Είναι δυνατόν να βυθίζεται το «Τιτάνια»; Ένας- ένας σιωπηλοί
κατεβαίνουμε στις βάρκες. Είναι όλοι τρομοκρατημένοι. Κανένας δε μιλάει. Οι
ναύτες βλοσυροί μάς δείχνουνε τη θέση μας. Η βάρκα πρέπει να ‘ναι ισόρροπη,
όλοι το καταλαβαίνουν. Δεν ξέρω τι περιμένουμε, το σκάφος έχει αρχίσει και
παίρνει κλίση. Ακούστηκε ότι έγινε ένας φόνος. Όταν ανέβαινα στο κατάστρωμα κάποιοι
τρέχαν στους διαδρόμους και σπάγαν πόρτες. Ο Καπετάνιος είναι εξαφανισμένος.
Πότε εγκατέλειψε το πλοίο; Παράξενο! Μέρες τώρα πλέουμε σε μια έρημη θάλασσα,
μέρες έχουμε να δούμε άλλο καράβι... Ειπώθηκε ότι έχουμε κατέβει πολύ Νότια.
Μια γυναίκα κλαίει. Είπανε ότι τη χτυπήσανε. Ζήταγε τον
άντρα της. Είναι επικίνδυνο αυτό που γίνεται, το swell χτυπάει τη βάρκα
πάνω στα πλευρά του καραβιού. Τι περιμένουμε; Πρέπει να ξεκολλήσουμε! Το μπότζι
βροντά με δύναμη τον πάτο της βάρκας, είναι έτοιμη να διαλυθεί.
Τώρα έρχονται... κατεβαίνουνε τη σκάλα. Ένας βαστάει
κοντόσπαθο, άλλοι πιστόλι, κάποιος κρατάει ένα ρόπαλο του μπέηζμπωλ. Μυρίζει
μια μυρουδιά σα να πέρασε κουνάβι. Ένας ναύτης στέκει στη πλώρη και κρατάει τη
βάρκα με το κοντάρι με τον γάντζο κοντά στη σκάλα. Πατάνε στο κατάστρωμα και
διατάζουν μερικούς να πάνε πίσω.
Προχτές έκανα δυο-τρία θαύματα στην τηλεόραση. Η χώρα είναι
όλη γεμάτη σπόρους. Να προσέχετε τη φύτρα! Ο Θεός μιλάει αγγλικά. Είναι Άγγλος
ο Θεός! Ο Θεός είναι απάνω, και ο Διάβολος απάνω! Νεφέλη ο Θεός, Νεφέλη και ο
Διάβολος! Τα χωριά κυβερνάνε, η πόλη δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Η πόλη δεν
είναι πια όμορφη. Τα χωριά αιωρούνται.
Η Νύφη κάθεται στο γρασίδι, γερμένη στην αγκαλιά του
αγαπημένου της, φορά ένα νυφικό κόκκινο φωτιά. Στο μπούστο της λάμπουνε τα
στρας. Κρατάει ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα, κατακόκκινα κι αυτά, που στάζουν. Ο
Γαμπρός φορά ένα μπλέ κουστούμι που λάμπει αλλά κι αυτουνού το πουκάμισο είναι
ξανά κόκκινο, ακριβώς σαν το νυφικό της αγαπημένης του. Το μπράτσο της νύφης,
αυτό με τα τριαντάφυλλα, λάμπει κάτασπρο Το νυφικό απλώνεται σαν πυρκαγιά στα
γρασίδια που φωσφορίζουν πράσινα. Απλώνεται, απλώνεται και πέρα στην
απόσταση γίνεται ένα λιβάδι παπαρούνες. Χαμογελούν ευτυχισμένοι κι είναι ξανά Άνοιξη.
Είναι νομίζω συνένοχοι. Να προσέχετε τη φύτρα.
Ο Χριστός ξανακατέβηκε στη Γη. Μίλησε στα Ηνωμένα Έθνη.
Τσιριχτή, υστερική και θηλυκή η φωνή του υψώθηκε πάνω απ’
τις διαμαρτυρίες, στριγκλιά «που σύντριψε τις πόλεις ως το τελευταίο ραδιόφωνο».
Μπήκε μέσα στους Ναούς και τους άδειασε. Μπήκε στο Ιερό και σάρωσε την Αγία
Τράπεζα φωνάζοντας: Τί είναι όλα αυτά στο όνομά μου;
Στην Αλ Καΐρα σκόνη απ’ την έρημο πάνω στις στέγες και στα
κατώφλια, η πόλη ετοιμάζεται για τις γιορτές ενώ φυσάει ένας αδυσώπητος Σιμούν.
Η πόλη μάταια προσπάθησε να κοιμηθεί δίπλα στο μεγάλο ποταμό.
Στα προαύλια συνωστίζεται διωγμένο το πλήθος των πιστών. Το
τρομερό εκκλησίασμα! Ενώ ακούγεται ο χαλασμός μέσα στον Ναό, ετοιμάζεται να
επιβιβασθεί στις βάρκες. Βουβοί αλληλοκοιτιούνται. Είναι δυνατόν να βυθίζεται
το «Τιτάνια»;
Β.Η.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου