ΑΙ ΘΗΡΙΩΔΙΑΙ ΜΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΣΑΓΓΑΡΙΟΝ
(…) Είδαμε ποιαί υπήρξαν «αι θηριωδίαι» του ελληνικού στρατού μέχρι των επιχειρήσεων του Σαγγαρίου. Υποθέτω ότι κανείς τιμίως δεν δύναται να ισχυρισθή ότι μπορεί να γίνεται κουβέντα περί βαναυσοτήτων ενός στρατού, ο οποίος ευρισκόμενος και μαχόμενος υφ’ ας εν Μικρά Ασία συνθήκας ευρέθη ο ελληνικός στρατός, ετράφη μόνον και απλώς από τους πόρους του τόπου ή έκαψε δυο χωριά των οποίων οι κάτοικοι του έστησαν ενέδρας, ή έλαβε μερικά στοιχειωδώς ενδεδειγμένα αντίποινα κατά πληθυσμών που παρεβίασαν επανειλημμένως και θηριωδώς τον σκληρόν πολεμικόν νόμον. Ας έλθωμεν τώρα εις τας επιχειρήσεις του Σαγγαρίου και ιδία εις την μετά τας παρά τον ποταμόν αυτόν μάχας, τας σκληροτέρας της ελληνικής ιστορίας, υποχώρησιν του ελληνικού στρατού. Είναι η περίοδος καθ’ ην διεπράχθησαν, κατά τους Τούρκους, από τους Έλληνας αι φοβερώτεραι θηριωδίαι, υπερακοντισθείσαι μόνον από τας θηριωδίας που διεπράξαμαν κατά την τραγικήν φυγήν προς την θάλασσαν, τον μαύρον Αύγουστον του 1922. Ας δούμε πού και ποία είναι η αλήθεια επάνω εις τας κατηγορίας αυτάς.
Πρώτον: Κατά την υποχώρησιν εκ του Σαγγαρίου διέπραξεν ο ελληνικός στρατός βιαιότητας και θηριωδιάς? Δια να απαντήσωμεν είναι ανάγκη να ξεκαθαρίσωμεν τι εννοούμεν με τας λέξεις αυτάς.
Εάν θηριωδίαι είναι να βασανίση κανείς ανθρώπους, να σκοτώση τραυματίας, να βιαιοπραγήση κατά αιχμαλώτων, να προσβάλη αόπλους πληθυσμούς, να διαρπάση αναιτίως, να βιάση, να ληστεύση, ο ελληνικός στρατός ούτε εις τον Σαγγάριον υποχωρών ούτε μετ’ αυτόν διέπραξεν καμμίαν.
[…] Με όλα όσα τον συκοφάντησαν -με συστηματικότητα δε και μέθοδον τόσον διαβολική ώστε και μεις οι ίδιοι να καταντήση να τα παραδεχθώμεν ως αληθείας- οι Τούρκοι και οι άλλοι «πολιτισμένοι» εχθροί του, ως φερ’ ειπείν οι Γάλλοι και οι Ιταλοί.
Αν όμως καλέσωμεν θηριωδίας τους συστηματικούς εμπρησμούς χωρίων και την αποστράγγισιν κάθε πόρου της χώρας από την οποίαν περνούσαμε υποχωρούντες, τας συστηματικάς καταστροφάς που εκάναμε, τότε τοιαύτας θηριωδίας βεβαίως διέπραξεν ο ελληνικός στρατός υποχωρών από τον Σαγγάριον. Με την διαφοράν ότι αν δύναται να κριθή δι αυτάς, πρέπει να κριθή και κατακριθή όχι διότι τας διέπραξε, αλλά διότι δεν τας διέπραξεν όσον έπρεπε ριζικάς.
Διότι πράγματι ο ελληνικός στρατός, στρατός λαού από ιδιοσυγκρασίας ανικάνου προς τας ομαδικάς βιαιότητας που χαρακτήρισαν ιστορικώς άλλους λαούς- ως οι Γερμανοί φερ’ ειπείν, δια να μην αναφέρωμεν τους υποδεεστέρου πολιτισμού επιδρομείς- δεν εστάθη, από έμφυτον αντίδρασιν, ικανός ούτε όταν υπεχώρει από τον Σαγγάριον να ενεργήση τας καταστροφάς που επέβαλλε δι’ αυτόν αμείλικτος στρατιωτική ανάγκη, ώστε να εξασφαλισθή ο δι’ αυτών επιδιωκόμενος σκοπός. Ήτοι: η παρεμβολή μεταξύ αυτού και του εχθρού κ ε ν ο ύ, επιτρέποντος εις τον ελληνικόν στρατόν ν’ αντιμετωπίση μιαν ήσυχον περίοδον χειμώνος.
Είχε δ’ ανάγκην απόλυτον αυτής της περιόδου ησυχίας. Παρασχών εις τον Σαγγάριον μιαν προσπάθειαν απεγνωσμένην δεν επέτυχεν, χάρις εις την αθλίαν ανωτέραν διοίκησίν του, να άρη την αποφασιστικήν νίκην που θα έκρινε τον πόλεμον. Ευρέθη λοιπόν εις την ανάγκην να υποχωρήση, καθημαγμένος, εξασθενημένος από το πλήθος των απωλειών του- είκοσι πέντε χιλιάδας άνδρας μας εκόστισεν εις νεκρούς, τραυματίας, ασθενείς το μαρτυρικόν εικοσαήμερον του Σαγγαρίου- και από την φοβεράν κατανάλωσιν των παντοειδών υλικών που εχρειάσθη να κάνη, ευρίσκετο υποχρεωμένος να υποχωρήση εις την παλαιάν γραμμήν αντιμετωπίζων την ανάγκην να παραμείνει εκεί επί μακρόν έως ότου η πολιτική θα εύρισκε τον καιρόν να δώση μίαν λύσιν εις το ζήτημα που τα όπλα είχαν πλέον αποδειχθεί ανίσχυρα να λύσουν, τουλάχιστον άνευ νέας τινός φοβεράς και υστάτης προσπαθείας, δια την επιτέλεσιν της οποίας όμως, και αν αύτη απεφασίζετο, έπρεπε πάλιν να δοθή εις την χώραν ο αναγκαίος δια την προπαρασκευήν μακρός χρόνος, τον οποίον μόνο η ικανότης του εν Μικρά Ασία στρατού να «κρατήση» θα ηδύνατο να εξασφαλίση.
Δι’ όλους αυτούς τους λόγους, ο υποχωρών στρατός έπρεπε, εις την παλαιάν του γραμμήν επιστρέφων, να δυνηθή να μείνη εκεί, επί μήνας, ασφαλής από κάθε ανάγκην που θα του επέβαλε νέας αποφασιστικάς μάχας. Αφ’ ετέρου επεβάλλετο η σκέψις ότι οι Τούρκοι παρ’ όλην την φοβεράν φθοράν που είχαν και αυτοί υποστεί, ήτο εύλογον και φυσικόν να αποπειραθούν να επωφεληθούν αυτής της περιόδου καθ’ ην ο ελληνικός στρατός είχε μειωμένην ισχύν αντιστάσεως δια ν’ αποπειραθούν εναντίον του μίαν αποφασιστικήν προσπάθειαν η οποία εις αυτούς ήτο ευκολωτέρα, δεδομένου ότι, αν μη τί άλλο, τουλάχιστον η σπάνις εμψύχου υλικού δια τον Κεμάλ στρατολογούντα, όπως και όσον ήθελεν, ήτο παράγων ανύπαρκτος ή περίπου τοιούτος. Την αριθμητικήν δύναμιν του στρατού του δεν περιόριζαν αι απώλειαι- αυτάς τας ανεπλήρου με το παραπάνω η αέναος στρατολογία- αλλά μόνον ο διαθέσιμος αριθμός όπλων και εφοδίων, που χριστιανικώτατοι λαοί- οι Γάλλοι και οι Ιταλοί- έσπευδον να του προμηθεύουν αφθόνως και το σοβιετικόν χρήμα τού εξησφάλιζε τα μέσα ν’ αγοράζη.
*****
Υπό τας συνθήκας αυτάς το ενδεχόμενον μιας αποφασιστικής τουρκικής επιθέσεως επεβάλλετο να αντιμετωπισθή σοβαρώτατα μετά τον Σαγγάριον και να γίνει το παν δια ν’ αποφευχθή ένας τέτοιος κίνδυνος επί όσον το δυνατόν μακρότερον χρόνον. Αυτό δεν ήτο δυνατόν να επιτευχθή παρά μόνον εάν μεταξύ του Σαγγαρίου και της παλαιάς μας γραμμής, εις την οποίαν θα επεστρέφαμεν, εδημιουργείτο έρημος.
Αι πολεμικαί ανάγκαι είναι σκληρώταται, αλλά άτεγκτοι. Ο περισσότερος ή λιγώτερος πολιτισμός ενός λαού δεν δύναται να ρυθμίση την ουσίαν τους και αν επεμβαίνει κάπως τούτο συμβαίνει μόνον δια να κάμη τόσο αποφασιστικωτέρας, συστηματικωτέρας, ριζικωτέρας τας μεθόδους που χρησιμοποιεί ένας στρατός, όσον είναι ο στρατός αυτός περισσότερον πολιτισμένος.
Την απόδειξιν δίδει το γερμανικόν παράδειγμα κατά τον μεγάλον πόλεμον, ότε οι Γερμανοί υποχωρούντες εις την γραμμήν Χίντερμπουργκ, άφησαν πίσω τους την ερήμωσιν, καταστρέψαντες φρέατα, αποκομίσαντες παν ό,τι απεκομίζετο, από μηχανημάτων μέχρι γυναικοπαίδων, κόψαντες ακόμα και τα οπωροφόρα δένδρα σύρριζα.
****
****
Σύμφωνα με τας αιωνίας πολεμικάς αρχάς η στρατιά Μικράς Ασίας ευ και καλώς πράτουσσα διέταξε τα τμήματα υποχωρήσεως ν’ αποκομίσουν παν είδος τροφής και νομής που θα ηδύναντο, εκ της χώρας ην θα διέσχιζον και να προβούν εις όλας τας αναγκαίας καταστροφάς συγκοινωνιών. Τα τμήματα υπόχρεα να εκτελέσουν την διαταγήν- εν τάχει- υποχωρούντα και μαχόμενα, την ανέθεσαν ως ήτο φυσικόν εις αποσπάσματα, τα οποία βεβαίως δεν ενήργησαν συστηματικώς. Κατά την περίοδον αυτήν βεβαίως και χωριά ενεπρήσθησαν και αγέλαι απεκομίσθησαν και νομή αφηρέθη -καείσα οσάκις ήτο αδύνατον να μεταφερθή -και γέφυραι ανετινάχθησαν και σιδηροδρομική γραμμή κατεστράφη και άνθρωποι εφονεύθησαν. Όμως αι βιαιότητες που, κατ’ απόλυτον ανάγκην, διέπραξε ο ελληνικός στρατός υποχωρών δεν δύνανται, ούτε από μακριά, να θεωρηθούν τόσον αυστηραί όσο αι γενόμεναι από τους στρατούς των μάλλον πολιτισμένων λαών του κόσμου κατά τον μέγαν πόλεμον.
Διότι οι Έλληνες δεν επήραν μαζί των υποχωρούντες όλους τους άρρενας Τούρκους της περιοχής που διέσχισαν και φθάσαντες εις την νέαν τους γραμμήν δεν έμασαν όλα τα γυναικόπαιδα της ζώνης που κατείχον ώστε να τα εξακοντίσουν προς τον Κεμάλ, φοβεράν στρατιάν πεινώντων προσφύγων, των οποίων και η ελαχίστη περίθαλψις και φροντίς θα ήτο αρκετή να παρεμποδίση σημαντικώς την συγκέντρωσιν των κεμαλικών φροντίδων προς αύξησιν της στρατιωτικής δυνάμεως του κράτους της Αγκύρας.
Η σιδηροδρομική γραμμή και άλλα συγκοινωνιακά έργα κατεστράφησαν πλημμελώς ώστε(…)
Αυταί υπήρξαν αι φοβεραί και τρομεραί δηώσεις που εκάναμεν υποχωρούντες από τον Σαγγάριον.
Όσον αφορά τας βιαιότητας που εκάμαμεν όσον καιρόν παραμείναμεν εις το τόπον και μέχρι της καταστροφής, τας αποδεικνύει η αγανάκτησις του ομογενούς στοιχείου: Διότι οι Τούρκοι υπήρξαν συστηματικώς οι ευνοούμενοι της διοικήσεως και η σπατάλη των φαρμάκων και κινίνου της υγειονομικής υπηρεσίας εξασφάλιζεν την ιατρικήν και φαρμακευτικήν περίθαλψιν των κατοίκων. Είναι αληθές ότι εχρειάζετο αγών και …πιέσεις δια να πεισθούν οι σαπίζοντες από την ελονοσίαν να καταφύγουν αντί των εξορκισμών του χότζα εις την κατάποσιν κινίνης.
Τα ξόρκια του χότζα δεν ήσαν πικρά και όταν πέρναγα, αιχμάλωτος, από κάποιο χωριό που είχα μείνει ως «κομμαντάρης» γηραιοί αγάδες εζήτησαν με συγκινητικήν επιμονήν να τους παραδοθώ δια να με σφάξουν επειδή επί μήνας τους εφαρμάκωνα υποχρεών αυτούς και τα παιδιά τους να παίρνουν κάθε μέρα μια κουταλιά διαλυμένου κινίνου. Είναι αληθές ότι η ελονοσία είχε χτυπηθεί· και τα παιδιά τους είχαν παύσει να είναι τα κατακίτρινα μπακανιάρικα ψοφιμάκια που είχα βρει όταν είχα εγκατασταθεί εκεί· αλλά αυτό δια τους… αγαθούς αγάδες ήτο ασήμαντον· μια φορά τους είχα «φαρμακώσει» δίνοντάς τους επίτηδες «ιλκίτσι»-φάρμακον- πικρόν δια να τους βασανίζω, ο δε «Χακίμ» ο γιατρός που είχα και επισκέπτετο, κατά διαταγήν μου, τους πάσχοντες ήταν «τσοκ φενά», πολύ κακός, διότι… τους υπεχρέωνε να μη κοιμούνται μαζί με τα ζώα των.
****
Αυταί υπήρξαν αι «βιαιότητές» μας εις την Μικράν Ασίαν, τουλάχιστον έως την καταστροφήν. Η μόνη κατηγορία που μας απέδωκεν ο τούρκικος όχλος και όταν ακόμα εμαίνετο εναντίον μας από την τυφλοτέραν λύσσαν, δεν ήτο ότι εκάψαμεν ή ελεηλετήσαμεν, αλλά ότι εφάγαμε κότες και αυγά.
Βέβαια κατά την διάρκειαν της υποχωρήσεως προς Σμύρνην έγιναν και εμπρησμοί και δηώσεις και φόνοι. Αλλά οι πρόθυμοι να κατηγορήσουν δι’ αυτά τον ελληνικόν στρατόν θα έπρεπε να μη λησμονούν τας συνθήκας υπό τας οποίας, μέσα εις τον σπαρακτικόν δρόμον που υπήρξε η καταστροφή εκείνη, έγιναν αι θλιβεραί αυταί βιαιότητες και υπερβολαί. Προ πάντων δεν οφείλουν να ξεχνούν, οι πρόθυμοι και εύκολοι, εκ των υστέρων κατήγοροι, ότι αιτία των τοιούτων υπερβασιών υπήρξεν ο σοβαρός φανατισμός των Τούρκων χωρικών, δια τους οποίους ο υποχωρών ελληνικός στρατός είχεν αποβεί είδος ανθρωποκυνηγίου. Εις ένα πόλεμον, εις στρατιωτικάς επιχειρήσεις, ο χωρικός που θέλει να μη ενοχληθεί, οφείλει ν’ αποφύγη από του να ενοχλήση.
Οι Τούρκοι χωρικοί δεν ηρκέσθησαν μόνον να ενοχλήσουν, κάμνοντες το παν δια να δυσκολέψουν την υποχώρησιν και την διαρροήν ενός στρατού αισθανομένου ότι χάνεται αν δεν διαρρεύσει, αλλά και έκαμαν κάτι φοβερώτερον: Μετεβλήθησαν εις συμμορίας τσακαλιών εναντίον του στρατού αυτού, ο οποίος μερικάς ημέρας πριν, κατακτητής και κυρίαρχος, τους εμοίραζε φάρμακα! Καθ’ ομάδας οι χωρικοί, ένοπλοι όλοι, έβαζαν εις το σημάδι τα υποχωρούντα τμήματα, τα οποία περίμεναν ενεδρεύοντες πότε πίσω από τα κατάκλειστα παράθυρα των σπιτιών του χωριού, δια των οποίων φεύγοντες περνούσαμεν και από τα οποία είχαν απομακρύνει εις τις γύρω λαγκαδιές τα γυναικόπαιδα, πότε εις κάποια στενωπό.
Αλλοίμονον εις τα μικρά τμήματα που υπεχώρουν αποκοπέντα, και τρισαλλοίμονον εις τους απομονωμένους φυγάδας ή εις τους τραυματίας που έπεφταν εις τα χέρια των «αγαθών» και «φιλήσυχων» Τούρκων χωρικών.
Κατά κανόνα μελιστάλακτοι και ήσυχοι οι Τούρκοι χωρικοί όταν από τα χωριά των επέρναγαν υποχωρούντες οι όγκοι των φαλάγγων, εγίνοντο ανήμερα θηρία όταν ήρχετο η σειρά των τελευταίων στοιχείων, μικρών πακέτων στρατιωτών, βραδυπορούντων διότι εσύροντο από την κούρασιν, αδυνατούντες- από τας μακράς πορείας και μάχας, τας στερήσεις και την αϋπνίαν, την κόπωσιν και ιδία την ψυχικήν συντριβήν- να πάρουν τα πόδια των.
Υπό τας συνθήκας αυτάς, τιμίως πώς θα ήτο δυνατόν να κατηγορηθεί ο ελληνικός στρατός, διότι παθών αυτά που είπαμε κατά τας πρώτας ημέρας της υποχωρήσεώς του από τους ησύχους Τούρκους χωρικούς, ηναγκάσθη να λάβη μέτρα δια την σωτηρίαν του? Και ποια άλλα ηδύναντο να είναι υπό εκείνας τας συνθήκας, τα μέτρα της σωτηρίας του δια να σωθεί από τον θανάσιμον κλοιόν που τον περιέσφιγγεν ο μαρτυρικός στρατός μας? Ποια άλλα από άγρια και ανηλεή αντίποινα? Πώς ηδύνατο να κάμει άλλον από του να πυρπολή χωριά από τα οποία εβάλλετο και να τουφεκίζει σαν σκύλους χωρικούς που θα συνελάμβανεν φέροντες αγχέμαχον ή εκηβόλον οπλισμόν, αδιάφορον, […] «αγαθοί» Τούρκοι με πασσάλους και με κλαδευτήρια και με αξίνας[…] Είναι δυνατόν να κατηγορούνται δια βιαιότητας και δηώσεις οι βραδυπορούντες[…]?
Και πώς είναι δυνατόν να ρίπτωνται εις βάρος ενός στρατού και ενός λαού όχι αι συστηματικαί αγριότητες του ιδίου ή των χωρικών του- ως συνέβη με τους Τούρκους- όχι η κακή συμπεριφορά κατά αμάχων και αιχμαλώτων εκ μέρους των νικητών, αλλά αι παρεκτροπαί, τα εγκλήματα έστω των ολίγων καθαρμάτων που ηδυνήθησαν μέσα εις την διάλυσιν της φυγής και εις την αναπόφευκτον, ως εκ τούτου, διάσπασιν κάθε δεσμού πειθαρχίας και κάθε φόβου ποινής, να αφήσουν ελευθέραν διέξοδον εις τα κακά ένστικτά των?
Με την καθολικήν στρατολογίαν στρατεύονται και οι κακοποιοί και οι λωποδύται που θα ευρεθούν κατά την επιστράτευσιν έξω από τας φυλακάς. Δεν νομίζομεν δε ότι μπορεί κανείς να ισχυρισθή, πως υπάρχει λαός μη έχων και μέλη σάπια και συνεπώς στρατός μη έχων και καθάρματα. Είχε λοιπόν φυσικά όπως όλοι οι, εν επιστρατεύσει στρατοί, και ο ελληνικός τα καθάρματά του. Είχε και ο ελληνικός στρατός τους μαγκούφηδές του, οι οποίοι, φυσικόν ήτο, επωφεληθέντες της διαλύσεως των πάντων να επιδοθούν και εις λεηλασίας και να διαπράξουν βιαιότητες και φόνους. Αλλά αι βιαιότητες και οι δηώσεις υπήρξαν, πρώτον ελάχισται και δεύτερον δεν δύνανται να ευθύνουν, εν τω συνόλω του, τον ελληνικός λαόν, εικών του οποίου, όπως εις κάθε λαόν, είναι ο στρατός του. Τον ελληνικόν στρατόν και άρα τον ελληνικόν λαόν τον ευθύνουν, ενώπιον του πολιτισμού, ό,τι ως στρατός οργανωμένος έκαμε. Ως τοιούτος έκαυσεν? Επυρπόλησεν? Εδήωσεν? Είπαμεν: Δεν εδήωσεν. Απέσυρε τους πόρους της χώρας υποχωρών δια να τραφή και δια να στερήση τον αντίπαλον των μέσων της συντηρήσεώς του. Έκαμε καταστροφάς δια να δημιουργήση μεταξύ αυτού και του εχθρού το απαραίτητον κενόν. Κατά την καταστροφήν έκαυσεν αλλά δια να ασφαλισθή και ετυφέκισεν αλλά δια να τιμωρήση. Όταν όμως ήτο νικητής και κυρίαρχος ούτε τους άμαχους πληθυσμούς του εχθρού απήγαγε δια να κατασκευάζουν δρόμους εις την παλαιάν Ελλάδα, ούτε τας πόλεις του εχθρού επυρπόλησεν, ούτε τα γυναικόπαιδά του εξαπέστειλεν εις την Α[…], ούτε τας παρθένους του εκράτησεν εις τα […] των νικητών, ούτε τους αιχμαλώτους κατέσφαξεν, ούτε τον ανθρωπισμόν αόπλων μαχητών τους οποίους συνέλαβεν εξηυτέλισεν.
Οι Τούρκοι απήγαγον τους άρρενας κατοίκους ως ομήρους εις το εσωτερικόν, εγέμισαν τας χαράδρας με πτώματα σφαγέντων, έσφαξαν και εξηυτέλισαν αξιωματικούς αιχμαλώτους ενώ οι ίδιοι διάμεναν εδώ ως πρίγκηπες εις το Α[…], έκαψαν την Σμύρνην ενώ η Προύσσα […] τους μιναρέδες της.
Αυτή είναι, εν άκρα συντομία, η ιστορία των βιαιοπραγιών και των κακουργημάτων των παιδιών του ελληνικού στρατού εις την Μικρά Ασίαν. Οι κατήγοροι θα κάμουν καλά […] αλήθειαν, να μετρούν[…] φαίνωνται συγκαταβατικοί[…]
****
Σημ: Μιλάει ο Πολύμερος Μοσχοβίτης, νεαρός αξιωματικός στη Μικρά
Ασία. Ας τον ακούσουμε με προσοχή, είναι ο παππούς μας. Από την εξιστόρησή του
δείχνει άνθρωπος μετριοπαθής. Εμείς, αν και δεν είδαμε τη ζωή να χύνεται και να
σκορπιέται όπως γίνεται στον πόλεμο, ας είμαστε μετρημένοι και ταπεινοί στην κρίση
μας.
Β.Η