Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2025

Το σουφλέ

 
Ξεκίνησα να κατέβω στη συγκέντρωση που γίνεται για τα Τέμπη, Κυριακή 12 η ώρα, στο Σύνταγμα. Το σκεφτόμουνα αποβραδίς. Το πρωί δεν είχα σκοπό να πάω. Έκανα μια σκέψη κάπως πικρή που την έχω ξανακάνει: αυτός ο κόσμος δεν κινητοποιείται πάρα μόνον όταν του σκοτώσουν τα παιδιά. Τώρα με τα Τέμπη, παλιότερα με τον Γρηγορόπουλο και πιο παλιά στο Πολυτεχνείο. Μα... αυτό δεν είναι πολιτική, αυτό είναι βιολογία. Ο λαός συμβίωσε με τη Δικτατορία. Η Δικτατορία τη δουλειά της κι ο λαός τη δική του. Ήταν μάλιστα εποχή ευημερίας. Μερικές χιλιάδες αγωνιστές πλήρωσαν τη νύφη. Μπαινόβγαιναν στα κελιά και πήγαιναν για ανάκριση. Δεν το ήξεραν; Το ήξεραν! Αλλά προτιμούσαν να μην το σκέφτονται. Είναι κάποιοι βαμμένοι, έλεγαν στον εαυτό τους. Χρειάστηκε μια θυσία των παιδιών τους μέσα και γύρω απ’ το Πολυτεχνείο· μια καινούργια γενιά που ‘ρχοτανε ασφυκτιώντας. Μετά απλώθηκε μια θανατερή σιωπή κι αυτοί που κυβερνούσαν κυβέρνησαν με τον τρόμο. Ο λαός αποσύρθηκε σε ένα μεσοδιάστημα ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο και περίμενε τις καμπάνες της Μοίρας να ηχήσουν.
    
    Δεν είχα σκοπό λοιπόν να πάω, αλλά τελευταία στιγμή σκέφτηκα ότι δεν είναι δυνατόν να λείψω. Γεμάτα φτάνουνε τα τραίνα, κόσμος περνάει τις μπάρες των εισιτηρίων, είμαι λίγο αργοπορημένος, αλλά αυτοί που φτάνουν είναι ακόμα περισσότεροι απ’ αυτούς που φεύγουν. Η πλατεία βέβαια είναι γεμάτη, μια λαοθάλασσα, μόνο που οι λόγοι ακούγονται μακριά με μπόλικες παύσεις. Συνωθούμενος και ελισσόμενος βρίσκω μια απόμερη γωνία και παρατηρώ τις φάτσες προσπαθώντας να πιάσω το σφυγμό τής συγκέντρωσης. Να καταλάβω τι είναι αυτό που συμβαίνει εδώ. Νεολαία πολλή, οικογένειες, παιδιά, μεγαλύτεροι... άνθρωποι έρχονται, αγκαλιάσματα, γέλια... είναι χαρούμενοι που βρέθηκαν! Κανά δύο τηλέφωνα που έκανα σε δικούς μου ανθρώπους απέβησαν άκαρπα. Άλλοι φύγαν διότι ήρθαν από νωρίς, άλλοι είναι ακόμα μακριά και αγωνίζονται να παρκάρουν. Δεν πειράζει, φτάνει που κατέβηκα και αφιερώνομαι στην ασχολία μου, δηλαδή στο να παρατηρώ φάτσες και να παρακολουθώ συζητήσεις. Η συγκέντρωση δεν έχει και πολύ νεύρο, αλλά τι να κάνουμε, αυτή είναι!
    Ξαφνικά ξεσπάει ένα σούσουρο μέσα στα δένδρα, άνθρωποι συμπλέκονται, βλέπω μερικές μπουνιές να πέφτουν, ακούγεται δυο-τρεις φορές ένα σύνθημα: «Φασίστες κουφάλες έρχονται κρεμάλες», κοπέλες παρακολουθούν φλεγματικά καπνίζοντας ηλεκτρονικά τσιγάρα, νεαροί τρέχουν προς τη συμπλοκή, βαριεστημένα καβαλάω το καγκελάκι, μπαίνω στο παρτέρι και πλησιάζω. Μπά; αναρωτιέμαι! Φασίστες εδώ μέσα; Πάντως οι δράστες έχουν εξαφανιστεί. Αναρχικοί τρέχουν πέρα δώθε ξεφυσώντας, έχουν ύφος σαν να διέσωσαν τον κόσμο ή τουλάχιστον την τιμή της συγκέντρωσης. Ρωτάω μια κοπέλα τι έγινε, μου λέει γελώντας ότι ένας φασίστας πέταξε μια κουβέντα και τον επλάκωσαν, «Ποιοι;» ρωτάω, «Οι αντεξουσιαστές», μετά τον άφησαν, ύστερα πέταξε άλλη μια  και τον ξαναπλάκωσαν, οπότε αυτός έφυγε τρέχοντας. Ξαναγυρνώ στη θέση μου, στο παγκάκι, ανάμεσα σε δυο-τρία νεαρά ζευγάρια με παιδιά. Η συγκέντρωση μοιάζει να βαίνει προς το τέλος της. Δίπλα μου ένας νεαρός άνδρας με ένα παιδάκι στη αγκαλιά στρέφεται προς τη γυναίκα του: «πάμε;». «Ναι», λέει αυτή και συνεχίζει να μιλά με τη φίλη της. «Τι μας έχεις μαγειρέψει;». «Σουφλέ». Αρχίζουν οι αποχαιρετισμοί και οι μισοί απ’ την παρέα φεύγουν, μαζί και το ζευγάρι με δυο παιδιά. Τραβάω το τηλέφωνο να ιδώ καμιά είδηση και τότε απ’ το κάτω μέρος της πλατείας, μέσα απ’ τη Φιλελλήνων, σκάνε οι πρώτες κρότου λάμψης. Η μια ακολουθεί την άλλη, κανονικές ομοβροντίες. «Ωχ», λέω, «τώρα αρχίζει!». Δεν έχω καμιά όρεξη να αναπνεύσω δακρυγόνο οπότε σηκώνομαι. Το τι έγινε είναι φανερό. Οι αναρχικοί, γεμάτοι αδρεναλίνη, δεν έχουν καμιά όρεξη να γυρίσουν στα στέκια τους άπραγοι και φορτωμένοι οπότε κάπου έκαναν ένα πέσιμο και η άγρυπνη αστυνομία μπαίνει στο χορό. Αυτό ήταν! «Η νύφη»... έκανε αυτό που έκανε, που λέει και η παροιμία, «σκόλασε ο γάμος»! Βαδίζω αργά προς τη μπούκα του σταθμού, αλλά το πλήθος με παρασέρνει. «Άντε για το σουφλε!» λέω στον εαυτό μου. Πίσω μου μια γυναίκα σπρώχνει. Γυρνάω, «σιγά κυρία μου, όχι πανικός!» Με κοιτάει με τα καστανά της μάτια έχοντας το τηλέφωνο υψωμένο για να καταγράφει το εκκωφαντικό μπουμπουνητό, δεν είναι αντιπαθητική, μάλλον μια βαθύτερη ανημπόρια αχνοφαίνεται και ψάχνει να βρει τρόπο να προσπεράσει. Κυλάω κι εγώ μέσα σ’ όλο αυτό το ανθρωπομάνι που φεύγει σαν κοπάδι! Κάτω στο σταθμό πλήθη στριμώχνονται στις σκάλες, οι κυλιόμενες δεν λειτουργούν όπως δεν λειτουργούσαν όταν ήρθα - σίγουρα μαυροψυχιά της αστυνομίας! Κατεβαίνοντας όλο και πιο κάτω, στις πιο βαθιές γαλαρίες που είναι η μπλε γραμμή, του αεροδρομίου, υπολογίζω πόση ώρα θα κάνει το δακρυγόνο που θα ρίξουν ώσπου να κατακάτσει και να μας βρει στις αποβάθρες. Πλήθη περιμένουν το τραίνο που έρχεται φίσκα, οπότε αποφασίζω να πάρω το επόμενο που τα μεγάφωνα αναγγέλλουν ότι έρχεται σε δυο λεπτά. Μπαίνοντας στο βαγόνι, μέχρι τα μπούνια κι αυτό, σπρωγμένος από πίσω, πατάω μια κοπέλα που στέκεται πλάι στην είσοδο. «Συγνώμη κοπελιά» της λέω, «αλλά ο κόσμος έχει πανικό γιατί άρχισαν απάνω οι κρότου λάμψης». Με λούζει με ένα κατάψυχρο βλέμμα. Παραμέσα ένας παχουλός που φοράει μάσκα  ως τα μάτια με κοιτά. Δυο γουρλωτά μάτια που είναι σαν να κάθονται πάνω στη μάσκα. «Πού πάνε όλοι αυτοί» λέει με μπουκωμένη φωνή. «Εγώ πάω στη δουλειά μου. Αυτοί που πάνε;». «Στη συγκέντρωση» λέω εγώ. «Ποια συγκέντρωση;» «Για το τραίνο».

    Αμέσως σκέφτομαι: η πόλη έγινε πολύ μεγάλη. Πήδηξε πάνω απ’ τα βουνά, φτάνει πια μέχρι τη Ραφήνα και τα Μέγαρα. Έχει κυριολεκτικά εκραγεί! Δεν μιλάμε πια για Λεκανοπέδιο, αλλά για Attica! Έτσι, αμερικάνικα: Attica! Αυτός που ζει στις Βορειοδυτικές παραλίες ή στα Νότια, στη Γλυφάδα, δεν θα μάθει αυτό που γίνεται στο κέντρο και ίσως δεν τον ενδιαφέρει. Την ώρα του συλλαλητηρίου, κάνει μπάνιο. Αυτός που ζει στο Μαρούσι, μια τέτοια μέρα, Κυριακή, αποφασίζει, μιας και δεν δουλεύει να ξοδέψει τον λεγόμενο ποιοτικό χρόνο με τα παιδιά του και φεύγουν για την Πάρνηθα. Υπάρχει απειρία επιλογών. Σαν να είσαι στο Σουπερμάκετ. Αυτό σημαίνει μεγαλούπολη: εδώ γίνονται πολλά πράγματα! Εδώ μπορείς να ασχοληθείς με ό,τι τραβά η καρδιά σου. Τώρα διαλέγεις αυτό και την επόμενη στιγμή κάτι άλλο. Μεγαλούπολη! Η μικρή πόλη που ζει το ένα γεγονός είναι η ανιαρή επαρχία. Τέσσερα- πέντε εκατομμύρια που ζουν μέσα και γύρω από το Λεκανοπέδιο είναι ένας πληθυσμιακός όγκος. Τεράστια συσσώρευση! Εξ αιτίας του όγκου της η πόλη είναι αδύνατον να συγκινηθεί. Εξ αιτίας του όγκου της η πόλη είναι αναίσθητη. Σκέφτομαι τον Σωκράτη που έλεγε πως η Δημοκρατία είναι σαν ένα βαρύ και νωθρό άλογο και αυτός σαν οίστρος, αλογόμυγα δηλαδή, το τσιμπά για να ξυπνήσει. Ποιος οίστρος; Η σημερινή πόλη είναι τέτοιο υπέρβαρο και παχύδερμο ον που ούτε με τρυπάνι δεν ξυπνά. Εξ αιτίας του μεγέθους της έχει αυτοακυρωθεί σαν πηγή πολιτισμού και γεννήτριας της Ιστορίας. Έχει καταστεί απολίτικη.
    
    Ξανασκέφτομαι: Κινητοποιούνται μόνο όταν φτάσουν να τους σκοτώσουν τα παιδιά. Όπως στο Πολυτεχνείο... Μετά απ’ αυτό ο λαός ξέγραψε τη Χούντα. Οπότε ο Ιωαννίδης έκανε την κίνηση. Θα πετύχαινε αυτός, ναι αυτός, την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα! Θα έτριβε στη μούρη αυτού του λαού έναν εθνικό θρίαμβο. Θα ήταν ο δικός του θρίαμβος! Μόνο που επενέβησαν οι Τούρκοι. Ο στρατός, που ύστερα από 7 χρόνια κατοχής δεν ήταν ικανός πια παρά μόνο για παρελάσεις, συνομωσία και αστυνόμευση, διαλύθηκε μόλις κήρυξε επιστράτευση και η Δικτατορία κατέρρευσε. Ο τούρκικος στρατός αποκατέστησε τη Δημοκρατία στην Ελλάδα.
    Η Μεταπολίτευση είναι η πολιτειακή θρησκεία της μεταδικτατορικής Ελλάδας και, σαν απότοκο της επέμβασης ενός ξένου στρατού δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Πολύ περισσότερο δε όταν τα διόδια πληρώθηκαν από τους Κυπρίους. Ένας συμβιβασμός με τον Καραμανλή, ένα αδιέξοδο φλερτ με τον πατριωτικό σοσιαλισμό σερβιρισμένο σαν κρύο πιάτο από τον Αντρέα Παπανδρέου και μετά ο Σημίτης και η είσοδός μας στα παγωμένα νερά της Ευρώπης. Της Ευρώπης στην οποία μπήκαμε για να κρυφτούμε από τον εαυτό μας. Εδώ είμαστε λοιπόν, στο ψυγείο!
    
    Όσον αφορά τη συγκέντρωση για τα Τέμπη, ο κόσμος ήτανε πολύς, η ανάγκη για δικαιοσύνη και η αγανάκτηση για τους κυβερνώντες ήταν η κινητήριος δύναμη και το συναίσθημα κυρίαρχο. Αλλά όταν όλα αυτά δεν μπορούν να βρουν την πολιτική τους έκφραση το συναίσθημα δεν είναι αρκετό. Χωρίς πολιτική έκφραση και οργάνωση το κοινωνικό σώμα είναι ένα σώμα χωρίς μυϊκό σύστημα, χωρίς ιστό και δίχως βούληση. Μόνο με σάρκα και κόκκαλα, μοιάζει με πάνινη κούκλα που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της και μόλις τη στήσεις όρθια σωριάζεται. Και χωρίς τέτοιο όπλο κι εργαλείο στα χέρια του ο λαός θα κλάψει και άλλα παιδία.
 Την παλιά πολιτική βέβαια την έχουν όλοι σιχαθεί και ένας άλλος τρόπος πολιτικής έκφρασης δεν έχει εμφανιστεί. «Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος πασχίζει να γεννηθεί, ζούμε την εποχή των τεράτων». Σε αυτό τον καιρό της βαθιάς κρίσης του απειλεί να μας λιώσει με τους σπασμούς του.
    
    Κατά τα άλλα η επιστροφή στο σπίτι μέσα από το πλήθος και την κίνηση στους δρόμους είναι ανακουφιστική και αν η Μαμά είναι καλή και ο Μπαμπάς αγαπάει τη Μαμά, τα παιδιά είναι χαρούμενα και το Σουφλέ σώζει την ημέρα, αλλά...   Κι εδώ υπάρχει ένα πολύ βαρύ «αλλά»!
    Θα χρειαστεί να ξαναβγούμε στους δρόμους όπως την περίοδο 2008-2012. Αυτοί οι άνθρωποι που έχουν εναγκαλισθεί ασφυκτικά την εξουσία πρέπει να φύγουν διωγμένοι κακήν-κακώς και μαζί με τους υπηρέτες τους να λογοδοτήσουν επειδή αποπειράθηκαν να αποκρύψουν την αλήθεια. Ο λαός υπέστη ανήκεστο ηθική βλάβη από τη Δικτατορία επειδή εξαναγκάσθηκε να ακούει επί χρόνια έναν ημιπαράφρονα να μαίνεται στην τηλεόραση και να τον απειλεί. Τότε είχε τον φόβο την μυστικής αστυνομίας. Τώρα έχει απέναντί του μια συμμορία που επιτίθεται οργανωμένα στην αλήθεια και πρέπει να αντιμετωπίσει τον εσωτερικό στρατό που φτιάχτηκε για να προστατεύει την αθλιότητα, έναν πραγματικό στρατό κατοχής. Πρέπει να δώσει τέλος στην παρούσα διακυβέρνηση όχι μόνο διότι υπήρξε λαίλαπα για τη χώρα, αλλά διότι με τη συγκάλυψη θα χαθεί η διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και το ψεύδος, επομένως και η αίσθηση της πραγματικότητας. Η κοινωνία χρειάζεται την αλήθεια για να μπορέσει να ζήσει με αξιοπρέπεια. Οι γονείς των θυμάτων θα κυνηγήσουν τούτη τη ψευτοκυβέρνηση μέχρι την κόλαση. Οι υπόλοιποι γονείς πρέπει να σταθούν στο πλευρό τους για να μπορούν να αντικρίζουν τα παιδιά τους δίχως ντροπή και τα νέα παιδιά πρέπει να πολεμήσουν για να μπορέσουν να μεγαλώσουν.
 

Β.Η.

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

Το Ισλάμ είναι η Αριστερά της Δύσης


 Όλη τη νύχτα γαύγιζε ο σκύλος, αλλά μόλις που τον ακούγαμε γιατί ήμασταν βαθειά μέσα στην Άλλη Χώρα όπου μακρινοί ακούγονται οι ήχοι τούτου ‘δω του Κόσμου. Όσο όμως ξημέρωνε, ένα-ένα μας έφερνε πορτοκάλια, από μια μακρά σειρά και τα εναπόθετε στα ενωμένα χέρια μας, γεμίζανε οι φούχτες μας χρώμα χρυσαφί, γεμίζανε αυγή. Και σιγά-σιγά μια μεγάλη Ανατολή. Καμιά φορά ένας μικρός λυγμός, ένα αδιόρατο «γρ-ράφ», όπως άφηνε την κάθε πορτοκαλί μπάλα που μας χρύσωνε τα χέρια ως απάνω στον αγκώνα.

    Είμαστε οι νεκροί του Σομ και του Βερντέν, του Αλγερίου και της πολιορκίας της Χούε, του Κε Σαν και της Φαλούτζα. Έχουμε δει όλα όσα συνέβησαν, είμαστε το Πεζικό, οι όμορφοι πεζικάριοι, οι αγγελικοί, που έπεσαν στη λάσπη, στην στάχτη και στο αίμα. Δεν είχαμε καμιά διάθεση να πολεμήσουμε, δεν μισούσαμε κανέναν. Για το μίσος αλλονών χωθήκαμε στα χαρακώματα και στα βρώμικα αμπριά. Επειδή τους πιστεύαμε σε κάθε τι. Τον ακούγαμε όλη νύχτα να βογκά, πέθανε τα ξημερώματα. Ένα έρημο παιδί. Πήγαμε το πρωί και τον εφέραμε μέσα. Από απέναντι δεν ρίξαν ούτε μία. Υποκλίθηκαν στον πόνο; Κάτι παραπάνω... μας παρακάλαγαν μες στο σκοτάδι να πάμε να τον επάρουμε... Ούτε αυτοί άντεχαν να τον ακούν. Έπρεπε όμως να περιμένουμε το πρώτο φως. Φοβόμασταν το ναρκοπέδιο. Και τις σειρές τα συρματοπλέγματα. Ξεκινήσαμε σαν χάραζε. Βαδίζαμε μέσα σε φως απόκοσμο με το φορείο. Πέθανε ενόσω πλησιάζαμε. Τον σηκώσαμε απ’ το παγωμένο χώμα. Τουλάχιστον στο πρόσωπό του απλωνόταν μία ηρεμία. Είμαστε το Πεζικό! Πόντο - πόντο τη μετράμε τη φρίκη. Είμαστε οι επίστρατοι, ποτέ δεν ήμασταν τίποτ’ άλλο από επίστρατοι. Και τώρα βαδίζουμε προς τα έξω. Μας «έδωσαν» οι δικοί μας άνθρωποι... για ένα κομμάτι βαμμένου υφάσματος, ένα κουρελάκι από σημαία, και για μια απόδειξη πληρωμής. Τι συμβαίνει και όταν πλησιάζουν να μας αγκαλιάσουν γρυλίζουν;
   
    Κατάφωτα παλάτια και μέσα ψωνίζουν, ψωνίζουν και ψωνίζουν. Και φεύγουν και φεύγουν κι οδηγούν και φεύγουν... Μεγάλα κυκλοφοριακά μποτιλιαρίσματα κατά μήκος των παραλιακών λεωφόρων και φεύγει η μέρα, φλέγεται ο ουρανός στη Δύση και χιλιάδες κόκκινα φώτα φρένων, ατέλειωτες ουρές. Και κλαίνε πάνω στο τιμόνι και εμείς περνάμε πάνω απ’ τους ουρανούς των αυτοκινήτων και τους ακούμε, αλλά τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Απελευθερωνόμαστε τώρα, φεύγουμε, ό,τι ήτανε να γίνει εδώ κάτω έχει γίνει!
    Η παιδική ηλικία τελείωσε ξαφνικά, το τρυφερό γκαζόν των παιδικών χρόνων κιτρίνισε, βγήκα έξω στον κήπο, είχε μουγγαθεί ο κήπος, τίποτα δεν έμοιαζε όπως πριν το καλοκαίρι. Ο δικός μας ο ποιητής, πολύ νέος, νεαρό ξεπεταρούδι, μίλησε μες στις Ακαδημίες σας σαν ο Διάβολος ανάμεσα στους Δόκτορες· όσο υψωνόταν η φωνή κατέπεφτε η οχλαγωγία κι η αντάρα: «Μικρά παιδιά πνίγουν κλαίγοντας κατάρες στα ποτάμια...», αλλά σεις δεν μας σεβαστήκατε ποτέ… μόνο τώρα πια ένας λυγμός και μετά ξανασκύβετε στο ταμείο. Πώς μπορέσατε να περιφρονήσετε αυτούς που σας αγαπούσαν άδολα; Αυτούς που σας είχαν τυφλή εμπιστοσύνη; Πώς μπορείτε να ζείτε ναρκωμένοι; Να περιφρονείς σημαίνει να αρνείσαι να κατανοήσεις.  
  
    Γεννήθηκα στο Χριστιανικό Έθνος, αλλά μελέτησα μερικούς Άραβες σοφούς. Όλοι τους ποιητές. «Μωαμεθανοί Άγγελοι πετάνε πάνω από τις στέγες των σπιτιών», ο Μπααντί Ζακάν Χαμαντανί ο Πέρσης, ο ακόλαστος Αλ- Αχουάς κι ο Πέρσης Ινπν-αλ- Μουκαφά καταδικασμένος εις θάνατο για αίρεση, ο Πέρσης Μπασσάρ μπεν Μπουρντά καταδικασμένος εις θάνατο για αίρεση, ο εκλεπτυσμένος Αμπού Νουάς και ο Αλ Μουντανάμπι απ’ τη Συρία, ποιητής εν μέσω ποιητών, η ποιήτρια Λάιλα αλ- Αχαλίγια με τις ελεγείες, ο Αμπού Φιράς αλ Χαμντανί, στρατιώτης ποιητής, η έρημος με τα φαντάσματα και ο τυφλός μυστικιστής Αμπντού’λ αλ Μα’άρι που έγραψε το γράμμα της συγνώμης, περιγραφή ενός εξωγήινου ταξιδιού κατά τη διάρκεια του οποίου όλοι οι παλιοί προϊσλαμικοί και όλοι οι ξένοι ποιητές συγχωρούνται και γίνονται δεκτοί στον Παράδεισο. 

    Ευλογημένος όποιος αιωρείται στο μεσοδιάστημα των Κόσμων! «Το Ισλάμ ήταν η Αριστερά του Βυζαντίου». Είναι τώρα η Αριστερά της Δύσης. Για αυτό το απειροελάχιστο διάστημα της Ιστορίας έγινε ξανά ο αντίλογος στην Ευρώπη. Κι ο αντίλαλός της.


Β.Η.

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Corporal Glegg



  Πού είναι αυτοί οι άνθρωποι; Γιατί δεν προστατεύονται; Σε φτύνω, σε φτύνω Χουάν, σε φτύνω και σε καταριέμαι! Ορκίζομαι πως θα χαθείς! Ορκίζομαι στον Θεό πως υπάρχουν πολιτικοί κρατούμενοι και υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τον Αλ Φουλτάν. Γεμάτες οι φυλακές από πολιτικούς κρατούμενους και ανάμεσα σ’ αυτούς αυτός που ψάχνετε. Τα παιδιά μας είναι στις φυλακές σας. Είθε ο θεός να εκδικηθεί… δεν υπάρχει πια σ’ αυτή τη γη ο άμοιρος ο Alfie, τον σκότωσαν οι μισθοφορικές εταιρείες. Οι άνθρωποί μας είναι απoφυλακισμένοι ήρωες και συλλαμβάνονται εκ νέου από συμμορίες και μεταφέρονται στις φυλακές RP.

    Συλλαμβάνονται οι γιοί μας. Αυτό δεν θα διαρκέσει και δεν θα διαρκέσει… Δειλοί διάβολοι, στρατοφονιάδες, δράκοι! Πού είναι η μπέσα σας; Ο άνεμος της Δικαιοσύνης θα σας κυνηγήσει. Με χέρι γοργό θα ψαχουλέψει τα κιτάπια σας και θα ανασκαλέψει τις σκέψεις σας. Συμμορίες της συναλλαγής! Δεν θα προλάβετε να δραπετεύσετε, δεν θα γλυτώσετε απ’ τους τάφους σας! Έχουμε επικρατήσει παντού στις γειτονιές. Σε αντίθεση με σας δεν φοβόμαστε τον Χρόνο.

