά σειρά Γαλλικών πολέμων αντίγραφο των Αμερικάνικων πολέμων?
Δεν θα δούμε λοιπόν μεγάλες αντιπολεμικές διαδηλώσεις με σύνθημα: Μαζεύτε τα και φύγετε από κει κάτω!  Που θα ‘πρεπε να τις είχαν βάλει μπρος από την άλλη φορά – την πρώτη – που τους χτυπήσαν μες το σπίτι τους. Ας είναι!
Ίσως να τις κάνουν όταν θα αρχίσουν τα φέρετρα να έρχονται καλυμμένα με τη Γαλλική σημαία!

                                                                                                  Β.Η


Υ.Γ  Παρατηρώντας τους πολιτικούς μας, αυτές τις μαϊμούδες, να συντάσσονται μάνι-μάνι με τους Δυτικούς ομόσταυλούς τους και το Δημαρχείο της Αθήνας και το Μέγαρο της Ραδιοτηλεόρασης να φωτίζονται στα χρώματα της τρικολόρε  μου ‘ρχεται στο νου η παροιμία: Κουνιούνται τα σιδερικά κουνιούνται κι οι βελόνες.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Στα βράχια!




Σημ: Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε φέτος στις 22 Απριλίου στον Πύραυλο των Υπογείων κατόπιν ναυαγίου στη Ρόδο. Δυστυχώς, μου φαίνεται όλο και πιο επίκαιρο για αυτό το αναδημοσιεύω εδώ . 


Από τις 9 μέχρι τις 10 το πρωί γύρναγε το καράβι έξω από την παραλία του Ζέφυρου. Πολλοί το είδανε πηγαίνοντας στη δουλειά τους κι αυτοί που ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες της Εφορίας κι αυτοί που έμπαιναν στη Ρόδο. Το κατάστρωμα ήταν γεμάτο κόσμο που κοίταζε προς την ακτή. Τελικά στις 10 πήγε και έπεσε πάνω στον ύφαλο κι έγινε κομμάτια. Η θάλασσα γέμισε συντρίμμια και ανθρώπους που πνίγονταν. Κάποιοι που ψάρευαν εκεί κοντά και οι περίοικοι από τις εργατικές πολυκατοικίες έτρεχαν πάνω στην ξέρα κι έβγαζαν καμπόσους έξω ενώ έφτανε το περιπολικό του λιμενικού ένα φουσκωτό ταχύπλοο και δύο ρυμουλκά. Τους περισσότερους τους περισυνέλλεξαν τα σκάφη και οι ψαρόβαρκες που είχαν μαζευτεί, και τα κατάφερναν καλά αυτές γιατί ευκολότερα μπορούσαν να προσεγγίσουν το σημείο, αλλά μερικοί είχαν αρπαχτεί από τα βράχια και κει πάνω τους χτύπαγε το κύμα. Αυτούς τους έβγαλαν με τα χίλια ζόρια, και κάποιες στιγμές με δικό τους κίνδυνο, οι πυροσβέστες, οι λιμενικοί και οι κάτοικοι. Τους έπαιρναν έναν-έναν τα ασθενοφόρα που είχαν μαζευτεί πάνω στον δρόμο.

Τις επόμενες 3-4 ώρες η θάλασσα διέλυε τα απομεινάρια του ναυαγίου, η ακτή γέμισε παλιόξυλα και μελαμίνες. Εν τω μεταξύ φαινόταν καθαρά, όπως  το σκάφος είχε έρθει τούμπα, το κάτω μέρος του κύτους που βαμμένο σκουρόχρωμο πορτοκαλί ξεπρόβαλε στην επιφάνεια σαν ράχη φάλαινας. Η ξέρα ήταν γεμάτη άντρες που έκαναν πλιάτσικο. Ή μάλλον επιδίδονταν στο αρχαίο επάγγελμα των φτωχών των παράκτιων περιοχών, που πλιατσικολογούσαν ό,τι ξεβράζει η θάλασσα. Άλλος κουβάλαγε μια πόρτα, δυο-τρεις είχαν στήσει μια ολόκληρη επιχείρηση για να αδειάσουν μια πλαστική δεξαμενή πετρελαίου και να την σύρουν πάνω από τον ύφαλο και άλλοι τους συνέτρεχαν με παραγγέλματα και συμβουλές.

Όλοι έβριζαν τους Αμερικάνους, τους Τούρκους δουλέμπορους, το Τούρκικο κράτος, τους Ευρωπαίους και τη συνθήκη Δουβλίνο 2. Για τους ναυαγούς είχαν μόνο λόγια συμπάθειας. Τους πνίξανε τους ανθρώπους!

Ακούγονταν φήμες ότι στο καράβι επέβαιναν 120 άνθρωποι κι ότι υπήρχαν 3 πνιγμένοι. Μια γυναίκα με το παιδί της κι ένας ακόμα. Τα περιπολικά του Λιμενικού έκοβαν βόλτες στ’ ανοιχτά ενώ σε μια στιγμή εμφανίστηκε ένα ελικόπτερο Super Puma. Πρέπει να έψαχναν για αγνοούμενους. Στην παραλία του Ζέφυρου είχε λίγους τουρίστες που έβαζαν αντιηλιακά. Δεν φαίνονταν να έχουν πάρει είδηση τι είχε συμβεί. Θα το καταλάβαιναν μια και καλή αν βρίσκονταν να κολυμπάνε δίπλα σε κανένα πνιγμένο. Κάποιος είπε: Η ζωή κι ο θάνατος μαζί!  Ήταν κι αυτή μια άποψη απ’ όσες ακούστηκαν εκείνη την ημέρα.

Αργά το απόγευμα σηκώθηκα και πήγα στο Λιμεναρχείο. Τους περισσότερους τους είχαν συγκεντρώσει εκεί. Λιγοστοί ήταν στην Αστυνομία και μερικοί στο νοσοκομείο. Οι πιο πολλοί από τους ναυαγούς ήταν από τη Συρία. Υπήρχαν μερικοί Ερυθραίοι και μερικοί  Ιρακινοί και Παλαιστίνιοι. Όλα  ήταν συγκεχυμένα και ήταν δύσκολο να καταλάβεις τι είχε συμβεί. Ακούστηκε ότι ανάμεσα στους πρόσφυγες βρίσκονταν και δύο διακινητές τους οποίους και είχαν συλλάβει. Ο καπετάνιος μάλλον είχε κατεβάσει τη βάρκα και είχε φύγει. Πού ακούστηκε καπετάνιος να εγκαταλείπει το καράβι του και τους επιβάτες στη μοίρα τους! Μαύροι καπεταναίοι!

Πριν λίγο είχαν εμφανιστεί και οι άνθρωποι των ΜΜΕ. Ήταν τρεις −δύο τεχνικοί και ο κουμανταδόρος τους, ένας κουστουμαρισμένος λιμοκοντόρος. Άδειασαν από ένα βαν ένα σωρό μηχανήματα −μικρόφωνα, κάμερες και προβολείς− και τα αράδιασαν στο δάπεδο. Έστηναν τα τριπόδια και ετοιμαζόντουσαν όλο φούρια ρίχνοντας γρήγορες και κοφτές ματιές δεξιά κι αριστερά. Μπαινόβγαιναν παντού και συμπεριφέρονταν σαν κυρίαρχοι της κατάστασης. Μου θύμιζαν ό,τι πλησιέστερο υπάρχει στις ύαινες, ανάμεσα στο ανθρώπινο είδος.

Δύο αστυνομικοί έφεραν έναν πρόσφυγα από την Αστυνομία. Τούτοι δω ήταν δύο αγριωπά γομάρια αλλά φορούσαν πλαστικά γαντάκια πράγμα που τους έκανε να μοιάζουν με ευυπόληπτες και ευάλωτες παρθένες. Μια δύο κοπέλες του Λιμενικού και των υγειονομικών υπηρεσιών φόραγαν μικρές άσπρες μάσκες αλλά πουθενά αυτό το κακό που γίνεται σε παρόμοιες καταστάσεις στην Ευρώπη, όπως προχθές στην Ιταλία, που είναι ντυμένοι με άσπρες στολές και φορούν όλοι μάσκες λες και έχουν να κάνουν με πυρηνικά απόβλητα.

Γενικά, τους φέρονταν καλά και με μεγάλη προθυμία και φροντίδα αν και το ένοιωθες ότι η στολή και ο επαγγελματισμός στέκονταν εμπόδιο σε μια στενότερη επαφή. Ο άνθρωπος που είχαν φέρει από την αστυνομία έψαχνε να βρει μες τα λιγοστά πράγματα που είχαν περισωθεί ένα τσαντάκι με ενέσεις ινσουλίνης και επειδή δεν το έβρισκε κάλεσαν ασθενοφόρο να τον πάρει στο νοσοκομείο.

Υπήρχε και μια ψηλή νεαρή κυρία από την Αρμοστεία του Ο.Η.Ε για τους πρόσφυγες που σημείωνε τις εθνικότητες των ναυαγών μαζί με τον έναν από τους δυο Σύριους διερμηνείς που ζούσε χρόνια στην Ελλάδα και μιλούσε καλά ελληνικά. Έκανε τη δουλειά της με την αυτοπεποίθηση που δίνει η ρουτίνα και απέπνεε κύρος. Όταν την πλησίασα και την ρώτησα με ευγένεια, γιατί έριξαν το καράβι στην ξέρα αντί να το “καθίσουν” στη διπλανή αμμουδερή παραλία, κι αν κάποιοι διεθνείς νόμοι ευνοούν αυτούς που θαλασσοπνίγονται σε σχέση με αυτούς που απλά εισέρχονται παράνομα σε μια χώρα, με ρώτησε κουμπωμένη αν είμαι δημοσιογράφος. Την καθησύχασα και φάνηκε έτοιμη να μου απαντήσει αλλά αμέσως ανέκτησε κάποιου είδους αυτοκυριαρχία και μου είπε: Δεν μπορώ να σας δώσω καμιά απάντηση. Θα μάθετε από τους ίδιους όταν απελευθερωθούν

