Καθώς ανέβαινα απ’ τη δεξιά μεριά
την Πανεπιστημίου στο ύψος του Μετοχικού Ταμείου
είδα ξαπλωμένο ένα ποίημα
φαρδύ-πλατύ στο πεζοδρόμιο
ανάμεσα στα πόδια των περαστικών
μες τον άτακτο βηματισμό του πλήθους
Οι περισσότεροι δεν το έβλεπαν κάν
κι εκεί που σχεδόν θα το πατούσαν
μ’ ένα τελείως περίεργο τρόπο
τελευταία στιγμή λοξοδρομούσαν
Μερικοί έπεσαν απάνω του
και γύρισαν και του τα έσουραν νευριασμένοι
και κάνα δυό το έσπρωξαν
με τη μύτη του παπουτσιού, στην άκρη
Έσκυψα και το βοήθησα να σηκωθεί
περάσαμε λοξά μέσα στον κόσμο
και το ‘βαλα να κάτσει σ’ ένα πεζούλι μαγαζιού
έσερνε μαζί του και μιά συφοριασμένη πατερίτσα
-Τι κάνεις εδώ? του είπα. Δεν μπορείς
να είσαι έτσι ξαπλωμένο!
-Είμαι χρόνια εδώ, είπε. Έπεσα
εκείνη τη ματωμένη Τρίτη!
-Και? είπα.
-Τι και? έκανε. Οι καλύτερες ώρες εδώ
είναι το απόγεμα όταν ο τελευταίος ήλιος
κατρακυλάει στα τζάμια εκείνων των γραφείων.
Τότε όλα γίνονται χρυσάφι!
-Ναι, αλλά δεν πρέπει…
-Καμμιά φορά, με το ξημέρωμα, περνάνε μπάντες από δω
…και καμμιά φορά τ’ ασθενοφόρα, τότε γώ…
κι έκανε παύση
-Τότε συ, τι?
-Τότε να, προσπαθώ να απαλύνω λίγο το φόβο του αρρώστου
Σηκώθηκε με δυσκολία, σουλουπώθηκε καμπόσο
στράφηκε προς την Ομόνοια και γέρνοντας
πάνω στο στραβωμένο δεκανίκι
άρχισε με κόπο να βαδίζει
Εκείνη τη στιγμή υψώθηκε κάτι σαν στάθμη πόνου
που ερχότανε από κάτω, απ’ την Ομόνοια
κάτι που δεν γύρευε τον οίκτο παρά μόνο τη συμπόνια
βοηθώντας το – μου φάνηκε – πιο λίγο να κουτσαίνει
Κι όπως έσερνε το φανταστικό τρίτο του ποδάρι
έστριψε κάπως προς τα μένα…
Τούτη η πόλη, είπε… δεν έζησε ακόμα!
Αδύναμος είναι ο άνθρωπος, του αντέτεινα εγώ μ’ απελπισιά
και τότε αυτός χαμένος μέσα στα αυτοκίνητα
τίναξε το κεφάλι, πετώντας μου ένα τσαντισμένο:
Και σάματις ξέρουμε τι είναι ο άνθρωπος?
Και σα να ακούστηκε να μονολογεί:
Άπειρο, το Άπειρο είναι ο άνθρωπος
ανάμεσο ουρανού και γης.
Β.Η
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου