(Αυτή την Ικαρία αγαπήσαμε)
Δυό ερωτήσεις μόνο: τί θ απογίνουν τα εκατοντάδες χωριά της ηπειρωτικής χώρας που δεν έχουν ούτε θάλασσα, ούτε «παραδοσιακότητα»? Μήπως θα έπρεπε να αδειάζει σιγά-σιγά η Αθήνα (πού ακούστηκε 4 στα 10 εκατομμύρια!) και να βάλουμε μπροστά, συνολικά, την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας αντί να σκεφτόμαστε πώς θα εξυπηρετούμε? Ίσως τότε να μπορέσουμε να υποδεχθούμε πραγματικά τους λίγους επισκέπτες που θα μας κάνουν την τιμή να έρθουν να δουν ποιοι πραγματικά είμαστε και πώς ζούμε.
Αναγνώστης της προηγούμενης ανάρτησης, σε
σχόλιό του, συμφωνώντας ότι ο μαζικός τουρισμός αποτελεί πλέον πληγή,
επιχειρηματολογεί υπέρ ενός ήπιου και «χαμηλής έντασης» τουρισμού ο οποίος
ξαναδίνει ζωή σε μικρά μέρη που μαραζώνουν, φερ’ ειπείν στα νησιά της άγονης
γραμμής. Επειδή αυτή η άποψη είναι διαδεδομένη και εκ πρώτης όψεως λογικοφανής,
νομίζω πως χρειάζεται μια πιο εκτεταμένη απάντηση που να ξεπερνά τα όρια του
σχολίου.
Αγαπητέ Αναγνώστη, συγχώρα με αλλά τα ξέρω
και τα μικρά νησιά της άγονης γραμμής. Θα ‘θελες να ήσουν εκεί σερβιτόρος? Θα
‘θελες να ‘σουν καμαριέρα? Θα ήθελες να ήσουν μικροξενοδόχος και να κοιτάς τους
«επισκέπτες» σου στο πορτοφόλι? Και να γεμίζεις το καλό νησάκι σου με μπετά και
να ψάχνεις να βρεις σκουπιδότοπο? Και να σου φέρνει η υδροφόρα το νερό για τις ντουζιέρες
και να μένουν απότιστες οι ντοματιές και να εισάγεις με τη νταλίκα φρούτα,
λαχανικά και κόκα-κόλες… να ταΐσεις δηλαδή την ακρίδα που πληρώνει και πρέπει να
φεύγει κατευχαριστημένη. Και να γκρινιάζεις που δεν έχετε 7 μήνες σαιζόν σαν τη
Ρόδο και την Κρήτη αλλά μόνο Ιούλιο κι Αύγουστο? Γιατί είναι τόσο δημοφιλές
αυτό το ψέμμα? Διότι εκεί πάει το παραμύθι του «εναλλακτικού τουρισμού»!
Αλλά αυτό που έκανε την Ελλάδα πραγματικά αγαπητή
τη δεκαετία του ’60 και του ’70, ώσπου κατάντησε «διάσημη», ήταν η δύναμη του αυθεντικού: εκείνοι οι άνθρωποι ήταν ψαράδες, τεχνίτες και αγρότες, πήγαιναν
και στα κατσίκια τους το σούρουπο, και μόνο περιθωριακά ασχολούνταν με κανένα
σερβίρισμα στην ταβέρνα ή κάποτε έχτισαν πέντε δωμάτια. Από εκεί και πέρα η
κατάσταση «ξέφυγε απ’ τα λογικά της». Τα παιδιά τους και τ’ αγγόνια τους είναι
πονηρεμένα. Βάζουν κάτω το λαπ-τοπ και την «κληρονομιά» και μιλούν για σωστό
μάρκετινγκ! Το εργασιακό τους ιδανικό
είναι πώς θα γίνουν σωστοί υπηρέτες, πώς θα χαμογελούν χωρίς λόγο και
πώς θα «διαχειρισθούν» έξυπνα τον τόπο τους!
Δυό ερωτήσεις μόνο: τί θ απογίνουν τα εκατοντάδες χωριά της ηπειρωτικής χώρας που δεν έχουν ούτε θάλασσα, ούτε «παραδοσιακότητα»? Μήπως θα έπρεπε να αδειάζει σιγά-σιγά η Αθήνα (πού ακούστηκε 4 στα 10 εκατομμύρια!) και να βάλουμε μπροστά, συνολικά, την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας αντί να σκεφτόμαστε πώς θα εξυπηρετούμε? Ίσως τότε να μπορέσουμε να υποδεχθούμε πραγματικά τους λίγους επισκέπτες που θα μας κάνουν την τιμή να έρθουν να δουν ποιοι πραγματικά είμαστε και πώς ζούμε.
Στην προηγούμενη ανάρτηση, μίλησα για το τι
υπάρχει «κυτταρικά» μέσα στο φαινόμενο του τουρισμού και που η ανάπτυξή του μού
φαίνεται νεοπλασία! Με τον τουρισμό-από τη μια μεριά οι τόποι και από την άλλη
οι άνθρωποι- όλα γίνονται εμπόρευμα. Εξ ου και ο πόλεμος. Ο τουρίστας είναι
άνθρωπος που έγινε πελάτης, με τον επισκέπτη επικοινωνείς. Υπάρχει διαφορά! Γιαυτό
εγώ δεν ζητώ «εναλλακτικό τουρισμό» αλλά εναλλακτική στον τουρισμό!
Νομίζω δε, ότι υπάρχει έδαφος για αγροτική
και βιοτεχνική ανάπτυξη σε κάθε τόπο, όσο μικρός κι αν είναι, αρκεί να πάνε
εκεί νέοι και ορεξάτοι άνθρωποι. Αλλά είναι έργο ενός άλλου καθεστώτος και μιας
άλλης κοσμοθεωρίας να φέρει τέτοιους ανθρώπους εκεί.
Και εξηγούμαι! Τι
θα έχει σαν σκοπό ένα τέτοιο μελλοντικό καθεστώς:
(Μεταφέρω σχεδόν αυτούσιες μερικές παραγράφους από ανάρτηση
του 2012-σε ένα παλαιότερο ιστολόγιο, τον «Πύραυλο των Υπογείων», με τίτλο: «Η
Δημοκρατία ξανάρχεται στην Ελλάδα».)
…Θα θέσει σε κίνηση την αγροτική και
βιοτεχνική παραγωγή με σκοπό την αυτάρκεια. Προς τούτο, θα φέρνει για ένα η δύο
χρόνια- πριν τη στρατιωτική τους θητεία, και υποχρεωτικά, όπως σήμερα οι νέοι
γιατροί- αγόρια και κορίτσια από τις πόλεις στην ύπαιθρο για να επανδρώσουν «αγροτικά
κοινόβια» συνδεδεμένα με μικρές βιοτεχνίες, για να καλλιεργήσουν τη χέρσα γη, και
να επισκευάσουν και να κατοικήσουν τα ερημωμένα σπίτια. Θα απλώσει ένα τέτοιο
δίκτυο σε όλη την χώρα.
Με το ζωηρό τους πνεύμα και λίγες ώρες δουλειάς κάθε μέρα,
αυτά τα παιδιά θα δώσουν ζωή στην παρατημένη γη και με την παρουσία τους θα
ξυπνήσουν τα ναρκωμένα χωριά. Παρέχοντας τους την δυνατότητα μετακίνησης
από κοινόβιο σε κοινόβιο θα τους δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσουν τη χώρα
τους.
Αναπόφευκτα, κάποιοι απ’ όσους στάλθηκαν
εκεί θα παραμείνουν για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα. Μετανάστες και ξένοι
φίλοι απ’ όλο τον κόσμο θα βρουν μια θέση σ’ αυτά τα ζωντανά κύτταρα.
Θα ενθαρρύνει συστηματικά την σκληραγωγία
και την εκπαίδευση των πολιτών από την φύση. Θα το κάνει αρχίζοντας από
την πιο τρυφερή ηλικία . Αυτά τα παιδιά της νεαρής Δημοκρατίας, ελεύθερα
ανάμεσα σε ουρανό και γη να ζήσουν τον έρωτα κάτω από τα άστρα και να
παλέψουν με τα εδάφη και τους καιρούς, μαθαίνοντας από πρώτο χέρι αιώνιους
Νόμους, θα γίνουν τα δυνατότερα στηρίγματά της.
Ξεκινώντας έτσι, η πολιτεία θα
διευκολύνει την έξοδο κατοίκων που έχουν εγκλωβιστεί στις πόλεις προς την
αναζωογονημένη ύπαιθρο. Οι άνθρωποι ανασυστήνοντας εκεί μικρές κοινότητες «θα
ζουν όπως θα ’πρεπε να ζουν».
Μπορεί, αγαπητέ
αναγνώστη, να φαίνονται υπερβολικά περίπλοκα όλα αυτά… έως και λίγο επικίνδυνα
αλλά δεν ξέφυγε κανείς εύκολα από τους μπελάδες του.
Β.Η