Αυτοί που έδειχναν ένα πραγματικό αίσθημα ήταν οι Ροδίτες που έρχονταν συνεχώς φέρνοντας ρούχα και τρόφιμα. Οι πιο πολλές ήταν γυναίκες. Ανέβαιναν τις σκάλες, έλεγαν τον λόγο της επίσκεψής τους και ρώταγαν που να αφήσουν αυτά που έφεραν. Τα άφηναν μαζί με τα όλα άλλα, κοντοστέκονταν για λίγο κοιτώντας προς τους πρόσφυγες που ήταν συγκεντρωμένοι στο αίθριο, έλεγαν δυό λόγια συμπάθειας και αποχωρούσαν. Ήταν λίγο σαν να πήγαιναν στην εκκλησιά και να άναβαν κερί. Αλλά πάλι δεν είναι καθόλου σίγουρο αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ένοιωθαν αλληλέγγυοι με τους θαλασσοδαρμένους θα είχαν την διάθεση να αναλάβουν καθ’ ολοκληρίαν τη φροντίδα τους και επί μακρόν.

Την ώρα που σουρούπωνε πήγα και έκατσα σ’ ένα ξύλινο πάγκο δίπλα στον διερμηνέα που είχα δει με την αντιπρόσωπο του Ο.Η.Ε. Ήταν μεσήλικας, αρκετά παχύς και άρθρωνε σιγανά και με δυσκολία, σαν να υπέφερε από άσθμα. Μίλησε αργά και με πόνο για την πατρίδα του. Είπε ότι 4 εκατομμύρια άνθρωποι έφυγαν έξω από τη χώρα. 5 εκατομμύρια ήταν εκτοπισμένοι εντός Συρίας και γύρω στις 400 χιλιάδες ήταν οι νεκροί. Άλλες 50 ή 100 χιλιάδες ήταν αγνοούμενοι οι οποίοι έπρεπε να θεωρούνται πρακτικά νεκροί. Όλα αυτά επί συνόλου 22 εκατομμυρίων. Είπε ότι οι λογικοί άνθρωποι δεν έχουν πια φωνή στη Συρία. Είχε μιλήσει με εκπροσώπους της Συριακής αντιπολίτευσης και του είχαν πει ότι δεν έχουνε τη χώρα αλλά προτίθενται να την κάψουν για να την πάρουν. Είχε μιλήσει και με κυβερνητικούς και αυτοί ήταν διατεθειμένοι να την κάψουν για να κρατήσουν ό,τι θα απέμενε. Είπε ότι ανάμεσα στους αντιπάλους του Άσαντ, αλλά και μέσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο, όσοι ήταν ψύχραιμοι και μετριοπαθείς, όλοι τους, ήταν νεκροί ή στη φυλακή. Κι ότι στο αντικυβερνητικό στρατόπεδο έχουν επικρατήσει οι άνθρωποι της Αλ Κάιντα και πρόσφατα του ISIS.

Παρατήρησα ότι οι περισσότεροι πρόσφυγες ανήκαν στη μεσαία τάξη. Α ναι! είπε, ο καθένας τους χρειάζεται 5 με 10 χιλιάδες δολλάρια για να ταξιδέψει. Πουλάνε ένα χωράφι ή ένα σπίτι και φεύγουν για να σωθούν. Οι φτωχοί? ρώτησα. Α! αυτοί πάνε στα στρατόπεδα είπε. Στον Λίβανο, στην Τουρκία και στην Ιορδανία.

Ήταν σαν νεκρολογία για μια χαμένη χώρα. Οπότε υπέθεσα ότι στο λαχάνιασμα του, το άσθμα ήταν αυτό που μπορούσαν να διαγνώσουν οι γιατροί. Η πραγματική του πάθηση ήταν τα στοιχεία που μου είχε αναφέρει αργά και βασανιστικά.

Όσο μιλάγαμε, πίσω μας είχε αρχίσει να εκτυλίσσεται μια κωμωδία. Κάτι πολύ γκροτέσκο. Ούτε γύρισα να κοιτάξω γιατί ήξερα τι θα συμβεί. Οι άνθρωποι των ΜΜΕ είχαν αρπάξει έναν μηχανικό των ρυμουλκών ο οποίος είχε βουτήξει στη θάλασσα και είχε σώσει ένα μωρό που πνιγότανε άφωνο. Είχε διηγηθεί την ιστορία του, πιο πριν σε κάποιους, ξεχειλίζοντας απ’ αυτό που είχε ζήσει και τώρα που τον είχαν εντοπίσει τον κολάκευαν, τον «ζέσταιναν», τον αποθέωναν. Άναψαν τους προβολείς, τον έστησαν με φόντο τη θάλασσα, κι αφού με όλα αυτά τον είχαν μετατρέψει σε ένα κομμάτι κρέας τον κατασπάραξαν μπρος στους τηλεθεατές.

