Παρασκευή στις
12μισυ τη νύχτα βγαίνω από το μετρό Σύνταγμα. Η Δημόσια σφαίρα βουίζει από το
τις αγροτικές κινητοποιήσεις. Ραδιόφωνα και τηλεοράσεις προβάλλουν την άφιξή
τους. Τέτοια ώρα φυσικά, προσεγγίζω το πρόβλημα πλαγίως. Μπαίνω, σαν να λέμε,
από την πόρτα της κουζίνας. Μερικά αντίσκηνα και κόσμος. Δύο απ’ αυτά είναι
κρητικά. Ένα συνεργείο αρπακτικών των ΜΜΕ τραβά την προσοχή μου. Η επικεφαλής,
μια ψηλή ξανθιά κοπέλα με ένα μικρόφωνο
στο χέρι, εντοπίζει έναν Κρητικό με μαύρες μπότες, κανά 55αριά χρονών, κι
αρχίζει να τον γυροφέρνει. Ο άνθρωπος πείθεται και της προσφέρει κάθισμα. Δεν
ήτανε και δύσκολο, η κοπέλα είναι όμορφη. Απέναντί τους σηκώνεται η κάμερα.
Εκείνη τη στιγμή, δύο από το συνεργείο, μες τη φούρια, τής φωνάζουν: Τζίνα, έλα
εδώ, πάμε στις σκηνές. Η Τζίνα γυρνάει και τους λέει στριμωγμένη: Δεν μπορώ
τώρα να τον αφήσω- και τους κλείνει το μάτι μ’ ένα τρόπο πολύ βρώμικο. Ο
Κρητικός, τίποτα δεν είδε γιατί κάθεται από την άλλη τη μεριά. Οι ερωτήσεις
είναι χαζές αλλά αν για κάποιους η χαζομάρα είναι πρόβλημα, για τα αφεντικά των
ΜΜΕ είναι προσόν. Συνήθως αρκεί το περιτύλιγμα, δηλαδή η παρουσιάστρια.
Ο Κρητικός αφηγείται τη σύντομη ιστορία τους
χαμογελώντας ζεσταμένος από την παρουσία της, αλλά κι αυτή τού αφήνει χώρο.
Χαμογελάει και συγκατανεύει, μάλιστα, κάποιες στιγμές γίνεται γλυκιά, σχεδόν
συμπαθητική. Τον αφήνει να μιλά τραγουδιστά, έχει σχεδόν ξεχαστεί, ούτε απ’
αυτήν διαφεύγει ότι ο Κρητικός υπήρξε ωραίος άνδρας.
Τελειώνοντας, ο
άνθρωπος σηκώνεται, μπαίνει στη σκηνή και ύστερα από λίγο βγαίνει με μια
μπουκάλα τσικουδιά και κρητικές
κουλούρες. Τής γεμίζει ως απάνω ένα ποτήρι, το ίδιο και στον κάμεραμαν. Εν τω
μεταξύ, πλακώνουνε οι άλλοι δυό, πάντα φουριόζοι, γίνεται μιά ανακατωσούρα, η
ξανθιά φεύγει χωρίς καν να χαιρετήσει. Κοιτάω τον Κρητικό: κάθεται κάπως
συρρικνωμένος, σαν να έχασε την ουσία του. Παντού τριγύρω συνεργεία έχουν
απομονώσει τους πιο φολκλόρ -γέρους με μπαστούνες- τους φωτίζουν μες τη νύχτα
και τους ρουφάνε τη ψυχή. Φέρνει αηδία να ακούς τους λελέδες της τηλεόρασης να
αποκαλούν τους γέρους: Σύντεκνε!
Σαν Χουάν
Τσαμούλα Chiapas Μεξικό
’87. Ένα ινδιάνικο χωριό στα οροπέδια-
Τσαμούλα. Μιά εκκλησία- Σαν Χουάν. Δυο χρόνια πριν, οι ντόπιοι σκότωσαν δυο
ξένους που έβγαζαν φωτογραφίες μες την εκκλησία. Από τότε η Ινδιάνικη κοινότητα
έχει βάλει έναν φύλακα έξω από την εκκλησία ο οποίος καθιστά σαφές στους
ξένους: εκεί μέσα δεν τραβάτε φωτογραφίες!
Όχι μόνο μέσα εκεί, αλλά πουθενά στο χωριό κανείς δεν βγάζει κάμερα. Τελικά
μόνο για το δικό μας αίμα έχουμε
σεβασμό.
Για τους
Ινδιάνους, όποιος φωτογραφίζει κάποιον, τού κλέβει την ψυχή. Όποιος
φωτογραφίζει ένα ναό, κλέβει την ψυχή του Θεού. Μέσα στην εκκλησία έχουν
σκορπίσει χόρτο πάνω στα δάπεδα, Ινδιάνες γονυπετούν, η κάθε μιά μπρος στο
αναμμένο καντηλάκι της, χαμένες σ’ άλλον κόσμο, το καντηλάκι αντιφεγγίζει μες τα μάτια, κι από ψηλά στον τρούλλο τις
στέφουν ένας αητός ένας λέων ένα φίδι κι ένας ταύρος. Κι εμείς, μες την
αγέρωχη επιστήμη μας, γελάγαμε με τέτοιους πολιτισμούς. Έπρεπε να έρθουν οι
κοινωνιολόγοι μας, να μάς μιλήσουν για την κυριαρχία
της εικόνας για να καταλάβουμε ότι… οι πρωτόγονοι είχαν δίκιο.
Απαίσια φήμη συνοδεύει το μικρό χωριό. Το μικρό χωριό ζει το σεβασμό.
Φέρνει, ακόμα,
αηδία αυτός ο κόσμος που κατασπαράζει ανθρώπους και τον βάσανό τους,
μετατρέποντάς τους σε εικόνα για να ταΐσει λιμοκτονούντες και βουλιμικούς
τηλεθεατές-ανάπηρους που θρέφονται απ’ τα μάτια. Τελικά οι ανθρωπότητα δεν
ξέφυγε ποτέ από τον κανιβαλισμό, μόνο τον ευπρέπισε λιγάκι αφαιρώντας του το
αίμα.
Επόμενος άρπαγας,
ένας νεαρός Χρυσαυγίτης. Κάνει μπαμ η κομματική του ένταξη λόγω υστερίας.
Πιάνει κι αυτός στασίδι και πώς τα κατάφερε, μέσα σε 5 λεπτά, κι έφερε τη
συζήτηση στον Εμφύλιο? Καταφέρεται με μένος ενάντια στον Βελουχιώτη. Βρίζει
απαξάπαντες τους πολιτικούς (ως και τον… Εθνάρχη- ιδιαίτερα αυτόν) πλην
Ελευθερίου Βενιζέλου (γλύφει). Ο Κρητικός και ένας φίλος του δηλώνουνε σεμνά
ότι είναι κομμουνιστές. Αυτουνού δεν ιδρώνει τ’ αυτί, το αντιπαρέρχεται, και
προσπαθεί να συνεχίσει την αγκιτάτσια. Γίνεται όμως φανερό: οι Χρυσαυγίτες
νοιώθουν κάποιο κρυφό φθόνο για το ΚΚΕ και την ένοπλη νιότη του. Οι Κρητικοί
τού ξεκαθαρίζουνε, ευγενικά αλλά με σταθερότητα, ότι η συζήτηση τελειώνει εκεί.
Ο πιτσιρικάς στριφογυρίζει αμήχανος στο κάθισμα για λίγο κι ύστερα φεύγει με
κατεβασμένα αυτιά. Και μένα με ρουφάει το μετρό οι γαλαρίες του και η
περισυλλογή του.
Την άλλη μέρα, Σαββάτο μεσημέρι κατεβαίνω Σύνταγμα ξανά. Παντού κυριαρχεί το ΠΑΜΕ κι οι
σημαίες του. Εδώ κι εκεί αριστεριστές με το πανό τους. Τα μεγάφωνα χαλούν τον
κόσμο. Λόγοι αγροτοσυνδικαλιστών εναλλάσσονται με παιάνες. Κανένας δεν ακούει.
Αγρότες βγάζουν το άχτι τους μπρος σε μικρά ακροατήρια. Είναι οι μικροί σταρ
της ημέρας.
