Ξεκίνησα να κατέβω στη συγκέντρωση που γίνεται για τα Τέμπη, Κυριακή 12 η ώρα, στο Σύνταγμα. Το σκεφτόμουνα αποβραδίς. Το πρωί δεν είχα σκοπό να πάω. Έκανα μια σκέψη κάπως πικρή που την έχω ξανακάνει: αυτός ο κόσμος δεν κινητοποιείται πάρα μόνον όταν του σκοτώσουν τα παιδιά. Τώρα με τα Τέμπη, παλιότερα με τον Γρηγορόπουλο και πιο παλιά στο Πολυτεχνείο. Μα... αυτό δεν είναι πολιτική, αυτό είναι βιολογία. Ο λαός συμβίωσε με τη Δικτατορία. Η Δικτατορία τη δουλειά της κι ο λαός τη δική του. Ήταν μάλιστα εποχή ευημερίας. Μερικές χιλιάδες αγωνιστές πλήρωσαν τη νύφη. Μπαινόβγαιναν στα κελιά και πήγαιναν για ανάκριση. Δεν το ήξεραν; Το ήξεραν! Αλλά προτιμούσαν να μην το σκέφτονται. Είναι κάποιοι βαμμένοι, έλεγαν στον εαυτό τους. Χρειάστηκε μια θυσία των παιδιών τους μέσα και γύρω απ’ το Πολυτεχνείο· μια καινούργια γενιά που ‘ρχοτανε ασφυκτιώντας. Μετά απλώθηκε μια θανατερή σιωπή κι αυτοί που κυβερνούσαν κυβέρνησαν με τον τρόμο. Ο λαός αποσύρθηκε σε ένα μεσοδιάστημα ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο και περίμενε τις καμπάνες της Μοίρας να ηχήσουν.
Ξαφνικά ξεσπάει ένα σούσουρο μέσα στα δένδρα, άνθρωποι συμπλέκονται, βλέπω μερικές μπουνιές να πέφτουν, ακούγεται δυο-τρεις φορές ένα σύνθημα: «Φασίστες κουφάλες έρχονται κρεμάλες», κοπέλες παρακολουθούν φλεγματικά καπνίζοντας ηλεκτρονικά τσιγάρα, νεαροί τρέχουν προς τη συμπλοκή, βαριεστημένα καβαλάω το καγκελάκι, μπαίνω στο παρτέρι και πλησιάζω. Μπά; αναρωτιέμαι! Φασίστες εδώ μέσα; Πάντως οι δράστες έχουν εξαφανιστεί. Αναρχικοί τρέχουν πέρα δώθε ξεφυσώντας, έχουν ύφος σαν να διέσωσαν τον κόσμο ή τουλάχιστον την τιμή της συγκέντρωσης. Ρωτάω μια κοπέλα τι έγινε, μου λέει γελώντας ότι ένας φασίστας πέταξε μια κουβέντα και τον επλάκωσαν, «Ποιοι;» ρωτάω, «Οι αντεξουσιαστές», μετά τον άφησαν, ύστερα πέταξε άλλη μια και τον ξαναπλάκωσαν, οπότε αυτός έφυγε τρέχοντας. Ξαναγυρνώ στη θέση μου, στο παγκάκι, ανάμεσα σε δυο-τρία νεαρά ζευγάρια με παιδιά. Η συγκέντρωση μοιάζει να βαίνει προς το τέλος της. Δίπλα μου ένας νεαρός άνδρας με ένα παιδάκι στη αγκαλιά στρέφεται προς τη γυναίκα του: «πάμε;». «Ναι», λέει αυτή και συνεχίζει να μιλά με τη φίλη της. «Τι μας έχεις μαγειρέψει;». «Σουφλέ». Αρχίζουν οι αποχαιρετισμοί και οι μισοί απ’ την παρέα φεύγουν, μαζί και το ζευγάρι με δυο παιδιά. Τραβάω το τηλέφωνο να ιδώ καμιά είδηση και τότε απ’ το κάτω μέρος της πλατείας, μέσα απ’ τη Φιλελλήνων, σκάνε οι πρώτες κρότου λάμψης. Η μια ακολουθεί την άλλη, κανονικές ομοβροντίες. «Ωχ», λέω, «τώρα αρχίζει!». Δεν έχω καμιά όρεξη να αναπνεύσω δακρυγόνο οπότε σηκώνομαι. Το τι έγινε είναι φανερό. Οι αναρχικοί, γεμάτοι