Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

Περί του Μάικ

                                                                                      (συνέχεια)
Ο Μάικ ήταν κοντός, λεπτός, όλο νεύρο, με ξανθούς βοστρύχους. Όπως κάποιοι Ροδίτες, άλειφε το μαλλί με ελαιόλαδο και άφηνε τον ήλιο να του δώσει ένα βαθύ χρυσόχρουν.  Τα μάτια του είχαν το καθαρό γαλανό του ουρανού, σπάνιο ακόμα και στον Βορρά. Επιπλέον είχε πετύχει ζηλευτούς κοιλιακούς, αυτό που οι Εγγλέζοι αποκαλούν “six pack” από τη δέσμη το “εξάμπυρο “. Από έφηβος ήτανε ροκάς και τα μετέπειτα χρόνια αγάπησε τον Μάρλεϊ. Η Τζαμάικα ήταν δημοφιλής στην πιτσιρικαρία, το τουριστικό της μόττο: an island in the sun ταίριαζε απόλυτα και στη Ρόδο και οι Rasta ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί γιατί ήταν πέραν κάθε μικρότητας, σχεδόν Ολύμπιοι, και επιπλέον καλοί μπαλαδόροι! Σε κάποιους τόπους στο πουθενά, πνιγμένους στη βλάστηση, έβλεπες, για χρόνια, πάνω από μια καλύβα, να κυματίζει ταλαιπωρημένη η τρίχρωμη, κόκκινη-κίτρινη-πράσινη σημαία των Rastafarians και σε κείνο το μυστήριο τριήμερο καρναβάλι στον Αρχάγγελο - με το φούμο στην όψη τη λάσπη στα μαλλιά και τα καύκαλα ζώων - σ’ ένα απ’ τα καφενεία του δεν ήταν ούτε τα λαϊκά, ούτε η λύρα αλλά, όταν η ακατάσχετη ζυθοποσία και η κούραση του γλεντιού έφτανε στο απροχώρητο, ήταν η reggae που σηκωνότανε σαν κουρνιαχτός και αναλάμβανε να μπάσει τους αποχαλινωμένους μέσα στην έκσταση και τη νύχτα.
Ο Μάικ έκανε νωρίς δύο παιδιά με μιά γυναίκα από την Ελβετία. Μόλις γεννήθηκε το πρώτο, ο Μάικ χάθηκε απ’ τη Νύχτα. Κάποια αίσθηση ευθύνης ανείδωτη ως τότε ή κάποια ήρεμη ενατένιση των καταστάσεων, ότι έτσι έχουνε τα πράγματα από δω και πέρα, δεν τον άφησαν να παραπονεθεί που τέλειωσαν για αυτόν τα τρελλά χρόνια. Βρήκε μια απόμερη γωνιά στην παραλία του Φαληρακίου, εκεί που καταλήγει ένα ποτάμι που κατεβαίνει από τις Καλυθιές, που το καλοκαίρι λιμνάζει, που ο τόπος είναι γεμάτος καλαμιές, που το είχαν περιφρονήσει τα ξενοδοχεία αφού τη νύχτα πρέπει να μάζευε κουνούπι, κι έστησε μια καλαμοκαλύβα. Έφερε μερικά wind surfing, ένα φουσκωτό με εξωλέμβιο, έβαλε απ’ έξω μια επιγραφή και ακόμα μιά πάνω στη δημοσιά: Mikes wind surfing κι αυτή ήταν η φτιάξη του. Τίποτα άλλο και αποδείχτηκε καλός δουλευτής. Άνοιγε στις 7 κάθε πρωί και έκλεινε με τη δύση του ηλίου.
Γνωριστήκαμε καλύτερα γύρω στα ‘88-’89. Μιά παρέα ζωγράφων κατέβηκε ως εκεί κάτω-μόλις “έσπασε” η full saison- με την απόφαση να κάνει surf. Είχαμε πρωτοσυναντηθεί στις τρελλές νύχτες του ’85 στη Sfinx.
Ξανοιγόμασταν με το πανί, πέφταμε σε κάτι ρεύματα μυστήρια, δεν μπορούσαμε να ξανανεβάσουμε το ιστίο και μέναμε πάνω στη σανίδα να χειρονομούμε μάταια. Ο Βάιος, το αγόρι που ήταν βοηθός του Μάικ, μας έπαιρνε χαμπάρι, ο Μάικ έπιανε τα κιάλια, αμόλαγε μια βλαστήμια, άρχιζε τα παραγγέλματα και τις οδηγίες χοροπηδώντας μόνος του στην άμμο, μας άφηνε κανά δεκάλεπτο για “τιμωρία“ και μετά έβαζε μια φωνή: Βάγιο, βάλε τη βάρκα στο νερό! Η βάρκα σηκωνότανε σχεδόν όρθια και ερχότανε και μας έβγαζε με καζούρα κι οδηγίες «βρεγμένους» στην παραλία. Όλα σε άψογο Καλυθινό ηχόχρωμα. Κατόπιν, ερχότανε το απόγευμα, είχαμε «παύση εργασιών», σιγά σιγά αποχωρούσαν οι πελάτες, που ήταν μια σταθερή πελατεία, διαφόρων εθνικοτήτων, φτιαγμένη με φροντίδα καλαμπούρια και μπόλικο φιλότιμο, και ο Μάικ άρχιζε να φτιάχνει μια χωριάτικη σαλάτα σε μια βαθιά γαβάθα ποτισμένη στο Καλυθινό λάδι, καμμιά φορά έψηνε και “κάτι ψαράκια” που του είχαν φέρει το πρωί, και άρχιζε η «αξιολόγηση των πεπραγμένων». Ποσώς ενδιάφερε τον Μάικ όσο έβγαινε το μεροκάματο τι γινότανε πέρα στο Φαληράκι ή κάτω στη Ρόδο κι αν συγχωριανοί του είχαν κάνει ολόκληρες περιουσίες με τις “σωστές” γνωριμίες και τις “σωστές” αρπαχτές.  Αφού αυτός, στο κάτω-κάτω, ήτανε παλιός ροκάς. Έπειτα ακόμα διατηρούσε κύτταρα απ’ τους παππούδες του που ήτανε ξωμάχοι. Ποσώς ενδιέφερε και μας, αφού ήμασταν παιδιά ενός θεού που είχε αστέρια, λευκές ατρακτοειδείς «σανίδες» που έλαμπαν μες το σκοτάδι , ιστία ξαπλωμένα στην άμμο να τερετίζουν στη βραδινή αύρα και μια θλιμμένη φωνή από ένα ξοφλημένο κασσετόφωνο, όλο τριξίματα και παράσιτα, μας έφερνε από πολύ μακριά ένα λεπτό παράπονό του:
                                                  3 o’ clock
                                                  road block
                                                  and I had to throw
                                                  my little herb
                                                  away
Το μέρος ήταν ιδανικό για ιδανικούς εκδρομείς όπως εμείς. 50 μέτρα νότια απ’ την καλύβα, οι καλαμιές είχαν φτιάξει ένα φυσικό δωμάτιο γύρω από ένα ντους όπου μπορούσες να χωθείς με την κοπέλλα σου και να παίζετε και να γελάτε γυμνοί κάτω απ’ το ζεστό νερό. 100μέτρα προς τα βόρεια ήταν η «Μοναξιά», μια ταβέρνα κάτω από τα αρμυρίκια όπου ελάχιστοι τουρίστες έφταναν από τα ξενοδοχεία, που την είχε ο Στέργος και που ο αδελφός του στην πίσω μεριά είχε επισκευάσει και αραδιάσει μια σειρά από παλιά αμερικάνικα στρατιωτικά οχήματα. Τζιπ κάθε τύπου, ημιφορτηγάκια τριών τετάρτων που κάποτε τα λέγαν “Καναδέζες”, υλικό που εκτεινόταν σε όλο το εύρος μιάς τριακονταετίας από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κορέα ως το Βιετνάμ, όλων δηλαδή των πολέμων που διεξήγαγε η Παγκόσμια Δύναμη στην διάρκεια μιάς γενεάς. Μια λέξη λοιπόν ταίριαζε στο μέρος κι αυτή ήταν Λήθη. Πήγαινα καμμιά φορά εκεί πίσω και περιεργαζόμουν τα οχήματα, τα άγγιζα και αυτή η μυρουδιά από γράσσα και παλιό καραβόπανο με πήγαινε κατευθείαν πίσω στα παιδικά μου χρόνια.
Όταν σιγά-σιγά πάψαμε να πηγαίνουμε εκεί, από surfing δεν είχαμε μάθει και πολλά, περισσότερο είχαμε εξασκηθεί στην τέχνη της καρτερίας: να περιμένεις μισοπέλαγα, μπρούμυτα πάνω σε μια σανίδα να’ ρθούν να σε μαζέψουν. Αραιά και πού μέσα στα χρόνια κατέβαινα ως τη “Μοναξιά”, με παρέα, ή μόνος όταν είχα ανάγκη περισυλλογής. Η δουλειά έπεφτε αργά και σταθερά. Ο Μάικ ήταν πάντα εκεί. Απαράλλαχτος. Μόνο που ο Βάγιος είχε φύγει. Τα παιδιά του, που έρχονταν στην καλύβα κάθε καλοκαίρι, μεγαλώνανε. Τώρα φέρνανε και τους φίλους τους. Από τη Σουηδία, από την Αγγλία και από την Ελβετία.

Το καλοκαίρι του ’13 λοιπόν, που δούλεψα σε κείνο το ξενοδοχείο στο Φαληράκι, βγήκα ένα απομεσήμερο του Ιούνη στην παραλία κι αποφάσισα να περπατήσω ως τη “Μοναξιά”. Θυμήθηκα εκείνο το μοναχικό ντους και πεθύμησα να κοιμηθώ στη σκιά στις καλαμιές, να κάνω μια βουτιά και να φάω λίγο ανθρωπινά. 3/4 του μιλίου μες τον ήλιο και ξαφνικά βρέθηκα μπρος στην καλύβα. «Ο Μάικ! Α, βέβαια!» Για χρόνια δεν το ‘χα σκεφτεί το μέρος. Πλησίασα. Μια παρέα αγόρια και κορίτσια  κάθονταν σε πάγκους γύρω από ένα τραπέζι κι ετοιμαζόντουσαν να φάνε. Μιλούσαν αγγλικά, σουηδικά, ελληνικά, γερμανικά. Παραμέσα κάποιος μαγείρευε. Κοντός, ηλιοκαμένος, με ένα μαύρο μαγιό κι ένα  αστείο καπελάκι σαν γλαστράκι που υπόξανθοι βόστρυχοι ξέφευγαν από κάτω. “Μάικ…”, έκανα διστακτικά.
Γύρισε αργά, το six pack, που ήταν κάποτε οι κοιλιακοί, είχε εξαφανιστεί. Στη θέση του τώρα ήταν ένα ηλιοκαμένο βαρελάκι. Το μαλλί είχε χάσει την παλιά στιλπνότητα, η ματιά ήτανε η παλιά μόνο που το γαλανό είχε κάμποσο θολώσει. Όμως ο σπινθήρας, το παλιό σπίρτο, δεν είχε ακόμα χαθεί. Πρέπει να ‘ταν τα παιδιά του και οι παρέες τους αυτοί που καθόντουσαν στους πάγκους που κάποτε κάθονταν οι γκόμενες.
“Με θυμάσαι Μάικ?”
”Ο Billy δεν είσαι?” έκανε. Η παλιά τραγουδιστή προφορά ήταν ακόμα εκεί.
 “Πώς από δω, Billy?”
“Τι κάνουν τα παιδιά? Ο Μεκ, ο Guaton, ο Καβάγιο, ο Humberto, η Ιζαμπέλ, η Τερέζα, η Γιέττε, η Lena, ο Τζόννυ? “
Είπα τα νέα μας εν συντομία
“Εσύ?” ρώτησα. Αν και ήξερα: η δουλειά ήταν πιά υποτυπώδης.
“Φίλε έρχεσαι στη πιο δύσκολη στιγμή για μια οικογένεια. Αύριο έχουμε το μνημόσυνο του γιού μου. Σκοτώθηκε πέρυσι με μηχανή. 21 χρονών.”
 Έμεινα να τον κοιτάω. " Έχεις την κόρη Μάικ…"  ψέλλισα.
Κούνησε το κεφάλι. Μου έδειξε μια κοπέλλα. ”Είναι εδώ με τους φίλους της. Είναι και οι φίλοι του γιού μου εδώ πέρα. Πέρνα Billy καμιά μέρα να φάμε τίποτα και να τα πούμε.“
Συνέχισα για την ταβέρνα. Έπιασα ένα ακριανό τραπέζι… ο κόσμος του Μάικ τελείωνε. Εδώ και χρόνια. Χτυπημένος τώρα στη ρίζα, στον γιό, δεν είχε πιά κανένα μέλλον. Δεν μπορούσε να είναι πιο εύγλωττο. Πιο τελεσίδικο!