Κάθομαι σε μία
άκρη. Τα πανό μαζεύονται κι αρχίζει η αποχώρηση, οι σκηνές ξεστήνονται και τα
γρασίδια αδειάζουν, οι μουσικές συνεχίζουν εκκωφαντικά. Μαζί με την τσίκνα απ’
τα σουβλάκια μια αριστερίλα σηκώνεται από την πλατεία. Ούτε και σήμερα έγινε
κάτι. Είναι φυσικό. Ούτε και σήμερα ειπώθηκε κάτι άξιο ν’ ακουστεί. Τι γίνεται
με τη γη- τι γίνεται με τα τρόφιμα που τρώμε- πώς γίνεται κάποιος, ο οποίος
υποτίθεται πως αγαπάει τη δουλειά του, να φουσκώνει και να δηλητηριάζει τα
προϊόντα του με ορμόνες και φυτοφάρμακα- τέτοια πράγματα δεν ειπώθηκαν. Αν πάλι
δεν υπάρχει αγάπη για τη γη, το πώς απαιτεί κάποιος να βγάλει λεφτά απ’ αυτήν,
κάνοντάς της μπαγαποντιές - πάλι δεν ειπώθηκε. Από τους τρεις πόλους της
διαμάχης κανείς δεν είναι ειλικρινής. Όλοι κρατούν μολυβάκι και χαρτί. Οι
Ευρωπαίοι θέλουν τα λεφτά τους – αέρα λεφτά. Η κυβέρνηση υπολογίζει ψήφους και
έδρες.Και οι αγρότες θέλουν να ζήσουν και η γη και οι... καρποί της να παν να
γαμηθούν. Από δε τους προστρέξαντες πολίτες, 9 στους 10 κάνουν άχρηστες
δουλειές- επίφοβες δουλειές και δεν μιλώ μόνο για διαφημιστές ή για…
πιτσαδόρους.
Επομένως αν- έβδομο χρόνο «κρίσης»- από την πλευρά των
πληγέντων δεν υπάρχει το θάρρος να ειπωθεί έστω μια αλήθεια, το παιχνίδι είναι
χαμένο. Γιατί για μένα η περιβόητη η κρίση δεν είναι κρίση οικονομική αλλά
κρίση ειλικρίνειας.
Σηκώνομαι να φύγω. Στη γωνία στο Public, μια ομάδα αγροτών από
τον Όλυμπο συσκέπτεται για την αποχώρηση και είναι στα τηλέφωνα. Ανάμεσά τους,
μια γαλονάτη αστυνόμος, ξανθιά με πρησμένα γαλάζια μάτια, μιλάει στο walkie-talkie. “Αρχηγέ, τι αποφασίσατε?” απευθύνεται
στον επικεφαλής. Υπάρχει στο ύφος της κάτι ανάμεσα σε ελαφρά ειρωνία και
αναγνώριση της καλής οργάνωσης των αγροτών που πολλές φορές τους αιφνιδίασε.
Ακόμα, κάτι από τον πάνδημο σεβασμό προς τους αγρότες: δεν είναι τίποτα
…προλετάριοι αλλά οι προπάτορες όλων μας.
“Πλατεία
Καραϊσκάκη”, λέει αυτός. Τους δίνει κατευθύνσεις και ενημερώνει στο walkie-talkie. “Προσέξτε τους αναρχικούς, μην
παρεισφρύσσουν ανάμεσά σας”, λέει κοιτώντας με νόημα προς τα Προπύλαια. Και μια
τσαούσα με αγριεμμένο μάτι, από άλλο
μπλόκο, που συζητάει μαζί τους, προειδοποιεί: προσέξτε.. αυτά τα ρρρεμάλια..!
λέει με (ακατανόητο) μίσος πριν να φύγει.
Στρίβω στην
άδεια Σταδίου και παραγγέλνω έναν
“τούρκικο” στο coffee island.
Σκαρφαλώνω και σ’ ένα σκαμνί. Δέκα λεπτά μετά εμφανίζεται μια μηχανή της
αστυνομίας, ο γκριζομάλλης οδηγός πάει αργά, κορνάρει συνεχώς. Ειδοποιεί τους
καταστηματάρχες να κλείσουν. Τα ρολά αρχίζουν να κατεβαίνουνε παντού.
Ανεβαίνουν οι αναρχικοί! (αυτά τα ρεμάλια).Τελικά, καμμιά αμφιβολία: έχουμε ένα
κράτος μαγαζατόρων! Η ώρα είναι 2.30’ ακριβώς. Μού παίρνουν μάνι-μάνι το
σκαμνί. Εμφανίστηκε το απόλυτο κακό! Οι πλαϊνοί δρόμοι κλείνουν από μηχανές της
αστυνομίας. Το κράτος παίρνει θέσεις! Πίσω τους, μια ταλαίπωρη διμοιρία τους
έχει πάρει στο κατόπι.
Μόνο που ο κακός του παραμυθιού βαδίζει βαρύς και
θλιμμένος σ’ έναν έρημο κόσμο και φτάνει πολύ αργά.
Δεν είναι κι άσχημα
να αλητεύεις μέσα στις διαδηλώσεις και τις φαντασιοκοπίες των άλλων. Αργά ή
γρήγορα θα συναντήσεις τις δικές σου.
Β.Η