Δρόμοι με πανώρια πέτρινα σπίτια ανάκατα με χαμοκέλες έρημες. Παραθύρια σφαλισμένα ερμητικά· αυτά κλείστηκαν με βρόντο εδώ και χρόνια. Ολόκληρες οικογένειες, σκορπισμένες πιά στους τέσσερεις ανέμους, ανετράφησαν ‘κει μέσα που τώρα λαλεί ο κούκος. Μόνο λίγες σουσουράδες βίλες εδώ κι εκεί, αμπαρωμένα εξοχικά, που ανοίγουν μια-δυο φορές τον χρόνο. Ακόμα, μερικά καταλύματα πετρόκτιστα για τους επισκέπτες του Σαββατοκύριακου που όμως αραίωσαν πολύ. Τώρα μια μέτρια πολυτέλεια κοιμάται κλειδωμένη σε κρύα, σκοτεινά δωμάτια. Μοιάζουν με καλοπροικισμένες κόρες που, άχαρες και δύστροπες, έμειναν στο ράφι… Εδώ, προσπάθησαν να γεμίσουν το αλλοτινό χωριό, που βέβαια κρύβει μέσα του τον φόνο, με κάτι ξένο. Με λίγη απ’ την ουσία των μεγάλων κυριάρχων πόλεων. Προσπάθησαν να εισάγουν καμπόση «εξοχή»! Περιτύλιξαν το όλον με ολίγη «παράδοση», ολίγη «πολιτιστική κληρονομιά», σα να λέμε: «ευγενή καταγωγή». Πρόκειται για μια "εικόνα". Προσπάθησαν να φτιάξουν ένα προϊόν. Δε βαριέσαι! Πρόλαβε η κρίση, η λεγόμενη οικονομική, και παρέλυσε τη φιλόδοξη επένδυση. Τώρα γερνούν εν παρθενία.
Αδιάκοπη βροχή
μουλιάζει τις βουλιαγμένες στέγες και μια απόκοσμη υγρασία ξεπορτίζει απ’ τα
ερείπια. Κι απέμεινε ο τόπος μια αμήχανη επαρχία και ενός κρανίου τόπος. Κι αόρατα
«δίκτυα» πέφτουν συνεχώς από ψηλά για να δαμάσουν την παλαιά αγριότητα. Όμως
τώρα που οι Μεγα-πόλεις ταχύτατα μετατρέπονται σε λεπρές πόλεις, στάμνες με άρρωστο
νερό και ένας χαμηλός πυρετός άρχισε να έρπει, περπατώντας σ’ αυτά τα
καλντερίμια αναρωτιέμαι ποια θα είναι η εξέλιξη τούτης της δήθεν ανεξήγητης
τροπής. Στην πραγματικότητα όμως γνωρίζω: παντού ανατέλλει ένας ερειπωμένος
κόσμος.
Άρβυλα ακούγονται
και ο ξερός ήχος της μαγκούρας. Οπλές και πέταλα φορτωμένων μουλαριών κροτούν
στο λιθόστρωτο και χρεμετίσματα και παραγγέλματα κι η φωνή μιας γυναίκας που μαζεύει
τα ζώα της την ώρα που νυχτώνει. Κανά δυο απ’ τις φωνές που συνομιλούσαν πίσω
απ’ τη γωνία μού φάνηκαν γνωστές απ’ τα παιδικά μου χρόνια. Κι ύστερα χαθήκαν όλοι
αυτοί... οι τελευταίοι της γενιάς τους που σβήσαν μοναχοί. Σιωπηλό με κοιτά το
βουνό μπουκωμένο μέσα σε σύννεφο βροχής. Κάποιες φορές οι πόρτες τού χρόνου
είναι για λίγο ανοιχτές το σούρουπο. Απότομα έπεσε η νύχτα προτού το καταλάβω.
Μοναχός μου έμεινα κι εγώ κάτω απ’ τη λάμπα του δρόμου. Με το βουνό που αχνίζει όπως αναπνέει μέσα στο σκοτάδι.
Β.Η.
Βασίλη Εξαιρετικό !!!
ΑπάντησηΔιαγραφή'Ομορφο, αληθινό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠλους
Όπως πάντα Βασίλη, Υπέροχο το κείμενό σου. Γράφεις απλά [Το απλό είναι δύσκολο. Σεφέρης],βαθιά, αληθινά. Αναρωτιέμαι μ' όλα αυτά τα φαντάσματα που συνθέτουν τη νέα νεοελληνική μας ζωή, ΠΩΣ αναπνέουμε;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκριβώς καλή μου Αγνή! Κάποιοι έχουν αρχίσει και πεθαίνουν από ασφυξία.
ΔιαγραφήΣύντομος περιεκτικός τρομακτικός.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι το video,ταιριαστό με το κείμενο, πολυ ευαίσθητο! Σίγουρα, είναι στο Λεβίδι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι.
Διαγραφή