Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Ελεύθερη Πτώση προς την Ουτοπία


    Ευχαριστώ όσους με ευχήθηκαν, θα σας διηγηθώ κι εγώ τι ονειρεύτηκα τη νύχτα που γινόμουνα 65 χρονών. Ξύπνησα μέσα στο σκοτάδι από ένα όνειρο ανησυχίας. Ενώ κοιμόμουν σ’ άλλο σπίτι, βρέθηκα, την ίδια ώρα της νύχτας που διαδραματιζόταν τ’ όνειρο, πίσω στο σπίτι μου στο Τοπάζ, στο μπάνιο στο τέλος του διαδρόμου κι ερχόμουν προς το δωμάτιό μου να δω γιατί με φώναζε ο ιδιοκτήτης· ένας μηχανικός που διατηρεί γραφείο δίπλα στο κονάκι μου. Μου φάνηκε περίεργο τέτοια νυχτερινή ώρα να βρίσκεται εκεί. Τι συμβαίνει Βασίλη? Κάποιος είναι στο δωμάτιό σου! Και πράγματι, όπως ερχόμουν από το βάθος του διαδρόμου διέκρινα μες το ζεστό φως του δωματίου που φωτιζόταν από τη χαμηλή λαμπίτσα, μια κοπέλα που στριφογυρνούσε μες τα πράγματά μου. Ερχόμουν γρήγορα να την προλάβω κι αυτή με είδε και βγήκε απ’ το δωμάτιο και βάδισε προς τη μεριά μου. Διασταυρωθήκαμε κι εγώ σταμάτησα να τη ρωτήσω, τι γύρευε εκεί. Μια μελαχρινή νέα κοπέλα, ντυμένη στα μαύρα και λεπτή που δεν ήταν άσχημη, διόλου άσχημη! Αυτή όμως δεν σταμάτησε καθόλου να βαδίζει, πέρασε δίπλα μου σαν κοκόνα, αμίλητη, κοιτώντας ίσια μπροστά και χάθηκε στο σκοτάδι προς το παράθυρο που βρίσκεται στο τέλος του διαδρόμου. Ήτανε αυτή ακριβώς η σιωπή της και το βλέμμα της που δεν στράφηκε προς εμέ που μου προξένησαν έναν χαμηλό πανικό. Εκείνη τη στιγμή ξύπνησα. Επεξεργάσθηκα λίγο το όνειρο, δεν έβγαλα άκρη, γύρισα στο πλευρό και ξανακοιμήθηκα.
    Λίγο πριν την αυγή είδα ένα δεύτερο όνειρο. Ήμουνα στο βάθος ενός καταγάλανου ουρανού και έπεφτα. Πίσω μου υπήρχε ένα σημείο, που ήτανε το κέντρο τ’ ουρανού, σημείο άπειρης πυκνότητας όπου συντελείτο μια σύντηξη και παρήγετο ένα ακατάσχετο μπλε που ανάβλυζε και διαχεόταν συνεχώς. Εγώ έπεφτα και έπεφτα. Σαν να ξέφευγα από ένα βαρυτικό κέντρο, κουκίδα και ελάχιστο σημείο, που ήταν παντοδύναμο. Τότε άκουσα μες το μυαλό μου, σαν διπλή φωνή, τρομαγμένες, δυο γλυκές γυναίκες που γνωρίζω: Βασίλη! Πρόσεξε Βασίλη! Πρόσεξε πέφτεις! Κι εγώ έπεφτα και έπεφτα! Κάτω άρχισαν να φαίνονται νησιά σε μια απέραντη, φωτεινή θάλασσα που είχε το μπλε του ουρανού. Και τις άκουγα να φωνάζουν… Μην ανησυχείτε τους αντιφώναξα εγώ: Πέφτω στην Ικαρία! Πέφτω στην Ικαρία με τις αλωνιστικές της μηχανές και τ΄ αγροτικά εργαλεία που σκουριάζουν στους αγρούς… με τα παλιά της λεωφορεία που σκουριάζουν στις στροφές των δρόμων και τους Κρυφούς Θεούς της! Πέφτω στην Ικαρία με τα γλέντια της!
                                                                                                       
                                                                                                           
                                                                                                        Β.Η

1 σχόλιο:

  1. Α μάλιστα!
    Πολύχρονος σαν τα θαλάσσια ρεύματα της Ικαρίας!

    Πλούς

    ΑπάντησηΔιαγραφή