Σάββατο 22 Μαρτίου 2025

Η Άσπρη Θάλασσα

Καθώς έφευγε η μέρα
κατεβήκαμε στον απαλό γιαλό
δίπλα στο σιγανό κύμα
και παρατηρώντας συνεχώς
πολύ προσεκτικά
κόλπους κι ακρωτήρια
να γίνονται διάφανα
μες στο μεταξένιο δείλι
αδιάσπαστο σύμπλεγμα
                    αντιθέσεων
άπειρη εναλλαγή τόνων
                και χρωμάτων
κατάλαβα σε μια στιγμή
που η ώρα ήταν ανοιχτή
πως το ελληνικό τοπίο
είναι μάθημα Δημοκρατίας.
 
Κάθε κοιλάδα πίσω απ’ το βουνό
κάθε νησί αντίκρυ, είναι ένας άλλος κόσμος
κόσμοι που τους ενώνει η ίδια θάλασσα,
η ίδια γλώσσα, ο ίδιος Τρόπος.
 
Γιατί τί άλλο είναι η Δημοκρατία;
Τί άλλο να ‘ναι τούτος ο μπελάς;
Παρά η εξεύρεση των λεπτών ισορροπιών
συνεχής κι επίπονη
ανάμεσα σε κοινότητες ελεύθερων ανθρώπων
που νιώθουν ότι τους ενώνει
κάτι πολύ σημαντικό.
Κι είναι αναγκασμένη αυτή η χώρα
να επιτελέσει αυτό το σχέδιο
                          και όχι άλλο.
Να τί μας έκανε η γεωγραφία!
 
Απέραντα απλώνονται τα δάση
από το Βόλγα έως τα Ουράλια
καμπίσιες οι εκτάσεις από τις Άλπεις ως τη Βαλτική
με μαύρο χώμα και φουγάρα,
αργά κυλάνε τα ποτάμια στην Μεσοποταμία
βαρύς και καφετίς ο Νείλος.
Από τα Απαλλάχια ως τα Βραχώδη Όρη
πλατιά εκτείνεται η χώρα μέσα στον κάμπο του Κάνσας
στα δύο χωρισμένη από τον Πατέρα των Νερών.
Πλήθη χαρακτηρίζουν την Ινδία
αργόσυρτα κινούνται τα πλήθη της Κίνας
ατέλειωτους δρόμους έφτιαξε η Ρώμη
κι άλλοι τέτοιοι δρόμοι σκονισμένοι
καταλήγαν στα Εκβάτανα.
Παντού το μάτι του αυθέντη βλοσυρό
βλέπει στη μακρινήν ευθεία
και πλαταγιάζει το μαστίγιο στον αέρα.
Αάπ! Εσύ, εκεί κάτω! Γιατί δεν δουλεύεις;
                      
 Ενώ εδώ;
 
Είμαστε η Άσπρη θάλασσα
Αυτή αναδεύει την ψυχή μας
Ψηλά θεόκτιστα βουνά σβήνουν
                    σε στενές κοιλάδες
Κοιλάδες καταλήγουν σε ακρωτήρια και σε κόλπους
Κόλποι που αντικρίζουν αναρίθμητα νησιά ριγμένα
στο αφρισμένο κύμα
Κύμα που το διασχίζουν λευκά πανιά
και η παράτολμη επιθυμία
για ταξίδι και ανταλλαγή.
 
Είναι κρίμα γι’ αυτή τη χώρα
που τα βουνά, οι κοιλάδες, τ’ ακρωτήρια
τα νησιά και το λευκό πανί
δεν κατάφεραν να παράγουν μια μορφή διακυβέρνησης
δεν κατάφεραν να φτιάξουν την κυβέρνηση
της σταφίδας, των δημητριακών, της άμπελου
της ασημοπράσινης ελιάς
την κυβέρνηση του δημοτικού τραγουδιού
του ρεμπέτικου και της χοντροκομμένης ρίγανης
την κυβέρνηση των ποιητών
             που ‘ναι απόγονοι εκείνου που ‘χε σβησμένα μάτια
γιατί όλα σ’ αυτή τη χώρα πάνε πίσω στον Όμηρο
 
Τον Όμηρο τον εθνοκτίστη
γιατί αυτός τραγούδησε και τραγουδώντας όρισε
την ελληνική τη μοίρα
σα σκαφάκι που κλίνει
πάνω στο κύμα
κλίνει και διαφεύγει
διαφεύγει από Θεούς
και πλαγιοδρομεί πλησίστιο.
 
 
Κι όλα τα σημερινά δεινά μας
                πάνε διακόσια χρόνια πίσω
 
Σε ‘κείνα τα εφτά χρόνια επανάστασης κι εμφύλιου
που καταφέραμε και τσακίσαμε τον Τούρκο
αλλά αφήσαμε άθικτη την δύναμη των προεστών,
ας όψεται ο Γέρος, όλο «Έλληνες και Έλληνες
πάλι θέλετε να σφάξετε τους αρχόντους σας;» το πήγαινε
«θα πούνε πως είστε Καρμπονάροι, πως φαγωνόσαστε
                                           μεταξύ σας»
           κι ακόμα ακόμα και επιπλέον, ανεχτήκαμε το Ιερατείο.  
                               
Και μετά ήρθε ο Κυβερνήτης στην Αίγινα
ψάχνοντας να βρει τόπο
εκεί που ‘χαν φέρει τα γυναικόπαιδα
για να τα σώσουν απ’ την αδιάκοπη φωτιά
που κατέκαυσε ως και τα πουρνάρια
γύρω του σκληρίζαν οι γυναίκες δίχως άντρες
κι απ’ το βυζί τού σηκώναν τα παιδιά
«σώσε μας, δεν έχουμε παρά εσένα και το θεό!»
 
Τρόμαξε ο Κυβερνήτης απ’ τα μισόγυμνα ορφανά
τη φτώχια και την απελπισία
Τότε πρέπει να κατάλαβε τη βαρύτητα του έργου
που ύστερα από τόση σκέψη είχε αναλάβει
ίσως να ψυχανεμίστηκε και τη φοβερή πιστόλα
πρέπει να το ‘νοιωσε απ’ τη βουή
πως ήταν μετρημένες οι ώρες
Ούτε άργησε πολύ η στιγμή που
υψώθηκε εκείνη η πιστόλα κι ακούστηκε το μπαμ!
Πίσω της στεκόνταν οι Μαυρομιχαλαίοι
«Δεν μπήκαμε στον θανατερό χορό
ύστερα από τόσους δισταγμούς
ούτε ανοίξαμε τα πουγγιά και τα σεντούκια
για να χάσουμε τα αξιώματα που μας
έδωκε ο Τούρκος».
 
Και φτιάχτηκε το διπλό το κόμμα
κι ακούστηκε ο φιδίσιος ψίθυρος
«Εκάς οι τίμιοι!
Σ’ αυτό τον τόπο η πολιτική εξουσία
είμαστε εμείς
Και μόνο εμείς θα μετέχουμε
στα Άχραντα Μυστήρια».
 
Κι αν ήθελες γινόσουνα γιατρός
να υπηρετείς τον Ασκληπιό
           με ανθρωπιά να ιατρεύεις
ή έμπορος, να εμπορεύεσαι με ήθος
για αγρότης, να σκύβεις με την τσάπα
              και να προσμένεις στον αιώνα
ξωμάχος, ν’ αποσταίνεις δίπλα στην πηγούλα
ή ναύτης στα πέρατα του κόσμου
για εργάτης, σπίτι να επιστρέφεις με τη φρατζόλα
                             υπό μάλης
για γραφιάς, να σκύβεις πάνω από κιτάπια
ή τίποτα γινόσουν, ένα τίποτα
να ονειρεύεσαι γυμνός, γυμνός πάνω
                             στην πέτρα
 
Και να χαίρεσαι που τίμια καλλιεργείς
το μικρό κόσμο που σού αφέθηκε.
                               Αλλά,
                              «Μακριά! Μακριά από τη διεύθυνση του τόπου!»
Σαν ξένος έπρεπε να ζεις
και κυβερνήσανε αυτοί σα να ‘ταν ξένοι.
 
Πόσο όμως θα κρατούσε
το δύσμορφο το σχήμα;
Πόσο η ασταθής ισορροπία;
Είτε οι έντιμοι και οι λιτοί θα έπαιρναν
                    την εξουσία,
έγιναν άλλωστε κάποιες λειψές προσπάθειες,
είτε οι αλαζόνες και αδηφάγοι
αναζητώντας συνενοχή
θα κατέστρεφαν το ήθος 
 
Μέσα σε 200 χρόνια κλείνουν πολλοί κύκλοι
Ακολουθώντας πρόσχαροι
την εναλλαγή των εποχών
γεμίσαμε άχρηστα επαγγέλματα
                 βλαβερά επαγγέλματα
                 θλιβερά επαγγέλματα
συνηθίσαμε τριαλαρί τριαλαρό συμπεριφορές απίθανες
                             και στάσεις
είδαμε να κατηφορίζει ως τον πάτο
νικηφόρο το φοβερό μηδέν
είδαμε τη γη μας να γίνεται εικόνα
Ώσπου άνοιξε ο τελευταίος κύκλος
τον Δεκέμβρη του ΄08
απ’ τους αμέτοχους και τους αθώους.
 
Α! Είναι απίστευτη η δύναμη
πο ‘χουνε οι τόποι
Απίστευτο πώς αντιστέκεται η γη!
Η Νέα Υόρκη θα βυθιστεί
απ’ τον ήχο του τυμπάνου
Χωρίς φρόνηση χτίστηκε
πάνω σε αρχαία έλη
 
Κάτω από τον βόμβο της μεγαλούπολης
ανάμεσα στο συρτό ρυθμό του τραίνου
Άκου προσεκτικό αυτί!
Άκου και ξεχώρισε
τον δυσοίωνο αρχαίο ήχο!
Και πέρα στις Μεσοδυτικές Πολιτείες
πίσω από τις γιγαντοαφίσες τα πάρκινγκ και τους αυτοκινητόδρομους
οι τούμπες σιωπηλές
και τα ινδιάνικα νεκροταφεία
Μόνο άφρονες περιφρονούν
τη δύναμη των νεκρών.
 
Κι εδώ, σ’ αυτή τη χώρα
την περιτριγυρισμένη από λαούς
που ‘ναι αρχαίοι γνώριμοι
που καρδιά και πνεύμονα
έχει το Αιγαίο
σ’ αυτή τη χώρα που ‘ναι
πιο ευρύχωρη κι απ’ τις Ηνωμένες Πολιτείες
στενή η πρόσοψη  
αχανές το βάθος
σ’ αυτόν τον κατσικότοπο
δεν κατάφεραν να σβήσουνε το κύτταρο
ν’ απαλείψουνε τη μνήμη
Περπατώντας συνεχώς κάτω απ’ το σκληρό ήλιο
μέσα στον θαμνότοπο
πατώντας πάνω στην άγια κακαράντζα 
εκεί που το θυμάρι αναδίδει άρωμα λεπτό
κι ακούγονται μακρινές κουδούνες
σιγουρεύτηκα βαθιά
ρίγησαν τα κόκαλά μου
Γεμάτη η γη μας μυστικά
ετοιμάζεται και περιμένει
τη Μεγάλη Επιστροφή.






Β.Η.

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025

Το Συμβάν

 


Συμβαίνει κάποιες φορές στην Ιστορία, ένα απροσδόκητο γεγονός, όχι απαραίτητα πολιτικό εκ πρώτης όψεως, που έχει κάτι μεταφυσικό - έρχεται από αλλού - και απελευθερώνει μακρόχρονα συσσωρευμένη ένταση αποκτώντας εκρηκτικές διαστάσεις. Πρόκειται για το Συμβάν. Το εκρηκτικό Συμβάν! Μια τεράστια πύκνωση που έχει προηγηθεί περνάει βίαια μέσα απ’ αυτό, απελευθερώνει την εγκλωβισμένη ενέργεια και δημιουργεί εξελίξεις ικανές να πλάσουν εκ του μηδενός (φαινομενικού μηδενός) πολιτικά υποκείμενα.
Σ΄ αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σήμερα. Ας ευχηθούμε για το καλύτερο κι ας προσπαθήσουμε για αυτό.

Β.Η.-



Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2025

Κρίσιμη στιγμή – Πύκνωση ιστορικού χρόνου

 Να λοιπόν που ο κύκλος σιγά - σιγά κλείνει ξανά! Μέσα του βρίσκονται πολιορκημένες οι τρεις, υποτίθεται διακριτές, εξουσίες: εκτελεστική, δικαστική, νομοθετική. Γύρω-γύρω ο λαός. Ο λαός αδιαμεσολάβητα, αλλά γυμνός! Η κρίση είναι ολοκληρωτική. Η κυβέρνηση και το σύστημα εξουσίας το ξέρουν και αγωνίζονται να ξεπεραστεί η στιγμή και να φέρουν την εκτόνωση μέσα στα πλαίσια αυτού του προ πολλού παρηκμασμένου συστήματος (προτού όλα ξεφύγουν προς την κατεύθυνση της εφαπτομένης). Από κοντά η φασματική αντιπολίτευση κάθεται στη γωνιά της και κρυφοκοιτά μετρώντας τις κινήσεις της και υπολογίζει τι έχει να κερδίσει. Η κοινωνία τα αντιλαμβάνεται όλα αυτά και αναμετρά τις δυνάμεις της. Η Δημοκρατία είναι στον αέρα! Η κατάσταση είναι σοβαρότερη από την περίοδο 2010 -‘15. Τα δέκα χρόνια που πέρασαν, χρόνια υποτιθέμενης ανάκαμψης, αποδείχτηκαν όχι απλώς άγονα, αλλά καταστροφικά. Και σύμφωνα με τη δυναμική των επαναλαμβανόμενων κρίσεων, κάθε καινούργια κρίση είναι βαθύτερη από την προηγουμένη. Στην εποχή τής τελικής παρακμής ο Σίσυφος πρέπει να ξεκινά την ανάβασή του κάθε φορά από όλο και χαμηλότερο σημείο.

    Να λοιπόν που χρειάζεται να ξαναβγούμε στους δρόμους όπως την περίοδο 2008-2015. Η συγκέντρωση που ετοιμάζεται για τις 28 Φεβρουαρίου προβλέπεται σαρωτική. Ο λαός καταλαβαίνει πολύ καλά ότι πρέπει να δώσει τέλος στην παρούσα διακυβέρνηση όχι μόνο διότι ξεπούλησε τη χώρα, αλλά διότι με τη συγκάλυψη που επιχειρήθηκε - ανενδοίαστα και αλαζονικά στην αρχή, με πανικό στη συνέχεια - χάνεται η διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και το ψεύδος. Επομένως και η αίσθηση της πραγματικότητας. Η κοινωνία νοιώθει, πολύ σωστά, ότι χρειάζεται την αλήθεια για να μπορέσει να ζήσει με αξιοπρέπεια. Άγνωστοι άνθρωποι από παντού σηκώνονται και θεωρούν τον εαυτό τους κατά κάποιον τρόπο επιστρατευμένο. Η κυβέρνηση δεν θα αντέξει τις κινητοποιήσεις που έρχονται και σύντομα θα πέσει. Το ερώτημα είναι: και μετά τι;

    Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά σ’ αυτή την κοινωνία. Καλωσορίζοντας μια ιλιγγιώδη τεχνική ανάπτυξη δίχως σχέδιο και δίχως αρχές, βρέθηκε στην παράξενη κατάσταση όπου μια απίστευτη έως τώρα ευκολία έκανε τα πράγματα εξαιρετικά δύσκολα. Αποκομμένη πλέον από την Ιστορία της και τις παραδόσεις της διατηρεί με αυτές μια σχέση περίπου τουριστική. Δίχως πνευματικό κέντρο, δίχως την αίσθηση του Ιερού και του απαραβίαστου, δυσκολεύεται να ορίσει τι έχει αξία στη ζωή. Εξατομικευμένη και απολίτικη αδυνατεί να αμυνθεί ενάντια στο επιθετικό μπαράζ που δέχεται από την οργανωμένη εγχώρια ελίτ που υπακούει σε παντοδύναμα ξένα κέντρα και συνεργάζεται με διεθνείς εταιρείες. Χώρα και λαός σε κατάσταση ημιαποικίας ξεπουλιόνται κυνικά στον πρώτο τυχόντα όσο-όσο. Αντιμέτωπος αυτός ο λαός με καλοστημένα δίκτια ελέγχου έχει να αντιμετωπίσει επί πλέον έναν εσωτερικό στρατό εάν, σαν ύστατη λύση, κατέβει στο δρόμο. Σε αυτή τη παθητική κατάσταση αδυνατεί να γεννήσει μια ηγεσία ικανή να τον οδηγήσει μέσα από τις εσωτερικές και εξωτερικές Συμπληγάδες. Υποψιάζεται, πολύ σωστά, ότι αυτές είναι ο Εμφύλιος και η ξένη επέμβαση και η φαντασία του αναστέλλεται.

    Τι μας μένει λοιπόν να κάνουμε; Εδώ που φτάσαμε δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω. Τα αποτελέσματα όσων κάναμε και όσων δεν κάναμε μας πρόλαβαν και είμαστε φριχτά απροετοίμαστοι. Χωρίς λαϊκές οργανώσεις, χωρίς κάποιους επικεφαλής που εμπιστευόμαστε, χωρίς πνευματικούς παραστάτες, τους μεγάλους Γέρους, τρέμουμε κρυφά εκείνο το φοβερό «Πάμε κι όπου βγει»! Όμως όχι! Με την νομοτέλεια του αρχαίου δράματος ένας κόσμος βαδίζει προς τη δύση του, η πύκνωση αύξησε και μεις μπαίνουμε στο χορό. Θα χρειαστούμε τώρα όλο μας το θάρρος, ένστικτο και μυαλό. Θα φτιάξουμε ό,τι χρειαζόμαστε εν πορεία και τη χώρα απ’ την αρχή.


                                                                                            B.H.

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2025

Το σουφλέ

 
Ξεκίνησα να κατέβω στη συγκέντρωση που γίνεται για τα Τέμπη, Κυριακή 12 η ώρα, στο Σύνταγμα. Το σκεφτόμουνα αποβραδίς. Το πρωί δεν είχα σκοπό να πάω. Έκανα μια σκέψη κάπως πικρή που την έχω ξανακάνει: αυτός ο κόσμος δεν κινητοποιείται πάρα μόνον όταν του σκοτώσουν τα παιδιά. Τώρα με τα Τέμπη, παλιότερα με τον Γρηγορόπουλο και πιο παλιά στο Πολυτεχνείο. Μα... αυτό δεν είναι πολιτική, αυτό είναι βιολογία. Ο λαός συμβίωσε με τη Δικτατορία. Η Δικτατορία τη δουλειά της κι ο λαός τη δική του. Ήταν μάλιστα εποχή ευημερίας. Μερικές χιλιάδες αγωνιστές πλήρωσαν τη νύφη. Μπαινόβγαιναν στα κελιά και πήγαιναν για ανάκριση. Δεν το ήξεραν; Το ήξεραν! Αλλά προτιμούσαν να μην το σκέφτονται. Είναι κάποιοι βαμμένοι, έλεγαν στον εαυτό τους. Χρειάστηκε μια θυσία των παιδιών τους μέσα και γύρω απ’ το Πολυτεχνείο· μια καινούργια γενιά που ‘ρχοτανε ασφυκτιώντας. Μετά απλώθηκε μια θανατερή σιωπή κι αυτοί που κυβερνούσαν κυβέρνησαν με τον τρόμο. Ο λαός αποσύρθηκε σε ένα μεσοδιάστημα ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο και περίμενε τις καμπάνες της Μοίρας να ηχήσουν.
    
    Δεν είχα σκοπό λοιπόν να πάω, αλλά τελευταία στιγμή σκέφτηκα ότι δεν είναι δυνατόν να λείψω. Γεμάτα φτάνουνε τα τραίνα, κόσμος περνάει τις μπάρες των εισιτηρίων, είμαι λίγο αργοπορημένος, αλλά αυτοί που φτάνουν είναι ακόμα περισσότεροι απ’ αυτούς που φεύγουν. Η πλατεία βέβαια είναι γεμάτη, μια λαοθάλασσα, μόνο που οι λόγοι ακούγονται μακριά με μπόλικες παύσεις. Συνωθούμενος και ελισσόμενος βρίσκω μια απόμερη γωνία και παρατηρώ τις φάτσες προσπαθώντας να πιάσω το σφυγμό τής συγκέντρωσης. Να καταλάβω τι είναι αυτό που συμβαίνει εδώ. Νεολαία πολλή, οικογένειες, παιδιά, μεγαλύτεροι... άνθρωποι έρχονται, αγκαλιάσματα, γέλια... είναι χαρούμενοι που βρέθηκαν! Κανά δύο τηλέφωνα που έκανα σε δικούς μου ανθρώπους απέβησαν άκαρπα. Άλλοι φύγαν διότι ήρθαν από νωρίς, άλλοι είναι ακόμα μακριά και αγωνίζονται να παρκάρουν. Δεν πειράζει, φτάνει που κατέβηκα και αφιερώνομαι στην ασχολία μου, δηλαδή στο να παρατηρώ φάτσες και να παρακολουθώ συζητήσεις. Η συγκέντρωση δεν έχει και πολύ νεύρο, αλλά τι να κάνουμε, αυτή είναι!
    Ξαφνικά ξεσπάει ένα σούσουρο μέσα στα δένδρα, άνθρωποι συμπλέκονται, βλέπω μερικές μπουνιές να πέφτουν, ακούγεται δυο-τρεις φορές ένα σύνθημα: «Φασίστες κουφάλες έρχονται κρεμάλες», κοπέλες παρακολουθούν φλεγματικά καπνίζοντας ηλεκτρονικά τσιγάρα, νεαροί τρέχουν προς τη συμπλοκή, βαριεστημένα καβαλάω το καγκελάκι, μπαίνω στο παρτέρι και πλησιάζω. Μπά; αναρωτιέμαι! Φασίστες εδώ μέσα; Πάντως οι δράστες έχουν εξαφανιστεί. Αναρχικοί τρέχουν πέρα δώθε ξεφυσώντας, έχουν ύφος σαν να διέσωσαν τον κόσμο ή τουλάχιστον την τιμή της συγκέντρωσης. Ρωτάω μια κοπέλα τι έγινε, μου λέει γελώντας ότι ένας φασίστας πέταξε μια κουβέντα και τον επλάκωσαν, «Ποιοι;» ρωτάω, «Οι αντεξουσιαστές», μετά τον άφησαν, ύστερα πέταξε άλλη μια  και τον ξαναπλάκωσαν, οπότε αυτός έφυγε τρέχοντας. Ξαναγυρνώ στη θέση μου, στο παγκάκι, ανάμεσα σε δυο-τρία νεαρά ζευγάρια με παιδιά. Η συγκέντρωση μοιάζει να βαίνει προς το τέλος της. Δίπλα μου ένας νεαρός άνδρας με ένα παιδάκι στη αγκαλιά στρέφεται προς τη γυναίκα του: «πάμε;». «Ναι», λέει αυτή και συνεχίζει να μιλά με τη φίλη της. «Τι μας έχεις μαγειρέψει;». «Σουφλέ». Αρχίζουν οι αποχαιρετισμοί και οι μισοί απ’ την παρέα φεύγουν, μαζί και το ζευγάρι με δυο παιδιά. Τραβάω το τηλέφωνο να ιδώ καμιά είδηση και τότε απ’ το κάτω μέρος της πλατείας, μέσα απ’ τη Φιλελλήνων, σκάνε οι πρώτες κρότου λάμψης. Η μια ακολουθεί την άλλη, κανονικές ομοβροντίες. «Ωχ», λέω, «τώρα αρχίζει!». Δεν έχω καμιά όρεξη να αναπνεύσω δακρυγόνο οπότε σηκώνομαι. Το τι έγινε είναι φανερό. Οι αναρχικοί, γεμάτοι αδρεναλίνη, δεν έχουν καμιά όρεξη να γυρίσουν στα στέκια τους άπραγοι και φορτωμένοι οπότε κάπου έκαναν ένα πέσιμο και η άγρυπνη αστυνομία μπαίνει στο χορό. Αυτό ήταν! «Η νύφη»... έκανε αυτό που έκανε, που λέει και η παροιμία, «σκόλασε ο γάμος»! Βαδίζω αργά προς τη μπούκα του σταθμού, αλλά το πλήθος με παρασέρνει. «Άντε για το σουφλε!» λέω στον εαυτό μου. Πίσω μου μια γυναίκα σπρώχνει. Γυρνάω, «σιγά κυρία μου, όχι πανικός!» Με κοιτάει με τα καστανά της μάτια έχοντας το τηλέφωνο υψωμένο για να καταγράφει το εκκωφαντικό μπουμπουνητό, δεν είναι αντιπαθητική, μάλλον μια βαθύτερη ανημπόρια αχνοφαίνεται και ψάχνει να βρει τρόπο να προσπεράσει. Κυλάω κι εγώ μέσα σ’ όλο αυτό το ανθρωπομάνι που φεύγει σαν κοπάδι! Κάτω στο σταθμό πλήθη στριμώχνονται στις σκάλες, οι κυλιόμενες δεν λειτουργούν όπως δεν λειτουργούσαν όταν ήρθα - σίγουρα μαυροψυχιά της αστυνομίας! Κατεβαίνοντας όλο και πιο κάτω, στις πιο βαθιές γαλαρίες που είναι η μπλε γραμμή, του αεροδρομίου, υπολογίζω πόση ώρα θα κάνει το δακρυγόνο που θα ρίξουν ώσπου να κατακάτσει και να μας βρει στις αποβάθρες. Πλήθη περιμένουν το τραίνο που έρχεται φίσκα, οπότε αποφασίζω να πάρω το επόμενο που τα μεγάφωνα αναγγέλλουν ότι έρχεται σε δυο λεπτά. Μπαίνοντας στο βαγόνι, μέχρι τα μπούνια κι αυτό, σπρωγμένος από πίσω, πατάω μια κοπέλα που στέκεται πλάι στην είσοδο. «Συγνώμη κοπελιά» της λέω, «αλλά ο κόσμος έχει πανικό γιατί άρχισαν απάνω οι κρότου λάμψης». Με λούζει με ένα κατάψυχρο βλέμμα. Παραμέσα ένας παχουλός που φοράει μάσκα  ως τα μάτια με κοιτά. Δυο γουρλωτά μάτια που είναι σαν να κάθονται πάνω στη μάσκα. «Πού πάνε όλοι αυτοί» λέει με μπουκωμένη φωνή. «Εγώ πάω στη δουλειά μου. Αυτοί που πάνε;». «Στη συγκέντρωση» λέω εγώ. «Ποια συγκέντρωση;» «Για το τραίνο».

    Αμέσως σκέφτομαι: η πόλη έγινε πολύ μεγάλη. Πήδηξε πάνω απ’ τα βουνά, φτάνει πια μέχρι τη Ραφήνα και τα Μέγαρα. Έχει κυριολεκτικά εκραγεί! Δεν μιλάμε πια για Λεκανοπέδιο, αλλά για Attica! Έτσι, αμερικάνικα: Attica! Αυτός που ζει στις Βορειοδυτικές παραλίες ή στα Νότια, στη Γλυφάδα, δεν θα μάθει αυτό που γίνεται στο κέντρο και ίσως δεν τον ενδιαφέρει. Την ώρα του συλλαλητηρίου, κάνει μπάνιο. Αυτός που ζει στο Μαρούσι, μια τέτοια μέρα, Κυριακή, αποφασίζει, μιας και δεν δουλεύει να ξοδέψει τον λεγόμενο ποιοτικό χρόνο με τα παιδιά του και φεύγουν για την Πάρνηθα. Υπάρχει απειρία επιλογών. Σαν να είσαι στο Σουπερμάκετ. Αυτό σημαίνει μεγαλούπολη: εδώ γίνονται πολλά πράγματα! Εδώ μπορείς να ασχοληθείς με ό,τι τραβά η καρδιά σου. Τώρα διαλέγεις αυτό και την επόμενη στιγμή κάτι άλλο. Μεγαλούπολη! Η μικρή πόλη που ζει το ένα γεγονός είναι η ανιαρή επαρχία. Τέσσερα- πέντε εκατομμύρια που ζουν μέσα και γύρω από το Λεκανοπέδιο είναι ένας πληθυσμιακός όγκος. Τεράστια συσσώρευση! Εξ αιτίας του όγκου της η πόλη είναι αδύνατον να συγκινηθεί. Εξ αιτίας του όγκου της η πόλη είναι αναίσθητη. Σκέφτομαι τον Σωκράτη που έλεγε πως η Δημοκρατία είναι σαν ένα βαρύ και νωθρό άλογο και αυτός σαν οίστρος, αλογόμυγα δηλαδή, το τσιμπά για να ξυπνήσει. Ποιος οίστρος; Η σημερινή πόλη είναι τέτοιο υπέρβαρο και παχύδερμο ον που ούτε με τρυπάνι δεν ξυπνά. Εξ αιτίας του μεγέθους της έχει αυτοακυρωθεί σαν πηγή πολιτισμού και γεννήτριας της Ιστορίας. Έχει καταστεί απολίτικη.
    
    Ξανασκέφτομαι: Κινητοποιούνται μόνο όταν φτάσουν να τους σκοτώσουν τα παιδιά. Όπως στο Πολυτεχνείο... Μετά απ’ αυτό ο λαός ξέγραψε τη Χούντα. Οπότε ο Ιωαννίδης έκανε την κίνηση. Θα πετύχαινε αυτός, ναι αυτός, την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα! Θα έτριβε στη μούρη αυτού του λαού έναν εθνικό θρίαμβο. Θα ήταν ο δικός του θρίαμβος! Μόνο που επενέβησαν οι Τούρκοι. Ο στρατός, που ύστερα από 7 χρόνια κατοχής δεν ήταν ικανός πια παρά μόνο για παρελάσεις, συνομωσία και αστυνόμευση, διαλύθηκε μόλις κήρυξε επιστράτευση και η Δικτατορία κατέρρευσε. Ο τούρκικος στρατός αποκατέστησε τη Δημοκρατία στην Ελλάδα.
    Η Μεταπολίτευση είναι η πολιτειακή θρησκεία της μεταδικτατορικής Ελλάδας και, σαν απότοκο της επέμβασης ενός ξένου στρατού δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Πολύ περισσότερο δε όταν τα διόδια πληρώθηκαν από τους Κυπρίους. Ένας συμβιβασμός με τον Καραμανλή, ένα αδιέξοδο φλερτ με τον πατριωτικό σοσιαλισμό σερβιρισμένο σαν κρύο πιάτο από τον Αντρέα Παπανδρέου και μετά ο Σημίτης και η είσοδός μας στα παγωμένα νερά της Ευρώπης. Της Ευρώπης στην οποία μπήκαμε για να κρυφτούμε από τον εαυτό μας. Εδώ είμαστε λοιπόν, στο ψυγείο!
    
    Όσον αφορά τη συγκέντρωση για τα Τέμπη, ο κόσμος ήτανε πολύς, η ανάγκη για δικαιοσύνη και η αγανάκτηση για τους κυβερνώντες ήταν η κινητήριος δύναμη και το συναίσθημα κυρίαρχο. Αλλά όταν όλα αυτά δεν μπορούν να βρουν την πολιτική τους έκφραση το συναίσθημα δεν είναι αρκετό. Χωρίς πολιτική έκφραση και οργάνωση το κοινωνικό σώμα είναι ένα σώμα χωρίς μυϊκό σύστημα, χωρίς ιστό και δίχως βούληση. Μόνο με σάρκα και κόκκαλα, μοιάζει με πάνινη κούκλα που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της και μόλις τη στήσεις όρθια σωριάζεται. Και χωρίς τέτοιο όπλο κι εργαλείο στα χέρια του ο λαός θα κλάψει και άλλα παιδία.
 Την παλιά πολιτική βέβαια την έχουν όλοι σιχαθεί και ένας άλλος τρόπος πολιτικής έκφρασης δεν έχει εμφανιστεί. «Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος πασχίζει να γεννηθεί, ζούμε την εποχή των τεράτων». Σε αυτό τον καιρό της βαθιάς κρίσης του απειλεί να μας λιώσει με τους σπασμούς του.
    
    Κατά τα άλλα η επιστροφή στο σπίτι μέσα από το πλήθος και την κίνηση στους δρόμους είναι ανακουφιστική και αν η Μαμά είναι καλή και ο Μπαμπάς αγαπάει τη Μαμά, τα παιδιά είναι χαρούμενα και το Σουφλέ σώζει την ημέρα, αλλά...   Κι εδώ υπάρχει ένα πολύ βαρύ «αλλά»!
    Θα χρειαστεί να ξαναβγούμε στους δρόμους όπως την περίοδο 2008-2012. Αυτοί οι άνθρωποι που έχουν εναγκαλισθεί ασφυκτικά την εξουσία πρέπει να φύγουν διωγμένοι κακήν-κακώς και μαζί με τους υπηρέτες τους να λογοδοτήσουν επειδή αποπειράθηκαν να αποκρύψουν την αλήθεια. Ο λαός υπέστη ανήκεστο ηθική βλάβη από τη Δικτατορία επειδή εξαναγκάσθηκε να ακούει επί χρόνια έναν ημιπαράφρονα να μαίνεται στην τηλεόραση και να τον απειλεί. Τότε είχε τον φόβο την μυστικής αστυνομίας. Τώρα έχει απέναντί του μια συμμορία που επιτίθεται οργανωμένα στην αλήθεια και πρέπει να αντιμετωπίσει τον εσωτερικό στρατό που φτιάχτηκε για να προστατεύει την αθλιότητα, έναν πραγματικό στρατό κατοχής. Πρέπει να δώσει τέλος στην παρούσα διακυβέρνηση όχι μόνο διότι υπήρξε λαίλαπα για τη χώρα, αλλά διότι με τη συγκάλυψη θα χαθεί η διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και το ψεύδος, επομένως και η αίσθηση της πραγματικότητας. Η κοινωνία χρειάζεται την αλήθεια για να μπορέσει να ζήσει με αξιοπρέπεια. Οι γονείς των θυμάτων θα κυνηγήσουν τούτη τη ψευτοκυβέρνηση μέχρι την κόλαση. Οι υπόλοιποι γονείς πρέπει να σταθούν στο πλευρό τους για να μπορούν να αντικρίζουν τα παιδιά τους δίχως ντροπή και τα νέα παιδιά πρέπει να πολεμήσουν για να μπορέσουν να μεγαλώσουν.
 

Β.Η.

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

Το Ισλάμ είναι η Αριστερά της Δύσης


 Όλη τη νύχτα γαύγιζε ο σκύλος, αλλά μόλις που τον ακούγαμε γιατί ήμασταν βαθειά μέσα στην Άλλη Χώρα όπου μακρινοί ακούγονται οι ήχοι τούτου ‘δω του Κόσμου. Όσο όμως ξημέρωνε, ένα-ένα μας έφερνε πορτοκάλια, από μια μακρά σειρά και τα εναπόθετε στα ενωμένα χέρια μας, γεμίζανε οι φούχτες μας χρώμα χρυσαφί, γεμίζανε αυγή. Και σιγά-σιγά μια μεγάλη Ανατολή. Καμιά φορά ένας μικρός λυγμός, ένα αδιόρατο «γρ-ράφ», όπως άφηνε την κάθε πορτοκαλί μπάλα που μας χρύσωνε τα χέρια ως απάνω στον αγκώνα.

    Είμαστε οι νεκροί του Σομ και του Βερντέν, του Αλγερίου και της πολιορκίας της Χούε, του Κε Σαν και της Φαλούτζα. Έχουμε δει όλα όσα συνέβησαν, είμαστε το Πεζικό, οι όμορφοι πεζικάριοι, οι αγγελικοί, που έπεσαν στη λάσπη, στην στάχτη και στο αίμα. Δεν είχαμε καμιά διάθεση να πολεμήσουμε, δεν μισούσαμε κανέναν. Για το μίσος αλλονών χωθήκαμε στα χαρακώματα και στα βρώμικα αμπριά. Επειδή τους πιστεύαμε σε κάθε τι. Τον ακούγαμε όλη νύχτα να βογκά, πέθανε τα ξημερώματα. Ένα έρημο παιδί. Πήγαμε το πρωί και τον εφέραμε μέσα. Από απέναντι δεν ρίξαν ούτε μία. Υποκλίθηκαν στον πόνο; Κάτι παραπάνω... μας παρακάλαγαν μες στο σκοτάδι να πάμε να τον επάρουμε... Ούτε αυτοί άντεχαν να τον ακούν. Έπρεπε όμως να περιμένουμε το πρώτο φως. Φοβόμασταν το ναρκοπέδιο. Και τις σειρές τα συρματοπλέγματα. Ξεκινήσαμε σαν χάραζε. Βαδίζαμε μέσα σε φως απόκοσμο με το φορείο. Πέθανε ενόσω πλησιάζαμε. Τον σηκώσαμε απ’ το παγωμένο χώμα. Τουλάχιστον στο πρόσωπό του απλωνόταν μία ηρεμία. Είμαστε το Πεζικό! Πόντο - πόντο τη μετράμε τη φρίκη. Είμαστε οι επίστρατοι, ποτέ δεν ήμασταν τίποτ’ άλλο από επίστρατοι. Και τώρα βαδίζουμε προς τα έξω. Μας «έδωσαν» οι δικοί μας άνθρωποι... για ένα κομμάτι βαμμένου υφάσματος, ένα κουρελάκι από σημαία, και για μια απόδειξη πληρωμής. Τι συμβαίνει και όταν πλησιάζουν να μας αγκαλιάσουν γρυλίζουν;
   
    Κατάφωτα παλάτια και μέσα ψωνίζουν, ψωνίζουν και ψωνίζουν. Και φεύγουν και φεύγουν κι οδηγούν και φεύγουν... Μεγάλα κυκλοφοριακά μποτιλιαρίσματα κατά μήκος των παραλιακών λεωφόρων και φεύγει η μέρα, φλέγεται ο ουρανός στη Δύση και χιλιάδες κόκκινα φώτα φρένων, ατέλειωτες ουρές. Και κλαίνε πάνω στο τιμόνι και εμείς περνάμε πάνω απ’ τους ουρανούς των αυτοκινήτων και τους ακούμε, αλλά τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Απελευθερωνόμαστε τώρα, φεύγουμε, ό,τι ήτανε να γίνει εδώ κάτω έχει γίνει!
    Η παιδική ηλικία τελείωσε ξαφνικά, το τρυφερό γκαζόν των παιδικών χρόνων κιτρίνισε, βγήκα έξω στον κήπο, είχε μουγγαθεί ο κήπος, τίποτα δεν έμοιαζε όπως πριν το καλοκαίρι. Ο δικός μας ο ποιητής, πολύ νέος, νεαρό ξεπεταρούδι, μίλησε μες στις Ακαδημίες σας σαν ο Διάβολος ανάμεσα στους Δόκτορες· όσο υψωνόταν η φωνή κατέπεφτε η οχλαγωγία κι η αντάρα: «Μικρά παιδιά πνίγουν κλαίγοντας κατάρες στα ποτάμια...», αλλά σεις δεν μας σεβαστήκατε ποτέ… μόνο τώρα πια ένας λυγμός και μετά ξανασκύβετε στο ταμείο. Πώς μπορέσατε να περιφρονήσετε αυτούς που σας αγαπούσαν άδολα; Αυτούς που σας είχαν τυφλή εμπιστοσύνη; Πώς μπορείτε να ζείτε ναρκωμένοι; Να περιφρονείς σημαίνει να αρνείσαι να κατανοήσεις.  
  
    Γεννήθηκα στο Χριστιανικό Έθνος, αλλά μελέτησα μερικούς Άραβες σοφούς. Όλοι τους ποιητές. «Μωαμεθανοί Άγγελοι πετάνε πάνω από τις στέγες των σπιτιών», ο Μπααντί Ζακάν Χαμαντανί ο Πέρσης, ο ακόλαστος Αλ- Αχουάς κι ο Πέρσης Ινπν-αλ- Μουκαφά καταδικασμένος εις θάνατο για αίρεση, ο Πέρσης Μπασσάρ μπεν Μπουρντά καταδικασμένος εις θάνατο για αίρεση, ο εκλεπτυσμένος Αμπού Νουάς και ο Αλ Μουντανάμπι απ’ τη Συρία, ποιητής εν μέσω ποιητών, η ποιήτρια Λάιλα αλ- Αχαλίγια με τις ελεγείες, ο Αμπού Φιράς αλ Χαμντανί, στρατιώτης ποιητής, η έρημος με τα φαντάσματα και ο τυφλός μυστικιστής Αμπντού’λ αλ Μα’άρι που έγραψε το γράμμα της συγνώμης, περιγραφή ενός εξωγήινου ταξιδιού κατά τη διάρκεια του οποίου όλοι οι παλιοί προϊσλαμικοί και όλοι οι ξένοι ποιητές συγχωρούνται και γίνονται δεκτοί στον Παράδεισο. 

    Ευλογημένος όποιος αιωρείται στο μεσοδιάστημα των Κόσμων! «Το Ισλάμ ήταν η Αριστερά του Βυζαντίου». Είναι τώρα η Αριστερά της Δύσης. Για αυτό το απειροελάχιστο διάστημα της Ιστορίας έγινε ξανά ο αντίλογος στην Ευρώπη. Κι ο αντίλαλός της.


Β.Η.

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Corporal Glegg



  Πού είναι αυτοί οι άνθρωποι; Γιατί δεν προστατεύονται; Σε φτύνω, σε φτύνω Χουάν, σε φτύνω και σε καταριέμαι! Ορκίζομαι πως θα χαθείς! Ορκίζομαι στον Θεό πως υπάρχουν πολιτικοί κρατούμενοι και υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τον Αλ Φουλτάν. Γεμάτες οι φυλακές από πολιτικούς κρατούμενους και ανάμεσα σ’ αυτούς αυτός που ψάχνετε. Τα παιδιά μας είναι στις φυλακές σας. Είθε ο θεός να εκδικηθεί… δεν υπάρχει πια σ’ αυτή τη γη ο άμοιρος ο Alfie, τον σκότωσαν οι μισθοφορικές εταιρείες. Οι άνθρωποί μας είναι απoφυλακισμένοι ήρωες και συλλαμβάνονται εκ νέου από συμμορίες και μεταφέρονται στις φυλακές RP.

    Συλλαμβάνονται οι γιοί μας. Αυτό δεν θα διαρκέσει και δεν θα διαρκέσει… Δειλοί διάβολοι, στρατοφονιάδες, δράκοι! Πού είναι η μπέσα σας; Ο άνεμος της Δικαιοσύνης θα σας κυνηγήσει. Με χέρι γοργό θα ψαχουλέψει τα κιτάπια σας και θα ανασκαλέψει τις σκέψεις σας. Συμμορίες της συναλλαγής! Δεν θα προλάβετε να δραπετεύσετε, δεν θα γλυτώσετε απ’ τους τάφους σας! Έχουμε επικρατήσει παντού στις γειτονιές. Σε αντίθεση με σας δεν φοβόμαστε τον Χρόνο.

     Συμμορίες της μαύρης Άσσαφ, τιμάμε μνήμη του πεσόντος Σεχ, του πεσόντος Χας! Του πεσόντος Ράτζιμπ, του πεσόντος Ουαλίντ Αλ Φέυ, του φθινοπωρινού αέρα, του φθινοπωρινού Αλ Τιρ... Τέτοια μέρα συνομιλούμε με τις ψυχές των αξέχαστων νεκρών!

Σύντομα, σύντομα στο δόκανο της Ιστορίας, στην κόλαση που είναι η ατέρμονη επανάληψη, στην κόλαση που δεν υπάρχει αφή, στην κόλαση που αέναα αλλάζουν οι μορφές! Και οι συμμορίες συλλαμβάνουν και σκοτώνουν τους γιούς μας. Και οι συμμορίες του σιδηρουργού Άσθια και του Αμάντ Φαρά και του Μάλκι και η πτώση του Αούν και του αξιότιμου Ρατζέεμπ και του πεσόντος ανέμου η γλυκιά μελαγχολία… Και άλλα είναι Νιί και άλλα είναι Φαά. Στην παγίδα της Ιστορίας και στην κόλαση Φάτθ και Γκάνγκ που είναι οι Δαίμονες της Ιστορίας! Εκδίκηση για τον μικρό τους ντράμερ. Θεέ μου παρηγόρησέ τους… τις μάνες που οδύρονται, τον σιωπηλό πατέρα. Εγώ ο Αντέλ σε εκλιπαρώ!

    Οι άνθρωποι της φιλανθρωπίας και του εμπορίου κάνουν τις εκκαθαρίσεις. Σε αυτόν τον κόσμο ένας άνθρωπος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, έρχεται όμως η μέρα που θα κατέβει στον τάφο. Θα είμαστε όλοι εκεί. Υπάρχει ένα δικαστήριο και η απόφαση έχει βγει. Κι όλα είναι αίμα.

    Δεν το φαντάστηκα ποτέ στα χρόνια της σπουδής μου. Αγάπησα τα βιβλία και έσκυβα στα βιβλία. Και αγάπησα τον Μπακρ και το ευγενικό του κήρυγμα! Το ξέρεις Θεέ μου γατί εσύ μπορείς να διαβάσεις την ψυχή μου. Μα ήρθαν τα χρόνια της στάχτης και του πόνου που παραλύουν το μυαλό και σκόρπισαν οι μαθητές του… Απόμακρα πια τα χρόνια της χρυσής και ευδοκίμου μαθητείας. Τα ξέρεις και ξέρεις ότι ό,τι λέω είν’ αλήθεια!

    Τα παράτησα όλα και είμαι παρών και οπλισμένος! Τα πρόσωπα όλων μας είναι καλυμμένα με σκόνη. Για δέστε εκεί! Είναι τα αποσπάσματα της αυγής, φθάνουν την κρίσιμη στιγμή! Ο Φά’α είναι η αρχή των πραγμάτων. Ο Φά’α που είναι ίσος με τον Σα’ά και το ευγενές αντίθετό του! Και σύ τρελέ Γκαλμπάν και συ τρελή πατρίδα! Δεν θα προλάβετε όμως τα αεροπλάνα στα αεροδρόμια... εκεί θα μείνετε στο έλεός μας! Και ξέρετε ότι όσα λέω είναι αλήθεια.

    Ο Glegg πολέμησε στο στρατό σας. Αρνήθηκε να γίνει κάτι παραπάνω από δεκανέας. Ήταν στη Φαλούτζα. Έχασε την όρασή του στη Φαλούτζα ο Glegg, είναι τώρα εκπαιδευτής μας ο Glegg. Βλέπει όπως οι τυφλοί όλα όσα μένουνε κρυφά. Η φωνή του είναι σπήλαιο! Παρασημοφορήθηκε όταν έσωσε τους άντρες του σε μιαν ενέδρα στη Νουαϊμίγια, στις νότιες συνοικίες. Μας έδωσε το παράσημό του όταν ήρθε σε μας.

    Αν χρειαστεί να γίνουμε φαντάσματα, θα γίνουμε φαντάσματα. Αν χρειαστεί να πάμε πίσω ως τα ζώα, θα φτάσουμε και πιο πίσω απ’ αυτά, στην ακινησία των πετρωμάτων. Εμείς είμαστε αυτοί που έχουν νοσταλγήσει τόσο πολύ το νερό!

    Κατρακυλάμε ευτυχισμένοι πίσω στους καιρούς, στην αρχαία ψυχή. “Δεν υπάρχει χώρος για τον αξιοθρήνητο ισχυρισμό ότι κάτι είναι «χρήσιμο», ότι «εξοικονομεί εργασία». Ούτε για τα ξεδοντιάρικα αισθήματα της συμπάθειας, της συμφιλίωσης, της επιθυμίας για ηρεμία”. Από εδώ πηγάζει η περηφάνια μας που είμαστε άντρες. Η δύναμή μας και η μοναξιά απέναντι στην τύχη μας ξυπνά τον φόβο, τον θαυμασμό, το μίσος.

    Εκατοντάδες τυφλά παράθυρα, τιναγμένα όλα από μέσα. Σαν κανονιές ακούγονταν οι πυροβολισμοί κάτω στους έρημους δρόμους. Και μια φωνή κοροϊδευτική που προειδοποιούσε από ψηλά πως κανείς δεν θα γυρίσει σπίτι· αντίλαλος μες από τα άδεια διαμερίσματα. Ο Κ. στάθηκε τυχερός. Επέστρεψε. Η μάνα του τον αγκάλιασε ευτυχισμένη που γύρισε ζωντανός. Ευτυχισμένη που δεν τον φέρανε σε φέρετρο. Δεν κατάλαβε όμως ότι αγκάλιαζε ένα άδειο κέλυφος. Ή μάλλον ένα κέλυφος γεμάτο τρόμους. Χρόνια εφιάλτες. Και τρόμος την αυγή. Και ημικρανίες. Φωνασκίες απ’ την άβυσσο.

   Ώσπου άρχισε να γράφει. Όλα αυτά σταμάτησαν όταν άρχισε να γράφει... Τα κατάφερε και βγήκε απ’ αυτή τη δεύτερη κόλαση ο Κ. με ένα καλογραμμένο βιβλίο όπου ήταν όλα εκεί. Μόνο τότε πραγματικά επέστρεψε. Ησυχασμένος πιά ήρθε και μας βρήκε. Και δώσαμε τα χέρια κι ήπιαμε κόκκινο ζεστό κρασί, καλό να πίνετε για χίλια χρόνια.

 B.H.