Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Ξημερώνοντας 25 Μαρτίου 2018


Οι άνθρωποι θέλουν την ενότητα του βίου
αγαπούν την ιστορία
χρειάζονται τη συνέχεια
και θέλουν να συμμετέχουν σε κάτι που
έχει αρχή-μέση-τέλος.
Θέλουν να βλέπουν τον εαυτό τους
μέσα στο μεγάλο χάρτη της ζωής
κι έχουν τρομάξει έως θανάτου,
κρύα πνοή μέσα απ’ τις χαραμάδες
της ψυχής τους
υγρή και νοτισμένη
κι ας εμφανίζονται ψύχραιμοι
κι ας γεμίζουν τους δρόμους…

Γι’ αυτό και ‘γώ έρχομαι
φορώντας μάσκα και βροντή
να μιλήσω για το έθνος
τους Έλληνες τους πιο παλιούς
εκεί που αρχίζει η ιστορία.

Γι’ αυτόν που γύριζε
τον κόσμο σαν σκυλί
και καυχιόταν πώς
το όνομα του ήταν Κανένας…
και πολλών ανθρώπων είδε πόλεις
και γνώρισε τις νοοτροπίες.

Έπειτα
λέγεται ότι στην αναζήτηση
της αλήθειας δεν δίστασαν μπροστά
σε τίποτα
και πως έπαιζαν
ψάχνοντας γι’ αυτήν
σαν να ήτανε παιδιά.

Επίσης
λέγεται ότι γεμίζανε τα θέατρα,
              το διάφανο της Επιδαύρου
              το βαρύ Ησιόδειο της Δωδώνης
βοσκοί που ερχόντουσαν με τα πόδια
και τους αραμπάδες
               μέσα απ’ τα βουνά.


Και η πάλη τους ενάντια στην Ολιγαρχία
που καταγράφηκε απ’ τους ιδίους
               εν πάση λεπτομερεία
               παγκόσμια κληρονομία
μοιάζει σαν να έλαβε χώρα μόλις χτες.
Χαρά ήταν να ζει κάνεις την εποχή εκείνη!

Υπήρξε πράγματι αυτός ο λαός?
Πολλά χρόνια πριν,
               είναι αλήθεια
και μετά όλα χάθηκαν
γιατί η παρακμή είναι
νόμος φυσικός
όχι όμως χωρίς ν’ αφήσουν ίχνος!

Δεν μιλώ για μίμηση
την έμπνευση ζητώ
από ανθρώπους που θα
αποτελούσανε για μένα
αν τύχαινε να βρεθώ ανάμεσά τους
     την πιο καλή παρέα.

Και θα μιλήσω τώρα για τους
    αιώνες της σιωπής
κι αυτούς που λημεριάζανε
στον ανήμερο το λόγγο
πώς παραβγαίναν στο λιθάρι,
το πήδημα, το τρέξιμο και τις αμάδες
πώς χόρευαν,
πώς πολεμούσαν, πώς μαντεύαν
τα μελλούμενα στην πλάτη του αρνιού
σαν να μην πέρασε μια μέρα
απ’ το έτος της Ιλιάδας.

Και πώς έγιναν οι κλέφτες
επαναστατικός στρατός,
αυτό κι αν έχει ενδιαφέρον!
…γιατί στις πιο ζοφερές στιγμές της
η Ελλάδα πάντα θα ξαναγυρνά στο ΄21
ασύλληπτο εγχείρημα, ηρωϊσμός και ατιμία!
Αυτή είναι η μήτρα που έβγαλε
εμάς, τους νεότερους Έλληνες.
Εκεί είναι όλα κρυμμένα
κι ό,τι τότε έμεινε λειψό
λάμπει σαν καθήκον
που απόμεινε σε μας να φέρουμε σε πέρας.
Να τελειώσουμε ΄κεινη την παλιά επανάσταση
που καταφέραμε και διώξαμε τον Τούρκο
αλλά αφήσαμε απείραχτους τους προεστούς
και άθιχτη την δύναμη της Εκκλησίας.

Το Κάλεσμα στην Επίδαυρο,
                              21 Δεκέμβρη του ’21,
το λέει καθαρά:
«Η πρώτη ελευθέρα συνέλευσις των Ελλήνων
ύστερα από εικοσιδύο αιώνες»
καλώντας για πλήρη απελευθέρωση
και γίνανε πολλά και δεν ξανακούστηκε η φράση.
Μέσα σε κείνη την Ευρώπη
μετά την ήττα της Γαλλικής Επανάστασης
δέθηκε χειροπόδαρα και η δικιά μας
και φτιάχτηκε το μικρό το κράτος
που προτιμούσε να ‘ναι ρωμαίικο
                                    ή γραίκικο
                        αλλά όχι ελληνικό
όπως φόραγε η Ελλάδα το ένα στενό παπούτσι
που το λέγανε χριστιανισμό
ποδέθηκε και τ’ άλλο που το λέγαν Δύση.
Δεν ορίζουν οι κατακτημένοι!

Γι’ αυτό κοιτάχτε την έκλειψη των δυό χιλιάδων χρόνων
και μη την ψευτογεμίζετε
με Ελληνορωμάϊσμούς
Βυζαντινισμούς
και Ελληνοχριστιανισμούς
Η Ελλάδα νικήθηκε το 146 π.χ.


Κι ήρθε ύστερα η προσφυγιά του ‘22
ο χαμός της Μικρασίας
«η κατάβαση του Ελληνισμού στον Άδη».

Κι όλες οι υπόλοιπες η μια πάνω στην άλλη
από τη Μαύρη Θάλασσα ως την Αλεξάνδρεια
το μάντρωμα του Ελληνισμού στο επαρχιακό το κράτος.

Και τώρα φορώντας τη μουτσούνα του Μινώταυρου
θα μιλήσω για τη φοβερή
δεκαετία του ΄40
που η αυλαία της άνοιξε και έκλεισε
στα ίδια έρημα βουνά
κύκλος τραγικός
φρίκη σιωπηλή κι αδιέξοδη
ανάμεσα στο εθνικοφασιστικό τέρας
και τον σταλινικό Γολγοθά,
που παίξανε στα ζάρια τη μοίρα ενός λαού
που στάθηκε με αυτοσεβασμό στον πόλεμο
και απροσκύνητος μες τη γερμανική κατοχή 
κι είχε στην αγκαλιά του
μαύρη μνήμη - μαύρη πέτρα
την πείνα τον χειμώνα του ’42.
Καημένα έρημα παιδιά!

Από ‘κείνον τον εμφύλιο
τι μας απόμεινε?
Άδεια τα χέρια μας κρατούσαν σκιές.

Κι ύστερα το κουτσούρεμα στην Κύπρο,
Μικρασιατικά παράλια, Εμφύλιος, Κύπρος,
τρεις ήττες είναι πολλές για ένα λαό
και Ουαί τοις ηττημένοις!

Καθόλου παράξενο λοιπόν που η χώρα
                             αποπειράθηκε να ξεχάσει τον εαυτό της.

Σ’ όλη τούτη την πορεία
που σας εξιστορώ…
υπάρχουν ήρωες
υπάρχουν μάρτυρες
κι ανθρώποι που δούλεψαν με το κερί,
ρωτώ: σε ποιόν ανήκουν?

Γιατί όποιος τρομάζει
απ’ τους φυσικούς συμμάχους του
                             είναι ολότελα χαμένος.

Εκτός από βενζίνη και λάδι
το μπουκάλι όταν φεύγει αναμμένο
θέλει και μια δόση Ιστορίας.
Την έχουμε ανάγκη
είναι αυτή που κάνει πατρίδα μία κοινωνία.
Για πολύ καιρό αφέθηκε στα χέρια
αυτών που την φοβούνταν.
Δεν είναι μόνο μάθημα του χτες
που έρχεται και μπαίνει στο σήμερα
αλλά όπως η αφήγηση κυλάει
δέστε πως όλοι σκύβουνε μπροστά
                      χωρίς ανάσα
έτσι φτιάχνει το παιδί κόκαλα γερά
όταν μέσα τους έχουνε μεδούλι.

                              Γι’ αυτό πάρε τη θέση σου
μέσα σε τούτη την πορεία 
καθόρισε το έργο
και δες πως φαίνεται από μόνο του:
αυτό που βαλθήκαμε να κάνουμε
αδύνατο να γίνει χωρίς βοήθεια
απ’ την Ελλάδα.
Και σε αυτήν θα επιστρέφουν ασταμάτητα οι κόποι μας.

Όχι για κάποιο υποθετικό της μεγαλείο
ούτε για μιαν υπεροψία ή πόζα εθνική
αλλά για να μπορέσει αυτή η χώρα
αναλογιζόμενη τον εαυτό της
να ξανακάνει μια πρόταση στον Κόσμο.
Έναν Κόσμο που τόσο την έχει ανάγκη.
Αυτό δηλαδή που έλαμψε στο κέντρο της
για μια ολόκληρη εποχή
και έκτοτε διασχίζει σαν υπόγειο ρεύμα
όλη της την Ιστορία,
ισηγορία και συμμετοχή
ελευθερία και δικαιοσύνη.
Ό,τι πιο πολύ ο Κόσμος έχει σήμερα ανάγκη.
                             Τότε θα είμαστε δικαιολογημένα υπερήφανοι.

Όπως κάθε άνθρωπος έρχεται στη γη
για να αφήσει πίσω του ένα δώρο στη ζωή
έτσι και τα έθνη,
κάθε έθνος, έχει ένα συλλογικά έργο να επιτελέσει
και απαιτείται μεγάλος κόπος για να συλληφθεί
και να πραγματοποιηθεί
ένα τέτοιο σχέδιο
που τελικό σκοπό, να έχει την ομορφιά.
Μ’ αυτή την ομορφιά ο πλανήτης Γη
μπορεί και συνεχίζει
την πορεία του ανάμεσα στα αστέρια
μέσα σ’ αυτό που κάποτε
αποκαλούσαν Κόσμο.

                                        Β.Η

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

Ο αιωνίως νεαρός Αλέξανδρος



Οι Έλληνες κατέκτησαν τον Χρόνο. Το σουλάτσο των στοχαστών και των ποιητών στην Αγορά, οι θαλασσοπορίες τους, oι πόλεμοί τους, οι συζητήσεις τους και οι ατελείωτες διαμάχες φτάνουν ως εμάς με μια ζωντάνια σαν να συνέβησαν μόλις χθες. Ο Αλέξανδρος που έφτανε πολύ αργά, για την ακρίβεια μόλις τέλειωνε η γιορτή, ανέλαβε να αποτυπώσει εκείνη την κατάκτηση πάνω στον χάρτη. Μαθητής πολλών δασκάλων και όχι μόνο του Αριστοτέλη, υπότροφος δηλαδή μιας μεγάλης παράδοσης, παρέμενε πολεμιστής άρα είχε ανάγκη τη Γεωγραφία. Αλλά ο πολιτισμός στον οποίο μαθήτευσε είχε μπει στη δίνη της πτώσης του. Είχε περάσει τον κάβο της ακμής και κατακρημνισμένος μες τον Πελοποννησιακό πόλεμο υπέκυπτε στις αντιφάσεις του. Παρ’ όλα αυτά, η σκόνη που σήκωσε η μεγάλη εκστρατεία κέρδισε τη θέση επιλόγου σ’ αυτή τη θαυμάσια γιορτή του Χρόνου.
Ο Ελληνικός κόσμος «ζώντας τη διαίρεση στο εσωτερικό των ανεξαρτήτων πόλεων ανάμεσα σε δούλους και ελεύθερους και τον συνεχή αγώνα για επικράτηση της μιας πόλης απέναντι στην άλλη» έφτασε στο σημείο έκρηξης. «Η αρχή του διαχωρισμού που θεμελίωνε εσωτερικά την κάθε μία τους εύρισκε την αντιστοιχία της στις ασταμάτητες συρράξεις μεταξύ τους». Η Ελλάδα που ονειρεύτηκε τον καθολικό άνθρωπο αποτύγχανε παταγωδώς και ένδοξα μέσα στον πιο τρομακτικό πόλεμο, έναν εμφύλιο που έχει τον χαρακτήρα αρχετύπου. Απέτυχε ξανά- ολοκληρωτικά και άδοξα τούτη τη φορά- όταν δεν κατάφερε να ενωθεί απέναντι στους Ρωμαίους.
Παρ’ όλα αυτά σημείωσε επακριβώς στους χάρτες τα σωστά βήματα και τις παγίδες, τις σκοτεινές περιοχές και την κρυμμένη απειλή για όσους θελήσουν να αναλάβουν μια έφοδο της ανθρωπότητας που, τούτη τη φορά, θα φθάσει πέρα απ’ το σημείο της μη επιστροφής.
                                                 
Το μεγάλο δράμα που είχε παιχτεί στο θέατρο του Αιγαίου, ο Αλέξανδρος ανέλαβε να το ανεβάσει στη σκηνή όλης της Ανατολής. Τα Ελληνιστικά βασίλεια γεννήθηκαν θνησιγενή. Ένας κόσμος πολέμων έμελλε να τελειώσει τις μέρες του μέσα σε αδιάκοπους πολέμους. Παρ’ όλα αυτά το φούλι της Αλεξάνδρειας συνέχισε να μοσχοβολά επί 22 αιώνες έτσι ώστε ένας διοπτροφόρος ποιητής να μπορέσει να γράψει μες τον μεγάλο νυχτερινό τους απόηχο.
Ο Αλέξανδρος στρέφει το άτι προς τον ήλιο για να μη τρομάζει από τη σκιά του. Αλλά ήδη υπήρχαν πολλές σκιές που ο επίδοξος ιππέας διάλεγε να παραβλέψει. Η πορεία λοιπόν προς την Ανατολή ήταν προδιαγεγραμμένη. Μα όποιος βαδίζει αντίδρομα στον ήλιο, όποιος μένει προσηλωμένος σ’ έναν ορίζοντα -που φυσικά είναι ένα όριο που διαρκώς υποχωρεί- παραμένει συνεπαρμένος. Συνεπαρμένος και ο Αλέξανδρος θα εκμετρούσε τις μέρες του.
Από νίκη σε νίκη, το πιθάρι των θριάμβων δεν είχε πάτο. Έφτασε ως τον Ινδό κι εκεί οι Έλληνες στάθηκαν μπρος στο τείχος των ελεφάντων. Τι μπορεί να κάνει ένα άλογο μπροστά στους ελέφαντες? Ίσως πολλά αν το άλογο είναι ο Βουκεφάλας και αναβάτης του το αληθινό θάρρος! Ο Αλέξανδρος σηκώθηκε στους αναβολείς για να δει ανάμεσα και πέρα. Στην ακμή της ηλικίας του διατηρούσε την περιέργεια ενός παιδιού. Τι είδε δεν μπορούμε να ξέρουμε. Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Σίγουρα είδε πλήθη! Σίγουρα είδε αμέτρητα πλήθη! Τι κι αν νίκησε ακόμα μια φορά! Εκείνη τη στιγμή της όρθωσης πρέπει να κατάλαβε ότι ο κόσμος είναι απέραντος και πως είχε δοθεί σε ένα ακατόρθωτο έργο. Από ‘κεινη τη στιγμή είναι νεκρός. Το τέλος του είναι γραμμένο μες τις ασταμάτητες οινοποσίες, το παραλήρημα, τον πυρετό. Στρέφονται προς τα πίσω. Η μακρά πορεία της επιστροφής. Τον φέρνουνε πίσω στη Βαβυλώνα. Ιππεύει αλλά είναι σιωπηλός. Φαίνεται να ηγείται αλλά είναι δέσμιος μιας άπειρης εικόνας που στοιχειώνει.
Πλήθη χαρακτηρίζουν την Ινδία! Απροσμέτρητη η τροπή των πραγμάτων! Αυτός ο οραματιστής ανδραγαθημάτων, αυτός που έχει πρότυπο τον Αχιλλέα, βλέπει ότι "όλα αυτά" δεν έχουν καμμία αξία. Ο Κόσμος δεν γίνεται να κατακτηθεί! Πιθανώς νόμιζε ότι έφερνε το φως αλλά στην πραγματικότητα έφερνε μια δάδα που λαμπαδιάζει το χέρι που την κρατά. Η μετέπειτα πορεία των ελληνιστικών βασιλείων το αποδεικνύει. Οι απανωτές συμφορές τους το επιβεβαιώνουν. Σκόρπισε στην Ανατολή τον απόηχο μεγάλων γεγονότων που είχαν συμβεί σε μικρό τόπο! Η ίδια αυτή αγαπημένη Ανατολή θα εκδικηθεί. Το «μέσα» που πάει έξω! Το «έξω» που έρχεται μέσα με ορμή! Η Ασία πλημμυρίζει την Ελλάδα με τα σκοτεινά της όνειρα.
Κι όμως τι θαυμαστό αλισβερίσι πάνω στην πλάτη του αίματος! Και τι ήχος από ατσάλι!

Η Κλασσική Ελλάδα είχε φτάσει στις παρυφές μιας «μεγάλης εποχής» για την ανθρωπότητα και την τελευταία στιγμή έκανε πίσω. Δεν έμενε τίποτα άλλο παρά ένα Κύκνειο Άσμα. Ο Αλέξανδρος σαν σπλαχνικός γιός που ερχότανε πολύ αργά ανέλαβε να της δώσει το φαντασμαγορικό τέλος. Γιατί τι άλλο παρά το μεγαλεπήβολο τέλος ήταν το τέντωμα της μικρής Ελλάδας πάνω στο μέγεθος της Ασίας. Έμελλε αυτή η Ασία να εκδικηθεί τον κατακτητή και εραστή της ντύνοντάς τον με πολύτιμα υφαντά και πλανεύοντάς τον με υποκλίσεις κι αποθέωση! Έμελλε μπαίνοντας από παντού, από κάθε πόρο, στην Ελλάδα να την αλλάξει με τον μυστικισμό της. Με τις μαγγανείες και τα δόγματά της. Με τους θεούς της και τους δαίμονες. Ένας πολιτισμός Λόγου και προσωπικής ευθύνης που ήταν ήδη σε κρίση θα εξαναγκαζόταν σε υποχώρηση μπροστά στις δεισιδαιμονίες και τον ανατολίτικο ανορθολογισμό.


Η Σκοτεινή Ελλάδα: «Στην πραγματικότητα όμως υπήρχαν δύο Ελλάδες: μια Ελλάδα του μέτρου και της διαφάνειας, της θεωρίας και της τέχνης, της “περικαλλούς μορφής”, της αρρενωπής και ηρωικής αυστηρότητας, του Νόμου, της Πόλεως, του φωτός, και μια Ελλάδα καταχθόνια νυκτόβια, σκοτεινή (ή υπέρ το δέον λαμπρή) που ήταν η αρχαϊκή και άγρια Ελλάδα των πάνδημων τελετουργιών, των αιματηρών θυσιών και των ομαδικών ενθουσιασμών, της λατρείας των νεκρών και της Μητέρας Γης – εν ολίγοις μια Ελλάδα μυστηριακή, επί της οποίας το οικοδόμημα της πρώτης Ελλάδας στηρίχθηκε με δυσκολία (“απωθώντας” την), και η οποία παρέμεινε ωστόσο συνεχώς, μέχρι την οριστική κατάρρευση, βουβά παρούσα ιδιαιτέρως στην τραγωδία και τις μυστηριακές λατρείες».
Αλλά μήπως τούτη η δεύτερη, η σκοτεινή Ελλάδα, επέτρεπε στην άλλη ν’ αναπνέει? Και μήπως η Ελλάδα του Λόγου έπρεπε να ‘ναι εκεί για να ποδηγετεί την αγριότητα του Μύθου?
Αυτή την ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ φωτός και σκοταδιού που ήταν ήδη εν κινδύνω, "αυτή την εναργή συνείδηση του ποια είναι η δύναμη, το θάμβος και οι κίνδυνοι της “σκοτεινής πλευράς”", που ήδη ταλανιζόταν στα δύσκολα χρόνια μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, ήρθε να αποτελειώσει η προέλαση του Αλέξανδρου στην Ασία. Η Ανατολή πλημμύρισε την  Ελλάδα ανεπιστρεπτί. Το κέντρο της μεταφέρθηκε «εκτός» και η Ελλάδα έγινε επαρχία ενός ευρύτερου κόσμου. Δεν επέστρεψε ποτέ και έκτοτε οτιδήποτε οικοδομήθηκε «εντός της» ζει σε αναζήτηση ενός «χαμένου κέντρου».

Δεν θέλω, μ’ όλα αυτά, να μειώσω το πέρασμά του από την γη αλλά να το φωτίσω από μια άλλη γωνία. Εξ άλλου δεν είναι λίγο, έφιππος να ορμάς μες τον Γρανικό, ούτε να νικάς στην Ισσό, ούτε να διαλύεις τον μεγάλο στρατό στα Άρβηλα. Θέλω να πω πως δεν είναι λίγο να καταλύεις με το σπαθί μια Αυτοκρατορία και ταυτόχρονα να παραμένεις ιπποτικός. Α, δεν ξεχνιέται αυτό από τους κατακτημένους ακόμα κι αν οι συστρατιώτες σου σε κοιτούν απορημένοι! Πολλοί στρατηγεύοντες θέλησαν να μιμηθούν τους τρόπους του, έγερναν και λίγο το κεφάλι όπως εκείνος, αλλά δεν είχαν το ταλέντο. Αργότερα οι Μακεδόνες ηγήθηκαν των Ελλήνων και αντιπαρατάχθηκαν στους Ρωμαίους. Είχαν τη φάλαγγα, είχαν και τις τεχνικές που τους είχε αφήσει αλλά οι ελιγμοί που επιχειρούσαν χρειάζονταν έναν Αλέξανδρο για να γίνουν. Που την κρίσιμη στιγμή η στρατιωτική του ιδιοφυία, η παράτολμη έμπνευση και η αποκοτιά, “γύριζαν” τη μάχη. Και δεν ήταν η ανωτερότητα των λεγεώνων… Ποιες λεγεώνες..! Ήταν ότι βρήκαν πρόθυμους συμμάχους ανάμεσα στους Έλληνες. Όπως κάποτε κι οι Πέρσες, αλλά τώρα το πνευματικό φορτίο είχε ξοδευτεί, έλειπε ‘κείνο το «πέταγμα» στον Μαραθώνα, ‘κεινη η αέρινη πνοή που συμπαρέσυρε και τους ίδιους τους θεούς! Έλειπε ο παιάνας, ‘κείνο το «Νυν υπέρ πάντων αγών» και η συμπύκνωση τής ενέργειας που θαρρείς πως θα μπορούσες να την αγγίξεις στη Σαλαμίνα! Η ακόμα, τα "σφιγμένα δόντια" και ή ομοφροσύνη λίγο αργότερα στις Πλαταιές. Οι παλιές πόλεις τώρα ήταν σκιές του εαυτού τους. Και υποτάχτηκαν στους δυτικούς βαρβάρους. Κι ύστερα εξωράισαν την ήττα- ότι τάχα εκπολίτισαν και εξελλήνισαν τους Ρωμαίους! Και βαστάει τούτο το φτιασίδωμα, τούτος ο εξωραϊσμός, δυό χιλιάδες χρόνια! Α, σύντροφοι, είναι πικρό, πολύ πικρό να ηττάσαι!

Τι απέμεινε λοιπόν από τον Αλέξανδρο? Αυτόν τον θαυμαστή του Αχιλλέα? Που βάδισε την Ασία κρατώντας την Ιλιάδα? Πού ενέσκηψε μες τον ελληνικό κόσμο από την μακρινή περιφέρειά του? Από μια Μακεδονία που οι Κάτω Έλληνες περιφρονούσαν επειδή δεν είχε πόλεις παρά μόνο ταπεινούς οικισμούς. Κι ούτε καν Δημοκρατία! Και τι μπορούσε να σημαίνει βασιλιάς? Κάτι τόσο ξεχασμένο... Μα για αυτούς υπήρχε μόνο ένας εστεμμένος. Κι αυτός ήταν ο Μέγας Βασιλέας, ο εχθρός Πέρσης Βασιλιάς. Η Σπάρτη βέβαια επέμενε να έχει δύο βασιλείς, μα εκείνοι μάλλον ήτανε πολέμαρχοι: άμα σκοτωθεί ο ένας, ν’ αναλάβει ο άλλος- εκεί κουμάντο κάνανε οι Έφοροι.
Τι ζητούσε λοιπόν απ’ αυτούς τούτος ο αυθάδης? Αυτός ο ρομαντικός που στέκει λίγο παραέξω, στην άκρη του κόσμου τους? Αλλά δεν πρόκειται για τη μοναδική φορά που η ζωτικότητα -μαζί και οι μπελάδες- έρχεται απ’ «έξω». Από μια περιφέρεια ημιβάρβαρη κι αγροίκα. Για να ζωογονήσει το κουρασμένο Κέντρο… Και κατάφερε τούτος ο «παράταιρος» να γίνει ο Γιός της ΑσίαςΙ Ο μυθικός έφηβος και ο Παγκόσμιος Γιός! Μ’ αυτόν οι Έλληνες ξαναγυρνούν στις απαρχές τη στιγμή μιας μεγάλης κούρασης. Δεν είχε όμως έρθει ακόμα η ώρα να πάψει η μήτρα να γεννάει. Σαν να μην είχε παρέλθει η εποχή της Νιότης. Και  μ’ αυτόν, τούτη η μήτρα γέννησε ένα ελληνίζοντα κόσμο- μια Οικουμένη κόσμων και λαών.

Και ήταν φυσικό, οι Επίγονοι να μην μπορέσουν να «σταθούν». Για αυτούς η εκστρατεία ήταν μια κατάκτηση. Για αυτόν ήταν ένας άθλος.

Έμειναν λοιπόν οι μισοσβησμένες στάχτες ενός θρύλου. Ο κόσμος τον θαύμασε σαν την εικόνα της απόκοτης νιότης, αλλά σιωπά μπρος στην τραγικότητά του. Η συνάντησή του με τον Διογένη, στην Κόρινθο, την αναδεικνύει. Ο νεαρός είναι πολύ γρήγορος. Όλο ταλέντο. Φτιαγμένος ίσως από ευγενή υλικά. Ίσως και μεγαλοφυής! Θα αποδειχθεί! Αλλά εκείνη την πρώιμη στιγμή μπρος στον Διογένη φαίνεται να έχει τουλάχιστον αντίληψη. Ξέρει να αναγνωρίζει την αληθινή σοφία. Είναι οι φιλόσοφοι απαραίτητα σοφοί? Μάλλον όχι! Ενώ οι Κυνικοί συγκαταλέγονται στους σοφούς- καμμιά αμφιβολία!
Το πιθάρι λοιπόν περιγελά το σκήπτρο. Σπινθηροβόλο, όμως το νεαρό άτι (ίσως πιο πολύ άτι παρά σκήπτρο) αναφωνεί: «Αν δεν ήμουν Αλέξανδρος θα ήθελα να ήμουνα Διογένης». Θαυμαστής της Αθήνας, θα στείλει από την Ασία τη στιγμή του θριάμβου 300 ασπίδες- αφιέρωμα στον Παρθενώνα. Μία προς μία για κάθε ασπίδα στις Θερμοπύλες. Πλαγίως αναγνώριση της σεμνής Λακεδαίμονας. Χειρονομία μάταιη! Επρόκειτο να ακολουθήσει την Αθήνα βαδίζοντας μες τον ίδιο άνεμο της έπαρσης που «σηκώνει» τα μυαλά. «Δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα» είχαν απαντήσει οι Αθηναίοι στον Μαρδόνιο που, πριν τις Πλαταιές, τους πρότεινε συμμαχία, έναντι εντυπωσιακών ανταλλαγμάτων, στην προσπάθειά του να συντρίψει πολιτικά τους Έλληνες διασπώντας τους. Η δημοκρατική πόλη όμως θα φτιάξει τη δική της ηγεμονία και θα αμφισβητήσει τα ίδια της τα διαπιστευτήρια. Ακούν οι Αθηναίοι τα δικά τους λόγια μέσα απ’ τον Ηρόδοτο και κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν: «Δεν θα μιλήσουμε ποτέ την ίδια γλώσσα με τον Ξέρξη»… Μια χαρά θα μιλήσουν την Πέρσικη γλώσσα της δύναμης, όταν θα ‘ρθει η ώρα τους στη Μήλο. Και ο στρατιώτης Αλέξανδρος, ο πρώτος ανάμεσα στους στρατιώτες του, θα ντυθεί στις πορφύρες και θα ζητά να τον προσκυνούν. Πορεία αδιέξοδη, οδηγεί σε γρήγορο και ένδοξο θάνατο! Ο Διογένης, περαματάρης ανάμεσα στους κόσμους, ίσως ένοιωσε το Σκοτεινό Άστρο- ο πολλά υποσχόμενος νεαρός είναι υπερβολικά λαμπρός όπως μόνο ένας επίδοξος νεκρός- για αυτό και ο Κυνικός δεν κρατά τα λόγια του.
Και πάλι: τι απέμεινε από τον Αλέξανδρο και τη λαμπερή του σκοτεινιά?  Έμελλε σ’ έναν Αμερικανό ποιητή ονομαζόμενο James Douglas Morisson να ζήσει μες την ίδια ποιητική αγριότητα και να αναλάβει ένα εξ ίσου ακατόρθωτο εγχείρημα κι έπειτα να συντριβεί αφήνοντας πίσω του τον Μύθο ενός ακόμα “καταραμένου”! Και τόσοι άλλοι, που δεν σταμάτησαν, ούτε θα σταματήσουν, ν’ ανεβαίνουν στη σκηνή του κόσμου…! Ναι, δεν θα πάψουν ποτέ ‘κείνες οι στάχτες να ξαναδίνουν μια πρόσκαιρη φωτιά! Δεν θα πάψει εκείνο το “αχίλλειο” κάρβουνο, που κοιμάται μες τη στάχτη, να φουντώνει ξύλα ξεχασμένα… και ο άνθρωπος, ζώντας μες τη Φαντασία, πάντα θα γυρνά στον Όμηρο, γιατί όλα ξαναγυρνούν στον Όμηρο! Αυτός άλλωστε δεν τραγούδησε τον Άνθρωπο? Τον Άνθρωπο που σηκώνεται μες τους ομοίους του και ενάντια στα πράγματα?
Να λοιπόν και κάποιος που δεν αναφέρεται στο έπος της Ιλιάδας και αιωνίως βαδίζει ανάδρομα στον χρόνο για να πάρει τη θέση του στο Πάνθεον των ηρώων της. Έτσι κλείνει ο κύκλος κι όλα τελειώνουν όπως άρχισαν… Όχι με μια κατάκτηση αλλά με έναν άθλο.

Και πώς να διηγηθούμε- εξηγώντας την ταυτόχρονα- την ιστορία που αρχίζει με τον Όμηρο, περνάει από την πρώτη απόπειρα της ανθρωπότητας για μια ανοιχτή κοινωνία (από τον 7ο έως τον 5ο αιώνα), για να φθάσει έπειτα στον Αλέξανδρο και να ολοκληρωθεί με το τέλος των ελληνιστικών χρόνων? Μια θαυμαστή περιπέτεια! Και πώς, σαν ανθρωπότητα, να διασφαλίσουμε το επόμενο άλμα πάνω απ’ το ερέβη που μας κοιτούν?
                                                           ……………………………………

Νομίζω πως έτσι πρέπει να γίνεται αντιληπτή η Ιστορία. Όχι σαν ένα άδειο από ζωή κουφάρι που κείτεται μπροστά μας αλλά σαν διαρκώς παρούσα αναλαμπή μέσα στις πράξεις μας. Γιατί έτσι πρέπει να διαβάζεται και να μεταφέρεται η Ιστορία. Με τη διάστασή της τη Μυθική. Με την ουσία της την Ποιητική. Όλα τ’ άλλα έχουν ίσως κόπο αλλά είναι ανέμπνευστα και ανεπαρκή.
                                                                                                            Β.Η

Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

ΜΕΤΡΟ



Ω, Τραίνο που πάλλεσαι και βουίχεις! Που προαναγγέλλεσαι μέσα από το σκοτάδι γαλαριών σαν παλιρροιακό κύμα. Ω φωτισμένη αμαξοστοιχία! Που από σκότος και στόματα του ερέβους ορμάς μέσα σε σταθμούς. Ω, θλιμμένη αμαξοστοιχία που χάνεσαι στις σήραγγες με την πολλαπλασιασμένη σου βουή και συριγμό που σβήνει αργά στα βάθη. Μοναχικά παιδιά! Μακρινή υπόμνηση του Ωκεανού!
Ω, Μετρό που υπάρχεις από το ύψος των ρολογιών σου! Που υπάρχεις από το ύψος των ανακοινώσεών σου! Τις θυμάμαι αυτές τις ανακοινώσεις απ’ τα Μεγάφωνα του Άδη!

Ω, Μετρό είσαι η Δημοκρατική Αρχή! Μέσα σου είμαστε όλοι ίσοι! Μέσα σου είμαστε όλοι μόνοι! Κοιταζόμαστε για μια στιγμή βουβοί πριν αποστρέψουμε το βλέμμα. Σκυφτοί και βιαστικοί παίρνουμε τις Κάτω Σκάλες. Κατεβαίνουμε…
Και γεμίζουμε τις αποβάθρες. Σαν πουλιά στα σύρματα πριν την Αποδημία. Σκυφτοί και σκυθρωποί παίρνουμε τις Άνω Σκάλες για να πάμε στα άθλια σπίτια!
Είμαστε παιδιά της Μαζικής Δημοκρατίας κι είσαι εσύ ο πιο ειλικρινής Καταστατικός μας Χάρτης! Εσύ μας μαθαίνεις την ανεκτικότητα. Εσύ μας μαθαίνεις τη Μοναχικότητα. Εσύ μας προετοιμάζεις για την Υπέρτατη Ανωνυμία!
Και πηγαίνουμε, πηγαίνουμε χωρίς να φτάνουμε ποτέ. Αενάως.

Εσύ με την βουή σου μας μαθαίνεις τη Σιωπή! Εσύ μας διδάσκεις την ονειροπόληση που πρέπει να ‘ναι ρηχή και σύντομη. Και στις σκάλες που ανεβαίνουμε μαθαίνουμε να μη βλέπουμε ανθρώπου πρόσωπο παρά πλάτες και μόνο πλάτες!
Ω, Μετρό αποτύπωμα της Μαζικής Δημοκρατίας, υπέρτατε εκπαιδευτή! Εσύ μας διδάσκεις πώς πεθαίνουν στον Σύγχρονο Κόσμο. Είσαι η καλύτερη προετοιμασία για τον Θάνατο!

Εσύ, εσύ Μετρό και τα μεγάλα Διεθνή Αεροδρόμια, Αρχαίοι Σταθμοί Αποχωρισμού, Σταθμοί της Αποκόλλησης-ετοιμόρροπες προβλήτες μες τα έλη- μου θυμίζεις τα γιγαντιαία Transit του Σύμπαντος απ’ τα οποία ήλθαμε και στα οποία θα επιστρέψουμε.
Κι αν κάποια στιγμή συναντήσουμε ένα πρόσωπο που αόριστα θα μας φανεί γνωστό… και ξαφνικά ένα βλέμμα ίσια μες τα μάτια…
-Ήσουν μήπως στον Πλανήτη Γη στα 2000 τόσο?
-Ναι βέβαια! Και μ’ ένα αχνό μειδίαμα: Α! Ήταν ένας ωραίος Πλανήτης!

Ο αέρας που φυσά μερικές φορές μες από τις γαλαρίες σου έρχεται από πολύ μακριά. Μέσα του βαδίζουμε τη μοναχική αλληλοπερίχωρη πορεία.


Ω, Τόποι- Μη Τόποι! Σταθμοί υπόγειοι σημειωμένοι στο κιτάπι του Κάτω Κόσμου! Ω, αισθήματα κομμένα και ραμμένα στη Μεγάλη Κουρελού! Καταδικασμένοι στον Εαυτό! Στην Μεγάλη Εξορία! Ω, Εξορία, θα ξαναβρεθούμε!
Ω, ο θρίαμβος των σκέψεων σε μικρή δόση! Οδηγός Νεκροπομπός! Λουλούδια σαν ολοζώντανες καρδιές! Τοπίο-βιομηχανικό Τοτέμ! Δάκρυα σ’ ένα δωμάτιο!                                         
                                                                                                                        Β.Η