Μερικές φορές θα
‘βγαινες από το καταφύγιο, έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου, και θα
‘βρισκες σκοτάδι. Ήταν όμορφα τα τροχιοδεικτικά όπως υψώνονταν με χάρη στον
νυκτερινό ουρανό! Η πίσω πλευρά των λόφων που μας τριγύριζαν, έφεγγε σαν πόλη
που την έβλεπες από μεγάλη απόσταση αλλά δεν έβλεπες από πού ερχότανε το φως.
Μόνο τη φωταύγεια. Σαν ένας κρυφός φωτισμός να τρεμοπαίζει πίσω απ’ τον
ορίζοντα. Φωτοβολίδες έπεφταν παντού γύρω από τις παρυφές της περιμέτρου
ρίχνοντας ένα πεθαμένο άσπρο φως στο έδαφος. Μερικές φορές υπήρχαν ντουζίνες
απ’ αυτές αφήνοντας πίσω τους μια ουρά καπνού, σκορπώντας λευκές σπίθες και
νόμιζες πως σ’ οτιδήποτε έπεφτε το φως τους, κοκκάλωνε σαν φιγούρα σε παιχνίδι
ζωντανών αγαλμάτων. Οβίδες διέσχιζαν βουβά τον ουρανό, ριγμένες από όλμους των
60mm, σκορπώντας λάμψη
μαγνησίου για λίγα δευτερόλεπτα, σκιαγραφώντας μια μελαγχολική επίπεδη έκταση.
Μπορούσες να δεις τις εκρήξεις των όλμων, πορτοκαλής και γκρι καπνός πάνω από τις
κορυφές των δένδρων, δύο ή τρία χιλιόμετρα μακριά. Μια στις τόσες φορές έβλεπες
στις πλαγιές των λόφων μια δεύτερη έκρηξη, πετυχημένη βολή- αποθήκη
πυρομαχικών. Και ήταν όμορφα τη νύχτα. Ακόμα και οι οβίδες που έρχονταν κατά
πάνω μας για να μας σκοτώσουν ήταν όμορφες τη νύχτα.
Τέτοιες στιγμές
μπορούσες να ξεχάσεις τις συνεχείς κακουχίες, τον ακραίο τρόμο από τα τραύματα
που είχες δει, τη μυρουδιά του αντισηπτικού κι ότι για μεγάλα διαστήματα θα
μπορούσες ίσως να κάνεις και χωρίς φαΐ, μιας και σου ’φτανε η αδρεναλίνη που το
σώμα σου παρήγαγε σαν τον πιο πιστό υπηρέτη. Μπορούσες να ξεχάσεις ότι τόσο
μεγάλο διάστημα συνομιλούσες με νεκρούς, μ’ αυτούς που είχανε πεθάνει και μ’
αυτούς που επρόκειτο να πεθάνουν από στιγμή σε στιγμή. Ότι ακόμα και τα όνειρα
που έβλεπες ήταν όνειρα κάποιου που είχε πεθάνει από καιρό.
Ο Τάνα, ένας από
τους παλιούς, κάπνιζε πίσω απ’ τους αμμόσακους. Στράφηκε και, κάνοντας ένα
πλήρες ημικύκλιο, πήρε το κράνος του. Πάμε! είπε. Έπειτα γλίστρησε κάτω με
κινήσεις που είχαν την αρμονία χορευτή. Μου θύμισε κάτι γέρους μαστόρους που
σοβάτιζαν διαγράφοντας αέναα τόξα μπροστά σε έναν τοίχο, με τέτοια φυσικότητα,
όπως κανείς αναπνέει. Λογικό, θα πεις, αφού το κάνανε όλη τους τη ζωή…. Όμως,
πόσο όμορφα είναι τα τροχιοδεικτικά που διαγράφουν την καμπύλη τους στο
νυχτερινό ουρανό! Πόσο αργά και γεμάτα χάρη, ένα όνειρο, τόσο απόμακρο απ’
οτιδήποτε επικίνδυνο. Μπορούσαν να σε κάνουν να αισθανθείς μια απόλυτη γαλήνη.
Μια μεταρσίωση που σ’ έβαζε πάνω απ’ τον θάνατο, αλλά δεν κρατούσε πολύ. Ένα
κτύπημα κοντά, μια στήλη καπνού ανακατεμένη με χώμα που ‘ρχοτανε πάνω σου κατά
ριπάς σε ξανάφερνε πίσω. Δαγκωμένα χείλια, σφιγμένες γροθιές. Δεν κατάφερνες
συχνά να δεις τις οβίδες. Ήξερες πως αφού είχες ακούσει την πρώτη είχες σωθεί
για την ώρα. Αν εξακολουθούσες να στέκεις εκεί έξω για να δεις το θέαμα, σου
άξιζε ό,τι και να πάθεις.
Στο τέλος του
καλοκαιριού ζήτησα μετάταξη στους Ανιχνευτές. Κανά δεκαριά σταλθήκαμε στο 6ο
Σώμα Κυνηγών.
…………………....
Βαδίζαμε στον
άνυδρο κάμπο σε αραιή διάταξη σαν τα χαϊβάνια με το όπλο χαμηλωμένο και ψάχναμε
για ίχνη. Μπαίναμε στα χωριά, κάτι άθλια χωριά, βαρείς και πένθιμοι. Μόλις
τελειώναμε την έρευνα στα σπίτια μαζεύαμε τους χωρικούς στην πλατεία και τους
κατηχούσαμε. Βουβοί μας κοίταζαν κι ανέκφραστοι. Μερικές φορές είδα το μίσος
μέσα από μισόκλειστα μάτια. Ένα μίσος καθαρό σαν αίμα, αλλά ήταν κάτι φευγαλέο.
Τα σπίτια ήταν γεμάτα από γεννήματα, ζώα και βαγένια με κρασί αλλά είχαμε
αυστηρές διαταγές να μην αγγιχτεί τίποτα. Ούτε σπίτι, ούτε γυναίκα. Έπρεπε να
προσέχουμε τα χωριά, είχαν πει. Μάλιστα, μας ήρθανε μια μέρα τρεις, ένας
αντισυνταγματάρχης της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης με έναν επιλοχία και έναν
λιμοκοντόρο με πολιτικά. Κάναν ανακρίσεις για να βρουν ποιοί πείραξαν μια
γυναίκα. Ήμουν μπροστά στο περιστατικό αλλά δεν είπα κουβέντα. Μια ομάδα
στρατιωτών είχε βάλει μια γυναίκα στη μέση και την έσπρωχναν σα μπάλα από τον
έναν στον άλλο. Της τράβαγαν τα ρούχα μέχρι που πετάχτηκαν έξω τα τροφαντά
βυζιά της τρεμάμενα και λαχταριστά. Η γυναίκα είχε πάθει υστερία αλλά δεν την άρπαξαν.
Μόνο γελούσαν. Την άφησαν κι έφυγε με σταυρωμένα χέρια. Μου έμεινε καρφωμένο
στο μυαλό το πάλλευκο της σάρκας. Τέτοια λάμψη δεν είχαμε ξαναδεί μες τη
σκοτεινιά που ζούσαμε. Ακατανόητες μου είχαν φανεί οι διαταγές Να μην αγγιχτεί
σπίτι ούτε γυναίκα… Πώς δηλαδή να πολεμήσουνε οι άντρες; Τι θέλει ο στρατιώτης
για να πολεμήσει μες σ’ αυτό το ζόφο; Να φάει ένα καλό φαΐ πέρα από το άθλιο σιτηρέσιο
του στρατού, να πιεί κρασί και να ξεδιψάσει τη δίψα του ήσυχος μέσα σ’ ένα
γυναικείο κορμί.
Μετά, σώθηκε ο κάμπος και φτάσαμε στη θάλασσα. Μια έρημη
θάλασσα όλο πέτρες, φύκια και ρηχή. Το
κύμα δεν σταμάταγε να έρχεται ποτέ. Ψυχή στις ακτές! Μόνο χωματόλοφοι, κοντοί
θάμνοι και κατσίκια. Καταραμένος τόπος κι άνεμος. Ένα βράδυ εμφανίστηκαν
μπροστά μας, όπως λουφάζαμε γύρω απ’ τη χαμηλή φωτιά, σα Βελζεβούληδες και μας
έριξαν στα ίσα. Τρείς άντρες έμειναν στον τόπο κι ένας ακόμα ξεψύχησε το πρωί.
