Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Ο Δικός μου Προσωπικός Ρατσισμός



    Εγώ που περιπλανήθηκα για μια εποχή στα λιμάνια της Κεντρικής Αμερικής μπορούσα να ξεχωρίσω τους Έλληνες ναυτικούς από τόσο μακριά όσο έβλεπε το μάτι, από την κοψιά τους και τα σουσούμια τους. Από τον τρόπο που συναλλάσσονταν με τους ντόπιους και τον τρόπο που οι ντόπιοι τους αντιμετώπιζαν. Κανείς από τους ναυτικούς άλλων χωρών δεν ήξερε τα μυστήρια της ανθρώπινης συναλλαγής όσο αυτοί. Βυθισμένος μέσα στη ζέστη και την υγρασία των τροπικών, σε μέρη όπου αναμειγνύονταν μαύροι, πουτάνες, λιμανίσιοι και ναυτικοί, είχα την ευκαιρία να κάνω κάποιες μοναδικές παρατηρήσεις.

    Γνώριζαν που οδηγούσαν τα νυχτερινά λαγούμια. Τις απίθανες τρώγλες, το ντόπιο σύστημα εξουσίας και τους κώδικες συμπεριφοράς. Στο Puerto Barrios της Γουατεμάλας γλεντούσαν στο Cafesama, ένα γωνιακό μπαρ με ανοιχτές όλες τις πόρτες για να μπαίνει η νυχτερινή αύρα που αναδευόταν από ανεμιστήρες που κρέμονταν από ψηλές οροφές. Γυναίκες από όλες τις άκρες του Γαλαξία έφταναν ως αυτούς κι ενώ έγερναν μαζί τους ονειρεύονταν άλλες στη Βέρα Κρουζ και τη Μπραζίλια.
     Περιστοιχίζονταν διαρκώς από λούστρους, παιδάκια των Τροπικών που τους πλησίαζαν για το δίφραγκο και το παιχνίδι, που τους αγόραζαν ρούχα που τα ’παιρναν οι πατεράδες τους για να τα πουλήσουν κι έψαχναν να βρουν κασσέτες με ντόπια salsa για να γνωρίσουν τη μουσική ενός λαού για τον οποίο ένιωθαν συμπάθεια. Πλανόδιοι που μια φτηνή πραμάτεια ήταν η έξοδός τους στον κόσμο και  μοναδικός τους πόρος για να θρέψουν μια πολυπληθή φαμίλια, έβρισκαν σ’ αυτούς έναν συνεπή πελάτη. Μικροαπατεώνες, λαθρέμποροι συναλλάγματος και άγγελοι πεπτωκότες ήταν οι φιγούρες που συμπλήρωναν ένα αδιάκοπο θέατρο που αυτοί ήταν το κέντρο του.
    Πέρα σε μια έρημη γωνιά, Ολλανδοί ναύτες κάθονταν με τον καπετάνιο τους γύρω από ένα δάσος από άδεια μπουκάλια μπύρας μέσα σε μια βλοσυρότητα και φιλυποψία που απωθούσε κάθε ανθρώπινο πλησίασμα.
    Όταν ανέβαινες καλεσμένος στα καράβια έμενες έκπληκτος από την πειθαρχία, την καθαριότητα και την τάξη, που είχαν μια αύρα παλαιότητας που πήγαινε πολύ πίσω από το Υδραίικο Ναυτικό και έφτανε ίσως ως την ναυτική κυριαρχία της Ρόδου. Ένα σύστημα κανόνων που μετριαζόταν από μια αίσθηση φιλοξενίας κλασσική και ένα ενδιαφέρον αδιάπτωτο για το τι συμβαίνει στα ενδότερα της ηπείρου.
    Στο  Santo Tomas de Castillia, σκάλα του Barrios, είχαν τους δικούς τους ταξιτζήδες που μιλούσαν ελληνικά, μιας κι είχαν κάνει τα χρόνια τους στα ελληνικά καράβια. Και στο Puerto Cortes, το έρημο Cortes, της Ονδούρας πέρναγαν από το Café Vienna κάποιου Σπύρου από την Ικαρία που ήταν παντρεμένος με Ονδουρένια. Γνώριζαν πώς να ποικίλουν μια σκληρή ζωή στη θάλασσα με τις χαρές της ανθρώπινης επικοινωνίας και το ξεφάντωμα. Έτσι σιγουρεύτηκα για την ύπαρξη εθνικού χαρακτήρα.
    Και δεν μπορώ συνομιλώντας με έναν Εγγλέζο να ξεχάσω ότι είναι Εγγλέζος. Μου το υπενθυμίζει διαρκώς η αλαζονεία της προφοράς του και η κρυφή ροπή του προς την φαντασία -αυτό δηλαδή που έκανε τη Βρετανία μεγάλη… Ούτε μιλώντας με ένα Γερμανό μπορώ να αγνοήσω ότι είναι αθεράπευτα Γερμανός. Ούτε μιλώντας με ένα Μαύρο μπορώ να προσποιούμαι πως δεν βλέπω ότι είναι Αράπης. Μου το υπενθυμίζουν διαρκώς οι τρόποι του, οι κινήσεις του και το νεύρο του. Και χαίρομαι γι’ αυτό ενώ θα με απογοήτευε βαθιά το να βρεθώ μπροστά σε ένα Λευκό Νέγρο. Ένα κακομοίρη δηλαδή που μάταια προσπαθεί να ξεβάψει και να χωρέσει σε ένα κουστούμι. Και ενθουσιάζομαι νιώθοντας και δική μου την περηφάνια όταν ο James Brown διαλαλεί προς όλους ότι είναι αράπης. Το ίδιο και με ένα γύφτο, χαίρομαι την ξυπολησιά του και τον καημό του. Χαίρομαι που βρίσκομαι μπροστά σ’ ένα ζωντανό εχθρό του πολιτισμού μου. Κι αν παρ’ ελπίδα βρεθώ μπροστά σ’ έναν ενταγμένο και καλοβαλμένο εκπρόσωπο αυτού του είδους χαίρομαι όταν λάμψει από ένα πονηρό χαμόγελο το μάτι και αστράψει η γυφτιά! Να μιά ράτσα σκέφτομαι που δεν αφέθηκε να καταστραφεί από το σχολείο!

    Κατά μίαν έννοια λοιπόν, και για να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου, είμαι ρατσιστής: διακρίνω δηλαδή τις ράτσες κι εξετάζω τη γη, το χώμα που τις φτιάχνει. Όχι όμως με τον τρόπο που είναι οι Ναζήδες που σχετικά μ’ αυτά έχασαν το μέτρο και έφτιαξαν μιά φυλετική ιεραρχία βάζοντας τη δικιά τους ράτσα στην κορφή και τους εαυτούς τους στην κορφή της ράτσας τους. Γιατί αυτό ήταν μιά άπελπις προσπάθεια να ανταπεξέλθουν σε μια ανικανότητα και ένα αίσθημα κατωτερότητας που ήταν σχεδόν αναπηρία: την ανικανότητα της ανθρώπινης επαφής. Δηλαδή τον βαθύ τρόμο μπρος στην ισοτιμία! Kαι εν τέλει, τον φόβο για τη ζωή και το μίσος για αυτό που είναι οι άνθρωποι. Χρειάζονταν λοιπόν, για αυτή τους την ανικανότητα, μιαν αναπλήρωση· μια πατερίτσα και ένα εργαλείο.
    Ούτε όμως με τον τρόπο που είναι ρατσιστές οι Κινέζοι, γιατί, μη φανεί παράξενο, είναι ρατσιστές και οι Κινέζοι. Και όχι μόνο από τραύμα και σαν άμυνα από τον Πόλεμο του Οπίου και την εξέγερση των Boxers αλλά από μιά υπερβολική αιδώ, σχεδόν αίσθημα μειονεξίας, και ταυτόχρονα μιά θέληση για δύναμη.
    Ούτε με τον τρόπο που υπήρξαν ρατσιστές κάποιοι Μαύροι ρατσιστές στη δεκαετία του ’60, που ήταν αντανάκλαση και ανόητη αντεπίθεση στον κυρίαρχο λευκό ρατσισμό που πολεμούσαν.