αδρεναλίνη, δεν έχουν καμιά όρεξη να γυρίσουν στα στέκια τους άπραγοι και φορτωμένοι οπότε κάπου έκαναν ένα πέσιμο και η άγρυπνη αστυνομία μπαίνει στο χορό. Αυτό ήταν! «Η νύφη»... έκανε αυτό που έκανε, που λέει και η παροιμία, «σκόλασε ο γάμος»! Βαδίζω αργά προς τη μπούκα του σταθμού, αλλά το πλήθος με παρασέρνει. «Άντε για το σουφλε!» λέω στον εαυτό μου. Πίσω μου μια γυναίκα σπρώχνει. Γυρνάω, «σιγά κυρία μου, όχι πανικός!» Με κοιτάει με τα καστανά της μάτια έχοντας το τηλέφωνο υψωμένο για να καταγράφει το εκκωφαντικό μπουμπουνητό, δεν είναι αντιπαθητική, μάλλον μια βαθύτερη ανημπόρια αχνοφαίνεται και ψάχνει να βρει τρόπο να προσπεράσει. Κυλάω κι εγώ μέσα σ’ όλο αυτό το ανθρωπομάνι που φεύγει σαν κοπάδι! Κάτω στο σταθμό πλήθη στριμώχνονται στις σκάλες, οι κυλιόμενες δεν λειτουργούν όπως δεν λειτουργούσαν όταν ήρθα - σίγουρα μαυροψυχιά της αστυνομίας! Κατεβαίνοντας όλο και πιο κάτω, στις πιο βαθιές γαλαρίες που είναι η μπλε γραμμή, του αεροδρομίου, υπολογίζω πόση ώρα θα κάνει το δακρυγόνο που θα ρίξουν ώσπου να κατακάτσει και να μας βρει στις αποβάθρες. Πλήθη περιμένουν το τραίνο που έρχεται φίσκα, οπότε αποφασίζω να πάρω το επόμενο που τα μεγάφωνα αναγγέλλουν ότι έρχεται σε δυο λεπτά. Μπαίνοντας στο βαγόνι, μέχρι τα μπούνια κι αυτό, σπρωγμένος από πίσω, πατάω μια κοπέλα που στέκεται πλάι στην είσοδο. «Συγνώμη κοπελιά» της λέω, «αλλά ο κόσμος έχει πανικό γιατί άρχισαν απάνω οι κρότου λάμψης». Με λούζει με ένα κατάψυχρο βλέμμα. Παραμέσα ένας παχουλός που φοράει μάσκα ως τα μάτια με κοιτά. Δυο γουρλωτά μάτια που είναι σαν να κάθονται πάνω στη μάσκα. «Πού πάνε όλοι αυτοί» λέει με μπουκωμένη φωνή. «Εγώ πάω στη δουλειά μου. Αυτοί που πάνε;». «Στη συγκέντρωση» λέω εγώ. «Ποια συγκέντρωση;» «Για το τραίνο».
Η Μεταπολίτευση είναι η πολιτειακή θρησκεία της μεταδικτατορικής Ελλάδας και, σαν απότοκο της επέμβασης ενός ξένου στρατού δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Πολύ περισσότερο δε όταν τα διόδια πληρώθηκαν από τους Κυπρίους. Ένας συμβιβασμός με τον Καραμανλή, ένα αδιέξοδο φλερτ με τον πατριωτικό σοσιαλισμό σερβιρισμένο σαν κρύο πιάτο από τον Αντρέα Παπανδρέου και μετά ο Σημίτης και η είσοδός μας στα παγωμένα νερά της Ευρώπης. Της Ευρώπης στην οποία μπήκαμε για να κρυφτούμε από τον εαυτό μας. Εδώ είμαστε λοιπόν, στο ψυγείο!
Την παλιά πολιτική βέβαια την έχουν όλοι σιχαθεί και ένας άλλος τρόπος πολιτικής έκφρασης δεν έχει εμφανιστεί. «Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος πασχίζει να γεννηθεί, ζούμε την εποχή των τεράτων». Σε αυτό τον καιρό της βαθιάς κρίσης του απειλεί να μας λιώσει με τους σπασμούς του.
Β.Η.