Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

Καρδιά μου, σε τι καιρούς θα σε ξαναβρώ…

 


Είμαστε σε κατάδυση! Κατεβαίνουμε προς τον βυθό! Όλο και πιο αδύναμο θα ακούγεται το σήμα. Μη ξεχνάτε να διατρέφεστε καλώς, να διαβάζετε λιγάκι τους παλιούς συγγραφείς, να κάνετε μακρινούς περιπάτους, να βαστάτε το κορμί σας δυνατό και να συναντάτε αγαπημένους φίλους. Η φιλία είναι ακατανόητη, διαφεύγει απ’ τις αστυνομίες. Όταν περνούν να σκύβετε λιγάκι το κεφάλι και να χαμογελάτε ελαφρά, δεν χρειάζεται να τρίζετε τα δόντια, μόνο να χαμογελάτε ελαφρά. Και μην ξεχνάτε να στρέφετε κάποτε το βλέμμα προς τα πάνω, υπάρχει πάντα ένας διαφεύγων ουρανός. Αλλά προπαντός κάντε οικονομία! Να ζείτε κατά την παλαιάν απλότητα. Και να ασκείστε στη σιωπή. Τίποτα που δεν είναι ισάξιο της σιωπής ας μη λεχθεί. Και στην απραξία! Σεις οι ίδιοι είστε πλέον ο εχθρός!

Όταν σας ζητήσω άνδρες πέστε μου σε ποιους μπορώ να βασιστώ! Γέμισα τη στόφα ξύλα, χαμήλωσα τη λάμπα, μην καπνίζει το έρμο το φυτίλι κι έφυγα όσο ήταν ακόμα νύχτα καβάλα στη ράχη τού αλόγου. Στέκεται στην ψιλή βροχή. Πισωπάτησε σαν μ’ είδε, τίναξε ως απάνω το κεφάλι ώσπου φάνηκε τ’ ασπράδι του ματιού. Βρόντηξ’ το πόδι, άστραψε λιθάρι, τότε του χάιδεψα τη νοτισμένη χαίτη μιλώντας του γλυκά. Η ζεστασιά π' απέπνεε το ζώο μού στύλωσε την ψυχή. Λυπήθηκα να σας ξυπνήσω, δρασκέλισα τα κορμιά σας όπως κοιμόσασταν χαμαί. Ξέρω πως μόλις έρθει το πρωί κάποιος θα με δώσει. Ο ένας δρόμος ακολουθάει το ποτάμι, ακούγεται ο αχός του μέσα στο σκοτάδι και ο αναστεναγμός της φυλλωσιάς, ο άλλος είναι ο δρόμος τού βουνού και χιονίζει, χιονίζει από εχτές. Όσο ήμουνα δίπλα στο ποτάμι μ’ ακολουθούσαν ίσκιοι σκυφτοί και φορτωμένοι, σαν ξέκοψα και πάτησα χιόνι μόνο κανά-δυο απόμειναν κοντά μου. Δεν μ’ ανησυχούν. Η σιωπή τους έχει κάτι φιλικό. Είναι οι ώρες που όλες οι αισθήσεις είναι τεντωμένες στον υπέρτατο βαθμό. Στο πρώτο λάθος χάνομαι! Μα την αλήθεια, τη φοβήθηκα την ποταμιά! Απ’ τα μαντριά σηκώνονται βελάσματα, ακούγονται σκυλιά. Η νύχτα μοιάζει ολοζώντανη, κάτι πάει να συμβεί! Σας λέω, μη σφάζετε τα ζώα! Τα ζώα είναι άγγελοι απ’ την παλιά πατρίδα. Τα ζώα αδελφώθηκαν με τους νεκρούς που ’ρχονται στα όνειρά σας. Μόνο ν’ ακούτε το κοτσύφι, να ακολουθάτε το χνάρι τού φιδιού μες το ψηλό στάρι, να ψάχνετε για σημάδια τον παλιό ουρανό και να με περιμένετε να φανώ. Μόνο ν’ ακούτε το μουκάνισμα των δυνατών βοδιών τον βαρύ χειμώνα… Και να κλείνετε τα μάτια μες το τραγούδι τ’ αηδονιού σα μυρίζει καλοκαίρι. Και να’ χετε το νου σας στον κορυδαλλό. Αυγή και σούρουπο είναι η ώρα τ’ αρχαίου τούτου πουλιού! Αν ζήσω έρχεται η μέρα που θα στήσουμε τραπέζια του γλεντιού κάτω απ’ τις κερασιές.

Μη με ξεχνάτε και να πίνετε στην υγειά μου κόκκινο κρασί. Δεν περίμενα ότι αυτή που λαχταρώ θα με ακολουθήσει τόσο μακριά. Να πίνετε κόκκινο αιμάτινο κρασί, να με καρτεράτε και τις νύχτες να κοιμάστε ίσκιος και χλόη με τη γυναίκα που ζείτε αγκαλιά.

                                                                                 Β.Η.

 

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Πολύ μετά αφ’ ότου η ύπαιθρος έγινε εξοχή


    Όταν ένα αυγό το τρυπήσεις με τη βελόνα μιας σύριγγας και τραβήξεις το περιεχόμενο απομένει ένα τσόφλι άδειο και αβαρές. Κανονικό την όψη αλλά αλλόκοτα ελαφρύ όταν στο πετάξουν ξαφνικά στα χέρια. Αν μπορούσες να κάνεις το ίδιο σ’ έναν άνθρωπο, αφαιρώντας του το αίμα, θ’ απέμενε ένα φάντασμα. Οι πόλεις αφαίμαξαν την ύπαιθρο για να μπορέσουν να υπάρξουν. Τούτο το χωριό «τάισε» την Αθήνα και την Αμερική. Οι μητροπόλεις, οι σημερινές Μεγα-πόλεις, αυτά τα «θερμαινόμενα σπήλαια» που έλεγε ο Ξενάκης, σε τέτοια χωριά οφείλουν την πόζα τους, την ανεξήγητη γοητεία και τη θαλπωρή τους. Δίχως ευγνωμοσύνη, δίχως τύψεις, όλο και περισσότερο, «δικτυώνονται» μεταξύ τους και ομιλούνε γλώσσες περισπούδαστες όλο υπεροψία…  Εκεί το διεθνές εμπόριο, εκεί τα χρηματιστηριακά κέντρα, εκεί η αλματώδης όμορφη τεχνολογία! Εκεί τα εργαστήρια της φάρσας του σύγχρονου ιερού! Κι ό,τι εκτείνεται πέρα απ' τα υπερτοπικά κέντρα, έξω από τις κάψουλες και τον μεγάλο θόλο ρίχνεται στη χοάνη τους: όλος ο υπόλοιπος πλανήτης, παλιές πόλεις, πολίχνες και χωριά απομένουν ατέλειωτη επαρχία, πολλαπλές και πανομοιότυπες όψεις του άδειου. Τελικά όλα ιστορίες αίματος!

    Δρόμοι με πανώρια πέτρινα σπίτια ανάκατα με χαμοκέλες έρημες. Παραθύρια σφαλισμένα ερμητικά· αυτά κλείστηκαν με βρόντο εδώ και χρόνια. Ολόκληρες οικογένειες, σκορπισμένες πιά στους τέσσερεις ανέμους, ανετράφησαν ‘κει μέσα που τώρα λαλεί ο κούκος. Μόνο λίγες σουσουράδες βίλες εδώ κι εκεί, αμπαρωμένα εξοχικά, που ανοίγουν μια-δυο φορές τον χρόνο. Ακόμα, μερικά καταλύματα πετρόκτιστα για τους επισκέπτες του Σαββατοκύριακου που όμως αραίωσαν πολύ. Τώρα μια μέτρια πολυτέλεια κοιμάται κλειδωμένη σε κρύα, σκοτεινά δωμάτια. Μοιάζουν με καλοπροικισμένες κόρες που, άχαρες και δύστροπες, έμειναν στο ράφι… Εδώ, προσπάθησαν να γεμίσουν το αλλοτινό χωριό, που βέβαια κρύβει μέσα του τον φόνο, με κάτι ξένο. Με λίγη απ’ την ουσία των μεγάλων κυριάρχων πόλεων. Προσπάθησαν να εισάγουν καμπόση «εξοχή»! Περιτύλιξαν το όλον με ολίγη «παράδοση», ολίγη «πολιτιστική κληρονομιά», σα να λέμε: «ευγενή καταγωγή». Πρόκειται για μια "εικόνα". Προσπάθησαν να φτιάξουν ένα προϊόν. Δε βαριέσαι! Πρόλαβε η κρίση, η λεγόμενη οικονομική, και παρέλυσε τη φιλόδοξη επένδυση. Τώρα γερνούν εν παρθενία.

    Αδιάκοπη βροχή μουλιάζει τις βουλιαγμένες στέγες και μια απόκοσμη υγρασία ξεπορτίζει απ’ τα ερείπια. Κι απέμεινε ο τόπος μια αμήχανη επαρχία και ενός κρανίου τόπος. Κι αόρατα «δίκτυα» πέφτουν συνεχώς από ψηλά για να δαμάσουν την παλαιά αγριότητα. Όμως τώρα που οι Μεγα-πόλεις ταχύτατα μετατρέπονται σε λεπρές πόλεις, στάμνες με άρρωστο νερό και ένας χαμηλός πυρετός άρχισε να έρπει, περπατώντας σ’ αυτά τα καλντερίμια αναρωτιέμαι ποια θα είναι η εξέλιξη τούτης της δήθεν ανεξήγητης τροπής. Στην πραγματικότητα όμως γνωρίζω: παντού ανατέλλει ένας ερειπωμένος κόσμος.

    Άρβυλα ακούγονται και ο ξερός ήχος της μαγκούρας. Οπλές και πέταλα φορτωμένων μουλαριών κροτούν στο λιθόστρωτο και χρεμετίσματα και παραγγέλματα κι η φωνή μιας γυναίκας που μαζεύει τα ζώα της την ώρα που νυχτώνει. Κανά δυο απ’ τις φωνές που συνομιλούσαν πίσω απ’ τη γωνία μού φάνηκαν γνωστές απ’ τα παιδικά μου χρόνια. Κι ύστερα χαθήκαν όλοι αυτοί... οι τελευταίοι της γενιάς τους που σβήσαν μοναχοί. Σιωπηλό με κοιτά το βουνό μπουκωμένο μέσα σε σύννεφο βροχής. Κάποιες φορές οι πόρτες τού χρόνου είναι για λίγο ανοιχτές το σούρουπο. Απότομα έπεσε η νύχτα προτού το καταλάβω. Μοναχός μου έμεινα κι εγώ κάτω απ’ τη λάμπα του δρόμου. Με το βουνό που αχνίζει όπως αναπνέει μέσα στο σκοτάδι.

                                                                                                                                                  Β.Η.