Εγώ που περιπλανήθηκα για μια εποχή στα
λιμάνια της Κεντρικής Αμερικής μπορούσα να ξεχωρίσω τους Έλληνες ναυτικούς από
τόσο μακριά όσο έβλεπε το μάτι, από την κοψιά τους και τα σουσούμια τους. Από
τον τρόπο που συναλλάσσονταν με τους ντόπιους και τον τρόπο που οι ντόπιοι τους
αντιμετώπιζαν. Κανείς από τους ναυτικούς άλλων χωρών δεν ήξερε τα μυστήρια της
ανθρώπινης συναλλαγής όσο αυτοί. Βυθισμένος μέσα στη ζέστη και την υγρασία των
τροπικών, σε μέρη όπου αναμειγνύονταν μαύροι, πουτάνες, λιμανίσιοι και ναυτικοί,
είχα την ευκαιρία να κάνω κάποιες μοναδικές παρατηρήσεις.
Γνώριζαν που οδηγούσαν τα νυχτερινά
λαγούμια. Τις απίθανες τρώγλες, το ντόπιο σύστημα εξουσίας και τους κώδικες συμπεριφοράς.
Στο Puerto Barrios της Γουατεμάλας γλεντούσαν στο Cafesama, ένα γωνιακό μπαρ με ανοιχτές
όλες τις πόρτες για να μπαίνει η νυχτερινή αύρα που αναδευόταν από ανεμιστήρες
που κρέμονταν από ψηλές οροφές. Γυναίκες από όλες τις άκρες του Γαλαξία έφταναν
ως αυτούς κι ενώ έγερναν μαζί τους ονειρεύονταν άλλες στη Βέρα Κρουζ και τη
Μπραζίλια.
Περιστοιχίζονταν διαρκώς από λούστρους,
παιδάκια των Τροπικών που τους πλησίαζαν για το δίφραγκο και το παιχνίδι, που
τους αγόραζαν ρούχα που τα ’παιρναν οι πατεράδες τους για να τα πουλήσουν κι
έψαχναν να βρουν κασσέτες με ντόπια salsa για να γνωρίσουν τη μουσική ενός
λαού για τον οποίο ένιωθαν συμπάθεια. Πλανόδιοι που μια φτηνή πραμάτεια ήταν η
έξοδός τους στον κόσμο και μοναδικός
τους πόρος για να θρέψουν μια πολυπληθή φαμίλια, έβρισκαν σ’ αυτούς έναν συνεπή
πελάτη. Μικροαπατεώνες, λαθρέμποροι συναλλάγματος και άγγελοι πεπτωκότες ήταν
οι φιγούρες που συμπλήρωναν ένα αδιάκοπο θέατρο που αυτοί ήταν το κέντρο του.
Πέρα σε μια έρημη
γωνιά, Ολλανδοί ναύτες κάθονταν με τον καπετάνιο τους γύρω από ένα δάσος από
άδεια μπουκάλια μπύρας μέσα σε μια βλοσυρότητα και φιλυποψία που απωθούσε κάθε
ανθρώπινο πλησίασμα.
Όταν ανέβαινες καλεσμένος
στα καράβια έμενες έκπληκτος από την πειθαρχία, την καθαριότητα και την τάξη,
που είχαν μια αύρα παλαιότητας που πήγαινε πολύ πίσω από το Υδραίικο Ναυτικό
και έφτανε ίσως ως την ναυτική κυριαρχία της Ρόδου. Ένα σύστημα κανόνων που
μετριαζόταν από μια αίσθηση φιλοξενίας κλασσική και ένα ενδιαφέρον αδιάπτωτο
για το τι συμβαίνει στα ενδότερα της ηπείρου.
Στο Santo Tomas de Castillia, σκάλα του Barrios, είχαν τους δικούς τους ταξιτζήδες που μιλούσαν ελληνικά,
μιας κι είχαν κάνει τα χρόνια τους στα ελληνικά καράβια. Και στο Puerto Cortes, το έρημο Cortes, της Ονδούρας πέρναγαν
από το Café Vienna κάποιου
Σπύρου από την Ικαρία που ήταν παντρεμένος με Ονδουρένια. Γνώριζαν πώς να
ποικίλουν μια σκληρή ζωή στη θάλασσα με τις χαρές της ανθρώπινης επικοινωνίας
και το ξεφάντωμα. Έτσι σιγουρεύτηκα για
την ύπαρξη εθνικού χαρακτήρα.
Και δεν μπορώ
συνομιλώντας με έναν Εγγλέζο να ξεχάσω ότι είναι Εγγλέζος. Μου το υπενθυμίζει
διαρκώς η αλαζονεία της προφοράς του και η κρυφή ροπή του προς την φαντασία -αυτό
δηλαδή που έκανε τη Βρετανία μεγάλη… Ούτε μιλώντας με ένα Γερμανό μπορώ να
αγνοήσω ότι είναι αθεράπευτα Γερμανός. Ούτε μιλώντας με ένα Μαύρο μπορώ να
προσποιούμαι πως δεν βλέπω ότι είναι Αράπης. Μου το υπενθυμίζουν διαρκώς οι
τρόποι του, οι κινήσεις του και το νεύρο του. Και χαίρομαι γι’ αυτό ενώ θα με
απογοήτευε βαθιά το να βρεθώ μπροστά σε ένα Λευκό Νέγρο. Ένα κακομοίρη δηλαδή
που μάταια προσπαθεί να ξεβάψει και να χωρέσει σε ένα κουστούμι. Και
ενθουσιάζομαι νιώθοντας και δική μου την περηφάνια όταν ο James Brown διαλαλεί
προς όλους ότι είναι αράπης. Το ίδιο και με ένα γύφτο, χαίρομαι την ξυπολησιά
του και τον καημό του. Χαίρομαι που βρίσκομαι μπροστά σ’ ένα ζωντανό εχθρό του
πολιτισμού μου. Κι αν παρ’ ελπίδα βρεθώ μπροστά σ’ έναν ενταγμένο και
καλοβαλμένο εκπρόσωπο αυτού του είδους χαίρομαι όταν λάμψει από ένα πονηρό
χαμόγελο το μάτι και αστράψει η γυφτιά! Να μιά ράτσα σκέφτομαι που δεν αφέθηκε
να καταστραφεί από το σχολείο!
Κατά μίαν έννοια
λοιπόν, και για να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου, είμαι ρατσιστής: διακρίνω
δηλαδή τις ράτσες κι εξετάζω τη γη, το χώμα που τις φτιάχνει. Όχι όμως με τον
τρόπο που είναι οι Ναζήδες που σχετικά μ’ αυτά έχασαν το μέτρο και έφτιαξαν μιά
φυλετική ιεραρχία βάζοντας τη δικιά τους ράτσα στην κορφή και τους εαυτούς τους
στην κορφή της ράτσας τους. Γιατί αυτό ήταν μιά άπελπις προσπάθεια να ανταπεξέλθουν
σε μια ανικανότητα και ένα αίσθημα κατωτερότητας που ήταν σχεδόν αναπηρία: την ανικανότητα της ανθρώπινης
επαφής. Δηλαδή τον βαθύ τρόμο μπρος στην ισοτιμία! Kαι εν τέλει, τον φόβο για τη ζωή και το
μίσος για αυτό που είναι οι άνθρωποι. Χρειάζονταν λοιπόν, για αυτή τους την ανικανότητα,
μιαν αναπλήρωση· μια πατερίτσα και ένα εργαλείο.
Ούτε όμως με τον
τρόπο που είναι ρατσιστές οι Κινέζοι, γιατί, μη φανεί παράξενο, είναι ρατσιστές
και οι Κινέζοι. Και όχι μόνο από τραύμα και σαν άμυνα από τον Πόλεμο του Οπίου
και την εξέγερση των Boxers
αλλά από μιά υπερβολική αιδώ, σχεδόν αίσθημα μειονεξίας, και ταυτόχρονα μιά
θέληση για δύναμη.
Ούτε με τον τρόπο
που υπήρξαν ρατσιστές κάποιοι Μαύροι ρατσιστές στη δεκαετία του ’60, που ήταν
αντανάκλαση και ανόητη αντεπίθεση στον κυρίαρχο λευκό ρατσισμό που πολεμούσαν.
Εγώ είμαι άνθρωπος του παζαριού· που
σημαίνει ότι, πίσω από κάθε μονολιθικό μηχανισμό, και εις
πείσμα του, ξεχωρίζω πρόσωπα και ζυγίζω καταστάσεις. Ονειρεύομαι το τουρμπάνι
να βαδίζει μαζί με το σκουφάκι. Μπορώ να είμαι και με τη μαντήλα, που
αποκαλύπτει μόνο ό,τι πρέπει τούτη τη στιγμή να ειπωθεί, αφήνοντας τα υπόλοιπα
σημαντικά για τη στιγμή που πρέπει. Είμαι άνθρωπος της αρχαίας Πόλης και της Αγοράς και ονειρεύτηκα το τεράστιο
σκλαβοπάζαρο της Δήλου όταν σε μια στιγμή γίνονται όλοι λεύτεροι. Είμαι γέννημα
της Πόλης, δηλαδή εμβριθής
παρατηρητής της ανθρώπινης δεινότητας και τραγικότητας. Ό,τι μας χωρίζει είναι
αυτό που μας ενώνει. Όπως ο άνθρωπος νοσταλγεί το οικείο έτσι νοσταλγεί και το
ξένο.
Ονειρεύομαι ότι
όλοι οι λαοί προσέρχονται με τα στίγματα του πολιτισμού και της ράτσας τους στο
δέρμα τους και ανταλλάσσουν ό,τι ανθρώπινο έχουν να ανταλλάξουν. Και μισώ τον
πολιτισμικό χυλό που θέλει η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση να επιβάλλει με τη συνέργια
της φιλάνθρωπης Αριστεράς. Αυτή την απίστευτη κατάτμηση- απονεύρωση-ουδετεροποίηση-μείξη-συσκευασία-πώληση.
Ας είναι ο άντρας,
άντρας και η γυναίκα, γυναίκα. Κλίνω το γόνυ μπρος στην πουτάνα και τον φονιά.
Την πουτάνα και τον έρημο φονιά. Αναγνωρίζω την επαιτεία σαν αρχαίο επάγγελμα και
σέβομαι τον κλέφτη που γνωρίζει μέτρο. Ας αφεθεί η απάτη ήσυχη στο ζωτικό της
χώρο και η ασχήμια στον δικό της.
Ζητώ ο μαύρος να ’ναι
μαύρος και ο άσπρος, άσπρος. Και ο κακός ας αφεθεί επιτέλους στην κακία του.
Και το κακό να μπορεί να υπάρξει.
....κι ας είν’ καλά οι σκιές του μεγάλου σκονισμένου δρόμου.
Β.Η
Έτσι... Εναντια στον αντιρατσισμό της ισοπέδωσης και της πάσει θυσία ουδέτερης ομοιομορφίας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίο Βασίλη, και μόνο ο όρος πολυπολιτισμικός χυλός είναι μιά ευφυής και κομψή μεταφορά εις την Ελληνική.Επι τέλους επανήλθες στην κομψότητα της φόρμας χωρίς να είναι κομψευόμενη. Τα πιάσαμε καλά τα αντίθετα!!! Ολοι οι καλοί ΚΑΙ οι κακοί χωράνε! Υγίαινε!
ΑπάντησηΔιαγραφή"Είμαι γέννημα της Πόλης, δηλαδή εμβριθής παρατηρητής της ανθρώπινης δεινότητας και τραγικότητας. Ό,τι μας χωρίζει είναι αυτό που μας ενώνει. Όπως ο άνθρωπος νοσταλγεί το οικείο έτσι νοσταλγεί και το ξένο."
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκτύπητος Ξανά! Ακριβώς έτσι!
Πλους