Παρασκευή 15 Απριλίου 2022

Η μήτρα του Τσέρνομπυλ είναι πάλι σε οίστρο




Εκλέχτηκε με ένα πρόγραμμα ειρήνευσης, όταν όμως πήγε στο Ντονμπάς, στην Ανατολική Ουκρανία, οι ένοπλες ομάδες τού ‘τριξαν τα δόντια. Του έδωσαν να καταλάβει ποιοι κάνουνε κουμάντο στη χώρα. Οι Αμερικάνοι του εξήγησαν τι πρέπει να κάνει και τι να αποφεύγει. Σαν πρόεδρος, τα καθήκοντά του θα περιορίζονταν περίπου στις Δημόσιες σχέσεις. Θα ‘βαζαν «στην υπηρεσία του» ακόμα και το Χόλυγουντ, άλλα ο ίδιος θα τελούσε υπό επιτροπείαν. Αυτοί θα τρομπάριζαν τη χώρα όπλα, συμβούλους και διεθνείς εθελοντές.
   Έτσι ένας κωμικός της σειράς βρέθηκε να παίζει σε μια τραγωδία. Και μάλιστα σε έναν ρόλο που δεν είχε ποτέ του ονειρευτεί. Τη σωτηρία της Ουκρανίας. Και ακόμα παραπέρα: τη σωτηρία του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Κατάλαβε ότι τα πράγματα τον ξεπερνούσαν. Αλλά σε τέτοιο γιγαντιαίο και θεοσκότεινο παιχνίδι, ένα μαύρο παραμύθι, αντί να σηκωθεί να φύγει τρέχοντας, έμεινε, θαμπωμένος από έναν ρόλο εκτυφλωτικό. Ή από ένα αίσθημα προσωπικής τιμής. Ίσως και τα δύο. Ούτω πώς, ένας ηθοποιός δευτέρας διαλογής που έγινε πολιτικός -και μέσω της πολιτικής εν τέλει- θα γνωρίσει το βάθος του επαγγέλματός του. Έχει πάρει πια τον δρόμο για να γίνει ένας τραγικός ήρωας. Προσπαθώντας να ξεφύγει απ’ την μέγγενη της Ακροδεξιάς και των Αμερικανών ζητά δημοψήφισμα που θα εγκρίνει «οποιαδήποτε συμφωνία ήθελε προκύψει μέσα από διαπραγματεύσεις». Δεν πρόκειται όμως να τον αφήσουν να κάνει βήμα πίσω. Αν έχει το μπόι, το ανάστημα που απαιτεί η θέση που βρέθηκε έστω κι από σπόντα, θα δυσαρεστήσει  αυτούς που θέλουν να κάνουν την Ουκρανία μια παγίδα και θα το πληρώσει ίσως με τη ζωή του. Εν τω μεταξύ η χώρα καταστρέφεται για τα ξένα μάτια. Όσοι βρέθηκαν μέσα στο σίδερο και την πυρά δεν πρόκειται να επιστρέψουν. Και δεν μιλώ μόνο για τους νεκρούς.
    Στο βρετανικό κοινοβούλιο τραύλισε τον λόγο του Τσώρτσιλ το 1940… in the darkest hour. Οι βρετανοί κοινοβουλευτικοί πρέπει να στριφογύριζαν στις θέσεις τους ενοχλημένοι και ν’ αλλάζαν βλέμματα. Στο ελληνικό κοινοβούλιο αναφώνησε «Ελευθερία ή θάνατος» και, προχωρώντας λίγο παραπάνω, παρουσίασε κάποιους «Ελληνοουκρανούς μαχητές» έτσι για να ‘χουμε κι εμείς εικόνα τού πώς περίπου έμοιαζαν ο Αθανάσιος Διάκος, ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος ή οι Σουλιώτες. Η συνταγή είναι ανέμπνευστη, τα υλικά χάλια! Αλλά η Δύση δεν έχει κάτι καλύτερο να διαθέσει.
    Στην Κύπρο τα πράγματα εξελίχθηκαν χειρότερα. Αναγκαστήκαν να κλείσουν τα μικρόφωνα. Αυτός ο ίδιος ή εκείνοι που ήταν πίσω του. Δεν βοηθάνε για πολύ οι συναισθηματισμοί όταν έχεις φάτσα την Ιστορία.
     Κάποιες στιγμές θυμίζει κάτι αλαφρόμυαλους μέτριους κακούς στα γουέστερν οι οποίοι ποτέ δεν φτάνουν στο τέλος της ταινίας. Κάποιες άλλες, παλιάτσο που μπλέχτηκε σε δαιμονικό χορό. Αλλά αν ο Ζελένσκυ έχει πάρει τον δρόμο για τη στιγμή της κρίσης του όπου θα μάθει ποιος πραγματικά είναι, ο κεντρικός ήρωας του δράματος που όλοι παρακολουθούμε είναι ο Πούτιν. Από το τι θα κάνει και τι θα μπορέσει να αποφύγει, από το αν θα ξεπεράσει τα μέτρα ή όχι, εξαρτάται το ηθικό δίδαγμα που θα συναχθεί.
    Από τη στιγμή που οι αντίπαλοι δεν του αφήσαν κανένα περιθώριο, πατά πάνω στα χνάρια του Ιβάν του Τρομερού. Ο αγώνας του είναι να κλείσει έναν κύκλο που όλο και ανοίγει προτού κλειστεί κι ο ίδιος μέσα. Οι κινήσεις που κάνει, μια μια, είναι όλες, όπως λένε στο σκάκι, αναγκαστικές. Θα έπρεπε να είχε προσεχθεί αυτό από την αντίπαλη πλευρά.
    Οι Αμερικανοί και οι ευρωπαίοι σύμμαχοί τους όμως, που άναψαν την Ουκρανία, είναι τόσο άθλιοι που συνεχώς ρίχνουν λάδι και ξύλα στη φωτιά. Άνοιξαν αυτόν τον κύκλο και συνέχεια τον διευρύνουν. Θα πάρουν στο τέλος αυτό που στον καθένα τους αναλογεί. Οι Ευρωπαίοι θα καταλήξουν πλήρως υποτελείς στον προστάτη σύμμαχό τους ενώ αυτός, ο Σύμμαχος -όπως κι άλλοι πριν απ’ αυτόν- θα συνειδητοποιήσει πολύ πικρά ότι ο κόσμος είναι άπειρος και είναι αδύνατον να κατακτηθεί.
    Αυτοί που κάνουν κουμάντο στην άλλη ακτή του Ατλαντικού είναι τόσο αποτρελαμένοι βλέποντας την ανάδυση νέων δυνάμεων, την επιστροφή της Ρωσίας και την αμερικάνικη ισχύ διαρκώς να πέφτει, που δεν υπάρχει περίπτωση να συμβουλευτούν κάποιους αξιόλογους και μετριοπαθείς ανθρώπους που διαθέτει η χώρα τους. Πρόκειται για μια λούμπεν ηγεσία (ένα ακόμα αδιάψευστο σημάδι παρακμής) που δεν αποκλείεται να ανατινάξει τον κόσμο.
    Όσον αφορά εμάς τους υπολοίπους (είτε μικρές χώρες είτε οι απανταχού θνητοί) που παρακολουθούμε σαν θεατές την εξέλιξη του δράματος καλύτερα να αποφύγουμε πάση θυσία ν’ ανεβούμε στη σκηνή. Τίποτα το καινούργιο δεν παίζεται εκεί πάνω αφού η Ρωσία και η Κίνα είναι απολυταρχικοί κολοσσοί με τη ζωτικότητα αυτών που έρχονται διψασμένοι για πλούτο και ισχύ. Θα παρακολουθήσουμε λοιπόν ξανά κάποιους βάρβαρους να διαλύουν τους παρακμασμένους. Αν βέβαια προλάβουμε τούτη τη φορά.
 

