Τρίτη 22 Απριλίου 2025

Μέρες εορταστικές χωρίς γιορτή

 

Τέλειωσε το ελληνικό το Πάσχα, συντελέστηκε και φέτος ολόκληρο το Τυπικό όπως κάθε χρόνο. Ένα βιαστικό παρόν στους ναούς, μια μανική εξόρμηση στα χωριά, μια υποτυπώδης νηστεία, ένα εικοσάλεπτο σαββατιάτικο τρεχαλητό και μετά η κυριακάτικη ευωχία. Δεν μου λέει όμως τίποτα εμένα τέτοιο Πάσχα απ' τη στιγμή που απέτυχε να επανανοηματοδοθεί συνδεόμενο με τη σιδηρά πραγματικότητα. Που δε μπόρεσε να μετουσιωθεί και να πά' να συνδεθεί μ' αυτό που συμβαίνει εκεί κάτω. Μ' αυτό που τόσο εκκωφαντικά διαδραματίζεται μέρα- νύχτα μπρος στα μάτια μας. Τόση τυφλότητα; Τέτοιος μονήρης εγκλεισμός μέσα σ' ένα Τυπικό; Τέτοια απουσία ποιητικής ματιάς, αυτής που όλα τα συνδέει, που βρίσκει τις συνδέσεις τις μυστικές και τις παράδοξες και τις κρυφές συγγένειες; Από ένα λαό που γεννήθηκε απ' την Ποίηση κι έζησε μ' αυτήν;

Μιλούν για Πάσχα που σημαίνει θαρρώ, Πέρασμα. Το Πέρασμα απ’ τη σκλαβιά στην ελευθερία. Από τον θάνατο στη ζωή. Μα δεν το βλέπουνε το Πέρασμα; Εκεί μπροστά τους είναι! Εκεί βοά, δεκαοχτώ μήνες τώρα, στα κλεισμένα αυτιά τους και εκτυλίσσεται σε ζωντανή μετάδοση μπρος στα σφαλισμένα μάτια τους. Το μαρτύριο ενός λαού που ζητά ελευθερία. Λευτεριά και δικαιοσύνη. Που αποζητά αξιοπρέπεια... Και ποιος λαός κωφεύει και τυφλεί; Ένας λαός που για να λυτρωθεί μάτωσε όσο δεν παίρνει και χρειάστηκε να καεί η χώρα του ως και τα λιθάρια. Γιατί σ’ αυτόν το τόπο καήκανε ως και οι πέτρες και τα πουρνάρια!

Μιλούν για τον θάνατο ενός θεού και τη θριαμβευτική Ανάστασή του. Και δεν μπορούν να τον συνδέσουν με το μαρτύριο ενός λαού, που είναι θαρρώ το ίδιο. Που μαρτυρεί κάθε στιγμή και Ανάσταση δεν έρχεται. Λεν ότι ΄κείνος ο θεός θυσιάστηκε για μας... Λες κι οι Παλαιστίνιοι θυσιάζονται μόνο για τον εαυτό τους! Αποτυγχάνουν να καταλάβουν ότι εκεί κάτω δίνεται ένας αγώνας για την Ανάσταση του ανθρώπου. Και να δουν τη θυσιαστική φύση αυτού τ’ αγώνα. Ακόμα κι ο τόπος είναι ο ίδιος ώστε κι ο πιο ανυποψίαστος να μη λαθέψει. Μα δεν βλέπουνε ποιος είναι σήμερα ο Αμνός; Καλά, δεν βλέπουνε τον Άννα; Δεν βλέπουν τον Καϊάφα; Δεν βλέπουν τον Πιλάτο;  Δεν Βλέπουν τις Μαρίες; Δεν βλέπουν τους Ρωμαίους; Δεν βλέπουν και δεν ακούν το πλήθος που ζητά σταύρωση πάνω στη σταύρωση; Κι αποτυγχάνουν να σκεφτούν ότι αν χαθεί τέτοιος αγώνας που δίνεται μέσα στην απόγνωση, απόγνωση που προκαλεί η εγκατάλειψη, η ανθρωπότητα θα τυλιχθεί σε χιλιόχρονα σκοτάδια. Ήρθαν ήδη τα σκοτάδια, ανάερα απλώνουν και αιωρούνται εδώ κι εκεί και πυκνώνουν κατά τόπους...

Κάθομαι εδώ μέσα στη νύχτα, νύχτα Κυριακής, και γράφω δίπλα στο κερί, μες στη μοναξιά καίγομαι κι εγώ σα το κεράκι. Και αναρωτιέμαι, είναι αυτοί οι άνθρωποι ακόμα Έλληνες; Κι αναρωτιέμαι αν είν’ και Χριστιανοί; Αν τουλάχιστον σε κάποιο μακρινό χωριό, ένας αγροτικός ιερέας, ένας λαϊκός παπάς, έκαμνε μια δέηση για την Παλαιστίνη, κι έλεγε μετά δυο λόγια στο λιγοστό εκκλησίασμα, θα ήλπιζα ότι τούτος ο λαός ακόμα αναπνέει. Ότι κοιμάται αλλά τουλάχιστον μες στον ύπνο του αναπνέει.

 

 

Β.Η.

Σάββατο 19 Απριλίου 2025

Κι ετοιμάστηκαν...

Κι ετοιμάστηκαν για τις εκκλησιές να πάνε να παρακολουθήσουνε το Θείον Πάθος... Δίπλα τους όμως συνέβαινε αυτό κι ας μην ακουγότανε ο θρήνος ούτε η μεγάλη σιωπή μετά το τέλος. Και ήχησαν οι καμπάνες της Ανάστασης, αλλά Ανάσταση δεν έγινε κι απόμειναν βουβοί κι ύστερα στο γιορτινό τραπέζι πίσω τους σα σκιά πέρασε ο Χριστός και τράβηξε για το λόφο πού στέκονταν άδειοι οι σταυροί.




   

                                                                                                                                                  Β.Η.

  

Σάββατο 5 Απριλίου 2025

Κάτι ψυχικές υποθέσεις

 Όταν σκέφτομαι τους Εβραίους του Ισραήλ που είναι άνθρωποι απάνθρωποι και τη διεθνή Εβραΐλα που τους στηρίζει αναρωτιέμαι για το είδος μας. Σαν σκέφτομαι τους Αμερικάνους που τους παρέχουν αφειδώς τα θανατερά εργαλεία και τους Ευρωπαίους που κάνουν τα στραβά τα μάτια μού ‘ρχεται να ξεσπάσω σ’ ένα γιούχα έρεβος! Αλλά σα σκέφτομαι την εκκωφαντική σιωπή της Κίνας, τους Κινέζους που κάνουν το Γκινέζο, και την πολύπαθη Ρουσσία που δε βγάζει τσιμουδιά, ζαλίζομαι. Κι ο δικός μας ο Φασουλής πήγε να βρεί τον φονιά που στάζει από παντού, μέσα στη ζέστα του σφαγείου και δεν σηκωθήκαμε να πάμε να τον υποδεχτούμε στο αεροδρόμιο να τον φτύσουμε και να τον καθαιρέσουμε απ’ το κουστούμι ‘κεί πάνω στον διάδρομο προσγείωσης...

Κι όταν ακούω τους γεωπολιτικούς αναλυτές μας σε κάτι κανάλια, κάτι Μάζηδες και παραμάζηδες, όλοι καθηγητές σε κάτι σκολές, να βγαίνουν με πόζα πιγκουίνου και να μας ειδοποιάνε ότι στην πολιτική δεν υπάρχει συναίστημα παρά μόνο συμφέροντα, δηλαδή πως δεν υπάρχει ήθος παρά μόνο παχυδερμία, τότε με πιάνει φόβος αόριστος και μαράζι που εγκαταλείφτηκε ο λαός σε τέτοιους παιδαγωγούς... Και μου ‘ρχεται να πέσω στα γόνατα να προσευχηθώ να ‘ναι καλά η Σαουδάφρικα, η Νότια Αφρική... Καλά, δεν ξέρουν οι καθηγητάδες ότι όταν συμμαχείς με τον Οξαποδώ δεν πρόκειται καν για συμμαχία, απλά μπαίνεις στην υπηρεσία του; Κι από ‘κει και πέρα κάθε νίκη είναι φαρμάκι; Κι πως υπάρχουν νίκες χειρότερες από ήττα; Και μιλάν με θρίαμβο για τον άξονα Ελλάδα - Κύπρος- Ισραήλ και δε βλέπουν ότι προσπαθούμε με το ζόρι να καταπιούμε τούτο τον άξονα, αλλά η άκρη του μας βγαίνει απ’ το στόμα και σα σούβλα μοιάζει που στη μέση της στριφογυρνά η Κύπρος. Δηλαδή τι θέλουν οι καθηγητάδες που βγαίνουν και κρούουνε τον κώδωνα, ν’ ανταλλάξουμε την Κύπρο με την Παλαιστίνη; Και με τι μούτρα θα βγούμε μετά στη Μέση Ανατολή; Μα καλά, για την Αραπιά θα μιλάμε τώρα, ποιος νοιάζεται για τους αδικιωρισμένους;

Και καλά κάναμε και βγήκαμε στο δρόμο για τα Τέμπη, αλλά σα να διστάζουμε να ορθώσουμε το ανάστημά μας για την ανθρωπότητα. Για την Πύλο και τους ναυαγισμένους, για τον Λουκμάν πάνω στο ποδήλατο... Μόνο η μάνα του ήρθε από κάτι λάσπες του Πακιστάν μαζί με τον μαύρο τον πατέρα και ρώταγαν πώς γίνηκε και χάθηκε ο γιός τους και κάτι γύφτοι βγήκανε σε μια γωνιά σαν όνειρο κακό μ’ ένα χαρτόνι που ‘γραφε «Δηκεοσηνι για το Νηκο»... αλλά αυτοί δεν ήτανε δικοί μας δεν ήρθανε από κανένα λιβινγκρούμ. Μόνο στέκονται νυχτιάτικα ‘κει όξω και κρατάνε σπάγκο και πετάνε στο μαύρο ουρανό χαρταετούς. Και θα σας πω εγώ από πού ήρθανε τούτοι οι μαύροι ξένοι, από την πίσω μεριά του κόσμου ήρθανε, ‘κεί που μια πύλη ξεπροβάλλει απ’ τα σκοτάδια και γράφει πάνωθέ της Πα-λαι-στί-νη... κι όλοι οι λαοί του κόσμου, χωρίς να ξέρουν πού τους πάνε, βαδίζουνε σκυφτοί να περάσουν από κάτω... Και πετάν αδιάκοπα οι ψυχές που χάθηκαν, σα χαρταετοί στο μαύρο ουρανό. Ε, λοιπόν εγώ δε θέλω να πάθω μεταμόρφωση, δε θέλω να παγώσουνε τα δάχτυλά μου, να πετρώσουνε τα σωθικά μου, εγώ δεν πρόκειται να γίνω τέρας!

                                                                                                                                        Β.Η.