Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Ό Ήρωας και ο Ποιητής



   
 Έχω να πω τα εξής: Χρειαζόμαστε επειγόντως (τούτη τη στιγμή)                δύο ανθρώπους.
Τον ποιητή και τον ήρωα. Δύο τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες στο έργο που έχει αρχίσει να παίζεται - και πρόκειται να το ζήσουμε όλο – οι οποίοι όμως
κατά τρόπο μοιραίο, συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον.

    Τον ήρωα που θα κερδίσει τη μοίρα του λαού του
    και τον σκοτεινό χειροτέχνη της γλώσσας
    που με ζωντάνια βγαίνει μέσα απ’ τη γη του.
    Αυτόν που η πράξη του θα είναι πρωτόγονη αλλά η πρόβλεψη στρατηγική…
    κι αυτόν που θα μιλήσει έτσι ώστε να φωτιστούν
    τα κεκρυμμένα από καταβολής
    κι η απειροελάχιστη ουσία του Κόσμου.

    Αντάμα την πέννα και το σπαθί για να κερδηθεί μέσω μιάς πατρίδας το παγκόσμιο πεπρωμένο.
    Γιατί ο ποιητής δε μπορεί να προσδώσει στη γλώσσα του τούτο το πεπρωμένο
    αν δεν του παρασταθεί ο ήρωας
    ούτε αυτός να ορθωθεί και να βαδίσει αν δεν του παρασταθεί ο ποιητής.

    Αμήχανος συστρέφεται ο ποιητής γύρω απ’ τον εαυτό του, χωρίς τον ήρωα…
    Αγέννητος ο ήρωας περιμένει την πρώτη λέξη που θα ‘ρθει από μακριά.

    Και θα ‘ναι βαριά η φτώχεια μας και στέρφα η μοίρα μας χωρίς αυτούς τους δύο.

                                                                                         Β.Η



Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2018

Ο Φτωχός ο Άνθρωπος






Γυρίζει ο φτωχός άνθρωπος, αλαλιασμένος από τα πολλά χτυπήματα, προς το κράτος του και λέει: Προστάτεψέ με! Και με τρόμο βλέπει πως δεν υπάρχει πλέον τίποτα εκεί. Μόνο μερικοί υπάλληλοι-φαντάσματα που εκτελούνε οδηγίες που έρχονται από μακριά. Αντιπαθητικό βέβαια τού ήτανε το κράτος πάντα αλλά τώρα δεν είναι αισθηματικός ο καιρός. Όσο να πεις, ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται.
 Λοιπόν, κάτι καταπακτές ανοίγαν συνεχώς στον τοίχο και πέφτανε χαρτάκια στην αιωνιότητα και έσκυβαν οι υπάλληλοι και αντέγραφαν μηχανικά. Σκύβει και ο φτωχός ο άνθρωπος και κοιτώντας μέσα από τις καταπακτές, πέρα ως το μισοφωτισμένο βάθος ατέλειωτων γαλαριών, μονολογεί όλο απορία: Πότε στήθηκε αυτό? Πότε στήθηκε όλο αυτό το μεγαλείο?
-"Στα χρόνια του Πάρτυ", κάνει ένας αδύνατος γέρος στη γωνιά.
-"Στα χρόνια του…?" ρωτάει ο φτωχός ο άνθρωπος μην πιστεύοντας ό,τι άκουσαν τ’ αυτιά του.
-"...Του Πάρτυ!" επαναλαμβάνει ο γέρος χαμογελώντας αχνά.
                                ……………………………………
Παραπάνω, τώρα φίλοι μου, σας έχω μια φωτογραφία με οικεία πρόσωπα. Κι αν δεν σας αρέσει αυτό που βλέπετε, σας έχω κι άλλη μια, από παλιότερα χρόνια, με κάποιους νεαρούς όλο αυτοπεποίθηση, αυτό που λέμε τσαμπουκά.  Εάν στην πρώτη υπάρχει κάτι γερασμένο, με τρόπο αντιπαθητικό… ίσως το νεκρό που περπατάει, στη δεύτερη υπάρχει ένας αέρας θριάμβου. Νοιώθετε βέβαια το σφρίγος!
Υπάρχει όμως και μια τρίτη, σε περίπτωση που ποτέ δεν συμπαθήσατε την Κούβα και το αυταρχικό της καθεστώς μιάς και δεν έδειχνε την απαιτούμενη ευαισθησία για τα ανθρώπινα δικαιώματα.



Η νεαρή γυναίκα με το βλέμμα που στοιχειώνει είναι μια από τις soldaderas, τις γυναίκες που ακολουθούσαν και υποστήριζαν τον Ομοσπονδιακό στρατό και τα ανταρτικά σώματα κατά την διάρκεια της Μεξικάνικης Επανάστασης. Αυτά γίνανε, σωτήριον έτος 1910. Μη ρωτάτε πώς βρέθηκε εκεί. Είναι αποτέλεσμα ευφυούς κολλάζ και προϊόν πολιτικής δημιουργίας, αυτού δηλαδή που ονομάζουμε πολιτική φαντασία. Και στο δικό μου μυαλό τουλάχιστον αυτό που υπονοείται είναι "έλεγχος" και "φύλαξη".
Βλέπετε, όλα γίνονται αρκεί να θέλει ο άνθρωπος. Και όλα στο τέλος θα τα λύσει η ανάγκη. "Μην παραμυθιάζεστε ότι δεν θα χρειαστεί να πολεμήσετε, θέλετε δεν θέλετε, θα παλέψετε για τη ζωή σας".

                                                                                                    Β.Η

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Εν κενώ

    Τελευταία μέρα του χρόνου ανέβηκα την Ιπποκράτους, την ώρα που σκοτείνιαζε, και περνώντας έξω από τον φούρνο που φτιάχνει μαγειρευτό φαΐ και καφέδες είδα έναν «παλιό» να κάθεται στα τραπεζάκια απ’ όξω και να τρώει με λαχτάρα από ένα μαύρο πλαστικό κεσεδάκι. Τον θυμάμαι από τις πρώτες διαδηλώσεις της Μεταπολίτευσης, πάντα στα μπλοκ των Αντικοινοβουλευτικών. Πού και πού, μέσα στα χρόνια, τον έβλεπα πότε σε πορείες και κάποτε στους δρόμους της Νεάπολης. Σιγά-σιγά μια πάχνη έπεφτε στα μαλλιά του και στα γένια και τα τελευταία χρόνια αραιό το χιόνι. Πάντα μόνος και σκυφτός. Πάντα σε εσωτερική πορεία.
    Με δυσκολία ανακαλούσα στη μνήμη μου το ζωηρό παιδί, μέσα μου ήταν καταγεγραμμένος με την τωρινή του εικόνα, αυτή τη σκαμμένη μορφή, μόνο ήξερα ότι τον θυμόμουν από τα χρόνια ‘κείνα. Είχε την όψη του ιδεαλιστή, που η Ιστορία σε κάθε της στροφή αφήνει λίγο πίσω μέχρι να τον ρίξει στους αχρείαστους και τους ξεχασμένους και μ’ ένα τελευταίο κύμα της να τον ξεβράσει στην τελική σιωπή.
    Φανερό πως απόμεινε εργένης. Φανερό, θα μού πείτε.. φανερό από τι? Μα, από ‘κείνο το βορριαδάκι που δέρνει τους μοναχικούς.
     Γι αυτό κάτι χτύπησε ανάποδα μέσα μου, με τον άγριο ήχο που κάνει μια μηχανή όταν παθαίνει εμπλοκή, σαν τον είδα να τρώει τέτοιαν ώρα, τέτοια μέρα, έξω από έναν φούρνο- προφανώς δεν είχε πουθενά να πάει για νά ‘βγει η βραδιά.
    -Καλά, αναρωτήθηκα, δεν έχει φίλους να καταφύγει και να ξεχαστεί? Δεν έχει ούτε καν μιάν αδελφή να τον περιμαζέψει, να περάσουν οι δύσκολες ώρες?

    Γύρισα στο σπίτι, έφτιαξα καφέ και έκατσα στο τραπέζι μπρος στην μπαλκονόπορτα και χάζευα τον δρόμο. Αμέσως άκουσα μια δροσερή φωνή να σιγοτραγουδά κάτι ανάμεσα σε μπαλλάντα κι όπερα. Μια γυναίκα ανέβαινε αργά τις ανηφοριές και σε μια στιγμή η φωνή της ξέσπασε γάργαρη, θριαμβευτική έξω από τον εαυτό της. Σαν κάτι π' αναδύθηκε από έναν βαθύστερνο γυναικείο κόσμο. Ποια είναι αυτή που τραγουδά με τούτη τη φωνή και τούτο το κουράγιο αναρωτήθηκα οπότε σηκώθηκα ευθύς και, γύρω-γύρω απ’ το τραπέζι, βγήκα στο μπαλκονάκι υπερυψωμένου ισογείου. Είδα μια καλοντυμένη όμορφη νεαρή γυναίκα που κουβαλούσε σακκούλες με ψώνια και με δώρα.
    -Καλή Χρονιά, φώναξα… κι αυτή είχε μόλις προσπεράσει.
    -Α, έκανε πνιχτά, γυρνώντας ντροπαλή που κάποιος την είχε ακούσει. Καλή Χρονιά, μού αντιγύρισε την επόμενη στιγμή γελώντας.
    Έμεινα να την κοιτώ να ιδώ σε ποια είσοδο πολυκατοικίας επρόκειτο να μπει αλλά αυτή ανηφόρισε και άλλο κι έστριψε στην παραπάνω γωνία.

    -Χρόνε… είπα μέσα μου κι έκανα μιάν ευχή που μπορεί και να ‘ταν’ προσευχή… Χρόνε που έρχεσαι φουριόζος γίνεται να ‘σαι καλός με τους μοναχικούς? Δείξε το έλεός σου στους παλιούς τους Αντικοινοβουλευτικούς. Γίνεται να ‘σαι καλός και με τους άλλους, που κουβαλάνε άχρηστα δώρα και τρέφουνε ελπίδες? Γίνεται νά ‘σαι προσεκτικός με τις νεαρές γυναίκες που ‘χουνε φωνή κοντράλτα και χάνονται στις ανηφοριές του Λυκαβηττού?

                                                                                                                                 Β.Η