     Συμμορίες της μαύρης Άσσαφ, τιμάμε μνήμη του πεσόντος Σεχ, του πεσόντος Χας! Του πεσόντος Ράτζιμπ, του πεσόντος Ουαλίντ Αλ Φέυ, του φθινοπωρινού αέρα, του φθινοπωρινού Αλ Τιρ... Τέτοια μέρα συνομιλούμε με τις ψυχές των αξέχαστων νεκρών!

Σύντομα, σύντομα στο δόκανο της Ιστορίας, στην κόλαση που είναι η ατέρμονη επανάληψη, στην κόλαση που δεν υπάρχει αφή, στην κόλαση που αέναα αλλάζουν οι μορφές! Και οι συμμορίες συλλαμβάνουν και σκοτώνουν τους γιούς μας. Και οι συμμορίες του σιδηρουργού Άσθια και του Αμάντ Φαρά και του Μάλκι και η πτώση του Αούν και του αξιότιμου Ρατζέεμπ και του πεσόντος ανέμου η γλυκιά μελαγχολία… Και άλλα είναι Νιί και άλλα είναι Φαά. Στην παγίδα της Ιστορίας και στην κόλαση Φάτθ και Γκάνγκ που είναι οι Δαίμονες της Ιστορίας! Εκδίκηση για τον μικρό τους ντράμερ. Θεέ μου παρηγόρησέ τους… τις μάνες που οδύρονται, τον σιωπηλό πατέρα. Εγώ ο Αντέλ σε εκλιπαρώ!

    Οι άνθρωποι της φιλανθρωπίας και του εμπορίου κάνουν τις εκκαθαρίσεις. Σε αυτόν τον κόσμο ένας άνθρωπος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, έρχεται όμως η μέρα που θα κατέβει στον τάφο. Θα είμαστε όλοι εκεί. Υπάρχει ένα δικαστήριο και η απόφαση έχει βγει. Κι όλα είναι αίμα.

    Δεν το φαντάστηκα ποτέ στα χρόνια της σπουδής μου. Αγάπησα τα βιβλία και έσκυβα στα βιβλία. Και αγάπησα τον Μπακρ και το ευγενικό του κήρυγμα! Το ξέρεις Θεέ μου γατί εσύ μπορείς να διαβάσεις την ψυχή μου. Μα ήρθαν τα χρόνια της στάχτης και του πόνου που παραλύουν το μυαλό και σκόρπισαν οι μαθητές του… Απόμακρα πια τα χρόνια της χρυσής και ευδοκίμου μαθητείας. Τα ξέρεις και ξέρεις ότι ό,τι λέω είν’ αλήθεια!

    Τα παράτησα όλα και είμαι παρών και οπλισμένος! Τα πρόσωπα όλων μας είναι καλυμμένα με σκόνη. Για δέστε εκεί! Είναι τα αποσπάσματα της αυγής, φθάνουν την κρίσιμη στιγμή! Ο Φά’α είναι η αρχή των πραγμάτων. Ο Φά’α που είναι ίσος με τον Σα’ά και το ευγενές αντίθετό του! Και σύ τρελέ Γκαλμπάν και συ τρελή πατρίδα! Δεν θα προλάβετε όμως τα αεροπλάνα στα αεροδρόμια... εκεί θα μείνετε στο έλεός μας! Και ξέρετε ότι όσα λέω είναι αλήθεια.

    Ο Glegg πολέμησε στο στρατό σας. Αρνήθηκε να γίνει κάτι παραπάνω από δεκανέας. Ήταν στη Φαλούτζα. Έχασε την όρασή του στη Φαλούτζα ο Glegg, είναι τώρα εκπαιδευτής μας ο Glegg. Βλέπει όπως οι τυφλοί όλα όσα μένουνε κρυφά. Η φωνή του είναι σπήλαιο! Παρασημοφορήθηκε όταν έσωσε τους άντρες του σε μιαν ενέδρα στη Νουαϊμίγια, στις νότιες συνοικίες. Μας έδωσε το παράσημό του όταν ήρθε σε μας.

    Αν χρειαστεί να γίνουμε φαντάσματα, θα γίνουμε φαντάσματα. Αν χρειαστεί να πάμε πίσω ως τα ζώα, θα φτάσουμε και πιο πίσω απ’ αυτά, στην ακινησία των πετρωμάτων. Εμείς είμαστε αυτοί που έχουν νοσταλγήσει τόσο πολύ το νερό!

    Κατρακυλάμε ευτυχισμένοι πίσω στους καιρούς, στην αρχαία ψυχή. “Δεν υπάρχει χώρος για τον αξιοθρήνητο ισχυρισμό ότι κάτι είναι «χρήσιμο», ότι «εξοικονομεί εργασία». Ούτε για τα ξεδοντιάρικα αισθήματα της συμπάθειας, της συμφιλίωσης, της επιθυμίας για ηρεμία”. Από εδώ πηγάζει η περηφάνια μας που είμαστε άντρες. Η δύναμή μας και η μοναξιά απέναντι στην τύχη μας ξυπνά τον φόβο, τον θαυμασμό, το μίσος.

    Εκατοντάδες τυφλά παράθυρα, τιναγμένα όλα από μέσα. Σαν κανονιές ακούγονταν οι πυροβολισμοί κάτω στους έρημους δρόμους. Και μια φωνή κοροϊδευτική που προειδοποιούσε από ψηλά πως κανείς δεν θα γυρίσει σπίτι· αντίλαλος μες από τα άδεια διαμερίσματα. Ο Κ. στάθηκε τυχερός. Επέστρεψε. Η μάνα του τον αγκάλιασε ευτυχισμένη που γύρισε ζωντανός. Ευτυχισμένη που δεν τον φέρανε σε φέρετρο. Δεν κατάλαβε όμως ότι αγκάλιαζε ένα άδειο κέλυφος. Ή μάλλον ένα κέλυφος γεμάτο τρόμους. Χρόνια εφιάλτες. Και τρόμος την αυγή. Και ημικρανίες. Φωνασκίες απ’ την άβυσσο.

   Ώσπου άρχισε να γράφει. Όλα αυτά σταμάτησαν όταν άρχισε να γράφει... Τα κατάφερε και βγήκε απ’ αυτή τη δεύτερη κόλαση ο Κ. με ένα καλογραμμένο βιβλίο όπου ήταν όλα εκεί. Μόνο τότε πραγματικά επέστρεψε. Ησυχασμένος πιά ήρθε και μας βρήκε. Και δώσαμε τα χέρια κι ήπιαμε κόκκινο ζεστό κρασί, καλό να πίνετε για χίλια χρόνια.

 B.H.

 

Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟ

 


          Και αυτή τη σαιζόν θα χάσουμε άλλο ένα καλοκαίρι

    «Από τους τρεις λόγους για να ταξιδέψει κανείς στην αρχαιότητα: Πόλεμος, Εμπόριο, Προσκύνημα, κάποιος θα έλεγε ότι ο Τουρισμός προέρχεται από το Προσκύνημα. Όμως πιο πολύ φαίνεται ο πραγματικός του πρόγονος να είναι ο Πόλεμος!»

    Αυτά έγραφε ο Αμερικανός στοχαστής, Χακίμ Μπέη. Ένας μειλίχιος άνθρωπος με χιούμορ και αίσθηση του μέτρου (...σπάνιες αρετές για κάποιον με τόσο περιθωριακές απόψεις) που έτυχε να συναντήσω κάποτε στα μέσα της δεκαετίας του΄90 στην Ιρλανδία.
    Και ένας έμπορος γούνας, σε μια συζήτηση μεταξύ γουναράδων που έτυχε να παρακολουθήσω στη Ρόδο στα μέσα της δεκαετίας του ’80 (ναι, τόσο παλιά!) τελικά απεφάνθη: o Τουρισμός είναι ο μόνος στρατός που δεν νικήθηκε ποτέ!
    Πράγματι:
    Οι φάλαγγες των τουριστών προχωρούν και φωτογραφίζουν, φωτογραφίζουν και προχωρούν πάνω στα ερείπια που άφησαν τα τμήματα που προηγήθηκαν μέσα σ’ ένα τοπίο κατεστραμμένο από τσιμέντο, άσφαλτο, θόρυβο, φώτα, σκουπίδια και στοιχειωμένο από την εξαντλητική δουλειά!
                       

                                        (Πέργαμος, πεζικό)

         Το πρόσταγμα shoot αφορά τώρα το πάτημα ενός κουμπιού που ανοιγοκλείνει το κλείστρο της κάμερας, όπου shoot (πυροβολώ) αναφέρεται και στο τράβηγμα της φωτογραφίας όταν σκοπεύεις μέσα από τη φωτογραφική μηχανή· αυτό το ερμαφρόδιτο σύμβολο-παιχνιδάκι και σύγχρονο ξόρκι.
    Οι κάμερες και τα τηλέφωνα υψώνονται προς κάθε κατεύθυνση, κάθε στόχο που προβάλλει, ρουφώντας τη ψύχη των ντόπιων και του τοπίου.
    Ο σημερινός μαζικός τουρισμός είναι το απόγειο της εκλέπτυνσης ενός παλιού πολεμικού παιχνιδιού που λέγεται search ‘n' destroy- ερευνήστε λοιπόν και καταστρέψτε, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε η καταστροφή να μπορεί να ονομασθεί «αξιοποίηση».
     Αντίθετα από το προσκύνημα όπου ο προσκυνητής προσέρχεται με δέος και κατάνυξη και, προσφέροντας πίστη, αυξάνει τη «χάρη» που αναδίδει ένας Ιερός Τόπος, ο Τουρισμός απομυζά τις ιδιαιτερότητες κάθε «ξεχασμένης» γωνιάς του πλανήτη και ομογενοποιεί κάθε μέρος που πλήττει. Γιατί αυτό που αποζητά ο τουρίστας είναι «πολιτισμική διαφορά» για να την καταναλώσει. Έτσι κι αλλιώς θα του ήταν αφόρητο να την ζήσει.
    Η Φαντασία πέθανε στη Δύση εδώ και καιρό. Χρειάστηκαν αμέτρητες ποσότητες ορθολογισμού και κατήφειας για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Για να καταπραϋνθεί και να σβήσει κάτι τόσο δυσλειτουργικό και άβολο, αλλά τόσο βαθειά ανθρώπινο. Κρίμα γιατί επρόκειτο για "τη Βασίλισσα των ικανοτήτων". Τώρα λοιπόν η Δύση, πηγή του Τουρισμού, πρέπει να την αποκτά σε ασφαλείς δόσεις και σωστά πακεταρισμένη.
    Αυτό που γοργά απονεκρώνεται έχει ανάγκη από κάτι ζωντανό για να παρατείνει τον χρόνο επιβίωσής του. Αλλά όπου αγγίζει απονεκρώνει. Αυτή η βουλιμία για το εξωτικό και το αυθεντικό κρύβει μέσα της τον θάνατο. Πρέπει λοιπόν συνεχώς να προχωρά! Πράγματι, νέοι τουριστικοί Παράδεισοι ανοίγονται στο κοινό. Νέοι «τουριστικοί προορισμοί» μπαίνουν στο χορό ανακοινώνοντας απλά: Ανοίξαμε (τα πόδια) και σας περιμένουμε! 
    Αν η παλιά αποικιοκρατία ύφαινε στην ψυχή του αποικιοκρατούμενου την αλλοτρίωση και την τρέλλα και εκμεταλλευόταν τις υλικές πηγές, η σύγχρονη προχωράει παντού και σε μέγα βάθος. Για να γίνει αντιληπτό αυτό το βάθος ας ειπωθεί ότι τώρα δεν είναι μόνο η ανεξαρτησία ή οι πηγές πλούτου που κινδυνεύουν, αλλά τουριστική έκθεση σημαίνει να ανοίγεις το σπίτι σου στους ξένους! Ο Τουρισμός μετατρέπει μια χώρα σε έκθεμα και εικόνα του εαυτού της.
    ...Και φυσικά, να ανοίγεις το σπίτι σου με το "αζημίωτο"! Άπαντες δε προφασίζονται άγνοια του ότι η ζημιά είναι ανυπολόγιστη! Ο τουρισμός είναι "ιερή αγελάδα" και ένα από τα ταμπού του πολιτισμού μας.
     Χοντρικά, μπορούμε να πούμε ότι, η επιδρομή της Δύσης στα χωριά και στις καλύβες του κόσμου ακολούθησε την εξής πορεία: Πρώτα οι εξερευνητές, μετά οι ιεραπόστολοι, μετά ο στρατός (και περισσότεροι ιεραπόστολοι), μετά οι περιηγητές, κατόπιν διανοούμενοι και συγγραφείς, εν συνεχεία αγνοί ταξιδιώτες (και οι χίππυς κάποτε), μετά ο ήσυχος ιντιβιντουαλιστής τουρίστας με το πραγματικό ενδιαφέρον και τέλος η πλημμυρίδα του μαζικού Τουρισμού.
    Ο στρατός βέβαια δεν παύει, κατά καιρούς, να κάνει την εμφάνισή του με τα βρώμικα άρβυλά του, ανοίγοντας και κλείνοντας την τουριστική αυλαία!  Έτσι το Βιετνάμ ή η Καμπότζη που κάποτε ήταν υπό το καθεστώς του Ναπάλμ και του βομβοτάπητα είναι τώρα πρόθυμοι «τουριστικοί προορισμοί». Ενώ η Σομαλία, που σήμερα εμφανίζεται στους χάρτες των τουριστικών οδηγών «λευκή», κάποτε μπορεί να αποδειχτεί θαυμάσιο τουριστικό εύρημα και προϊόν. Ή ένα αιματηρό αμερικανοκίνητο στρατιωτικό πραξικόπημα στη Γουατεμάλα στέλνει για λίγο τη χώρα στα τουριστικά αζήτητα μέχρις ότου «κάποια προβλήματα διευθετηθούν».
     Όπως πάντα, η γλώσσα αποκαλύπτει τα πάντα για τα οποία μιλά, έτσι έχουμε: τουριστικές μονάδες, πράκτορες, tour operators, target group, έρευνα, συνοδούς, tourist guides, ξεν-αγούς, τουριστικά γκρουπ, αρχηγούς γκρουπ, σχεδιασμό, ανεφοδιασμό και, αν τα πράγματα πάνε πολύ στραβά, εκκένωση! Ακόμα και όταν συγκαλύπτει η γλώσσα προδίδει!
    Αποδεικνύεται λοιπόν αυτό που ειπώθηκε στην αρχή, ότι ο τουρισμός είναι στρατός - και δεν νικήθηκε ακόμα! 
    Ακόμα, ο τουρισμός, που δεν μπορεί πια παρά να είναι μαζικός, δηλαδή μια βιομηχανία διασκέδασης, χαλάρωσης και "κολακείας" για τους προλετάριους κάποιων χωρών, για τους προλετάριους κάποιων άλλων σημαίνει σιδηρά πειθαρχία, ασταμάτητη δουλειά σε «στρατόπεδα διακοπών», μόνιμη κούραση. Έτσι μια χώρα στον ήλιο που έχει πληγεί από την ακρίδα του τουρισμού γίνεται αναπότρεπτα μια «ηλιόλουστη κόλαση». Και υπάρχουν όλο και «κατώτερα πατώματα», όλο και βαθύτερα κάτεργα, σ’ αυτή την κόλαση στον ήλιο! Μπείτε στις κουζίνες των μεγάλων ξενοδοχείων, κατεβείτε στα πλυντήρια, βγείτε στις πίσω αυλές όπου και οι κάδοι σκουπιδιών, κοιτάξτε προσεκτικά τα πρόσωπα των γυναικών που αδιάκοπα καθαρίζουν τουαλέτες και ξερατά… όσο προχωράει η σαιζόν απονεκρώνονται κι ασπρίζουν. Διαβάστε προσεκτικά αυτό το χαμόγελο του υπηρετικού προσωπικού που ντύνει την εξάντληση και την αηδία. Πρόκειται για την γκριμάτσα νεαρών πλασμάτων που παγιδεύτηκαν. Χαίρε Καπιταλισμέ, οι Καταγκέζοι σε χαιρετούν!
    Κι ακόμα ακόμα… η αδυνατότητα μιας επανάκτησης της ζωής οφείλεται στο ότι και στις καλές εποχές, στη δεκαετία του ’80, τότε που άρχιζε όλο αυτό «με τις καλύτερες προοπτικές», τότε που για λίγο υπήρξε μια ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο, τόσοι πολλοί άνθρωποι είχαν προτιμήσει το χρήμα από την πάλλουσα ζωή. «Έρρεε το χρήμα!» είπε κάποιος βετεράνος του τουρισμού και εδονείτο από συγκίνηση μες στην επανάληψη του «ρο» αντί να ξεσπάσει σε ένα: «έρρεε η ζωή»!
 
                                                      Ευπειθέστατος διατελώ   
                                                                   Β.Η.
 
Υ.Γ. 1 Μολαταύτα κάτι καινούργιο, ένας νέος κίνδυνος, έχει αρχίσει να εμφανίζεται. Το παλιό όνειρο του φτωχοέλληνα που περιφρονούσε τους αλητοτουρίστες γίνεται πραγματικότητα. Το παράπονό του εισακούστηκε. Την Ελλάδα την έβαλε στο μάτι ο "ποιοτικός τουρισμός". Η χώρα είναι ιδιαίτερα όμορφη για να αφεθεί αποκλειστικά στις μάζες. Ολόκληρες λοιπόν περιοχές «κλείνουν» και κατασκευάζονται πανάκριβα resort και βίλες με ελικοδρόμια. Παντού προωθούνται τα concept και οι "προκατασκευασμένες ατμόσφαιρες". Άρχισε να πλακώνει η διεθνής αλητεία του τζετ σετ. Τα κορίτσια δεν είναι πια αθώα και οι συνοδοί τους είναι τσόγλανοι. Όσο για τις καλαμοκαλύβες και την περιλάλητη ελληνική φιλοξενία, αυτά ανήκουν στην αρχαιολογία του τουρισμού και την εποχή που η χώρα ήταν ναός και ο φτωχός λαός της πάμπλουτος. 

Υ.Γ. 2  Αυτοί που προσφάτως, και μετά τις κινητοποιήσεις σε Βενετία και Βαρκελώνη, αρθρογραφούν ενάντια στον μαζικό τουρισμό μπορούν να μεμψιμοιρούν για την ποιότητα του τουριστών και την χαμηλή αγοραστική τους δύναμη, αλλά δεν καταλαβαίνουν ή κλείνουν τα μάτια μπρος στην πραγματική φύση του τουριστικού φαινομένου. Μιλούν για «λελογισμένη αξιοποίηση» λες και θα ήταν ανεκτή μια λελογισμένη εκποίηση του πατρικού σου σπιτιού. Μιλούν για «ποιοτικό τουρισμό» και εννοούν να πουλάς ακριβά το κορμί σου. Μιλούν για την «ανεξέλεγκτη αύξηση» λες και θα ήταν δυνατή μια χαμηλής έντασης και μετρημένη εισβολή. Μιλούν για «δυσμενείς επιπτώσεις» λες και θα μπορούσες να παίξεις ένα παιχνίδι διατηρώντας τις αμφιβολίες σου. Εμείς όμως που ζώντας για δεκαετίες μέσα στον τουρισμό τον γνωρίζουμε όσο λίγοι και είδαμε την άνοδο και την πορεία τού τουριστικού μύθου, μπορούμε να γράφουμε ό,τι θέμε! Δηλαδή αυτά που ζήσαμε! Άλλωστε δεν πληρωνόμαστε για αυτά που γράφουμε!

Υ.Γ 3 Αύγουστος 2024: Το κείμενο αυτό γράφτηκε και παρευθύς δημοσιεύτηκε στον «Πύραυλο των Υπογείων» το 2013. Έκτοτε αναδημοσιεύτηκε  με την προσθήκη κάποιων υστερογράφων, το 2015, το 2018 και το 2022 στα Μεταμεσονύκτια Ημερολόγια προξενώντας κάθε φορά λιγότερη έκπληξη μιας και η αλήθειά του επιβεβαιώνεται όλο και παραπάνω κάθε χρόνο που περνά.

Μαζί με τις γιγαντιαίες πυρκαγιές, το αέναο χτίσιμο, την καταστροφή των βουνών με τις ανεμογεννήτριες και των κάμπων με τα φωτοβολταϊκά, ο Τουρισμός αναδεικνύεται σε μείζονα πληγή. Αναρωτιέται κανείς τι θα μείνει να παραδοθεί στις επόμενες γενιές. Κρίμα γιατί η χώρα ήταν όμορφη και είχε πολλά να χάσει. Όποιος τόπος έχει φυσική καλλονή είναι προγραμμένος. Αργά ή γρήγορα μπαίνει στο στόχαστρο, χαρακτηρίζεται αξιοποιήσιμος και υπερεκτίθεται σε βαθμό πυράκτωσης. Μιας και θεωρείται ότι μπορεί να παράγει κέρδος ανατινάσσεται εκ των έσω. Φυσικό επόμενο αφού το κέρδος δεν γνωρίζει όριο. Μετά την τουριστική του αξιοποίηση μοιάζει κατεστραμμένος για όποιον διατηρεί στη ματιά του ακόμα κάποια τρυφερότητα.

Για αυτόν τον πόλεμο που διεξάγεται ενάντια στους τόπους, υπόλογοι δεν είναι μόνο οι κυβερνήσεις, τα μεγάλα συμφέροντα ή ο εταιρικός καπιταλισμός, αλλά και η ίδια η κίνηση του πλήθους. Ο σύγχρονος άνθρωπός, νωθρός και αδηφάγος απαιτεί να έρθουν οι τόποι στα μέτρα της νωθρότητάς του και να τεθούν στη διάθεσή του. Απαιτεί να μπορεί να πάει παντού με άνεση και ασφάλεια. Αδυνατεί να γνωρίσει την ομορφιά με τους δικούς της όρους και απαιτεί να θέτει τους όρους ο ίδιος. Αγνοεί ή αδιαφορεί για το ότι οι τόποι έχουν ψυχή οπότε το επιχειρηματικό πνεύμα αναλαμβάνει να τους υποτάξει και να τους φέρει στα μέτρα του. Άγριοι τόποι εξημερώνονται και πεθαίνουν. Και, ναι, σας διαβεβαιώ... ότι και οι τόποι μπορούν να πεθαίνουν.

Φέτος ακούστηκε ο όρος «υπερτουρισμός»  με τον οποίο υπονοείται ότι υπάρχει κάποιος άλλος μετρημένος τουρισμός ο οποίος είναι καλός. Ο όρος είναι παραπλανητικός. Στο κείμενό μου προσπάθησα να δείξω ότι ο τουρισμός είναι κάτι σαν ιός ο οποίος αλλοτριώνει τους τόπους και τις κοινωνίες. Αλλάζει το DNA τους. Ούτε και τα πανηγύρια του Αιγαίου δεν πρόκειται να γλυτώσουν. Όπως ήταν επόμενο παράγιναν δημοφιλή.

 Από μια άλλη γωνία λήψης η τουριστικοποίηση ενός μέρους μπορεί να ιδωθεί σαν διαδικασία αποικιοποίησης και τα τουριστικά μέρη σαν τουριστικές αποικίες. Εξυπακούεται ότι ο τουρίστας αν και μετακινείται στο χώρο είναι κάτι άλλο απ’ τον παλιό ταξιδιώτη που είναι πρόθυμος να καταβάλει κόπο και επιζητά να γνωρίσει. Ακόμα, σαν φυσικό επόμενο της ομογενοποίησης των τόπων που φέρνει ο τουρισμός, έρχεται η παρακμή του ταξιδιού. Το θέμα είναι ανεξάντλητο...



Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

O Μέγας Αύγουστος.

 

Δουλεύω στο ξενοδοχείο με μια συμφέρουσα συμφωνία. Εξασκώ το επάγγελμά μου που η μια του όψη, η φανερή, είναι το σχέδιο και η ζωγραφική. Η άλλη, η κρυφή, είναι φυσικά η καταγραφή. Η καταγραφή των καιρών μας. Όλο το μεσημέρι ζωγραφίζω ήσυχος μέσα στη σιωπή. 

    Λίγο μετά τις 4, την ώρα την πιο στυγνή, την ώρα του αποτρόπαιου μεσημεριού, βγαίνω στον έρημο εξώστη που έχει θέα στις πισίνες. Φυσάει λίβας.

    Σείονται και τρίζουν οι χουρμαδιές στο πλησίασμα του παλιού τους Κυρίου· είναι ο Χαμσίν της ερήμου. Το ηχητικό φράγμα που υψώνουν τα τζιτζίκια, παρόλο που  ξεκουφαίνει, καταφέρνει να περνάει απαρατήρητο. Μερικές φορές κάποιοι από τους ξένους μας, όλο αφέλεια, ρωτούν τι είναι αυτός ο περίεργος βόμβος. Τους είναι αδύνατον να καταλάβουν πως ένα ον τόσο εύθραυστο, που πρέπει να παραμένει αόρατο, μπορεί να εδραιώνει μια παρουσία τόσο ολοκληρωτική ώστε μόλις που γίνεται αντιληπτή.

    Είναι σαν να μένει ακίνητος ο χρόνος. Σαν τίποτα να μη συνέβη ποτέ και όλη η ζωή να υπήρξε όνειρο. Το καλοκαίρι στον Νότο αυτή η ώρα είναι η ώρα του απείρου. 

    Από το lounge έρχονται τα πρώτα σημάδια αφύπνισης. Ακούω να τακτοποιούν τις καρέκλες και να βάζουν μπροστά τη μηχανή του εσπρέσσο. Μετά ο μπάρμαν βάζει την πρώτη μουσική της νύχτας που έρχεται. Α, είναι πάλι τζαζ της μεγάλης εποχής. Μια απ’ αυτές τις μουσικές που σε κάνουν να νοσταλγείς το καλοκαίρι, ενώ είναι καλοκαίρι. Σαν να τις παίζουν στην Καραϊβική και να ακούγονται εδώ στη Ρόδο.

    Και σε μια στιγμή, σα γοργόνα, σα νεράιδα των νερών, αναδύεται η τρομπέτα του Miles. Καθαρή και διάφανη. Είναι η στιγμή του μαρτίνι. Δίπλα μου έρχεται και κάθεται ο Λουίς. Είναι ο πρίγκιπας αυτού του ποτού και όλων των χαμένων μπαρ. Κάποτε έγινε γνωστός, κάνοντας ένα-δύο καλά φιλμ, με το όνομα Μπονιουέλ. Και ύστερα ο Τζίμμυ… ενώ τραγουδά από τις παραλίες του Λος Άντζελες. Summers almost gone τραγουδάει ο Τζίμμυ.

 

    Σε λίγες μέρες, όταν μεσάζει ο μήνας, στις 15 ακριβώς, παίρνει τούμπα το καλοκαίρι! Αν ήταν Μάιος δεν θα μ’ ένοιαζε τι λέει ο Τζίμμυ. Τώρα όμως μου ραγίζει την καρδιά.

    Παλιά τζιτζίκια μιας χαμένης δεκαετίας. Ζήσαμε ένδοξα στην εξορία!

    Ο Αύγουστος σαν τον Ηλιογάβαλο ενηλικιώνεται μες στη μελαγχολία!


B.H.

 

                                                                                           

 

     

 

Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Τέχνες λησμονημένες και περιφρονημένες

 

Η απραξία. Μια από τις τέχνες της ζωής. Η τέχνη του να μην κάνεις τίποτα.

















Η ήρεμη ενατένιση του περάσματος του χρόνου. Κατ’ εξοχήν ασχολία των σαλεμένων, των ερημιτών, των παιδιών των ερωτευμένων των Κυνικών, των νεκρών, των ποιητών, των αλητών, των περιπλανώμενων, των ζώων, των φυτών, των πετρωμάτων και κάποιων ευτυχισμένων γέρων. Τι τίμημα πλήρωσε η ενηλικίωση! Και σε ποιους λεμβούχους!

Και ήταν η μεγάλη ώρα της τα μεσημέρια του καλοκαιριού. Εκτυφλωτικά και σιωπηλά πίσω από το εκκωφαντικό τείχος του βόμβου των τζιτζικιών. Τζίτζικες σαν πέτρινα γλυπτά. Πιο αρχαίοι και από την Αίγυπτο, πιο σεβάσμιοι απ’ όλα της τα ιερά. Απομεσήμερα της παιδικής ηλικίας που υπήρξε αχανής!

Τα παιδιά παίζουν. Μέσα οι ενήλικες κοιμούνται. Πρέπει να είναι φρόνιμα. Πρέπει να μην κάνουν φασαρία. Σε μια στιγμή τα τζιτζίκια, όλα μαζί, σταματούν σαν να το είχαν συμφωνήσει. Μεμιάς το σιωπηλό χάος που ζώνει από παντού τη ζωή γίνεται φανερό. Τα παιδιά κοιτιούνται. Μετά τα τζιτζίκια ξαναρχίζουν. Τα παιδιά ξαναγυρίζουν στο παιχνίδι.

Ο κόσμος μας έχει θεοποιήσει τη δραστηριότητα. Αυτός ο κόσμος «παράγεται» από τους Γερμανούς και τους Αγγλοσάξωνες. Η Καλιφόρνια γεννά τάσεις και μόδες. Η Νέα Υόρκη επίσης. Το πραγματικό, αν και αποσιωπημένο, εργαστήρι του όμως είναι η Ολλανδία και οι Σκανδιναβικές χώρες. Εκεί δοκιμάζεται πειραματικά το μοντέλο της νέας καθημερινής ζωής. ΅Εκεί, στη Σκανδιναβία η λέξη activiteter – «δραστηριότητες» -  είναι λέξη-κλειδί.
Το να έχεις «δραστηριότητες» σημαίνει ότι είσαι ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος. Αποτελεί το κριτήριο ευτυχίας. Σ’ ένα τέτοιο κόσμο που μας ετοιμάζουν υποθέτω πως η απραξία γίνεται μια από τις απόκρυφες τέχνες. Επίσης, υποθέτω πως ο Ρομπέρτο Nτι Ντόνα, πρωταθλητής σκοποβολής, υπονοεί κάτι βαθύτερο όταν δηλώνει: "Η προετοιμασία μας είναι η απόλυτη ακινησία". Πράγματι, παραμένοντας άπρακτος δεν σημαίνει αναγκαστικά ενδεής. Μπορεί κάλλιστα να σημαίνει: πραγματικά άδειος, αφήνεις τον κόσμο να μπαίνει μέσα σου. Όντως μια από τις τέχνες της ζωής.


Η βραδύτητα. Πάνω από έναν αιώνα πριν, λευκοί άποικοι μισθώνουν τους άνδρες μιας φυλής στην Αφρική για να μεταφέρουν τις αποσκευές μιας αποστολής. Ύστερα από μια γρήγορη πρωινή πορεία και τη διάβαση ενός ποταμού, το μεσημέρι, οι Αφρικανοί απιθώνουν τους μπόγους στο έδαφος. Αρνούνται να υπακούσουν στις προτροπές και στην ερώτηση «τι κάνουμε εδώ;» οι ιθαγενείς απαντούν. «Βαδίζουμε πολύ γρήγορα και πρέπει να περιμένουμε τις ψυχές μας να μας προλάβουν».

Ταξιδεύεις πολλές ώρες με ένα αεροπλάνο. Φτάνεις σε ένα σπίτι, σε κάποιους δικούς σου ανθρώπους ή σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Κοιμάσαι μερικές ώρες σ’ ένα κρεβάτι. Σε μια στιγμή ξυπνάς. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν ξέρεις που βρίσκεσαι. Το ίδιο συμβαίνει ίσως και το επόμενο πρωί. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Είσαι σε μια άλλη περιοχή του κόσμου. Πρέπει να περιμένεις την ψυχή σου να σε προλάβει. Αυτό λέγεται jet-lang. Οι Αμερικανοί με το πάθος τους για συντομεύσεις πάντα απέφευγαν την ουσία.

Ο Ηelenio Herrera, προπονητής ποδοσφαίρου, δήλωνε ορίζοντας το στίγμα της εποχής: «Παίξε γρήγορα, τρέξε γρήγορα και σκέψου ακόμα πιο γρήγορα».

Γι’ αυτό κι εγώ προσέρχομαι ανελλιπώς στη βραδύτητα και έτσι μια φορά σηκώθηκα ανάμεσα στους ποιητές και με σταθερή φωνή ανήγγειλα σ’ ένα κατάμεστο και απορημένο ακροατήριο:

                            «Σ’ αυτή την εποχή που τα πράγματα
                                 απαιτούν καλπασμό αδιάκοπο,
                                     εμείς θα πηγαίνουμε αργά».

Παρ’ όλα αυτά η σπουδή ισοπεδώνει τα εμπόδια. Η γάτα, την κρίσιμη στιγμή, είναι ταχύτατη. Μετά χαλαρώνει. Και ο Αλέξανδρος πέρασε αστραπιαία τον Γρανικό κάνοντας τον χρόνο αποκλειστικά δικό του.

Αλλά δεν είπαν χωρίς λόγο οι αρχαίοι: «Σπεύδε βραδέως». Έτσι καθόρισαν τη θέση τους πάνω σ’ αυτό το σημαντικό θέμα. Και ο Λένιν, ένας από τους καλύτερους τακτικιστές, είπε: «Χθες ήταν νωρίς, αύριο θα είναι αργά». Και κάποια στιγμή, τον Μάη του ’68, εμφανίστηκε στους δρόμους του Παρισιού το σύνθημα: «Γρήγορα!» Προφανώς κάποιοι υπονοούσαν: «Τώρα γρήγορα!», αλλά εδώ μπαίνουμε σε θέματα ρυθμού, συγκυρίας και σωστής επιλογής του χρόνου.


Το ταξίδι και η μνήμη. Υψώνεις την camera ενάντια σε ένα τοπίο, έναν άνθρωπο, ένα συμβάν, μια στιγμή. Η στιγμή μετατρέπεται σε στιγμιότυπο. Και συ σε συλλέκτη εφήμερων απολιθωμένων στιγμών. Αποθηκεύεις για να μπορέσεις ευθύς να ξεχάσεις. Ό,τι αποθηκεύεις δεν μπορείς να το ανακαλέσεις στη μνήμη σου αφού δεν το έζησες. Απλά δεν ήσουν εκεί. Ήσουν ήδη στο μέλλον και κοίταγες πίσω.

Το τραίνο περνάει από τα καλύτερα μέρη αν και τα σύγχρονα τραίνα έχουν απαράδεκτες ταχύτητες. Οι καινούργιοι αυτοκινητόδρομοι είναι απομονωμένοι από τη φύση. Γύρω τους, τα βουνά εμφανίζονται και χάνονται πολύ μακριά· όταν δεν τα τρυπάνε για να κερδίσουν χρόνο. Λες και χρόνος είναι κάτι που θα μπορούσε να  κερδηθεί. Λες και θα μπορούσε κάποιος να συντομεύσει, να παραβιάσει, να κοροϊδέψει το χρόνο. Χωρίς επιπτώσεις. Ατιμωρητί. Όπως είναι περιφραγμένοι, δεν μπορείς να κατέβεις στα χωράφια. Εκείνο το μοναχικό δέντρο στη μέση του λιβαδιού ανήκει σ’ έναν άλλον κόσμο. Και εκείνο το πουλάκι που μοναχό του λαλεί... Θα μπορούσες κάλλιστα να βλέπεις κάποιες καρτ-ποστάλ. Είναι φτιαγμένοι για να αποκαρδιώνουν τον ταξιδιώτη, οι σημερινοί αυτοκινητόδρομοι...

Όμως παντού μπορείς να περιπλανηθείς αρκεί να είσαι κύριος του χρόνου σου.

Και υπάρχουν μέρη άσχημα μέρη σκληρά που είναι οι καλύτεροι δάσκαλοι.

Ταξιδεύοντας με το ποδήλατο, σκυμμένος διαρκώς, έχεις περιορισμένη ορατότητα. Πηγαίνοντας με λεωφορείο αναμιγνύεσαι με τους ντόπιους. Ενώ ταξιδεύοντας με ένα γάιδαρο μπορεί να αποβεί  φιλοσοφική άσκηση.

Ο Παναγιώτης Ποταγός, γιατρός από τη Βυτίνα, πάνω από έναν αιώνα πριν, διέσχισε την Ασία με το άλογό του, τον Μπουσίμπαση κι έφτασε ως την Κίνα. Αλλά ακόμα και σήμερα μπορείς να διασχίσεις τη Νότια Αμερική, από Βορρά προς Νότον, πάνω στη ράχη αλόγου.

Σ’ όλη την κεντρική Ασία, ως τη Μογγολία, ακόμα εκτιμούν το άλογο.

Τελικά, ίσως ο πιο σεβαστός τρόπος να ταξιδεύεις είναι με τα πόδια. Και ο καλύτερος τρόπος να θυμάσαι τους τόπους που διαβαίνεις και τους ανθρώπους που συναντάς είναι το σχέδιο. Σχεδιάζοντας το πρόσωπο ενός ανθρώπου ή ένα τοπίο κρατάς σημειώσεις από έναν πλανήτη – και κυριολεκτικά αφιερώνεις τον χρόνο σου. Το σχέδιο και το βάδισμα έχουν τον ίδιο ρυθμό. Τον ρυθμό της γης και του σώματος. Έτσι γνωρίζεις τον κόσμο και τον βάζεις μέσα σου. Ξαναγίνεσαι ένα μ’ αυτόν. Επομένως βαδίζοντας και σχεδιάζοντας, σχεδιάζοντας και βαδίζοντας, καταλήγεις πάμπλουτος. Και μένει κάτι απάνω σου από την ομορφιά του κόσμου...


Η λήθη. Εγώ, λάτρης της μνήμης, δεν το ’χω σε τίποτα να γίνομαι ξαφνικά οπαδός της λήθης. Η δράση προϋποθέτει τη λήθη. Ζει καλά όποιος ξέρει να ξεχνά.


Η απόλαυση. Όταν σκέφτομαι τις τραγελαφικές ερωτικές νύχτες των συγχρόνων μου και την επιδεικτική χαρά που τις συνοδεύει καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η απόλαυση συνδέεται κατά τον καλύτερο τρόπο με τη σιωπή. Ή ακριβέστερα ίσως, με την εχεμύθεια. Οι χαρές που δεν διατυμπανίζονται είναι οι βαθύτερες. Όπως και ο πόνος, κρύβονται μέσα σε αλλεπάλληλες στοιβάδες και φυλλώματα σιωπής. Συναισθήματα που όταν γίνονται αβάσταχτα, τότε καταλαβαίνουμε την ομορφιά της λέξης εκμυστήρευση.

Επίσης η απόλαυση κατά έναν άλλον τρόπο συνδέεται με τη βραδύτητα. Κάτι που γνωρίζουν οι βαθύνοοι εραστές.


Η νοσταλγία. Είμαι κάποιος που υποφέρει από νοσταλγία, όπως άλλοι βασανίζονται από πονοκεφάλους ή αϋπνίες. Ή όπως άλλοι εγκαταλείπονται στους πυρετούς. Μόνο που αυτή η νοσταλγία δεν έχει να κάνει μόνο με το παρελθόν, με κάτι που κάποτε υπήρξε, ανεπιστρεπτί χαμένο, αλλά στρέφεται  και στο μέλλον. Ακόμα και σ’ αυτό το αδιάσειστο παρόν. Σε ό,τι θα μπορούσε να υπάρξει και από έλλειψη φαντασίας, ειλικρίνειας, τόλμης – πάντα η τόλμη – χάνεται συνεχώς.

Και υπάρχει και το μέλλον. Και οι ιερεμιάδες του. Ακίνητο. Επίμονο. Σαν εγκαταλελειμμένο παιδί. Αλλοίμονο στις προδοσίες!

Τώρα που βρεθήκαμε ξανά, ας συζητηθούν τα θέματα αυτά. Για να ξέρουμε τι κάνουμε. Αλλοίμονό μας αν δεν συζητηθούν και τούτη τη φορά.


                                                                                                         Β.Η.

Υ. Γ.  Μιλώ για στάσεις ζωής που εκλείπουν. Αυτές οι στάσεις, από κάποιους αναβιβάστηκαν σε  τέχνη, με την προϋπόθεση ότι κρατήθηκαν με συνέπεια και με αίσθηση κάποιου σκοπού.
Ζούμε μέσα στον πόλεμο. Όλο και περισσότερο το αντιλαμβανόμαστε, ζώντας σ’ έναν καταιγισμό ειδήσεων και προτροπών-διαφημίσεων που ολοένα και περισσότερο μοιάζουν με πολεμικά ανακοινωθέντα. Μόνο που από κανέναν δεν λέγεται, ενάντια σε τι διεξάγεται ο πόλεμος αυτός.
Στάσεις, επαγγέλματα, τέχνες, ανθρωπολογικοί τύποι, χαρακτήρες, ένας ολόκληρος κόσμος και όλα τα παλιά θεριά χάνονται. Ολόκληρες περιοχές στον χάρτη της ζωής ξεθωριάζουν και σβήνουν. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για γεωγραφικές αλλά για τεράστιες ψυχικές περιοχές. Όπως στους χάρτες των τελευταίων ταξιδιωτικών οδηγών η Σομαλία, φερ’ ειπείν, ξαναπαρουσιάζεται λευκή, έτσι και αυτές ανακηρύσσονται σε  σύγχρονες terra incognitae. Υποθέτω πως μια νέα γενιά ριψοκίνδυνων εξερευνητών–χαρτογράφων τείνει να εμφανιστεί. Μ’ αυτό το υστερόγραφο η εμφάνισή τους καθίσταται προαναγγελθείσα.