Φέτος το καλοκαίρι δούλεψα για ένα μήνα σε ένα άλλο ξενοδοχείο κοντά στο Φαληράκι, λίγο πιο πάνω προς τα βόρεια. Ξεκίνησα ένα απομεσήμερο να κατέβω ως τη “Μοναξιά”. 3/4 του μιλίου μες τον ήλιο, προς τα νότια τούτη τη φορά, κι ήμουνα στο παλιό ντους. Η καλύβα δεν ήτανε εκεί. Κοιμήθηκα δίπλα, στη σκιά των καλαμιών. Όταν αργότερα, έκατσα σ’ ένα τραπέζι στην ταβέρνα και παρήγγειλα φαγητό, ρώτησα: “Στέργο τι έγινε ο Μάικ?” Απόθεσε την μπύρα και με κοίταξε:
“Δεν ξέρεις..? Έφαγε ένα πρόστιμο 1500 ευρώ επειδή δεν είχε ταμειακή μηχανή αλλά μπλοκάκι και μετά ένα πεντοχίλιαρο γιατί είχε καλύβα και καταλάμβανε δημόσιο χώρο“
“Γιατί, τι έπρεπε να ‘χει?” ρώτησα.
“Τροχόσπιτο. Κινούμενο. Φόρτωσε τα πράγματα, διέλυσε την καλύβα κι έφυγε”, είπε ο Στέργος.
 Έμεινα πάνω απ’ την παγωμένη μπύρα να κοιτάω τη θάλασσα.... ένας πολιτισμός που δεν σέβεται τις καλαμοκαλύβες δεν αξίζει κανενός είδους σεβασμό.
                                        ………………………………………………………………………
Όσες φορές έφτασα ως  εκεί, για να ξαποστάσω, απέφυγα να κοιτάξω το μισοσβησμένο λάκκο. Το μέρος μοιάζει με στόμα που έγινε εξαγωγή δοντιού. Γρήγορα θρέφει η πληγή κι αφήνει για καμπόσο ένα βαθούλωμα. Μετά χάνεται κι αυτό.
Μερικά ξερά καλάμια είναι πεταμένα εδώ κι εκεί. Ο χειμώνας που θα ‘ρθεί θα σβήσει και τα τελευταία ίχνη. Σε λίγο κανείς δεν θα μπορεί να πει με σιγουριά πού ακριβώς ήταν το σημείο όπου ο Μάικ έβγαλε μιά ζωή.
                                                                                                                          

                                                                                                            Β.Η
                                                                                                               

4 σχόλια:

  1. Ενώ το ζητούμενο θα ήταν ακριβώς αυτό! Να μην αφήνει η δραστηριότητα κανένα ίχνος. Και του έριξαν και πρόστιμο οι ανεγκέφαλοι.

    Πάντως η θάλασσα θα ξέρει για πάντα τι έγινε εκεί. Πρέπει να υπάρχει και τέτοια" μνήμη". Ετσι δεν είναι;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Άφησε όμως το ίχνος του στις σελίδες ενός συγγραφέα. Κάτι είναι κι αυτό, σωστά;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ρισπέκτ, Μπίλι. Εκπληκτικό κείμενο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή