Το καλοκαίρι του
2013 δούλεψα σε ένα ξενοδοχείο στο Φαληράκι της Ρόδου. Εκπαιδεύτηκα στη ζωγραφική και για αμέτρητα καλοκαίρια
κερδίζω τα χρειώδη κάθε χρονιάς σαν πορτραιτίστας, δουλεύοντας στην Πιάτσα των
Ζωγράφων της Ρόδου. Άρα μπορώ να πω ότι, κατά κάποιο τρόπο, κάθε σαιζόν χάνω
άλλο ένα καλοκαίρι της ζωής μου. Όπως κάθε Έλληνας ή ξένος που δουλεύει στην τουριστική
βιομηχανία.
Τη χρονιά εκείνη
λοιπόν μια απρόσμενη τροπή των πραγμάτων «στο δρόμο» μ’ έστειλε άρον-άρον σ’
ένα ξενοδοχείο. Με μια, όχι και τόσο κακή, συμφωνία, νοίκιασα πόστο μέσα στο lounge του ξενοδοχείου όπου
έναντι μιας λογικής αμοιβής έκανα τα πορτραίτα των πελατών. Το ξενοδοχείο ήταν all inclusive, που σημαίνει ότι ο
πελάτης αγοράζει ένα πακέτο διακοπών στο οποίο περιλαμβάνεται η πτήση, το
δωμάτιο, το φαΐ, τα ποτά στο μπαρ, η οργανωμένη διασκέδαση και η πρόσβαση σ’
όλες τις εγκαταστάσεις και «ευκολίες» του ξενοδοχείου που έχουν προβλεφθεί για
αυτόν και τα παιδιά του. Φυσικό είναι λοιπόν, με τόση πρόβλεψη, σπάνια να
βγαίνει κανείς από εκεί μέσα και πρακτικά πρόκειται για ένα στρατόπεδο διακοπών.
Φυσικό ήταν
επίσης, οι πελάτες βαριεστημένοι από ένα άψογο υπερτεχνολογικό και
αποστειρωμένο περιβάλλον να έλκονται από έναν χειρώνακτα που δουλεύοντας, μέσα
στη μουτζούρα – κύριος… μιάς αρχαίας μαγείας, τους… έκανε την τιμή να ασχοληθεί
με το πρόσωπό τους και την «εικόνα» του εαυτού τους. Φυσικό ήταν επίσης σαν
«ανεξάρτητος συνεργάτης» ήτοι: κύριος του
χρόνου μου αλλά και σαν «καλλιτέχνης», ήτοι: περιβεβλημένος με το κύρος του μύθου της ζωγραφικής, να
απολαμβάνω μέσα στο ξενοδοχείο, το προνομιακό καθεστώς ενός μικρού σταρ, αν και
από τους εργαζόμενους δεν διέφευγε το γεγονός ότι και πάνω από μένα, επίσης,
πέρναγε ο οδοστρωτήρας του μεροκάματου. Αυτό ήταν ένα σημείο ταύτισης κι έτσι
έρχονταν να δουν τι κάνω, να με γνωρίσουν και να μιλήσουν μαζί μου, άρα το
πόστο ήταν ιδανικό και για την άλλη δουλειά μου, την κύρια δραστηριότητά μου, η
οποία είναι παρατηρητής και καταγραφέας. Είχα λοιπόν τα αυτιά μου ανοιχτά και
τα λόγια μου λίγα.
Άκουσα τις
καθαρίστριες, τις σερβιτόρες, τις λατζέρισες,
τις καμαριέρες, μεγάλες ταλαιπωρημένες γυναίκες πολλές από αυτές, να
βογκάνε μέσα στα νυχτερινά λεωφορεία της επιστροφής ότι έχουν «ανοίξει» τα
πόδια τους από την ορθοστασία. Άκουσα σε
διαλόγους νεαρών σερβιτόρων ότι «δεν την παλεύουν» δουλεύοντας 12ωρα επί
βδομάδες χωρίς ρεπό. Διαπίστωσα τον συνεχή έλεγχο, την απίστευτη ρουφιανιά που
επικρατούσε, το ακοίμητο μάτι και το μακρύ χέρι της Διεύθυνσης. Τον φόβο της
απόλυσης, την ανήμπορη οργή για τους απλήρωτους μισθούς, τον εργασιακό τρόμο
και την εξουθενωτική δουλειά που κρύβεται επιμελώς πίσω από την επιβεβλημένη ευγένεια
και την «ανεμελιά». Με δυό λόγια αυτό που για τους μεν, ήταν στρατόπεδο διακοπών για τους δε, ήταν στρατόπεδο εργασίας. Ποιος είπε ότι η
ελληνική νοοτροπία δεν είναι συμβατή με την βαριά βιομηχανία?
Ταυτόχρονα είχα όλο
τον χρόνο να δω τις θερμοκρασίες, την αθλιότητα και την τρέλλα που επικρατούσε
μέσα στην κόλαση της κουζίνας, να δοκιμάσω τα φτηνά λάδια, τα ψεύτικα φρούτα
και τα πεθαμένα φαγητά τους. Σ’ ένα κόσμο κέρδους δεν θα μπορούσε να’ ναι
αλλοιώς: οι τουριστικοί πράκτορες του εξωτερικού που έχουν στα χέρια τους τους
πελάτες ρίχνουν διαρκώς την τιμή ανά κεφάλι, οι ξενοδόχοι απαντούν ρίχνοντας
την ποιότητα και οι πελάτες ανταπαντούν σπαταλώντας αφειδώς ποτά και φαγητά.
Χιλιάδες οι σχεδόν ανέγγιχτες μερίδες που πετάγονται στους κάδους, στις ζέχνουσες
αυλές πίσω από τις κουζίνες των ξενοδοχείων, σε όλο το νησί, όπου κανένας
τουρίστας δεν έχει πρόσβαση. Κι ένας πελάτης, περιμένοντας το λεωφορείο για το
αεροδρόμιο χάιδευε την κοιλιά του ικανοποιημένος αναφωνώντας: Four kilos!- 4 κιλά λίπους και χοληστερίνης,
ο άθλιος!
Ένας πόλεμος όλων
εναντίον όλων. Να λοιπόν που κατέληξε η περιλάλητη ελληνική φιλοξενία!
Οι Καλυθιές τώρα,
είναι ένα από τα μεσόγεια χωριά της Ρόδου και το επίνειό τους είναι το
Φαληράκι. Τούτο δω, ως τη δεκαετία του ’60 ήταν μια παραλία με μερικές καλύβες
που οι Καλυθινοί έβαζαν τις βάρκες τους. Τα κτήματα στην παραλία, που τα’ πιανε
η αρμύρα, τα έδιναν στους δεύτερους και τρίτους γιούς και γαμπρούς ενώ τα μέσα, τα καλά, με τις ελιές και τους
πορτοκαλεώνες, στους πρώτους. Μετά ήρθε ο τουρισμός. Κι έφερε τα πάνω, κάτω και
τους έσχατους πρώτους. Οι καλύβες έγιναν ταβερνάκια, μετά χτιστήκανε δωμάτια
και μετα- με τα δάνεια τα καλά- τα
μεγάλα, τα κραταιά ξενοδοχεία. Κατά μήκος του δρόμου που οδηγούσε στην
παραλία χτίστηκαν κάτι προχειροκατασκευές που έγιναν μπαρ και τουριστικά
μαγαζιά. Τον χειμώνα βροντοκοπούν οι λαμαρίνες και το μέρος το σαρώνει η άμμος
αλλά το καλοκαίρι παράγει χρήμα. Είναι μια από τις δημιουργίες της σύγχρονης
Ελλάδας. Σ’ αυτήν ανήκει η «σύλληψη» και το «στήσιμο» και ή εγγλέζικη τρέλλα
και φαντασία το έκαναν διάσημο.
Και εμφανίστηκε ο
σύγχρονος «ντόπιος» της τουριστικής Ελλάδας, ο τυχάρπαστος! Με τα μπράτσα τα
χτισμένα στα γυμναστήρια γεμάτα τατουάζ και απλωμένα ψηλά στο τιμόνι της Harley, να τον προαναγγέλλει ο
βρυχηθμός της. Έδερνε και κανένα ατίθασο Εγγλέζο και διέσχιζε ένδοξα τη
δεκαετία του ’80.
Δεν ήταν όμως μόνο
οι Καλυθινοί, ήταν όλη η Ρόδος, κι αυτοί που είχαν κατέβει «από πάνω», και οι
γουναράδες, και οι χρυσοχόοι… κι είχανε πολλοί παρελθόν σαν Λευκοί της Αφρικής,
με βίλες εξοχικές τώρα και με αλέες, στα μέρη τα δροσερά. Που είχαν πρόσβαση
άλλοι στα «δάνεια της Χούντας» κι άλλοι στα «δάνεια του ΠΑΣΟΚ». Γεροί
επιχειρηματίες, σαν να λέμε, οι «στυλοβάτες».
Άλλαζαν όμως οι καιροί, σιγανά και ανεπαισθήτως, κάποια “κρίση”
ακουγόταν μακριά, ένα-ένα τα ξενοδοχεία γίνονταν all inclusive κι έκλειναν τον
κόσμο μέσα, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό κι άρχισε μια παρακμή ξεγυρισμένη για
τους φτωχοδιάβολους που κάποτε νόμισαν τους εαυτούς τους πρίγκηπες…
Αλλά και για τους άλλους που αντέχανε ακόμα, ζορίσανε τα πράγματα. Για
μια στιγμή, στην πρώτη επαφή μου με τα ξενοδοχεία, θεώρησα ότι σύντομα επέκειτο
πιά, οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες να περάσουν στα χέρια των τουριστικών
πρακτορείων του εξωτερικού. Της Thomas Cook
και της TUI. Σύντομα
έμελλε να καταλάβω ότι αυτό δεν ήταν απαραίτητο. Αφού οι διεθνείς πράκτορες
είχαν στα χέρια τους την πρώτη ύλη της τουριστικής βιομηχανίας, την τουριστική
μάζα, και στην διάθεσή τους ένα πλήθος συνωθούμενων «τουριστικών προορισμών»
μπορούσαν να ορίζουν και την τιμή. Οι Έλληνες ιδιοκτήτες μεταβάλλονταν σε
πειθήνιους υπαλλήλους.
Χάθηκε λοιπόν παντού το αετίσιο βλέμμα, έγινε συντρίμμια η αλαζονεία,
χαμήλωσε η βροντώδης φωνή, άλλαξε ο τόνος της- γέμισε δισταγμό και συρτό παράπονο.
Πολλά ήτανε τα αγκάθια: το σύστημα του all inclusive, το άσχημο παιχνίδι που τους παίξανε στο Χρηματιστήριο,
η (αδιανόητη) πτώση της «ευρωπαϊκής αγοραστικής δύναμης»… Aσπρίζανε και τα μαλλιά…ύπουλα τους είχε
φερθεί ο χρόνος.
O Mάικ
ήταν από τις Καλυθιές. Έκανε ό,τι έκανε κάθε παιδί της πληβειακής Ρόδου την
εποχή που έφτασε το πρώτο μεγάλο κύμα του τουρισμού: δούλευε εδώ κι εκεί,
αλήτευε, έκανε ακροβατικές βουτιές από το τραμπολίνο, την εξέδρα στο Έλλη beach, μοστράριζε μπράτσα και
κοιλιακούς στην παραλία προς χάριν της μικρής Σκανδιναβής και ανέβαινε για
προσκύνημα τα βράδια προς την Αquarius,
την Babylon, την Embassy, ή τους κήπους της Sfinx όπου μέσα στον
καταιγισμό μιάς χορευτικής ποπ, σηκωνότανε μια μυρουδιά από κοριτσίστικο ιδρώτα
και σαπουνάκι Lux.
Εκεί ήταν που γύρω στις 1.30 κάθε νύχτα, “τα παιδιά της ντισκοτέκ”,
χορεύοντας, έσπρωχναν ανεπαίσθητα με τις πλάτες τον κόσμο και μόλις άνοιγαν ένα
πέταλο, τα φώτα χαμήλωναν κι έπεφταν οι πρώτες νότες από το Sex Machine του James Brown κι άρχιζε κάτι αυστηρά
«φυλετικό», πράγμα που σήμαινε ότι οι «απέξω» στριμώχνονταν πάνω στο πέταλο για
να «δούν» χωρίς να διανοούνται καν να μπούν «μέσα» κι όπου «μέσα» λάμβανε χώραν
μια τελετή: αγόρια χόρευαν κατά ζεύγη αντικριστά και πήδαγαν χιαστί ο ένας μες
τα σκέλια του άλλου διαλαλώντας την αρσενική τους δύναμη και μετά, προτού ο
καθένας αποσυρθεί για τον επόμενο, έκανε κάθε ακροβατική φιγούρα που είχε
κερδίσει μέσα από ώρες εξάσκησης για να φανεί το τάλαντο και η φαντασία του.
Και βάσταγε όλο το «συμβάν» για κανά δεκάλεπτο υπό τη χωσιά της πιο βαριάς
αράπικης soul μέσα σε λευκή σάρκα! Τούτος ο
άγριος πολεμικοσεξουαλικός χορός ήταν το «μπαμ»! Ο Ροδίτικος Πυρίχειος! Όλα μετρημένα πάνω στην κόψη με σκοπό την
πειθάρχηση σε κάποιους άγνωστους και σκοτεινούς θεούς του ρυθμού, τον θαυμασμό
του πλήθους, την εκτίμηση των κολλητών και τις γκόμενες.
The eighties was a great decade! Ναι, η
δεκαετία του 80 υπήρξε μια μεγάλη δεκαετία. Ο λαός έζησε την ευμάρεια. Ο
Καπιταλισμός έχοντας αφομοιώσει την αμφισβήτηση,
όπως μόνο αυτός ξέρει, ανανεωμένος και λαμπερός, μοίραζε παντού τα δώρα του.
Ταυτόχρονα το παλιρροιακό κύμα που ξεσήκωσε η δεκαετία του 60, αυτή η μητέρα όλων των δεκαετιών, έφτανε, αν και συνεχώς φθίνον, ως το τέλος
της. Ο μαζικός τουρισμός, που μόλις άρχιζε, είχε κάτι από την αθωότητα κάθε
αρχής. Και κάτι, που ακόμα απέμενε από την ξενοιασιά και ελευθερία ενός
χίππικου καλοκαιριού, συναντούσε ένα αίσθημα φιλοξενίας και μια απλότητα που
συνέχιζε να έρχεται από τους νεολιθικούς χρόνους. Αμφότερες οι πλευρές ήθελαν
ειλικρινά να γνωρίσουν αλλήλους. Οι Έλληνες αυτό τον «λαό» που κατέβαινε απ’
τον Βορρά και οι Βόρειοι μια χώρα στον ήλιο που έβγαινε από… την κλασική εποχή
και γνώριζε ακόμα τον χρόνο. Με ένα γνήσιο πνεύμα τυχοδιωκτισμού, ολοζώντανο
ακόμα εκείνες τις δεκαετίες, υπήρξαν άντρες που βάλθηκαν να γνωρίσουν «όλες τις
χώρες κι όλους τους λαούς του κόσμου». Και, ως γνωστόν, για να γνωρίσεις καλά
ένα λαό πρέπει να γνωρίσεις τις γυναίκες του. Αυτές θα σου μάθουν ό,τι δεν
βρίσκεται γραμμένο πουθενά. Και οι βόρειες γυναίκες, σ’ ένα αδιάκοπο κυνήγι του
ήλιου, κουρασμένες από τον άντρα –σύντροφο έψαχναν νοσταλγικά τον “άντρα” για
να ξανανοιώσουν “γυναίκες”. Και ήταν
ντόμπρες, να κάτι ξεχασμένο, ντόμπρες και γενναιόδωρες! Και οι ντόπιοι που είχαν
μεγαλώσει στα μποστάνια και έκαναν βουτιές και τσαλαβουτούσαν στις χωμάτινες
στέρνες, τις «χαβούζες», μες τις καλαμιές και τους ανεμόμυλους,
πλαισιώνονταν από τους άλλους που άφηναν
την καμπίσια σκόνη του Έβρου και τους άλλους απ’ τα Τρίκαλα, και τους ορεσείβιους,
που βάδιζαν ξανά «Μέχρι το Πλοίο», και κατέβαιναν όλοι αυτοί εδώ κάτω, στην
Ευρώπη! Και οι άλλοι, οι ροκάδες με τα μαύρα t-shirt,
που, σαν μαγνήτης τους τράβαγε ο Νότος και άφηναν πίσω τους την Νύχτα και την
έρημο μιάς ισοπεδωμένης Αθήνας. Και δεν ήταν μόνο η ευκαιρία για δουλειά αλλά,
από πιο βαθιά, η παλιά πείνα.
Για να συναντηθούν
όλοι τους με τις κοπέλλες που είχαν μεγαλώσει στη αγκαλιά του Κράτους- μαμά και τη φροντίδα και την
πλήξη του Κράτους -νυχτοφύλακα ”. Που
έψαχναν τον «αλήτη» γιατί ο «αλήτης» έχει γερό κύτταρο και κάποιες απ’ αυτές,
την παντελή αποστασία από τα ανθρώπινα φυτώρια.
Και παίχτηκε ξανά
και ξανά το «Κορίτσια στον ήλιο» με χιλιάδες Ανν Λόμπεργκ και κάποιες φορές το
«Καλοκαίρι με την Μόνικα» και κάποιοι λίγοι τυχεροί, ευνοημένοι από τον έρωτα,
αποπειράθηκαν μια περιπλάνηση και μια
δεύτερη Φυγή προς την Αθανασία σε κάθε γωνιά της γης.
(συνεχίζεται)
Β.Η
Πολύ ζωντανή και συναρπαστική καταγραφή μιας αλλοτρίωσης!!!! Ο τουρισμός είναι η μοναδική ισχυρή βιομηχανία της Ελλάδας. Τα 'χει λοιπόν αυτά η βιομηχανία. Ξεκινάει πχ απ' το Ford T με τη μανιβέλα, περνάει στο Mustang που σκίζει την άσφαλτο, πάει στο C-Max το πολυχρηστικό, ξαναφέρνει στη μόδα το Mustang και πάει λέγοντας. Ο παράς να βγαίνει κι από στυλάκια ό,τι γουστάρει ο πελάτης. Εδώ οι Αγγλοσάξωνες στήσανε ολόκληρη βιομηχανία πάνω στο ροκ και την αμφισβήτηση! Η βασίλισσα παρασημοφόρησε κι έκανε "σερ" τα Σκαθάρια, οι Rolling Stones πουλάγανε δίσκους μ' εξώφυλλο ένα τζην με φερμουάρ, οι Pink Floyd αποχτήσανε ιδιωτικά αεροπλάνα καυτηριάζοντας τον Τοίχο του "συστήματος", μέχρι και κάτι λυωμένα πρεζάκια, βασανισμένους ανθρώπους χωρίς στον ήλιο μοίρα, που αυτοκτόνησαν ή πεθάνανε από αναρρόφηση σε σνιφοπάρτι σαν και το Χεντριξ, το Μπράιαν Τζόουνς ή τη Τζόπλιν, τους πουλήσανε για ήρωες και σύμβολα στη νεολαία κι η πλάκα είναι πως ακόμα κάποιοι το τρώνε το σχετικό παραμύθι αμάσητο. Τι να λέμε... Δε θα έπαιρνε η βιομηχανία τα ταλαίπωρα τα καμάκια, με το μυαλό στα σκέλια, να τα στίψει και να τα πετάξει σα λεμονόκουπες; Ή να ξαναβάλει στη μόδα κάποια παραλλαγή τους στο πιο μοντέρνο; Πανεύκολο! Άλλωστε πού να έβρισκαν πάτημα για ν' αντισταθούνε αυτοί οι ιθαγενείς στα καθρεφτάκια και τις χάντρες της "αρσενικάδας", της "πάουερ μάτσο" φανφάρας και στο σχετικό παρά, με τα οποία τους έστησε φάκα η τουριστική βιομηχανία;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠεριμένω τη συναρπαστική συνέχεια!!!
Αεροπλανάκια, καλά τα λές ξεχνάς όμως ότι έπαιξε και πολύς ειλικρινής, ερωτισμός, κάτι το αυθεντικότερο από μια σκέτη δίψα για εξουσία, δύναμη και χρήμα.
Διαγραφή