Μεταμεσονύκτια Ημερολόγια
Σάββατο 19 Απριλίου 2025
Κι ετοιμάστηκαν...
Σάββατο 5 Απριλίου 2025
Κάτι ψυχικές υποθέσεις
Όταν σκέφτομαι τους Εβραίους του Ισραήλ που είναι άνθρωποι απάνθρωποι και τη διεθνή Εβραΐλα που τους στηρίζει αναρωτιέμαι για το είδος μας. Σαν σκέφτομαι τους Αμερικάνους που τους παρέχουν αφειδώς τα θανατερά εργαλεία και τους Ευρωπαίους που κάνουν τα στραβά τα μάτια μού ‘ρχεται να ξεσπάσω σ’ ένα γιούχα έρεβος! Αλλά σα σκέφτομαι την εκκωφαντική σιωπή της Κίνας, τους Κινέζους που κάνουν το Γκινέζο, και την πολύπαθη Ρουσσία που δε βγάζει τσιμουδιά, ζαλίζομαι. Κι ο δικός μας ο Φασουλής πήγε να βρεί τον φονιά που στάζει από παντού, μέσα στη ζέστα του σφαγείου και δεν σηκωθήκαμε να πάμε να τον υποδεχτούμε στο αεροδρόμιο να τον φτύσουμε και να τον καθαιρέσουμε απ’ το κουστούμι ‘κεί πάνω στον διάδρομο προσγείωσης...
Κι όταν ακούω τους γεωπολιτικούς αναλυτές μας σε κάτι
κανάλια, κάτι Μάζηδες και παραμάζηδες, όλοι καθηγητές σε κάτι σκολές, να
βγαίνουν με πόζα πιγκουίνου και να μας ειδοποιάνε ότι στην πολιτική δεν υπάρχει
συναίστημα παρά μόνο συμφέροντα, δηλαδή πως δεν υπάρχει ήθος παρά μόνο
παχυδερμία, τότε με πιάνει φόβος αόριστος και μαράζι που εγκαταλείφτηκε ο λαός
σε τέτοιους παιδαγωγούς... Και μου ‘ρχεται να πέσω στα γόνατα να προσευχηθώ να
‘ναι καλά η Σαουδάφρικα, η Νότια Αφρική... Καλά, δεν ξέρουν οι καθηγητάδες ότι όταν συμμαχείς
με τον Οξαποδώ δεν πρόκειται καν για συμμαχία, απλά μπαίνεις στην υπηρεσία του;
Κι από ‘κει και πέρα κάθε νίκη είναι φαρμάκι; Κι πως υπάρχουν νίκες χειρότερες
από ήττα; Και μιλάν με θρίαμβο για τον άξονα Ελλάδα - Κύπρος- Ισραήλ και δε
βλέπουν ότι προσπαθούμε με το ζόρι να καταπιούμε τούτο τον άξονα, αλλά η άκρη
του μας βγαίνει απ’ το στόμα και σα σούβλα μοιάζει που στη μέση της στριφογυρνά
η Κύπρος. Δηλαδή τι θέλουν οι καθηγητάδες που βγαίνουν και κρούουνε τον κώδωνα,
ν’ ανταλλάξουμε την Κύπρο με την Παλαιστίνη; Και με τι μούτρα θα βγούμε μετά
στη Μέση Ανατολή; Μα καλά, για την Αραπιά θα μιλάμε τώρα, ποιος νοιάζεται για
τους αδικιωρισμένους;
Και καλά κάναμε και βγήκαμε στο δρόμο για τα Τέμπη, αλλά σα
να διστάζουμε να ορθώσουμε το ανάστημά μας για την ανθρωπότητα. Για την Πύλο
και τους ναυαγισμένους, για τον Λουκμάν πάνω στο ποδήλατο... Μόνο η μάνα του
ήρθε από κάτι λάσπες του Πακιστάν μαζί με τον μαύρο τον πατέρα και ρώταγαν πώς
γίνηκε και χάθηκε ο γιός τους και κάτι γύφτοι βγήκανε σε μια γωνιά σαν όνειρο
κακό μ’ ένα χαρτόνι που ‘γραφε «Δηκεοσηνι για το Νηκο»... αλλά αυτοί δεν ήτανε
δικοί μας δεν ήρθανε από κανένα λιβινγκρούμ. Μόνο στέκονται νυχτιάτικα ‘κει όξω
και κρατάνε σπάγκο και πετάνε στο μαύρο ουρανό χαρταετούς. Και θα σας πω εγώ
από πού ήρθανε τούτοι οι μαύροι ξένοι, από την πίσω μεριά του κόσμου ήρθανε, ‘κεί
που μια πύλη ξεπροβάλλει απ’ τα σκοτάδια και γράφει πάνωθέ της Πα-λαι-στί-νη...
κι όλοι οι λαοί του κόσμου, χωρίς να ξέρουν πού τους πάνε, βαδίζουνε σκυφτοί να
περάσουν από κάτω... Και πετάν αδιάκοπα οι ψυχές που χάθηκαν, σα χαρταετοί στο
μαύρο ουρανό. Ε, λοιπόν εγώ δε θέλω να πάθω μεταμόρφωση, δε θέλω να παγώσουνε
τα δάχτυλά μου, να πετρώσουνε τα σωθικά μου, εγώ δεν πρόκειται να γίνω τέρας!
Β.Η.
Σάββατο 22 Μαρτίου 2025
Η Άσπρη Θάλασσα
Καθώς έφευγε η μέρα
κατεβήκαμε στον απαλό γιαλό
δίπλα στο σιγανό κύμα
και παρατηρώντας συνεχώς
πολύ προσεκτικά
κόλπους κι ακρωτήρια
να γίνονται διάφανα
μες στο μεταξένιο δείλι
αδιάσπαστο σύμπλεγμα
αντιθέσεων
άπειρη εναλλαγή τόνων
και χρωμάτων
κατάλαβα σε μια στιγμή
που η ώρα ήταν ανοιχτή
πως το ελληνικό τοπίο
είναι μάθημα Δημοκρατίας.
