Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

ΤΟΠΑΖ



    Φτάνοντας στη Ρόδο καθυστέρησα όσο δεν έπαιρνε άλλο να βρω δικό μου σπίτι. Ώσπου ήρθε η στιγμή. Ύστερα από κάμποσα μπρος-πίσω και κάποιες συναισθηματικές ανακατατάξεις έπιασα το δωμάτιο με τα δυό θαλασσινά παράθυρα πάνω απ’ το παλιό εστιατόριο «ΤΟΠΑΖ». Το κτίριο ήταν μισοερειπωμένο. Όμως από ‘κείνα τα δυό παράθυρα, που το ένα έβλεπε βόρεια και το άλλο δυτικά, το δωμάτιο είχε πλατιά θέα στο θαλάσσιο πέρασμα ανάμεσα στο νησί και στ’ απέναντι Μικρασιατικά παράλια. Το ‘ξερα από πριν πως αυτό το κατάλυμα μού ήτανε «γραμμένο» για να γίνω αυτό που ήθελα να γίνω: ένας αμαρτωλός ερημίτης.
   Το μέρος ήταν απ’ τα ελάχιστα ρομαντικά μέρη που έχουν απομείνει στον κόσμο μας. Κι όταν λέω «ρομαντικό» εννοώ, ένα απ’ αυτά τα μέρη που σε κάνουν να ρεμβάζεις, δηλαδή  να ονειρεύεσαι το πέρασμα του Χρόνου. Άλλωστε ή λέξη ρεμβασμός είναι πιά μια σπάνια λέξη. Αναρωτιέμαι ακόμα αν υπάρχει στα σύγχρονα λεξικά.
                                                             …………………
   Βέβαια, το γεγονός ότι η περιοχή ήταν αρχαία έλη που αποξηράνθηκαν πριν λίγες δεκαετίες και η γύρω έκταση, γεμάτη μουσουλμανικά νεκροταφεία που, πιο αργά, σκεπάστηκαν με μπετόν και χύθηκαν τσιμεντοκολόνες εν μια νυκτί, για να προλάβουνε, δεν ξέρανε κι αυτοί τι, και χτίστηκαν από πάνω τους ξεδιάντροπα ξενοδοχεία καθιστούσε την περιοχή «δύσκολη». Κι όταν λέω «δύσκολη» εννοώ, «εδαφικά». Μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται, ψυχογεωγραφικά αν μ’ εννοείτε. Αυτά όμως θα τα μάθαινα αργότερα και κάπως θα εξηγούσα την έλξη και συνάμα την απώθηση που ο τόπος μού προκαλούσε. Ούτε ήξερα ακόμα ότι σε κάποια «γνωστά» εστιατόρια τα υπόγεια πλημμυρίζαν ξαφνικά.
                                                             …………………..
   Κατάλαβα αμέσως πως οι δυό γείτονές μου, ένας τοπογράφος μηχανικός που διατηρούσε γραφείο στη πρόσοψη του κτιρίου και ένα «χαμένο παιδί» που έμενε στο βάθος του διαδρόμου ήτανε ορισμένοι για μένα απ’ τις εσώτερες στοιβάδες της Τύχης. Ο μηχανικός όλη την ημέρα έκανε υπερατλαντικές κλήσεις και όλη τη νύχτα άκουγε σταθμούς «από κάτω», απ’ την Αραπιά. Η αραβική γλώσσα, όπως, κατευθυνόμενος προς το γωνιακό δωμάτιο, πέρναγα σα σκιά έξω από το ανοιχτό γραφείο του, που έλαμπε σα φωτισμένο καράβι μες τη νύχτα, άπλετα φωτισμένο με σκληρά φώτα νέον, ακουγόταν απίστευτα οικεία, πράγμα πολύ παράξενο γιατί δεν καταλάβαινα παρά ελάχιστες λέξεις. Κι ακόμα πιο παράξενο μου φαινόταν το ότι δεν μπορούσα να καταλάβω μια τέτοια γλώσσα. Κι όταν πιά αργά τη νύχτα «μπούκωναν» οι συχνότητες από τα πολλά παράσιτα, έκλεινε το ραδιόφωνο κι απέμενε σιωπηλός. Κοιτούσε μόνο, έξω, τον άνεμο που λύγιζε τα αρμυρίκια. Έκρινα λοιπόν ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο με κάποιες προσωπικές αρχές αφού δεν εμπιστευότανε τα σύγχρονα Μέσα Διασποράς των ειδήσεων και προτιμούσε το ραδιόφωνο.
   Και το παιδί, το καημένο παιδί… μα αυτός ήταν ένα άγγελος με κομμένα φτερά. Το γλυκό απόγευμα, όταν έσπαγε η μεγάλη ζέστη κι έβγαινε ο κόσμος να βολτάρει στην πλατεία με τους φοίνικες, έπαιρνε θέση στο ανοιχτό παράθυρό του και καθότανε εκεί ως αργά που αραίωνε η κίνηση. Σαν κομμάτι ζωγραφιάς έμοιαζε εκεί απάνω όπως ερχόμουνα απ’ την πλατεία.
   Ούτε με τον μηχανικό, ούτε με το παιδί αλλάζαμε ποτέ μια λέξη, ούτε εκείνοι μεταξύ τους γιατί ήταν απ’ τη φύση φτιαγμένος βλοσυρός ο μηχανικός… με το παιδί μόνο, καμμιά φορά, ένα αδιόρατο χαμόγελο όταν συναντιόμασταν στον διάδρομο τυχαία. Τα πράγματα ήτανε λοιπόν θαυμάσια, εδώ θα μπορούσα ανεμπόδιστος να προχωρήσω προς την αγιότητα και τον φανατισμό.
                                                  …………………………………….

   Εδώ κάθομαι λοιπόν, μπρος στο βορινό παράθυρο κι αγναντεύω τη θάλασσα. Βλέπω τα καράβια να περνούν. Κάποια απ’ αυτά, είναι φανερό, δεν είναι πραγματικά. Φαίνονται από τον τρόπο που αναδράμουν ενάντια στον καιρό, από τις περίεργες αφύσικες κλίσεις που παίρνουν. Μερικά απ’ αυτά δεν αφήνουν ούτε καν την αφρισμένη αυλακιά πίσω τους. Κι άλλα αιωρούνται για μερόνυχτα πάνω απ’ το νερό, ώσπου ξαφνικά ένα πρωί είναι φευγάτα.
   Υποπτεύομαι ότι είναι τα καράβια που κάποτε πάσχισαν να βρουν το Β.Δ Πέρασμα ανάμεσα στη Β. Αμερική και τον Πόλο που οδηγεί στον άλλο Ωκεανό. Βλέπω τα τσούρμα τους χλωμά, με τα πρόσωπα σφιγμένα από τις Βόρειες καταχνιές. Ανάμεσά τους ξεχωρίζω και τους μπαρκαρισμένους της τελευταίας στιγμής. Αυτούς που ονειρεύτηκαν ένα άλλο Βορειοδυτικό Πέρασμα: αυτό ανάμεσα στην πραγματική ζωή και τις προσομοιώσεις της. Που, γεννημένοι στασιαστές, μπάρκαραν αποφασισμένοι, την κατάλληλη στιγμή, να αναλάβουν τη διεύθυνση του σκάφους. Ω, Στασιαστές, ευλογημένοι και τραγικοί! Ω, Ιερή Τρέλα: ενάντια στη θεμελίωση του Κόσμου να κάνεις στάση!

   Αλλά εγώ ψάχνω με διψασμένο μάτι για το άλλο το καράβι… που δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα φανεί κατά τας Γραφάς. Το Μαύρο  Καράβι με τα 50 κανόνια. Με τα μαύρα πανιά και το σημάδι. Που θα σταθεί κόντρα στον άνεμο και ενάντια στην πόλη. Κι όπως θα σταθεί τ’ απίστομα για μία στιγμή, θα λάμψει γραμμένο με αιματοκόκκινα γράμματα απάνω στη μάσκα το τρομερό όνομα: Τοπάζ! Και θα σηκώσει τις σκιερές σημαίες του, πλοίο σταλμένο απ’ τον Άδη που το τυλίγουν πάντα οι μακριές σκιές του. Και, μόνο, προτού αρχίσουν οι άγριες γιορτές του, το λούζει για μια στιγμή απαίσιο φως. Γιατί είναι γιορτές αίματος, οι υπέρτατες γιορτές - οι πιο αρχαίες.
   Και θα βγουν οι κουρσάροι με σκοτεινιασμένη την όψη στην πόλη. Με υποκοπάνους και πνιχτές προσταγές θα αδειάσουν τα σπίτια. Κα θα σαλαγήσουν το πλήθος στη μεγάλη πλατεία- άπειρο ποδοβολητό χωρίς καμία κουβέντα. Χλωμές περνούν οι φάτσες. Και θα φέρουν την ξανθιά μουλάτα, τη Johanna, αυτήν που τα κωλομέρια της είχανε γίνει «σημεία και παντιέρα των καιρών». Θα εμφανιστεί αυτή, κουμπωμένη ως τον λαιμό- τέρμα τα χάχανα και οι ματιές. Και θα αρωτήξουνε: «Ποιοι?» Ποιοι με απειλές, δώρα και υποσχέσεις, την έφεραν σ’ αυτό το σημείο και για ποιους έστρωνε σεντόνια και καθάριζε κατόπιν? Ποιανών άκουσε το αγκομαχητό από πάνω της, σαν από πολύ μακριά, χαμένη σε μια εικόνα από τα παιδικά της χρόνια? Έναν-έναν θα τους δείξει, πολίτες επιφανείς και αξιότιμους. Και πολλούς κακομοίρηδες και άλλους καταφερτζήδες. Και θα τους τραβήξουνε στην άκρη ώσπου θα σχηματιστεί ένα τεράστιο γκρίζο μπουλούκι. Και όταν την αρωτήξουνε, αν είναι, κανέναν να λυπηθεί ή να τους σφάξουνε όλους στο γόνατο… με μάτια πρησμένα και χείλη τρεμάμενα, υγρά, μέσα από λυσσασμένα σπλάγχνα θα βογκήξει: Όλους!
                                                     …………………………………….

    Έπειτα, έβγαινα στην πόλη να κάνω τη βόλτα μου. Πέρναγα μπρος από τα φωτισμένα ξενοδοχεία σα σκιά. Απέφευγα να μιλήσω και φρόντιζα να μη με πάρει ανθρώπου μάτι. Απέφευγα τους λίγους γνωστούς που μού ΄χαν απομείνει, έτσι κι αλλιώς, γινόμουν όλο και πιο πολύ ένας «άγνωστος» ξανά. Η προσωπική μου ιστορία σ’ αυτά τα μέρη έσβηνε σιγά-σιγά όπως στεγνώνει το νερό πάνω στο βράχο. Γλένταγα αυτή την αργή αλλά σταθερή αποπροσωποποίηση, αυτή την καταβύθιση: σβήσε τα ίχνη, σβήσε τα ίχνη, έλεγα και προχώραγα. Ανακατευόμουνα με τα πλήθη των holiday-makers που γύρναγαν από τις παραλίες, αυτών που ήρθανε εδώ από πολύ μακριά, για να ξεφαντώσουν «ελαφρά τη καρδία» εν μέσω της κακομοιριάς  ξένων ανθρώπων και κατέληγαν να μεγαλώνουν τη δυστυχία αυτών των ανθρώπων…! Ναι, έρχονταν ασταμάτητα να ξεφαντώσουν εν μέσω της κακομοιριάς ξένων ανθρώπων και να μεγαλώσουν τη δυστυχία τους! Χανόμουν μέσα στην μάζα που έκανε βόλτα στις προβλήτες, κατασκόπευα τις  όμορφες οικογένειες και τα παιδιά που φωνασκούσαν και αργά το βράδυ κατέληγα στην Ορφανίδου, αυτόν τον υπέροχο ναυτικό δρόμο με τα μπαρ που εκτεινόταν, από τη μέσα μεριά, παράλληλα με την παραλιακή λεωφόρο. Αυτόν τον δρόμο που τού άξιζε καλύτερη τύχη: που θα ‘πρεπε να ‘ταν γεμάτος ναυτικούς και «κορίτσια» και ήταν μόνο ένας δρόμος για τους Σουηδούς που μπεκροπίναν. Καθόμουν έξω από το Red Lion, μετά πήγαινα παρακάτω, χάζευα τους μπράβους και τους κράχτες, κοίταγα τις γκόμενες που ήταν μαρκαρισμένες με τατουάζ σα σκλάβες και τ’ αγόρια που είχαν ξοδέψει τον χρόνο τους στα γυμναστήρια και συμπεριφέρονταν σαν ηλίθιοι. Όλο και λιγότερο, οι Ευρωπαίοι μού θυμίζουν πολίτες μιας Δημοκρατίας, έλεγα μέσα μου. Τότε επαναλάμβανα τα λόγια ενός Γάλλου ποιητή: «Οι ιδέες σας προκαλούν τρόμο και οι ψυχές σας είναι αδύναμες. Η συμπόνια και η σκληρότητα σας είναι παράλογες, πράξεις χωρίς ίχνος ψυχικής γαλήνης, σαν παρορμήσεις ακαταμάχητες. Τέλος φοβάστε ολοένα και περισσότερο το αίμα. Το αίμα και το χρόνο».

    Μετά πέρναγα μέσα από τις πισίνες και ονειρευόμουνα λουτρά αίματος και τα νερά να κοκκινίζουν. Ο Τουρίστας συναντάει τον δίδυμο αδελφό του, τον τρομοκράτη, έλεγα. Η οργανωμένη ξενοιασιά τον οργανωμένο τρόμο!  Έτσι είναι, πρέπει να επιτευχθεί μια ισορροπία.
    Είχανε έλθει να χωθούνε στα Στρατόπεδα Διακοπών, τα αποκαλούμενα «Τουριστικές μονάδες». Και πράκτορες και tour operators και συνοδοί και tourist guides και τουριστικά γκρουπ και πλάνα και σχεδιασμός και διασκεδαστές, ένα ολόκληρο λεξιλόγιο δανεισμένο από τη στρατιωτική ορολογία και άγια καπιταλιστικά σκατά…! Σαν ίσκιος ανάμεσα σε ίσκιους διέσχιζα την άμμο μέσα στο λιοπύρι και τους έβλεπα ξαπλωμένους με τα μάτια κλειστά στον ήλιο, σαν ίσκιος, γύρω τους τις νύχτες, παρακολουθούσα τα πρόσωπα τους που φέγγανε στην αναλαμπή από φωτεινές οθόνες έτσι όπως ήτανε συνδεδεμένοι με αλλόκοσμα δίκτυα αλλά όχι με το χώμα που πατούσαν. Δεν μπορούσα να μη σκεφτώ τι διάολο χαμοζωή κάνανε στις κωλοπατρίδες τους και από τι θέλαν να ξεφύγουν εδώ κάτω που ‘ρθανε! Ένοιωθα τότε να φουντώνει μέσα μου μια άγρια περιφρόνηση. Δεν ήμουνα ο μόνος. Παντού, αυτοί που τους υπηρετούσαν με χαμόγελα κι αυτοί που οργάνωναν τη μάζα τους και τους κολάκευαν, τους περιφρονούσαν επειδή δέχονταν αδιαμαρτύρητα, σχεδόν αυτάρεσκα, να τους φέρονται σαν να ήτανε εμπόρευμα. Μόνο διαμαρτύρονταν λιγάκι όταν ανακάλυπταν ότι, σαν εμπόρευμα, η τιμή τους ακολουθούσε πτωτική τροχιά. Ούτε μου διέφευγε το γεγονός πως μόλις ξεμπέρδευαν με τους ταπεινωτικούς ελέγχους στα αεροδρόμιά τους, γίνονταν πρόσκαιρα μέλη ενός παγκόσμιου τουριστικού έθνους- αυτοί οι πιστοί μιας θρησκείας που προέβλεπε «Διακοπές»- και  ότι όταν κάποιος από αυτούς έπεφτε σε συμφορά, όλοι τους νοιώθαν την ανησυχία της αγέλης. Τότε ονειροπολούσα: Εγώ, με οπλισμένο χέρι, θα τους προσέφερα  όχι τις μικροεξάψεις που επιζητούσαν μες την άνεση και την ασφάλεια, αλλά τη συγκίνηση που βαθιά μέσα τους δίχως να ξέρουνε αποζητούσαν. Με πράξη αποτρόπαιη, πράξη που θα την καταλάβαιναν ως τα τρίσβαθα, θα έκανα τις  διακοπές τους «πραγματικά αξέχαστες» επιφυλάσσοντάς τους την «Ύστατη τουριστική εμπειρία», την Εκκένωση!

                                                                                                          
    Καμιά φορά σκιαζόμουνα από τη βία των οραμάτων μου αλλά όχι και πολύ. Παραξενευόμουν και λιγάκι γιατί πάντα θεωρούσα ότι ήμουνα καλός, δηλαδή ότι αγαπούσα τους ανθρώπους… τέτοιες στιγμές ανησυχούσα λίγο παραπάνω. Τότε ήλπιζα να βρω γυναίκα μπας και μπορέσω να κρατηθώ σε μια απόσταση από την  παραφροσύνη. Έχει δίκιο ο Ιουδαϊσμός, σκεφτόμουν σχεδόν μεγαλόφωνα, που παντρεύει τους ραββίνους του. Η γυναίκα «γειώνει» τον άντρα.  Αλλά τι γυναίκα? Όχι καμιά απ’ αυτές τις κωλοπετσωμένες, ούτε τις σουσουράδες που γύρναγαν δεξιά κι αριστερά και με τσακίσματα και καμώματα επέτειναν το χάος!

   Έπειτα πήγαινα και καθόμουνα με τους φτωχούς. Αυτούς που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Για πρώτη φορά διαπίστωνα πόσο πολλοί είναι οι φτωχοί και πόσο καταπτοημένοι μέσα σ’ αυτό το λαμπερό σκηνικό πλούτου. Καμιά φορά, ολόκληρες αρμαθιές απ’ αυτούς κάθονταν άπραγοι και οριστικά νικημένοι. Διάλεγα κάτι ζευγάρια που αγόραζαν ένα κουτάκι μπύρα από το περίπτερο και καθόντουσαν σ’ ένα πεζούλι. Δεν μιλούσαν σχεδόν ποτέ. Δεν είχαν τίποτα να πούνε. Μόνο κάθονταν εκεί αμίλητοι μες τα φώτα ρουφώντας ηδονικά μια λάμψη που δεν ήτανε δικιά τους αλλά που βόηθαγε στον ψυχικό μεταβολισμό τους για να μπορέσουν να κρατηθούν λίγο ακόμα στη ζωή. Έπειτα γύριζαν στο γιατάκι τους έχοντας ακούσει πολλά γέλια και απανωτές μουσικές, έχοντας δει αυτοκίνητα, φωτισμένες βιτρίνες και διαφημίσεις. Αγόραζα κι εγώ μια μπύρα και καθόμουνα κοντά τους. Αλλά αυτοί είχαν τουλάχιστον ο ένας τον άλλον. Εγώ δεν είχα κανέναν. Μόνο μια σκοτεινή περηφάνια: ότι γινόμουνα σιγά- σιγά ένας παρίας. Και ο ύψιστος αποστερημένος!

                                                               …………………………….

   Τότε ήρθε η μεγάλη ζέστη. Το θερμόμετρο έφτασε γρήγορα στους 42 βαθμούς και μετά, αργά, ανέβηκε για λίγο στους 44. Ο άνεμος έπεσε τελείως, τα αντικρινά βουνά εξαφανίστηκαν μέσα σε ένα αδιαφόρετο γαλακτερό γκρίζο, ούτε καν οι λόφοι πίσω από το αεροδρόμιο δεν διακρίνονταν κι ας ήταν σε μια απόσταση μόνο 7-8 χιλιομέτρων. Μαζί με τη ζέστη ήρθε και η υγρασία. Η άπνοια ήταν τέτοια που οι σημαίες κρέμονταν πάνω στους ιστούς. Οι άνθρωποι σέρνονταν αποκαμωμένοι και οι παραλίες ήτανε γεμάτες κόσμο μέχρι πολλή ώρα αφότου είχε βραδιάσει. Κάποιες στιγμές τα σκυλιά, πολλά σκυλιά μαζί, αλυχτούσαν και κάποιοι περίμεναν σεισμό.
   Τις νύχτες δεν κοιμόμουνα, μόνο ξαπλωμένος με τα μάτια ανοιχτά άκουγα τα τραγούδια των μεθυσμένων απ’ την πλατεία και τα σπασίματα των μπουκαλιών. «Αυτή είναι η πατρίδα μας!» έλεγα. «Ένας απόπατος ειν’ η πατρίδα μας, ούτε η θάλασσα, ούτε τα ψηλά βουνά». Καμιά φορά ακούγονταν σειρήνες από πυροσβεστικά οχήματα ή περιπολικά ή ασθενοφόρα και πολύ τακτικά, συναγερμοί. Απόμακροι, επίμονοι. Όρθιος στο ανοιχτό παράθυρο άκουγα μακρινά σκυλιά να γαβγίζουν εκνευρισμένα και περίμενα κι εγώ τον σεισμό… Κατόπιν γύρισα, έκανα τρία βήματα και σωριάστηκα στο κρεββάτι. Ψηνόμουνα  στον πυρετό.
                                                ………………………………….

   Πέρασαν μέρες και ήρθανε νύχτες, δεν ξέρω πόσες, και κειτόμουν εκεί, χωρίς να σκέφτομαι τίποτα, με το μυαλό άδειο… καμιά φορά μέτραγα τ’ αεροπλάνα που δεν σταμάταγαν να έρχονται όλες τις ώρες… και κοίταγα την οροφή που ένα μέρος του σοβά είχε καταρρεύσει και φαινότανε το τσιμέντο και τα σκουριασμένα σίδερα. Άκουγα τους σοβάδες να πέφτουν από τους τοίχους και είχα μια ακατάλυτη αίσθηση φθοράς κι ούτε ήξερα τι ώρα ήταν. Μόνο καταλάβαινα ότι ήτανε απόγευμα όταν ο ήλιος ερχόταν από το δυτικό παράθυρο και όλο το δωμάτιο έλαμπε μέσα σε ένα χρυσό φως. Α, ήταν αυτό μια απίστευτη πανδαισία φωτός! Ήξερα τότε ότι ήμουν ακόμα ζωντανός και ότι κάποιος, ή κάτι, νοιάζεται για μένα αφού ερχότανε κάθε μέρα με απόλυτη ακρίβεια στο ραντεβού του. Και βάθαινε και γλύκαινε σιγά-σιγά το φως όσο ο ήλιος βάδιζε προς τη Δύση και ήλπιζα τότε ότι τα απέναντι βουνά είχαν ροδίσει και αιωρούνταν ανάερα και διάφανα στο σούρουπο όπως τα θυμόμουνα. Έπειτα έπεφτα σε νάρκη και πέρναγαν ώρες και συνερχόμουνα ξαφνικά στη μέση της νύχτας μέσα σε ένα απόλυτο σκοτάδι σαν να ήμουνα φυλακισμένος σε ένα σκοτεινό κουτί, νοιώθοντας ότι είμαι μόνος στον κόσμο.
                                                             ………………………….
    Ξύπνησα την ώρα που χάραζε. Άκουσα το μηχανάκι της κοπέλλας που ερχότανε κάθε πρωί στις 4 και 55’ ακριβώς. Τις νύχτες της αϋπνίας είχα τσεκάρει το απαράβατο ωράριό της, πώς στάθμευε το μηχανάκι της κάτω από το φτενό αρμυρίκι για να το γλυτώσει από τον ήλιο του μεσημεριού και πώς βάδιζε μετά, με στρατιωτικό βήμα, για τη δουλειά. Υπέθετα ότι ήταν μια πρωινή ρεσεψιονίστρια που πήγαινε για την πρώτη βάρδια της ημέρας. Είχα διαπιστώσει ότι ερχόταν και το έπαιρνε, με τις ίδιες υπολογισμένες κινήσεις, περασμένες 2 κάθε μεσημέρι. Θυμήθηκα την πρώτη φορά που την είχα αντιληφθεί: είχα κάτσει ώρα πολλή στο παράθυρο μετά. Πίσω από τα φωτισμένα ξενοδοχεία, προς την ανατολή, είχε αρχίσει ένα βαθύ πορτοκαλί, πέρα στα δυτικά ήταν ακόμα νύχτα,  οι δημοτικές λάμπες σκόρπαγαν ακόμα ένα λευκό απόκοσμο φως που ταχύτατα γινόταν κάποιο γαλακτώδες χρώμα όσο προόδευε η μέρα, κάτι με είχε κάνει να κοιτάξω προς τα πάνω- δύο υπέροχα άσπρα πουλιά περνούσαν πετώντας προς τη θάλασσα. Πάνω, στους ουρανούς, αργά ερχότανε η μέρα, κάτω, στον δρόμο, ήταν ακόμα νύχτα.Ύστερα ο μοναχικός αλήτης της πλατείας είχε φανεί- κάτι έψαχνε μες το σακκούλι του. Το αρμυρίκι αναδευόταν μες τον άνεμο της αυγής. Ύστερα λυγμοί. Δυό καλοφτιαγμένες κοπέλλες ντυμένες στα λευκά είχαν περάσει με βεβιασμένο βήμα. Η μια βάδιζε γρήγορα μπροστά, η άλλη, που ερχόταν καταπόδας ακολουθούμενη από ένα μεγάλο σκύλο, έκλαιγε γοερά. Ερχόντουσαν από την Ορφανίδου, …όπου προφανώς μια μικρή τραγωδία, και τράβαγαν κι αυτές προς την θάλασσα. Αλλά όλα αυτά μου φαινόταν πια σαν να είχαν συμβεί πολύ παλιά, κάποιο αρχαίο πρωινό

   Έμεινα στο κρεβάτι μερικές στιγμές. Για πρώτη φορά, ύστερα από μια ολόκληρη εποχή, ένοιωσα το μυαλό μου καθαρό. Ύστερα άκουσα τον θόρυβο της θάλασσας, τόσο διάφορο του Ωκεανού. Μια αδιάκοπη εκκωφαντική βουή που σκεπάζει τον κόσμο αναδίδεται από τον Ωκεανό, ένας συνεχής ρυθμικός παφλασμός είναι ο ήχος της θάλασσας. Τόσο καιρό σε τούτο το ερημητήριο είχα μάθει από αδιόρατα σημάδια να καταλαβαίνω τον καιρό. Το ρυθμικό ξέσπασμα των κυμάτων με ειδοποίησε για την επιστροφή του ανέμου. Πετάχτηκα όρθιος στο παράθυρο και είδα στο πρώτο αχνό φως χιλιάδες κύματα με αφρισμένες ράχες που έρχονταν προς την ακτή σαν θαυμαστή επικουρία που φτάνει την ύστατη στιγμή και χαιρέτησα τον αγαπημένο Βορειοδυτικό άνεμο, αυτό το παλιό ελεήμον μαϊστράλι της άφεσης. Έγειρα έξω και όλος ευγνωμοσύνη πήρα την πρώτη ανάσα.
                                                                                                                                             Β.Η


5 σχόλια: