Δεν υπάρχει λοιπόν ποίηση, δεν υπάρχει πιά λογοτεχνία… στις μέρες μας
δύσκολο να βρεθεί καλή ζωγραφική. Το μόνο θέατρο που ήξερα ήταν αυτή η
κακοπαιγμένη παράσταση των δρόμων. Των δρόμων και των προθαλάμων. Αυτή η άθλια
φάρσα που λέγεται καθημερινή ζωή. Αυτή η συνομωσία σιωπής που ποζάρει
στη θέση της πολιτικής. Είπαμε: Αν θέλει κανείς σήμερα να κάνει τέχνη πρέπει να
πάρει τα όπλα.
Να είναι η
πράξη πρωτόγονη…
αλλά η πρόβλεψη στρατηγική. Η μόνη καλλιτεχνική πρωτοπορία που
μπορεί πλέον να υπάρξει είναι μια οργάνωση που θα έχει ένα στρατό. Όσοι θέλουν
να είναι καλλιτέχνες πρέπει να γίνουν αντάρτες!
Αν κανένας είχε τη
ματιά… αρκεί να έχει τη ματιά… θα ένοιωθε πως κάλλιστα οι λέξεις μπορούν να
αντικατασταθούν από σφαίρες. Κι αυτές μπήγονται, καρφώνονται, το ίδιο καλά με τις λέξεις. Εννοώ βέβαια εκείνες τις
λέξεις που βρίσκουνε τον στόχο. Και πως το περίστροφο είναι επίσης το ύστατο
καλλιτεχνικό εργαλείο. Δεν εννοώ, προς θεού, πως δεν χρειάζονται πιά οι λέξεις.
Αλλά κάπως πρέπει κι αυτές να υποστηριχθούν. Και μάλιστα σε τέτοιες εποχές.
Μάλιστα παρακαλώ! Πάντα μπορούσε κάποιος να κάνει ποίηση με το όπλο αλλά αμφιβάλλω
αν σήμερα μπορεί χωρίς αυτό!
Αλλά τι εννοώ στρατό? Τι σόι στρατός θα
‘ναι αυτός? Παραφράζοντας έναν Γάλλο μυστικιστή λέω: «Για τον Ναπολέοντα ένας προδότης φέρνει την ήττα. Για τον Λεωνίδα ένας
προδότης οδηγεί στη νίκη». Ξέρει ο Σπαρτιάτης ότι πίσω αρχίζει η λιποψυχιά. Και επείγεται να θέσει τον πήχη ψηλά.
Α, βέβαια, μέσω της θυσίας φτάνει κανείς εκεί. Σ’
εκείνο το σημείο της μη επιστροφής. Σ’ εκείνο, δηλαδή, το σημείο όπου κανείς
δεν μπορεί να κάνει πίσω. Εμ, πώς? Δεν ήταν κανένας νταής εκείνος που ήρθε από
την άλλη όχθη του Αχέροντα και στάθηκε στη στενωπό για να φέρει μια δουλειά σε πέρας. Και το βασιλικό
αξίωμα αδιάφορο τού ήτανε κι αυτό. Μάλλον Μύστης ήτανε και γνώριζε σε βάθος τα
ανθρώπινα. Όχι λοιπόν νίκη και κουραφέξαλα… τι να την κάνεις την νίκη? Άπιαστη
και άπιστη είναι, σού ξεφεύγει μέσα από τα δάκτυλα με κάθε ιδιοτροπία των καιρών.
Ενδιαφέρει μόνο τους εμπόρους… Και τους μπακαλόγατους που εκείνοι οι εμπόροι
στέλνουν για να εισπράξουν το λογαριασμό. Ενώ εγώ μιλώ για μια ανταρσία ενάντια
στον θάνατο. Έτσι είναι… το αίμα νικάει
το σπαθί! Αλλά για κάτι τέτοιο, τόσο τρομερό και υπέροχο, χρειάζονται
άντρες! Πραγματικοί άντρες! Που θα έχουν εκπαιδευτεί μες τη σιωπή. Που θα έχουν
εκπαιδευτεί κάτω από ένα τρυφερό και αβάσταχτο ουρανό! Και που θα έχουν μάθει
να αντέχουν τούτη τη σιωπή…
…και χρειάζονται γυναίκες!
Γυναίκες που να γνωρίζουν την καρτερία. Και να διατηρούν τη φωτιά αναμμένη μέσα
στην εστία. Και να μεταφέρουν τη θράκα ζεστή, άσβεστη, όπου χρειαστεί. Και να
εμψυχώνουν την κρίσιμη στιγμή… και να χάνονται μαζί με τους άντρες τους
παίρνοντας το όπλο.
Συγχωρέστε με, δεν μιλώ όπως έχετε
συνηθίσει να ακούτε! Μιλώ για έναν τρομερό αιώνα. Ο πόλεμος έχει κηρυχτεί από
καιρό… δεν βλέπω να έχουμε κάτι άλλο να κάνουμε από το να σκύψουμε και να
μαζέψουμε το σιδερένιο γάντι.
Μη διστάσετε, λέω. Μη δειλιάσετε! Κοιτάξτε
προσεκτικά και μη σας καταβάλει η φρίκη όταν δείτε ότι αυτό το άδειο γάντι που
πετάχτηκε από αόρατο χέρι μες τη σκόνη, μπρος στα πόδια σας, είναι το ίδιο σας
το τομάρι.
Μα, θα πούνε κάποιοι ότι θέλω να βάλω τον
λαό, δηλαδή τους φιλήσυχους ανθρώπους, σε περιπέτεια. Λες και δεν μπήκανε ήδη
σε περιπέτεια δίχως να το ‘χουνε
καταλάβει! Θα πούνε ότι μιλώ για πόλεμο, για εμφύλιο αλληλοσπαραγμό, κι ότι δεν
λογαριάζω τις φρίκες του πολέμου. Ωραία λοιπόν! Θα λογαριάσω μπροστά σας και
τις φρίκες της ειρήνης. Και ζυγίστε! Και πέστε μου μετά, τι είναι προτιμότερο:
ο σωστός ακριβοδίκαιος πόλεμος ή μια κακή ειρήνη?
Μα ποιοι είν’ αυτοί? Αυτοί που λέτε πως μας έχουνε προγράψει… ρωτάει
ο φιλήσυχος πολίτης της σάπιας Δημοκρατίας μας. Και στριφογυρίζει νευρικά και η
φωνή του είναι όλο ανησυχία. Γιατί βολεμένος μες την ανημπόρια του σκιάζεται
πως «ήρθε η ώρα». Και δηλώνει πως αυτός είναι ένας μετριοπαθής. Αλλά εγώ σας
λέω πως όλοι οι βολεμένοι είναι μετριοπαθείς. Κι επίσης πως χωρίς αίμα δεν
έγινε τίποτα ποτέ. Αυτό είναι το σύνορο κι αυτό είναι το θεμέλιο. Γιατί άραγε
λένε πως, όπου ντουφέκι δε λαλεί αργεί να
ξημερώσει?
Μυστήριο πλάσμα είναι το
ανθρώπινο όν! Δηλώνει πίστη στην ειρήνη, καμώνεται το ειρηνόφιλο, και με κάθε
του πράξη κλείνει το μάτι στο μακελειό να πλησιάσει. Μα την πίστη μου,
πρόκειται για καννιβαλικό ον! Και δεν είναι μόνο η βία και η απληστία των
δυνατών αλλά είναι και η αδυναμία των θυμάτων που εξαγριώνει τους θύτες! Και
ποιος αφαίρεσε από τον άνθρωπο των καιρών μας τις δυνάμεις του και τον έκανε να
κρέμονται τα χέρια του παραλυμένα και να σηκώνει τα φρύδια όλο απορία? Α, θα
σας απαντήσω ευθύς: η ευμάρεια! Ή μάλλον ο μύθος της μαζικής ευμάρειας! Δηλαδή
το δίχως όρους κυνήγι της ευμάρειας που έγινε ξαφνικά για όλους προσιτή. Γιατί
δεν είναι από μόνη της κακή μια σχετική ευμάρεια αλλά αυτό που έγινε για δυό
γενιές μάλλον με βουλιμία μοιάζει. Και η ασφάλεια! Η ασφάλεια πάση θυσία! Και
θυσίασαν οι δύστυχοι την ελευθερία τους για αυτήν. Λες και είναι ποτέ κανείς
ασφαλισμένος! Να τώρα που χάνουν και την ελευθερία τους μαζί με την καλοπέρασή
τους. Άσε που τους μέλλεται να ζουν μες τον φόβο. Κι έτσι φτάσαμε στο σημείο όπου…
μια απίστευτη ευκολία έκανε τα πράγματα δύσκολα. Τι λέω? …απελπιστικά! Θα ‘πρεπε
να το γνωρίζουν αυτό εκείνοι που όρισαν τους εαυτούς τους για πνευματικούς
ηγήτορες των κοπαδιών και κοινωνικούς αμύντορες, πως δηλαδή ο άνθρωπος ρέπει προς
τον ύπνο. Αλλά τού λόγου τους θριαμβευτικά εξήγγειλαν την αυγή μιας νέας
εποχής. Να τώρα, φάτε νέα εποχή!
Και πού καταλήξαμε λοιπόν? Είναι κοινωνία ελευθέρων
ανθρώπων τούτη ‘δω? Ή κοινωνία κυρίων και δούλων, όπου οι μεν είναι γεμάτοι
φθόνο και οι δε γεμάτοι περιφρόνηση? Και καλά με τους αφέντες του κόσμου,
αυτούς θα τους πολεμήσουμε μέχρι την κόλαση… Τι γίνεται όμως με τους
αποστερημένους? Αυτούς που δικαιολογούν την προσβολή που τους έγινε. Γιατί ο
άνθρωπος τείνει να δικαιολογεί κάθε προσβολή στην οποία δεν στάθηκε ικανός να
απαντήσει. Και ποια προσβολή μπορεί να είναι μεγαλύτερη, βαθύτερη, από το να
στερείς σε κάποιον την δυνατότητα να συμμετέχει στις αποφάσεις που τον αφορούν! Να τον έχεις παρατημένο στην αυλή ενώ εσύ παρακάθεσαι στο επίσημο Δείπνο των
Αποφάσεων. Και να του μπουκώνεις το στόμα με αποφάγια. Και μαντεύετε θαρρώ πώς
αλλοιώς λέγονται αυτά τα αποφάγια. Δικαιώματα λέγονται, λυπάμαι! Αμ, δικαιώματα
έχουν μόνο οι υπηρέτες, οι αφεντάδες έχουν υποχρεώσεις. Να κάτι πασίγνωστο που
δεν λέγεται ποτέ! Και τί υποχρέωση έχουν αυτοί? Μόνο κάπου- κάπου να ψηφίζουν. Κολοκύθια
στο πάτερο! Και θρέφονται μαζικά, ψυχαγωγούνται οργανωμένα, προστατεύονται
αδιαλείπτως, αστυνομεύονται διαρκώς, πάντα για το καλό τους… Α, και τους
κολακεύουνε ασυστόλως! Ότι τάχα μου είναι οι αξιοσέβαστοι πολίτες μιας
δημοκρατίας. Α χα χου χα! Και στραβοκοιτάζουν με υποψία όλους αυτούς τους
κραυγαλέα άθλιους με πατέντα που ζουν κάτω από ορισμένους γεωγραφικούς παράλληλους
μη τύχει και μπουκάρουν στο Βασίλειο. Αλλά μέσα στο Βασίλειο η κατάσταση
διαρκώς χειροτερεύει. Και από κοντά, με τη νέα φτώχεια που πλακώνει έρχεται και
η αστυνόμευση. Έτσι θα ‘ναι από δω και
πέρα: Μαζί με τη φτώχεια θα σε κυκλώνει και η αστυνομία! Κανείς πλέον δεν είναι
σίγουρος πού ακριβώς είναι τα σύνορα. Κι αλί και τρισαλί αν βρεθείς έξω απ’
αυτά! Όλη η προσπάθεια τώρα είναι να παραμείνεις εντός κάποιων νοητών ορίων.
Και η υποκρισία, η υπεκφυγή, το πλάγιο
βλέμμα, οι κρυφοί υπολογισμοί αρχίζουν να σε συντροφεύουν. Ξέρω, πράμματα
άσχημα είναι αυτά… παλιότερα ήταν κάτι φευγαλέο. Σαν τη μύγα, είναι τώρα, που
κάθεται στο πρόσωπό σου και τη διώχνεις, αλλά αυτή ξαναγυρνά, νοιώθεις το περπάτημά της στην αρχή μόνο στην επιδερμίδα μα σιγά σιγά το νοιώθεις να εισχωρεί
βαθιά στο πρόσωπό σου μες τα μήλα και τα κόκαλα του κρανίου και να σού αλλάζει
τα χαρακτηριστικά. Ώσπου συμφιλιώνεσαι με τη νέα σου μορφή: έτσι είναι τώρα τα
πράγματα, λες, οι καιροί έχουν αλλάξει, πρέπει να ‘ναι κανείς προσεκτικός!
Αλλά, χμ, και πάλι χμ!.. θα μου πείτε. Καταλαβαίνω, έχετε τις αμφιβολίες
σας: Για αυτόν τον άνθρωπο του κοπαδιού -θα μού πείτε- αυτόν τον μικροδήμιο,
αυτό το απελπισμένο ον, αυτόν τον καταπιεσμένο θύτη θες να κάνεις τόση
φασαρία? Ξέρω, ξέρω, αγαπητοί, καταλαβαίνω, απολύτως λογικό! Αλλά είπατε από
μόνοι σας τις δυό λέξεις-κλειδιά…
Επιτρέψτε μου λοιπόν να ξεδιπλώσω τον
συλλογισμό μου ως εξής:
Να μισείς την
καταπίεση, να φοβάσαι τους καταπιεσμένους, λέει μια παλιά αρχή και την επικροτώ
απολύτως. Καταλαβαίνω την αηδία σας, την αποστροφή σας για τους χαμερπείς, όμως
εγώ αποσυνδέω τούτους τους ανθρώπους από την κατάστασή τους. Φόβο ναι… και φόβο
νοιώθω, και δέος, για αυτό που είναι ικανοί να κάνουν προκειμένου να διασωθούν
αλλά περιφρόνηση κι αηδία όχι! Και υποστηρίζω πως είναι η καταπίεση που
ευθύνεται για αυτά τα καμώματα που ταιριάζουν περισσότερο σε δούλους παρά σε
ελευθέρους. Διότι εγώ πιστεύω πως ο άνθρωπος γεννήθηκε για να είναι ελεύθερος,
τώρα τι έκανε αυτό το όν να περιέλθει σε καθεστώς δουλείας- εθελοδουλείας αν
θέλετε, δεν θα διαφωνήσω- αυτό μένει και αξίζει να συζητηθεί. Μόνο να σημειώσω
εδώ, πως όταν μια κοινωνία περιέρχεται σε θέση άμυνας το πιθανότερο που μπορεί
κανείς να περιμένει απ’ αυτήν είναι η ανθρωποφαγία και οι τελετές της. Σαν
εκείνες τις δυστυχισμένες βάρκες, τις βάρκες ναυαγών!
Όμως τι είναι αυτό που εμποδίζει το
ανθρώπινο ον να σταθεί στα πόδια του παρ’ όλα τα απελπισμένα τινάγματά του? Κι
εδώ επανέλαβα τη λέξη που είπατε παραπάνω... είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη ελπίδας.
Αυτή η βαθιά ριζωμένη ανελπισία. Και παρατηρούμε εδώ κι εκεί τέτοια
τινάγματα-σ’ αυτό φαντάζομαι δεν διαφωνείτε- που καταλήγουνε διαρκώς σε ένα
αξιοσημείωτο μηδέν. Χειρότερο μάλιστα από αυτό που τα γέννησε. Διότι- υποστηρίζω
εγώ- είναι ακριβώς κινήματα απελπισμένων.
Εδώ λοιπόν νομίζω είναι η διαφορά μας
αγαπητοί αποκαρδιωμένοι: Εσείς βλέπετε τον άνθρωπο έτσι όπως ακριβώς είναι. Εγώ
τον βλέπω σαν αυτό που μπορεί να γίνει, κι αυτό που κάποιες στιγμές ήδη είναι.
Εσείς βλέπετε παντού γύρω σας σκοτάδι- κι επιζητείτε ακόμα περισσότερο σκοτάδι-
ενώ εγώ είμαι ένας αστρονόμος που μες την κοσμική νύχτα παρατηρώ κάποιες
ξαφνικές εκλάμψεις. Με το μάτι κολλημένο στο φακό, αναφωνώ συνεπαρμένος: Νάτο!
Πάλι συμβαίνει..! όταν βλέπω ένα μακρινό ασήμαντο άστρο να γίνεται ήλιος και να
φωτίζει εκτυφλωτικά το σύμπαν. Για αυτό ζω! Για αυτό ξενυχτώ!
Και θα σας πω- αν άρχισα κάπως να σας πείθω
που δεν το πιστεύω- πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος τώρα προς την ελπίδα παρά δια
του παραδείγματος. Ούτε υπήρξε άλλος ποτέ! Αυτή την ελπίδα λοιπόν θέλω να φέρω
μες την καρδιά ενός απελπισμένου κόσμου. Από την έλλειψή της βυθίζεται όλο και
περισσότερο μες την παρακμή.
Υπάρχει όμως κάτι ακόμα στο βάθος
του μυαλού σας, το νοιώθω σα να το ψηλαφώ. Και ήδη προσπαθείτε να το
κοντρολάρετε για να μου το εκτοξεύσετε σαν κατηγορία. Πως όλα αυτά είναι ιδέες.
Ονειροφαντασιές! Και πως είναι επικίνδυνες οι ιδέες. Κι ακόμα περισσότερο πως
εγώ σας μοιάζω σαν κάποιος που είναι «ερωτευμένος με τις ιδέες του»! Θαυμάσια!
Μα τι άλλο λοιπόν είναι ο άνθρωπος από ένα πυκνωμένο νέφος από όνειρα, από μια
συμπυκνωμένη ομίχλη ιδεών? Εμένα, όλο και περισσότερο, έτσι μού μοιάζει, μέχρι
που όταν απλώνω το χέρι και αγγίζω κάποιον εκπλήσσομαι που έχει και μια υλική
υπόσταση, μια απτή στερεότητα! Αναφέρεστε συνέχεια στον «απλό άνθρωπο».
Ειλικρινά, πιστεύετε πράγματι ότι υπάρχει κάτι τέτοιο? Ο πρακτικός και λογικός άνθρωπος? Ελάτε λοιπόν εσείς οι πρακτικοί… ή φέρτε εδώ μπροστά αυτόν που
θεωρείτε υπόδειγμα πρακτικότητας να τον εξετάσουμε. Με κατάπληξη θα δείτε ότι
πρόκειται για ένα απίθανο σύμπλεγμα αντιφάσεων, ένα κόμπο μυστικών, ένα
συνονθύλευμα φαντασιώσεων κι ονείρων. Μια ανορθολογική ύπαρξη μετά βίας
μασκαρεμένη σε λογικό όν. Ένα δυνητικά επικίνδυνο και απρόβλεπτο όν. Ποια είναι λοιπόν η διαφορά μας? Ε, λοιπόν η
διαφορά μας είναι ότι εγώ θέλω να ενθαρρύνω, να εμψυχώσω, αυτό το φοβισμένο πλάσμα, τον
άνθρωπο του καιρού μας, λέγοντας του ότι έχει φτερά και να του δείξω το
θαυμαστό του φτέρωμα ενώ εσείς θέλετε να το αφήσετε πεταμένο στο έδαφος σα
σπασμένο κουκλάκι! Ίσως εσείς μπορείτε
να με κατηγορήσετε για ερωτευμένο, ίσως και για δόκιμο διάβολο, όμως εγώ σας θεωρώ παρακμίες!
Ας συμπληρώσω, τέλος, τούτα τα παραπάνω,
λέγοντας πως από τότε που άρχισε ν’ ακούγεται αυτός ο θανατερός ρόγχος του πολιτισμού μας, από τη στιγμή που
ακούστηκαν οι πρώτες νότες αυτού του φρικιαστικά όμορφου Ρέκβιεμ - γιατί, δεν
πιστεύω να διαφωνείτε: όλοι οι πολιτισμοί κάποια στιγμή αρχίζουν να πεθαίνουν-
σαν να παραμέρισα λιγουλάκι το έργο μου και νοιώθω όλο και περισσότερο επιστρατευμένος.