Κατόπιν εμφανίστηκε μια γυναίκα, τυλιγμένη σε κουβέρτα που την υποβάσταζαν δύο οδηγοί του ΕΚΑΒ με προορισμό το νοσοκομείο. Οι τεχνικοί κινήθηκαν προς τη μεριά της. «Αφήστε την αυτή!» είπε ο κουμανταδόρος «έχει τα χάλια της!» Από κάπου ακούστηκε ότι είναι έγκυος. Μεμιάς άναψαν οι προβολείς και πήγαιναν και οι τρεις με την όπισθεν ενώ έπεφταν βροχή οι ερωτήσεις, «Είναι έγκυος?» Ναι, είπε ο οδηγός. «Πόσων μηνών?»  «Δεν ξέρω». Η γυναίκα μπήκε στο ασθενοφόρο, οι πόρτες βρόντηξαν! «Λοιπόν τελειώσαμε!» είπε ο ένας. «Φεύγουμε!» είπε ο άλλος. «Πάμε για φαΐ!» είπε ο κουμανταδόρος.

Η κίνηση είχε κοπάσει. Μια γυναίκα καθόταν εκεί μέσα ακίνητη και σιωπηλή με μια μαντήλα ριγμένη πάνω στο κεφάλι. Έκατσα για λίγο μόνος στον πάγκο και σκέφτηκα όλους αυτούς τους ανθρώπους που κούρνιαζαν ο ένας δίπλα στον άλλο. Η νύχτα ήταν ειρηνική, μια γλυκειά ανοιξιάτικη νύχτα. Μόλις σήμερα το πρωί είχαν γλυτώσει από τη θάλασσα.
        

                                                             Β.Η                           




Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Όρκος στην Ουτοπία

Βασιζόμενοι στις παραδόσεις
ελευθερίας αυτής της χώρας
Εμπνεόμενοι από την ομορφιά
και την συνεχή εναλλαγή των τοπίων της
κατά την παλαιάν απλότητα
και σύμφωνα με την ψυχικήν οικονομία:
θα φτιάξουμε εδώ μια πατρίδα για τον Άνθρωπο
ώστε να αποτελεί παράδειγμα
και να δίνει κουράγιο

Γιατί πιστεύοντας με πάθος σε κάτι που
δεν υπάρχει ακόμα, το δημιουργούμε
Ανύπαρκτο είναι ό,τι δεν επιθυμήσαμε αρκετά
ό,τι δεν ποτίσαμε με το αίμα μας
για να μπορέσει να πάρει την πρώτη ανάσα
και να δρασκελίσει το σκοτεινό κατώφλι της ανυπαρξίας

Δεν θα καταισχύνουμε τα όπλα
Δεν θα λυπηθούμε κόπους
Θα νικήσουμε για όλους και για τον Κόσμο
ή θα πεθάνουμε
Όχι όμως προτού παραδώσουμε τα
εργαλεία της δουλειάς μας στους επερχομένους

Έτσι όρισα τη ζωή μου 
Εθελοντής στην Παλιά Υπόθεση
ώστε με περηφάνια να λέω:
Υπηρέτησα!

                                               
                                                      Β.Η

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Ολιγαρχία και Δημοκρατία

        Δεξιά και Αριστερά! Οι όροι είναι παρωχημένοι. Γεννήθηκαν μέσα στη Γαλλική Επανάσταση και έχασαν τη σημασία τους μες τα αποκαΐδια της Ρώσικης.
         Η Σοβιετική Ένωση επιβίωσε σαν γραφειοκρατικός καπιταλισμός, όπου μια τάξη γραφειοκρατών –στη θέση μιας αδύναμης αστικής τάξης - θα εκσυγχρόνιζε τη χώρα. Μπορεί να μην είχαν στα χέρια τους την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής (σαν να λέμε τα εργοστάσια που τα φουγάρα τους καπνίζουν) αλλά είχαν (συλλογικά, σαν τάξη) τον απόλυτο έλεγχο πάνω σ’ αυτά και την αποκλειστική διεύθυνση της κοινωνίας. Οπότε κάνει το ίδιο!                                                                                                 
        Κατά τα άλλα το καθεστώς εξασφάλιζε γάλα για τα παιδιά, χορηγούσε εισιτήρια για την όπερα, ασκούσε εξωτερική πολιτική μέσα από τα κομμουνιστικά κόμματα και τύπωνε προπαγανδιστικές αφίσες,. Τα ίδια έγιναν και στην Κίνα 30 χρόνια αργότερα. Κι εκεί επίσης η τεχνική καθυστέρηση έπρεπε να αντισταθμιστεί με τεράστιες ποσότητες ιδεολογίας.
        Στη Δύση, η Αριστερά επέζησε από όλες αυτές τις συμφορές, παίρνοντας αργά και επώδυνα, αποστάσεις από τις Μέκκες ενός τέτοιου επάρατου «σοσιαλισμού». Είχε όμως - μη το ξεχνάμε αυτό - και ένα γερό ατού που την έσωζε: την καθυστέρηση της πολιτικής συνείδησης των πληθυσμών. Μαθημένοι αυτοί στην πολιτική απάθεια, στην ανάθεση της ευθύνης για τη ζωή τους σε ξένα χέρια, στην κατοχύρωση από το κράτος των μικροαπολαύσεών τους, καταφεύγοντες στην ιδιωτεία χρειάζονταν, ακριβώς, πολιτικούς πάτρωνες. Ιδού λοιπόν και ξανά ιδού για την Αριστερά!   
     Ωστόσο όπου αυτοί οι πληθυσμοί ξεσηκώθηκαν , για αγνώστους πάντα λόγους, (φερ’ ειπείν το ’68) και έγιναν κάτι σαν όχλος – ή και λαός – η Αριστερά  αιφνιδιάστηκε και απειλήθηκε όσο και η Δεξιά. Άρα, δικαιούμαι να λέω ότι ο καπιταλισμός, αυτή η φρικτή κοινωνία της αποξένωσης, κινείται με δύο τουρμπίνες, μια δεξιά και μια αριστερή!
       Εδώ, στην Ελλάδα, όπου από την δημιουργία τού εθνικού κράτους ζούμε σε μια κατάσταση κηδεμονίας και τώρα περνάμε, ρυμουλκούμενοι, σε  κάποιο καθεστώς αποικίας είχαμε την ευκαιρία να μοιραστούμε ένα ακόμα κοινό μυστικό:  όποτε οι ηγετικές κλίκες χρειάστηκε να εκχωρήσουν έδαφος (Κύπρος επί παραδείγματι) χρησιμοποίησαν την Δεξιά. Η Αριστερά, εγγενώς και από λίκνου «διεθνιστική» δεν είχε σοβαρές αντιρρήσεις. Κι όποτε οι κυρίαρχες κλίκες χρειαστεί να λεηλατήσουν την κοινωνία (απολαβές και δικαιώματα) καλόν είναι να γίνεται αυτό με μια αριστερή κυβέρνηση. Η Δεξιά, η «αντιλαϊκή» Δεξιά, θα υπερακοντίσει. Παράδειγμα, αυτό που γίνεται τώρα, όπου η Αριστερά στην εξουσία καταφέρνει πράγματα που η Δεξιά ούτε καν θα μπορούσε να ονειρευτεί.  Αν όλα τούτα, όπως και τα προηγούμενα, συμβαίνουν χωρίς πολλές αντιδράσεις, αυτό γίνεται δυνατό γιατί, ως και στο υποσυνείδητό μας, η Δεξιά είναι ιδιοκτήτρια του έθνους και της πατρίδας και η Αριστερά ιδιοκτήτρια της κοινωνίας. Οι ρόλοι είναι σαφείς και σοφά διαμοιρασμένοι. Και δεν είναι παρά ομόσταυλοι!
     Όπως όμως οι μεν δεν νοιάζονται για το ένα έτσι και οι δε δεν νοιάζονται για το άλλο. Μόνο τους μέλημα να άρχουν.   
     Αυτά είχα να πω, και αμαρτίαν ας έχω, λάθος όμως ουκ έχω!
     Τώρα λοιπόν που μπαίνουμε σε κάποια ζώνη του Λυκόφωτος άφωνοι και περιδεείς, λες και βλέπουμε κάποιο κινηματογραφικό έργο και δεν συμβαίνει αυτό πραγματικά σε μας, μήπως –αν θέλουμε να κάνουμε κάτι- πρέπει να πάψουμε να χρησιμοποιούμε μια γλώσσα εξ αρχής υπονομευμένη?  Γιατί η κομματική διαμάχη, κάθε κομματική διαμάχη, είναι μια σκιαμαχία, μια μάχη φαντασμάτων που συμβαίνει πάνω στη σκηνή. Πίσω απ’ τη σκηνή, εκεί που βρίσκονται οι πραγματικές μηχανές και οι μηχανισμοί, το πραγματικό πολιτικό σχίσμα του κόσμου μας είναι η διαμάχη ανάμεσα στην Ολιγαρχία και τη Δημοκρατία.  Η πραγματική σύγκρουση που σημάδεψε την πολιτική ζωή στην αρχαία Ελλάδα ξαναεμφανίζεται ολόφρεσκια στις μέρες μας. Ναι, σαν να μην πέρασε μια μέρα!
    Προσφάτως, έγιναν κάποιες συζητήσεις για την Άμεση Δημοκρατία. Η γνώμη μου είναι ότι ο όρος αποτελεί πλεονασμό. Δεν υπάρχει Άμεση Δημοκρατία. Η Δημοκρατία ή είναι άμεση ή δεν είναι! Κι αν δεν μας μένει παρά να είμαστε Δημοκράτες, πρέπει να γνωρίζουμε τι είναι Ολιγαρχία, ποιοι είναι οι Ολιγαρχικοί, πού και πώς κρύβονται και με ποιους τρόπους απεργάζονται τον ισόβιο αποκλεισμό μας από τις αποφάσεις που μας αφορούν.
     Κι αν θέλουμε να ξεφύγουμε απ’ την απραξία και να λυθούν τα μάγια που μας δένουν ας σταθούμε μπρος στην αρρώστια μας που είναι ο φόβος, ο μέγας φόβος της προσωπικής ευθύνης, κι ας αρχίσουμε  να προφέρουμε τα γράμματα ένα-ένα και να συλλαβίζουμε τις λέξεις: Τι είναι Δήμος, τι Δημοκρατία, ποια τα καθήκοντα που απαιτεί, ποιο είναι το περιεχόμενό της και ποιοί οι σκοποί της!  Ώστε να μπορέσει να αρχίσει η μεγάλη συζήτηση του καιρού μας τη στιγμή που θα γίνεται το πρώτο βήμα.

                                                                                                             Β.Η    

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Κουβεντιάζοντας στο πόδι με τον εχθρό

‘Όπως έχω πει, κάνω πορτραίτα με τον τουρισμό στη Ρόδο για βιοπορισμό. Φέτος το καλοκαίρι λοιπόν, λίγο για να πειράξω, λίγο για να «ψαρέψω» τους Γερμανούς πελάτες μου όταν τους έδινα το πορτραίτο και αποχαιρετιόμασταν τούς πέταγα- υπομειδιώντας-  ένα «χαιρετίσματα στον μίστερ Σώυμπλε!» Οι περισσότεροι αντιδρούσαν με γέλια που σήμαιναν κάτι σαν «Χριστός και Παναγία!»  Έξυπνοι άνθρωποι (που υπάρχουν παντού), καταλάβαιναν ότι η Ελλάδα δεν είναι το «κέντρο του κακού», για αυτό άλλωστε δεν είχαν διστάσει να την επιλέξουν για τις διακοπές τους, και πολλοί συμφωνούσαν μαζί μου ότι αυτό που τώρα συμβαίνει σε μας, αργά ή γρήγορα, θα πέσει κι απάνω τους. Ότι δηλαδή, μπροστά πάμε εμείς και οι υπόλοιποι ακολουθούν.
Μια μέρα λοιπόν εμφανίστηκε ένας Γερμανός, 65-70 χρονών με ένα παιδάκι. Συζητήσαμε για την τιμή και τελικά μου ζήτησε να ζωγραφίσω το εγγονάκι του. Ο άνθρωπος φαινόταν ευκατάστατος και συγκρατημένος. Τετράγωνο πρόσωπο, αυτό που λέμε θεληματικό πηγούνι, γυαλιά με μεταλλικό σκελετό και ακόμα πιο μεταλλικό γαλάζιο βλέμμα. Το παιδάκι ήταν πολύ μικρό –δύσκολο να κάτσει ακίνητο και να ποζάρει- κι έτσι το τράβηξα μια φωτογραφία, είπα στον παππού να επιστρέψουν σε μιάμισυ ώρα και άρχισα να δουλεύω.
Δύο-τρία λεπτά πριν τον καθορισμένο χρόνο είδα τον πελάτη να με περιτριγυρίζει. Ακριβέστατος, στην ώρα του, σαν καλός Γερμανός.
 «Σε πέντε λεπτά είμαι έτοιμος» του είπα.
 Έκατσε μαζί με το παιδάκι σε ένα πεζούλι πίσω μου. Τελείωσα και τον φώναξα. Έρριξε μια ματιά στο πορτραίτο, αχνογέλασε, κούνησε καταφατικά το κεφάλι, εγώ τύλιξα το πορτραίτο και του το έδωσα κι ενώ έψαχνε τα χαρτονομίσματα μες το πορτοφόλι του, τού έδωσα τα χαιρετίσματα. Αυτός με το κεφάλι ακόμα σκυμμένο, μετρώντας, μου απάντησε: Mr Shauble  is trying to get back the German money! Κατόπιν σήκωσε το κεφάλι, μου έδωσε τα λεφτά και με κοίταξε.
-Προσπαθεί να πάρει πίσω τα γερμανικά λεφτά?!  έκανα εγώ. Ποια γερμανικά λεφτά? Ξέρετε ότι πληρώνουμε διαρκώς τόκους, ότι θα πληρώνουμε δια παντός τόκους χωρίς να φτάσουμε ποτέ στο κεφάλαιο?  Και ότι –αναλογίζομαι αν είναι αλήθεια αυτό που λένε- η Γερμανία έχει κερδίσει περίπου 100 δις, μέχρι στιγμής, από αυτό που αποκαλούνε «ελληνική κρίση»? Και ότι τα λεφτά αυτά πάνε για τη σωτηρία χρεωκοπημένων τραπεζών και δεν φτάνουνε ποτέ στη χώρα, στην ελληνική κοινωνία?
 -Οh, you have a point in this! Έχετε κάποιο δίκιο εδώ, έκανε ο άνθρωπος μας, αλλά ξέρετε η Ελλάδα, όπως και οι υπόλοιπες χώρες του Νότου, πάσχουν από υψηλή διαφθορά!
-Γιατί η Γερμανία δεν έχει διαφθορά? ρωτάω.
 -Α, όχι… όχι και τόσο…
-Εδώ έχει βουίξει ο τόπος, λέω εγώ, ότι οι γερμανικές εταιρίες δίνουν παντού μίζες για να παίρνουν τις δουλειές.
-Έ, ...αυτό είναι μια κάπως σύνηθης πρακτική που εφαρμόζεται παντού για να κλείνουν οι δουλειές. Δούλεψα για πάρα πολλά χρόνια στις εταιρείες και –πιστέψτε με- δεν υπάρχει τόση διαφθορά εντός της Γερμανίας.
-Α, έτσι έ? Βέβαια! Οι μητροπόλεις πάντα φροντίζουν να διατηρούνε την αυλή τους κάπως καθαρή και σπρώχνουν τη διαφθορά στις ξένες αυλές, στις αποικίες, ή στην περιφέρεια αν προτιμάτε. Κοιτάξτε, συνεχίζω, υπάρχει κάποιος κύριος Χριστοφοράκος, ήταν ο άνθρωπος της Siemens στην Ελλάδα που έδινε λεφτά κάτω από το τραπέζι, κάποιος εισαγγελέας επιλήφθηκε της υπόθεσης, κι αυτός, όταν ένοιωσε τον κλοιό να σφίγγει γύρω του, διέφυγε στη Γερμανία και τώρα έχει άσυλο στο Μόναχο! Γιατί δεν μας τον δίνετε να μάθουμε και μείς σε ποιόν τα έδινε και κυρίως από ποιόν τα έπαιρνε!
-Α, έχετε κι εδώ κάποιο δίκιο, κάνει ο άνθρωπός μας και μετά με μια άψογη κίνηση σηκώνει τον αριστερό καρπό μπρος στο πρόσωπό του, τοποθετεί τον δεξί δείχτη πάνω στο ρολόι του και λέει: But now we are on holidays, ευχαριστώ, γειά σας!
Τον βλέπω να φεύγει κρατώντας στο δεξί χέρι το πορτραίτο και με το αριστερό το εγγονάκι του.
Μένω να σκέπτομαι: αυτός ο άνθρωπος που ελίσσεται, που υπεκφεύγει, που ξεγλιστράει είναι ο τύπος του ανθρώπου που στήριξε τον Ναζισμό. Κάτι στον κοφτό και αδιάλλακτο τρόπο με τον οποίο έδωσε ένα τέλος  όταν βρέθηκε σε δύσκολη θέση, με κάνει να υποθέτω ότι θα εφαρμόσει βία αν εξαναγκαστεί σε συζήτηση.  Όχι ο ίδιος, προς Θεού! Απλά αυτός θα φτιάξει το πλαίσιο και θα παράσχει τη θεωρητική κάλυψη ώστε άλλοι να κάνουν τη βρώμικη δουλειά. Ή στην καλύτερη περίπτωση, ενσαρκώνει το «Πρωσσικό Πνεύμα». Αλλά κι αυτό το καθαρό και άσπιλο «Πρωσσικό Πνεύμα» μια χαρά τα πήγε με τον εθνικοσοσιαλισμό όταν ζορίσανε τα πράγματα… και έγιναν οι αριστοκράτες υποπόδιο των  Ναζήδων!  Ή ακόμα πιο …αθώα, πρόκειται απλά για το περίφημο «Βόρειο Πνεύμα». Αυτό που προκρίνει την αποτελεσματικότητα έναντι του διαλόγου.
Αλλά επειδή… εκτός από τον εχθρό πρέπει κανείς να γνωρίζει και τον εαυτό του, το ερώτημα είναι: Πώς μπορούμε εμείς που ζούμε στο Αιγαίο να συνεννοηθούμε μ’ αυτούς τους ανθρώπους? Εμείς, που η σκέψη μας γεννιέται από τις στενές κοιλάδες μας, τα νησιά και τ’ ακρωτήρια. Και πρέπει να τείνει να εξισορροπήσει όλο αυτό το απροσδόκητο τοπίο? Και, εν τέλει, εμείς, παιδιά του διαλόγου, τόσο άχρηστοι κι ανήμποροι είμαστε, που δεν μπορούμε να τακτοποιήσουμε τα του οίκου μας, να ξεχωρίσουμε δυό γαϊδουριών­­ άχερα, και πρέπει να στηριζόμαστε σ’ αυτούς και μετά να ξοδευόμαστε σε τέτοιου είδους απόπειρες?­­
­­­­­

                                                                                                                
                                                                                                                                       Β.Η

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Ψαλμοί


Χαίρε Κύριε του Τρόμου. Αρχηγέ των Χωρών του Νότου και του Βορρά
Ω επικράτεια της φωτιάς…

….η κατάπτωση του ηθικού των στρατηγών, που στον πόλεμο έχει βαρύτατες συνέπειες…
                                                                                             ( Γκυ Ντεμπόρ)

Χαίρετε Θεοί, που ρυμουλκείτε τη βάρκα του θεού των Εκατομμυρίων Χρόνων,


…μοιάζει με αίνιγμα, μάλλον αποκαρδιωτικό η αποκρυπτογράφησή του, όπως και η εποχή μας.
                                                                                             (Γκυ Ντεμπόρ)

που την φέρνουν στον ουρανό του Τουάτ, που την κάνουν να ταξιδεύει στο Νεντ,

Όταν μια πολιτική αλλαγή γίνεται αναγκαία και φθάνει η στιγμή να πραγματοποιηθεί, τίποτα δεν μπαίνει εμπόδιο, αλλά αντίθετα κάθε τι την βοηθά.
                                                                                    (Φραγκίσκος Μινιέ)

που κάνουν τις ψυχές-Μπα να μπαίνουν στα πνευματικά τους Σώματα,

στο Νανζύ ο Λαός αρνιόταν να πληρώσει τους φόρους όσο αυτοί δεν καθορίζονταν από τη Συντακτική Συνέλευση…

που τα χέρια τους κρατάνε τα πηδάλια- κοντάρια και οδηγούν ίσια…

σε κάθε περίπτωση όμως, η ρήξη έρχεται πάντα όταν η διάσταση ανάμεσα στο υπάρχον και σε αυτό που θα μπορούσε να υπάρχει φθάνει σε τέτοιο σημείο, ώστε αυτό που υπάρχει να θεωρείται παράλογο.
    «Η Επανάσταση “υπερβαίνει” τα άτομα και “αποσπά” την κάθε ξεχωριστή συνείδηση από τη σφαίρα που της έχει αποδοθεί στην παλιά τάξη πραγμάτων».
                                                                                                 (Χέγκελ)

    Έτσι ό λαός απομαζοποιείται και αποκτά συνείδηση του εαυτού του και των επιδιώξεών του. Οι άνθρωποι δρουν πλέον ως προσωπικότητες που έχουν αφυπνιστεί και όχι ως μάζα…

που τα χέρια τους αδράχνουν γερά τα κουπιά σας, καταστρέφοντας τον εχθρό…

    Όταν ο νους ανακαλύπτει την αλήθεια, λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί το μάτι όταν ανακαλύπτει κάποιο αντικείμενο: εφ’ όσον έχει δει το αντικείμενο, είναι αδύνατον να επιστρέψει στην κατάσταση που ήταν πριν το δει.
                                                                                             (Τόμας Παίην)


….Είθε να κοιτάξει το γήινο σώμα της,


    Η Γαλλική Επανάσταση που παραξένεψε με την ακάθεκτη αιφνιδιαστικότητά της, εκείνους που στάθηκαν οι δημιουργοί της, καθώς κι εκείνους που ήταν θύματά της, προπαρασκευάστηκε σιγά-σιγά έναν ολόκληρο αιώνα και περισσότερο.
                                                                                             (Αλμπέρ Ματιέ)


    Σύμφωνα με τον ιστορικό Ιππόλυτο Ταίν, από τις αρχές του 1789 είχαν ξεσπάσει σε διάφορες περιοχές 300 αγροτικές εξεγέρσεις.
    Κάθε επανάσταση συνεπάγεται μια ξαφνικά ανατροπή του συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων, η οποία αποτελεί προϊόν αργών και συχνά αδιόρατων αλλαγών που συντελούνται κατά την διάρκεια μακρών χρονικών περιόδων. Ομοίως, η Γαλλική Επανάσταση δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Αν και οι αιτίες ήταν ποικίλες, ωστόσο τον δρόμο της είχαν ανοίξει οι εκατοντάδες αγροτικοί ξεσηκωμοί που είχα ξεσπάσει ήδη από τα προηγούμενα χρόνια και συνεχίζονταν ακόμη και τη χρονιά που ξεκίνησε η Επανάσταση.

…Είθε να κατοικήσει στο Πνευματικό της Σώμα,

   Στον γαλλικό παράδειγμα, η φεουδαρχία στο απόγειό της προκαλούσε λιγότερο μίσος απ’ ό,τι όταν βρισκόταν στα πρόθυρα της εξαφάνισής της. Ακόμα και η παραμικρή αυθαιρεσία του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ φαινόταν πιο αφόρητη από τον αυταρχισμό του Λουδοβίκου ΙΔ’. Αυτό συνέβη επειδή εκείνη τη χρονική στιγμή ο γαλλικός λαός συνέλαβε την ιδέα να αποτινάξει τον ζυγό του, παρ’ ότι οι συνθήκες ζωής του βελτιώνονταν άρδην. Το τελευταίο μάλιστα επιβεβαιώνει την ρήση του καρδινάλιου Ρισελιέ ότι «αν οι λαοί είχαν οικονομική άνεση δύσκολα θα συμμορφώνονταν με τους νόμους».

…Είθε να μη χαθεί ούτε να καταστραφεί στον αιώνα των αιώνων.

…Περί το τέλος του Παλαιού Καθεστώτος και τα δύο αυτά πάθη ήταν εξίσου επίκαιρα, εξίσου γνήσια, εξίσου έντονα… Την εποχή αυτή, οι Γάλλοι πίστευαν ότι θα μπορούσαν να ζήσουν ίσοι και ελεύθεροι. Αργότερα ωστόσο, όταν η ισότητα θα αποκτήσει προτεραιότητα έναντι της ελευθερίας, θα ανοίξει ο δρόμος για να χαθούν και οι δύο…
     Τελικώς θα το συνειδητοποιήσει αυτό ακόμα και ο ίδιος ο Ροβεσπιέρος ο οποίος, στην τελευταία ομιλία του, θα πει προφητικά: «Θα αφανιστούμε, διότι χάσαμε τη στιγμή για να θεμελιώσουμε την ελευθερία μέσα στην Ιστορία της ανθρωπότητας».
                                                                                       (Αλέξης ντε Τοκβίλ)

    Ω χαίρε εσύ που το αιδοίο σου είναι ο τάφος του κόσμου, εσύ που παίρνεις πίσω τη ζωή- Μεγάλη Καταβροχθίστρα!
  

                                                                                                          Β.Η



(Από τους αναφερόμενους, από την Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης του Πέτρου Κροπότκιν και από την Αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών.)