Πού είναι αυτοί οι άνθρωποι; Γιατί δεν προστατεύονται; Σε φτύνω, σε φτύνω Χουάν, σε φτύνω και σε καταριέμαι! Ορκίζομαι πως θα χαθείς! Ορκίζομαι στον Θεό πως υπάρχουν πολιτικοί κρατούμενοι και υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τον Αλ Φουλτάν. Γεμάτες οι φυλακές από πολιτικούς κρατούμενους και ανάμεσα σ’ αυτούς αυτός που ψάχνετε. Τα παιδιά μας είναι στις φυλακές σας. Είθε ο θεός να εκδικηθεί… δεν υπάρχει πια σ’ αυτή τη γη ο άμοιρος ο Alfie, τον σκότωσαν οι μισθοφορικές εταιρείες. Οι άνθρωποί μας είναι απoφυλακισμένοι ήρωες και συλλαμβάνονται εκ νέου από συμμορίες και μεταφέρονται στις φυλακές RP.
Συλλαμβάνονται οι γιοί μας. Αυτό δεν θα διαρκέσει και δεν θα διαρκέσει… Δειλοί
διάβολοι, στρατοφονιάδες, δράκοι! Πού είναι η μπέσα σας; Ο άνεμος της
Δικαιοσύνης θα σας κυνηγήσει. Με χέρι γοργό θα ψαχουλέψει τα κιτάπια σας και θα
ανασκαλέψει τις σκέψεις σας. Συμμορίες της συναλλαγής! Δεν θα προλάβετε να
δραπετεύσετε, δεν θα γλυτώσετε απ’ τους τάφους σας! Έχουμε επικρατήσει παντού
στις γειτονιές. Σε αντίθεση με σας δεν φοβόμαστε τον Χρόνο.
Συμμορίες της μαύρης Άσσαφ, τιμάμε
μνήμη του πεσόντος Σεχ, του πεσόντος Χας! Του πεσόντος Ράτζιμπ, του πεσόντος
Ουαλίντ Αλ Φέυ, του φθινοπωρινού αέρα, του φθινοπωρινού Αλ Τιρ... Τέτοια μέρα συνομιλούμε
με τις ψυχές των αξέχαστων νεκρών!
Σύντομα, σύντομα στο δόκανο της Ιστορίας, στην κόλαση που είναι
η ατέρμονη επανάληψη, στην κόλαση που δεν υπάρχει αφή, στην κόλαση που αέναα
αλλάζουν οι μορφές! Και οι συμμορίες συλλαμβάνουν και σκοτώνουν τους γιούς μας.
Και οι συμμορίες του σιδηρουργού Άσθια και του Αμάντ Φαρά και του Μάλκι και η
πτώση του Αούν και του αξιότιμου Ρατζέεμπ και του πεσόντος ανέμου η γλυκιά
μελαγχολία… Και άλλα είναι Νιί και άλλα είναι Φαά. Στην παγίδα της Ιστορίας και
στην κόλαση Φάτθ και Γκάνγκ που είναι οι Δαίμονες της Ιστορίας! Εκδίκηση για
τον μικρό τους ντράμερ. Θεέ μου παρηγόρησέ τους… τις μάνες που οδύρονται, τον
σιωπηλό πατέρα. Εγώ ο Αντέλ σε εκλιπαρώ!
Οι άνθρωποι της
φιλανθρωπίας και του εμπορίου κάνουν τις εκκαθαρίσεις. Σε αυτόν τον κόσμο ένας
άνθρωπος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, έρχεται όμως η μέρα που θα κατέβει στον
τάφο. Θα είμαστε όλοι εκεί. Υπάρχει ένα δικαστήριο και η απόφαση έχει βγει. Κι
όλα είναι αίμα.
Δεν το φαντάστηκα
ποτέ στα χρόνια της σπουδής μου. Αγάπησα τα βιβλία και έσκυβα στα βιβλία. Και
αγάπησα τον Μπακρ και το ευγενικό του κήρυγμα! Το ξέρεις Θεέ μου γατί εσύ
μπορείς να διαβάσεις την ψυχή μου. Μα ήρθαν τα χρόνια της στάχτης και του πόνου
που παραλύουν το μυαλό και σκόρπισαν οι μαθητές του… Απόμακρα πια τα χρόνια της
χρυσής και ευδοκίμου μαθητείας. Τα ξέρεις και ξέρεις ότι ό,τι λέω είν’ αλήθεια!
Τα παράτησα όλα
και είμαι παρών και οπλισμένος! Τα πρόσωπα όλων μας είναι καλυμμένα με σκόνη. Για
δέστε εκεί! Είναι τα αποσπάσματα της αυγής, φθάνουν την κρίσιμη στιγμή! Ο Φά’α
είναι η αρχή των πραγμάτων. Ο Φά’α που είναι ίσος με τον Σα’ά και το ευγενές
αντίθετό του! Και σύ τρελέ Γκαλμπάν και συ τρελή πατρίδα! Δεν θα προλάβετε όμως
τα αεροπλάνα στα αεροδρόμια... εκεί θα μείνετε στο έλεός μας! Και ξέρετε ότι
όσα λέω είναι αλήθεια.
Ο Glegg
πολέμησε στο στρατό σας. Αρνήθηκε να γίνει κάτι παραπάνω από δεκανέας. Ήταν
στη Φαλούτζα. Έχασε την όρασή του στη Φαλούτζα ο Glegg, είναι τώρα εκπαιδευτής μας ο Glegg. Βλέπει όπως οι τυφλοί
όλα όσα μένουνε κρυφά. Η φωνή του είναι σπήλαιο! Παρασημοφορήθηκε όταν έσωσε
τους άντρες του σε μιαν ενέδρα στη Νουαϊμίγια, στις νότιες συνοικίες. Μας έδωσε
το παράσημό του όταν ήρθε σε μας.
Αν χρειαστεί να
γίνουμε φαντάσματα, θα γίνουμε φαντάσματα. Αν χρειαστεί να πάμε πίσω ως τα ζώα,
θα φτάσουμε και πιο πίσω απ’ αυτά, στην ακινησία των πετρωμάτων. Εμείς είμαστε
αυτοί που έχουν νοσταλγήσει τόσο πολύ το νερό!
Κατρακυλάμε
ευτυχισμένοι πίσω στους καιρούς, στην αρχαία ψυχή. “Δεν υπάρχει χώρος για τον
αξιοθρήνητο ισχυρισμό ότι κάτι είναι «χρήσιμο», ότι «εξοικονομεί εργασία». Ούτε
για τα ξεδοντιάρικα αισθήματα της συμπάθειας, της συμφιλίωσης, της επιθυμίας
για ηρεμία”. Από εδώ πηγάζει η περηφάνια μας που είμαστε άντρες. Η δύναμή μας
και η μοναξιά απέναντι στην τύχη μας ξυπνά τον φόβο, τον θαυμασμό, το μίσος.
Εκατοντάδες τυφλά παράθυρα, τιναγμένα όλα από μέσα. Σαν κανονιές ακούγονταν οι πυροβολισμοί κάτω στους έρημους δρόμους. Και μια φωνή κοροϊδευτική που προειδοποιούσε από ψηλά πως κανείς δεν θα γυρίσει σπίτι· αντίλαλος μες από τα άδεια διαμερίσματα. Ο Κ. στάθηκε τυχερός. Επέστρεψε. Η μάνα του τον αγκάλιασε ευτυχισμένη που γύρισε ζωντανός. Ευτυχισμένη που δεν τον φέρανε σε φέρετρο. Δεν κατάλαβε όμως ότι αγκάλιαζε ένα άδειο κέλυφος. Ή μάλλον ένα κέλυφος γεμάτο τρόμους. Χρόνια εφιάλτες. Και τρόμος την αυγή. Και ημικρανίες. Φωνασκίες απ’ την άβυσσο.
Ώσπου άρχισε να
γράφει. Όλα αυτά σταμάτησαν όταν άρχισε να γράφει... Τα κατάφερε και βγήκε απ’
αυτή τη δεύτερη κόλαση ο Κ. με ένα καλογραμμένο βιβλίο όπου ήταν όλα εκεί. Μόνο
τότε πραγματικά επέστρεψε. Ησυχασμένος πιά ήρθε και μας βρήκε. Και δώσαμε τα
χέρια κι ήπιαμε κόκκινο ζεστό κρασί, καλό να πίνετε για χίλια χρόνια.
B.H.
Γροθιά στο στομάχι... Ό,τι δεν λέγεται και ο,τι δεν περιγράφεται και ό,τι δεν φαινεται!
ΑπάντησηΔιαγραφή