Καιρός λοιπόν να πάρω τούτη τη διάθεση στα σοβαρά. Αν πρόκειται να υπηρετήσω
μια υπόθεση, την υπόθεση της ανθρώπινης ελευθερίας, σωστό είναι να το κάνω
ολόπλευρα. Κατ’ αρχάς λοιπόν σημαίνω ένα προσκλητήριο ζώντων και τεθνεώτων.
Πρώτοι δε σ’ αυτό το κάλεσμα, αυτοί που πρωτοεμφανίζονται
στη σκηνή του κόσμου και δεν έχει ακόμα κλείσει πίσω τους η πόρτα προς το
μυστήριο της ζωής. Καταλαβαίνετε ποιους εννοώ, έχουν αρκετό ουρανό μέσα τους
ώστε να αναστατώσουνε τη γη.
Αμέσως μετά, εκείνοι που έζησαν εδώ κάτω
σαν ξένοι. Είναι οι καλύτεροι άνθρωποι σ’ αυτή την χώρα και σε κάθε χώρα που
γνωρίζω. Εξ’ άλλου δεν έχουν τίποτα να χάσουν.
Μετά, σειρά έχουν κάποιοι τετραπέρατοι, παμπόνηροι
γέροι που ζουν ακόμα και κάποιοι υπέροχα νεκροί που οι άρχοντες του κόσμου θα
εύχονταν να είχαν ξεχαστεί.
Ανάμεσά τους σαν να διακρίνω εκείνους τους
Μακάριους που απολαμβάνουν το θέαμα που
προσφέρεται από τον κόσμο. Και αυτό τους αρκεί κι ούτε νοιάζονται για άλλη
απολαβή. Και τους άλλους, εκείνους τους Ευσεβείς που κατασκευάζουν έχοντας την
έγνοια μη βλάψουν ούτε κεραία από την Αρχέγονη Τάξη και μόνο ν’ απαντήσουν
θέλουν γιατί τους είναι αβάσταχτο να παραμένουν σιωπηλοί. Και τους άλλους που
διακινδυνεύουν κάθε φορά που αδικείται η ζωή. Δεν έχω καμμιά αμφιβολία,
απευθύνομαι σε αυτοεξόριστους και ερωτευμένους. Καθόλου άσχημα!
Το έργο που έχουμε μπροστά μας και μας φωνάζει
ότι θέλει να επιτελεστεί προκαλεί δέος. Κανένα πρόβλημα! Το έργο είναι το μέτρο
του ανθρώπου! Και η φιλοδοξία μας, δεν ντρέπομαι να το πω, περισσή! Θα
φτιάξουμε λοιπόν τους Ευσεβείς που ένα τέτοιο έργο απαιτεί. Μάλιστα, ευσεβείς
σε ένα κόσμο που ξέμαθε να σέβεται! Ανθρώπους που θα θέσουν στους εαυτούς τους
καθήκοντα αδιανόητα για τη μάζα. Κι αυτοί θα περάσουν την ανθρωπότητα μέσα από
καμίνι.
Εμείς, η τελευταία φρουρά… Πρόκειται να
υπερασπισθούμε τα συμφέροντα της Ποίησης πάνω στη γη. Θα αντικαθιστούμε κάθε
τόσο την ιδέα με τον μυ για να δώσουμε μυς στην ιδέα.
Την πυξίδα μας έχουμε ακουμπισμένη απαλά-απαλά πάνω στα λόγια ενός ρήτορα απ’ τις απαρχές:
αναζητούμε την αλήθεια χωρίς να χάνουμε το σφρίγος μας και να
γινόμαστε μαλθακοί, έλεγε ο ρήτορας...
Και δημιουργούμε την ομορφιά που είναι ομορφιά μες την
απλότητα. Δεν θα μπορούσε να ειπωθεί καλύτερα. Και παίρνουμε κουράγιο από τα
λόγια κάποιου Μυστικού
: η Ομορφιά θα
σώσει τον κόσμο.
Συμφωνούμε απόλυτα! Αλλά όχι η άοπλη ομορφιά. Αυτή δεν μπορεί να σώσει
μήτε τον εαυτό της! Ούτε θα είμαστε εδώ για πάντα!