    Εγώ είμαι άνθρωπος του παζαριού· που σημαίνει ότι, πίσω από κάθε μονολιθικό μηχανισμό, και εις πείσμα του, ξεχωρίζω πρόσωπα και ζυγίζω καταστάσεις. Ονειρεύομαι το τουρμπάνι να βαδίζει μαζί με το σκουφάκι. Μπορώ να είμαι και με τη μαντήλα, που αποκαλύπτει μόνο ό,τι πρέπει τούτη τη στιγμή να ειπωθεί, αφήνοντας τα υπόλοιπα σημαντικά για τη στιγμή που πρέπει. Είμαι άνθρωπος της αρχαίας Πόλης και της Αγοράς και ονειρεύτηκα το τεράστιο σκλαβοπάζαρο της Δήλου όταν σε μια στιγμή γίνονται όλοι λεύτεροι. Είμαι γέννημα της Πόλης, δηλαδή εμβριθής παρατηρητής της ανθρώπινης δεινότητας και τραγικότητας. Ό,τι μας χωρίζει είναι αυτό που μας ενώνει. Όπως ο άνθρωπος νοσταλγεί το οικείο έτσι νοσταλγεί και το ξένο.
    Ονειρεύομαι ότι όλοι οι λαοί προσέρχονται με τα στίγματα του πολιτισμού και της ράτσας τους στο δέρμα τους και ανταλλάσσουν ό,τι ανθρώπινο έχουν να ανταλλάξουν. Και μισώ τον πολιτισμικό χυλό που θέλει η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση να επιβάλλει με τη συνέργια της φιλάνθρωπης Αριστεράς. Αυτή την απίστευτη κατάτμηση- απονεύρωση-ουδετεροποίηση-μείξη-συσκευασία-πώληση.
    Ας είναι ο άντρας, άντρας και η γυναίκα, γυναίκα. Κλίνω το γόνυ μπρος στην πουτάνα και τον φονιά. Την πουτάνα και τον έρημο φονιά. Αναγνωρίζω την επαιτεία σαν αρχαίο επάγγελμα και σέβομαι τον κλέφτη που γνωρίζει μέτρο. Ας αφεθεί η απάτη ήσυχη στο ζωτικό της χώρο και η ασχήμια στον δικό της. 
    Ζητώ ο μαύρος να ’ναι μαύρος και ο άσπρος, άσπρος. Και ο κακός ας αφεθεί επιτέλους στην κακία του. Και το κακό να μπορεί να υπάρξει.
   
    ....κι ας είν’ καλά οι σκιές του μεγάλου σκονισμένου δρόμου.

                                                                                                                      Β.Η

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

Ιερός Άνεμος



https://youtu./1o32SF9EXco

 https://images.hellasjournal.com/2018/07/f1beae7b-mati-teliko2.mp4?_=2

\/https://images.hellasjournal.com/2018/07/0346d87b-mati-teliko.mp4?_=1

           

Θυμάστε τον άνεμο που σηκώθηκε στις 23 του Ιούλη στην Αθήνα και έπνεε με ταχύτητα 70 μιλίων την ώρα?  "Στις 17.15 δόθηκε εντολή στο ελικόπτερο της Πυροσβεστικής που συντόνιζε τις επίγειες δυνάμεις στο μέτωπο της φωτιάς στην Κινέττα, να μετακινηθεί προς την περιοχή Νταού Πεντέλης για να ελέγξει τα δεδομένα της νέας φωτιάς από αέρος. Το ελικόπτερο έφτασε πάνω από την περιοχή στις 17.40 όταν οι φλόγες είχαν περάσει από το Λύρειο Ίδρυμα και πλησίαζαν προς τα πρώτα απομονωμένα σπίτια του Νέου Βουτζά. Μέσα σε 5’ το ελικόπτερο ενημέρωσε μέσω ασυρμάτου το Κέντρο Επιχειρήσεων στο Χαλάνδρι για την εικόνα που είχε και προειδοποίησε ότι το μέτωπο κινείται με σταθερή κατεύθυνση προς τον οικισμό και είναι καθοδικό προς την λεωφόρο Μαραθώνος. Η πτήση αυτή του ελικοπτέρου διήρκεσε 25’. Κατά τη διάρκεια αυτών των λεπτών οι εκτιμήσεις για το πώς εξελίσσεται η φωτιά δεν άλλαξαν.
Την ίδια ώρα στο Κέντρο Επιχειρήσεων φαίνεται ότι οι εκεί αρμόδιοι εξακολουθούσαν να έχουν μια εντελώς λανθασμένη εικόνα για την κατάσταση που επικρατούσε στην ευρύτερη περιοχή του Νέου Βουτζά. Εζητείτο η αποστολή βαρέων μηχανημάτων για την διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών σε διάφορα σημεία και αναφερόταν ότι η κατεύθυνση της πυρκαγιάς ήταν από την Καλλιτεχνούπολη προς τη Διώνη. Όλα αυτά, την ώρα που το μέτωπο μεγάλωνε και κατευθυνόταν προς τη λεωφόρο Μαραθώνος. Σύμφωνα με την αναφορά των αστυνομικών της Τροχαίας, η φωτιά πέρασε πάνω από τη λεωφόρο και «χτύπησε» το Μάτι στις 18.25."

Μικροί ιδιωτικοί παράδεισοι παραδόθηκαν στη μαινόμενη κόλαση. 90 άνθρωποι χάθηκαν αγωνιζόμενοι να ξεφύγουν από τον καπνό και τις φλόγες ή παλεύοντας για τη ζωή τους μέσα σε μια θάλασσα που την σάρωνε η πύρινη ανάσα που 'ρχότανε απ' τη στεριά. Ο άνεμος κόπασε ξαφνικά τη νύχτα όταν η φωτιά είχε κατακάψει τα πάντα και δεν απόμεναν παρά καπνίζοντα ερείπια, απανθρακωμένα δένδρα και οι επικλήσεις των ζωντανών προς όσους είχαν πεθάνει.

                                           …………………......



Πέρασαν μέρες. Μαζί μ’ όλη την Ελλάδα παρακολούθησα το δράμα. Ας είμαι μακριά, θαμμένος σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο. Μέρα με την μέρα, κάπως άρχιζε να καταλαγιάζει ο θόρυβος, να καταχωνιάζεται το γεγονός. Ακόμα όμως διασταυρώναμε βλέμματα αμίλητοι, σαν να 'μαστε μια μεγάλη οικογένεια... ακόμα απόμεναν στο μάγουλό μας οι κόκκινες δαχτυλιές απ’ το χαστούκι.
Περασμένες 1 τη νύχτα, τελειώνω τη δουλειά και περνάω πέρα απ’ τις πισίνες να πάρω μια μπάλλα παγωτό από την κρεπερί που κλείνει στις 2 ακριβώς. Βρίσκω τις δυο κοπέλες που δουλεύουν τούτη την ώρα της νυχτιάς, μια Αλβανίδα και μια Ελληνίδα, εξοντωμένες. Βδομάδες έχουνε να πάρουνε ρεπό!
    -Δεν έχω τη δύναμη να σηκωθώ να κλείσω, μου λέει η Αλβανίδα, κι αύριο είμαι πρωινή. Θα μπορούσε να με πάρει ο ύπνος εδώ να, μα όταν πάω σπίτι δεν μπορώ να κοιμηθώ. Τα πρωινά με σπρώχνει ο άντρας μου να σηκωθώ…
    -Δεν μπορώ να τους βλέπω πια, μου κάνει η μικρή Ελληνίδα που κάθεται κατάκοπη σε ένα χαμηλό σκαμνί. Τρώνε συνεχώς. Το πρωί, προτού ανοίξουμε, 9 παρά τρία λεπτά, σπρώχνουν τις πόρτες, τις τζαμαρίες, για να μπουν! Έρχονται από παντού! Σαν τις κατσαρίδες!
    - Α, μάλιστα! Μα εδώ που τα λέμε, η ίδια η διαδικασία του φαγητού είναι αποτρόπαιη, αποφαίνομαι εγώ. Κι αρχίζω να απαγγέλλω όσο θυμάμαι, Ελία Καννέτι από το φοβερό «Μάζα και Εξουσία» που διάβασα λίγα χρόνια πριν: Ο θηρευτής καταδιώκει το θήραμα, το προλαβαίνει και το άτυχο ζώο βρίσκεται μπρος στο ανοιχτό στόμα, στη φοβερή μπόκα! Ύστερα το δάγκωμα, ύστερα το ξέσκισμα και αρχίζει η διαδικασία της κατάποσης. Αυτό που ήταν μια ανεξάρτητη ζωή χάνεται σιγά-σιγά μέσα σε ένα στόμα. Καταλήγει να γίνει αντικείμενο πέψης. Όλα του τα στοιχεία, όλη του η ουσία, περνάνε μέσα από το πεπτικό σύστημα ενος άλλου. Όλα του τα κύτταρα αφομοιώνονται από ξένα κύτταρα και καταλήγει να γίνει μέρος κάποιου άλλου. Μαζί και τα μικρόβια που κουβαλούσε στον οργανισμό του. Αυτά που πιθανώς θα ξεκάνουν και τον θηρευτή τον ίδιο!  Ό,τι δεν χρειάζεται στον θηρευτή αποβάλλεται.
    -Σταμάτα! φωνάζει η Ελληνίδα
    -Ακόμα και ένα μαϊντανό, έναν άνηθο να φας δεν παύει να ήταν ένα ωραίο, αμέριμνο φυτό που καταλήγει άμορφη τροφή. Ακόμα και το χέρι που απλώνεται ανοιχτό να αρπάξει και μετά κλείνει τελεσίδικα και φέρνει στο στόμα -συνεχίζω απτόητος- είναι και αυτό σαν ένα στόμα!
    -Σταμάτα, φωνάζει γελώντας η μικρόσωμη Ελληνίδα. Δεν θα μπορέσω να ξαναφάω!
    Όταν βλέπω τους άλλους να τρώνε κάνω τέτοιες σκέψεις τώρα τελευταία. Πότε νοιώθω αηδία, πότε φόβο. Κι όταν τρώω εγώ, καμμιά φορά ντρέπομαι.

    Ενώ τελειώνει η ρητορεία μου ακούω έναν επαναλαμβανόμενο ξερό κρότο. Είναι η Αλβανίδα που μαζεύοντας το κουράγιο της έχει σηκωθεί και παίρνει τα αλουμινένια λεκανάκια με τα φρέσκα λαχανικά και τα αδειάζει. Έχει σύρει δίπλα της μια τεράστια μαύρη σακούλα σκουπιδιών την κρατάει ανοιχτή- άλλη φοβερή μπόκα και αυτή, σα στόμα ανοιχτό! 'Ενα-ένα τα χτυπάει στην κόχη για να ξεκολλάνε από τον πάτο και ψιλοκομμένο μαρουλάκι, ντομάτες, κρεμμύδια, φρεσκοκομμένη καταπράσινη πιπεριά, όλα τα παίρνει η καταβόθρα, τα καταπίνει το σκοτάδι της μαύρης πλαστικής σακκούλας.
    -Τι κάνεις εκεί? 
    -Α, αυτά δεν σερβίρονται αύριο!
    -…καλά, αλλά εδώ δίπλα, στην πλατεία, έχει έναν άστεγο. Βάλε τα σ’ ένα ταπεράκι και πήγαινέ τα, λέω οργίλα και βραχνιασμένα προσπαθώντας να διασωθώ.
    -Σοβαρολογείτε? Να με δούνε και να πουν πως βγάζω φαγητό από το ξενοδοχείο?
    Αμ πώς! Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να δωρίζει την τροφή. Πέφτει η Τιμή του. Ούτε η Δημοκρατία μας μπορεί να παραδεχτεί ανοιχτά την ύπαρξη φτωχών. Και υπάρχει επιχείρημα ισότιμο με κάθε άλλο επιχείρημα για το κάθε τι.

     Άναυδος στέκομαι μπρος σε τέτοια οντολογική ασέβεια! Είχα ακούσει για τα φαγητά που πετιούνται στις πίσω αυλές της τουριστικής Ελλάδας… εκεί που κανένας τουρίστας δεν πατάει. Όμως είναι άλλο να 'σαι εκεί και να το βλέπεις να συμβαίνει μπροστά στα μάτια σου! Είναι σαν ν’ αδειάζουνε νεκρούς σε ομαδικό τάφο!   


Ένοιωσα να πνίγομαι. Και μετά -με φωνή  ανάμεσα σε κόασμα και βόγκο- ξέσπασα: Είμαστε τελειωμένοι! Καταλαβαίνετε τώρα γιατί κάηκε το Μάτι? Ε? Καταλάβατε γιατί κάηκε το Μάτι?

Γύρισα κι έφυγα γύρω απ’ τις πισίνες.
Κοιμήθηκα άσχημα.

                                         ……………………………


Την άλλη μέρα, το απομεσήμερο, μπαίνοντας στο ξενοδοχείο, πέφτω πάνω σε μια καθαρίστρια που έχουμε μερικές φορές κάτι κουβέντες.
    -Ξέρεις τι έγινε χθες στην κρεπερί?...
    -Αα! Έτσι ε? γελάει, και πού να δεις τι γίνεται κάθε βράδυ στις κουζίνες! Ολόκληρα ταψιά με τυρόπιττες και σπανακόπιττες, που λείπουν δυο τρία κομμάτια, αδειάζονται στους κάδους! Χαμογελάει σαρδώνεια και το μάτι της, ένα ιωνικό μάτι όλο σπιρτάδα, το γλεντάει κανονικά. Της δηλώνω ότι για αυτό κάηκε το Μάτι και κάνω παύση. «Α, βέβαια!» μου κάνει δίχως δισταγμό.
    -Κοίτα, συνεχίζει, εμείς στα σπίτια μας, τι το κάνουμε το φαΐ? Το σκεπάζουμε με ένα σελοφάν, το βάζουμε στο ψυγείο και το δίνουμε στα παιδιά μας την επομένη. Εδώ δεν μπορούνε να το κάνουνε αυτό? Κρίμα δεν είναι?
    -Αα! αναφωνώ, εδώ μπαίνει όμως και ένα άλλο θέμα: Ποιος ταΐζει τα ξένα παιδιά καλύτερα απ’ τα δικά του?
    Με κοιτά όλο προσμονή, τα μάτια της σχεδόν ανοιγοκλείνουν σαν alarm  αυτοκινήτου. -"Καμμιά αμφιβολία: ο δούλος, τα παιδιά του αφέντη. Άρα... μπαίνει κι ένα θέμα δουλικότητας. Δουλοπαροικίας! Το καταλαβαίνεις?"
    -Αμέε! μου κάνει και φεύγει φουριόζα.

                                           …………………………….

    Καθώς απομακρυνόμαστε από την πυρκαγιά στην Ανατολική Αττική, και μικρογεγονότα έρχονται πάνω σ’ άλλα μικρογεγονότα, αρχίζουμε να ξεχνάμε, κάνουμε λίγο και το χαζό, είναι απαραίτητο, αλλά είναι στιγμές που σε κάτι γωνίες βρίσκεις στάχτη… Κι ακόμα χειρότερα, κάτι στην ατμόσφαιρα δείχνει ότι άλλαξε το φως.

    Και υπάρχει η πάνδημη αίσθηση ότι κάτι κακό έχει συντελεστεί που έχει χαραχτήρα χρησμού. Ότι απέναντι στο επερχόμενο είμαστε αδύναμοι και παραλυμένοι όπως, την ύστατη στιγμή, παραλυμένο είναι το θύμα μπρος στο ανοιχτό στόμα. Και επιπλέον, όπως την στιγμή εκείνη ο εγκέφαλος των έμβιων όντων δίνει εντολή να εκχυθεί στο αίμα ουσία δραστική σαν το δυνατότερο παραισθησιογόνο για να πραϋνθεί ο πόνος και ο τρόμος, κάθε είδους παλαβομάρα ακούστηκε για την καταστροφή αντί του να ειπωθεί ξερά ότι, αφού κάθε είδους Νόμος θεϊκός ή ανθρώπινος έχει παραβιαστεί, ήτανε αναμενόμενη κι ερχόταν από πολύ μακριά. 

    …έχει ατονήσει η δραστηριότητά μου σε τούτες τις σελίδες
Σκέφτομαι τον Samuel BeckettΤο γράψιμο δεν γίνεται ευκολότερο, αλλά δυσκολότερο για μένα. Κάθε λέξη είναι σαν ένας άχρηστος λεκές στη σιωπή και στο τίποτα. Ο Δημόκριτος χάραξε τον δρόμο: «Το μηδέν είναι περισσότερο από το τίποτα».

Και αρχίζω να καταλαβαίνω τον Αντόρνο που είπε πως δεν υπάρχει ποίηση μετά το Άουσβιτς.
Δεν έχω όρεξη να γράψω, δεν μου κάνει κέφι να ταΐζω αυτό το μπλογκ. Δεν μου δίνει χαρά η αναζήτηση των λέξεων. Σαν να αποζητάω τη Σιωπή. Ποιος ο λόγος να κοπιάσω για να φτιάξω ένα κομψό κείμενο? Μου φαίνεται απλά κομψευόμενο. Η Φωτιά τα είπε καλύτερα! 

                                                                      Β.Η