Όταν σκέφτομαι τους Εβραίους του Ισραήλ που είναι άνθρωποι απάνθρωποι και τη διεθνή Εβραΐλα που τους στηρίζει αναρωτιέμαι για το είδος μας. Σαν σκέφτομαι τους Αμερικάνους που τους παρέχουν αφειδώς τα θανατερά εργαλεία και τους Ευρωπαίους που κάνουν τα στραβά τα μάτια μού ‘ρχεται να ξεσπάσω σ’ ένα γιούχα έρεβος! Αλλά σα σκέφτομαι την εκκωφαντική σιωπή της Κίνας, τους Κινέζους που κάνουν το Γκινέζο, και την πολύπαθη Ρουσσία που δε βγάζει τσιμουδιά, ζαλίζομαι. Κι ο δικός μας ο Φασουλής πήγε να βρεί τον φονιά που στάζει από παντού, μέσα στη ζέστα του σφαγείου και δεν σηκωθήκαμε να πάμε να τον υποδεχτούμε στο αεροδρόμιο να τον φτύσουμε και να τον καθαιρέσουμε απ’ το κουστούμι ‘κεί πάνω στον διάδρομο προσγείωσης...
Κι όταν ακούω τους γεωπολιτικούς αναλυτές μας σε κάτι
κανάλια, κάτι Μάζηδες και παραμάζηδες, όλοι καθηγητές σε κάτι σκολές, να
βγαίνουν με πόζα πιγκουίνου και να μας ειδοποιάνε ότι στην πολιτική δεν υπάρχει
συναίστημα παρά μόνο συμφέροντα, δηλαδή πως δεν υπάρχει ήθος παρά μόνο
παχυδερμία, τότε με πιάνει φόβος αόριστος και μαράζι που εγκαταλείφτηκε ο λαός
σε τέτοιους παιδαγωγούς... Και μου ‘ρχεται να πέσω στα γόνατα να προσευχηθώ να
‘ναι καλά η Σαουδάφρικα, η Νότια Αφρική... Καλά, δεν ξέρουν οι καθηγητάδες ότι όταν συμμαχείς
με τον Οξαποδώ δεν πρόκειται καν για συμμαχία, απλά μπαίνεις στην υπηρεσία του;
Κι από ‘κει και πέρα κάθε νίκη είναι φαρμάκι; Κι πως υπάρχουν νίκες χειρότερες
από ήττα; Και μιλάν με θρίαμβο για τον άξονα Ελλάδα - Κύπρος- Ισραήλ και δε
βλέπουν ότι προσπαθούμε με το ζόρι να καταπιούμε τούτο τον άξονα, αλλά η άκρη
του μας βγαίνει απ’ το στόμα και σα σούβλα μοιάζει που στη μέση της στριφογυρνά
η Κύπρος. Δηλαδή τι θέλουν οι καθηγητάδες που βγαίνουν και κρούουνε τον κώδωνα,
ν’ ανταλλάξουμε την Κύπρο με την Παλαιστίνη; Και με τι μούτρα θα βγούμε μετά
στη Μέση Ανατολή; Μα καλά, για την Αραπιά θα μιλάμε τώρα, ποιος νοιάζεται για
τους αδικιωρισμένους;
Και καλά κάναμε και βγήκαμε στο δρόμο για τα Τέμπη, αλλά σα
να διστάζουμε να ορθώσουμε το ανάστημά μας για την ανθρωπότητα. Για την Πύλο
και τους ναυαγισμένους, για τον Λουκμάν πάνω στο ποδήλατο... Μόνο η μάνα του
ήρθε από κάτι λάσπες του Πακιστάν μαζί με τον μαύρο τον πατέρα και ρώταγαν πώς
γίνηκε και χάθηκε ο γιός τους και κάτι γύφτοι βγήκανε σε μια γωνιά σαν όνειρο
κακό μ’ ένα χαρτόνι που ‘γραφε «Δηκεοσηνι για το Νηκο»... αλλά αυτοί δεν ήτανε
δικοί μας δεν ήρθανε από κανένα λιβινγκρούμ. Μόνο στέκονται νυχτιάτικα ‘κει όξω
και κρατάνε σπάγκο και πετάνε στο μαύρο ουρανό χαρταετούς. Και θα σας πω εγώ
από πού ήρθανε τούτοι οι μαύροι ξένοι, από την πίσω μεριά του κόσμου ήρθανε, ‘κεί
που μια πύλη ξεπροβάλλει απ’ τα σκοτάδια και γράφει πάνωθέ της Πα-λαι-στί-νη...
κι όλοι οι λαοί του κόσμου, χωρίς να ξέρουν πού τους πάνε, βαδίζουνε σκυφτοί να
περάσουν από κάτω... Και πετάν αδιάκοπα οι ψυχές που χάθηκαν, σα χαρταετοί στο
μαύρο ουρανό. Ε, λοιπόν εγώ δε θέλω να πάθω μεταμόρφωση, δε θέλω να παγώσουνε
τα δάχτυλά μου, να πετρώσουνε τα σωθικά μου, εγώ δεν πρόκειται να γίνω τέρας!
Β.Η.
Πόσο καλά τα λες!
ΑπάντησηΔιαγραφή