Τέλειωσε το ελληνικό το Πάσχα, συντελέστηκε και φέτος
ολόκληρο το Τυπικό όπως κάθε χρόνο. Ένα βιαστικό παρόν στους ναούς, μια μανική εξόρμηση
στα χωριά, μια υποτυπώδης νηστεία, ένα εικοσάλεπτο σαββατιάτικο τρεχαλητό και
μετά η κυριακάτικη ευωχία. Δεν μου λέει όμως τίποτα εμένα τέτοιο Πάσχα απ' τη
στιγμή που απέτυχε να επανανοηματοδοθεί συνδεόμενο με τη σιδηρά πραγματικότητα.
Που δε μπόρεσε να μετουσιωθεί και να πά' να συνδεθεί μ' αυτό που συμβαίνει εκεί
κάτω. Μ' αυτό που τόσο εκκωφαντικά διαδραματίζεται μέρα- νύχτα μπρος στα μάτια
μας. Τόση τυφλότητα; Τέτοιος μονήρης εγκλεισμός μέσα σ' ένα Τυπικό; Τέτοια
απουσία ποιητικής ματιάς, αυτής που όλα τα συνδέει, που βρίσκει τις συνδέσεις
τις μυστικές και τις παράδοξες και τις κρυφές συγγένειες; Από ένα λαό που
γεννήθηκε απ' την Ποίηση κι έζησε μ' αυτήν;
Μιλούν για Πάσχα που σημαίνει θαρρώ, Πέρασμα. Το Πέρασμα απ’
τη σκλαβιά στην ελευθερία. Από τον θάνατο στη ζωή. Μα δεν το βλέπουνε το
Πέρασμα; Εκεί μπροστά τους είναι! Εκεί βοά, δεκαοχτώ μήνες τώρα, στα κλεισμένα
αυτιά τους και εκτυλίσσεται σε ζωντανή μετάδοση μπρος στα σφαλισμένα μάτια
τους. Το μαρτύριο ενός λαού που ζητά ελευθερία. Λευτεριά και δικαιοσύνη. Που
αποζητά αξιοπρέπεια... Και ποιος λαός κωφεύει και τυφλεί; Ένας λαός που για να
λυτρωθεί μάτωσε όσο δεν παίρνει και χρειάστηκε να καεί η χώρα του ως και τα
λιθάρια. Γιατί σ’ αυτόν το τόπο καήκανε ως και οι πέτρες και τα πουρνάρια!
Μιλούν για τον θάνατο ενός θεού και τη θριαμβευτική Ανάστασή
του. Και δεν μπορούν να τον συνδέσουν με το μαρτύριο ενός λαού, που είναι θαρρώ
το ίδιο. Που μαρτυρεί κάθε στιγμή και Ανάσταση δεν έρχεται. Λεν ότι ΄κείνος ο
θεός θυσιάστηκε για μας... Λες κι οι Παλαιστίνιοι θυσιάζονται μόνο για τον
εαυτό τους! Αποτυγχάνουν να καταλάβουν ότι εκεί κάτω δίνεται ένας αγώνας για
την Ανάσταση του ανθρώπου. Και να δουν τη θυσιαστική φύση αυτού τ’ αγώνα. Ακόμα
κι ο τόπος είναι ο ίδιος ώστε κι ο πιο ανυποψίαστος να μη λαθέψει. Μα δεν
βλέπουνε ποιος είναι σήμερα ο Αμνός; Καλά, δεν βλέπουνε τον Άννα; Δεν βλέπουν
τον Καϊάφα; Δεν βλέπουν τον Πιλάτο; Δεν
Βλέπουν τις Μαρίες; Δεν βλέπουν τους Ρωμαίους; Δεν βλέπουν και δεν ακούν το πλήθος
που ζητά σταύρωση πάνω στη σταύρωση; Κι αποτυγχάνουν να σκεφτούν ότι αν χαθεί
τέτοιος αγώνας που δίνεται μέσα στην απόγνωση, απόγνωση που προκαλεί η
εγκατάλειψη, η ανθρωπότητα θα τυλιχθεί σε χιλιόχρονα σκοτάδια. Ήρθαν ήδη τα
σκοτάδια, ανάερα απλώνουν και αιωρούνται εδώ κι εκεί και πυκνώνουν κατά
τόπους...
Κάθομαι εδώ μέσα στη νύχτα, νύχτα Κυριακής, και γράφω δίπλα
στο κερί, μες στη μοναξιά καίγομαι κι εγώ σα το κεράκι. Και αναρωτιέμαι, είναι
αυτοί οι άνθρωποι ακόμα Έλληνες; Κι αναρωτιέμαι αν είν’ και Χριστιανοί; Αν
τουλάχιστον σε κάποιο μακρινό χωριό, ένας αγροτικός ιερέας, ένας λαϊκός παπάς,
έκαμνε μια δέηση για την Παλαιστίνη, κι έλεγε μετά δυο λόγια στο λιγοστό
εκκλησίασμα, θα ήλπιζα ότι τούτος ο λαός ακόμα αναπνέει. Ότι κοιμάται αλλά
τουλάχιστον μες στον ύπνο του αναπνέει.
Β.Η.