Δεν θα κάψουμε τις σημαίες σας επειδή μισούμε το χώμα. Χώμα
που μας γέννησε. Δεν θα μπούμε στις εκκλησίες σας με λασπωμένα άρβυλα επειδή
είμαστε φονιάδες. Εμείς είμαστε αυτοί που με ματωμένα κουρέλια σκεπάζουν την
καρδιά τους. Κι οι μόνοι που δέχονται να κλίνουν το γόνυ μπρος στην
απειροελάχιστη ουσία του κόσμου.
…Θα μπορούσα να σταματήσω εδώ, και θα ήταν αρκετό! Θα
προσπαθήσω όμως να εξηγήσω τον λόγο που θα ποδοπατηθούν τα σύμβολά σας.
Υπάρχει εκείνη η παραβολή της καμήλου που περνά μέσα απ’ το
μάτι της βελόνας. Που είναι φυσικά η τριχιά από κάμηλο και όχι κάποια κάμηλος
με καμπούρες. Και βέβαια αυτή η κάμηλος είμαστε εμείς- όλοι εμείς. Και πώς θα
γίνει να περάσουμε μέσα από το στενό πέρασμα παρ’ όλη τη χοντροκοπιά μας ή τις
καμπούρες μας, αν θέλετε, που είναι τα «αμαρτήματά» μας, οι αστοχίες μας? Πώς
αλλοιώς παρά μόνο αν η κάμηλος γίνει λεπτή σαν βλέμμα- από δω η είσοδος κι από
εκεί κιόλας η έξοδος. Και πρέπει η ζωή η ίδια να αποκτήσει την αστραφτερή
λεπτότητα του βλέμματος.
Ορίστε λοιπόν, είμαστε ήδη στα χωράφια της ποίησης, που
είναι μιά επαγγελία ευτυχίας, δηλαδή η επαγγελία μιάς ζωής ικανής για τέτοιο
πέρασμα. Η επαγγελία «ενός κόσμου που παίρνει τη μορφή του».
Και πώς προσεγγίζουμε μια Γη της Επαγγελίας? Πώς αλλοιώς
παρά με μια πράξη που είναι μια μετάφραση. Μια σχεδία- ή μια κιβωτός μεταφορών
αν θέλετε- σε έναν κόσμο κατακλυσμού. Και σε έναν κόσμο Κατακλυσμού που έχασε
την πίστη του- δηλαδή έπαψε να είναι θρησκευτικά πιστευτός – προσεγγίζουμε
εμείς το ιερό μέσω της βεβήλωσης.
Προσέξτε: όχι προσπαθώντας να ξαναστήσουμε στα πόδια της μια πίστη που
τρεκλίζει αλλά μέσω της βεβήλωσης προσεγγίζουμε το ιερό.
Και αντηχεί μέσα σ’ αυτήν ένα ποιητικό «πιστεύω». Χρειάζεται
θάρρος για κάτι τέτοιο.
Δεν είμαστε κάποιοι ανίεροι, κάποιοι ασεβείς. Αντίθετα
είμαστε βαθιά θρησκευόμενοι- ίσως και πιο βαθιά από εσάς- μέσα στη πρώτη
κοινωνία χωρίς θεό. Και είμαστε μόνο εμείς που στεκόμαστε ανοιχτά εμπρός σ’
αυτή την έλλειψη. Όμως το γνωρίζουμε διαισθητικά αλλά και έχουμε σκεφτεί
διεξοδικά πάνω σ’ αυτό: το ιερό θα είναι μαζί μας ως τη συντέλεια του κόσμου.
Να λοιπόν γιατί μέσω της ποιητικής πράξης, που είναι βέβαια
θρησκευτική πράξη, προχωράμε σε τέτοια επαγγελία. Η βεβήλωση ξαναμαγεύει έναν εγκαταλελειμμένο κόσμο.
…εμείς οι νέοι βάνδαλοι… τα πάντα θα βεβηλωθούν!
Κι αν εσείς ή εμείς, δεν έχει σημασία, άνθρωποι είμαστε όλοι
μας, έχουμε ανάγκη από μια Εδέμ, που δίχως αυτή δεν μπορούμε να κάνουμε, πώς θα
επιστρέψουμε σ’ αυτήν, αφού -θα συμφωνήσετε φαντάζομαι μαζί μου- άπαντες
ευρισκόμεθα Ανατολικά της Εδέμ?
Σκεφτείτε παρακαλώ πάνω σ’ αυτό.
Β.Η
(βασισμένο σε κάποιες ιδέες των συντρόφων Michel Deguy, Ζαν Λυκ Νανσύ και
Μαλλαρμέ)
Πολύ ωραίο εως και σπαράζον το κείμενό σου Βασίλη!Τα σύμβολα έχουν βεβηλωθεί ή εγκαταληφθεί όμως εμείς, εσείς, αυτοί, είμαστε ανατολικά της Εδεμ ή μείναμε μόνο μα τα κουρελια της καρδιάς μας? Ξέρεις και εκεί στην Εδέμ την παλιά υπήρξαν κι άλλοι τσαλακωμένοι...Μακάρι το ιερό να είναι μέχρι την συντέλεια του κόσμου και δεν γίνεται να μην είναι...Πολύ δυνατές εικόνες! Μπράβο σου!
ΑπάντησηΔιαγραφή