Η Υπαίθρια φωτιά
Ένα χειμωνιάτικο
βράδυ πήγα σε μια εκδήλωση ποίησης σ’ ένα θεατράκι στον Κεραμεικό. Άκουσα
μερικά καλά ποιήματα και ένα απ’ αυτά έτυχε μιας σωστής απαγγελίας. Αφού
ζεστάθηκα αρκετά, σηκώθηκα απ’ τη θέση μου στον εξώστη, έγειρα σα Νέμεση πάνω
απ’ το ακροατήριο, πρώτα κραδαίνοντας τη γροθιά και ύστερα σείοντας το χέρι απάνω-κάτω,
με τον δείκτη προτεταμένο (όπως συνηθούνε ρήτορες και ποιητές όταν δείχνουν στο κοινό μια διαρκώς
υποχωρούσα και διαφεύγουσα αλήθεια) και απήγγειλα με στεντόρεια φωνή:
Αυτή την εποχή που τα πράγματα
απαιτούν
καλπασμό αδιάκοπο
εμείς θα
πηγαίνουμε αργά!
Στον τρίτο
μάλιστα στίχο «έκοψα» και τον εξέφερα σαν εκμυστήρευση. Άπαντες γύρισαν τα
κεφάλια προς τα πάνω για να αντιμετωπίσουν τη φωνή που ερχόταν από τα ουράνια. Πρόλαβα
και είδα στην πλατεία τις φάτσες των φίλων μου έκπληκτες! Τον εισηγητή επίσης,
που πήρε το μικρόφωνο ανήσυχος. Δεν του έδωσα καιρό. Τέλειωσα μάνι-μάνι. Aραιό, αμήχανο χειροκρότημα
ακολούθησε την παρέμβαση. Έκατσα στη θέση μου και ο εξώστης ξαναβυθίστηκε στη
σιωπή.
Μετά το πέρας της βραδιάς,
αποχαιρετισθήκαμε έξω με τους φίλους και τράβηξα μονάχος μες την πλατεία Αυδή.
Ήταν λίγο πριν τα μεσάνυχτα και η πλατεία, που την ήξερα συνήθως έρημη, ήταν
γεμάτη ζωή. Περνώντας μέσα από τον κόσμο - νεαρούς άνδρες που παραδόξως κάθονταν
πάνω σε χαρτόνια - άκουσα αραβικά.
Μεμιάς, σαν να δόθηκε ένα
σύνθημα, όλοι σηκωθήκαν. Δεν είμαι μάλιστα σίγουρος αν ακούστηκε ένα αδιόρατο
σφύριγμα ή κάποιοι απλώς κάναν την αρχή. Κουβαλώντας τα χαρτόνια υπό μάλης
έσπρωξαν τις πόρτες δύο νεοκλασσικών σπιτιών και χώθηκαν μες το σκοτάδι των
εισόδων. Ήταν λοιπόν ένα σύνθημα για μπούκα! Για δες, αναλογίστηκα, κάτι συμβαίνει
εδώ! Όμορφα παλιά, δίπατα σπίτια παρατημένα απ’ τους ιδιοκτήτες τους στο
σκοτάδι και το πένθος, καταφύγιο τώρα περιπλανώμενων ψυχών! Κάθισα σ’ ένα
παγκάκι και περιεργαζόμουν την πλατεία. Μπροστά μου ένας φραγμός από κυματιστή
λαμαρίνα ενάμιση μπόι ύψος, σα να λέμε δυόμιση περίπου μέτρα, εκτεινόταν σε
μέγα μήκος κι έκλεινε μια σειρά ερειπωμένων σπιτιών που τα ‘ξερα από παλιά.
Προφανώς, έργα είχαν αρχίσει εκεί μέσα, έργα ανακαίνισης. Σε απόσταση περίπου
10 μέτρων, η μια από την άλλη, λάμπες του Δήμου πάνω σε όμορφα κολονάκια
υψώνονταν αρκετά πάνω απ’ τον φραγμό και φώτιζαν την πλατεία που έμοιαζε με
καλοστημένο σκηνικό. Πίσω μου, σ’ ένα κεντράκι παίζανε ρεμπέτικα. Η μουσική
ερχόταν κατά κύματα άλλοτε καθαρά κι άλλοτε μπουκωμένα, ανάλογα με την πόρτα
που ανοιγόκλεινε, γιατί κόσμος μπαινόβγαινε·
αγόρια, κορίτσια, παρέες, ζευγαράκια. Σκεφτόμουν τα ποιήματα κι ό,τι είχε συμβεί
σ’ εκείνο το νεόκοπο πολιτιστικό κέντρο λίγο πριν. Σε μια στιγμή, κάτι μ’
έβγαλε απ’ τις σκέψεις μου. Συνέβαινε αρκετή ώρα τώρα, αλλά το συνειδητοποίησα
ξαφνικά. Ομίχλη ταξίδευε πάνω από τις λάμπες. Μπα σε καλό μου, είπα! Ομίχλη στο
κέντρο της Αθήνας; Η ώρα όμως περνούσε και το πράγμα πύκνωνε πολύ, τω όντι
μυστηριώδες! Να, τώρα, κάποιος διασχίζει τρέχοντας την πλατεία, αρπάζεται απ’
την κολόνα και σαν να πήδαγε επί κοντώ, πατώντας πάνω στις κούρμπες του
μετάλλου, ανέβηκε σαν αίλουρος ως το αυχένα του φραγμού και πήδηξε απ’ την
άλλη. Τρομερός ήχος από παλλόμενες λαμαρίνες! Ένας δεύτερος ακολούθησε, μα αυτός,
μόνο έφτασε ως απάνω – ο ίδιος πάταγος από λαμαρίνες - κι απόμεινε εκεί. Κι
έτσι σκαρφαλωμένος έπιασε το λακριντί μ’ αυτόν που ήτανε από μέσα. Τι συμβαίνει
γαμώτο μου! Τι λέγανε; Δεν άκουγα. Έπρεπε να διαπιστώσω.
Περίμενα να κατέβει και να
φύγει αυτός που ήταν απάνω και πήγα, πιάστηκα κι εγώ απ’ τη κολόνα και πατώντας
πάνω στην κυματιστή λαμαρίνα αναρριχήθηκα με χέρια και με πόδια. Από εκεί ψηλά,
είδα μια πλατιά εσωτερική έκταση και πέρα στο βάθος μια παρέα από νεαρά παιδιά
κάθονταν γύρω από μια υπαίθρια φωτιά. Ένας λεπτός καπνός ανέβαινε στον κρύο
νυχτερινό ουρανό. Να λοιπόν, τι ήταν η «ομίχλη» που με είχε προβληματίσει! Και
σκυμμένες φιγούρες πάνω απ’ τη ζεστή αναλαμπή κάτι έκαναν, κάτι είχαν περασμένα
σε λεπτές βέργες και τα ψήναν στη φωτιά!
Ένας που ήταν όρθιος, στράφηκε προς τη
μεριά μου και κούνησε ερωτηματικά το χέρι. Ήταν έτοιμος να ‘ρθει. Έβλεπα τα
πρόσωπα όλων που ασπρίζαν στο μισοσκόταδο, όπως είχαν στραφεί και με κοιτούσαν.
Λευτέρωσα ένα χέρι κι ανέμισα έναν χαιρετισμό. Έσφιξα κατόπιν την μπουνιά σαν
να επικροτούσα. Ο όρθιος ανταπέδωσε τον χαιρετισμό και όλοι ξαναγύρισαν μπροστά
ησυχασμένοι.
Έμεινα να τους
κοιτώ! Εκεί εκάθονταν παρέα! Ψήνανε και τρώγαν! Ποιοι ήτανε αυτοί οι βασιλιάδες
που άναβαν φωτιά στο κέντρο της πόλης; Ποιοι ήταν αυτοί οι αριστοκράτες που
επέμεναν να ‘χουν πάρε-δώσε με την περιπέτεια;
Τοτενές, εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα εκειά πάνου,
σκέφτηκα τα ταξίδια μέσα στον χειμώνα, με τους Έλληνες και τους
Λατινοαμερικάνους σε αναζήτηση του Ουμπέρτο στην Ολλανδία, τις περιπλανήσεις
μου στο Μεξικό, την καβαλαρία πάνω στις οροφές σε ατελείωτα τραίνα και την αγγελική
μου Μοίρα.
Αμέσως μετά, σκέφτηκα τους τέσσερεις
τοίχους που με περίμεναν σ’ ένα μοναχικό διαμέρισμα. Και σαν να με έλουσε
κρουνός, ψηλά σε ‘κείνη την έρμη την κολόνα, μέσα στα ντουμάνια που με περιτυλίγαν, συνειδητοποίησα πως η ποίηση δεν ήταν στη βραδιά που είχα παραστεί. Εκεί όξω
ήτανε η ποίηση! Οι ρεμπέτες δεν ήταν στο μικρό κεντράκι απ’ όπου ερχότανε η
μουσική. Εκεί όξω ήταν οι ρεμπέτες! Κι εκείνη τη μοναδική κι απόλυτη στιγμή
κατάλαβα πως ήμουν απ’ τη λάθος μεριά του φράχτη.
Β.Η.
Ομορφοδεμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφή