Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Τέχνες λησμονημένες και περιφρονημένες

 

Η απραξία. Μια από τις τέχνες της ζωής. Η τέχνη του να μην κάνεις τίποτα.

















Η ήρεμη ενατένιση του περάσματος του χρόνου. Κατ’ εξοχήν ασχολία των σαλεμένων, των ερημιτών, των παιδιών των ερωτευμένων των Κυνικών, των νεκρών, των ποιητών, των αλητών, των περιπλανώμενων, των ζώων, των φυτών, των πετρωμάτων και κάποιων ευτυχισμένων γέρων. Τι τίμημα πλήρωσε η ενηλικίωση! Και σε ποιους λεμβούχους!

Και ήταν η μεγάλη ώρα της τα μεσημέρια του καλοκαιριού. Εκτυφλωτικά και σιωπηλά πίσω από το εκκωφαντικό τείχος του βόμβου των τζιτζικιών. Τζίτζικες σαν πέτρινα γλυπτά. Πιο αρχαίοι και από την Αίγυπτο, πιο σεβάσμιοι απ’ όλα της τα ιερά. Απομεσήμερα της παιδικής ηλικίας που υπήρξε αχανής!

Τα παιδιά παίζουν. Μέσα οι ενήλικες κοιμούνται. Πρέπει να είναι φρόνιμα. Πρέπει να μην κάνουν φασαρία. Σε μια στιγμή τα τζιτζίκια, όλα μαζί, σταματούν σαν να το είχαν συμφωνήσει. Μεμιάς το σιωπηλό χάος που ζώνει από παντού τη ζωή γίνεται φανερό. Τα παιδιά κοιτιούνται. Μετά τα τζιτζίκια ξαναρχίζουν. Τα παιδιά ξαναγυρίζουν στο παιχνίδι.

Ο κόσμος μας έχει θεοποιήσει τη δραστηριότητα. Αυτός ο κόσμος «παράγεται» από τους Γερμανούς και τους Αγγλοσάξωνες. Η Καλιφόρνια γεννά τάσεις και μόδες. Η Νέα Υόρκη επίσης. Το πραγματικό, αν και αποσιωπημένο, εργαστήρι του όμως είναι η Ολλανδία και οι Σκανδιναβικές χώρες. Εκεί δοκιμάζεται πειραματικά το μοντέλο της νέας καθημερινής ζωής. ΅Εκεί, στη Σκανδιναβία η λέξη activiteter – «δραστηριότητες» -  είναι λέξη-κλειδί.
Το να έχεις «δραστηριότητες» σημαίνει ότι είσαι ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος. Αποτελεί το κριτήριο ευτυχίας. Σ’ ένα τέτοιο κόσμο που μας ετοιμάζουν υποθέτω πως η απραξία γίνεται μια από τις απόκρυφες τέχνες. Επίσης, υποθέτω πως ο Ρομπέρτο Nτι Ντόνα, πρωταθλητής σκοποβολής, υπονοεί κάτι βαθύτερο όταν δηλώνει: "Η προετοιμασία μας είναι η απόλυτη ακινησία". Πράγματι, παραμένοντας άπρακτος δεν σημαίνει αναγκαστικά ενδεής. Μπορεί κάλλιστα να σημαίνει: πραγματικά άδειος, αφήνεις τον κόσμο να μπαίνει μέσα σου. Όντως μια από τις τέχνες της ζωής.


Η βραδύτητα. Πάνω από έναν αιώνα πριν, λευκοί άποικοι μισθώνουν τους άνδρες μιας φυλής στην Αφρική για να μεταφέρουν τις αποσκευές μιας αποστολής. Ύστερα από μια γρήγορη πρωινή πορεία και τη διάβαση ενός ποταμού, το μεσημέρι, οι Αφρικανοί απιθώνουν τους μπόγους στο έδαφος. Αρνούνται να υπακούσουν στις προτροπές και στην ερώτηση «τι κάνουμε εδώ;» οι ιθαγενείς απαντούν. «Βαδίζουμε πολύ γρήγορα και πρέπει να περιμένουμε τις ψυχές μας να μας προλάβουν».

Ταξιδεύεις πολλές ώρες με ένα αεροπλάνο. Φτάνεις σε ένα σπίτι, σε κάποιους δικούς σου ανθρώπους ή σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Κοιμάσαι μερικές ώρες σ’ ένα κρεβάτι. Σε μια στιγμή ξυπνάς. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν ξέρεις που βρίσκεσαι. Το ίδιο συμβαίνει ίσως και το επόμενο πρωί. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Είσαι σε μια άλλη περιοχή του κόσμου. Πρέπει να περιμένεις την ψυχή σου να σε προλάβει. Αυτό λέγεται jet-lang. Οι Αμερικανοί με το πάθος τους για συντομεύσεις πάντα απέφευγαν την ουσία.

Ο Ηelenio Herrera, προπονητής ποδοσφαίρου, δήλωνε ορίζοντας το στίγμα της εποχής: «Παίξε γρήγορα, τρέξε γρήγορα και σκέψου ακόμα πιο γρήγορα».

Γι’ αυτό κι εγώ προσέρχομαι ανελλιπώς στη βραδύτητα και έτσι μια φορά σηκώθηκα ανάμεσα στους ποιητές και με σταθερή φωνή ανήγγειλα σ’ ένα κατάμεστο και απορημένο ακροατήριο:

                            «Σ’ αυτή την εποχή που τα πράγματα
                                 απαιτούν καλπασμό αδιάκοπο,
                                     εμείς θα πηγαίνουμε αργά».

Παρ’ όλα αυτά η σπουδή ισοπεδώνει τα εμπόδια. Η γάτα, την κρίσιμη στιγμή, είναι ταχύτατη. Μετά χαλαρώνει. Και ο Αλέξανδρος πέρασε αστραπιαία τον Γρανικό κάνοντας τον χρόνο αποκλειστικά δικό του.

Αλλά δεν είπαν χωρίς λόγο οι αρχαίοι: «Σπεύδε βραδέως». Έτσι καθόρισαν τη θέση τους πάνω σ’ αυτό το σημαντικό θέμα. Και ο Λένιν, ένας από τους καλύτερους τακτικιστές, είπε: «Χθες ήταν νωρίς, αύριο θα είναι αργά». Και κάποια στιγμή, τον Μάη του ’68, εμφανίστηκε στους δρόμους του Παρισιού το σύνθημα: «Γρήγορα!» Προφανώς κάποιοι υπονοούσαν: «Τώρα γρήγορα!», αλλά εδώ μπαίνουμε σε θέματα ρυθμού, συγκυρίας και σωστής επιλογής του χρόνου.


Το ταξίδι και η μνήμη. Υψώνεις την camera ενάντια σε ένα τοπίο, έναν άνθρωπο, ένα συμβάν, μια στιγμή. Η στιγμή μετατρέπεται σε στιγμιότυπο. Και συ σε συλλέκτη εφήμερων απολιθωμένων στιγμών. Αποθηκεύεις για να μπορέσεις ευθύς να ξεχάσεις. Ό,τι αποθηκεύεις δεν μπορείς να το ανακαλέσεις στη μνήμη σου αφού δεν το έζησες. Απλά δεν ήσουν εκεί. Ήσουν ήδη στο μέλλον και κοίταγες πίσω.

Το τραίνο περνάει από τα καλύτερα μέρη αν και τα σύγχρονα τραίνα έχουν απαράδεκτες ταχύτητες. Οι καινούργιοι αυτοκινητόδρομοι είναι απομονωμένοι από τη φύση. Γύρω τους, τα βουνά εμφανίζονται και χάνονται πολύ μακριά· όταν δεν τα τρυπάνε για να κερδίσουν χρόνο. Λες και χρόνος είναι κάτι που θα μπορούσε να  κερδηθεί. Λες και θα μπορούσε κάποιος να συντομεύσει, να παραβιάσει, να κοροϊδέψει το χρόνο. Χωρίς επιπτώσεις. Ατιμωρητί. Όπως είναι περιφραγμένοι, δεν μπορείς να κατέβεις στα χωράφια. Εκείνο το μοναχικό δέντρο στη μέση του λιβαδιού ανήκει σ’ έναν άλλον κόσμο. Και εκείνο το πουλάκι που μοναχό του λαλεί... Θα μπορούσες κάλλιστα να βλέπεις κάποιες καρτ-ποστάλ. Είναι φτιαγμένοι για να αποκαρδιώνουν τον ταξιδιώτη, οι σημερινοί αυτοκινητόδρομοι...

Όμως παντού μπορείς να περιπλανηθείς αρκεί να είσαι κύριος του χρόνου σου.

Και υπάρχουν μέρη άσχημα μέρη σκληρά που είναι οι καλύτεροι δάσκαλοι.

Ταξιδεύοντας με το ποδήλατο, σκυμμένος διαρκώς, έχεις περιορισμένη ορατότητα. Πηγαίνοντας με λεωφορείο αναμιγνύεσαι με τους ντόπιους. Ενώ ταξιδεύοντας με ένα γάιδαρο μπορεί να αποβεί  φιλοσοφική άσκηση.

Ο Παναγιώτης Ποταγός, γιατρός από τη Βυτίνα, πάνω από έναν αιώνα πριν, διέσχισε την Ασία με το άλογό του, τον Μπουσίμπαση κι έφτασε ως την Κίνα. Αλλά ακόμα και σήμερα μπορείς να διασχίσεις τη Νότια Αμερική, από Βορρά προς Νότον, πάνω στη ράχη αλόγου.

Σ’ όλη την κεντρική Ασία, ως τη Μογγολία, ακόμα εκτιμούν το άλογο.

Τελικά, ίσως ο πιο σεβαστός τρόπος να ταξιδεύεις είναι με τα πόδια. Και ο καλύτερος τρόπος να θυμάσαι τους τόπους που διαβαίνεις και τους ανθρώπους που συναντάς είναι το σχέδιο. Σχεδιάζοντας το πρόσωπο ενός ανθρώπου ή ένα τοπίο κρατάς σημειώσεις από έναν πλανήτη – και κυριολεκτικά αφιερώνεις τον χρόνο σου. Το σχέδιο και το βάδισμα έχουν τον ίδιο ρυθμό. Τον ρυθμό της γης και του σώματος. Έτσι γνωρίζεις τον κόσμο και τον βάζεις μέσα σου. Ξαναγίνεσαι ένα μ’ αυτόν. Επομένως βαδίζοντας και σχεδιάζοντας, σχεδιάζοντας και βαδίζοντας, καταλήγεις πάμπλουτος. Και μένει κάτι απάνω σου από την ομορφιά του κόσμου...


Η λήθη. Εγώ, λάτρης της μνήμης, δεν το ’χω σε τίποτα να γίνομαι ξαφνικά οπαδός της λήθης. Η δράση προϋποθέτει τη λήθη. Ζει καλά όποιος ξέρει να ξεχνά.


Η απόλαυση. Όταν σκέφτομαι τις τραγελαφικές ερωτικές νύχτες των συγχρόνων μου και την επιδεικτική χαρά που τις συνοδεύει καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η απόλαυση συνδέεται κατά τον καλύτερο τρόπο με τη σιωπή. Ή ακριβέστερα ίσως, με την εχεμύθεια. Οι χαρές που δεν διατυμπανίζονται είναι οι βαθύτερες. Όπως και ο πόνος, κρύβονται μέσα σε αλλεπάλληλες στοιβάδες και φυλλώματα σιωπής. Συναισθήματα που όταν γίνονται αβάσταχτα, τότε καταλαβαίνουμε την ομορφιά της λέξης εκμυστήρευση.

Επίσης η απόλαυση κατά έναν άλλον τρόπο συνδέεται με τη βραδύτητα. Κάτι που γνωρίζουν οι βαθύνοοι εραστές.


Η νοσταλγία. Είμαι κάποιος που υποφέρει από νοσταλγία, όπως άλλοι βασανίζονται από πονοκεφάλους ή αϋπνίες. Ή όπως άλλοι εγκαταλείπονται στους πυρετούς. Μόνο που αυτή η νοσταλγία δεν έχει να κάνει μόνο με το παρελθόν, με κάτι που κάποτε υπήρξε, ανεπιστρεπτί χαμένο, αλλά στρέφεται  και στο μέλλον. Ακόμα και σ’ αυτό το αδιάσειστο παρόν. Σε ό,τι θα μπορούσε να υπάρξει και από έλλειψη φαντασίας, ειλικρίνειας, τόλμης – πάντα η τόλμη – χάνεται συνεχώς.

Και υπάρχει και το μέλλον. Και οι ιερεμιάδες του. Ακίνητο. Επίμονο. Σαν εγκαταλελειμμένο παιδί. Αλλοίμονο στις προδοσίες!

Τώρα που βρεθήκαμε ξανά, ας συζητηθούν τα θέματα αυτά. Για να ξέρουμε τι κάνουμε. Αλλοίμονό μας αν δεν συζητηθούν και τούτη τη φορά.


                                                                                                         Β.Η.

Υ. Γ.  Μιλώ για στάσεις ζωής που εκλείπουν. Αυτές οι στάσεις, από κάποιους αναβιβάστηκαν σε  τέχνη, με την προϋπόθεση ότι κρατήθηκαν με συνέπεια και με αίσθηση κάποιου σκοπού.
Ζούμε μέσα στον πόλεμο. Όλο και περισσότερο το αντιλαμβανόμαστε, ζώντας σ’ έναν καταιγισμό ειδήσεων και προτροπών-διαφημίσεων που ολοένα και περισσότερο μοιάζουν με πολεμικά ανακοινωθέντα. Μόνο που από κανέναν δεν λέγεται, ενάντια σε τι διεξάγεται ο πόλεμος αυτός.
Στάσεις, επαγγέλματα, τέχνες, ανθρωπολογικοί τύποι, χαρακτήρες, ένας ολόκληρος κόσμος και όλα τα παλιά θεριά χάνονται. Ολόκληρες περιοχές στον χάρτη της ζωής ξεθωριάζουν και σβήνουν. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για γεωγραφικές αλλά για τεράστιες ψυχικές περιοχές. Όπως στους χάρτες των τελευταίων ταξιδιωτικών οδηγών η Σομαλία, φερ’ ειπείν, ξαναπαρουσιάζεται λευκή, έτσι και αυτές ανακηρύσσονται σε  σύγχρονες terra incognitae. Υποθέτω πως μια νέα γενιά ριψοκίνδυνων εξερευνητών–χαρτογράφων τείνει να εμφανιστεί. Μ’ αυτό το υστερόγραφο η εμφάνισή τους καθίσταται προαναγγελθείσα.

Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

Η Μοτοσυκλέτα

Πριν τα χαράματα μια βαριά μοτοσυκλέτα περνά μέσα απ’ τους δρόμους. Τραβάει πάνω της τα κακά όνειρα, όλους τους φόβους και τις βασανιστικές σκέψεις. Ο άρρωστος, ο στενοχωρημένος, ο άυπνος, το παιδί που ξύπνησε μες στο σκοτάδι την ακούν απορημένοι. Τι γενναίος ήχος είναι αυτός που περιφρονεί τον ύπνο των πολλών; Είναι ο μοτοσυκλετιστής που καθαρίζει τον κόσμο μας. Φάτσες, μορφές, λόγια, καλικάντζαροι -ένα απίστευτο, φασαριόζικο σκουπιδαριό- σαρώνονται απ’ τις κρεβατοκάμαρες και φεύγουνε μαζί του. Κι έρχεται τότε ο ύπνος ελαφρύς σαν πούπουλο, σαν κουβερτούλα, και σκεπάζει τους τρομαγμένους. «Δεν είναι τίποτα όλα θα περάσουν».

    Ένας δυνατός άντρας μες στο χοντρό δερμάτινο και την κάσκα κοιτάει ίσια εμπρός. Δουλεύουν οι μεγάλοι κύλινδροι, ανεβοκατεβαίνουν τα πιστόνια, μια μεγάλη ήρεμη δύναμη έρχεται από μακριά, περνά κάτω απ’ τα παράθυρά μας και χάνεται στις πέρα γειτονιές. Ό,τι και να γίνει η ζωή περιπολεί και πάντα θα νικά.


Β.Η.

Σάββατο 2 Μαρτίου 2024

Η χαμένη πορεία

 

Φτάνοντας στη λεωφόρο

βρέθηκα μπρος σ’ ένα συγκεντρωμένο πλήθος

άκουσα τους ρήτορες να παίρνουνε τον λόγο

δεν κατάλαβα πολλά

μόνο ότι μιλούσαν για την πλουτοκρατία

την αδικία

και την ανθρώπινη ελευθερία.

Όλοι τους εκεί έμοιαζαν φτωχοί

ντυμένοι με παλιόρουχα

και ποδεμένοι χοντροπάπουτσα

απ’ τους καιρούς της λάσπης.

Ξαφνικά μια ταραχή

και άρχισε η πορεία. 

Από μιαν άκρη τούς εξέταζα

ήταν απίστευτα χλωμοί

στα πρόσωπά τους έπλεαν

δυο τεράστια μάτια και

το στόμα ήτανε κραυγή.

Μόνο τα παιδιά που έσερναν μαζί τους

ήτανε βουβά.

Τότε μπήκα και εγώ

στις φάλαγγες των δυστυχισμένων.

Μπροστά βαδίζαν οι σημαίες

μιας άγνωστης σε μένα χώρας.

Απ’ τα πεζοδρόμια και πίσω από τζάμια λεωφορείων

άνθρωποι μας κοίταγαν με άδεια μάτια.

Μερικοί απέστρεφαν το βλέμμα.

Φαίνεται πως είχαν ένα πιάτο φαΐ

ένα σπίτι και

λίγη ελπίδα ακόμα.

Για ποια υπόθεση βάδιζα;

Δεν ξέρω.

Πρέπει όμως να ‘ταν η καλή υπόθεση

παρ’ όλο που τέτοιο πλήθος κουρελήδων

σκορπούσε τρόμο.

Κατόπιν η πορεία τάχυνε ρυθμό

τάχυνα το βήμα μου κι εγώ.

Μετά ταχύναν και άλλο

με προσπέρασαν κι οι τελευταίοι

κανά δυο ήτανε κουτσοί

πάνω σε πατερίτσες φεύγαν

σχεδόν έτρεχα εγώ

αυτοί όμως ολοένα και ξεκόβαν

ώσπου κόπηκε το κουράγιο μου

βράδυνα το βήμα

κι απόμεινα να τους κοιτώ.

Τις σημαίες στο μάκρος δρόμων

ταχείας κυκλοφορίας

με φόντο έναν άδειο

ουρανό - το μόνο χρώμα!

Κι αυτούς που τρέχαν στην ουρά

και χάνονταν όπως τους ρούφαγε το προϊστορικό σκοτάδι. 

Έτσι απόμεινα μονάχος

κάτω από γέφυρες και εναερίους κόμβους

μες στη βουή αυτοκινήτων

ανάμεσα σε νιόφερτους

που τίποτα δεν είχανε ιδεί

και διέσχιζαν τους δρόμους.


Β.Η.