Κάθε κοιλάδα πίσω απ’ το βουνό
κάθε νησί αντίκρυ, είναι ένας άλλος κόσμος
κόσμοι που τους ενώνει η ίδια θάλασσα,
η ίδια γλώσσα, ο ίδιος Τρόπος.
Γιατί τί άλλο είναι η Δημοκρατία;
Τί άλλο να ‘ναι τούτος ο μπελάς;
Παρά η εξεύρεση των λεπτών ισορροπιών
συνεχής κι επίπονη
ανάμεσα σε κοινότητες ελεύθερων ανθρώπων
που νιώθουν ότι τους ενώνει
κάτι πολύ σημαντικό.
Κι είναι αναγκασμένη αυτή η χώρα
να επιτελέσει αυτό το σχέδιο
και όχι άλλο.
Να τί μας έκανε η γεωγραφία!
Απέραντα απλώνονται τα δάση
από το Βόλγα έως τα Ουράλια
καμπίσιες οι εκτάσεις από τις Άλπεις ως τη Βαλτική
με μαύρο χώμα και φουγάρα,
αργά κυλάνε τα ποτάμια στην Μεσοποταμία
βαρύς και καφετίς ο Νείλος.
Από τα Απαλλάχια ως τα Βραχώδη Όρη
πλατιά εκτείνεται η χώρα μέσα στον κάμπο του Κάνσας
στα δύο χωρισμένη από τον Πατέρα των Νερών.
Πλήθη χαρακτηρίζουν την Ινδία
αργόσυρτα κινούνται τα πλήθη της Κίνας
ατέλειωτους δρόμους έφτιαξε η Ρώμη
κι άλλοι τέτοιοι δρόμοι σκονισμένοι
καταλήγαν στα Εκβάτανα.
Παντού το μάτι του αυθέντη βλοσυρό
βλέπει στη μακρινήν ευθεία
και πλαταγιάζει το μαστίγιο στον αέρα.
Αάπ! Εσύ, εκεί κάτω! Γιατί δεν δουλεύεις;
Ενώ εδώ;
Είμαστε η Άσπρη θάλασσα
Αυτή αναδεύει την ψυχή μας
Ψηλά θεόκτιστα βουνά σβήνουν
σε στενές κοιλάδες
Κοιλάδες καταλήγουν σε ακρωτήρια και σε κόλπους
Κόλποι που αντικρίζουν αναρίθμητα νησιά ριγμένα
στο αφρισμένο κύμα
Κύμα που το διασχίζουν λευκά πανιά
και η παράτολμη επιθυμία
για ταξίδι και ανταλλαγή.
Είναι κρίμα γι’ αυτή τη χώρα
που τα βουνά, οι κοιλάδες, τ’ ακρωτήρια
τα νησιά και το λευκό πανί
δεν κατάφεραν να παράγουν μια μορφή
διακυβέρνησης
δεν κατάφεραν να φτιάξουν την κυβέρνηση
της σταφίδας, των δημητριακών, της άμπελου
της ασημοπράσινης ελιάς
την κυβέρνηση του δημοτικού τραγουδιού
του ρεμπέτικου και της χοντροκομμένης ρίγανης
την κυβέρνηση των ποιητών
που ‘ναι απόγονοι εκείνου που ‘χε σβησμένα μάτια
γιατί όλα σ’ αυτή τη χώρα πάνε πίσω στον Όμηρο
Τον Όμηρο τον εθνοκτίστη
γιατί αυτός τραγούδησε και τραγουδώντας όρισε
την ελληνική τη μοίρα
σα σκαφάκι που κλίνει
πάνω στο κύμα
κλίνει και διαφεύγει
διαφεύγει από Θεούς
και πλαγιοδρομεί πλησίστιο.
Κι όλα τα σημερινά δεινά μας
πάνε διακόσια χρόνια πίσω
Σε ‘κείνα τα εφτά χρόνια επανάστασης κι εμφύλιου
που καταφέραμε και τσακίσαμε τον Τούρκο
αλλά αφήσαμε άθικτη την δύναμη των προεστών,
ας όψεται ο Γέρος, όλο «Έλληνες και Έλληνες
πάλι θέλετε να σφάξετε τους αρχόντους σας;» το
πήγαινε
«θα πούνε πως είστε Καρμπονάροι, πως φαγωνόσαστε
μεταξύ σας»
κι ακόμα ακόμα και επιπλέον, ανεχτήκαμε το Ιερατείο.
Και μετά ήρθε ο Κυβερνήτης
στην Αίγινα
ψάχνοντας να βρει τόπο
εκεί που ‘χαν φέρει τα γυναικόπαιδα
για να τα σώσουν απ’ την αδιάκοπη φωτιά
που κατέκαυσε ως και τα πουρνάρια
γύρω του σκληρίζαν οι γυναίκες δίχως άντρες
κι απ’ το βυζί τού σηκώναν τα παιδιά
«σώσε μας, δεν έχουμε παρά εσένα και το θεό!»
Τρόμαξε ο Κυβερνήτης απ’ τα μισόγυμνα ορφανά
τη φτώχια και την απελπισία
Τότε πρέπει να κατάλαβε τη βαρύτητα του έργου
που ύστερα από τόση σκέψη είχε αναλάβει
ίσως να ψυχανεμίστηκε και τη φοβερή πιστόλα
πρέπει να το ‘νοιωσε απ’ τη βουή
πως ήταν μετρημένες οι ώρες
Ούτε άργησε πολύ η στιγμή που
υψώθηκε εκείνη η πιστόλα κι ακούστηκε το μπαμ!
Πίσω της στεκόνταν οι Μαυρομιχαλαίοι
«Δεν μπήκαμε στον θανατερό χορό
ύστερα από τόσους δισταγμούς
ούτε ανοίξαμε τα πουγγιά και τα σεντούκια
για να χάσουμε τα αξιώματα που μας
έδωκε ο Τούρκος».
Και φτιάχτηκε το διπλό το κόμμα
κι ακούστηκε ο φιδίσιος ψίθυρος
«Εκάς οι τίμιοι!
Σ’ αυτό τον τόπο η πολιτική εξουσία
είμαστε εμείς
Και μόνο εμείς θα μετέχουμε
στα Άχραντα Μυστήρια».
Κι αν ήθελες γινόσουνα γιατρός
να υπηρετείς τον Ασκληπιό
με ανθρωπιά να ιατρεύεις
ή έμπορος, να εμπορεύεσαι με ήθος
για αγρότης, να σκύβεις με την τσάπα
και να προσμένεις στον αιώνα
ξωμάχος, ν’ αποσταίνεις δίπλα στην πηγούλα
ή ναύτης στα πέρατα του κόσμου
για εργάτης, σπίτι να επιστρέφεις με τη φρατζόλα
υπό μάλης
για γραφιάς, να σκύβεις πάνω από κιτάπια
ή τίποτα γινόσουν, ένα τίποτα
να ονειρεύεσαι γυμνός, γυμνός πάνω
στην πέτρα
Και να χαίρεσαι που τίμια καλλιεργείς
το μικρό κόσμο που σού αφέθηκε.
Αλλά,
«Μακριά! Μακριά από τη διεύθυνση του
τόπου!»
Σαν ξένος έπρεπε να ζεις
και κυβερνήσανε αυτοί σα να ‘ταν ξένοι.
Πόσο όμως θα κρατούσε
το δύσμορφο το σχήμα;
Πόσο η ασταθής ισορροπία;
Είτε οι έντιμοι και οι λιτοί θα έπαιρναν
την εξουσία,
έγιναν άλλωστε κάποιες λειψές προσπάθειες,
είτε οι αλαζόνες και αδηφάγοι
αναζητώντας συνενοχή
θα κατέστρεφαν το ήθος
Μέσα σε 200 χρόνια κλείνουν πολλοί κύκλοι
Ακολουθώντας πρόσχαροι
την εναλλαγή των εποχών
γεμίσαμε άχρηστα επαγγέλματα
βλαβερά επαγγέλματα
θλιβερά επαγγέλματα
συνηθίσαμε τριαλαρί τριαλαρό συμπεριφορές
απίθανες
και στάσεις
είδαμε να κατηφορίζει ως τον πάτο
νικηφόρο το φοβερό μηδέν
είδαμε τη γη μας να γίνεται εικόνα
Ώσπου άνοιξε ο τελευταίος κύκλος
τον Δεκέμβρη του ΄08
απ’ τους αμέτοχους και τους αθώους.
Α! Είναι απίστευτη η δύναμη
πο ‘χουνε οι τόποι
Απίστευτο πώς αντιστέκεται η γη!
Η Νέα Υόρκη θα βυθιστεί
απ’ τον ήχο του τυμπάνου
Χωρίς φρόνηση χτίστηκε
πάνω σε αρχαία έλη
Κάτω από τον βόμβο της μεγαλούπολης
ανάμεσα στο συρτό ρυθμό του τραίνου
Άκου προσεκτικό αυτί!
Άκου και ξεχώρισε
τον δυσοίωνο αρχαίο ήχο!
Και πέρα στις Μεσοδυτικές Πολιτείες
πίσω από τις γιγαντοαφίσες τα πάρκινγκ και τους
αυτοκινητόδρομους
οι τούμπες σιωπηλές
και τα ινδιάνικα νεκροταφεία
Μόνο άφρονες περιφρονούν
τη δύναμη των νεκρών.
Κι εδώ, σ’ αυτή τη χώρα
την περιτριγυρισμένη από λαούς
που ‘ναι αρχαίοι γνώριμοι
που καρδιά και πνεύμονα
έχει το Αιγαίο
σ’ αυτή τη χώρα που ‘ναι
πιο ευρύχωρη κι απ’ τις Ηνωμένες Πολιτείες
στενή η πρόσοψη
αχανές το βάθος
σ’ αυτόν τον κατσικότοπο
δεν κατάφεραν να σβήσουνε το κύτταρο
ν’ απαλείψουνε τη μνήμη
Περπατώντας συνεχώς κάτω απ’ το σκληρό ήλιο
μέσα στον θαμνότοπο
πατώντας πάνω στην άγια κακαράντζα
εκεί που το θυμάρι αναδίδει άρωμα λεπτό
κι ακούγονται μακρινές κουδούνες
σιγουρεύτηκα βαθιά
ρίγησαν τα κόκαλά μου
Γεμάτη η γη μας μυστικά
ετοιμάζεται και περιμένει
τη Μεγάλη Επιστροφή.
κατεβήκαμε στον απαλό γιαλό
δίπλα στο σιγανό κύμα
και παρατηρώντας συνεχώς
πολύ προσεκτικά
κόλπους κι ακρωτήρια
να γίνονται διάφανα
μες στο μεταξένιο δείλι
αδιάσπαστο σύμπλεγμα
αντιθέσεων
άπειρη εναλλαγή τόνων
και χρωμάτων
κατάλαβα σε μια στιγμή
που η ώρα ήταν ανοιχτή
πως το ελληνικό τοπίο
είναι μάθημα Δημοκρατίας.
κάθε νησί αντίκρυ, είναι ένας άλλος κόσμος
κόσμοι που τους ενώνει η ίδια θάλασσα,
η ίδια γλώσσα, ο ίδιος Τρόπος.
Τί άλλο να ‘ναι τούτος ο μπελάς;
Παρά η εξεύρεση των λεπτών ισορροπιών
συνεχής κι επίπονη
ανάμεσα σε κοινότητες ελεύθερων ανθρώπων
που νιώθουν ότι τους ενώνει
κάτι πολύ σημαντικό.
Κι είναι αναγκασμένη αυτή η χώρα
να επιτελέσει αυτό το σχέδιο
και όχι άλλο.
Να τί μας έκανε η γεωγραφία!
από το Βόλγα έως τα Ουράλια
καμπίσιες οι εκτάσεις από τις Άλπεις ως τη Βαλτική
με μαύρο χώμα και φουγάρα,
αργά κυλάνε τα ποτάμια στην Μεσοποταμία
βαρύς και καφετίς ο Νείλος.
Από τα Απαλλάχια ως τα Βραχώδη Όρη
πλατιά εκτείνεται η χώρα μέσα στον κάμπο του Κάνσας
στα δύο χωρισμένη από τον Πατέρα των Νερών.
Πλήθη χαρακτηρίζουν την Ινδία
αργόσυρτα κινούνται τα πλήθη της Κίνας
ατέλειωτους δρόμους έφτιαξε η Ρώμη
κι άλλοι τέτοιοι δρόμοι σκονισμένοι
καταλήγαν στα Εκβάτανα.
Παντού το μάτι του αυθέντη βλοσυρό
βλέπει στη μακρινήν ευθεία
και πλαταγιάζει το μαστίγιο στον αέρα.
Αάπ! Εσύ, εκεί κάτω! Γιατί δεν δουλεύεις;
Ενώ εδώ;
Αυτή αναδεύει την ψυχή μας
Ψηλά θεόκτιστα βουνά σβήνουν
σε στενές κοιλάδες
Κοιλάδες καταλήγουν σε ακρωτήρια και σε κόλπους
Κόλποι που αντικρίζουν αναρίθμητα νησιά ριγμένα
στο αφρισμένο κύμα
Κύμα που το διασχίζουν λευκά πανιά
και η παράτολμη επιθυμία
για ταξίδι και ανταλλαγή.
που τα βουνά, οι κοιλάδες, τ’ ακρωτήρια
τα νησιά και το λευκό πανί
δεν κατάφεραν να παράγουν μια μορφή διακυβέρνησης
δεν κατάφεραν να φτιάξουν την κυβέρνηση
της σταφίδας, των δημητριακών, της άμπελου
της ασημοπράσινης ελιάς
την κυβέρνηση του δημοτικού τραγουδιού
του ρεμπέτικου και της χοντροκομμένης ρίγανης
την κυβέρνηση των ποιητών
που ‘ναι απόγονοι εκείνου που ‘χε σβησμένα μάτια
γιατί όλα σ’ αυτή τη χώρα πάνε πίσω στον Όμηρο
γιατί αυτός τραγούδησε και τραγουδώντας όρισε
την ελληνική τη μοίρα
σα σκαφάκι που κλίνει
πάνω στο κύμα
κλίνει και διαφεύγει
διαφεύγει από Θεούς
και πλαγιοδρομεί πλησίστιο.
πάνε διακόσια χρόνια πίσω
που καταφέραμε και τσακίσαμε τον Τούρκο
αλλά αφήσαμε άθικτη την δύναμη των προεστών,
ας όψεται ο Γέρος, όλο «Έλληνες και Έλληνες
πάλι θέλετε να σφάξετε τους αρχόντους σας;» το πήγαινε
«θα πούνε πως είστε Καρμπονάροι, πως φαγωνόσαστε
μεταξύ σας»
κι ακόμα ακόμα και επιπλέον, ανεχτήκαμε το Ιερατείο.
Και μετά ήρθε ο Κυβερνήτης στην Αίγινα
ψάχνοντας να βρει τόπο
εκεί που ‘χαν φέρει τα γυναικόπαιδα
για να τα σώσουν απ’ την αδιάκοπη φωτιά
που κατέκαυσε ως και τα πουρνάρια
γύρω του σκληρίζαν οι γυναίκες δίχως άντρες
κι απ’ το βυζί τού σηκώναν τα παιδιά
«σώσε μας, δεν έχουμε παρά εσένα και το θεό!»
τη φτώχια και την απελπισία
Τότε πρέπει να κατάλαβε τη βαρύτητα του έργου
που ύστερα από τόση σκέψη είχε αναλάβει
ίσως να ψυχανεμίστηκε και τη φοβερή πιστόλα
πρέπει να το ‘νοιωσε απ’ τη βουή
πως ήταν μετρημένες οι ώρες
Ούτε άργησε πολύ η στιγμή που
υψώθηκε εκείνη η πιστόλα κι ακούστηκε το μπαμ!
Πίσω της στεκόνταν οι Μαυρομιχαλαίοι
«Δεν μπήκαμε στον θανατερό χορό
ύστερα από τόσους δισταγμούς
ούτε ανοίξαμε τα πουγγιά και τα σεντούκια
για να χάσουμε τα αξιώματα που μας
έδωκε ο Τούρκος».
κι ακούστηκε ο φιδίσιος ψίθυρος
«Εκάς οι τίμιοι!
Σ’ αυτό τον τόπο η πολιτική εξουσία
είμαστε εμείς
Και μόνο εμείς θα μετέχουμε
στα Άχραντα Μυστήρια».
Κι αν ήθελες γινόσουνα γιατρός
να υπηρετείς τον Ασκληπιό
με ανθρωπιά να ιατρεύεις
ή έμπορος, να εμπορεύεσαι με ήθος
για αγρότης, να σκύβεις με την τσάπα
και να προσμένεις στον αιώνα
ξωμάχος, ν’ αποσταίνεις δίπλα στην πηγούλα
ή ναύτης στα πέρατα του κόσμου
για εργάτης, σπίτι να επιστρέφεις με τη φρατζόλα
υπό μάλης
για γραφιάς, να σκύβεις πάνω από κιτάπια
ή τίποτα γινόσουν, ένα τίποτα
να ονειρεύεσαι γυμνός, γυμνός πάνω
στην πέτρα
το μικρό κόσμο που σού αφέθηκε.
Αλλά,
«Μακριά! Μακριά από τη διεύθυνση του τόπου!»
Σαν ξένος έπρεπε να ζεις
και κυβερνήσανε αυτοί σα να ‘ταν ξένοι.
το δύσμορφο το σχήμα;
Πόσο η ασταθής ισορροπία;
Είτε οι έντιμοι και οι λιτοί θα έπαιρναν
την εξουσία,
έγιναν άλλωστε κάποιες λειψές προσπάθειες,
είτε οι αλαζόνες και αδηφάγοι
αναζητώντας συνενοχή
θα κατέστρεφαν το ήθος
Ακολουθώντας πρόσχαροι
την εναλλαγή των εποχών
γεμίσαμε άχρηστα επαγγέλματα
βλαβερά επαγγέλματα
θλιβερά επαγγέλματα
συνηθίσαμε τριαλαρί τριαλαρό συμπεριφορές απίθανες
και στάσεις
είδαμε να κατηφορίζει ως τον πάτο
νικηφόρο το φοβερό μηδέν
είδαμε τη γη μας να γίνεται εικόνα
Ώσπου άνοιξε ο τελευταίος κύκλος
τον Δεκέμβρη του ΄08
απ’ τους αμέτοχους και τους αθώους.
πο ‘χουνε οι τόποι
Απίστευτο πώς αντιστέκεται η γη!
Η Νέα Υόρκη θα βυθιστεί
απ’ τον ήχο του τυμπάνου
Χωρίς φρόνηση χτίστηκε
πάνω σε αρχαία έλη
ανάμεσα στο συρτό ρυθμό του τραίνου
Άκου προσεκτικό αυτί!
Άκου και ξεχώρισε
τον δυσοίωνο αρχαίο ήχο!
Και πέρα στις Μεσοδυτικές Πολιτείες
πίσω από τις γιγαντοαφίσες τα πάρκινγκ και τους αυτοκινητόδρομους
οι τούμπες σιωπηλές
και τα ινδιάνικα νεκροταφεία
Μόνο άφρονες περιφρονούν
τη δύναμη των νεκρών.
την περιτριγυρισμένη από λαούς
που ‘ναι αρχαίοι γνώριμοι
που καρδιά και πνεύμονα
έχει το Αιγαίο
σ’ αυτή τη χώρα που ‘ναι
πιο ευρύχωρη κι απ’ τις Ηνωμένες Πολιτείες
στενή η πρόσοψη
αχανές το βάθος
σ’ αυτόν τον κατσικότοπο
δεν κατάφεραν να σβήσουνε το κύτταρο
ν’ απαλείψουνε τη μνήμη
Περπατώντας συνεχώς κάτω απ’ το σκληρό ήλιο
μέσα στον θαμνότοπο
πατώντας πάνω στην άγια κακαράντζα
εκεί που το θυμάρι αναδίδει άρωμα λεπτό
κι ακούγονται μακρινές κουδούνες
σιγουρεύτηκα βαθιά
ρίγησαν τα κόκαλά μου
Γεμάτη η γη μας μυστικά
ετοιμάζεται και περιμένει
τη Μεγάλη Επιστροφή.
Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025
Το Συμβάν
Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2025
Κρίσιμη στιγμή – Πύκνωση ιστορικού χρόνου
Να λοιπόν που ο κύκλος σιγά - σιγά κλείνει ξανά! Μέσα του βρίσκονται πολιορκημένες οι τρεις, υποτίθεται διακριτές, εξουσίες: εκτελεστική, δικαστική, νομοθετική. Γύρω-γύρω ο λαός. Ο λαός αδιαμεσολάβητα, αλλά γυμνός! Η κρίση είναι ολοκληρωτική. Η κυβέρνηση και το σύστημα εξουσίας το ξέρουν και αγωνίζονται να ξεπεραστεί η στιγμή και να φέρουν την εκτόνωση μέσα στα πλαίσια αυτού του προ πολλού παρηκμασμένου συστήματος (προτού όλα ξεφύγουν προς την κατεύθυνση της εφαπτομένης). Από κοντά η φασματική αντιπολίτευση κάθεται στη γωνιά της και κρυφοκοιτά μετρώντας τις κινήσεις της και υπολογίζει τι έχει να κερδίσει. Η κοινωνία τα αντιλαμβάνεται όλα αυτά και αναμετρά τις δυνάμεις της. Η Δημοκρατία είναι στον αέρα! Η κατάσταση είναι σοβαρότερη από την περίοδο 2010 -‘15. Τα δέκα χρόνια που πέρασαν, χρόνια υποτιθέμενης ανάκαμψης, αποδείχτηκαν όχι απλώς άγονα, αλλά καταστροφικά. Και σύμφωνα με τη δυναμική των επαναλαμβανόμενων κρίσεων, κάθε καινούργια κρίση είναι βαθύτερη από την προηγουμένη. Στην εποχή τής τελικής παρακμής ο Σίσυφος πρέπει να ξεκινά την ανάβασή του κάθε φορά από όλο και χαμηλότερο σημείο.
Να λοιπόν που χρειάζεται
να ξαναβγούμε στους δρόμους όπως την περίοδο 2008-2015. Η συγκέντρωση που
ετοιμάζεται για τις 28 Φεβρουαρίου προβλέπεται σαρωτική. Ο λαός καταλαβαίνει
πολύ καλά ότι πρέπει να δώσει τέλος στην παρούσα διακυβέρνηση όχι μόνο διότι ξεπούλησε
τη χώρα, αλλά διότι με τη συγκάλυψη που επιχειρήθηκε - ανενδοίαστα και
αλαζονικά στην αρχή, με πανικό στη συνέχεια - χάνεται η διαφορά ανάμεσα στην
αλήθεια και το ψεύδος. Επομένως και η αίσθηση της πραγματικότητας. Η κοινωνία νοιώθει,
πολύ σωστά, ότι χρειάζεται την αλήθεια για να μπορέσει να ζήσει με αξιοπρέπεια.
Άγνωστοι άνθρωποι από παντού σηκώνονται και θεωρούν τον εαυτό τους κατά κάποιον
τρόπο επιστρατευμένο. Η κυβέρνηση δεν θα αντέξει τις κινητοποιήσεις που
έρχονται και σύντομα θα πέσει. Το ερώτημα είναι: και μετά τι;
Ας ρίξουμε λοιπόν
μια ματιά σ’ αυτή την κοινωνία. Καλωσορίζοντας μια ιλιγγιώδη τεχνική ανάπτυξη
δίχως σχέδιο και δίχως αρχές, βρέθηκε στην παράξενη κατάσταση όπου μια
απίστευτη έως τώρα ευκολία έκανε τα πράγματα εξαιρετικά δύσκολα. Αποκομμένη πλέον
από την Ιστορία της και τις παραδόσεις της διατηρεί με αυτές μια σχέση περίπου
τουριστική. Δίχως πνευματικό κέντρο, δίχως την αίσθηση του Ιερού και του
απαραβίαστου, δυσκολεύεται να ορίσει τι έχει αξία στη ζωή. Εξατομικευμένη και
απολίτικη αδυνατεί να αμυνθεί ενάντια στο επιθετικό μπαράζ που δέχεται από την
οργανωμένη εγχώρια ελίτ που υπακούει σε παντοδύναμα ξένα κέντρα και συνεργάζεται
με διεθνείς εταιρείες. Χώρα και λαός σε κατάσταση ημιαποικίας ξεπουλιόνται κυνικά
στον πρώτο τυχόντα όσο-όσο. Αντιμέτωπος αυτός ο λαός με καλοστημένα δίκτια
ελέγχου έχει να αντιμετωπίσει επί πλέον έναν εσωτερικό στρατό εάν, σαν ύστατη
λύση, κατέβει στο δρόμο. Σε αυτή τη παθητική κατάσταση αδυνατεί να γεννήσει μια
ηγεσία ικανή να τον οδηγήσει μέσα από τις εσωτερικές και εξωτερικές
Συμπληγάδες. Υποψιάζεται, πολύ σωστά, ότι αυτές είναι ο Εμφύλιος και η ξένη
επέμβαση και η φαντασία του αναστέλλεται.
Τι μας μένει
λοιπόν να κάνουμε; Εδώ που φτάσαμε δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω. Τα
αποτελέσματα όσων κάναμε και όσων δεν κάναμε μας πρόλαβαν και είμαστε φριχτά
απροετοίμαστοι. Χωρίς λαϊκές οργανώσεις, χωρίς κάποιους επικεφαλής που
εμπιστευόμαστε, χωρίς πνευματικούς παραστάτες, τους μεγάλους Γέρους, τρέμουμε
κρυφά εκείνο το φοβερό «Πάμε κι όπου βγει»! Όμως όχι! Με την νομοτέλεια του
αρχαίου δράματος ένας κόσμος βαδίζει προς τη δύση του, η πύκνωση αύξησε και
μεις μπαίνουμε στο χορό. Θα χρειαστούμε τώρα όλο μας το θάρρος, ένστικτο και
μυαλό. Θα φτιάξουμε ό,τι χρειαζόμαστε εν πορεία και τη χώρα απ’ την αρχή.
B.H.
Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2025
Το σουφλέ
Ξεκίνησα να κατέβω στη συγκέντρωση που γίνεται για τα Τέμπη, Κυριακή 12 η ώρα, στο Σύνταγμα. Το σκεφτόμουνα αποβραδίς. Το πρωί δεν είχα σκοπό να πάω. Έκανα μια σκέψη κάπως πικρή που την έχω ξανακάνει: αυτός ο κόσμος δεν κινητοποιείται πάρα μόνον όταν του σκοτώσουν τα παιδιά. Τώρα με τα Τέμπη, παλιότερα με τον Γρηγορόπουλο και πιο παλιά στο Πολυτεχνείο. Μα... αυτό δεν είναι πολιτική, αυτό είναι βιολογία. Ο λαός συμβίωσε με τη Δικτατορία. Η Δικτατορία τη δουλειά της κι ο λαός τη δική του. Ήταν μάλιστα εποχή ευημερίας. Μερικές χιλιάδες αγωνιστές πλήρωσαν τη νύφη. Μπαινόβγαιναν στα κελιά και πήγαιναν για ανάκριση. Δεν το ήξεραν; Το ήξεραν! Αλλά προτιμούσαν να μην το σκέφτονται. Είναι κάποιοι βαμμένοι, έλεγαν στον εαυτό τους. Χρειάστηκε μια θυσία των παιδιών τους μέσα και γύρω απ’ το Πολυτεχνείο· μια καινούργια γενιά που ‘ρχοτανε ασφυκτιώντας. Μετά απλώθηκε μια θανατερή σιωπή κι αυτοί που κυβερνούσαν κυβέρνησαν με τον τρόμο. Ο λαός αποσύρθηκε σε ένα μεσοδιάστημα ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο και περίμενε τις καμπάνες της Μοίρας να ηχήσουν.
Ξαφνικά ξεσπάει ένα σούσουρο μέσα στα δένδρα, άνθρωποι συμπλέκονται, βλέπω μερικές μπουνιές να πέφτουν, ακούγεται δυο-τρεις φορές ένα σύνθημα: «Φασίστες κουφάλες έρχονται κρεμάλες», κοπέλες παρακολουθούν φλεγματικά καπνίζοντας ηλεκτρονικά τσιγάρα, νεαροί τρέχουν προς τη συμπλοκή, βαριεστημένα καβαλάω το καγκελάκι, μπαίνω στο παρτέρι και πλησιάζω. Μπά; αναρωτιέμαι! Φασίστες εδώ μέσα; Πάντως οι δράστες έχουν εξαφανιστεί. Αναρχικοί τρέχουν πέρα δώθε ξεφυσώντας, έχουν ύφος σαν να διέσωσαν τον κόσμο ή τουλάχιστον την τιμή της συγκέντρωσης. Ρωτάω μια κοπέλα τι έγινε, μου λέει γελώντας ότι ένας φασίστας πέταξε μια κουβέντα και τον επλάκωσαν, «Ποιοι;» ρωτάω, «Οι αντεξουσιαστές», μετά τον άφησαν, ύστερα πέταξε άλλη μια και τον ξαναπλάκωσαν, οπότε αυτός έφυγε τρέχοντας. Ξαναγυρνώ στη θέση μου, στο παγκάκι, ανάμεσα σε δυο-τρία νεαρά ζευγάρια με παιδιά. Η συγκέντρωση μοιάζει να βαίνει προς το τέλος της. Δίπλα μου ένας νεαρός άνδρας με ένα παιδάκι στη αγκαλιά στρέφεται προς τη γυναίκα του: «πάμε;». «Ναι», λέει αυτή και συνεχίζει να μιλά με τη φίλη της. «Τι μας έχεις μαγειρέψει;». «Σουφλέ». Αρχίζουν οι αποχαιρετισμοί και οι μισοί απ’ την παρέα φεύγουν, μαζί και το ζευγάρι με δυο παιδιά. Τραβάω το τηλέφωνο να ιδώ καμιά είδηση και τότε απ’ το κάτω μέρος της πλατείας, μέσα απ’ τη Φιλελλήνων, σκάνε οι πρώτες κρότου λάμψης. Η μια ακολουθεί την άλλη, κανονικές ομοβροντίες. «Ωχ», λέω, «τώρα αρχίζει!». Δεν έχω καμιά όρεξη να αναπνεύσω δακρυγόνο οπότε σηκώνομαι. Το τι έγινε είναι φανερό. Οι αναρχικοί, γεμάτοι αδρεναλίνη, δεν έχουν καμιά όρεξη να γυρίσουν στα στέκια τους άπραγοι και φορτωμένοι οπότε κάπου έκαναν ένα πέσιμο και η άγρυπνη αστυνομία μπαίνει στο χορό. Αυτό ήταν! «Η νύφη»... έκανε αυτό που έκανε, που λέει και η παροιμία, «σκόλασε ο γάμος»! Βαδίζω αργά προς τη μπούκα του σταθμού, αλλά το πλήθος με παρασέρνει. «Άντε για το σουφλε!» λέω στον εαυτό μου. Πίσω μου μια γυναίκα σπρώχνει. Γυρνάω, «σιγά κυρία μου, όχι πανικός!» Με κοιτάει με τα καστανά της μάτια έχοντας το τηλέφωνο υψωμένο για να καταγράφει το εκκωφαντικό μπουμπουνητό, δεν είναι αντιπαθητική, μάλλον μια βαθύτερη ανημπόρια αχνοφαίνεται και ψάχνει να βρει τρόπο να προσπεράσει. Κυλάω κι εγώ μέσα σ’ όλο αυτό το ανθρωπομάνι που φεύγει σαν κοπάδι! Κάτω στο σταθμό πλήθη στριμώχνονται στις σκάλες, οι κυλιόμενες δεν λειτουργούν όπως δεν λειτουργούσαν όταν ήρθα - σίγουρα μαυροψυχιά της αστυνομίας! Κατεβαίνοντας όλο και πιο κάτω, στις πιο βαθιές γαλαρίες που είναι η μπλε γραμμή, του αεροδρομίου, υπολογίζω πόση ώρα θα κάνει το δακρυγόνο που θα ρίξουν ώσπου να κατακάτσει και να μας βρει στις αποβάθρες. Πλήθη περιμένουν το τραίνο που έρχεται φίσκα, οπότε αποφασίζω να πάρω το επόμενο που τα μεγάφωνα αναγγέλλουν ότι έρχεται σε δυο λεπτά. Μπαίνοντας στο βαγόνι, μέχρι τα μπούνια κι αυτό, σπρωγμένος από πίσω, πατάω μια κοπέλα που στέκεται πλάι στην είσοδο. «Συγνώμη κοπελιά» της λέω, «αλλά ο κόσμος έχει πανικό γιατί άρχισαν απάνω οι κρότου λάμψης». Με λούζει με ένα κατάψυχρο βλέμμα. Παραμέσα ένας παχουλός που φοράει μάσκα ως τα μάτια με κοιτά. Δυο γουρλωτά μάτια που είναι σαν να κάθονται πάνω στη μάσκα. «Πού πάνε όλοι αυτοί» λέει με μπουκωμένη φωνή. «Εγώ πάω στη δουλειά μου. Αυτοί που πάνε;». «Στη συγκέντρωση» λέω εγώ. «Ποια συγκέντρωση;» «Για το τραίνο».
Η Μεταπολίτευση είναι η πολιτειακή θρησκεία της μεταδικτατορικής Ελλάδας και, σαν απότοκο της επέμβασης ενός ξένου στρατού δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Πολύ περισσότερο δε όταν τα διόδια πληρώθηκαν από τους Κυπρίους. Ένας συμβιβασμός με τον Καραμανλή, ένα αδιέξοδο φλερτ με τον πατριωτικό σοσιαλισμό σερβιρισμένο σαν κρύο πιάτο από τον Αντρέα Παπανδρέου και μετά ο Σημίτης και η είσοδός μας στα παγωμένα νερά της Ευρώπης. Της Ευρώπης στην οποία μπήκαμε για να κρυφτούμε από τον εαυτό μας. Εδώ είμαστε λοιπόν, στο ψυγείο!
Την παλιά πολιτική βέβαια την έχουν όλοι σιχαθεί και ένας άλλος τρόπος πολιτικής έκφρασης δεν έχει εμφανιστεί. «Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος πασχίζει να γεννηθεί, ζούμε την εποχή των τεράτων». Σε αυτό τον καιρό της βαθιάς κρίσης του απειλεί να μας λιώσει με τους σπασμούς του.
Β.Η.
Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025
Το Ισλάμ είναι η Αριστερά της Δύσης
Όλη τη νύχτα γαύγιζε ο σκύλος, αλλά μόλις που τον ακούγαμε γιατί ήμασταν βαθειά μέσα στην Άλλη Χώρα όπου μακρινοί ακούγονται οι ήχοι τούτου ‘δω του Κόσμου. Όσο όμως ξημέρωνε, ένα-ένα μας έφερνε πορτοκάλια, από μια μακρά σειρά και τα εναπόθετε στα ενωμένα χέρια μας, γεμίζανε οι φούχτες μας χρώμα χρυσαφί, γεμίζανε αυγή. Και σιγά-σιγά μια μεγάλη Ανατολή. Καμιά φορά ένας μικρός λυγμός, ένα αδιόρατο «γρ-ράφ», όπως άφηνε την κάθε πορτοκαλί μπάλα που μας χρύσωνε τα χέρια ως απάνω στον αγκώνα.
Είμαστε οι νεκροί του Σομ και του Βερντέν, του Αλγερίου και της πολιορκίας της Χούε, του Κε Σαν και της Φαλούτζα. Έχουμε δει όλα όσα συνέβησαν, είμαστε το Πεζικό, οι όμορφοι πεζικάριοι, οι αγγελικοί, που έπεσαν στη λάσπη, στην στάχτη και στο αίμα. Δεν είχαμε καμιά διάθεση να πολεμήσουμε, δεν μισούσαμε κανέναν. Για το μίσος αλλονών χωθήκαμε στα χαρακώματα και στα βρώμικα αμπριά. Επειδή τους πιστεύαμε σε κάθε τι. Τον ακούγαμε όλη νύχτα να βογκά, πέθανε τα ξημερώματα. Ένα έρημο παιδί. Πήγαμε το πρωί και τον εφέραμε μέσα. Από απέναντι δεν ρίξαν ούτε μία. Υποκλίθηκαν στον πόνο; Κάτι παραπάνω... μας παρακάλαγαν μες στο σκοτάδι να πάμε να τον επάρουμε... Ούτε αυτοί άντεχαν να τον ακούν. Έπρεπε όμως να περιμένουμε το πρώτο φως. Φοβόμασταν το ναρκοπέδιο. Και τις σειρές τα συρματοπλέγματα. Ξεκινήσαμε σαν χάραζε. Βαδίζαμε μέσα σε φως απόκοσμο με το φορείο. Πέθανε ενόσω πλησιάζαμε. Τον σηκώσαμε απ’ το παγωμένο χώμα. Τουλάχιστον στο πρόσωπό του απλωνόταν μία ηρεμία. Είμαστε το Πεζικό! Πόντο - πόντο τη μετράμε τη φρίκη. Είμαστε οι επίστρατοι, ποτέ δεν ήμασταν τίποτ’ άλλο από επίστρατοι. Και τώρα βαδίζουμε προς τα έξω. Μας «έδωσαν» οι δικοί μας άνθρωποι... για ένα κομμάτι βαμμένου υφάσματος, ένα κουρελάκι από σημαία, και για μια απόδειξη πληρωμής. Τι συμβαίνει και όταν πλησιάζουν να μας αγκαλιάσουν γρυλίζουν;
Κατάφωτα παλάτια και μέσα ψωνίζουν, ψωνίζουν και ψωνίζουν. Και φεύγουν και φεύγουν κι οδηγούν και φεύγουν... Μεγάλα κυκλοφοριακά μποτιλιαρίσματα κατά μήκος των παραλιακών λεωφόρων και φεύγει η μέρα, φλέγεται ο ουρανός στη Δύση και χιλιάδες κόκκινα φώτα φρένων, ατέλειωτες ουρές. Και κλαίνε πάνω στο τιμόνι και εμείς περνάμε πάνω απ’ τους ουρανούς των αυτοκινήτων και τους ακούμε, αλλά τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Απελευθερωνόμαστε τώρα, φεύγουμε, ό,τι ήτανε να γίνει εδώ κάτω έχει γίνει!
Η παιδική ηλικία τελείωσε ξαφνικά, το τρυφερό γκαζόν των παιδικών χρόνων κιτρίνισε, βγήκα έξω στον κήπο, είχε μουγγαθεί ο κήπος, τίποτα δεν έμοιαζε όπως πριν το καλοκαίρι. Ο δικός μας ο ποιητής, πολύ νέος, νεαρό ξεπεταρούδι, μίλησε μες στις Ακαδημίες σας σαν ο Διάβολος ανάμεσα στους Δόκτορες· όσο υψωνόταν η φωνή κατέπεφτε η οχλαγωγία κι η αντάρα: «Μικρά παιδιά πνίγουν κλαίγοντας κατάρες στα ποτάμια...», αλλά σεις δεν μας σεβαστήκατε ποτέ… μόνο τώρα πια ένας λυγμός και μετά ξανασκύβετε στο ταμείο. Πώς μπορέσατε να περιφρονήσετε αυτούς που σας αγαπούσαν άδολα; Αυτούς που σας είχαν τυφλή εμπιστοσύνη; Πώς μπορείτε να ζείτε ναρκωμένοι; Να περιφρονείς σημαίνει να αρνείσαι να κατανοήσεις.
Γεννήθηκα στο Χριστιανικό Έθνος, αλλά μελέτησα μερικούς Άραβες σοφούς. Όλοι τους ποιητές. «Μωαμεθανοί Άγγελοι πετάνε πάνω από τις στέγες των σπιτιών», ο Μπααντί Ζακάν Χαμαντανί ο Πέρσης, ο ακόλαστος Αλ- Αχουάς κι ο Πέρσης Ινπν-αλ- Μουκαφά καταδικασμένος εις θάνατο για αίρεση, ο Πέρσης Μπασσάρ μπεν Μπουρντά καταδικασμένος εις θάνατο για αίρεση, ο εκλεπτυσμένος Αμπού Νουάς και ο Αλ Μουντανάμπι απ’ τη Συρία, ποιητής εν μέσω ποιητών, η ποιήτρια Λάιλα αλ- Αχαλίγια με τις ελεγείες, ο Αμπού Φιράς αλ Χαμντανί, στρατιώτης ποιητής, η έρημος με τα φαντάσματα και ο τυφλός μυστικιστής Αμπντού’λ αλ Μα’άρι που έγραψε το γράμμα της συγνώμης, περιγραφή ενός εξωγήινου ταξιδιού κατά τη διάρκεια του οποίου όλοι οι παλιοί προϊσλαμικοί και όλοι οι ξένοι ποιητές συγχωρούνται και γίνονται δεκτοί στον Παράδεισο.
Ευλογημένος όποιος αιωρείται στο μεσοδιάστημα των Κόσμων! «Το Ισλάμ ήταν η Αριστερά του Βυζαντίου». Είναι τώρα η Αριστερά της Δύσης. Για αυτό το απειροελάχιστο διάστημα της Ιστορίας έγινε ξανά ο αντίλογος στην Ευρώπη. Κι ο αντίλαλός της.
Β.Η.