Παγώσαμε όλη τη
μέρα στα σύνορα. Γυρίσαμε στη Θεσσαλονίκη κατά τις 8 το βράδυ, φτιάξαμε
τραχανά, ήπιαμε κόκκινο κρασί και σε μια στιγμή, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια μας,
ο Γαβριήλ είπε με πρόσωπο που έλαμπε: Τι γεμάτη μέρα! Έτσι κι εγώ γύρω στις 10 και μισή δήλωσα ότι
υποφέρω από μια σπάνια πάθηση που λέγεται ευτυχία και ξάπλωσα στον καναπέ
αγκαλιά με ένα βιβλίο.
…………………………………
Ξεκινήσαμε πρωί, ο
Γαβριήλ κι εγώ, και ήταν για την καλή μας τύχη που το προηγούμενο βράδυ είχαμε
συναντήσει τον Γουλάμ τον Αφγανό ο οποίος ζήτησε να ‘ρθει μαζί μας. Έχοντας ζήσει
τα παιδικά του χρόνια στο Ιράν, πρόσφυγας μαζί με τους γονιούς του, μιλάει
Φάρσι, λίγα αραβικά καθώς και δυό από τις αφγανικές διαλέκτους, Παστούν και
Χαζάρα, και επίσης αρκετά καλά ελληνικά. Οπότε θα είχαμε έναν ανεκτίμητο,
κυριολεκτικά «πρώτης τάξεως» διερμηνέα
που στο ταξίδι απεδείχθη και καλός στην παρέα. Ένα ζευγάρι Ισπανών αλληλέγγυων,
που επέστρεφε από την Θεσσαλονίκη, προστέθηκε την τελευταία στιγμή.
Δώδεκα χιλιόμετρα
απ’ τα σύνορα, στο Πολύκαστρο, μια κωμόπολη που κάποτε την ήξερα καλά, πήραμε
πληροφορίες: ήταν αδύνατο να περάσουμε απάνω. Πήραμε επαρχιακούς δρόμους για να
αποφύγουμε τα μπλόκα. Ευτυχώς ήξερα κάπως την περιοχή αφού σαν έφηβος είχα
ζήσει γύρω από τον Αξιό. Έτσι, αφήνοντας το δρόμο που πήγαινε στο Χαμηλό,
φτάσαμε μπρος στην Ειδομένη για να
παραστούμε στη διάλυση του προσφυγικού καταυλισμού.
Εκεί, παράμερα από
τον τελευταίο έλεγχο, κάναμε ένα είδος πολεμικού συμβουλίου και αποφασίσαμε να
χωριστούμε. Εμείς οι τρείς θα πηγαίναμε με το αμάξι και οι Ισπανοί θα δοκίμαζαν
μισή ώρα αργότερα να περάσουν με τα πόδια. Οι τρείς μας υποτίθεται ότι ψάχναμε
κάποιον Μούσταμπά Ματχαμπανί, Πέρση υπήκοο για τον οποίο είχαμε μόνο ακουστά
από τους Ισπανούς που τον είχαν γνωρίσει μες το στρατόπεδο και είχανε βγάλει
μαζί φωτογραφίες. Ο Γουλάμ θα ήτανε ο ξάδελφός του και ακόμα βοηθός και μαθητής
δικός μου στην …αγιογραφία και ο Γαβριήλ, φίλος μου και ο οδηγός μας. Ο Γουλάμ
κοίταξε καλά τις φωτογραφίες του Πέρση στην κάμερα των Ισπανών. Ήτανε μια
ευγενική φυσιογνωμία με πλατύ μέτωπο και γυαλιά. «Γύρω στα 35», είπε ο Ισπανός,
«αλλά φαίνεται μεγαλύτερος από την ηλικία του».
Μόλις ξεπεζέψαμε
από το αυτοκίνητο μέσα σε εκατοντάδες αστυνομικούς τόσο που μαύριζε ο τόπος,
μας άκουσαν και ένας κατώτερος βαθμοφόρος μας έφερε μπρος σε έναν Αστυνόμο. Μας
πίστεψαν ή όχι πάντως μας κατέστησαν σαφές και σε τόνο αυστηρό ότι έπρεπε να
σταθούμε δίπλα στον διάδρομο με το συρματόπλεγμα που οδηγούσε από το εσωτερικό
του καταυλισμού στα λεωφορεία και να περιμένουμε τον άνθρωπό μας να μπεί στην
ουρά. Από μέσα έφερναν συνεχώς, μέσα στον διάδρομο, ανθρώπους κατά ομάδες στο
ρυθμό που γέμιζαν τα λεωφορεία.
Τους είχαν
αιφνιδιάσει αξημέρωτα με άρβυλα και φωνές. Πρώτη δουλειά ήταν να μαζέψουν
αλληλέγγυους και δημοσιογράφους και να τους ξαποστείλουν. Έτσι ακόμα και οι πιο
ζωηροί, που ήτανε οι Ιρανοί, ακάλυπτοι από δημοσιότητα και από τη συμπαράσταση
των συμπαθούντων κατάλαβαν καλά ότι κάθε αντίδραση θα αντιμετωπιζόταν με την
ανάλογη βία. Από κει και πέρα η μακρόχρονη αναμονή, το άγριο κρύο και η απουσία
πρωινού έκαναν τη δουλειά τους. Αυτή ήταν η στιγμή της ήττας του Ευρωπαϊκού
τους ονείρου.
Έτσι στεκόμασταν
μπρος σε μιά ουρά που κύλαγε διαρκώς και
δεν φαινόταν να τελειώνει. Και πέρναγε μπροστά μας όλη η Μέση και η Εγγύς
Ανατολή, όλο το Κέρας της Αφρικής και το Μαγκρέμπ. Kι έρχονταν οι Σομαλές με τις λεπτές
φυσιογνωμίες τους μέσα σε βαθυγάλανα καφτάνια που άφηναν, ένα γύρο μόνο, το
σκούρο πρόσωπο ακάλυπτο, ακόμα και οι άντρες λεπτοί και λυπημένοι, όλοι πολύ
νέοι με αναρίθμητα παιδιά. Ναι, το ήξερα ότι σ’ όλη την παλιά Αβησσυνία
κατοικεί ένας λαός Ευγενών! Κι έρχονταν οι Μαροκκάνοι, οι πιο πολλοί νεαροί,
μερικοί με όψη σκληρή, τούτοι είχαν κάποια οργή, αλλά και ποιος τους άκουγε!
Ίσως μόνο εμείς που είχαμε γίνει κάτι σαν ένα γραφείο παραπόνων… και ποιο το
όφελος!
Και λιγοστές οι
γυναίκες τους, καταπτοημένες, σπρώχνανε και τραβάγανε παιδιά και μες το πλήθος
ένας πατέρας έσπρωχνε ένα παιδικό καροτσάκι πάνω στο ανώμαλο έδαφος με ένα μωρό
τυλιγμένο σε μια καρώ κουβέρτα. Και πιο πίσω, Πακιστανοί ήσυχοι και φοβισμένοι,
και Πέρσες, πολλοί από τους νέους αγριεμένοι, μερικοί ήταν τσογλανόφατσες και
ειρωνεύονταν και άλλοι, μεγαλύτεροι, σιωπηλοί και σκεφτικοί. Και νεαρές
οικογένειες ανάκατα. Κι όλη αυτή την ώρα ο Γουλάμ λάλαγε σαν πολυβόλο, πέρσικα,
αραβικά, αφγάνικα. Απαντούσε σε ό,τι τον ρωτάγανε και ταυτόχρονα μετέφραζε σε μας, κανείς
τους δεν ήξερε πού τους πάνε, μερικοί μιλούσαν αγγλικά, με ρωτούσαν αν έχει
στρατόπεδα στην Ελλάδα – παντού όπου μίλησα με πρόσφυγες η ίδια ερώτηση
επανέρχεται με κρυφό φόβο. Αυτή, κι επίσης αν γίνονται απελάσεις. Έπειτα, αν
είναι ακριβή η Ελλάδα, πόσο είναι τα νοίκια, αν υπάρχουνε δουλειές, αλλά τούτο
το τελευταίο το ρωτάγαν έτσι! Ξέρανε πολύ καλά - ήτανε πληροφορημένοι. Κι ένας
Πέρσης ηλεκτρολόγος – μετέφραζε ο Γουλάμ – νέος ακόμα αλλά με χιλιοσκαμμένο
πρόσωπο που έφευγε με τη γυναίκα του και δυό γιούς εφήβους είπε, τίποτα δεν
είμαστε, ένα μηδενικό είμαστε! Κι άλλοι ρώταγαν, όλοι μαζί, τι σήμαιναν τα
δακτυλικά αποτυπώματα που τους πήραν κι αν αυτό θα είχε στο μέλλον επιπτώσεις.
Θα μπορούσε όλη
αυτή η παρέλαση εθνικοτήτων, προσώπων, χαρακτήρων και ενδυμασιών να ‘τανε μια
παρέλαση καρναβαλιού στο Ρίο, ναι, μερικοί γελούσαν και θορυβούσαν αλλά ήτανε
το κρύο, η κακομοιριά και οι κουβέρτες. Οι γκρίζες κουβέρτες! Αυτές που τους
μοιράσαν οι Υπηρεσίες στα νησιά σα βγήκαν απ’ τη θάλασσα. Και πάνε να γίνουν οι
κουβέρτες αυτές ό,τι πλησιέστερο υπάρχει προς το κίτρινο αστέρι σε τούτον τον
αιώνα! Ναι, χρειάζεται να’χεις κακή τύχη για να κρατάς τα υπάρχοντά σου, να
φοράς όλα σου τα ρούχα και από πάνω μια κουβέρτα. Και η βουή του άτακτου
πλήθους που το στοιχίζουν και το σαλαγάνε!
Και οι κουβέντες
που πιάναμε διακόπτονταν ξαφνικά γιατί έπρεπε να προχωρήσουν κι άλλοι φτάνανε
μπροστά μας. Και έτρεχαν οι προηγούμενοι να προλάβουν την πόρτα του λεωφορείου
που έκλεινε και ένας από τους κέρβερους φώναζε στους μπάτσους που ξεκινάγαν και
σταματάγαν την ουρά: Κόψε! Και έβαζαν τις φωνές μερικοί από μέσα απ’ τη γραμμή:
Family! Family! Τότε γινόταν
αναταραχή γιατί έπρεπε να κατεβάσουνε καμπόσους και να ανεβάσουνε τους άλλους
που σπρώχνανε μέσα στην ουρά, τρέχοντας με τους μπόγους, για να μην χωρίσουν
οικογένειες. Ξώμεινε κι ένας νεαρός που έκλαιγε σα μικρό παιδί και μιλούσε
αραβικά κι έμοιαζε μαστουρωμένος, ή κάτι άλλο, κι ένας θεόρατος με πολιτικά που
φαινόταν επικεφαλής ζήτησε διερμηνέα και σπρώξαμε μπροστά τον Γουλάμ, και βγήκε
ότι είχε χάσει μέσα σε 5 λεφτά τους γονιούς του και συνέχιζε να κλαίει γοερά
αλλά τίποτα δεν μπορούσε να γίνει. Και σε μια στιγμή ο επικεφαλής είπε «τι να
πω ρε παιδιά, αυτός μου φαίνεται κομμάτια!» κι ένας άλλος είπε «μαζεύτε τον
γιατί θα τις φάει τις μάπες του!»
Με λίγα λόγια, σε
κανένα Δυτικό κοινό δεν θα επιφυλασσόταν τέτοια μεταχείριση άρα ήταν εμφανές
ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν χάσει τα δικαιώματά τους. Δεν ήταν ότι τους
φερόντουσαν απάνθρωπα, κάθε άλλο, μόνο ήταν που τους μεταχειρίζονταν σαν μάζα.
Ανθρώπινο πολτό, ανεπιθύμητο και μάλλον επίφοβο. Συνεπώς δεν μπορούσε να
γίνεται λόγος για ανθρώπινα δικαιώματα. Μόνο για έλεος! Άρα είχε δίκιο ο
ηλεκτρολόγος σ’ ό,τι είχε πει!
Μεταξύ μας
βέβαια, δεν ξέρω τι είναι καλύτερο: να σου συμπεριφέρονται με προσποιητή
ευγένεια, καλούς τρόπους και προσχήματα σαν να είσαι ο καλύτερος πελάτης, ενώ
είναι σε όλους γνωστό ότι αν σφίξουνε τα πράγματα θα σε χώσουν μες τη μηχανή ή,
έτσι απροσχημάτιστα, να σου λένε ότι είσαι ένας ασήμαντος. Σε αυτή την
περίπτωση τουλάχιστον μπορείς να διακρίνεις εύκολα τους καλούς απ’ τα καθίκια.
Όπως ένας
Παλαιστίνιος διερμηνέας που τον είχαν φέρει για τους αραβόφωνους, ο οποίος ήταν
ντυμένος σχεδόν στρατιωτικά και περιφερόταν σαν αφεντικό μιλώντας υποτιμητικά
και με μπόλικη ειρωνεία και το μάτι του έκοβε δεξιά κι αριστερά σαν κοπίδι.
Μαϊμούδιζε τ’ αφεντικά ενώ υπήρχαν μπάτσοι που συμπεριφέρονταν με μιά
στοιχειώδη, αν και συγκεκαλυμένη, καλοσύνη. Αυτός όμως ήτανε σωσμένος. Ό,τι πλησιέστερο
προς τους κάπο των παλιών καλών
στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Όσα είχαν γίνει θα
μπορούσαν να ‘ναι αρκετά κι όσο έπεφτε ο ήλιος το κρύο προχώραγε στα τρίσβαθα
αλλά, για κάποιο λόγο που δεν ξέραμε, είχαμε τάξει στους εαυτούς μας να βρούμε
τον Πέρση Μούσταμπά. Ίσως και να του το οφείλαμε. Κι ακούστηκε σε μια στιγμή
ότι ο καταυλισμός είχε αδειάσει και οι τελευταίοι προχωρούσαν στην γραμμή. Ο
Γουλάμ περπάτησε μέχρι την αρχή της κι ακούσαμε φωνές. Ο άνδρας της φωτογραφίας
στεκότανε εκεί μαζί με τους τελευταίους. Μαυροντυμένος, κρατώντας ένα σακκίδιο,
με στοχαστική έκφραση και ένα αδιόρατο χαμόγελο. Είπε ότι δεν τους φερθήκαν
άσχημα πέρα από κάτι σπρωξίδια και κάτι σχισίματα σκηνών με μαχαίρι, είπε ότι
όλο αυτό τον καιρό υπήρχαν συμμορίες μέσα στο στρατόπεδο κι ότι οι Αφγανοί
έρχονταν συχνά στα χέρια με τους Ιρανούς, ότι κυκλοφορούσε πολύ ναρκωτικό, δεν
ήξερε ποιοι το μπάζανε αλλά η διακίνηση ήτανε στα χέρια των Μαροκκάνων, ότι η
κατάσταση εκεί μέσα θύμιζε γκέττο, ότι οι οικογένειες και οι αδύναμοι
προσπαθούσαν να επιβιώσουν όπως-όπως κι ότι ήτανε ανακουφισμένος που όλο αυτό
τελείωνε. Είπε ότι όλο τον καιρό καίγανε σανίδια και πλαστικά και δεν μπορούσες
ν’ αναπνεύσεις, αλλά η θερμοκρασία πιά έπεφτε τις νύχτες πάρα πολύ και σε λίγο
θα είχανε νεκρούς. Μόνο τις τελευταίες μέρες οι Σουηδοί φέρανε δυό τρία φορτηγά
ξύλα αλλά και πάλι κανείς δεν μπορούσε να ζεσταθεί μέσα στις σκηνές. Είπε ακόμα
πως κανείς δεν θα ‘πρεπε να εξαναγκάζεται να βγει στο δρόμο αν δεν το θέλει κι
ότι η πατρίδα τελείωσε για αυτόν κι απ’ όσα είχε δει, όλο τον καιρό που
περπατάει, Πατρίδα δεν υπάρχει για κανέναν. Όλα αυτά χωρίς να εγκαταλείψει ούτε
στιγμή τον ήσυχο τόνο κι εκείνο το αχνό χαμόγελο. Λες και δεν μίλαγε ένας
άνθρωπος που βάδιζε σημειωτόν με μία κουβέρτα περασμένη γύρω απ’ το λαιμό, που
πείναγε και κρύωνε, αλλά λες και ήταν καθισμένος μες την ησυχία και την
ζεστασιά ενός μακρινού σπιτιού στο οποίο δεν είχε ακόμα φτάσει. Σαν δηλαδή να
μίλαγε απ’ το μέλλον. Κι όλα γύρω σαν να τυλιχτήκανε σε κάτι που ήταν ήδη
Μνήμη.
Δεν έμενε τίποτα
άλλο πια σ’ αυτό το τέλος της ημέρας. Μόνο ο άδειος ουρανός, η μοναξιά των
συνόρων και τούτος ο άνεμος που χρόνια δεν μου ‘χε έρθει στο
μυαλό. Που σαν Δράκοντας κατέβαινε, όπως τότε, μέσα από την κοιλάδα του Αξιού.
Τον ξανάβρισκα! Ή
ίσως με ξανάβρισκε αυτός! Ποτέ μας δεν ξεχνάμε.
Φύγαμε
προσπερνώντας μια μακριά φάλαγγα από κλούβες, λεωφορεία και περιπολικά που
ακολουθούσαν ένα τζιπ με αναμμένο τον προβολέα ενώ σουρούπωνε. Όλοι αυτοί,
διωγμένοι από παντού – τέρμα για αυτούς Ευρώπη – οδηγούνταν γήπεδο Τae Kwon Do, Αθήνα. Τη στιγμή που
φεύγαμε άλλες κλούβες ξεφόρτωναν τη νυχτερινή βάρδια με κλαγγή, ασπίδες, κλομπ,
κουκούλες και βαριά στρατοχωροφυλακίλα. Και καινούργια φορτώματα κατέβαιναν
βιαστικά από λεωφορεία που έφταναν. Σύροι, Ιρακινοί, Αφγανοί - τυχεροί που θα
περνούσανε τα σύνορα μπορεί κι απόψε προτού νυχτώσει. Προορίζονταν να ξυπνήσουν
μέσα σε διαφορετικές όψεις του ίδιου εφιάλτη. Είχαν τελειώσει με τις φρίκες του
πολέμου… καιρός για τις φρίκες της ειρήνης.
Β.Η