Πάω καμιά φορά σε διαλέξεις για κάποιο θέμα εθνικό, για
κάποιο πατριωτικό ζήτημα φλέγον, για τα μεγάλα κοινωνικά ζητούμενα που με
δονούν. Έτσι, για να ξεφύγω από τον κόσμο των βιβλίων κι απ’ τις ατέρμονες
ονειροπολήσεις μου. Έτσι, για να δω πού βρίσκονται οι σύγχρονοί μου. Για να δω
πού πάει η Σκέψη σήμερα.
Κάθομαι κάπου απόμερα κι αμέσως με πνίγει η σκόνη του
χρόνου.
Άνθρωποι καλοβαλμένοι παρακολουθούν όλο σέβας τον ομιλητή που
χειρίζεται το θέμα του διεξοδικά, που παραθέτει λόγια μεγάλων διανοητών, που
οδηγείται σε συμπεράσματα, που κάνει τις απαιτούμενες συγκρίσεις…
Η ανία περιελίσσεται σιγά-σιγά σαν φίδι που γλιστρά ανάμεσά
τους. Βλέπω το βλέμμα τους να βαραίνει, παρατηρώ τα άτονα πρόσωπά τους… Παρακολουθώ
τη ζωή να σβήνει μέσα τους ενώ το κοινωνικό πρόβλημα κείτεται ακαριαίο πάνω στο
τραπέζι του ανατόμου.
Πόσο γερασμένοι μου φαίνονται! Σαν να’ ναι λουσμένοι στάχτη!
Είναι όμως ήσυχοι… τίποτα σημαντικό δεν πρόκειται να θιχτεί κι απόψε. Άλλωστε δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Η βραδιά πρέπει να κυλήσει ήρεμα.
Ίσως να βρουν και κάποιον γνωστό μετά το πέρας. Κι έχουν εμπιστοσύνη στον
ομιλητή, είναι άνθρωπος δικός τους, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχει σκοπό να
βάλει κανέναν σε περιπέτειες.
Μερικές φορές, σκέφτομαι μελαγχολικά ότι δεν θα ‘πρεπε να
επιτρέπεται να παίρνει κανείς τον λόγο αν δεν έχει μόλις βγει απ’ τη φυλακή ή αν
δεν έχει οδοιπορήσει ένα μερόνυχτο για να φτάσει ως το βήμα ή αν δεν είναι σε
όλους φανερό πως βαδίζει ενώ ήδη τον σκιάζει ο θάνατος. Εδώ κάνω ακόμα μια εξαίρεση
για αυτούς που είναι μαρκαρισμένοι από τον έρωτα… κι άλλη μια για αυτούς που
μιλούν από την εξορία.
Άλλοτε καταφεύγω στους κύκλους των αντισυμβατικών. Αυτών που
ορκίστηκαν να μείνουν πάντα νέοι. Κάθονται, ένα γύρω, βλοσυροί. Θυμίζουν
περιστέρια που ψειρίζονται στον ήλιο. Μα αυτοί μου φαίνονται κάπως υπερόπτες· δεν αναγνωρίζουνε προγόνους σ’
αυτήν τη χώρα, μόνο κάτι ξένους… «και των κυμβάλων η φωνή από μακριά έχει
χάρη».
Φεύγω πάντα μόνος. Τα βήματά μου με φέρνουν στην έρημη
Πλατεία Κάννιγγος, ένας λυπημένος σαλπιγκτής σαλπίζει ενάντια στα ψηλά σκοτεινά
κτίρια. Εκατοντάδες άδεια γραφεία! Χωρίς να το καταλάβω βρίσκομαι στην Ομόνοια
κι ύστερα πιο κάτω, στην Αγορά. Βαδίζω μες τα φώτα και τα ασύντακτα πλήθη των
φτωχών που «ασυντρόφευτοι» πηγαινοέρχονται, για τους οποίους τόσος λόγος έγινε
μόλις προ ολίγου… μες τα πλήθη των «διψώντων και πεινώντων» που στροβιλίζονται
για λίγο χρήμα. Αλλά νοιώθω καλά μες τους αδαείς, εδώ τουλάχιστον κάτι έχει
απομείνει από την ανθρώπινη ζεστασιά.
Καμιά φορά, ακούω από πολύ μακριά τον λόγο που κλονίζει τις
κολόνες των Ναών. Νοσταλγώ το πάθος και τη διαύγεια, τη διαολεμένη ευστοχία των
ρητόρων. Αυτών που μιλούν μπροστά σε κατάπληκτα πλήθη με τέτοιο τρόπο που
γίνονται εχθροί της ανθρωπότητας. Τότε, ενώ άγνωστοι με σκουντούν, μεθώ λιγάκι
μ’ αυτό το κρασί που ‘ναι καλό να πίνεται για χίλια χρόνια.
Β.Η