Φίλε Χρήστο!
Παλιέ μας
φίλε Σούφι!
Γεννήθηκες στον
Έβρο! Έφυγες για Καναδά. Έφυγες για τη Θεσσαλονίκη. Κι έπειτα άφησες για τα
καλά το Μεγάλο Ποτάμι -σκόνη το καλοκαίρι, λάσπη και χιόνι τον χειμώνα- και
πήρες τον δρόμο για τον Νότο. Ήταν χρόνια εύκολα. Ήταν καλά χρόνια. Ένας γερός
άνδρας αποφάσιζε γρήγορα για τον εαυτό του.
Εδώ σ΄ αυτό το
εύφορο και καλότυχο νησί γνώρισες την ανεκτικότητα. Σ’ εκείνα τα χρόνια της αισιοδοξίας
συνάντησες εδώ τους ταξιδιώτες! Νέους ανθρώπους, που γυρεύοντας τη ζωή διέτρεχαν
τον κόσμο. Κι έτσι γνώρισες την Ελευθερία!
Σού ‘χαν λείψει
και τα δύο στον τόπο σου που ήταν τόπος δύσκολος.
Ακολουθώντας άλλους
δρόμους αλλά για παρόμοιους λόγους κατεβήκαμε κι εμείς εδώ κάτω.
Και συναντηθήκαμε
στα Πλατανάκια
και γίναμε φίλοι
και πέρναγαν τα
χρόνια
κι ερχόμασταν στο
σπίτι σου στην Ιαλυσσό και καθόμασταν κάτω απ’ το Μεγάλο Δένδρο και συζητούσαμε
ώρες ατελείωτες και ερευνούσαμε τα ανθρώπινα και τη δουλειά και κουβεντιάζαμε
για τη ζωή.
Ήμασταν νέοι όλο
χυμούς κι ελπίδα.
Αλλά σιγά-σιγά
δυσκόλευαν οι καιροί κι ο κόσμος που πάντα τον ονειρευόσουνα καλύτερο γινόταν
πιο σκληρός, πιο βλοσυρός και αργά αλλά σταθερά σ’ έκλεινε απ’ έξω. Όλο και πιο
λίγο πια βλεπόμασταν.
Και να! Στεκόμαστε
πια πάνω απ’ αυτό τον τάφο!
Φίλε, θυμάμαι από
σένα τα χέρια σου. Δυνατά και ικανά. Χερούκλες Γίγαντα! Που σού σφίγγαν το δικό σου και σε
ταρακούναγαν ολόκληρο, ενώ δυό μάτια σε
κοιτούσαν όλο ενθουσιασμό και γέλιο.
Που έπιαναν το χώμα
και το έτριβαν ανάμεσα στα δάχτυλα, που έδιναν αξία στο ταπεινό το χώμα.
Που δούλευαν την
πέτρα κι έφτιαχναν ένα τζάκι, μία μάντρα, ένα περβάζι που έδειχναν σαν να ‘ ταν
εκεί από πάντα.
Ήσουν φίλε Σούφι ένας
από τους τελευταίους εκπροσώπους ενός απέραντου αγροτικού κόσμου που θυμάμαι
από τους Παππούδες μου.
Θυμάμαι τις κουβέντες
σου, το σπίτι σου, τη μπανανιά, τη μουριά που είχες πετάξει δυό συρματόσχοινα
πάνω απ’ τα κλαδιά και κρεμόταν ο σουμιές με το στρώμα κι άλλοι κάθονταν εκεί
απάνω κι άλλοι γύρω στις καρέκλες κι άλλοι στα καφάσια και στη μέση το τραπέζι.
Και μπορούσες να πάρεις έναν υπνάκο στο φαρδύ το στρώμα κι όταν ξυπνούσες η
συζήτηση είχε ανάψει για καλά.
Κι έφερνες τη
μεγάλη πήλινη γαβάθα με τη χωριάτικη σαλάτα γεμάτη φέτα, τίγκα στο λάδι κι
έφερνες μαύρο ψωμί και τ’ απίθωνες στο κέντρο. Φάτε!!! Έλεγες.
Φίλε Σούφι, μάς έμαθες
τη γενναιοδωρία και μαζί ασκούμασταν στο στοχασμό και μαζί σου γνωρίσαμε το
ανέμελο και δημιουργικό πέρασμα του Χρόνου.
Σ’ ευχαριστούμε!
Θα σε θυμόμαστε!
…………………………….
Έτσι κηδέψαμε τον Σούφι
κι ύστερα έπιασαν δουλειά τα φτυάρια…
χόρτασε ο φίλος χώμα!
Β.Η
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου