Τελευταία μέρα του
χρόνου ανέβηκα την Ιπποκράτους, την ώρα που σκοτείνιαζε, και περνώντας έξω από
τον φούρνο που φτιάχνει μαγειρευτό φαΐ και καφέδες είδα έναν «παλιό» να κάθεται
στα τραπεζάκια απ’ όξω και να τρώει με λαχτάρα από ένα μαύρο πλαστικό κεσεδάκι.
Τον θυμάμαι από τις πρώτες διαδηλώσεις της Μεταπολίτευσης, πάντα στα μπλοκ των
Αντικοινοβουλευτικών. Πού και πού, μέσα στα χρόνια, τον έβλεπα πότε σε πορείες
και κάποτε στους δρόμους της Νεάπολης. Σιγά-σιγά μια πάχνη έπεφτε στα μαλλιά
του και στα γένια και τα τελευταία χρόνια αραιό το χιόνι. Πάντα μόνος και σκυφτός.
Πάντα σε εσωτερική πορεία.
Με δυσκολία
ανακαλούσα στη μνήμη μου το ζωηρό παιδί, μέσα μου ήταν καταγεγραμμένος με την
τωρινή του εικόνα, αυτή τη σκαμμένη μορφή, μόνο ήξερα ότι τον θυμόμουν από τα
χρόνια ‘κείνα. Είχε την όψη του ιδεαλιστή, που η Ιστορία σε κάθε της στροφή
αφήνει λίγο πίσω μέχρι να τον ρίξει στους αχρείαστους και τους ξεχασμένους και
μ’ ένα τελευταίο κύμα της να τον ξεβράσει στην τελική σιωπή.
Φανερό πως
απόμεινε εργένης. Φανερό, θα μού πείτε.. φανερό από τι? Μα, από ‘κείνο το
βορριαδάκι που δέρνει τους μοναχικούς.
Γι αυτό κάτι
χτύπησε ανάποδα μέσα μου, με τον άγριο ήχο που κάνει μια μηχανή όταν παθαίνει
εμπλοκή, σαν τον είδα να τρώει τέτοιαν ώρα, τέτοια μέρα, έξω από έναν φούρνο- προφανώς
δεν είχε πουθενά να πάει για νά ‘βγει η βραδιά.
-Καλά, αναρωτήθηκα,
δεν έχει φίλους να καταφύγει και να ξεχαστεί? Δεν έχει ούτε καν μιάν αδελφή να
τον περιμαζέψει, να περάσουν οι δύσκολες ώρες?
Γύρισα στο σπίτι,
έφτιαξα καφέ και έκατσα στο τραπέζι μπρος στην μπαλκονόπορτα και χάζευα τον
δρόμο. Αμέσως άκουσα μια δροσερή φωνή να σιγοτραγουδά κάτι ανάμεσα σε μπαλλάντα
κι όπερα. Μια γυναίκα ανέβαινε αργά τις ανηφοριές και σε μια στιγμή η φωνή της
ξέσπασε γάργαρη, θριαμβευτική έξω από τον εαυτό της. Σαν κάτι π' αναδύθηκε από έναν βαθύστερνο γυναικείο κόσμο. Ποια είναι αυτή που
τραγουδά με τούτη τη φωνή και τούτο το κουράγιο αναρωτήθηκα οπότε σηκώθηκα
ευθύς και, γύρω-γύρω απ’ το τραπέζι, βγήκα στο μπαλκονάκι υπερυψωμένου
ισογείου. Είδα μια καλοντυμένη όμορφη νεαρή γυναίκα που κουβαλούσε σακκούλες με
ψώνια και με δώρα.
-Καλή Χρονιά,
φώναξα… κι αυτή είχε μόλις προσπεράσει.
-Α, έκανε πνιχτά,
γυρνώντας ντροπαλή που κάποιος την είχε ακούσει. Καλή Χρονιά, μού αντιγύρισε την
επόμενη στιγμή γελώντας.
Έμεινα να την
κοιτώ να ιδώ σε ποια είσοδο πολυκατοικίας επρόκειτο να μπει αλλά αυτή ανηφόρισε
και άλλο κι έστριψε στην παραπάνω γωνία.
-Χρόνε… είπα μέσα
μου κι έκανα μιάν ευχή που μπορεί και να ‘ταν’ προσευχή… Χρόνε που έρχεσαι
φουριόζος γίνεται να ‘σαι καλός με τους μοναχικούς? Δείξε το έλεός σου στους
παλιούς τους Αντικοινοβουλευτικούς. Γίνεται να ‘σαι καλός και με τους άλλους,
που κουβαλάνε άχρηστα δώρα και τρέφουνε ελπίδες? Γίνεται νά ‘σαι προσεκτικός με
τις νεαρές γυναίκες που ‘χουνε φωνή κοντράλτα και χάνονται στις ανηφοριές του
Λυκαβηττού?
Β.Η