Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2025

Το σουφλέ

 
Ξεκίνησα να κατέβω στη συγκέντρωση που γίνεται για τα Τέμπη, Κυριακή 12 η ώρα, στο Σύνταγμα. Το σκεφτόμουνα αποβραδίς. Το πρωί δεν είχα σκοπό να πάω. Έκανα μια σκέψη κάπως πικρή που την έχω ξανακάνει: αυτός ο κόσμος δεν κινητοποιείται πάρα μόνον όταν του σκοτώσουν τα παιδιά. Τώρα με τα Τέμπη, παλιότερα με τον Γρηγορόπουλο και πιο παλιά στο Πολυτεχνείο. Μα... αυτό δεν είναι πολιτική, αυτό είναι βιολογία. Ο λαός συμβίωσε με τη Δικτατορία. Η Δικτατορία τη δουλειά της κι ο λαός τη δική του. Ήταν μάλιστα εποχή ευημερίας. Μερικές χιλιάδες αγωνιστές πλήρωσαν τη νύφη. Μπαινόβγαιναν στα κελιά και πήγαιναν για ανάκριση. Δεν το ήξεραν; Το ήξεραν! Αλλά προτιμούσαν να μην το σκέφτονται. Είναι κάποιοι βαμμένοι, έλεγαν στον εαυτό τους. Χρειάστηκε μια θυσία των παιδιών τους μέσα και γύρω απ’ το Πολυτεχνείο· μια καινούργια γενιά που ‘ρχοτανε ασφυκτιώντας. Μετά απλώθηκε μια θανατερή σιωπή κι αυτοί που κυβερνούσαν κυβέρνησαν με τον τρόμο. Ο λαός αποσύρθηκε σε ένα μεσοδιάστημα ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο και περίμενε τις καμπάνες της Μοίρας να ηχήσουν.
    
    Δεν είχα σκοπό λοιπόν να πάω, αλλά τελευταία στιγμή σκέφτηκα ότι δεν είναι δυνατόν να λείψω. Γεμάτα φτάνουνε τα τραίνα, κόσμος περνάει τις μπάρες των εισιτηρίων, είμαι λίγο αργοπορημένος, αλλά αυτοί που φτάνουν είναι ακόμα περισσότεροι απ’ αυτούς που φεύγουν. Η πλατεία βέβαια είναι γεμάτη, μια λαοθάλασσα, μόνο που οι λόγοι ακούγονται μακριά με μπόλικες παύσεις. Συνωθούμενος και ελισσόμενος βρίσκω μια απόμερη γωνία και παρατηρώ τις φάτσες προσπαθώντας να πιάσω το σφυγμό τής συγκέντρωσης. Να καταλάβω τι είναι αυτό που συμβαίνει εδώ. Νεολαία πολλή, οικογένειες, παιδιά, μεγαλύτεροι... άνθρωποι έρχονται, αγκαλιάσματα, γέλια... είναι χαρούμενοι που βρέθηκαν! Κανά δύο τηλέφωνα που έκανα σε δικούς μου ανθρώπους απέβησαν άκαρπα. Άλλοι φύγαν διότι ήρθαν από νωρίς, άλλοι είναι ακόμα μακριά και αγωνίζονται να παρκάρουν. Δεν πειράζει, φτάνει που κατέβηκα και αφιερώνομαι στην ασχολία μου, δηλαδή στο να παρατηρώ φάτσες και να παρακολουθώ συζητήσεις. Η συγκέντρωση δεν έχει και πολύ νεύρο, αλλά τι να κάνουμε, αυτή είναι!
    Ξαφνικά ξεσπάει ένα σούσουρο μέσα στα δένδρα, άνθρωποι συμπλέκονται, βλέπω μερικές μπουνιές να πέφτουν, ακούγεται δυο-τρεις φορές ένα σύνθημα: «Φασίστες κουφάλες έρχονται κρεμάλες», κοπέλες παρακολουθούν φλεγματικά καπνίζοντας ηλεκτρονικά τσιγάρα, νεαροί τρέχουν προς τη συμπλοκή, βαριεστημένα καβαλάω το καγκελάκι, μπαίνω στο παρτέρι και πλησιάζω. Μπά; αναρωτιέμαι! Φασίστες εδώ μέσα; Πάντως οι δράστες έχουν εξαφανιστεί. Αναρχικοί τρέχουν πέρα δώθε ξεφυσώντας, έχουν ύφος σαν να διέσωσαν τον κόσμο ή τουλάχιστον την τιμή της συγκέντρωσης. Ρωτάω μια κοπέλα τι έγινε, μου λέει γελώντας ότι ένας φασίστας πέταξε μια κουβέντα και τον επλάκωσαν, «Ποιοι;» ρωτάω, «Οι αντεξουσιαστές», μετά τον άφησαν, ύστερα πέταξε άλλη μια  και τον ξαναπλάκωσαν, οπότε αυτός έφυγε τρέχοντας. Ξαναγυρνώ στη θέση μου, στο παγκάκι, ανάμεσα σε δυο-τρία νεαρά ζευγάρια με παιδιά. Η συγκέντρωση μοιάζει να βαίνει προς το τέλος της. Δίπλα μου ένας νεαρός άνδρας με ένα παιδάκι στη αγκαλιά στρέφεται προς τη γυναίκα του: «πάμε;». «Ναι», λέει αυτή και συνεχίζει να μιλά με τη φίλη της. «Τι μας έχεις μαγειρέψει;». «Σουφλέ». Αρχίζουν οι αποχαιρετισμοί και οι μισοί απ’ την παρέα φεύγουν, μαζί και το ζευγάρι με δυο παιδιά. Τραβάω το τηλέφωνο να ιδώ καμιά είδηση και τότε απ’ το κάτω μέρος της πλατείας, μέσα απ’ τη Φιλελλήνων, σκάνε οι πρώτες κρότου λάμψης. Η μια ακολουθεί την άλλη, κανονικές ομοβροντίες. «Ωχ», λέω, «τώρα αρχίζει!». Δεν έχω καμιά όρεξη να αναπνεύσω δακρυγόνο οπότε σηκώνομαι. Το τι έγινε είναι φανερό. Οι αναρχικοί, γεμάτοι αδρεναλίνη, δεν έχουν καμιά όρεξη να γυρίσουν στα στέκια τους άπραγοι και φορτωμένοι οπότε κάπου έκαναν ένα πέσιμο και η άγρυπνη αστυνομία μπαίνει στο χορό. Αυτό ήταν! «Η νύφη»... έκανε αυτό που έκανε, που λέει και η παροιμία, «σκόλασε ο γάμος»! Βαδίζω αργά προς τη μπούκα του σταθμού, αλλά το πλήθος με παρασέρνει. «Άντε για το σουφλε!» λέω στον εαυτό μου. Πίσω μου μια γυναίκα σπρώχνει. Γυρνάω, «σιγά κυρία μου, όχι πανικός!» Με κοιτάει με τα καστανά της μάτια έχοντας το τηλέφωνο υψωμένο για να καταγράφει το εκκωφαντικό μπουμπουνητό, δεν είναι αντιπαθητική, μάλλον μια βαθύτερη ανημπόρια αχνοφαίνεται και ψάχνει να βρει τρόπο να προσπεράσει. Κυλάω κι εγώ μέσα σ’ όλο αυτό το ανθρωπομάνι που φεύγει σαν κοπάδι! Κάτω στο σταθμό πλήθη στριμώχνονται στις σκάλες, οι κυλιόμενες δεν λειτουργούν όπως δεν λειτουργούσαν όταν ήρθα - σίγουρα μαυροψυχιά της αστυνομίας! Κατεβαίνοντας όλο και πιο κάτω, στις πιο βαθιές γαλαρίες που είναι η μπλε γραμμή, του αεροδρομίου, υπολογίζω πόση ώρα θα κάνει το δακρυγόνο που θα ρίξουν ώσπου να κατακάτσει και να μας βρει στις αποβάθρες. Πλήθη περιμένουν το τραίνο που έρχεται φίσκα, οπότε αποφασίζω να πάρω το επόμενο που τα μεγάφωνα αναγγέλλουν ότι έρχεται σε δυο λεπτά. Μπαίνοντας στο βαγόνι, μέχρι τα μπούνια κι αυτό, σπρωγμένος από πίσω, πατάω μια κοπέλα που στέκεται πλάι στην είσοδο. «Συγνώμη κοπελιά» της λέω, «αλλά ο κόσμος έχει πανικό γιατί άρχισαν απάνω οι κρότου λάμψης». Με λούζει με ένα κατάψυχρο βλέμμα. Παραμέσα ένας παχουλός που φοράει μάσκα  ως τα μάτια με κοιτά. Δυο γουρλωτά μάτια που είναι σαν να κάθονται πάνω στη μάσκα. «Πού πάνε όλοι αυτοί» λέει με μπουκωμένη φωνή. «Εγώ πάω στη δουλειά μου. Αυτοί που πάνε;». «Στη συγκέντρωση» λέω εγώ. «Ποια συγκέντρωση;» «Για το τραίνο».

    Αμέσως σκέφτομαι: η πόλη έγινε πολύ μεγάλη. Πήδηξε πάνω απ’ τα βουνά, φτάνει πια μέχρι τη Ραφήνα και τα Μέγαρα. Έχει κυριολεκτικά εκραγεί! Δεν μιλάμε πια για Λεκανοπέδιο, αλλά για Attica! Έτσι, αμερικάνικα: Attica! Αυτός που ζει στις Βορειοδυτικές παραλίες ή στα Νότια, στη Γλυφάδα, δεν θα μάθει αυτό που γίνεται στο κέντρο και ίσως δεν τον ενδιαφέρει. Την ώρα του συλλαλητηρίου, κάνει μπάνιο. Αυτός που ζει στο Μαρούσι, μια τέτοια μέρα, Κυριακή, αποφασίζει, μιας και δεν δουλεύει να ξοδέψει τον λεγόμενο ποιοτικό χρόνο με τα παιδιά του και φεύγουν για την Πάρνηθα. Υπάρχει απειρία επιλογών. Σαν να είσαι στο Σουπερμάκετ. Αυτό σημαίνει μεγαλούπολη: εδώ γίνονται πολλά πράγματα! Εδώ μπορείς να ασχοληθείς με ό,τι τραβά η καρδιά σου. Τώρα διαλέγεις αυτό και την επόμενη στιγμή κάτι άλλο. Μεγαλούπολη! Η μικρή πόλη που ζει το ένα γεγονός είναι η ανιαρή επαρχία. Τέσσερα- πέντε εκατομμύρια που ζουν μέσα και γύρω από το Λεκανοπέδιο είναι ένας πληθυσμιακός όγκος. Τεράστια συσσώρευση! Εξ αιτίας του όγκου της η πόλη είναι αδύνατον να συγκινηθεί. Εξ αιτίας του όγκου της η πόλη είναι αναίσθητη. Σκέφτομαι τον Σωκράτη που έλεγε πως η Δημοκρατία είναι σαν ένα βαρύ και νωθρό άλογο και αυτός σαν οίστρος, αλογόμυγα δηλαδή, το τσιμπά για να ξυπνήσει. Ποιος οίστρος; Η σημερινή πόλη είναι τέτοιο υπέρβαρο και παχύδερμο ον που ούτε με τρυπάνι δεν ξυπνά. Εξ αιτίας του μεγέθους της έχει αυτοακυρωθεί σαν πηγή πολιτισμού και γεννήτριας της Ιστορίας. Έχει καταστεί απολίτικη.
    
    Ξανασκέφτομαι: Κινητοποιούνται μόνο όταν φτάσουν να τους σκοτώσουν τα παιδιά. Όπως στο Πολυτεχνείο... Μετά απ’ αυτό ο λαός ξέγραψε τη Χούντα. Οπότε ο Ιωαννίδης έκανε την κίνηση. Θα πετύχαινε αυτός, ναι αυτός, την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα! Θα έτριβε στη μούρη αυτού του λαού έναν εθνικό θρίαμβο. Θα ήταν ο δικός του θρίαμβος! Μόνο που επενέβησαν οι Τούρκοι. Ο στρατός, που ύστερα από 7 χρόνια κατοχής δεν ήταν ικανός πια παρά μόνο για παρελάσεις, συνομωσία και αστυνόμευση, διαλύθηκε μόλις κήρυξε επιστράτευση και η Δικτατορία κατέρρευσε. Ο τούρκικος στρατός αποκατέστησε τη Δημοκρατία στην Ελλάδα.
    Η Μεταπολίτευση είναι η πολιτειακή θρησκεία της μεταδικτατορικής Ελλάδας και, σαν απότοκο της επέμβασης ενός ξένου στρατού δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Πολύ περισσότερο δε όταν τα διόδια πληρώθηκαν από τους Κυπρίους. Ένας συμβιβασμός με τον Καραμανλή, ένα αδιέξοδο φλερτ με τον πατριωτικό σοσιαλισμό σερβιρισμένο σαν κρύο πιάτο από τον Αντρέα Παπανδρέου και μετά ο Σημίτης και η είσοδός μας στα παγωμένα νερά της Ευρώπης. Της Ευρώπης στην οποία μπήκαμε για να κρυφτούμε από τον εαυτό μας. Εδώ είμαστε λοιπόν, στο ψυγείο!
    
    Όσον αφορά τη συγκέντρωση για τα Τέμπη, ο κόσμος ήτανε πολύς, η ανάγκη για δικαιοσύνη και η αγανάκτηση για τους κυβερνώντες ήταν η κινητήριος δύναμη και το συναίσθημα κυρίαρχο. Αλλά όταν όλα αυτά δεν μπορούν να βρουν την πολιτική τους έκφραση το συναίσθημα δεν είναι αρκετό. Χωρίς πολιτική έκφραση και οργάνωση το κοινωνικό σώμα είναι ένα σώμα χωρίς μυϊκό σύστημα, χωρίς ιστό και δίχως βούληση. Μόνο με σάρκα και κόκκαλα, μοιάζει με πάνινη κούκλα που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της και μόλις τη στήσεις όρθια σωριάζεται. Και χωρίς τέτοιο όπλο κι εργαλείο στα χέρια του ο λαός θα κλάψει και άλλα παιδία.
 Την παλιά πολιτική βέβαια την έχουν όλοι σιχαθεί και ένας άλλος τρόπος πολιτικής έκφρασης δεν έχει εμφανιστεί. «Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος πασχίζει να γεννηθεί, ζούμε την εποχή των τεράτων». Σε αυτό τον καιρό της βαθιάς κρίσης του απειλεί να μας λιώσει με τους σπασμούς του.
    
    Κατά τα άλλα η επιστροφή στο σπίτι μέσα από το πλήθος και την κίνηση στους δρόμους είναι ανακουφιστική και αν η Μαμά είναι καλή και ο Μπαμπάς αγαπάει τη Μαμά, τα παιδιά είναι χαρούμενα και το Σουφλέ σώζει την ημέρα, αλλά...   Κι εδώ υπάρχει ένα πολύ βαρύ «αλλά»!
    Θα χρειαστεί να ξαναβγούμε στους δρόμους όπως την περίοδο 2008-2012. Αυτοί οι άνθρωποι που έχουν εναγκαλισθεί ασφυκτικά την εξουσία πρέπει να φύγουν διωγμένοι κακήν-κακώς και μαζί με τους υπηρέτες τους να λογοδοτήσουν επειδή αποπειράθηκαν να αποκρύψουν την αλήθεια. Ο λαός υπέστη ανήκεστο ηθική βλάβη από τη Δικτατορία επειδή εξαναγκάσθηκε να ακούει επί χρόνια έναν ημιπαράφρονα να μαίνεται στην τηλεόραση και να τον απειλεί. Τότε είχε τον φόβο την μυστικής αστυνομίας. Τώρα έχει απέναντί του μια συμμορία που επιτίθεται οργανωμένα στην αλήθεια και πρέπει να αντιμετωπίσει τον εσωτερικό στρατό που φτιάχτηκε για να προστατεύει την αθλιότητα, έναν πραγματικό στρατό κατοχής. Πρέπει να δώσει τέλος στην παρούσα διακυβέρνηση όχι μόνο διότι υπήρξε λαίλαπα για τη χώρα, αλλά διότι με τη συγκάλυψη θα χαθεί η διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και το ψεύδος, επομένως και η αίσθηση της πραγματικότητας. Η κοινωνία χρειάζεται την αλήθεια για να μπορέσει να ζήσει με αξιοπρέπεια. Οι γονείς των θυμάτων θα κυνηγήσουν τούτη τη ψευτοκυβέρνηση μέχρι την κόλαση. Οι υπόλοιποι γονείς πρέπει να σταθούν στο πλευρό τους για να μπορούν να αντικρίζουν τα παιδιά τους δίχως ντροπή και τα νέα παιδιά πρέπει να πολεμήσουν για να μπορέσουν να μεγαλώσουν.
 

Β.Η.

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

Το Ισλάμ είναι η Αριστερά της Δύσης


 Όλη τη νύχτα γαύγιζε ο σκύλος, αλλά μόλις που τον ακούγαμε γιατί ήμασταν βαθειά μέσα στην Άλλη Χώρα όπου μακρινοί ακούγονται οι ήχοι τούτου ‘δω του Κόσμου. Όσο όμως ξημέρωνε, ένα-ένα μας έφερνε πορτοκάλια, από μια μακρά σειρά και τα εναπόθετε στα ενωμένα χέρια μας, γεμίζανε οι φούχτες μας χρώμα χρυσαφί, γεμίζανε αυγή. Και σιγά-σιγά μια μεγάλη Ανατολή. Καμιά φορά ένας μικρός λυγμός, ένα αδιόρατο «γρ-ράφ», όπως άφηνε την κάθε πορτοκαλί μπάλα που μας χρύσωνε τα χέρια ως απάνω στον αγκώνα.

    Είμαστε οι νεκροί του Σομ και του Βερντέν, του Αλγερίου και της πολιορκίας της Χούε, του Κε Σαν και της Φαλούτζα. Έχουμε δει όλα όσα συνέβησαν, είμαστε το Πεζικό, οι όμορφοι πεζικάριοι, οι αγγελικοί, που έπεσαν στη λάσπη, στην στάχτη και στο αίμα. Δεν είχαμε καμιά διάθεση να πολεμήσουμε, δεν μισούσαμε κανέναν. Για το μίσος αλλονών χωθήκαμε στα χαρακώματα και στα βρώμικα αμπριά. Επειδή τους πιστεύαμε σε κάθε τι. Τον ακούγαμε όλη νύχτα να βογκά, πέθανε τα ξημερώματα. Ένα έρημο παιδί. Πήγαμε το πρωί και τον εφέραμε μέσα. Από απέναντι δεν ρίξαν ούτε μία. Υποκλίθηκαν στον πόνο; Κάτι παραπάνω... μας παρακάλαγαν μες στο σκοτάδι να πάμε να τον επάρουμε... Ούτε αυτοί άντεχαν να τον ακούν. Έπρεπε όμως να περιμένουμε το πρώτο φως. Φοβόμασταν το ναρκοπέδιο. Και τις σειρές τα συρματοπλέγματα. Ξεκινήσαμε σαν χάραζε. Βαδίζαμε μέσα σε φως απόκοσμο με το φορείο. Πέθανε ενόσω πλησιάζαμε. Τον σηκώσαμε απ’ το παγωμένο χώμα. Τουλάχιστον στο πρόσωπό του απλωνόταν μία ηρεμία. Είμαστε το Πεζικό! Πόντο - πόντο τη μετράμε τη φρίκη. Είμαστε οι επίστρατοι, ποτέ δεν ήμασταν τίποτ’ άλλο από επίστρατοι. Και τώρα βαδίζουμε προς τα έξω. Μας «έδωσαν» οι δικοί μας άνθρωποι... για ένα κομμάτι βαμμένου υφάσματος, ένα κουρελάκι από σημαία, και για μια απόδειξη πληρωμής. Τι συμβαίνει και όταν πλησιάζουν να μας αγκαλιάσουν γρυλίζουν;
   
    Κατάφωτα παλάτια και μέσα ψωνίζουν, ψωνίζουν και ψωνίζουν. Και φεύγουν και φεύγουν κι οδηγούν και φεύγουν... Μεγάλα κυκλοφοριακά μποτιλιαρίσματα κατά μήκος των παραλιακών λεωφόρων και φεύγει η μέρα, φλέγεται ο ουρανός στη Δύση και χιλιάδες κόκκινα φώτα φρένων, ατέλειωτες ουρές. Και κλαίνε πάνω στο τιμόνι και εμείς περνάμε πάνω απ’ τους ουρανούς των αυτοκινήτων και τους ακούμε, αλλά τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Απελευθερωνόμαστε τώρα, φεύγουμε, ό,τι ήτανε να γίνει εδώ κάτω έχει γίνει!
    Η παιδική ηλικία τελείωσε ξαφνικά, το τρυφερό γκαζόν των παιδικών χρόνων κιτρίνισε, βγήκα έξω στον κήπο, είχε μουγγαθεί ο κήπος, τίποτα δεν έμοιαζε όπως πριν το καλοκαίρι. Ο δικός μας ο ποιητής, πολύ νέος, νεαρό ξεπεταρούδι, μίλησε μες στις Ακαδημίες σας σαν ο Διάβολος ανάμεσα στους Δόκτορες· όσο υψωνόταν η φωνή κατέπεφτε η οχλαγωγία κι η αντάρα: «Μικρά παιδιά πνίγουν κλαίγοντας κατάρες στα ποτάμια...», αλλά σεις δεν μας σεβαστήκατε ποτέ… μόνο τώρα πια ένας λυγμός και μετά ξανασκύβετε στο ταμείο. Πώς μπορέσατε να περιφρονήσετε αυτούς που σας αγαπούσαν άδολα; Αυτούς που σας είχαν τυφλή εμπιστοσύνη; Πώς μπορείτε να ζείτε ναρκωμένοι; Να περιφρονείς σημαίνει να αρνείσαι να κατανοήσεις.  
  
    Γεννήθηκα στο Χριστιανικό Έθνος, αλλά μελέτησα μερικούς Άραβες σοφούς. Όλοι τους ποιητές. «Μωαμεθανοί Άγγελοι πετάνε πάνω από τις στέγες των σπιτιών», ο Μπααντί Ζακάν Χαμαντανί ο Πέρσης, ο ακόλαστος Αλ- Αχουάς κι ο Πέρσης Ινπν-αλ- Μουκαφά καταδικασμένος εις θάνατο για αίρεση, ο Πέρσης Μπασσάρ μπεν Μπουρντά καταδικασμένος εις θάνατο για αίρεση, ο εκλεπτυσμένος Αμπού Νουάς και ο Αλ Μουντανάμπι απ’ τη Συρία, ποιητής εν μέσω ποιητών, η ποιήτρια Λάιλα αλ- Αχαλίγια με τις ελεγείες, ο Αμπού Φιράς αλ Χαμντανί, στρατιώτης ποιητής, η έρημος με τα φαντάσματα και ο τυφλός μυστικιστής Αμπντού’λ αλ Μα’άρι που έγραψε το γράμμα της συγνώμης, περιγραφή ενός εξωγήινου ταξιδιού κατά τη διάρκεια του οποίου όλοι οι παλιοί προϊσλαμικοί και όλοι οι ξένοι ποιητές συγχωρούνται και γίνονται δεκτοί στον Παράδεισο. 

    Ευλογημένος όποιος αιωρείται στο μεσοδιάστημα των Κόσμων! «Το Ισλάμ ήταν η Αριστερά του Βυζαντίου». Είναι τώρα η Αριστερά της Δύσης. Για αυτό το απειροελάχιστο διάστημα της Ιστορίας έγινε ξανά ο αντίλογος στην Ευρώπη. Κι ο αντίλαλός της.


Β.Η.