Τους δυο σκοπούς τους βρήκαμε με κομμένο τον λαιμό από αυτί σε αυτί. Ο τρίτος
δεν ξαναφάνηκε ποτέ.
Είχαν τα πρόσωπα
καλυμμένα με μαύρα μαντήλια, μόνο τα μάτια γυάλιζαν σαν καντηλέρια. Πώς να
πολεμήσεις ανθρώπους που το ‘χαν πάρει απόφαση να γίνουνε φαντάσματα?
Εμείς ραντίζαμε
τον τόπο, οι γεμιστήρες άδειαζαν στο πι και φι, αυτοί ρίχναν μια μόνο σφαίρα –
κατευθείαν στην καρδιά του πράγματος.
………………………
Με τη συνθήκη της
Α… έπρεπε να καταπαύσουν οι εχθροπραξίες, να παραδώσουμε τα όπλα στον στρατό και
να αποστρατευτούμε. Όμως τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Οι περισσότεροι δεν
νοιάζονταν καν να γυρίσουν πίσω. Τράβηξαν ίσια μέσα στην Κ. και ρεμπέλευαν
ανοιχτά. Κανά-δυο φορές έφτασαν στο σημείο και πολιόρκησαν το Κυβερνείο. Δεν
τους αδικώ. Αυτό που αποκαλούν «σπίτι», έμοιαζε ένα βαρετό, τρισάθλιο μέρος. Η
ειρήνη που διατυμπανίζανε μύριζε κοινωνικά επιδόματα και φιλανθρωπία,
κατουρλίλα και πρόωρα γερατειά. Τούτη ‘δώ η υπόθεση που ‘χαμε μπλέξει θα
μπορούσε να ‘ναι μια καλή περίπτωση. Υπό προϋποθέσεις βέβαια! Κι αφού στα
πράγματα είχε έρθει ο Ντ. απλώς αλλάξαμε στολή και παραλάβαμε καινούργιο
οπλισμό. Πολλοί από τους αξιωματικούς παρέμειναν, μόνο που τώρα δεν φορούσαν
διακριτικά. Από ‘κείνη τη στιγμή και ύστερα άρχισε το πανηγύρι. Μπαίναμε στα
χωριά και τα καίγαμε. Μετά πυροβολούσαμε ό,τι κινείτο. Δεν αφήναμε ούτε τα
ζωντανά. No rules!
λέγαμε και ρίχναμε στο ψαχνό. Τώρα που τα χέρια μας δεν ήτανε δεμένα, δείχναμε
τι μπορούμε να κάνουμε. Ο εχθρός άρχισε να μας υπολογίζει. Στην αρχή έπαθε σοκ
βλέποντας ότι είχε να κάνει με ανθρώπους που δεν είχαν κρατημό μπροστά σε
τίποτα. Μετά σκλήρυνε κι άλλο. Τώρα ήταν ή εμείς ή αυτοί.
Φέρναμε μαζί μας
την κόλαση κι αν η κόλαση είναι ένας τόπος εδώ ή κάπου αλλού, σίγουρα έχει
σκοτάδι και φωτιά. Α, είναι ωραίο να μπαίνεις οπλισμένος σ’ ένα χωριό και να
φωτίζεις τη νύχτα κι αν είναι μέρα, να σκοτεινιάζεις τον ήλιο. Ήμασταν οι Κύριοι
του φωτός και των σκοταδιών. Οι θρήνοι συνόδευαν το φευγιό μας κι είχε γούστο
που άρχιζαν κιόλας μόλις εμφανιζόμασταν. Κοίταγα τα ξαναμμένα πρόσωπα των
συντρόφων μου καθώς φεύγαμε σα βουρκωμένο σύννεφο. Και η λάμψη στα μάτια τους
δεν ήταν το αντιφέγγισμα μόνο από τις πυρκαγιές. Αυτή κι αν ήταν απόκοσμη
ομορφιά! Εύχομαι να μπορούσατε να δείτε πώς
έμοιαζαν οι άντρες. Πώς άλλαζε μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, η
εμφάνισή τους. Φορούσαν ό,τι φορέθηκε ποτέ στο παρελθόν σε ανάλογες περιστάσεις
κι ό,τι ίσως φορεθεί κάποτε στο μέλλον. Περιποιούνταν τον εαυτούς τους και
στολίζονταν σαν να πηγαίναν σε αποτρόπαιη τελετή. Ώρες-ώρες μοιάζαμε με θίασο
μεταμφιεσμένων όπου ο καθένας ξεπήδησε από διαφορετικά μεσοδιαστήματα της
Ιστορίας και με ευσυνειδησία και φροντίδα επιδίδετο σε σφαγές… πρόσωπα βουτηγμένα
στον ιδρώτα πασαλείβονταν με στάχτη που απλωνότανε ωστόσο με μεγάλη
τρυφερότητα. Μερικοί είχαν πραγματικό ταλέντο… μια φαντασία που ξάφνιαζε… που
συνέθετε τα πιο ετερόκλητα πράγματα: αίφνης, ένα αγγελικό πρόσωπο σημαδεμένο με
χαράξεις από μαχαίρι που ήταν «επ’ ανδραγαθία» και δυο άδεια μάτια πίσω από λευκό
τούλι. Και είναι κρίμα που ποτέ δεν τους είδε κάποιος από τους μεγάλους Μαίτρ
να περνούν σαν οπτασία σ’ αυτή την πασαρέλα του χαμού.
Τώρα, εδώ που τα
λέμε, θα ΄ταν ξεκαρδιστικό να παρελάσουν σ’ αυτό τον διάδρομο, μπρος στον καλό
κόσμο και τις κυρίες, οι δικοί μας, «αλευρωμένοι» με στάχτη και όλα τους τα
συμπράγκαλα. Δεν θα ξέραν από πού να φύγουνε οι καλοταϊσμένοι.
………………………
Αυτοί οι άνθρωποι,
οι άνθρωποί μου, θεωρούσαν πως τούτη η Μοίρα, τούτη η πορεία ίσκιων σ’ ένα
αδιάκοπο ημίφως ήτανε γλυκύτερη από οποιαδήποτε επιστροφή σε μια αδιάφορη πατρώα
γη. Το πλιάτσικο ήτανε πάντοτε χοντρό και κάποιοι γύρναγαν ‘δω κι εκεί
στολισμένοι με ό,τι είχανε σηκώσει απ’ τα βρώμικα χωριά και τις μισητές πόλεις
που ρήμαζε η ορδή μας. Άλλοι επιδείκνυαν αξιοσημείωτη εγκράτεια. Ήταν μάλιστα
οι πιο ανηλεείς. «Είσαι αυτοί που έχεις σκοτώσει», πίστευαν. Έτσι, σιγά-σιγά
έφτιαχναν το πρόσωπό τους. Όσον αφορά τον οίκτο… αχά, τί λύπηση να δείξεις πάνω
σ’ αυτή τη γη, μια σφαίρα που γυρνά σέρνοντας πίσω της ένα πένθιμο πλήθος που
μισιέται κι ασωτεύει. Όλοι τους όμως είχαν την πεποίθηση – αν μπορώ να το πω
έτσι – ότι η μάχη μπορεί να είναι γιορτή. Και λαχταρούσαν να απολαύσουν τις
χαρές της.
Υπήρχε κάποιος –
που δεν έζησε πολύ – που πήγαινε τρέχοντας στη μάχη σαν άτι με τη χαίτη ορθωμένη
που ψάχνει για φοράδες. Αυτός κάηκε από τη δαιμονική του νιότη. Και κάποιος άλλος,
όταν μας στρίμωξαν γερά μες τη χαράδρα της Γκ. - και το ΄χαμε αποφασίσει, πως
όλοι θα χαθούμε – που όρθιος μέσα στον όλεθρο και στον καταιγισμό έμοιαζε να
προσεύχεται σε έναν άγνωστο θεό. Αλλά αυτός έζησε λίγο παραπάνω.
Αν υπήρχε κάτι που
όλοι εκτιμούσαν βαθειά ήταν το θάρρος.
Το αληθινό θάρρος! Αυτό που πηγάζει από την περιφρόνηση προς τον θάνατο. Αν
πάλι κάτι μισούσαν ως το τελευταίο κύτταρο, ήταν να δειλιάσουν. Μισούσαν αυτό
τον καταραμένο φόβο που διαλύει τα σωθικά – και τον είδα μια φορά, σαν απλώθηκε
στους άνδρες, πώς έκανε τον στάσιμο αέρα να μυρίζει σα βρωμερό κουνάβι. Αντίθετα,
είδα, ξανά και ξανά, ανθρώπους κάτωχρους να τρέμουν στο πλησίασμά του
Επισκέπτη, αλλά η ζωή τούς έφευγε μέσα από σφιγμένα δόντια. Οπότε, φυσικά, αποκλειόταν
κάθε έλεος για τον αντίπαλο. Σαν να υπήρχε κάτι ανάερο και διάχυτο παντού, κάτι
σχεδόν πνευματικό, που έβλεπε· κι αν καταλάβαινε πως μαλάκωσες,
τότε ήσουνα χαμένος. Αυτή, νομίζω, ήταν η διαφορά μας με τον εχθρό. Αυτός ξεκίναγε
από κάτι απτό και υλικό· τη γη, τα παιδιά, τις γυναίκες.
Εμείς είχαμε γίνει οι εαυτοί μας.
Παρ’ όλα αυτά, δεν
ήταν μόνο μια ή δυο φορές που νοιώσαμε θαυμασμό για έναν αντίπαλο που είχε
σκοτώσει πολλούς απ’ τους δικούς μας αναγνωρίζοντας την προσωπική του δύναμη.
Ίσως για αυτό επιδιώκαμε – αχρείαστα συχνά – τη συμπλοκή σώμα με σώμα που
μετράει την ανδρική δεινότητα.
Βρέθηκα μπρος σε
απίστευτες χορογραφίες που η ποικιλία τους εκτεινόταν από τη γελοιότητα ως ένα
φρικτό μεγαλείο. Κι ένοιωσα πολλές φορές ότι για τους άνδρες των αποσπασμάτων η
μάχη ήταν έκσταση και όργιο.
Ούτως ή άλλως, η
παλιά πειθαρχία είχε σπάσει και είχε αντικατασταθεί από κάτι πιο αποτελεσματικό,
την αρχαία προσήλωση στην αγέλη. Και θα ΄πρεπε να ακούσετε τα ονόματα και τα
παρατσούκλια που δίναμε ο ένας στον άλλον ή δίναμε οι ίδιοι στον εαυτό μας.
Ένας είχε κοτσάρει το «Ντον» μπροστά απ’ τ’ όνομά του, έναν άλλο τον φωνάζαμε
«Γιατρό» κι έναν άλλον «Τσάρλυ» και κανά δύο είχαν υιοθετήσει γυναικεία ονόματα
κι αυτοί ήταν από τους πιο απρόβλεπτους. Κι ακόμα… να ακούσετε πώς είχαμε
φτάσει να μιλάμε! Πού να βγάλει κανείς συμπέρασμα, τι σήμαινε «Λοχίας Hotel ή ποιος ήτανε ο «Sunny»; Ή ακόμα τι σημαίνει
το ρήμα «απλοποιώ»; Ένας άσχετος δεν θα καταλάβαινε γρυ απ’ αυτά τα κορακίστικα
αλλά εμείς μια χαρά συνεννογιόμασταν. Βέβαια θα καταλάβαινε ότι πρόκειται για μια αργκό φονιάδων αλλά ποιο το πρόβλημα;
Και οι φονιάδες ένα επάγγελμα κάνουν και μάλιστα απ’ τα πιο παλιά. Τουλάχιστον
εμείς είχαμε αναλάβει ένα εγχείρημα ή μάλλον ασκούσαμε μια Τέχνη. Την Τέχνη της
Ερήμωσης.
Μα την πίστη μου,
δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο από την έρημο! Αν μπορούσαμε να γυρίσουμε το παν
στην ακίνητη σιωπή των πετρωμάτων...
Να! εδώ είμαστε
αφού μπήκαμε στη Μπαλάτα. Η πόλη καιγόταν επί μέρες. Ένα νέφος από καπνό τη
σκέπαζε σα θόλος. Είχαμε πιάσει τους λόφους περιμετρικά της πόλης για να
εμποδίσουμε τα συνεργεία διάσωσης ενώ κάποιοι δικοί μας ήταν ακόμα μέσα και
αποτελείωναν όσους είχαν επιζήσει. Είχαμε στήσει τεράστια ηχεία και παίζαμε το
«Bridge over troubled water».
Εδώ είναι φωτογραφίες δικών μας με πτώματα αντιπάλων. Δεν ξέρω να το εξηγήσω,
ποτέ δεν φωτογραφίζαμε τους δικούς μας νεκρούς.
Πάντως, αν δεν με
γελάει η διαίσθησή μου, σε κάποιες μύχιες στιγμές των συντρόφων μου είχα
υποψιαστεί μια αδιόρατη νοσταλγία για την ήττα. Ένα βράδυ, σε ένα κενό μιας
συζήτησης, κάποιος ξεστόμισε κουρασμένα: «τα τέρατα ούτε κατοικούν πουθενά,
ούτε κοιμούνται ποτέ, ούτε ζουν πολύ. Μόνο κατατρέχουνε τους τόπους». Τα λόγια είχαν ειπωθεί χαμηλόφωνα αλλά είμαι
σίγουρος πως ακούστηκαν απ’ όλους. Ούτε ο υπόγειος σαρκασμός τους πέρασε
απαρατήρητος, μηδέ η λύπη. Μολαταύτα δεν έγινε κανένα σχόλιο. Σαν να μην
ειπώθηκαν ποτέ. Σα να ρίχτηκε ασβέστης σε ‘κείνα τα φοβερά λόγια. Το χειρότερο όμως
ήταν ένα τραγούδι που επαναλαμβανόταν αργά και μεγαλόπρεπα όταν ερχότανε η ώρα
της μέθης γύρω απ’ τις φωτιές. Μίλαγε για ένα άσχημο κουφάρι σε ένα χαντάκι
ενόσω βρέχει
Ποτέ δεν θα
γυρίσω σπίτι
Δεν θα
ξαναδώ την πλατεία Β.
ούτε τους όμορφούς Μποέμ…
Προφανώς ήταν μια
εκδήλωση του αθάνατου Μαύρου Χιούμορ. Και ένας Επιτάφιος για ένα στρατό τυχοδιωκτών· σαν εξορκισμός. Τότε, μερικοί σκάλιζαν χαραγματιές
στο κοντάκι του όπλου τους για τον καθένα από τους «καλούς» που είχαν στείλει
να γίνει τροφή κοράκων… Ένας τους θα 'παιρνε ήσυχα στην αγκαλιά ένα βαμμένο κράνος που ήταν ακουμπισμένο δίπλα του. Στο πλάι κάτι είναι ξυσμένο: 20 Απρίλη - ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΑ! Αλλά αυτές οι στιγμές μελαγχολίας, τόσο
χαρακτηριστικές σ’ όλους τους στρατούς της Ιστορίας, γρήγορα δίναν τη θέση τους
σε σκέψεις πιο αισιόδοξες και ξαναβρίσκανε το θαρρετό εαυτό τους.
Άλλωστε, εμείς είχαμε
μια αποστολή που ήταν μοναδική: Ν’ ανάψουμε φωτιά που θα πυρπολήσει ολόκληρο τον
πολιτισμό και τις μηδαμινές αξίες του.
Γιατί αν υπάρχει κάτι
πολύτιμο σ’ αυτόν τον κόσμο, πιο πολύ κι απ’ το χρυσάφι, αν υπάρχει κάτι
πραγματικά αγνό, αυτό βέβαια είναι το αίμα. Κι αυτό το αίμα το σκορπούσαμε
εμείς παντού σε μια μαινόμενη σπατάλη. Το ποδοπατούσαμε γλεντώντας… κι αν σκοτωνόταν
ένας σύντροφός μας, πάλι τότε τον τιμούσαμε γλεντώντας γιατί πέθανε την
υψηλότερη στιγμή. Κι αν υπάρχει ένας θεός, καλός και σπλαχνικός όπως λένε, που
νοιάζεται για αυτό το αίμα και το εξοικονομεί, εμείς το σπαταλούσαμε με μιαν
άγρια χαρά. Ζώντας για την εκμηδένιση σηκώσαμε τα όπλα ενάντιά του. Γίναμε έτσι
οι Στασιαστές κι ενός Σκοτεινού Πρίγκηπα πραματευτάδες… Κάποιοι μας είχαν πει
πως ο πόλεμος τελείωσε! Αυτό μας έκανε
να γελάμε. Εμείς είμαστε ο πόλεμος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου