Σάββατο 1 Ιουλίου 2017

Πέργαμος





     Σεργιανάμε στα ερείπια της Περγάμου. Είναι ένα ζεστό απομεσήμερο του Ιουνίου. Η απαλή αύρα που φυσά σταθερά από τη θάλασσα είναι μια ανακούφιση- μάς επιτρέπει να περπατάμε αγόγγυστα- αλλά και πάλι είναι Ιούνης, η ώρα είναι σκληρή και κορυφαία και ο ιδρώτας κυλά στα πρόσωπά μας. Είμαστε τρεις. Εγώ και δύο φίλες. Από μακριά βλέπουμε ένα γκρουπ με τον ξεναγό του. Οι τουρίστες βαδίζουν με καπέλα, σκούρα γυαλιά, μπουκαλάκια νερό και ορειβατικά παπούτσια. Ανεβοκατεβαίνοντας τις αρχαίες πέτρες, και κάθε τόσο, υψώνοντας τις κάμερες, μοιάζουν με ευσυνείδητους πεζικάριους που με κάθε κλικ ακινητοποιούν ένα μέρος του τοπίου, που παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να αντιστέκεται και να αναπνέει.
    Κάποια στιγμή, συναντώντας το γκρουπ, χωρίς καν να το συζητήσουμε μεταξύ μας, προσκολλούμαστε σ’ αυτό. Η ξενάγηση γίνεται στα αγγλικά- οι τουρίστες είναι Αμερικανοί και Καναδοί- ο Τούρκος ξεναγός μιλά με στρωτή αμερικάνικη προφορά, ζέση για την Ιστορία και δεν τού λείπει κάποιο χιούμορ. Μού έκανε εντύπωση ότι μίλησε για τον Γαληνό, που έζησε και συνέγραψε στην Πέργαμο, με τρόπο που φανέρωνε μια προσωπική συμπάθεια η οποία έμοιαζε να γεφυρώνει τους αιώνες και την εθνική αντιπαλότητα.

                                             

   Ύστερα από είκοσι λεπτά η ξενάγηση τελειώνει στη σκιά μιας συστάδας δένδρων που δεσπόζουν πάνω από το ελληνιστικό Θέατρο και το Ασκληπιείο. Ο ξεναγός, που εδώ και ώρα έχει αντιληφθεί την παρουσία μας, μάς πλησιάζει χαμογελώντας. Καλώς ήλθατε, λέει. Από πού είστε? Είμαστε Έλληνες. Και τον ευχαριστούμε για αυτά που ακούσαμε, έστω καταχρηστικά. Ξαφνικά το πρόσωπό του φωτίζεται από ένα πονηρό χαμόγελο. Ελάτε, λέει, να σάς γνωρίσω κάποιον! Μάς φέρνει στην άλλη άκρη της ομήγυρης και μάς παρουσιάζει σε κάποιον μεσήλικα που συνομιλεί με δυο Αμερικανίδες. Από δω- μάς τον συστήνει- ένας παλιός εχθρός σας! Ο άνθρωπος στρέφεται προς εμάς. Έχει ευγενική όψη και καλοσυνάτα μάτια που φανερώνουν, καμμιά αμφιβολία, μια εσωτερικότητα.
    -Από πού είστε? ρωτάμε. Από το Ιράν, απαντά. Α, Πέρσης? λέμε και οι τρεις με ένα στόμα. Ναι! Εσείς Έλληνες? Ναι, πώς το καταλάβατε? Μα ποιος άλλος λαός θα με αποκαλούσε Πέρση? απαντά γελώντας.

     Ύστερα, ολόψυχα, δινόμαστε σε μια εύθυμη κουβεντούλα όλο πειράγματα. Μιλάμε για τους Περσικούς Πολέμους σαν να γίναν χτες. Σας νικήσαμε, λέω εγώ. Κι όχι μια φορά αλλά τρείς. Κουνά το κεφάλι. Ναι, μάς νικήσατε, λέει. Και σαν να μην έφτανε αυτό -συμπληρώνει- ήρθε κι ο Αλέξανδρος και κατέλυσε το Περσικό κράτος.
    -Ξέρετε, λέω, όταν συναντώ εσάς τους Πέρσες χαίρομαι γιατί είμαστε παλιοί γνώριμοι. Έχω διαπιστώσει ότι είναι πολύ εύκολη η επικοινωνία μου μαζί σας. Υπήρξαμε γείτονες επί αιώνες, προτού μπουν άλλοι ανάμεσά μας, και νοιώθουμε οικειότητα. Έπειτα, συνεχίζω,  εύκολα η συζήτηση φτάνει σε βάθος… Ίσως επειδή είμαστε, και οι δύο, αρχαίοι λαοί. Να! Μ’ αρέσει που παίζουμε και γελάμε με την Ιστορία!
   - Α, βέβαια, βέβαια, λέει γελώντας. Για παράδειγμα… αυτά τα μέρη ήτανε δικά μας! Όχι δικά μας, λέμε εμείς. Όχι, δικά μας, ξαναλέει. Όχι, δικά μας, ξανά εμείς.
    Εν τω μεταξύ, ο Τούρκος που τόση ώρα παρακολουθούσε και πρέπει να ένοιωθε εκτός νυμφώνος, κι ακόμα ότι δυο γάιδαροι τσακώνονται σε ξένον αχερώνα, αποφασίζει να παρέμβει δυναμικά… και να τελεσιδικήσει.
    -Ναι, λέει, αλλά τώρα αυτά τα μέρη είναι ΔΙΚΑ ΜΑΣ! Για πάντα!
   Οπότε ο Πέρσης, με το κεφάλι σκυμμένο και αδιόρατο χαμόγελο, σχεδόν ντροπαλά:
    -Έτσι νομίζαμε κι εμείς...


                                                                                                          Β.Η

1 σχόλιο:

  1. Θ' αφήσουν όμως τίποτε όρθιο για τις επόμενες γενιές οι τζιχαντιστές???

    ΑπάντησηΔιαγραφή