Είναι σαν να γύρισε ο, από χρόνια χαμένος, πατέρας ενός
αγαπημένου φίλου και σιγά-σιγά ν’ ανακαλύπτεις τα χαρακτηριστικά του γιού στο
πρόσωπο του ξένου. Ένα πρόσωπο άγριο, πονεμένο, αλλά ταυτόχρονα απίστευτα
ειρηνικό και παράξενα οικείο. Τότε αρχίζεις να καταλαβαίνεις γιατί ο φίλος σου
ήτανε πάντοτε ξεχωριστός και πόσο δίκιο είχε που του στάθηκε πιστός.
Πώς μπορεί να περνάει έτσι εύκολα το ηλεκτρικό ρευστό έναν
ωκεανό; Και τι άγνωστη ευτυχία, οι παλιοί κλεμμένοι… αυτοί οι Νέγροι, αυτοί οι
πρώην σκλάβοι, που ήταν «παγκοσμίως διάσημοι για την απώλεια του πατρός τους», να βρίσκουν
κάποιους λευκούς γιούς τόσο μακριά;
Και κοιτάξτε τι κάνει ένας απ’ αυτούς τους γιούς: Πάει πίσω,
πολύ πίσω. Σκύβει πάνω από ξένη ρίζα,
παίρνει τον παλιό πόνο, τον γυαλίζει, τον στιλβώνει και σε μια καινούργια
γλώσσα φτιάχνει ένα υπερόπλο για να το ξαμολύσει με τη δυνατή φωνή ενός νεαρού
θηρίου στα κεφάλια μιας διψασμένης γενιάς.
Αλλά προσέξτε τη διαφορά ανάμεσα στο μπλούζ του Νότου και τη
σχεδόν επική εκτέλεση Μπάρντον, του ανθρώπου που πάει ίσια στον σκοπό του χωρίς
να καθυστερεί πουθενά·εννοώ
κάποιες απόμερες γωνιές. Ίσως είναι η διαφορά του Λευκού από τον Μαύρο… ίσως
είναι μόνο η νιότη, που βαδίζει με το κεφάλι ψηλά. Αν ο Μπάρντον ξεσπάει σε ένα
μανιφέστο και προχωράει σαν παγοθραυστικό, ο άλλος έρχεται
κι επανέρχεται με τον τρόπο που κεντούν. Σαν να ξέρει πως η δύναμη είναι σε
τελευταία ανάλυση άχρηστη, σαν να ξέρει πως ο πόνος είναι παντού και κανείς δεν
θα βγει αλώβητος από δω μέσα.