                                                                                   Β.Η.


…….

 Υ.Γ. Ίσως είναι η τελευταία παράσταση. Η καταστροφή, με τούτη τη μορφή ή άλλη, μοιάζει αναπόφευκτη. Η τεχνολογική δύναμη της ανθρωπότητας αυξάνεται συνεχώς για να καλύψει την πνευματική ερημοποίηση. Φυσικά ισχύει και το αντίστροφο: η τεχνική πρόοδος απλώνει κάθε είδους ερήμωση. Ας μη σπαταλούμε άλλο τους εαυτούς μας. Θα χρειαστούν και κάποιοι αισιόδοξοι μετά την καταστροφή για να δείξουν το μάθημα μέσα απ’ το πάθημα.




Σάββατο 19 Μαρτίου 2022

Πόλεμος

 

Μερικές φορές θα ‘βγαινες από το καταφύγιο, έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου, και θα ‘βρισκες σκοτάδι. Ήταν όμορφα τα τροχιοδεικτικά όπως υψώνονταν με χάρη στον νυκτερινό ουρανό! Η πίσω πλευρά των λόφων που μας τριγύριζαν, έφεγγε σαν πόλη που την έβλεπες από μεγάλη απόσταση αλλά δεν έβλεπες από πού ερχότανε το φως. Μόνο τη φωταύγεια. Σαν ένας κρυφός φωτισμός να τρεμοπαίζει πίσω απ’ τον ορίζοντα. Φωτοβολίδες έπεφταν παντού γύρω από τις παρυφές της περιμέτρου ρίχνοντας ένα πεθαμένο άσπρο φως στο έδαφος. Μερικές φορές υπήρχαν ντουζίνες απ’ αυτές αφήνοντας πίσω τους μια ουρά καπνού, σκορπώντας λευκές σπίθες και νόμιζες πως σ’ οτιδήποτε έπεφτε το φως τους, κοκκάλωνε σαν φιγούρα σε παιχνίδι ζωντανών αγαλμάτων. Οβίδες διέσχιζαν βουβά τον ουρανό, ριγμένες από όλμους των 60mm, σκορπώντας λάμψη μαγνησίου για λίγα δευτερόλεπτα, σκιαγραφώντας μια μελαγχολική επίπεδη έκταση. Μπορούσες να δεις τις εκρήξεις των όλμων, πορτοκαλής και γκρι καπνός πάνω από τις κορυφές των δένδρων, δύο ή τρία χιλιόμετρα μακριά. Μια στις τόσες φορές έβλεπες στις πλαγιές των λόφων μια δεύτερη έκρηξη, πετυχημένη βολή- αποθήκη πυρομαχικών. Και ήταν όμορφα τη νύχτα. Ακόμα και οι οβίδες που έρχονταν κατά πάνω μας για να μας σκοτώσουν ήταν όμορφες τη νύχτα.

    Τέτοιες στιγμές μπορούσες να ξεχάσεις τις συνεχείς κακουχίες, τον ακραίο τρόμο από τα τραύματα που είχες δει, τη μυρουδιά του αντισηπτικού κι ότι για μεγάλα διαστήματα θα μπορούσες ίσως να κάνεις και χωρίς φαΐ, μιας και σου ’φτανε η αδρεναλίνη που το σώμα σου παρήγαγε σαν τον πιο πιστό υπηρέτη. Μπορούσες να ξεχάσεις ότι τόσο μεγάλο διάστημα συνομιλούσες με νεκρούς, μ’ αυτούς που είχανε πεθάνει και μ’ αυτούς που επρόκειτο να πεθάνουν από στιγμή σε στιγμή. Ότι ακόμα και τα όνειρα που έβλεπες ήταν όνειρα κάποιου που είχε πεθάνει από καιρό.

 

    Ο Τάνα, ένας από τους παλιούς, κάπνιζε πίσω απ’ τους αμμόσακους. Στράφηκε και, κάνοντας ένα πλήρες ημικύκλιο, πήρε το κράνος του. Πάμε! είπε. Έπειτα γλίστρησε κάτω με κινήσεις που είχαν την αρμονία χορευτή. Μου θύμισε κάτι γέρους μαστόρους που σοβάτιζαν διαγράφοντας αέναα τόξα μπροστά σε έναν τοίχο, με τέτοια φυσικότητα, όπως κανείς αναπνέει. Λογικό, θα πεις, αφού το κάνανε όλη τους τη ζωή…. Όμως, πόσο όμορφα είναι τα τροχιοδεικτικά που διαγράφουν την καμπύλη τους στο νυχτερινό ουρανό! Πόσο αργά και γεμάτα χάρη, ένα όνειρο, τόσο απόμακρο απ’ οτιδήποτε επικίνδυνο. Μπορούσαν να σε κάνουν να αισθανθείς μια απόλυτη γαλήνη. Μια μεταρσίωση που σ’ έβαζε πάνω απ’ τον θάνατο, αλλά δεν κρατούσε πολύ. Ένα κτύπημα κοντά, μια στήλη καπνού ανακατεμένη με χώμα που ‘ρχοτανε πάνω σου κατά ριπάς σε ξανάφερνε πίσω. Δαγκωμένα χείλια, σφιγμένες γροθιές. Δεν κατάφερνες συχνά να δεις τις οβίδες. Ήξερες πως αφού είχες ακούσει την πρώτη είχες σωθεί για την ώρα. Αν εξακολουθούσες να στέκεις εκεί έξω για να δεις το θέαμα, σου άξιζε ό,τι κι αν πάθεις.

    Στο τέλος του καλοκαιριού ζήτησα μετάταξη στους Ανιχνευτές. Κανά δεκαριά σταλθήκαμε στο 6ο Σώμα Κυνηγών.

                                    …………………………………………………

     Βαδίζαμε στον άνυδρο κάμπο σε αραιή διάταξη σαν τα χαϊβάνια με το όπλο χαμηλωμένο και ψάχναμε για ίχνη. Μπαίναμε στα χωριά, κάτι άθλια χωριά, βαρείς και πένθιμοι. Μόλις τελειώναμε την έρευνα στα σπίτια μαζεύαμε τους χωρικούς στην πλατεία και τους κατηχούσαμε. Βουβοί μας κοίταζαν κι ανέκφραστοι. Μερικές φορές είδα το μίσος μέσα από μισόκλειστα μάτια. Ένα μίσος καθαρό σαν αίμα, αλλά ήταν κάτι φευγαλέο. Τα σπίτια ήταν γεμάτα από γεννήματα, ζώα και βαγένια με κρασί αλλά είχαμε αυστηρές διαταγές να μην αγγιχτεί τίποτα. Ούτε σπίτι, ούτε γυναίκα. Έπρεπε να προσέχουμε τα χωριά, είχαν πει. Μάλιστα, μας ήρθανε μια μέρα τρεις, ένας αντισυνταγματάρχης της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης με έναν επιλοχία και έναν λιμοκοντόρο με πολιτικά. Κάναν ανακρίσεις για να βρουν ποιοι πείραξαν μια γυναίκα. Ήμουν μπροστά στο περιστατικό αλλά δεν είπα κουβέντα. Μια ομάδα στρατιωτών είχε βάλει μια γυναίκα στη μέση και την έσπρωχναν σα μπάλα από τον έναν στον άλλο. Της τράβαγαν τα ρούχα μέχρι που πετάχτηκαν έξω τα τροφαντά βυζιά της τρεμάμενα και λαχταριστά. Η γυναίκα είχε πάθει υστερία αλλά δεν την άρπαξαν. Μόνο γελούσαν. Την άφησαν κι έφυγε με σταυρωμένα χέρια. Μου έμεινε καρφωμένο στο μυαλό το πάλλευκο της σάρκας. Τέτοια λάμψη δεν είχαμε ξαναδεί μες στη σκοτεινιά που ζούσαμε. Ακατανόητες μου είχαν φανεί οι διαταγές Να μην αγγιχτεί σπίτι ούτε γυναίκα… Πώς δηλαδή να πολεμήσουνε οι άντρες; Τι θέλει ο στρατιώτης για να πολεμήσει μες σ’ αυτό το ζόφο; Να φάει ένα καλό φαΐ πέρα από το άθλιο σιτηρέσιο του στρατού, να πιεί κρασί και να ξεδιψάσει τη δίψα του ήσυχος μέσα σ’ ένα γυναικείο κορμί.

    Μετά, σώθηκε ο κάμπος και φτάσαμε στη θάλασσα. Μια έρημη θάλασσα όλο πέτρες,  φύκια και ρηχή. Το κύμα δεν σταμάταγε να έρχεται ποτέ. Ψυχή στις ακτές! Μόνο χωματόλοφοι, κοντοί θάμνοι και κατσίκια. Καταραμένος τόπος κι άνεμος. Ένα βράδυ εμφανίστηκαν μπροστά μας, όπως λουφάζαμε γύρω απ’ τη χαμηλή φωτιά, σα Βελζεβούληδες και μας έριξαν στα ίσα. Τρείς άντρες έμειναν στον τόπο κι ένας ακόμα ξεψύχησε το πρωί. Τους δυο σκοπούς τους βρήκαμε με κομμένο τον λαιμό από αυτί σε αυτί. Ο τρίτος δεν ξαναφάνηκε ποτέ.

    Είχαν τα πρόσωπα καλυμμένα με μαύρα μαντήλια, μόνο τα μάτια γυάλιζαν σαν καντηλέρια. Πώς να πολεμήσεις ανθρώπους που το ‘χαν πάρει απόφαση να γίνουνε φαντάσματα;

    Εμείς ραντίζαμε τον τόπο, οι γεμιστήρες άδειαζαν στο πι και φι, αυτοί ρίχναν μια μόνο σφαίρα – κατευθείαν στην καρδιά του πράγματος.

                      ………………………………………………………………

     Με τη συνθήκη της Α… έπρεπε να καταπαύσουν οι εχθροπραξίες, να παραδώσουμε τα όπλα στον στρατό και να αποστρατευτούμε. Όμως τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Οι περισσότεροι δεν νοιάζονταν καν να γυρίσουν πίσω. Τράβηξαν ίσια μέσα στην Κ. και ρεμπέλευαν ανοιχτά. Κανά-δυο φορές έφτασαν στο σημείο και πολιόρκησαν το Κυβερνείο. Δεν τους αδικώ. Αυτό που αποκαλούν «σπίτι», έμοιαζε ένα βαρετό, τρισάθλιο μέρος. Η ειρήνη που διατυμπανίζανε μύριζε κοινωνικά επιδόματα και φιλανθρωπία, κατουρλίλα και πρόωρα γερατειά. Τούτη ‘δώ η υπόθεση που ‘χαμε μπλέξει θα μπορούσε να ‘ναι μια καλή περίπτωση. Υπό προϋποθέσεις βέβαια! Κι αφού στα πράγματα είχε έρθει ο Ντ. απλώς αλλάξαμε στολή και παραλάβαμε καινούργιο οπλισμό. Πολλοί από τους αξιωματικούς παρέμειναν, μόνο που τώρα δεν φορούσαν διακριτικά. Από ‘κείνη τη στιγμή και ύστερα άρχισε το πανηγύρι. Μπαίναμε στα χωριά και τα καίγαμε. Μετά πυροβολούσαμε ό,τι κινείτο. Δεν αφήναμε ούτε τα ζωντανά. No rules! λέγαμε και ρίχναμε στο ψαχνό. Τώρα που τα χέρια μας δεν ήτανε δεμένα, δείχναμε τι μπορούμε να κάνουμε. Ο εχθρός άρχισε να μας υπολογίζει. Στην αρχή έπαθε σοκ βλέποντας ότι είχε να κάνει με ανθρώπους που δεν είχαν κρατημό μπροστά σε τίποτα. Μετά σκλήρυνε κι άλλο. Τώρα ήταν ή εμείς ή αυτοί.

    Φέρναμε μαζί μας την κόλαση κι αν η κόλαση είναι ένας τόπος εδώ ή κάπου αλλού, σίγουρα έχει σκοτάδι και φωτιά. Α, είναι ωραίο να μπαίνεις οπλισμένος σ’ ένα χωριό και να φωτίζεις τη νύχτα κι αν είναι μέρα, να σκοτεινιάζεις τον ήλιο. Ήμασταν οι Κύριοι του φωτός και των σκοταδιών. Οι θρήνοι συνόδευαν το φευγιό μας κι είχε γούστο που άρχιζαν κιόλας μόλις εμφανιζόμασταν. Κοίταγα τα ξαναμμένα πρόσωπα των συντρόφων μου καθώς φεύγαμε σα βουρκωμένο σύννεφο. Και η λάμψη στα μάτια τους δεν ήταν το αντιφέγγισμα μόνο από τις πυρκαγιές. Αυτή κι αν ήταν απόκοσμη ομορφιά!  Εύχομαι να μπορούσατε να δείτε πώς έμοιαζαν οι άντρες. Πώς άλλαζε μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, η εμφάνισή τους. Φορούσαν ό,τι φορέθηκε ποτέ στο παρελθόν σε ανάλογες περιστάσεις κι ό,τι ίσως φορεθεί κάποτε στο μέλλον. Περιποιούνταν τον εαυτούς τους και στολίζονταν σαν να πηγαίναν σε αποτρόπαιη τελετή. Ώρες-ώρες μοιάζαμε με θίασο μεταμφιεσμένων όπου ο καθένας ξεπήδησε από διαφορετικά μεσοδιαστήματα της Ιστορίας και με ευσυνειδησία και φροντίδα επεδίδετο σε σφαγές… πρόσωπα βουτηγμένα στον ιδρώτα πασαλείβονταν με στάχτη που απλωνότανε ωστόσο με μεγάλη τρυφερότητα. Μερικοί είχαν πραγματικό ταλέντο… μια φαντασία που ξάφνιαζε… που συνέθετε τα πιο ετερόκλητα πράγματα: αίφνης, ένα αγγελικό πρόσωπο σημαδεμένο με χαράξεις από μαχαίρι που ήταν «επ’ ανδραγαθία» και δυο άδεια μάτια πίσω από λευκό τούλι. Και είναι κρίμα που ποτέ δεν τους είδε κάποιος από τους μεγάλους Μαίτρ να περνούν σαν οπτασία σ’ αυτή την πασαρέλα του χαμού.

    Τώρα, εδώ που τα λέμε, θα ΄ταν ξεκαρδιστικό να παρελάσουν σ’ αυτό τον διάδρομο, μπρος στον καλό κόσμο και τις κυρίες, οι δικοί μας, «αλευρωμένοι» με στάχτη και όλα τους τα συμπράγκαλα. Δεν θα ξέραν από πού να φύγουνε οι καλοταϊσμένοι.

                                           ………………………………..

     Αυτοί οι άνθρωποι, οι άνθρωποί μου, θεωρούσαν πως τούτη η Μοίρα, τούτη η πορεία ίσκιων σ’ ένα αδιάκοπο ημίφως ήτανε γλυκύτερη από οποιαδήποτε επιστροφή σε μια αδιάφορη πατρώα γη. Το πλιάτσικο ήτανε πάντοτε χοντρό και κάποιοι γύρναγαν ‘δω κι εκεί στολισμένοι με ό,τι είχανε σηκώσει απ’ τα βρώμικα χωριά και τις μισητές πόλεις που ρήμαζε η ορδή μας. Άλλοι επιδείκνυαν αξιοσημείωτη εγκράτεια. Ήταν μάλιστα οι πιο ανηλεείς. «Είσαι αυτοί που έχεις σκοτώσει», πίστευαν. Έτσι, σιγά-σιγά έφτιαχναν το πρόσωπό τους. Όσον αφορά τον οίκτο… αχά, τί λύπηση να δείξεις πάνω σ’ αυτή τη γη, μια σφαίρα που γυρνά σέρνοντας πίσω της ένα πένθιμο πλήθος που μισιέται κι ασωτεύει. Όλοι τους όμως είχαν την πεποίθηση – αν μπορώ να το πω έτσι – ότι η μάχη μπορεί να είναι γιορτή. Και λαχταρούσαν να απολαύσουν τις χαρές της.

    Υπήρχε κάποιος – που δεν έζησε πολύ – που πήγαινε τρέχοντας στη μάχη σαν άτι με τη χαίτη ορθωμένη που ψάχνει για φοράδες. Αυτός κάηκε από τη δαιμονική του νιότη. Και κάποιος άλλος, όταν μας στρίμωξαν γερά μες στη χαράδρα της Γκ. - και το ΄χαμε αποφασίσει, πως όλοι θα χαθούμε – που όρθιος μέσα στον όλεθρο και στον καταιγισμό έμοιαζε να προσεύχεται σε έναν άγνωστο θεό. Αλλά αυτός έζησε λίγο παραπάνω.

    Αν υπήρχε κάτι που όλοι εκτιμούσαν βαθειά  ήταν το θάρρος. Το αληθινό θάρρος! Αυτό που πηγάζει από την περιφρόνηση προς τον θάνατο. Αν πάλι κάτι μισούσαν ως το τελευταίο κύτταρο, ήταν να δειλιάσουν. Μισούσαν αυτό τον καταραμένο φόβο που διαλύει τα σωθικά – και τον είδα μια φορά, σαν απλώθηκε στους άνδρες, πώς έκανε τον στάσιμο αέρα να μυρίζει σα βρωμερό κουνάβι. Αντίθετα, είδα, ξανά και ξανά, ανθρώπους κάτωχρους να τρέμουν στο πλησίασμά του Επισκέπτη, αλλά η ζωή τούς έφευγε μέσα από σφιγμένα δόντια. Οπότε, φυσικά, αποκλειόταν κάθε έλεος για τον αντίπαλο. Σαν να υπήρχε κάτι ανάερο και διάχυτο παντού, κάτι σχεδόν πνευματικό, που έβλεπε· κι αν καταλάβαινε πως μαλάκωσες, τότε ήσουνα χαμένος. Αυτή, νομίζω, ήταν η διαφορά μας με τον εχθρό. Αυτός ξεκίναγε από κάτι απτό και υλικό· τη γη, τα παιδιά, τις γυναίκες. Εμείς είχαμε βάλει σκοπό… να γίνουμε οι εαυτοί μας.

    Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν μόνο μια ή δυο φορές που νοιώσαμε θαυμασμό για έναν αντίπαλο που είχε σκοτώσει πολλούς απ’ τους δικούς μας αναγνωρίζοντας την προσωπική του δύναμη. Ίσως για αυτό επιδιώκαμε – αχρείαστα συχνά – τη συμπλοκή σώμα με σώμα που μετράει την ανδρική δεινότητα.

    Βρέθηκα μπρος σε απίστευτες χορογραφίες που η ποικιλία τους εκτεινόταν από τη γελοιότητα ως ένα φρικτό μεγαλείο. Κι ένοιωσα πολλές φορές ότι για τους άνδρες των αποσπασμάτων η μάχη ήταν έκσταση και όργιο.

 Ούτως ή άλλως, η παλιά πειθαρχία είχε σπάσει και είχε αντικατασταθεί από κάτι πιο αποτελεσματικό, την αρχαία προσήλωση στην αγέλη. Και θα ΄πρεπε να ακούσετε τα ονόματα και τα παρατσούκλια που δίναμε ο ένας στον άλλον ή δίναμε οι ίδιοι στον εαυτό μας. Ένας είχε κοτσάρει το «Ντον» μπροστά απ’ τ’ όνομά του, έναν άλλο τον φωνάζαμε «Γιατρό» κι έναν άλλον «Τσάρλυ» και κανά δύο είχαν υιοθετήσει γυναικεία ονόματα κι αυτοί ήταν από τους πιο απρόβλεπτους. Κι ακόμα… να ακούσετε πώς είχαμε φτάσει να μιλάμε! Πού να βγάλει κανείς συμπέρασμα, τι σήμαινε «Λοχίας Hotel ή ποιος ήτανε ο «Sunny»; Ή ακόμα τι σημαίνει το ρήμα «απλοποιώ»; Ένας άσχετος δεν θα καταλάβαινε γρυ απ’ αυτά τα κορακίστικα αλλά εμείς μια χαρά συνεννογιόμασταν Βέβαια θα καταλάβαινε ότι πρόκειται για μια αργκό φονιάδων αλλά ποιο το πρόβλημα; Και οι φονιάδες ένα επάγγελμα κάνουν και μάλιστα απ’ τα πιο παλιά. Τουλάχιστον εμείς είχαμε αναλάβει ένα εγχείρημα ή μάλλον ασκούσαμε μια Τέχνη. Την Τέχνη της Ερήμωσης.

    Μα την πίστη μου, δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο από την έρημο! Αν μπορούσαμε να γυρίσουμε το παν στην ακίνητη σιωπή των πετρωμάτων...

 

    Να! εδώ είμαστε αφού μπήκαμε στη Μπαλάτα. Η πόλη καιγόταν επί μέρες. Ένα νέφος από καπνό τη σκέπαζε σα θόλος. Είχαμε πιάσει τους λόφους περιμετρικά της πόλης για να εμποδίσουμε τα συνεργεία διάσωσης ενώ κάποιοι δικοί μας ήταν ακόμα μέσα και αποτελείωναν όσους είχαν επιζήσει. Είχαμε στήσει τεράστια ηχεία και παίζαμε το «Bridge over troubled water». Εδώ είναι φωτογραφίες δικών μας με πτώματα αντιπάλων. Δεν ξέρω να το εξηγήσω, ποτέ δεν φωτογραφίζαμε τους δικούς μας νεκρούς.

    Πάντως, αν δεν με γελάει η διαίσθησή μου, σε κάποιες μύχιες στιγμές των συντρόφων μου είχα υποψιαστεί μια αδιόρατη νοσταλγία για την ήττα. Ένα βράδυ, σε ένα κενό μιας συζήτησης, κάποιος ξεστόμισε κουρασμένα: «τα τέρατα ούτε κατοικούν πουθενά, ούτε κοιμούνται ποτέ, ούτε ζουν πολύ. Μόνο κατατρέχουνε τους τόπους». Τα λόγια είχαν ειπωθεί χαμηλόφωνα αλλά είμαι σίγουρος πως ακούστηκαν απ’ όλους. Ούτε ο υπόγειος σαρκασμός τους πέρασε απαρατήρητος, μηδέ η λύπη. Μολαταύτα δεν έγινε κανένα σχόλιο. Σαν να μην ειπώθηκαν ποτέ. Σα να ρίχτηκε ασβέστης σε ‘κείνα τα φοβερά λόγια. Το χειρότερο όμως ήταν ένα τραγούδι που επαναλαμβανόταν αργά και μεγαλόπρεπα όταν ερχότανε η ώρα της μέθης γύρω απ’ τις φωτιές. Μίλαγε για ένα άσχημο κουφάρι σε ένα χαντάκι ενόσω βρέχει

               Ποτέ δεν θα γυρίσω σπίτι

               Δεν θα ξαναδώ την πλατεία Β.

         ούτε τους όμορφούς Μποέμ…

 Προφανώς ήταν μια εκδήλωση του αθάνατου Μαύρου Χιούμορ. Και ένας Επιτάφιος για ένα στρατό τυχοδιωκτών· σαν εξορκισμός. Τότε, μερικοί σκάλιζαν χαραγματιές στο κοντάκι του όπλου τους για τον καθένα από τους «καλούς» που είχαν στείλει να γίνει τροφή κοράκων… Ένας τους θα ‘παιρνε ήσυχα στην αγκαλιά ένα βαμμένο κράνος που ήταν ακουμπισμένο δίπλα του. Στο πλάι κάτι είναι ξυσμένο: 20  Απρίλη - ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΑ!  Αλλά αυτές οι στιγμές μελαγχολίας, τόσο χαρακτηριστικές σ’ όλους τους στρατούς της Ιστορίας, γρήγορα δίναν τη θέση τους σε σκέψεις πιο αισιόδοξες και ξαναβρίσκανε το θαρρετό εαυτό τους.

    Άλλωστε, εμείς είχαμε μια αποστολή που ήταν μοναδική: Ν’ ανάψουμε φωτιά που θα πυρπολήσει ολόκληρο τον πολιτισμό και τις μηδαμινές αξίες του.

 

    Γιατί αν υπάρχει κάτι πολύτιμο σ’ αυτόν τον κόσμο, πιο πολύ κι απ’ το χρυσάφι, αν υπάρχει κάτι πραγματικά αγνό, αυτό βέβαια είναι το αίμα. Κι αυτό το αίμα το σκορπούσαμε εμείς παντού σε μια μαινόμενη σπατάλη. Το ποδοπατούσαμε γλεντώντας… κι αν σκοτωνόταν ένας σύντροφός μας, πάλι τότε τον τιμούσαμε γλεντώντας γιατί πέθανε την υψηλότερη στιγμή. Κι αν υπάρχει ένας θεός, καλός και σπλαχνικός όπως λένε, που νοιάζεται για αυτό το αίμα και το εξοικονομεί, εμείς το σπαταλούσαμε με μιαν άγρια χαρά. Ζώντας για την εκμηδένιση σηκώσαμε τα όπλα ενάντιά του. Γίναμε έτσι οι Στασιαστές κι ενός Σκοτεινού Πρίγκηπα πραματευτάδες… Κάποιοι μας είχαν πει πως ο πόλεμος τελείωσε!  Αυτό μας έκανε να γελάμε. Εμείς ήμασταν ο πόλεμος!

 

                                                                                                       Β.Η.

 

 Εδώ υπάρχουν μια-δυο φράσεις του Μπόρχες, μια σκηνή από την Ιλιάδα, εικόνες από το Βιετνάμ και τον Λίβανο, μερικά λόγια ενός άνδρα των Freikorps από τη Γερμανία του ’20 κι ο «ανθός της κοπριάς» της παγκόσμιας ιστορίας.

Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2022

Η Παγωμένη Ακρόπολη

 




Ούτε απ’ την Πατησίων ούτε απ’ την Πειραιώς σ’ έχω έτσι ιδωμένη. Να ‘ρχεσε απ’ το Σύμπαν και ν’ αρπάζεις απ’ το πέτο την άσκοπη πόλη. Αλλά η πόλη σέρνεται, στα γόνατα πεσμένη, στη Ζήνωνος, στη Γενναδίου και στο Μεταξουργείο. Και περισφίγγεται από τους νεκροζώντανους των προαστίων.

    Θα φτιάξουμε έναν στρατό και μ΄ αυτό τον στρατό θα φτιάξουμε έναν άλλο λαό. Αντηχώντας έναν βαθύτερο τόνο θα φτιάξουμε τους πρώτους πολίτες της νεαρής Δημοκρατίας.

    Το δίπολο Αθήνας-Σπάρτης… Ο άλλος πόλος – η Σπάρτη – έχει πάνωθέ της τον αρρενωπό Ταΰγετο. Και μετά ο Γρανικός και οι Επίγονοι. Η αρχαιότητα είναι μια τετελεσμένη τραγωδία. Έπειτα ήρθαν οι αιώνες του ύπνου. Οι δύο Ρώμες κι η τουρκοκρατία. Και μετά η Παλιγγενεσία. Δυνατό κύτταρο, ζωή σπαταλημένη. Δυο αιώνες αμηχανίας.

    Η αρχαιότητα, σα σύνολο, είναι η συντελεσμένη τραγωδία. Μας κληροδοτήθηκε για να σπάσουμε τον κώδικά της και να την ξεπεράσουμε. Ας είναι αυτή η επιστροφή μας απ’ τον Πάγο.

    Δεν θα ξαναζήσουμε αν δεν τεθούμε στην υπηρεσία του σκοπού. Αν δεν αναλάβουμε το έργο.


                                                                                       Β.Η.

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

Οχηματαγωγόν Ελλάς


Τον Δεκέμβρη του 1966 το «Ηράκλειo» βυθίστηκε στη μέση του Αιγαίου, στη θαλάσσια περιοχή της Φαλκονέρας, παίρνοντας μαζί του 250 ανθρώπους. Ήταν πολύ κρύος εκείνος ο χειμώνας του ­’66 προς ’67 - και οι Συνταγματάρχες ήδη ερχόντουσαν.

    Η εν πλώ καταστροφή του Norman Atlantic είχε κάτι πέρα από το ρίγος και τη δραματική ειρωνεία που νοιώσαμε βλέποντας ανθρώπους­ -σε ζωντανή μετάδοση­- να κινδυνεύουν να καούν περικυκλωμένοι από νερό. Ένα οχηματαγωγό μετασκευασμένο κακήν κακώς σε επιβατικό, ένας Ιταλός καπετάνιος, ένας Έλληνας ύπαρχος, ένα μικτό πλήρωμα της τελευταίας στιγμής χωρίς συνοχή και χωρίς κοινή γλώσσα. Οι Ιταλοί δεν μιλούσαν αγγλικά, ούτε καν ο πλοίαρχος ο οποίος αδυνατούσε να συνεννοηθεί με τα ελληνικά λιμεναρχεία. Επί πλέον το πλήρωμα άργησε να κληθεί σε συναγερμό με αποτέλεσμα, «χωρίς στολή, χωρίς κανένα διακριτικό, χωρίς οδηγίες να χαθούμε μέσα στον κόσμο» όπως είπε ένας απ' τους ανθρώπους του καραβιού.

    Πίσω απ’ όλα αυτά, ένας πόλεμος ιταλικών και ελληνικών εταιριών για την κυριαρχία στο Ιόνιο και την Αδριατική. Και πάλι καλά λοιπόν τα κατάφεραν όλοι τους –ένα ασύντακτο πλήρωμα και άνθρωποι που ξύπνησαν στις καμπίνες τους απ’ αυτό που ερχόταν μέσα από τους εξαεριστήρες και τις φωνές και το ποδοβολητό στους διαδρόμους αυτών που έτρεχαν εδώ κι εκεί για να βρούν τις εξόδους, τα σωσίβια, τις λέμβους. Όσο περνούσε η ώρα όλοι, επιβάτες και πλήρωμα, κατέφευγαν στα ψηλότερα καταστρώματα γιατί τα δάπεδα έκαιγαν από τη φωτιά που κατάτρωγε τ' αμπάρια.

    Η σωτηρία τώρα είχε αφεθεί στο φιλότιμο και το πείσμα των πληρωμάτων των ελικοπτέρων και των αντρών των ρυμουλκών που έκαναν την κατάσβεση. Οι Ιταλοί αποφάσισαν -πολύ σωστά- η εκκένωση να γίνει από αέρος. «Είχαν πολύ καλό συντονισμό» αλλά και πάλι τα πρώτα ελικόπτερά τους πραγματοποιούσαν τη διάσωση με καλάθια δύο ατόμων ή με την αρτάνη (ένα ειδικό σχοινί, ιμάντας που παίρνει έναν κάθε φορά). Μόνο όταν έφτασε το πρώτο ελληνικό Super Puma«τα δικά μας παιδιά» όπως είπε ένας Έλληνας οδηγός, επιταχύνθηκε η διάσωση καθώς μάζευε τους επιβάτες ανά 6 ή ακόμα 8 άτομα. Οι Έλληνες τελικά στις δύσκολες στιγμές υπερβαίνουν την πραγματικότητα.

    Κάποιες αφηγήσεις επιζώντων που κατάφεραν να περάσουν μέσα από τον επίπεδο δημοσιογραφικό λόγο αφήνουν να φανεί η εφευρετικότητα και η ευγένεια των πληρωμάτων παραπλεόντων εμπορικών πλοίων, όπως εκείνου του Aby Jeannette που οι Φιλιππινέζοι ναύτες του έκλαιγαν πάνω από τα παράπετα επειδή δεν μπορούσαν να ανεβάσουν με την ανεμόσκαλα τους επιβάτες που κρατούσαν παιδιά στην αγκαλιά. «Δεν επέμεναν, ήταν έξυπνοι άνθρωποι, έφτιαξαν γρήγορα ένα δίχτυ και μ’ αυτό ανέσυραν έναν-έναν τους πενήντα ανθρώπους από τη βάρκα», όπως είπε μια μάνα.

    Σαρανταοκτώ χρόνια μετά το «Ηράκλειο» ζήσαμε μια ακόμα ναυτική τραγωδία που όμως αυτή τη φορά είχε διεθνή χαρακτήρα. Και εμείς που νομίσαμε ότι μέσα στην Ευρώπη θα γλυτώναμε από το χάος!  

    Τώρα το πλοίο, που η τύχη του έγερνε για πολλές μέρες πότε προς Αλβανία και πότε προς Ιταλία, ρυμουλκήθηκε σε ιταλικό λιμάνι και, μπρος στο κομφούζιο που έχει δημιουργηθεί από την ιταλική πλευρά, συγγενείς ταξιδεύουν για τη γειτονική χώρα για να βρουν τους ανθρώπους τους, όπου μπορεί αυτοί να ευρίσκονται.

    Όλα αυτά θυμίζουν τραγικά τη χώρα που μετά την καταστροφή ρυμουλκείται. Εξ ου και η μελαγχολία των ημερών, κάτι περισσότερο από τη θλίψη για τους ανθρώπους που χάθηκαν.

    Αντίο Norman Atlantic δεν θα σε ξαναδούμε ποτέ. Ήσουν η πιο ζωντανή απεικόνιση αυτού που έχει συμβεί στην πατρίδα μας!

 

                                                                                        Β.Η


Σημ. Το κείμενο πάρθηκε από τον "Πύραυλο των Υπογείων" εκείνης της εποχής. Το πλοίο πήρε φωτιά στις 28 Δεκέμβρη του 2014. Πάνε εφτά χρόνια από τότε. (Κάποιοι υποστηρίζουν πως εξακολουθεί να καίγεται).

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Στους Μελλοντικούς Συντρόφους απ’ την Ουράνια πατρίδα

 

    Μαζεύονται μες στην οικογένεια, στολίζουνε το δένδρο, κάνουνε τα ψώνια, μαγειρεύουν διπλά και τρίδιπλα και το ρίχνουν στο φαΐ μπρος στο ακοίμητο και κακόβουλο μάτι τής τηλεόρασης. Ξαναπιάνουν τις ίδιες συζητήσεις, εύχονται και ξαναεύχονται και στο τέλος ανοίγουνε τα δώρα. Και ύστερα φεύγουν. Χωρίς να αντηχεί στ’ αυτιά τους καμία μουσική. 

    Στερημένοι τον πολιτισμό τους κατάντησαν φαντάσματα σε εμπορικά κέντρα, οπαδοί των νεόκοπων «Κέντρων Πολιτισμού» και πελάτες των διασκεδαστών. Στερημένοι τη δική τους γλώσσα τραυλίζουν σαν κατακτημένοι αυτόχθονες και σαν κάποιους μιγάδες στις γλώσσες των διαφόρων επιτηρητών τους και στην αργκό των τεχνικών αδυνατώντας να επικοινωνήσουν. Μια Βαβέλ από μοναξιές. Κι όταν η ανία τούς περισφίγγει, καταφεύγουν στα κινητά τους και καταβροχθίζονται απ’ αυτά.

    Μνημόσυνα είναι τέτοιες γιορτές. Ούτε να ντραπούν που ξέχασαν πώς είναι να γιορτάζεις! Μνημόσυνα των μεγάλων γιορτών που έσβησαν είναι τούτες οι πένθιμες γιορτές. Ωχρή ανταύγεια ενός αρχαϊκού κόσμου και των συνεκτικών τελετών του παρελθόντος που επιβεβαιώναν την ενότητα. Χάθηκαν αυτοί που πριν φάνε ευλογούσαν το ψωμί. Χάθηκαν οι τραγουδιστάδες και οι παλιές υφάντρες.

 -«Τα Χριστούγεννα είναι οικογενειακή γιορτή», λεν σαν δικαιολογία. Λες και θα μπορούσε η οικογένεια να αντέξει μέσα σε μια κατακερματισμένη και ηττημένη κοινωνία! Τελευταία στιγμή γίνεται επίκληση στο «χαμένο νόημα» και επιστρατεύεται ο παπά-Φραγκούλης που πάει με τη βάρκα στο Χριστό στο Κάστρο, αλλά αποκρύπτεται το γεγονός ότι το παιδί γεννήθηκε πεθαμένο και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μες στα αγοραστικά πλήθη και πίσω από τις πλάτες των τηλεθεατών το μεταφέρει στον ουρανό. Μάταιη και η αναφορά στις γιορτές του Ανίκητου Ηλίου. Μια κοινωνία που συλλυπείται τον εαυτό της. Κι έρχεται ο Γενάρης. Πικρά που είναι τα φρούτα της λειψής χαράς…

   Πού είναι το κάλεσμά σε έναν αχανή κόσμο; Πού είναι οι τελετές; Πού είναι λοιπόν η Γιορτή; Τα δρύινα τραπέζια με τα λινά τραπεζομάντηλα βρεγμένα από κρασί; Ο αδιάκοπος ερχομός και το καμπανάκι τής εισόδου που δεν έχει σταματημό; Οι καλοδεχούμενοι ξένοι, οι φίλοι από μακριά και οι πεθαμένοι γλεντοκόποι; Και οι χοροί, τα ξεμοναχιάσματα και τα ενθουσιασμένα βλέμματα που ξεσηκώνουν την καρδιά;

    Κουράγιο σύντροφοί μου που ακόμα δεν έχουμε ανταμώσει! Οι τελετές μας θα αναπαριστούν το πέρασμά μας μέσα από την βαρβαρότητα. Οι δικές μας οι γιορτές θα ξεσπάσουν πάνω στα αποκαΐδια αυτού του έρημου κόσμου. Θα είναι γιορτές που κανείς δεν θα φεύγει λυπημένος. Θα είναι γιορτές αυτών που έχοντας κοινή ζωή και κοινή πνευματική πατρίδα διακινδύνευσαν τα πάντα.

                                                     Β.Η.




                                                                    

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2021

Φωτιά Ποίηση

 


                                                                (τα Φαντάσματα της Βενζίνης)

       

Εκείνη τη χρονιά μια πνοή άνοιξης φύσηξε μες στην καρδιά του χειμώνα. Βράδυ τού Δεκέμβρη πήρα ένα ταξί απ’ τον Κεραμεικό. Το αυτοκίνητο διέσχιζε τον λαβύρινθο των έρημων δρόμων σιωπηλά σα νεκροφόρα. Μόλις βρόντηξα την πόρτα και ξεκινήσαμε άρχισα να νοιώθω την παρουσία μιας οντότητας βαρύτερης κι από τον Κρόνο. Ένας υπέρτατος όγκος εκπομπών χαμηλής συχνότητας γέμιζε την καμπίνα τού αυτοκινήτου. Κάποιος καθόταν στην πίσω θέση. Δεν ήμουν λοιπόν ο μοναδικός επιβάτης και σιγά-σιγά διαπίστωνα ότι επρόκειτο για έναν καλοζωισμένο κύριο με καμηλό παλτό. Μιλούσε στο τηλέφωνο - πιθανώς με μια εξ ίσου αξιοσέβαστη κυρία - και μουρμουρίζοντας πνιχτά, όλο αγανάκτηση, διηγείτο πώς ύστερα από μικρή περιπέτεια έφτασε ως ένα θέατρο που το βρήκε κλειστό και την παράσταση ματαιωμένη.

Ανόητε! σκέφτηκα. Δες λοιπόν πως οι πόρτες ήτανε κλειστές και οι θεατές άφαντοι γιατί το Θέατρο, το Μέγα Θέατρο, μεταφέρθηκε στους δρόμους! Δεν βλέπεις γύρω σου τους ποιητές με τα φλόγιστρα; Δεν βλέπεις παντού γύρω σου το Έργο; Δεν καταλαβαίνεις ότι η Ποίηση έρχεται;

Αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή… μια χαμηλή φωνή ακούστηκε καθαρά, πίσω απ’ το δεξί μου αυτί σε μια τυχαία σύμπτωση σιωπής (σίγουρα τυχαία;), μα εγώ δεν έδωσα σημασία. Προσδεδεμένος στο κάθισμα παρατηρούσα έξω από τα τζάμια τα πολλαπλά πρόσωπα της φρίκης... Τους σαλταδόρους και τις σκιές. Ναι, άκουγα συνεπαρμένος από μιαν άγρια ομορφιά τις αέρινες φρικτές τραγουδίστριες!

    Μου πήρε λίγα χρόνια για να ξαναγυρίσω στον ψίθυρον εκείνο… Κι έλεγε, εκείνη η εμπιστευτική φωνή: Δεν καταλαβαίνεις πως θα ζήσουμε σ’ έναν κόσμο εξεγέρσεων και καταναγκασμού; Εξεγέρσεων και απελπισίας; Παγιδευμένοι στο μεσοδιάστημα ανάμεσα σε ζωή και θάνατο; Καταδικασμένοι σε μια Ποίηση που δεν καταφέρνει ν’ αποκτήσει σώμα;

    Αρχίζω πιά να σιγουρεύομαι: πρέπει οι ίδιοι οι ποιητές να δώσουν σάρκινην υπόσταση στη φωνή τους… να βάλουν το ίδιο το κορμί τους, τη ζωή τους, προσάναμμα σ’ αυτή την υπόθεση φωτιάς.

 

 Έκτοτε – και κάποιες φορές πιο παλιά χωρίς να το ‘χω καταλάβει, μόνο τώρα συνειδητοποιώ ότι έχει ξαναγίνει – βρέθηκα ξανά μέσα σ’ εκείνο το μυστηριώδες όχημα που ακόμα διασχίζει τους άδειους δρόμους. Σαράβαλο τρακαρισμένο με την εξάτμιση να κρέμεται δεμένη, οι πόρτες του δεν κλείνουν, προφυλαχτήρες σέρνονται στην άσφαλτο, μαρσαρίσματα και σπιναρίσματα τροχών ώσπου μυρίζει λάστιχο καμένο και με λαμαρίνες που βροντούν, βγαίνοντας με αέναο αγκομαχητό από γαλάζια σύννεφα βενζίνης ακόμα καταφέρνει να κινείται. Ο οδηγός πάντα σιωπηλός, τον κοιτώ κλεφτά, δεν έχει στόμα. Τα μάτια μόνο κάποτε γελούν. Δεν είμαι σίγουρος ούτε για το φύλο του. Αν είναι καν άντρας για γυναίκα. Μα ούτε αυτό έχει σημασία. Γίνεται μια περιφορά. Δεν ξέρω καν ποιανού πράγματος. Πότε κάθομαι πίσω μοναχός, πότε δίπλα, στη θέση του συνοδηγού. Τότε το πίσω κάθισμα γεμίζει πλάσματα. Πότε μιλούνε δυνατά, πότε ψιθυρίζουν. Δεν καταλαβαίνω πάντοτε τι λεν, μόνο λίγες λέξεις αρπάζω σε γλώσσες γνωστές και άγνωστες. Κι αυτά που πιάνω είναι πάντα διφορούμενα… Ανεβαίνουν - κατεβαίνουν, απ’ το πουθενά έρχονται, στο πουθενά πηγαίνουν. Κάποια φορά σε μια διεύθυνση κάποιοι τους περιμένουν στο κατώφλι… Άλλοτε μια έρημη διασταύρωση και το κόβουν με τα πόδια.

            Οι ίδιες καταραμένες συνοικίες

            η μια στρογγυλή πλατεία μετά την άλλη

            η ίδια αιώνια κούραση των δρόμων…

            είμαστε τα Φαντάσματα της Βενζίνης.

 

Άλλοτε το όχημα μετατρέπεται σε βάρκα. Ο ίδιος πάντα άνθρωπος, αμίλητος, είναι ορθός μ’ ένα κοντάρι. Διασχίζουμε τις σκοτεινές Αχερουσίες. Πότε μεταφέρομαι σαν επίσημος νεκρός, πότε είμαι μπροστά με το σκαντάλι και μετρώ το βάθος. Ήχος νερών, άπειρος κόσμος ψιθύρων… Είναι η φιλήδονη ουσία που υπάρχει πριν απ’ όλες τις μορφές τής ηδονής. Μπας και είναι η καταγωγή τού κόσμου;

Και κάποτε βρίσκομαι σ’ ένα νυσταγμένο αεροδρόμιο σε μια χώρα που δεν γνωρίζω… Παρατηρώ τα κύματα της ζέστης που διαθλούνε τις γραμμές. Μήπως τούτες οι μορφές, τούτες οι ανάερες γραμμές, είναι μόνο το ύστατο κάλυμμα μιας τελειωτικής γύμνιας; Ακίνητο, τυλιγμένο στη σιωπή, περιμένει ένα αλλόκοτο αεροσκάφος σε έναν διάδρομο μακριά από τα κτίρια του αεροδρομίου. Μεταφέρομαι εκεί χωρίς διατυπώσεις. Με πηγαίνουν συνοδεία. Ο ίδιος πάντα άνθρωπος δίχως στόμα έχει αναλάβει κι εποπτεύει τη διαδικασία. Κάποτε η αναχώρηση έρχεται ύστερα από μακρά αναμονή και γίνεται στο πιο βαθύ σκοτάδι. Τρεις ή τέσσερις η ώρα, λίγο πριν το χάραμα, τότε που η νύχτα αγωνίζεται ακόμα και με τα σωθικά της να κρατήσει έδαφος από την προέλαση του αρχαίου Sol Invictus, του Ανίκητου Ηλίου… που ‘ρχεται από τα ανατολικά τα βάθη και μια βουβή και λυσσασμένη πάλη γίνεται μέσα στην Πλάση. Πότε είμαι κρατούμενος, πότε έρχομαι και κάθομαι στην άδεια θέση τού συγκυβερνήτη.

Άλλοτε, είναι πάλι τροπικό μεσημέρι όταν προαιώνιο σκοτάδι προχωράει μέσα στο εκτυφλωτικό φως κι απλώνει μουγκαμάρα· όλα κείτονται κυκλωμένα από αλλόκοσμη σιωπή γεμάτη κρυφούς ήχους. Ο τζίτζικας κι η σαύρα ακινητούν. Μόνο το μάτι τού κουρκούταυλου ανοιγοκλείνει μια στιγμή μέσα στον άπειρο χρόνο. Κι εγώ περιμένω την επόμενη φορά, αγωνιώντας για έναν καλύτερο χρησμό από το προφητικό ερπετό. Ποτέ δεν ξέρω αν όλα αυτά είναι για καλό ή για κακό. Ούτε αυτό όμως μοιάζει να έχει σημασία.

Δίχως άχνα γύρω μου κοιτώ. Βλέπω παντού το καθήκον και το συμφέρον να δένονται αριστοτεχνικά στην υπηρεσία των εξουσιών. Βλέπω λευκές σημαίες, μια-μια, να υψώνονται διστακτικά. Παντού μυρίζει φόβος. Πηχτός σα να κόβεται με το μαχαίρι. Αποτρόπαια μυρουδιά· κάτι πνιγηρό! Αρχίζει ο σιωπηλός πανικός που ακολουθεί πάντα κατά πόδας την προδοσία. Μετά ακούγονται ποδοβολητά, πνιχτές διαταγές και κάποιοι αναλαμβάνουν. Όμως εγώ δραπετεύω. Χωρίς να διασταυρώσω τη ματιά με τους νεοφερμένους, σαν να ‘μαι αόρατος, περνώ αλύγιστος ανάμεσό τους. Εγώ ο καταγραφέας φεύγω! Με ένα πυκνογραμμένο τετράδιο στη μασχάλη - το μόνο που ενδιαφέρομαι να σώσω. Στέκομαι για μια στιγμή ψηλά στις πλαγιές. Αδύνατον να μη στραφώ γιατί η βουή είναι πάντα τρομερή· φτάνει ως την συντέλεια του κόσμου. Και στο τέλος έρχεται πάντα η φωτιά. Είναι η Τροία που καίγεται τόσον καιρό.

Περπατώ μονάχος δρόμο μακρύ. Ύστερα με περιμένει ένα αμάξι. Μια βάρκα. Ή φτάνω ξανά σε ένα ακόμα μοναχικό αεροδρόμιο.

                                                                                                                                                         Β.Η.

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

Γύρεψα παρηγοριά στο πολιτικό το πλήθος...

Τέτοια μέρα που ήταν ένοιωσα την ανάγκη του πλήθους. Πρέπει να έπαιξε κάποιο ρόλο και το ελικόπτερο που ήταν όλο το απόγευμα από πάνω μας. Σαν να με καλούσε. Βγήκα λοιπόν να ρίξω μια ματιά και στο τέλος πήγα και στάθηκα απέναντι απ' την πρεσβεία. Εκτός απ' αυτή την τρομακτική εικόνα με τους Τσιγγάνους που η ανορθογραφία την έκανε ακόμα πιο σοκαριστική (σα φωνή που ζήταγε βοήθεια μέσα στην έρημο) και ένα πανό αναρχικών ενάντια στο Υγειονομικό Απαρτχάιντ και για όσα τεκταίνονται γύρω από την πανδημία, η χθεσινή πορεία για το Πολυτεχνείο ήταν για ακόμα μια φορά εκτός τόπου και χρόνου.

    Πέρα λοιπόν απ’ αυτό το μικρό κομμάτι της πορείας "που φώναζε σοβαρά και επίκαιρα συνθήματα για τη συγκυρία, η υπόλοιπη διαδήλωση, αν και ομολογουμένως μεγάλη, ήταν από αυτή την άποψη, θλιβερώς, στην κοσμάρα της. Τα ίδια και τα ίδια πολυφορεμένα συνθήματα - που τα έχει βαρεθεί ακόμα και η ηχώ τους...", όπως γράφτηκε κάπου.

    Πράγματι, είδα να κυλούν από μπροστά μου τα σκοτεινά πλήθη των αναρχικών, σιωπηλά, χωρίς πανό (άμα δεν έχεις τίποτα να πεις, καλύτερα μην πεις τίποτα και niente!), το τεράστιο μπλοκ του ΚΚΕ που μπροστά στην πρεσβεία έπαθε αντιαμερικανικό αμόκ και στο τέλος τα απολειφάδια του Σύριζα.

    Επομένως… εκείνοι οι παρίες από ποιον ζητούσαν δικαιοσύνη; Από μας τους νεκρούς ή από ‘κείνους τους παλιούς απ' τους οποίους κάθε χρόνο τελετουργικά ζητούμε κι εμείς ζωή και σωτηρία; Γύρεψα παρηγοριά στο πολιτικό το πλήθος, αλλά δίχως καμιά πολιτική ήταν απογοητευτικό και μοναχικό, σα σκέτο πλήθος. Δεν είναι οι Ατσίγγανοι οι μόνοι ξένοι στον κόσμο τούτο...

                                                                                                                                                                B.H.